ΕΥΔΑΙΜΟΝ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ,ΤΟ Δ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΤΟ ΕΥΨΥΧΟΝ ΚΡΙΝΟΜΕΝ...…

[Το μπλόγκ δημιουργήθηκε εξ αρχής,γιά να εξυπηρετεί,την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και την ελευθερία του λόγου...υπό το κράτος αυτού επιλέγω με σεβασμό για τους αναγνώστες μου ,άρθρα που καλύπτουν κάθε διάθεση και τομέα έρευνας...άρθρα που κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο κι αντιπροσωπεύουν κάθε άποψη και με τά οποία δεν συμφωνώ απαραίτητα.....Τά σχόλια είναι ελεύθερα...διαγράφονται μόνο τά υβριστικά και οσα υπερβαίνουν τά όρια κοσμιότητας και σεβασμού..Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές..]




Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2010

ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ....ΜΕΡΟς Α'[ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟς ΜΕΝΟΙΠΟ..]

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΜΕΝΟΙΠΟ

Γεννημένος στη Σάμο το 341 π.Χ. , γιός του Νεοκλή και της Χαιρεστράτης. Ο πατέρας του, Αθηναίος πολίτης από τον δήμο Γαργηττού με καταγωγή από το παλιό επιφανές Αθηναϊκό γένος των Φιλαϊδών, συμμετείχε στον αποικισμό της Σάμου (Διογ. Λαέρτ. 10,1). Ο Επίκουρος άρχισε να έρχεται από νωρίς σε έντονη επαφή με τη φιλοσοφία του Ναυσιφάνη στο γειτονικό νησί Τέως, γεγονός που τον απομάκρυνε από κάθε πλατωνική δοξασία και τον έστρεψε στις θεωρίες του Δημόκριτου. Σε ηλικία 18 ετών μετάβηκε στην Αθήνα για την στρατιωτική και πολιτική του θητεία μαζί με τον κωμικό Μένανδρο. Για τα επόμενα 15 χρόνια της ζωής του δε γνωρίζουμε αρκετά πράγματα. Αργότερα δημιούργησε το δικό του Φιλοσοφικό Κύκλο στη Μυτιλήνη και μετά στη Λάμψακο, για να επιστρέψει το 307/6 π.Χ. σε ηλικία 34 ετών στην Αθήνα και να αγοράσει μια έκταση ανάμεσα στην Αθήνα και τον Πειραιά, όπου στέγασε τη φιλοσοφική του σχολή, τον Κήπο όπως ονομάστηκε. Ο Επίκουρος δίδαξε για 35 χρόνια ακολουθώντας ήσυχη και λιτή ζωή. Περιστοιχίζονταν από άνδρες, γυναίκες, εταίρες και δούλους, που μετείχαν ισάξια στον επικούρειο Κήπο. Ο Επίκουρος πέθανε το 270 π.Χ. σε ηλικία 72 χρόνων.

 

