“Ποτέ δε χτυπήσαν οι καμπάνες χαρμόσυνα μιαν ολόκληρη μέρα.
Διακόπτουν στη μέση τις γιορτές σας οι βάρβαροι,
Έλληνες. Μέσα ή έξω από τις πύλες, πάντοτε οι βάρβαροι.
(Νικηφόρος Βρεττάκος, Έλληνες και Βάρβαροι)
του Λεωνίδα Χ. Αποσκίτη
Η επέτειος της Ελληνικής Επανάστασης, της “Άνοιξης των Λαών”, του 1821 γιορτάζεται εφέτος μέσα σε μια ζοφερή πραγματικότητα· με τον ελληνικό λαό σε βαθιά αγωνία για τους όρους της καθημερινής προκοπής και τις προοπτικές της εθνικής μας επιβίωσης.
Οι κοινωνικές και ψυχολογικές επιπτώσεις της μνημονιακής χρεοκρατίας είναι παντού ορατές, γιατί δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από το να έχεις μέσα στην πατρίδα σου το αίσθημα του ραγιά.
Πλησιάζει η επέτειος των Διακοσίων χρόνων, δύο ολόκληροι αιώνες, από την Παλιγγενεσία του 1821 και η μάχη για την ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού κορυφώνεται στην σημερινή γενιά των Ελλήνων. Ενώ η ιστορία βρίσκεται και πάλι στην κυοφορία μιας συνολικής μεταμορφωτικής διαδικασίας, η χώρα μας, εγκλωβισμένη σε ανεδαφικά στρατηγικά δόγματα, δεν δείχνει ικανή να αντιμετωπίσει τους βάρβαρους μέσα κι έξω από τα σύνορα, όπως περιγράφει στο παραπάνω ποίημά του ο Βρεττάκος. Στα δημοτικά τραγούδια επιζεί κατ' εξοχήν αυτό το πνεύμα του διμέτωπου αγώνα απέναντι σε Τούρκους και Φράγκους και της ταυτισμένης με τον θάνατο εσωτερικής παρακμής. “Μέσα με δέρνει ο Θάνατος, ν' όξω με δερν' ο Τούρκος – κι απ' τη δεξιά μου τη μεριά Φράγκος με πολεμάει”, λέει ο στίχος ενός θρήνου μετά την Άλωση της Πόλης, πολύ επίκαιρος στην τωρινή συγκυρία.
Ο ελληνικός λαός, έστω και ενστικτωδώς, αντιλαμβάνεται ότι η τωρινή κατάπτωση είναι πολύ βαθύτερη από την οικονομική κρίση. Οφείλεται στις ίδιες τις παθογένειες του νεοελληνικού κράτους, που δεν στάθηκε τελικά ικανό να ολοκληρώσει την εθνική ανεξαρτησία και τις επιταγές του '21, και στο μετεμφυλιακό κατεστημένο που δεν υπεράσπισε ποτέ αποτελεσματικά τον ελληνικό λαό.
Το καθολικό, όμως, ερώτημα, αν το νέο ελληνικό κράτος, που ξεκίνησε μετά την Επανάσταση, ψυχορραγεί με αργό και βασανιστικό τρόπο ή αν ο ελληνισμός συνεχίζει πάντα την ιστορία του με τα ίδια ελαττώματα, δεν μπορεί να απαντηθεί μέσα στο κλίμα της έκπτωσης των πολιτισμικών αξιών και της απουσίας της λαϊκής παράδοσης.
Της άγνοιας δηλαδή των βαθύτερων ριζών μας, των ιστορικών γεγονότων και των ψυχολογικών δομών που καθόρισαν τον νέο ελληνισμό, τόσο στην ατομική όσο και την συλλογική λειτουργία του. Διότι, πρώτα και κύρια, για εμάς ο πολιτισμός είναι το βαρύ προϊόν μας. Το ακαταμάχητο υπερόπλο μας σε μια κρίσιμη ιστορική εποχή όπου ένας κόσμος γκρεμίζεται μέσα στην καθημερινή ύβρη και ταπείνωση λόγω του επικρατούντος εθνομηδενισμού, ο οποίος έχει γίνει το ύπουλο όπλο της παγκοσμιοποίησης των αγορών.
Την εποχή που ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση, η Ευρώπη είχε εισέλθει σε μια περίοδο ριζικών κοινωνικών και οικονομικών αλλαγών, που έχουν αρκετές αναλογίες με τα σημερινά τεκταινόμενα. Οι επαναστατικές ζυμώσεις και ο δημοκρατικός εθνικισμός, που, εκκινώντας από τα τέλη του 18ου αιώνα, είχαν διαδοθεί με τις ανατρεπτικές εξελίξεις στην Γαλλία, υποχωρούσαν παντού μετά την ήττα του Ναπολέοντα και την επικράτηση των αντιδραστικών δυνάμεων της Ιεράς Συμμαχίας.
Παρ' όλα αυτά, η παλινόρθωση των αντιλαϊκών καθεστώτων στον ευρωπαϊκό περίγυρο και το κλίμα της απογοήτευσης στα φιλελεύθερα και δημοκρατικά κινήματα δεν στάθηκε ικανό να κάμψει το ελληνικό απελευθερωτικό φρόνημα.
Η αντοχή που επέδειξαν οι επαναστατημένοι Έλληνες στα πεδία των μαχών οφείλετο σε έναν μανιασμένο ζήλο για την Ελευθερία που “τους είχε συνεπάρει όλους”, όπως αφηγείται ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης στ' απομνημονεύματά του, σ' ένα συναίσθημα πέρα απ' την λογική τρεφόμενο από τον ζωντανό ιστορικό μύθο που “οπλίζει” την συνείδηση του λαού.
“Ο Μπότσαρης κι ο Κανάρης δεν είναι πρόσωπα, είναι σύμβολα”, εξηγούσε ο Κωστής Παλαμάς, που μπορεί να επιστρατέψουν τις αντίστοιχες δυνάμεις στην ελληνική ψυχή.
Στις ομηρικές μάχες της Επανάστασης ο μεγάλος Νίκος Καζαντζάκης έβλεπε “να πολεμούν πλάϊ-πλάϊ ο Μιλτιάδης και ο Καραϊσκάκης, ο Οδυσσέας και ο Κολοκοτρώνης, ο Θεμιστοκλής και ο Μιαούλης”... Αυτά έλεγε στην ιστορική ομιλία του στο BBC το 1946:
“Σίγουρα, αν οι μεγάλες Σκιές δεν πολεμούσαν με τους ζωντανούς, δεν θα μπορούσαμε ποτέ να νικήσουμε”.
Δεν αρκούσε η λόγια παράδοση και ο διαφωτισμός για να έλθει η εθνική αφύπνιση, επισημαίνει ο ιστορικός Απόστολος Βακαλόπουλος, αναζητώντας “τα αίτια της ελληνικής επαναστάσεως του 1821”.
Όλες αυτές οι δυνάμεις χρειάστηκε να συνυφανθούν με τις μυστικές δυνάμεις που ζούσαν μέσα στον λαό για να δημιουργηθεί το υψηλό αγωνιστικό φρόνημα και το πνεύμα της αυτοθυσίας.
Η επιταγή του ‘21 ήταν η ίδια με αυτήν που είχε δώσει η θεά Αθηνά στους Έλληνες κατά τον Τρωϊκό Πόλεμο, δια του στόματος του ήρωα Οδυσσέα, όταν αυτοί ήταν έτοιμοι να εγκαταλείψουν τον αγώνα: “να έχετε θάρρος, αύριο μπορεί να είναι καλύτερα”.
Παράλληλα, όμως, με την αποκοτιά των μαχόμενων “τρελλών”, που κράταγαν με το αίμα τους ζωντανό το όραμα της ελευθερίας, χρειαζόταν και η σύνεση της υψηλής διπλωματίας απέναντι στις ορέξεις των ισχυρών. Και όταν στην μακραίωνη ιστορία μας εμφανίζεται αυτό το “δίδυμο” μαζί, τότε και οι απανταχού φιλελληνικές δυνάμεις συγκινούνται και σπεύδουν να μας συμπαρασταθούν.
Σήμερα που ο Έλληνας έχει στριμωχτεί μέσα στην “φωλιά του κτήνους”, με ορατούς εχθρούς και ψεύτικους φίλους να ετοιμάζουν μεθοδικά, από κοινού, τον αφανισμό μας, η επιλογή είναι πάλι “ήρωας ή ραγιάς”... Όμως οι Εφιάλτες, οι σπόνσορες της μεγάλης αλλοτρίωσης που δρουν ανάμεσά μας, έχουν καταφέρει να υποσκάψουν το φρόνημα σπέρνοντας σύγχυση και ηττοπάθεια. Κι ο χρυσός των Αφεντάδων έχει φροντίσει να εξαγοράσει την ηγεσία για να του παραδώσει την χώρα αμαχητί, να δουλοποιήσει τον λαό, να εκποιήσει την δημόσια περιουσία και, τελικά, να διαλύσει την εθνική συνοχή.
Όμως τότε, το 1821, απέναντι στον Σουλτάνο και τον Μέττερνιχ, αλλά και στους Άγγλους “φιλέλληνες” που μας ετοίμαζαν ως “φόρου υποτελείς” στον Τούρκο, ορθώθηκε η μορφή του αριστοκράτη οραματιστή Ιωάννη Καποδίστρια, του ουσιαστικού κρυφού αρχηγού της Φιλικής Εταιρείας, υπουργού Εξωτερικών της Αγίας Ρωσσίας και πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας (1827-1831).
Ένας λαός που, με δυνάμεις στρατιωτικά και υλικά εντελώς ασήμαντες, πολέμησε τέσσερις Αυτοκρατορίες στην πρόσφατη ιστορία του –Οθωμανική, Βρετανική, Ιταλική και Γερμανική∙ που πέθανε και μαρτύρησε βάφοντας με το νεανικότερο αίμα του την ιερή σημαία της ελευθερίας του, ζει σήμερα την πιο φοβερή έφοδο των δυνάμεων που αμφισβητούν την αυτενέργειά του ακόμα και την αυθυπαρξία του και καλείται ξανά να υπερασπίσει την ύπαρξή του και τα σύνορά του, φυσικά και ιστορικά.
Διακόπτουν στη μέση τις γιορτές σας οι βάρβαροι,
Έλληνες. Μέσα ή έξω από τις πύλες, πάντοτε οι βάρβαροι.
(Νικηφόρος Βρεττάκος, Έλληνες και Βάρβαροι)
του Λεωνίδα Χ. Αποσκίτη
Η επέτειος της Ελληνικής Επανάστασης, της “Άνοιξης των Λαών”, του 1821 γιορτάζεται εφέτος μέσα σε μια ζοφερή πραγματικότητα· με τον ελληνικό λαό σε βαθιά αγωνία για τους όρους της καθημερινής προκοπής και τις προοπτικές της εθνικής μας επιβίωσης.
Οι κοινωνικές και ψυχολογικές επιπτώσεις της μνημονιακής χρεοκρατίας είναι παντού ορατές, γιατί δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από το να έχεις μέσα στην πατρίδα σου το αίσθημα του ραγιά.
Πλησιάζει η επέτειος των Διακοσίων χρόνων, δύο ολόκληροι αιώνες, από την Παλιγγενεσία του 1821 και η μάχη για την ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού κορυφώνεται στην σημερινή γενιά των Ελλήνων. Ενώ η ιστορία βρίσκεται και πάλι στην κυοφορία μιας συνολικής μεταμορφωτικής διαδικασίας, η χώρα μας, εγκλωβισμένη σε ανεδαφικά στρατηγικά δόγματα, δεν δείχνει ικανή να αντιμετωπίσει τους βάρβαρους μέσα κι έξω από τα σύνορα, όπως περιγράφει στο παραπάνω ποίημά του ο Βρεττάκος. Στα δημοτικά τραγούδια επιζεί κατ' εξοχήν αυτό το πνεύμα του διμέτωπου αγώνα απέναντι σε Τούρκους και Φράγκους και της ταυτισμένης με τον θάνατο εσωτερικής παρακμής. “Μέσα με δέρνει ο Θάνατος, ν' όξω με δερν' ο Τούρκος – κι απ' τη δεξιά μου τη μεριά Φράγκος με πολεμάει”, λέει ο στίχος ενός θρήνου μετά την Άλωση της Πόλης, πολύ επίκαιρος στην τωρινή συγκυρία.
Ο ελληνικός λαός, έστω και ενστικτωδώς, αντιλαμβάνεται ότι η τωρινή κατάπτωση είναι πολύ βαθύτερη από την οικονομική κρίση. Οφείλεται στις ίδιες τις παθογένειες του νεοελληνικού κράτους, που δεν στάθηκε τελικά ικανό να ολοκληρώσει την εθνική ανεξαρτησία και τις επιταγές του '21, και στο μετεμφυλιακό κατεστημένο που δεν υπεράσπισε ποτέ αποτελεσματικά τον ελληνικό λαό.
Το καθολικό, όμως, ερώτημα, αν το νέο ελληνικό κράτος, που ξεκίνησε μετά την Επανάσταση, ψυχορραγεί με αργό και βασανιστικό τρόπο ή αν ο ελληνισμός συνεχίζει πάντα την ιστορία του με τα ίδια ελαττώματα, δεν μπορεί να απαντηθεί μέσα στο κλίμα της έκπτωσης των πολιτισμικών αξιών και της απουσίας της λαϊκής παράδοσης.
Της άγνοιας δηλαδή των βαθύτερων ριζών μας, των ιστορικών γεγονότων και των ψυχολογικών δομών που καθόρισαν τον νέο ελληνισμό, τόσο στην ατομική όσο και την συλλογική λειτουργία του. Διότι, πρώτα και κύρια, για εμάς ο πολιτισμός είναι το βαρύ προϊόν μας. Το ακαταμάχητο υπερόπλο μας σε μια κρίσιμη ιστορική εποχή όπου ένας κόσμος γκρεμίζεται μέσα στην καθημερινή ύβρη και ταπείνωση λόγω του επικρατούντος εθνομηδενισμού, ο οποίος έχει γίνει το ύπουλο όπλο της παγκοσμιοποίησης των αγορών.
Την εποχή που ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση, η Ευρώπη είχε εισέλθει σε μια περίοδο ριζικών κοινωνικών και οικονομικών αλλαγών, που έχουν αρκετές αναλογίες με τα σημερινά τεκταινόμενα. Οι επαναστατικές ζυμώσεις και ο δημοκρατικός εθνικισμός, που, εκκινώντας από τα τέλη του 18ου αιώνα, είχαν διαδοθεί με τις ανατρεπτικές εξελίξεις στην Γαλλία, υποχωρούσαν παντού μετά την ήττα του Ναπολέοντα και την επικράτηση των αντιδραστικών δυνάμεων της Ιεράς Συμμαχίας.
Παρ' όλα αυτά, η παλινόρθωση των αντιλαϊκών καθεστώτων στον ευρωπαϊκό περίγυρο και το κλίμα της απογοήτευσης στα φιλελεύθερα και δημοκρατικά κινήματα δεν στάθηκε ικανό να κάμψει το ελληνικό απελευθερωτικό φρόνημα.
Η αντοχή που επέδειξαν οι επαναστατημένοι Έλληνες στα πεδία των μαχών οφείλετο σε έναν μανιασμένο ζήλο για την Ελευθερία που “τους είχε συνεπάρει όλους”, όπως αφηγείται ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης στ' απομνημονεύματά του, σ' ένα συναίσθημα πέρα απ' την λογική τρεφόμενο από τον ζωντανό ιστορικό μύθο που “οπλίζει” την συνείδηση του λαού.
“Ο Μπότσαρης κι ο Κανάρης δεν είναι πρόσωπα, είναι σύμβολα”, εξηγούσε ο Κωστής Παλαμάς, που μπορεί να επιστρατέψουν τις αντίστοιχες δυνάμεις στην ελληνική ψυχή.
Στις ομηρικές μάχες της Επανάστασης ο μεγάλος Νίκος Καζαντζάκης έβλεπε “να πολεμούν πλάϊ-πλάϊ ο Μιλτιάδης και ο Καραϊσκάκης, ο Οδυσσέας και ο Κολοκοτρώνης, ο Θεμιστοκλής και ο Μιαούλης”... Αυτά έλεγε στην ιστορική ομιλία του στο BBC το 1946:
“Σίγουρα, αν οι μεγάλες Σκιές δεν πολεμούσαν με τους ζωντανούς, δεν θα μπορούσαμε ποτέ να νικήσουμε”.
Δεν αρκούσε η λόγια παράδοση και ο διαφωτισμός για να έλθει η εθνική αφύπνιση, επισημαίνει ο ιστορικός Απόστολος Βακαλόπουλος, αναζητώντας “τα αίτια της ελληνικής επαναστάσεως του 1821”.
Όλες αυτές οι δυνάμεις χρειάστηκε να συνυφανθούν με τις μυστικές δυνάμεις που ζούσαν μέσα στον λαό για να δημιουργηθεί το υψηλό αγωνιστικό φρόνημα και το πνεύμα της αυτοθυσίας.
Η επιταγή του ‘21 ήταν η ίδια με αυτήν που είχε δώσει η θεά Αθηνά στους Έλληνες κατά τον Τρωϊκό Πόλεμο, δια του στόματος του ήρωα Οδυσσέα, όταν αυτοί ήταν έτοιμοι να εγκαταλείψουν τον αγώνα: “να έχετε θάρρος, αύριο μπορεί να είναι καλύτερα”.
Παράλληλα, όμως, με την αποκοτιά των μαχόμενων “τρελλών”, που κράταγαν με το αίμα τους ζωντανό το όραμα της ελευθερίας, χρειαζόταν και η σύνεση της υψηλής διπλωματίας απέναντι στις ορέξεις των ισχυρών. Και όταν στην μακραίωνη ιστορία μας εμφανίζεται αυτό το “δίδυμο” μαζί, τότε και οι απανταχού φιλελληνικές δυνάμεις συγκινούνται και σπεύδουν να μας συμπαρασταθούν.
Σήμερα που ο Έλληνας έχει στριμωχτεί μέσα στην “φωλιά του κτήνους”, με ορατούς εχθρούς και ψεύτικους φίλους να ετοιμάζουν μεθοδικά, από κοινού, τον αφανισμό μας, η επιλογή είναι πάλι “ήρωας ή ραγιάς”... Όμως οι Εφιάλτες, οι σπόνσορες της μεγάλης αλλοτρίωσης που δρουν ανάμεσά μας, έχουν καταφέρει να υποσκάψουν το φρόνημα σπέρνοντας σύγχυση και ηττοπάθεια. Κι ο χρυσός των Αφεντάδων έχει φροντίσει να εξαγοράσει την ηγεσία για να του παραδώσει την χώρα αμαχητί, να δουλοποιήσει τον λαό, να εκποιήσει την δημόσια περιουσία και, τελικά, να διαλύσει την εθνική συνοχή.
Όμως τότε, το 1821, απέναντι στον Σουλτάνο και τον Μέττερνιχ, αλλά και στους Άγγλους “φιλέλληνες” που μας ετοίμαζαν ως “φόρου υποτελείς” στον Τούρκο, ορθώθηκε η μορφή του αριστοκράτη οραματιστή Ιωάννη Καποδίστρια, του ουσιαστικού κρυφού αρχηγού της Φιλικής Εταιρείας, υπουργού Εξωτερικών της Αγίας Ρωσσίας και πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας (1827-1831).
Ένας λαός που, με δυνάμεις στρατιωτικά και υλικά εντελώς ασήμαντες, πολέμησε τέσσερις Αυτοκρατορίες στην πρόσφατη ιστορία του –Οθωμανική, Βρετανική, Ιταλική και Γερμανική∙ που πέθανε και μαρτύρησε βάφοντας με το νεανικότερο αίμα του την ιερή σημαία της ελευθερίας του, ζει σήμερα την πιο φοβερή έφοδο των δυνάμεων που αμφισβητούν την αυτενέργειά του ακόμα και την αυθυπαρξία του και καλείται ξανά να υπερασπίσει την ύπαρξή του και τα σύνορά του, φυσικά και ιστορικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου