i.

Ποιός νά ‘ταν, τώρα, πού ‘χε αυτή την ιδέα, γιά σεμινάριο με θέμα: “Η κοινωνική επίδραση των θετικών επιστημών”!… με κύρια έμφαση όχι στις εφευρέσεις τους, όπως το ηλεκτρικό ρέυμα, αλλά στο κατά πόσο διαχρονικώς ο κοσμάκης ασχολούταν με την φιλοσοφία τους.

Τελείως παλαβό· όμως, δέ βαρυέσαι. Έτσι κι αλλοιώς, οι περισσότεροι (διδασκόμενοι καί διδάσκοντες) πήγαιναν γιά τα χρήματα· ή καί γι’ άλλα, όπως πχ τη βεβαίωση ότι το πέρασαν. (Χαρτούρα να μαζεύεται, μπας κι εντυπωσιαστεί κανείς μελλοντικός εργοδότης.) Ή την ευκαιρία να βρούν γνωριμίες γιά πρόσληψη σε δουλειά. Ή γνωριμίες σκέτες.

. . . . . . . .

Είχε αναλάβει την εισαγωγή στη Φυσική. Ιστορική αναδρομή, φιλοσοφία (εδώ είμαστε!) των κατά καιρούς μεγάλων κεφαλών της επιστήμης αυτής, επεξήγηση -στο περίπου- το πού βρίσκεται η έρευνα σήμερα, τέτοια πράγματα. Είχε βάλει καί τέστ!… Μάλιστα, κύριος! Τέστ! Διότι, σύμφωνα με το πρόγραμμα, έπρεπε. Έστω, ένα, καθ’ όλη τη διάρκεια του σεμιναρίου – καί τώρα συνέλεγε τις απαντήσεις απ’ αυτό το ένα.

Πήρε το γραπτό της μαθήτριας, που βγήκε τελευταία απ’ την αίθουσα, καί τού ‘ριξε μιά πολύ βιαστική ματιά.

“- Έγραψες το όνομά σου; το βασικώτερο!”, της είπε χαμογελαστός. “Γιά να ξέρω ποιό άτομο βαθμολογώ!”

“- Έ, το έγραψα! Κοιτάξτε το!”, του απάντησε.

Ναί, όντως, το είχε γράψει. Αλλά, επειδή τα επιμορφούμενα άτομα ήταν ενήλικες, γιά κάποιο λόγο η διεύθυνση του σεμιναρίου είχε απαιτήσει να υπογράφουν κιόλας κάθε έγγραφο σχετιζόμενο μ’ αυτά.

Πράγματι, κάπου δίπλα υπήρχε κι η υπογραφή της κοπέλλας…

…Κι απόμεινε να την κοιτάζει σαν κεραυνόπληκτος.

. . . . . . . .

Δεν είχε ξαναδεί τέτοια υπογραφή.

Ήταν ένα τετράγωνο πλαίσιο, σαν κινέζικο σφραγιδάκι. Μέσα του, ένα μάτσο καμπύλες γραμμές, άλλες λεπτές, άλλες ελαφρά πιό χοντρές. Ούτε πέννα μελάνης του παλιού καιρού να χειριζόταν, η κοπελλιά!
Οι τρείς πλευρές του τετραγώνου είχαν εφαπτόμενη από μία καμπύλη γραμμή, απ’ τις χοντρές, ενώι η τέταρτη είχε μιά παρόμοια γραμμή δίπλα της, χωρίς να εφάπτεται. Προς το κέντρο του τετραγώνου, τα λοιπά γράμματα του επιθέτου της σπαγγέττι ανακατεμένο.

Γιά κάποιον ανεξήγητο λόγο, απ’ όλο το σύνολο του έκαναν άμεση εντύπωση οι εφαπτόμενες στην περίμετρο τρείς γραμμές.

“- Ντάγκ-ντάγκ-ντάγκ!!!”, μονολόγησε, κάπως φωναχτά.

“- Ντάγκ!”, αντιλάλησε η κοπέλλα, που ήδη είχε απομακρυνθεί τέσσερα-πέντε μέτρα προς την έξοδο.