Κατά την Ελληνιστική εποχή, την περίοδο δηλαδή που αρχίζει με το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) και τελειώνει συμβατικά με τη ναυμαχία στο Άκτιο, το 31 π.Χ., κυρίαρχη θέση στην αρχαία φιλοσοφία κατέχουν οι σχολές των Στωικών και των Επικούρειων, παράλληλα βέβαια με εκείνες των Πλατωνικών, Αριστοτελικών, Σκεπτικιστών, Κυνικών κ.α. Ο Επίκουρος και η θεωρία του στρέφονται σ έναν ηθικολογικό χαρακτήρα της φιλοσοφίας. Στόχος του ήταν η αναζήτηση των αιτιών της ανθρώπινης δυστυχίας και των εσφαλμένων δοξασιών που την προκαλούν, όπως π.χ. η δεισιδαιμονία, ώστε να υπάρξει η αντιπρόταση για την προοπτική μιας ευχάριστης ζωής (ΖΗΝ ΗΔΕΩΣ), που για την επίτευξή της ο Επίκουρος προσέφερε ξεκάθαρες φιλοσοφικές συμβουλές. Το ζην ηδέως επιτυγχάνεται με την απουσία του πόνου και φόβου και με τη βίωση μιας ζωής αυτάρκους περιβαλλόμενης από φίλους. Ο Επίκουρος δίδαξε ότι η ηδονή ή ευχαρίστηση όπως θα λέγαμε σήμερα και ο πόνος είναι το μέτρο για το τι πρέπει να προτιμούμε και τι να αποφεύγουμε. Βασικές αρχές της διδασκαλίας του είναι οι εξής: - με τον θάνατο έρχεται το τέλος όχι μόνο του σώματος αλλά και της ψυχής - οι θεοί δεν επιβραβεύουν η τιμωρούν τους ανθρώπους - το σύμπαν είναι άπειρο και αιώνιο - τα γενόμενα στον κόσμο συμβαίνουν τελικά, με βάση τις κινήσεις και τις αλληλεπιδράσεις των ατόμων που διακινούνται στο κενό χώρο
Γνωστή είναι η τετραφάρμακος, δηλαδή οι τέσσερις "αρχές" που πρόβαλλε ο Επίκουρος:
"Άφοβον ο θεός, ανύποπτον ο θάνατος• και ταγαθόν μεν εύκτητον, το δε δεινόν ευκαρτέρητον." - Φιλόδημος (επικούρειος φιλόσοφος)
και σε νεοελληνική απόδoση:
Ο θεός δεν είναι για φόβο (διότι η θεϊκή δύναμη δεν απειλεί εκ φύσεως), ο θάνατος δεν προκαλεί ανησυχία (διότι δεν υπάρχει μετά θάνατο ζωή) και το καλό (ό,τι πραγματικά χρειαζόμαστε) εύκολα αποκτιέται, το δε κακό αντέχεται (ό,τι μας κάνει να υποφέρουμε, εύκολα μπορούμε να το υπομείνουμε).

 

