Παρασκευάς Καρασούλος
 
Ποτέ άλλοτε στην Ελλάδα το παρόν δεν υπήρξε τόσο ατραγούδιστο όσο στις μέρες μας. Κι ας δίνουν «ήχο και υλικό» η απελπισία και η οργή των Ελλήνων, κι ας εγκυμονεί η εποχή λόγους κι αφορμές να γεννηθούν καινούργια τραγούδια, κι όμως… Τραγούδια από το παρελθόν συνόδευαν κι εξακολουθούν να συνοδεύουν την αγωνία μας• ό,τι ακούστηκε, ό,τι ακούγεται στις διαδηλώσεις τα τελευταία τρία χρόνια, αναφέρεται σταθερά στις πολύτιμες αποταμιεύσεις του παρελθόντος.
 
Πιο ένοχη σιωπή δεν έχει ζήσει η τέχνη του τραγουδιού στον τόπο μας. Παρότι η ελληνική κοινωνία πλήττεται όσο ποτέ άλλοτε, παρότι την πυροβολούν εσωτερικοί και εξωτερικοί ιδεολογικοί, πολιτικοί και οικονομικοί αντίπαλοι στρατοί, οι δημιουργοί του ελληνικού τραγουδιού παραμένουμε βουβοί και άφωνοι, σαν λοβοτομημένοι. Το τραγούδι, το πιο ισχυρό πολιτιστικό όπλο αντίστασης των Eλλήνων, παραμένει αυτή τη στιγμή σε αφλογιστία. Αν αναλογιστεί, κανείς, τώρα, πως η τέχνη του ελληνικού τραγουδιού υπήρξε για δεκαετίες ολόκληρες η βασική καλλιτεχνική λεωφόρος έκφρασης του λαϊκού αισθήματος, ενώ αρκετές φορές διεκδίκησε τον αφυπνιστικό και προφητικό της ρόλο, καταλαβαίνει εύκολα γιατί αυτή η απουσία στην παρούσα περίοδο και μοιάζει και είναι εντυπωσιακή.
Οι «αγορές» νίκησαν το ελληνικό τραγούδι πολύ πρoτού επιτεθούν στην ελληνική κοινωνία. Αυτή είναι η αλήθεια. Το εξάντλησαν, το αφαίμαξαν, το μετέβαλαν σε ένα ακίνδυνο προϊόν, προορισμένο να συνοδεύσει διασκεδάζοντας τις αμφιβολίες και τους φόβους των Ελλήνων, καθώς αυτοί προελαύναν στον δρόμο προς τον ευρωπαϊκό Παράδεισο. Οι πολυεθνικές δισκογραφικές εταιρείες με τα «budgets» και τα «promotions», μ’ αυτή την τεχνητή γλώσσα που αντικατέστησε πολύ νωρίς την ελληνική στα γραφεία και στα κέντρα της δισκογραφικής παραγωγής, τα εκατομμύρια που διακινήθηκαν μέσω μιας πολυπλόκαμης μεταμοντέρνας βιομηχανίας θεάματος, τα μέσα ενημέρωσης και ο διαφημιστικός μηχανισμός προώθησης, που αντικατέστησαν μύθους με ψυχή και αυθεντικές σχέσεις επιρροής και επικοινωνίας, τοποθετώντας στη θέση τους εικονικές και χάρτινες αξίες, όλα αυτά κι άλλα τόσα αφαίρεσαν το καλλιτεχνικό αίτημα από το τραγούδι και το γύμνωσαν από το βασικό του όπλο: την αυτονομία και ευελιξία τού να βλέπει, να προβλέπει και να εκφράζει τη δυναμική μιας κοινωνικής πραγματικότητας, το τώρα και το αύριο σε άρρηκτη σχέση με το παρελθόν, το πρόσφατο και το απώτατο. Η μεγάλη τέχνη βρίσκεται οπουδήποτε ο άνθρωπος κατορθώνει να αναγνωρίζει τον αληθινό εαυτό του και να τον εκφράζει με πληρότητα μεσ’ το ελάχιστο. Σε αντίθετη πορεία, το ελληνικό τραγούδι των τελευταίων χρόνων επέλεξε να ταυτιστεί και να εκφράσει το ψέμα μιας κοινωνίας που ήθελε να ξεχάσει τον εαυτό της, την ιδιοπροσωπία της, τον ολοένα και πιο παρασιτικό προσανατολισμό της, λες κι έτσι θα σταματούσαν να λειτουργούν οι αντιφάσεις που τη χαρακτήριζαν. Το ελληνικό τραγούδι, μέσα στη μικρομεσαία θάλασσα που έπεσε, ξέχασε να κολυμπά κι έτσι έμεινε για χρόνια στα ρηχά. Γι’ αυτό κι αποκαλύπτεται τώρα ο βασιλιάς πιο γυμνός από ποτέ στα μάτια όλων μας.
Όλοι μας κοιτάμε αμήχανοι και μουδιασμένοι τις ζωές μας να αλλάζουν, αλλά κανείς δεν μιλά γι’ αυτό. Για να μην παρεξηγηθώ, δεν επικαλούμαι ούτε αναφέρομαι στα επείγοντα  καθήκοντα μιας τέχνης στρατευμένης στις πολιτικές ανάγκες του καιρού, ενώ δεν χρειάζεται, νομίζω, να επαναλάβω το πόσο καταστροφική θα ήταν μια δημαγωγική εκμετάλλευση –μέσω της τέχνης- της κοινωνικής απόγνωσης και απελπισίας. Αναφέρομαι όμως στον απαραίτητο διάλογο που οφείλει να αναπτύσσει ένας δημιουργός με την πραγματικότητα, αυτή την επικοινωνία που λογικά θα έπρεπε να καθορίζει την αλήθεια του –την προσωπική του αλήθεια – και να τη συναρτά με την εποχή του. Αυτό λείπει. Λείπει το τραγούδι που διεκδικεί να μεταμορφωθεί σε λόγο συγκίνησης, που περιγράφοντας μια ζωή περιγράφει με την αλήθεια του πολλές ακόμα.
Εκεί που η αμηχανία γίνεται πιο εμφανής και πολύσημη, η απουσία πιο εύγλωττη, είναι στον στίχο των τραγουδιών που κατατίθεται από παλιούς και νέους δημιουργούς. Είναι ίσως λογικό και αναμενόμενο. Το ελληνικό τραγούδι, έτσι όπως το γνωρίσαμε τα τελευταία πενήντα χρόνια, ήταν κυρίως Λόγος. Ο στίχος υπήρξε η καρδιά της τέχνης του ελληνικού τραγουδιού, χαρακτήρισε το περιεχόμενο, τη μουσική του φόρμα, το αισθητικό αποτέλεσμα, αλλά και την κοινωνική του εμβέλεια. Κι αυτή η περίοδος, η τόσο μεταβατική, με τους κάθε λογής μύθους τραυματισμένους, δεν είναι εύκολο να περιγραφεί, δεν είναι απλό να ονοματιστεί. Ούτε στη χώρα μας, αλλά απ’ ό,τι φαίνεται ούτε και στην Ευρώπη, στην οποία τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Και παράλληλα μ’ αυτή την κρίση δημιουργίας σοβεί και η βιομηχανική-παραγωγική κρίση του ίδιου του προϊόντος, του ψηφιακού δίσκου, που πλέον έχει αυτοαπαξιωθεί μέσα από τις χιλιάδες προσφορές εφημερίδων και περιοδικών.
Η γεωμετρική αύξηση των αγγλόφωνων τραγουδιών, που προτείνονται πλέον στην Ελλάδα από νέους κυρίως, εκφράζουν ακριβώς αυτή την αμηχανία και αδυναμία. Να ειπωθούν, δηλαδή, τα πράγματα με το όνομά τους όσο κι αν πονάνε. Κι όμως. Στη γραπτή ποίηση, έχει ήδη ξεκινήσει δειλά μια άλλη πορεία• αυτή η στροφή συντελείται αργά, αλλά με ευδιάκριτα βήματα. Η νέα γενιά μιλά και πάλι για τα τραύματα του κόσμου της, κι ας είναι ακόμη δειλή στα βήματά της. Έχουμε νέους ποιητές που τολμούν να ονοματίσουν, να αναρωτηθούν, να πουν αλήθειες. Μετά από χρόνια, η «περιθωριοποιημένη» ποίηση ξαναπερνά μπροστά. Η τραγουδοποιιΐα ακόμη προσπαθεί να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς έφταιξε.
Σε κάθε περίπτωση, τα αποθέματα είναι αρκετά και η διαχρονική τους αξία μπορεί να καλύψει άνετα και αυτή και πολλές ακόμα περιόδους με τραγούδια που, έτσι κι αλλιώς, κουβαλούν από μόνα τους μεγάλα βάρη από μνήμες και αναφορές. Κι άλλωστε υπάρχουν και πολλά τραγούδια που γεννήθηκαν «πρόωρα» στην εποχή τους, τραγούδια που η πολυεθνική δισκογραφία τα κράτησε στο ντουλάπι ως «αντιεμπορικά» και η κοινωνική συγκυρία τα αγνόησε ως αταίριαστα και μπορεί τώρα να είναι ο καιρός τους να ανακαλυφθούν από περισσότερους ανθρώπους. Το να παραμένει όμως ατραγούδιστο το παρόν αναδεικνύει ένα έλλειμμα δημιουργίας και πρέπει να μας απασχολήσει όλους. Και παραμένει επίσης ανοιχτό το ερώτημα αν το τραγούδι θα διεκδικήσει και πάλι τον καλλιτεχνικό και κοινωνικό του ρόλο ή θα συνεχίσει να αναλώνεται σε ρόλο διασκεδαστή, και τώρα πια χαζοχαρούμενου κλόουν, μιας κοινωνίας σε βαθύτατη κρίση…
 
Δημοσιεύτηκε στη Ρήξη φ. 88.
 
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Τ. Πολίτη.
πηγή κειμένου: http://ardin-rixi.gr/archives/8620