Γύρισε απότομα το κεφάλι του· δεύτερος κεραυνός! Η κοπελλιά είχε γυρίσει προς το μέρος του καί του χαμογελούσε. Την κοίταξε στα μάτια, προσπαθώντας να καταλάβει τί ακριβώς ζούσε εκείνη τη στιγμή· σε ποιά σκηνή ήταν πρωταγωνιστής. Της χαμογέλασε κι αυτός, ωστόσο. Πάντα σε βγάζει απ’ την αμηχανία ένα χαμόγελο.

. . . . . . . .

Πέρασαν μερικές στιγμές, με ματιές διασταυρωμένες στη σιωπή. Δεν χρειαζόταν, άλλως τε, να μιλήσουν. Ήξερε αυτή πως κοίταζε την υπογραφή της, ήξερε ποιό ακριβώς μέρος πρόσεξε, κι ήξερε κι αυτός πως ήξερε κι αυτή.

“- Πόσο iq έχεις;”, κατόρθωσε τελικά κι άρθρωσε λόγο· αν κι έπρεπε ν’ αναρωτηθεί πρώτα γιά το δικό του, εφ’ όσον δεν είχε την πρόνοια να μην πάει κατ’ ευθείαν στο ψητό. Αφού πάντα πρόσεχε τί λέει με αγνώστους, καί συμβούλευε κι άλλους γιά το ίδιο… Tώρα, πώς;…

“- 278!”, τού ‘κλεισε την μυαλόπορτα σε ολισθηρές σκέψεις η φωνή της.

Δεν πρόλαβε να ξαναμιλήσει, η κοπέλλα πάλι λες καί πρόλαβε τη σκέψη του.

“- Δεν είναι απ’ τις παραλλαγές, που βγάζουν υψηλή βαθμολογία, είναι το κανονικό τέστ νοημοσύνης!”, του είπε. “Άλλως τε, η κυρία … , που μας το έκανε, έβγαλε τα πρώτα αποτελέσματα σε ανακοίνωση – καί την ανάρτησε!”

Όχι, δεν υπήρχε περίπτωση να μην την πιστέψει.

“- Εντάξει, θα τη δω την ανακοίνωση! Σ’ ευχαριστώ, μπορείς να φύγεις!”

. . . . . . . .

ii.

“- Ζωή σ’ εσάς, κύριε!”

“- Σ’ ευχαριστώ!”

Στάθηκε αποσβολωμένος, μή ξέροντας τί να πεί καί τί να κάνει. Είχε ξεχάσει καί το γιατί έβαλε το χέρι στην τσέπη του· να δώσει στον άλλον ένα μικρό φιλοδώρημα, ήταν ο αρχικός σκοπός. Όμως, ο εργάτης είχε ήδη απομακρυνθεί.

Μόλις είχε παρακολουθήσει το απαίσιο έθιμο της εκταφής. Καί δή, της εκταφής σε ό,τι απέμεινε απ’ τη μητέρα του. (Ως πλησιέστερος συγγενής, μαθές.)

Στο εξωτερικό, έστω στα χωριά, βλέπεις τάφους αιώνων· που, το μόνο που τους πειράζει, είναι τα καιρικά φαινόμενα. Κανείς δεν ασχολείται, κανείς δεν παραπονιέται γιά έλλειψη χώρου, ώστε να ξεθάψουν τους πεθαμένους γιά να παραχώσουν άλλους. Νά, εδώ δές! Ο κύριος Τζών Σμίθ, καλός χριστιανός, παντρεμένος, ζήσας βίον ενάρετον, 1532-1597, είναι θαμμένος παραπάνω από τέσσερεις αιώνες, καί δεν τον έχει ενοχλήσει κανείς έκτοτε· ούτε κάν του ζήτησε ενοίκιο. Αλλά σ’ εμάς, γιατί;

Δεν είναι ότι δεν είχε ξαναδεί σκελετούς, ή ότι τον τρόμαζε η ιδέα του θανάτου. Όχι. Ούτε το ότι επρόκειτο γιά τόσο οικείο του πρόσωπο, άρα επεμβαίνει το συναίσθημα καί φέρνει κατάρρευση. Όχι, όχι, ούτ’ αυτό. Σίγουρα όχι.

Αλλά ήταν επελαύνουσα η ξαφνική επίγνωση πως, όλα μα όλα, καταλήγουν …σ’ αυτό;

. . . . . . . .

Παιδική ηλικία, παιδικά πάρτυ γενεθλίων μ’ άλλα πιτσιρίκια, σχολείο, σπουδές, οι πρώτες απόπειρες γιά δουλειά, κατά καιρούς τραπεζώματα με συγγενείς, ταξίδια, εκκλησία, Ανάσταση, εργασίες στο σπίτι, υδραυλικά, ηλεκτρικά, έπιπλα, τηλέφωνα, τηλεοράσεις, ωραίες στιγμές, μά καί καυγάδες, συν οι παλιές φωτογραφίες, αναμνήσεις, τραγούδια, μουσικές, επισκέψεις στον παιδίατρο, μέχρι δεκαετίες αργότερα στον γιατρό της, με τη μάνα του υποβασταζόμενη…

Θυμήθηκε καί τις πλάκες που της έκανε κατά καιρούς.

“- Μή σέ τυλίξει αυτή η π@υτάνα!», του είχε πεί μιά φορά με πολύ θυμωμένο, αυστηρό ύφος, γιά κάποια εξ αρχής πρόσκαιρη σχέση του, βέβαιη ότι ο γυιός της ήταν ντίπ αλαφρόμυαλος καί σκεφτόταν (αν σκεφτόταν) μονάχα με το ένστικτο της αναπαραγωγής του είδους. Δεν συνέβη, βέβαια· αλλά έναν χρόνο μετά (κι όταν η σχέση ήταν ήδη παρελθόν), της ανακοίνωσε μ’ ένα πειραχτικό ημιχαμόγελο: “- Μάνα, αυτή που έλεγες, τελικά τύλιξε άλλον, με περισσότερα λεφτά!”

“- Γκρρρμμμφφφ!!!”, ήταν η απάντηση, μεθ’ ημισείας στροφής της κεφαλής. Συμπυκνωμένο το νόημα: πού πάς, ρέ βρέφος, να με κοροϊδέψεις εμένα;

Ωστόσο… Όλα, μα όλ’ αυτά καταλήγουν …σ’ αυτό; Παναπεί, σ’ έναν σκελετό μέσα σε μιά πλαστική σακκούλα, καί το σύνολο σ’ ένα μεγάλο βαρέλι;

Το χαριτωμένο της υπόθεσης, όμως, ήταν πως τα κόκκαλα της μάνας του ήταν απάνω-απάνω στον σωρό, καί τά ‘βλεπε ο Ήλιος μέσα απ’ το άνοιγμα της σακκούλας, μιά που το βαρέλι δεν είχε καπάκι. Την έβλεπε ο Ήλιος, σαν τη μέρα που γεννήθηκε!

Χαμογέλασε στη σκέψη. “- Καλή επάνοδο, μάνα! ΑΝ το θες!”, είπε, καί κίνησε να φύγει.

. . . . . . . .

Καί γάρ, ζούμε με δανεικά – που, υποχρεωτικά, θα τα ξοφλήσουμε μιά μέρα.

Δανεικό σώμα

δανεική προσωπικότητα

δανεικές αναμνήσεις…

…καί δανεικό χρόνο.

Δεν είχε πιά νόημα να κάθετ’ άλλο εκεί.

. . . . . . . .

iii.

Το λέγαν εδώ κι αιώνες, χιλιετίες, μή σου πω, οι διάφοροι σοφοί καί μύστες. Το ανακαλύπτει μπουσουλώντας κι η σύγχρονη Φυσική: τα πάντα είναι ένα σύνολο από ενέργειες καί συχνότητες. Τα πάντα! Όμως, ποιός να το καταλάβει; κι ακόμη περισσότερο, ποιός να το συνειδητοποιήσει;

Όσον αφορά καθαρά την επιστημονική θεώρηση, οι ίδιοι οι επιστήμονες κρύβονται σα νήπια πίσω απ’ την μαθηματική περιγραφή των φαινομένων. “- Έτσι μπορούμε να τα περιγράψουμε!”, λένε – καί σηκώνουν τα χέρια. Κάνε, όμως, πως τους ζητάς εξηγήσεις του τί ακριβώς λένε οι μαθηματικοί τους τύποι, καί τους μεταβάλλεις αυτοστιγμεί σε νήπια με νοητική υστέρηση!

Είμαστε κι εμείς, λοιπόν, ένα σύνολο από ενέργειες καί συχνότητες… Ά! Βάλε καί την πληροφορία! Αυτά, που κάποτε συνόψισε ο Πλάτων στην έκφραση: “ο κόσμος των ιδεών”.

Κι όμως! Ήταν, νομίζω, ο αγαπημένος δάσκαλος Διογένης, που του χώθηκε του κυρ-Πλάτωνα ακόμη μιά φορά – προς μεγίστη θυμηδία των μαθητών αμφοτέρων των φιλοσόφων.

“- Τί λές, ρέ!”, του είπε. “Κι άμα έρθει κάποιος καί σου σβουρίξει μιά σφαλιάρα, θα την αποκαλείς κι αυτή ‘ιδέα’;”

Οι μαθητές του Πλάτωνα γελούσαν, όχι τόσο γιά την παρατήρηση του Διογένη, όσο γιά το ότι ο Πλάτων, γραφιάς-γραφιάς μεν, αλλά διέθετε σωματοδομή καί δύναμη παγκρατιστή· άρα, το να πάει να του ρίξει κάποιος φάπα, ήταν πράξη σχεδόν αυτοκτονίας – αν θύμωνε ο φιλόσοφος.

Χαμογέλασε κι ο Πλάτων, αλλά δεν είναι γνωστό τί του απάντησε.

. . . . . . . .

Μάζεψε τα χαρτιά των απαντήσεων σ’ έναν φάκελλο, γιά να τα πάρει να τα βαθμολογήσει στο σπίτι. Έκανε να φύγει, αλλά θυμήθηκε. “- Ανακοίνωση, έ;”, μονολόγησε.

Παράτησε φάκελλο, μαρκαδόρους, λοιπά συμπράγκαλα απάνω στην έδρα της διδασκαλίας, κι άρχισε να ψάχνει γιά την ανακοίνωση. Τη βρήκε τελικά στην αίθουσα εισόδου, μέσα σε διαφανές πλαστικό, κολλημένη απάνω σε μιά κολώνα του κτιρίου· ανάμεσα σε γκράφφιττι κι αφίσες διαφόρων περιεχομένων, από διαφημίσεις κέντρων διασκεδάσεων, μέχρι κομματικών εκδηλώσεων.

Είχε στο χαρτί μονάχα δυό ονόματα… γιά την ακρίβεια, τ’ αρχικά τους. Με μεγάλα τυπογραφικά στοιχεία. Το υψηλώτερο iq ήταν όντως της κοπελλιάς με την παράξενη υπογραφή. Το δεύτερο υψηλώτερο, 217 αυτό, ήταν μιάς άλλης δεσποινίδας, ελάχιστα εκδηλωτικής μέσα στην αίθουσα. Αυτή, πάλι, ούτε μίλαγε, ούτε λάλαγε· μόνο έπαιρνε σημειώσεις.

Την ήξερε καί τη δεύτερη… όσο το ρήμα “ήξερε” είχε κάποια σημασία, γιά μιά καθαρά τυπική γνωριμία μέσα σ’ αίθουσα διδασκαλίας: ετούτη εδώ ήταν μιά “μιγάδα τετάρτου”, αυτό που οι αγγλόφωνοι αποκαλούνε “κουαντρούν”. Κάποιος παππούς, μάλλον ναυτικός, έκανε παιδί με Αφρικανή γιαγιά, καί το παιδί αυτό ξαναπαντρεύτηκε άτομο από ‘δώ. Όθεν κι η δεσποινίς “217”.

Ανασήκωσε τους ώμους. Δεν τον απασχολούσε, αλλά η ανακοίνωση αυτή ήταν λιγάκι παράταιρη.

Ή, μήπως, τον απασχολούσε τελικά;

Κοίταξε τριγύρω με τρόπο λες κι επρόκειτο να κάνει ληστεία τσάντας γριάς μετά φόνου, αλλά δεν ήταν κανείς. Ξήλωσε βιαστικά την ανακοίνωση καί την έχωσε στην τσέπη του. Το κενό, ήταν παραπάνω από σίγουρο πως θα καλυπτόταν μ’ άλλα παλιόχαρτα, ως τάχιστα· μέχρι αύριο, θα είχε τακτοποιηθεί το θέμα. Άσε που κανείς δεν θα ‘δινε σημασία στην ξεφτισμένη μπογιά μιάς κολώνας καί σε μερικά σελοτέϊπ επί κολώνας κρεμάμενα.

Ξαναγυρνώντας πίσω, στα πράγματά του, σκέφτηκε να τα ψάλλει ένα χεράκι στη συνάδελφο με τα τέστ νοημοσύνης. Βλέπεις, τα έξυπνα άτομα κι οι τυχόν ανακαλύψεις τους δεν πέφτουν πάντα σε χέρια καλών ανθρώπων. Μή σου πω, σχεδόν ποτέ! Οπότε, καλώς έπραξε καί ξήλωσε την ανακοίνωση. Διότι δεν αρκεί να είσαι έξυπνος, γιά νά ‘χεις καλόν δρόμο σ’ αυτή τη ζωή. Πρέπει καί να μπορείς να βλέπεις τριγύρω σου τί παίζει. Κι αν δεν μπορείς, κάποιος κομμάτι πιό προσγειωμένος πρέπει να βρεθεί, να σε προστατέψει απ’ την αβλεψία σου.

Αν μή τί άλλο, το ξεμπρόστιασμα τόσο προσωπικών στοιχείων είναι ασυγχώρητη επιπολαιότητα. Άλλα έξυπνα άτομα στο διάβα της Ιστορίας πλήρωσαν με τη ζωή τους το προσόν τους αυτό, ας μην ξεχνάμε.

Ωστόσο, το ξανασκέφτηκε· αν της έλεγε τίποτε της συναδέλφου, θα τον άρχιζε στις ερωτήσεις – γυνή, γάρ. Καλύτερα ν’ άφηνε το θέμα να ξεχαστεί. Με τίποτε δικαιολογίες της πλάκας – ξέρω ‘γώ; το ξηλώσανε, δεν ξέρω ποιός. Κι ελπίζοντας στην ύπαρξη λελογισμένης ποσότητας τεμπελιάς της, να μην ξανατυπώσει την ανακοίνωση καί να μην την ξαναναρτήσει.

Ακολουθώντας ασυναίσθητα το τραίνο των σκέψεών του, έριξε μιά αφηρημένη ματιά προς το βάθος του διαδρόμου, ένθα καί το γραφείο της συναδέλφου. Δεν είχε κάποιο νόημα αυτή η κίνηση, αλλά (με τ’ αναμμμένα φώτα) θυμήθηκε πως κάποιες αίθουσες είχαν ακόμη μιά ώρα ωράριο.

Αποφάσισε να φάει αυτή την ώρα μέσα στην άδεια αίθουσα, να καθήσει να σκεφτεί.

. . . . . . . .

iv.

Πολύ περίεργο πράγμα το Σύμπαν!…

Σύνολο από ενέργειες καί συχνότητες (καί πληροφορίες) μέν, αλλά τί το εμποδίζει ν’ αντανακλά τα ίδια καί στους ανθρώπους;

Αυτή η κοπελλιά, τώρα… Αν η εμφάνισή μας μιλάει γιά το τί είμαστε, καμμία σχέση με ενέργειες καί τα ρέστα. Κάπως ψηλή γιά γυναίκα, γεματούλα, πάντα χαμογελαστή, την έκοβες γιά βοηθό σε κομμωτήριο· αλλά με Φυσικές καί τέτοια, καμμία σχέση – θα ορκιζόσουν. Μα, καμμία! Σιγά, τώρα, μην περίμενε κανείς απ’ αυτήν ειδίκευση στις υποατομικές συμμετρίες, φερ’ ειπείν!

Κι ούτε είχε εκπαίδευση σχετική· διότι, αν είχε, δεν θα είχε κάποια ανάγκη νά ‘ρθει σε εισαγωγικό σεμινάριο τρεχαγύρευε.

Αλλά, αυτή η υπογραφή… Θύμιζε πολλά – καί τίποτε. Από διατάξεις κρυστάλλων καί κραμάτων κι ηλεκτρικά κυκλώματα, μέχρι κινέζικα συμπλέγματα ιδεογραμμάτων καί σολομωνικές σφραγίδες. Καί περικοκλάδες από επιγραφές σ’ αγιογραφίες, μή σου πώ. Κάτι, κάπως, όμως, μαρτυρούσε ότι το συγκεκριμένο άτομο συντονιζόταν με θεμελιώδη μεγέθη του Σύμπαντος.

Καί στο κάτω-κάτω, ποιός είσ’ εσύ, ρέ φίλε, να κρίνεις; Μήπως η πρώτη γνωριμία με τον Μότσαρτ γέμιζε το μάτι κανενός;

. . . . . . . .

Είναι γεγονός πως η ανθρωπότητα ανεβαίνει απότομα επίπεδο· κι αυτά τα νέα παιδιά πιθανώτατα είν’ οι προάγγελοι ενός μέλλοντος, που εμάς τους σημερινούς θα μας βλέπει σα μαϊμούδες – απλώς, κάπως εξυπνώτερες των μπανανοσυλλεκτών τριχωτών εξαδέλφων μας. Είναι φανερό πως, εφ’ όσον η πληροφορία αυξάνεται, αναγκαστικά αυξάνεται παράλληλα κι η εγκεφαλική χωρητικότητα της μνήμης των ανθρώπων, καθώς κι η ταχύτητα της επεξεργασίας της. Πιθανώτατα κάποια μέρα οι άνθρωποι (γιά να ξεπεράσουν το πρόβλημα της ογκώδους πληροφορίας) να συμπήξουν ακόμη κι εγκεφαλικό δίκτυο. Από μόνοι τους, χωρίς έξωθεν βοήθεια.

Όμως, πάντα παραμονεύει ο όφις ο αρχαίος… η ανηθικότητα. Ο κακός εγωϊσμός… όσο μπορεί να έχει σημασία μιά τέτοια έννοια επάνω σ’ ένα πιθανό δίκτυο ανθρωπίνων εγκεφάλων.

Που τα γκρεμίζει όλα, όσα έξυπνα άτομα κι αν παράγει αυτή η γή. Καί τα βάζει να ξεκινάνε εξ αρχής.

. . . . . . . .

v.

Μάζεψε τα πράγματά του, καί κίνησε να φύγει. Δεν ήθελε να τον βρούν να χαζεύει ακόμη στην αίθουσα οι συνάδελφοι των άλλων μαθημάτων, διότι πάλι θα λέγανε γιά έξοδο γιά ποτά, και δεν είχε όρεξη.

Συχνότητες, έ; Ταλαντώσεις; Δονήσεις; Ενέργειες;

Χαμογέλασε στην ιδέα, ότι ίσως μιά μέρα κάποιος φυσικός θα έμπαινε στον πειρασμό να περιγράψει τη συγκεκριμένη κοπελλιά με μαθηματικό τρόπο.

Όμως, το Σύμπαν, αγαπητέ, δεν ερμηνεύεται -έστω, αναγκαστικώς- με Μαθηματικά.

Το Σύμπαν ερμηνεύεται με το Σύμπαν.