Από την επικούρεια φιλοσοφική σχολή στην Αθήνα, τον Κήπο, διαδόθηκαν οι αρχές της επικούρειας φιλοσοφίας σε όλο τον ελληνικό και αργότερα ρωμαϊκό κόσμο. Ο Επίκουρος, ήταν από τους πολυγραφότερους φιλοσόφους της Ιστορίας. Είχε συγγράψει έργα τα οποία αναπτύσσονταν σε 300 κυλίνδρους. Τα κυριότερα από αυτά σύμφωνα με τον Διογένη τον Λαέρτιο, ήταν τα εξής:
  • ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ 37 ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ
  • ΠΕΡΙ ΑΤΟΜΩΝ ΚΑΙ ΚΕΝΟΥ
  • ΠΕΡΙ ΕΡΩΤΟΣ
  • ΕΠΙΤΟΜΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΦΥΣΙΚΟΥΣ
  • ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΜΕΓΑΡΙΚΟΥΣ
  • ΔΙΑΠΟΡΙΑΙ
  • ΚΥΡΙΑΙ ΔΟΞΑΙ
  • ΠΕΡΙ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΦΥΓΩΝ
  • ΠΕΡΙ ΤΕΛΟΥΣ
  • ΠΕΡΙ ΚΡΙΤΗΡΙΟΥ Η΄ ΚΑΝΩΝ
  • ΧΑΙΡΕΔΗΜΟΣ
  • ΠΕΡΙ ΘΕΩΝ
  • ΠΕΡΙ ΟΣΙΟΤΗΤΟΣ
  • ΗΓΗΣΙΑΝΑΞ
  • ΠΕΡΙ ΒΙΩΝ
  • ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΓΙΑΣ
  • ΝΕΟΚΛΗΣ ΠΡΟΣ ΘΕΜΙΣΤΑΝ
  • ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ
  • ΕΥΡΥΛΟΧΟΣ ΠΡΟΣ ΜΗΤΡΟΔΩΡΟΝ
  • ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΟΡΑΝ
  • ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΝ ΤΗ ΑΤΟΜΩ ΓΩΝΙΑΣ
  • ΠΕΡΙ ΑΦΗΣ
  • ΠΕΡΙ ΕΙΜΑΡΜΕΝΗΣ
  • ΠΕΡΙ ΠΑΘΩΝ ΔΟΞΑΙ ΠΡΟΣ ΤΙΜΟΚΡΑΤΗΝ
  • ΠΡΟΓΝΩΣΤΙΚΟΝ
  • ΠΡΟΤΡΕΠΤΙΚΟΣ
  • ΠΕΡΙ ΕΙΔΩΛΩΝ
  • ΠΕΡΙ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ
  • ΑΡΙΣΤΟΒΟΥΛΟΣ
  • ΠΕΡΙ ΜΟΥΣΙΚΗΣ
  • ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΑΡΕΤΩΝ
  • ΠΕΡΙ ΔΩΡΩΝ ΚΑΙ ΧΑΡΙΤΟΣ
  • ΠΟΛΥΜΗΔΗΣ
  • ΤΙΜΟΚΡΑΤΗΣ Γ΄
  • ΜΗΤΡΟΔΩΡΟΣ Ε΄
  • ΑΝΤΙΔΩΡΟΣ Β΄
  • ΠΕΡΙ ΝΟΣΩΝ ΔΟΞΑΙ ΠΡΟΣ ΜΙΘΡΗΝ
  • ΚΑΛΛΙΣΤΟΛΑΣ
  • ΠΕΡΙ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ
  • ΑΝΑΞΙΜΕΝΗΣ
  • ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ
Με το τέλος του ελληνορωμαϊκού κόσμου και την απαρχή του Μεσαίωνα, τα περισσότερα επικούρεια έργα αφανίστηκαν λόγω του περιεχομένου τους. Από το έργο του Επίκουρου σήμερα σώζονται μέσω του βιογράφου Διογένη του Λαέρτιου (3αι. μ.Χ.), τρεις επιστολές (Προς Ηρόδοτο - Περί Φύσεως, Προς Πυθοκλή - Περί Ουρανίων Σωμάτων, Προς Μενοικέα - Περί Ηθικής) και Οι Κύριες Δόξες, τα οποία αποτελούν την επιτομή του φιλοσοφικού του συστήματος, καθώς και η διαθήκη του. Το 1414 ο Πόντζιο Μπρατζιολίνι ανακάλυψε σ’ ένα γερμανικό μοναστήρι το ποίημα De Rerum Natura (Για την Φύση των Πραγμάτων) του επικούρειου ρωμαίου Λουκρήτιου (94-55 π.χ.χ.). Το ποίημα αναπτύσσεται σε έξι βιβλία και εμπεριέχει την επικούρεια θεώρηση περί Φύσεως. Το 1884 ανακαλύφθηκε από δύο Γάλλους αρχαιολόγους στην Ιωνία, η μεγάλη επιγραφή του επικούρειου Διογένη Οινοανδέα, το μεγαλειώδες φιλοσοφικό μνημείο της ανθρωπότητας. Το 1888 βρέθηκε στο Βατικανό μια συλλογή με επικούρειες "δόξες" που ανομάστηκε Επίκουρου Προσφώνησις. Απόψεις της επικούρειας φιλοσοφίας εντοπίζονται στα έργα άλλων συγγραφέων, όπως ο Αθήναιος, ο Κικέρων, ο Σέξτος Εμπειρικός κ.α. Επίσης έχουμε και νέα κείμενα που έρχονται στο φως ακόμη και σήμερα, από τους απανθρακωμένους πάπυρους, που βρέθηκαν σε μια έπαυλη του Ηρακλείου (Ερκουλάνεουμ) πόλης της Ιταλίας που είχε καταστραφεί από την ηφαιστιακή έκρηξη του Βεζούβιου. Στο πρόσφατο παρελθόν, τα επικούρεια έργα που έχουν σωθεί, εκδόθηκαν και στα νέα ελληνικά.

 

Στο De Rerum Natura (για τη φύση των πραγμάτων), ενα ποιητικό έργο γραμμένο πριν από σχεδόν 2.000 χρόνια, ο Ρωμαίος Λουκρήτιος λέει για τον Επίκουρο:
Καθώς η ανθρωπότητα χαμένη
Σ'ολη τη γης κοίτωταν νικημένη
Εμπρός στα μάτια ολονών, απ'τη Θρησκεία-που
Την κεφαλή επρόβαλε μέσα απ'τους ουρανούς
Σκιάζοντας με την όψης της, της φρίκης, τους θνητούς
Ένας Έλληνας ήταν αυτός που πρώτος τόλμησε ν'αψηφήσει
Και σήκωσε μάτια θνητά τον τρόμο ν'αντικρύσει
Αυτόν π'ούτε η δόξα των Θεών, μήδε η βοή του κεραυνού,
Μήτε τ'αστροπελέκι του ανταριασμένου ουρανού
Τον'εταπείνωνε μα τον τσινούσε με μήνιν πυρωμένη
Η άτρόμητη καρδιά του να είναι η πρώτη που οργισμένη
Τις πυλές που είχαν μανταλώσει αυτοί
της Φύσης της αρχαίας να τσακίσει.
(Liber I:62-70)
Παρά τις κατά καιρούς αστήρικτες κατηγορίες για αθεΐα, η ευσέβεια του φιλοσόφου υπήρξε παροιμιώδης. Ο Διογένης Λαέρτιος αναφέρει στο έργο του ΒΙΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ (10ο ΒΙΒΛΙΟ) για τον Επίκουρο ότι:
«ΤΗΣ ΜΕΝ ΓΑΡ ΠΡΟΣ ΘΕΟΥΣ ΟΣΙΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣ ΠΑΤΡΙΔΑ ΦΙΛΙΑΣ ΑΛΕΚΤΟΣ Η ΔΙΑΘΕΣΙΣ».
Στην επιστολή προς Μενοικέα, ο ίδιος ο Επίκουρος αναφέρει σχετικά με τους θεούς,
«ΘΕΟΙ ΜΕΝ ΓΑΡ ΕΙΣΙΝ. ΕΝΑΡΓΗΣ ΓΑΡ ΑΥΤΩΝ ΕΣΤΙΝ Η ΓΝΩΣΙΣ»,
δηλαδή ότι "οι Θεοί βέβαια υπάρχουν διότι η γνώση που έχουμε γι΄αυτούς είναι εναργής (ξεκάθαρη, ολοφάνερη, διαχρονική και καθολική)".

 

Κατά τη διάρκεια του διαφωτισμού, υπήρξαν προσωπικότητες που ακολούθησαν τις αρχές του Επίκουρου και τις διέδωσαν ανά το κόσμο. Μια μεγάλη μορφή της παγκόσμιας ιστορίας, ο Τόμας Τζέφερσον (αγγλ. Thomas Jefferson, 13 Απριλίου 1743 - 4 Ιουλίου 1826), ο τρίτος Πρόεδρος των Η.Π.Α. (1801-1809) και κύριος συγγραφέας της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας, είχε γράψει σε επιστολή προς το φίλο του, Γουίλιαμ Σορτ, (γραμμένη στο Μοντιτσέλο της Βιρτζίνια στις 19 Οκτωβρίου 1819), τα εξής:
"Όπως λες για τον εαυτό σου, έτσι κι εγώ είμαι Επικούρειος. Θεωρώ ότι η αυθεντική (όχι η πλαστή) διδασκαλία του Επίκουρου περιέχει καθετί λογικό από την πρακτική φιλοσοφία που μας άφησαν η Ελλάδα και η Ρώμη."
Επίσης είχε πει την εξής φράση για την αρχαία Ελλάδα:
"Είμαστε όλοι υποχρεωμένοι στους αρχαίους Έλληνες για το ΦΩΣ εκείνο που μας οδήγησε μακριά από το σκοτάδι."
Σήμερα τόσο στην Ελλάδα αλλά και παγκοσμίως, το φιλοσοφικό αυτό ρεύμα έχει υποστηρικτές που συνεχίζουν την παράδοση των επικούρειων της αρχαιότητας στον σύγχρονο κόσμο μας, ακολουθώντας την τελευταία φράση του Επίκουρου,
«ΧΑΙΡΕΤΕ ΚΑΙ ΜΕΜΝΗΣΘΕ ΤΑ ΔΟΓΜΑΤΑ».

 

Η φιλοσοφία του Επίκουρου αποτέλεσε τη βάση της ατομιστικής αντίληψης για το σύμπαν και της υλιστικής μεταφυσικής. Κατά τον 19ο αιώνα, η φιλοσοφία του Επίκουρου εντυπωσίασε τον Κάρολο Μαρξ, ο οποίος το 1841 έγραψε διατριβή υπό τον τίτλο: «Διαφορά μεταξύ, της φυσικής φιλοσοφίας του Δημοκρίτου και του Επικούρου», την οποία υπέβαλε στην Φιλοσοφική Σχολή τού Πανεπιστημίου της Ιέννας στη Γερμανία και με αυτήν έλαβε τον τίτλο του διδάκτορα. Αργότερα όμως, ο Μαρξ ασπάστηκε τις στωικές ιδέες του Χέγκελ για το "Πνεύμα της (προδιαγεγραμμένης) Ιστορίας". Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα οι μαρξιστικές κοινωνίες να έχουν ως στόχο την εκπαίδευση των ανθρώπων να κάνουν το καθήκον τους στο πλαίσιο του πεπρωμένου τους, σύμφωνα με τη στωική φιλοσοφία. Και βέβαια δεν είχαν στόχο την εκπαίδευση των ανθρώπων να είναι ευδαίμονες βιώνοντας τη φρόνηση, την αταραξία και τη φιλία σύμφωνα με την επικούρεια φιλοσοφία. Πάντως, εκτός από τον Μαρξ και ο Λένιν ασπάσθηκε την περί ειδώλων γνωσιολογική αντίληψη του Επίκουρου. Οι Σκανδιναβικές χώρες με τα σοσιαλοδημοκρατικά συστήματα, που ενδιαφέρθηκαν για την ευδαιμονία των περισσοτέρων ανθρώπων, εφάρμοσαν σε μεγαλύτερο βαθμό τις αρχές του Επίκουρου


===========

Επίκουρος - Επιστολή προς Μενοικέα

" Όσο είναι κανείς νέος ας μην αναβάλλει για το μέλλον τη φιλοσοφία, μα κι όταν γεράσει ας μην βαριέται να φιλοσοφεί. Γιατί για κανέναν δεν είναι ποτέ νωρίς και ποτέ αργά για ότι έχει να κάνει με την υγεία της ψυχής του. Κι όποιος λέει πως δεν ήρθε ακόμα η ώρα για φιλοσοφία ή ότι πέρασε πια ο καιρός, μοιάζει με άνθρωπο που λέει πως δεν είναι ώρα τώρα για την ευτυχία ή πως δεν έμεινε πια καιρός γι' αυτήν. Πρέπει, λοιπόν, να φιλοσοφεί και ο γέρος και ο νέος: ο ένας ώστε καθώς γερνά, να νιώθει νέος μες στα αγαθά που του προσφέρει η χάρη των περασμένων ενώ ο άλλος, αν και νέος, να είναι συνάμα και ώριμος, αφού δεν θα 'χει αγωνία για το αύριο. Χρειάζεται, λοιπόν, να στοχαζόμαστε τα όσα φέρνουν την ευδαιμονία, αφού όταν την έχουμε, έχουμε τα πάντα, κι όταν τη στερούμαστε κάνουμε τα πάντα για να την αποκτήσουμε.

Να πράττεις και να μελετάς αυτά που συνεχώς σου παράγγελνα, θεωρώντας τα ως βασικές αρχές του καλώς ζην.

Πρέπει να 'χουμε κατά νου ότι από τις επιθυμίες άλλες είναι φυσικές και άλλες μάταιες. Από τις φυσικές, πάλι, άλλες είναι αναγκαίες κι άλλες απλώς φυσικές. Τέλος, ορισμένες από τις αναγκαίες επιθυμίες μας είναι δεμένες με την ευδαιμονία μας, άλλες με την ευεξία του σώματος μας κι άλλες με την ίδια μας την επιβίωση. Αν τα μελετήσουμε αυτά χωρίς ψευδαισθήσεις, θα είμαστε σε θέση να ανάγουμε κάθε επιλογή και κάθε αποφυγή μας στην υγεία του σώματος και στην γαλήνη της ψυχής, μιας και αυτά είναι ότι έχει να σου προσφέρει μια ευτυχισμένη ζωή.

Γιατί όλα γι' αυτό τα κάνουμε: για να μη πονούμε και για να μη μας ταράζει τίποτα. Απαξ και το εξασφαλίσουμε αυτό, κοπάζει η φουρτούνα της ψυχής, αφού το έμψυχο ον δεν έχει λόγο να περιπλανηθεί αναζητώντας κάτι άλλο, αναγκαίο για να συμπληρώσει την ευεξία της ψυχής και του σώματος. Γιατί τότε μόνο έχουμε ανάγκη από την ηδονή, όταν η απουσία της μας κάνει να υποφέρουμε. Ενώ όταν τίποτα δεν ζορίζει την ψυχή μας, δεν έχουμε ανάγκη να την επιδιώξουμε.

Και γι' αυτό λέω πως η ηδονή είναι αρχή και σκοπός του μακαρίως ζην: γιατί αναγνώρισα ότι είναι το πρωταρχικό και συγγενικό με τη φύση μας αγαθό και ότι αυτή είναι η αφετηρία για κάθε επιλογή και για κάθε αποφυγή μας, και ότι σ' αυτήν καταλήγουμε πάλι, όταν αποτιμάμε το κάθε αγαθό, έχοντας ως κριτήριο το τι αισθανόμαστε. Κι ακριβώς επειδή είναι το πρωταρχικό και σύμφυτο μ' εμάς αγαθό, για τούτο δεν επιλέγουμε αδιακρίτως κάθε ηδονή, αλλά συμβαίνει ορισμένες φορές να γυρίζουμε την πλάτη μας σε πολλές ηδονές, όταν τα προβλήματα που προκαλούν αυτές οι ηδονές είναι για μας μεγαλύτερα και υπάρχουν, από την άλλη, πολλοί πόνοι που τους θεωρούμε προτιμότερους από τις ηδονές, εφόσον η ηδονή που θα ακολουθήσει άμα τους υπομείνουμε για κάμποσο θα είναι για μας μεγαλύτερη. Κάθε ηδονή λοιπόν, ακριβώς επειδή η φύση της μας είναι συγγενική, είναι καλό πράγμα δεν συμβαίνει όμως να επιλέγουμε αδιακρίτως κάθε ηδονή. Ακριβώς όπως κάθε πόνος είναι κακό πράγμα κι ωστόσο δεν είναι όλοι οι πόνοι τέτοιοι που να μπορούμε να τους αποφεύγουμε.


Είναι καθήκον μας, εντούτοις, να τα κρίνουμε όλα αυτά παραβάλλοντας και συγκρίνοντας το ένα με το άλλο και εξετάζοντας προσεκτικά τι συμφέρει και τι όχι. Γιατί ορισμένες φορές μεταχειριζόμαστε το αγαθό ως κακό και αντιστρόφως.

Το να αρκείται κανείς σ' αυτά που έχει, το θεωρώ πολύ σπουδαίο αγαθό: όχι για να περιοριζόμαστε σώνει και καλά στα λίγα, αλλά για να αρκούμαστε στα λίγα όταν μας λείπουν τα πολλά με τη γνήσια πεποίθηση ότι την πολυτέλεια την απολαμβάνουν πολύ καλύτερα οι άνθρωποι που δεν την έχουν και τόσο ανάγκη, και ότι τα φυσικά πράγματα, όλα, μπορεί εύκολα να τα αποκτά κανείς, ενώ το περιττό το αποκτάς δύσκολα" ότι μια σκέτη σούπα θα σου δώσει ίση ευχαρίστηση με ένα πολυτελές γεύμα, όταν έχει φύγει όλο το δυσάρεστο αίσθημα από την έλλειψη τροφής και ότι το ψωμί και το νερό δίνουν τη μεγαλύτερη ηδονή όταν προσφέρονται σε κάποιον που τα έχει ανάγκη. Το να συνηθίζει λοιπόν κανείς στον απλό τρόπο ζωής κι όχι στην πολυτέλεια, δεν βοηθά μόνο την υγεία αλλά κάνει επίσης τον άνθρωπο ικανό να αντεπεξέρχεται με αποφασιστικότητα στις αναγκαίες ενασχολήσεις της ζωής' μας κάνει να το ευχαριστιόμαστε περισσότερο όταν, αραιά και πού, παίρνουμε μέρος σε πολυτελή γεύματα και μας προετοιμάζει να σταθούμε άφοβοι μπρος στα παιχνίδια της τύχης.

Όταν λοιπόν υποστηρίζουμε ότι σκοπός είναι η ηδονή, δεν εννοούμε τις ηδονές των ασώτων και των αισθησιακών απολαύσεων, όπως νομίζουν κάποιοι από άγνοια κι επειδή διαφωνούν μαζί μας ή παίρνουν στραβά τα λόγια μας, αλλά εννοούμε το να μην υποφέρει κανείς σωματικούς πόνους και το να μην είναι η ψυχή του ταραγμένη. Γιατί τη γλυκιά ζωή δε μας την προσφέρουν τα φαγοπότια κι οι διασκεδάσεις, ούτε οι απολαύσεις με αγόρια και γυναίκες, ούτε τα ψάρια και τα άλλα εδέσματα που προσφέρει ένα πολυτελές τραπέζι, αλλά ο νηφάλιος στοχασμός, αυτός που ερευνά τα αίτια κάθε προτίμησης μας ή κάθε αποφυγής μας, και αποδιώχνει τις δοξασίες που με τόση σύγχυση γεμίζουν την ψυχή μας.

Αφετηρία για όλα αυτά, και μέγιστο αγαθό συνάμα, είναι η φρόνηση. Γι' αυτό και είναι πολυτιμότερη η φρόνηση κι από τη φιλοσοφία ακόμα, γιατί απ' αυτήν απορρέουν όλες οι αρετές: η φρόνηση που μας διδάσκει ότι δεν είναι δυνατόν να ζει κανείς χαρούμενα αν η ζωή του δεν έχει γνώση, ομορφιά και δικαιοσύνη, κι ούτε πάλι μπορεί να 'χει η ζωή του γνώση, ομορφιά και δικαιοσύνη αν δεν έχει και χαρά. Γιατί οι αρετές αυτές είναι σύμφυτες με το να ζει κανείς ευτυχισμένα, κι η ευτυχισμένη ζωή είναι αξεχώριστη από τις αρετές.


Ποιον άραγε θεωρείς καλύτερο από εκείνον που έχει αγνή και καθάρια γνώμη για τους θεούς και που 'χει ξεπεράσει τελείως το φόβο του θανάτου; Που έχει αναλογιστεί το σκοπό που έθεσε η φύση, που έχει αντιληφθεί πόσο εύκολα αγγίζει κανείς και κατακτά το όριο των καλών πραγμάτων και πόσο μικρή είναι η διάρκεια ή η ένταση των κακών. Εκείνον που κοροϊδεύει την Αναγκαιότητα -που κάποιοι την παρουσιάζουν ως την απόλυτη εξουσιάστρια των πάντων-, και βεβαιώνει ότι άλλα πράγματα συμβαίνουν αναγκαστικά, άλλα οφείλονται στην τύχη, άλλα όμως περνούν από το χέρι μας γιατί το βλέπει ότι η αναγκαιότητα δεν φέρει ουδεμία ευθύνη κι η τύχη είναι άστατη, όμως εκείνο που εξαρτάται από εμάς είναι ελεύθερο και φυσικά επιδέχεται τη μομφή όσο και τον έπαινο.

Αλλά και την Τύχη, ένας τέτοιος άνθρωπος δεν τη θεωρεί θεά όπως κάνουν οι πολλοί αφού από ένα θεό τίποτα δεν γίνεται άτακτα. Ούτε την θεωρεί ως αστάθμητη αιτία όλων των πραγμάτων γιατί δεν πιστεύει ότι από την τύχη δίνεται στους ανθρώπους το καλό ή το κακό ως προς την ευτυχία τους. Πιστεύει ότι η τύχη είναι απλώς μια αφετηρία για μεγάλα καλά ή μεγάλα δεινά. Πιστεύει πως είναι καλύτερα να ατυχήσει μετά από σωστή σκέψη παρά να σταθεί τυχερός όντας παράλογος. Γιατί στις ανθρώπινες πράξεις καλύτερα να πάει στραβά κάτι το οποίο βασίστηκε σε σωστή κρίση παρά να πετύχει ένας σκοπός που δεν τέθηκε με σωστή κρίση.

Αυτά λοιπόν, κι όσα σχετίζονται μαζί τους, να τα στοχάζεσαι μέρα και νύχτα, μόνος σου ή με κάποιον σαν και σένα, και ποτέ σου δεν πρόκειται να ταραχτείς, είτε στον ύπνο σου είτε στον ξύπνιο σου και θα ζήσεις σαν θεός ανάμεσα σε ανθρώπους. Γιατί δεν μοιάζει με θνητό ζώο ο άνθρωπος που ζει μέσα σε αθάνατα αγαθά.

Πρώτα-πρώτα, το θεό να τον θεωρείς ως ένα ον άφθαρτο και μακάριο, όπως μας τον παρουσιάζει η κοινή σε όλους τους ανθρώπους παράσταση του. Μην του προσάπτεις τίποτα το άσχετο με την αφθαρσία και αταίριαστο με τη μακαριότητα του. Πίστευε, αντίθετα, σε οτιδήποτε μπορεί να διαφυλάξει τη μακαριότητα και την αφθαρσία του.

Οι θεοί υπάρχουν, μιας και η γνώση που έχουμε γι' αυτούς είναι ολοκάθαρη. Δεν είναι όμως τέτοιοι όπως τους φαντάζεται ο πολύς ο κόσμος. Γιατί ο κόσμος δεν κρατά ακέραιη την αρχική παράσταση των θεών. Ασεβής δεν είναι αυτός που βγάζει από τη μέση τους θεούς στους οποίους πιστεύει ο πολύς κόσμος, ασεβής είναι αυτός που αποδίδει στους θεούς τις δοξασίες των πολλών. Οι απόψεις του κόσμου για το θεό δεν είναι ξεκάθαρες προλήψεις αλλά ψευδείς δοξασίες. Από δω και η ιδέα ότι οι θεοί προκαλούν στους κακούς τα μεγαλύτερα δεινά και ότι ευεργετούν τους καλούς. Διότι οι άνθρωποι είναι εξοικειωμένοι με τις δικές τους αρετές και αποδέχονται τους όμοιους των ενώ το διαφορετικό το θεωρούν ξένο και εχθρικό.


Κοίτα να συνηθίσεις στην ιδέα ότι ο θάνατος για μας είναι ένα τίποτα. Κάθε καλό και κάθε κακό βρίσκεται στην αίσθηση μας όμως θάνατος σημαίνει στέρηση της αίσθησης. Γι' αυτό η σωστή εκτίμηση ότι ο θάνατος δεν σημαίνει τίποτα για μας, μας βοηθά να χαρούμε τη θνητότητα του βίου: όχι επειδή μας φορτώνει αμέτρητα χρόνια αλλά γιατί μας απαλλάσσει από τον πόθο της αθανασίας. Δεν υπάρχει, βλέπεις, τίποτα το φοβερό στη ζωή του ανθρώπου που 'χει αληθινά συνειδητοποιήσει ότι δεν υπάρχει τίποτα το φοβερό στο να μη ζεις. Αρα είναι ανόητος αυτός που λέει ότι φοβάται το θάνατο, όχι γιατί θα τον κάνει να υποφέρει όταν έρθει αλλά επειδή υποφέρει με την προσδοκία του θανάτου.

Γιατί ότι δεν σε στεναχωρεί όταν είναι παρόν, δεν υπάρχει λόγος να σε στεναχωρεί όταν το προσδοκείς. Το πιο ανατριχιαστικό, λοιπόν, από τα κακά, ο θάνατος, είναι ένα τίποτα για μας, ακριβώς επειδή όταν υπάρχουμε εμείς αυτός είναι ανύπαρκτος, κι όταν έρχεται αυτός είμαστε ανύπαρκτοι εμείς. Ο θάνατος λοιπόν δεν έχει να κάνει ούτε με τους ζωντανούς ούτε με τους πεθαμένους, αφού για τους ζωντανούς δεν υπάρχει, ενώ οι τελευταίοι δεν υπάρχουν πια. Βέβαια, οι πολλοί άλλοτε πασχίζουν ν' αποφύγουν το θάνατο σαν να 'ναι η πιο μεγάλη συμφορά, κι άλλοτε τον αποζητούν για ν' αναπαυθούν από τα δεινά της ζωής.

Απεναντίας ο σοφός ούτε τη ζωή απαρνιέται ούτε την ανυπαρξία φοβάται. Γιατί δεν του είναι δυσάρεστη η ζωή αλλά ούτε και θεωρεί κακό το να μη ζει. Κι όπως με το φαγητό δεν προτιμά σε κάθε περίπτωση το πιο πολύ μα το πιο νόστιμο, έτσι και με τη ζωή: δεν απολαμβάνει τη διαρκέστερη μα την ευτυχέστερη. Κι είναι αφελής όποιος προτρέπει τον νέο να ζει καλά και τον γέρο να δώσει ωραίο τέλος στη ζωή του* όχι μόνο γιατί η ζωή είναι ευπρόσδεκτη αλλά γιατί το να ζεις καλά και να πεθαίνεις καλά είναι μία και η αυτή άσκηση. Όμως πολύ χειρότερος είναι εκείνος που λέει πως καλό είναι να μη γεννηθείς «αλλά μιας και γεννήθηκες, βιάσου να διαβείς τις πύλες του Αδη» Αν το λέει επειδή το πιστεύει, γιατί δεν αποσύρεται από τη ζωή; Στο χέρι του είναι να το κάνει, αν το 'χει σκεφτεί σοβαρά. Αν πάλι το λέει στ' αστεία, είναι ελαφρόμυαλος σε πράγματα που δεν σηκώνουν αστεία.

Πηγή: «ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ» Εκδόσεις ΘΥΡΑΘΕΝ


Από yseeve.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: