Σεράνο

Ευτυχώς, το ψυχοβγαλτικό πρωϊνό στο δικαστήριο είχε καταλήξει σ’ ένα καλό μεσημεριανό γεύμα. Η αδράνεια σώματος καί πνεύματος μετά το ταράτσωμα αποδεικνυόταν γιατροσόφι σωστό, που απόδιωχνε τις άσχημες σκέψεις. Επιτέλους, είχε τελειώσει ο εφιάλτης!
Λεφτά ήθελε η κυρία, κατάλαβες. Κι άλλα λεφτά, πέρ’ απ’ όσα περιδρόμιασε όλ’ αυτά τα χρόνια. Μόνο που δεν τα δικαιούταν με τον νόμο. Τίποτε άλλο παραπανίσιο δεν δικαιούταν! Ούτε κάν τις αναμνήσεις της ζωής μαζί του!… θα φιλοσοφούσε στους κολλητούς του, αν τους είχε δίπλα του.
Εξ αρχής τά ‘ξερε τα σάπια η ξανά δεσποινίς (δε μπόρεσε να μη χαμογελάσει στη σκέψη), κι αναγκαστικά όλη η προσπάθεια αυτής καί του δικηγόρου της είχαν ως μόνο πεδίο εφαρμογής το να του σπάσουν τα νεύρα – με τις διαρκείς αναβολές, κι όλ’ αυτά τα άνευ νοήματος νομικίστικα. Μπας καί τον πιάσουν μπόσικον να πάρουν «έναντι», με αντάλλαγμα την οριστική ησυχία του.
Τέλος πάντων, σήμερα το πρωΐ το παραμύθι έληξε κι ο δράκος ψόφησε. Μόνο που αυτός δεν έμοιαζε με ιππότη, ούτε κατά διάνοια. Πενηνταφεύγα καί με περιττά κιλά, τί σόϊ ιππότης νά ‘ταν; Με περιττά κιλά καί περιττά χρόνια, ξαναχαμογέλασε. Απορούσε, πού έβρισκε το κέφι γιά χιούμορ. Το φαγητό ήταν πράγματι φάρμακο, τελικά.
Κι όσο γιά την έεε… χμμμμ… βασιλοπούλα, αυτή έφυγε αντί να ‘ρθεί!

Ο ταβερνιάρης τον παρατηρούσε διακριτικά εδώ καί ώρα, όπως έκανε μ’ όλους τους πελάτες εξαπανέκαθεν. Νά, όπου νά ‘ναι, θα ζητήσει λογαριασμό. Το ήξερε από επαγγελματική πείρα. Ήξερε όλη τη συμπεριφορά των θαμώνων· από την πρώτη τους μπουκιά, μέχρι που σηκωνόντουσαν απ’ την καρέκλα. Την ήξερε, με την ακρίβεια που χτυπάνε τα ξυπνητήρια. Ώρα, λοιπόν, να βγάλει τη σούμα.
Το μαγαζί του βρισκόταν σε μιά πάροδο, ανάμεσα στα σπίτια μιάς δημοφιλούς τα καλοκαίρια λαϊκής ακρογιαλιάς, που τώρα -τέλη Οκτώβρη- ήταν έρημη. Κατά κάποιο τρόπο, το να βρεί κανείς -αν δεν είχε ξαναπάει- τη συγκεκριμένη ταβέρνα τους κρύους μήνες, ήταν σχεδόν μυητική διαδικασία.
Τέτοια εποχή -σε αντίθεση με το πολύβουο καλοκαίρι- πελάτες του ήταν όσοι κι όσες ήθελαν την ησυχία τους. Κυρίως ζευγαράκια. Τοπικοί πολιτικοί χαμηλοπαράγοντες, που θέλαν να κουβεντιάσουν δήθεν ινκόγκνιτο. Ξεπεσμένοι επιχειρηματίες. Συνταξιούχοι που έμεναν μόνιμα εκεί κοντά. Καί σπάνιοι πελάτες, σαν ετούτον εδώ τον μοναχικό – που δεν φαινόταν να έχει οικονομικό στρίμωγμα, αλλά ψυχικό. Ευτυχώς, όταν σηκώθηκε να φύγει, συγκρατήθηκε καί δεν του πέταξε καμιά βλακεία, «- Νά ξανάρθετε με την κυρά καί τα παιδιά!», καί τέτοια.
Περιορίστηκε μονάχα να του πεί: «- Αν σας άρεσε το φαγητό μας, θα χαρούμε να σας ξαναδούμε!»
Ο πελάτης έκανε ένα χαμογελαστό νεύμα με το κεφάλι, κι έφυγε.

ii.
Το αμάξι του τό ‘χε αφήσει λίγο παραπέρα, σε μιά αλάνα. Όμως, αποφάσισε να μην το πάρει αμέσως. Σκέφτηκε πως λίγο περπάτημα πρώτα κατά μήκος του έρημου πεζόδρομου, θα του έκανε καλό. Άλλως τε, είχε περάσει η πρώτη επίδραση του οινοπνεύματος στο κεφάλι του, κι οι σκέψεις του ξαναγύρισαν στα του διαζυγίου. Τη δίκη καί τις αντεγκλήσεις δεν ήθελε μήτε να τα ξαναδεί ουδέ κάν ζωγραφιστά, όχι να τα θυμάται· ή, ακόμη χειρότερα (Θεός φυλάξοι!), να τύχει να τα ξαναζήσει! Όμως, έμεναν κάποιες λεπτομέρειες, που έπρεπε να τις τακτοποιήσει πριν μπεί το νερό της νέας του ζωής στ’ αυλάκι, κι αυτές ακριβώς ήθελε να σκιτσογραφήσει σ’ ένα πρώτο σχεδίασμα του νού. Πιθανώτατα ο μικρός του περίπατος θα τον βοηθούσε καί σ’ αυτό.
Το πρώτο που σκέφτηκε, ήταν πως θα διαχώριζε πλέον τον επαγγελματικό του δρόμο με τον συνάδελφο καί συνεταίρο του στο γραφείο. Όχι πως ο άλλος ήταν κακός άνθρωπος. Απεναντίας! Αλλά δεν άντεχε τη συμβία του, ένα άτομο με διαρκώς ετοιμοπόλεμη την πικρόχολη κριτική γιά τους πάντες καί τα πάντα – από τις κάλτσες, που φορούσε ο καθείς («- Μμμμ!… αταίριαστες!»), μέχρι το πτυχίο που πήρε («- Δεν κάνεις γι’ αυτή τη δουλειά!»). Καλημέρα της έλεγες, τον μπελά σου έβρισκες. Η τωρινή του κατάσταση με το διαζύγιο ήταν σπίθα στη δυναμίτιδα της φιδίσιας γλώσσας της· ουδείς σώφρων θά ‘θελε -ή θ’ άντεχε- κάτι τέτοιο.
Πολλές φορές μπήκε στον πειρασμό να πεί σ’ αυτό το ζώον τί ακριβώς ήθελε να της χώσει βαθειά στο στόμα, γιά να την κάνει να μή μιλάει· κι άλλες τόσες απόδιωξε την παρόρμηση με σκέψη λογική. Αλήθεια, κάνουν σέξ τα βιολογικά ρομπότ; Τί της βρήκε, άρα γε, ο συνεταίρος του καί τη φορτώθηκε διά βίου; Μάλλον το Σύμπαν είχε κάποιον νόμο σύζευξης των αντιθέτων, δεν εξηγούταν αλλοιώς. Σκέφτηκε πως ίσως ήταν καλή ιδέα να του πεί να τον μιμηθεί, καί να τη σουτάρει κι αυτός. Αλλά δεν τού ‘πεφτε λόγος. Κι ως να πάρει διαζύγιο κι ο συνέταιρος (άν καί όταν), καλύτερα θα ήταν ν’ απομακρυνθεί αυτός απ’ την κοινή επαγγελματική δραστηριότητα στο γραφείο.
Ευτυχώς, δεν είχαν πολλά να χωρίσουν. Κι η σύνταξη ήταν κοντά. Θα κρατούσε το επάγγελμα -μόνος του, πιά- τυπικά ενεργό γιά λίγα χρόνια ακόμη, καί τέλος.

Χωρίς να το καταλάβει, έφτασε κοντά σ’ ένα σπίτι. Κλειστό. Κλειστό εδώ καί χρόνια. Αφηρημένα, κοίταξε γιά κάμποσο την παλαιϊκή μονοκατοικία. Την ήξερε καλά… είχε περάσει αρκετά καλοκαίρια φιλοξενούμενος σ’ αυτό το σπίτι, που ανήκε στη γιαγιά μιάς συμμαθήτριάς του απ’ το δημοτικό. Μόνο που, τόσες δεκαετίες πριν, το σπίτι το θυμόταν μ’ άλλα χρώματα κι άλλα πορτοπαράθυρα. Ξύλινα εκείνα. Κι άλλα κάγκελα, πιό χαμηλά. Το είχε ξαναδεί, βέβαια, κάμποσες φορές τα περασμένα χρόνια (μιά που τον ξανάφερνε ο δρόμος απ’ αυτό το μέρος, αν κι όχι συχνά), αλλά πάντα προσπερνούσε. Τούτη τη φορά, όμως, στάθηκε.
Το σπίτι ήταν μεν κλειστό, αλλά δεν φαινόταν παρατημένο. Οι νοικάρηδες το είχαν ανακαινίσει, καί προφανώς συνέχιζαν να το φροντίζουν. Ο ίδιος δεν έμενε κάπου κοντά, αλλά ερχόταν με τους γονείς του γιά μπάνιο στην ίδια ακρογιαλιά, που περπάταγε τώρα. Εκείνες οι ολοφώτεινες καλοκαιρινές μέρες της παιδικής του ηλικίας περιέκλειαν -εκτός από τη θάλασσα- καί την αυτονοήτωι δικαίωι συνέχεια της σχολικής παρέας (καί κάθε είδους σκανταλιάς!) με τη συμμαθήτριά του. Το παιχνίδι με την Ελενίτσα πρίν, κατά, καί μετά το μπάνιο, ήταν τόσο φυσιολογικό, όσο ο καλοκαιρινός Ήλιος. Την Ελενίτσα, το -τότε- αγοροκόριτσο! Κι η έρμη η γιαγιά της έπαιρνε καθημερινά χρυσό μετάλλιο σε νοητό μαραθώνιο παιδοφυλάξεως, προσπαθώντας διαρκώς (πλήν ματαίως) να μεταβάλει δυό διαόλια σε παιδιά-πρότυπα. Τί ωραία, όμως, τα σπιτικά γλυκά της γιαγιάς!… που, πότε τα κερνούσε η γιαγιά, καί πότε τά ‘κλεβε η Ελενίτσα απ’ το βάζο, καί μοιραζόντουσαν τις κουταλιές με την αφεντιά του!
Οι γλυκειές γεύσεις του ξανάρθαν στο στόμα, μαζί με την εικόνα του βάζου – που άδειαζε με βήμα ταχύ, με ρυθμό σχεδόν μή εξηγήσιμο γιά το μυαλό της καημένης της γριάς. Όμως δεν άφησε πιό λάσκα τα χαλινάρια των αναμνήσεων. Κούνησε το κεφάλι του (όχι ακριβώς με λύπη), καί κίνησε να φύγει. Τί νόημα είχαν αυτές οι θύμησες αυτή τη στιγμή;! Αταίριαστες στο πνεύμα της ημέρας, αλλά καί γενικώτερα. Από τώρα κι ύστερα θα κοίταζε μονάχα εμπρός, τη ζωή που έρχεται. Ποτέ πίσω. Ποτέ πιά πίσω! Κι αυτό ακριβώς σκόπευε να κάνει.
Αλλά
το άρωμα – που δεν το ήξερε
κι η φωνή – που δεν ήξερε αν την ήξερε.
«- Σκοπεύεις να δώσεις το σπίτι μου αντιπαροχή;»

Γύρισε. Τον κοιτούσε κατάματα καί του χαμογελούσε μιά γυναίκα μέσου αναστήματος, μέσων κιλών, αλλά ηλικίας ανώτερης. Κι αλοί, σε αντίθεση με τα παλαιωμένα κρασιά, στους ανθρώπους η ηλικία ανωτέρα ουδέποτε συνάδει με την σωματική ποιότητα ανωτέρα… Παρά ταύτα, η γυναίκα ήταν αρκετά όμορφη γιά τα χρόνια της· τί «όμορφη»; όχι απλά όμορφη, εντυπωσιακή θα τήνε χαρακτήριζε! Το παρουσιαστικό της έδειχνε πως τα περασμένα χρόνια η εμφάνισή της είχε ζήσει μεγαλύτερες δόξες, αλλά όλα κι όλα: προηγούνται οι καλοί τρόποι ενός πραγματικού κυρίου! Την ηλικία της δεν θα τολμούσε να την ξεστομίσει. Εκάς οι κακές σκέψεις, λοιπόν!
Την εικόνα της γυναίκας συναποτελούσαν αρκετές προσεγμένες ψηφίδες. Ένα άψογο φθινοπωρινό ταγιέρ, ελαφρύ κασμήρι, μακρυμάνικο. Λιγάκι παλιομοδίτικης αντίληψης, αλλά -παραδόξως!- καθόλου παράταιρο επάνω της. Ένας κύκνος καμαρωτός, ανάγλυφος σε καρφίτσα κάμεο επάνω στο αριστερό πέτο του ταγιέρ της.

Ένα κρέμ πουκάμισο, σα μεταξωτό, με φιογκάκι στον λαιμό. Δυό χέρια ταλαιπωρημένα απ’ τη ζωή, μ’ ένα διακριτικό διαφανές βερνίκι στα νύχια. Ένα ζευγάρι ταιριαστές καλόγουστες γόβες. Μιά τσάντα ακριβή, αλλ’ όχι κραυγαλέα. Ένα πρόσωπο της ηλικίας της, αλλά πολύ συμπαθές. Κοντά σπαστά μαλλιά βαμμένα ξανθά, προϊόν άψογης κομμωτικής φροντίδας. Καί δυό μάτια, ξεθωριασμένο γαλάζιο τ’ ουρανού. Αλλά η ψυχική φλόγα εξακολουθούσε να καίει μ’ ένταση μέσα τους.
Το μόνο παράφωνο στην εμφάνισή της ήταν το καλτσόν της· παρά την προσπάθεια του εργοστασίου ν’ αποκρύπτεται ο σκοπός του, φαινόταν καθαρά πως είναι παραϊατρικό βοήθημα – απ’ αυτά που πουλάνε στα φαρμακεία.
Την κοίταξε με περιέργεια γιά μερικές στιγμές, ώσπου τελικά οι νευρώνες στο συγχυσμένο του τσερβέλο κατάφεραν να βγάλουν πόρισμα.
«- Ελένη;!»
«- Ναί, Παναγιώτη! Εγώ είμαι!»
Αγκαλιάστηκαν θερμά καί φιλήθηκαν σταυρωτά.

Με την Ελένη, εκτός απ’ τα παιδικά καλοκαίρια τους, οδοιπορήσανε μαζί όλα τα χρόνια του Δημοτικού. Μετά, γιά τους πρώτους μήνες της πρώτης Γυμνασίου, πήγαν σε διαφορετικά σχολεία, αν καί στην ίδια πόλη. Αλλ’ αυτό ήταν το έλασσον κακό. Διότι, ακόμη πιό μετά, ο πατέρας της πήρε μετάθεση γι’ Αθήνα – την οποία Αθήνα τότε οι υπάλληλοι θεωρούσαν ως ντέ φάκτο γέρας του κλεισίματος της θητείας τους. Με την τελευταία κι οριστική μετάθεση στην Αθήνα, ες Όλυμπον αναβήσειτο ο μετέπειτα συνταξιούχος, δηλαδής. Μπαμπάς Ελένης κι οικογένεια Ελένης (μαζί πακέτο κι η Ελένη), λοιπόν, έφυγαν οικογενειακώς καί οριστικώς γιά το κλεινόν άστυ, κι έκτοτε με τη συμμαθήτριά του χάθηκαν. Ούτε ξαναπάτησαν πιά στο σπίτι της γιαγιάς τα καλοκαίρια. Όχι, όχι, ψέμματα!… Δεν έπρεπε να είναι άδικος: μέχρι τα δεκαοχτώ τους, δυό φορές ξανάρθε στη γιαγιά της η Ελένη, κοπέλλα πιά. Δυό καλοκαίρια, από μιά βδομάδα κάθε φορά. Το ‘ξερε αυτό, διότι ρώτησε τη γιαγιά της Ελένης καί του τό ‘πε. Αλλά το ίδιο διάστημα -από τρομερή σύμπτωση!- ο ίδιος είχε πάει διακοπές με τους δικούς του γονείς αλλού. Κι έτσι, δεν ξαναβρεθήκαν.
Η αποφοίτηση απ’ το σχολείο, οι εξετάσεις, το πτυχίο του Πολιτικού Μηχανικού, ο στρατός, τα πρώτα επαγγελματικά βάσανα, όλα όσα στην πορεία του βίου του ακολούθησαν την παιδική του ξενοιασιά, υποβίβασαν το επίπεδο της ανάμνησης της πάλαι ποτέ συμμαθήτριάς του σε μή πρωτεύον. Ωστόσο, γιά κάποια χρόνια στην αρχή (απ’ αυτά που πέρασαν χωριστά), μάθαινε σποραδικά νέα της από κοινά γνωστά πρόσωπα. Είχε παντρευτεί, κι είχε πάει, λέει, γιά μόνιμη διαμονή στην Αμερική.
Πέρασαν κι άλλα εικοσ’πέντε… όχι, τριάντα γεμάτα χρονάκια, μπορεί καί παραπάνω, που δεν είχε ξανακούσει κάτι γι’ αυτήν. Αλλά νά ‘τηνε πάλι εμπρός του!… πίσω του, δηλαδή – κι αλλαγμένη κάπου μισόν αιώνα. Αλλαγμένη· όχι «γερασμένη». Δε λέμε τέτοια βδελυρά πράγματα γιά μιά πραγματική κυρία!
«- Μή μου πείς ψέμματα, ήσουν έτοιμος να με φωνάξεις ‘Ελενίτσα’ – όπως τότε!», συμπλήρωσε. Καί, πριν προλάβει να της απαντήσει, «- Έλα μέσα γιά έναν καφέ!»
«- Κι εσύ εμένα ‘Παναγιωτάκη’! Όπως τότε!». Έκανε μιά μικρή παύση, ενόσω η γυναίκα του χαμογέλασε καταφατικά. «- Ελενίτσα!«, τη χάϊδεψε η φωνή του (εξεπίτηδες ανακαλώντας μνήμες), «Ελένη μου, πραγματικά χαίρομαι πάρα πολύ που σε ξαναβλέπω, αλλά δυστυχώς δεν είναι η στιγμή κατάλληλη! Κάποια άλλη φορά…»
«- Γιατί; καί πότε θά ‘ναι η κατάλληλη στιγμή; Λες να κάτσω να σε περιμένω ακόμη μισόν αιώνα;», του χαμογέλασε θερμά, κι έχωσε το μπράτσο της κάτω απ’ το δικό του, μπλέκοντας τα δάχτυλα του χεριού της στα δικά του. «- Έλα μέσα, τώρα που σε ξαναβρήκα, καί δεν ακούω τίποτε!»

Κοντοστάθηκε· δεν κουνιόταν απ’ τον τόπο του. Αναγκαστικά κοντοστάθηκε κι αυτή. Δοκίμασε να της αντισταθεί με την έσχατη γραμμή άμυνάς του. «- Ελένη μου, δεν θα είμαι καθόλου καλή παρέα! Ψυχικά είμαι εντελώς χάλια, όσο ήμουνα ελάχιστες άλλες φορές στη ζωή μου… βλέπεις, μόλις σήμερα το πρωΐ τέλειωσα μ’ ένα αρκετά εχθρικό κι άσχημο διαζύγιο, καί δεν έχω συνέλθει ακόμη!»
Αλλά η γυναίκα δεν υποχώρησε. Είπε μαλακά: «- Έλα σε παρακαλώ γιά ένα καφεδάκι, καί σου υπόσχομαι να σε σεβαστώ καί να μη σε πρήξω. Δε θα σκαλίσω τις πληγές σου, σ’ το υπόσχομαι. Αλλά, σκέψου ότι αυτές ακριβώς τις στιγμές θέλεις δίπλα σου πρόσωπα εμπιστοσύνης, καί μόνον αυτά. Θα έρθεις; Θα μου κάνεις το χατήρι;»
Τη κοίταξε με βλέμμα λιγάκι χαμένο, χωρίς ν’ αποκριθεί.
«- Γιά μένα; Θα έρθεις γιά μένα;»
Κούνησε το κεφάλι του σε κατάφαση, νικημένος απ’ το τελευταίο επιχείρημά της, παραδομένος, κοιτώντας ίσα μπροστά του. Η γυναίκα ξεκλείδωσε, καί μπήκαν μέσα στο σπίτι μαζί, ά λά μπρατσέτα.

iii.
Είχε κρατήσει αρκετά απ’ τα έπιπλα της γιαγιάς της. Καί τα σεμεδάκια της! Το πλείστο εσωτερικό του σπιτιού ήταν ίδιο κι απαράλλαχτο, όπως το θυμόταν. Τίποτε το παράξενο, βέβαια· το σπίτι δεν ήταν διατηρημένο από υπερφυσικό θαύμα. Απλά, η Ελένη κατά την απουσία της πλήρωνε κάποια κυρία, που ερχόταν πότε-πότε καί το φρόντιζε. Η γιαγιά είχε πεθάνει προ πολλού, Θεός σχωρέσ’ την. Το ίδιο κι οι γονείς της, αρκετά αργότερα. Κι ο άντρας της, πριν κάποια χρόνια, τελευταίος στη σειρά των αναχωρησάντων δικών της.
Κάθησαν σε δυό σκαλιστούς καναπέδες αντικρυστά, κι η κουβέντα λαμπάδιασε.

…Ναί, όσα είχε ακούσει γι’ αυτήν ήταν σωστά. Πρώτα Γερμανία, γιά την πρώτη ερευνητική εργασία του άντρα της (επιστήμονας της καριέρας, γάρ), μετά Αμερική. Μόνιμα. Ναί, δυό κόρες, της παντρειάς σήμερα, που μεγάλωσαν καί δουλεύουν τώρα εκεί. Γιατί γύρισε η ίδια πίσω; Ά, μεγάλη ιστορία, αλλά ήθελε να ρίξει μαύρη πέτρα σ’ εκείνη την περίοδο της ζωής της. Οριστικά. Γιατί, Ελένη μου; Διότι το να είσαι επιστήμονας είναι καλό, αρκεί να μή μπλέξεις. Κι ο άντρας μου έμπλεξε…
«- …Πού;»
«- Δεν ξέρω. Αλλά τον τελευταίο μήνα της ζωής του φερόταν πολύ παράξενα. Δεν πατούσε στο σπίτι, δεν πατούσε στο πανεπιστήμιο, δεν απαντούσε στα τηλέφωνα… Κι όταν ερχόταν, καθόταν ελάχιστα καί ξανάφευγε, χωρίς στο μεταξύ ν’ απαντάει στις επίμονες ερωτήσεις μου. Ούτε με φωνές καί καυγάδες δεν μπορούσα να τον συνεφέρω! Έστω, να μάθω τί περνούσε. Γύριζε την πλάτη του κι έφευγε πάλι, κι ούτε τα παιδιά δεν αποχαιρετούσε καλά-καλά. Καί λίγες μέρες αφού είχε πεθάνει, που λες Παναγιώτη μου, ήρθαν δυό βλοσυροί μαντραχαλάδες στο σπίτι.»
«- Τί; κακοποιοί;»
«- Όχι, αλλά ελάχιστα απείχαν, παρά τα κοστούμια τους. Ξεκίνησαν λέγοντάς μας χοντρά ψέμματα -σ’ εμένα καί τα κορίτσια- ότι δήθεν είναι της ασφάλειας του πανεπιστημίου, όπου δούλευε ο μακαρίτης ο άντρας μου. Ποιά ασφάλεια, ποιό πανεπιστήμιο; γύρευε ποιάς μυστικής υπηρεσίας ήταν! Καί τα πιστόλια τους δεν κάναν καμμία προσπάθεια να τα καλοκρύψουν κάτω απ’ τα σακκάκια τους. Θά ‘λεγες ότι, αντίθετα, τα επεδείκνυαν επίτηδες. ‘Ασφάλεια του πανεπιστημίου’, χά!… Δε βρήκαν να πουν τίποτε πιό έξυπνο, τουλάχιστον;»
«- Καί τί έγινε τελικά μ’ αυτούς;»
«- Μ’ αυτούς!… Μας έβαλαν να καθήσουμε ακίνητες, τρείς τρομαγμένες γυναίκες…»
«- ‘Γυναίκες’;»
«- Έ, εντάξει, τα κορίτσια ήταν δέκα χρονών το ένα καί δώδεκα το άλλο τότε… κι ανακάτεψαν οι λεβέντες όλο το σπίτι, που λες. Όσα βιβλία βρήκαν, τά ‘καναν φύλλο καί φτερό. Στις φωνές μου να μην αφήσουν πίσω τους ανακατωσούρα, απλά παρατούσαν στη βιβλιοθήκη όπως-όπως τα βιβλία που είχαν ήδη ξεφυλλίσει. Στο τέλος, πήραν μαζί τους έναν ξεχασμένον φορητό υπολογιστή του άντρα μου καί ξεκίνησαν να ξεκουμπιστούν, αλλά ο ένας τους στάθηκε καί κάτι ψιθύρισε στον άλλον. Που πήγε στο αμάξι τους, καί γύρισε με μερικά εργαλεία. Ξεβίδωσαν την τηλεόραση απ’ τον τοίχο, την πήραν μαζί τους, κι έφυγαν χωρίς κάν να μας χαιρετήσουν. Παλιόμουτρα!… τί περιμένεις;!»
«- Σας ξαναενόχλησαν;»
«- Όχι, αλλά μετά από ακόμη λίγες μέρες μας έκανε πάλι επίσκεψη ο ένας τους, ο πιό πικρόχολος καί σιχαμένος.»
«- Σε καταλαβαίνω απόλυτα!… Ξέρω από τέτοια άτομα!», τη διέκοψε, σα να μιλούσε στον εαυτό του.
«- Μας έφερε πίσω τον υπολογιστή σε καλή κατάσταση, καί την τηλεόραση διαλυμένη. Πριν φύγει, πέταξε στο τραπέζι έναν μεγάλο κίτρινο φάκελλο, καί μού ‘πε με χαιρεκακία: ‘- Ο σύζυγός σας είχε φιλενάδα! Το ξέρατε;’ Έφυγε, χωρίς να περιμένει απάντηση.»
«- Τί είχε μέσα ο φάκελλος;»
«- Όντως περιείχε φωτογραφίες του άντρα μου, να φιλιέται στο στόμα με μιά γυναίκα που δεν την είχα ξαναδεί ποτέ μου.»
«- Πώς κι έτσι; σου είχε κάνει κι άλλα τέτοια ο μακαρίτης;», τη ρώτησε σοβαρός.
«- Δεν ήταν καθόλου τέτοιος τύπος, Παναγιώτη μου. Ως γυναίκα, το ήξερα καλά. Αλλά πιστεύω ότι αυτό το έκανε γιά να μπερδέψει τα ίχνη του καί να κρατήσει μακριά από μας, που μας υπεραγαπούσε, αυτούς που τον κυνηγούσαν.»
«- Καί μετά;»
«- Τί ‘μετά’;»
«- Τί έκανες; Τί έγινε; Ξανάρθαν αυτοί;»
«- Ευτυχώς όχι. Εμείς φύγαμε απ’ το σπίτι που μέναμε, καί πήγαμε σε άλλη πολιτεία. Μακριά. Καθήσαμε εκεί μαζί οι τρείς μας -ναί, τρείς γυναίκες πιά!- άλλα δεκαπέντε χρόνια. Τα κορίτσια μεγάλωσαν, ο χρόνος γιάτρεψε αρκετά τις πληγές μας καί των τριών, βρήκαν δουλειές καί σπουδές όπως τις ήθελαν, κι αποφάσισαν να μείνουν εκεί μέχρι νεωτέρας. Εγώ, όμως, δεν είχα λόγο πιά να μείνω άλλο. Ούτε έβλεπα καί νόημα να το κάνω. Όχι τώρα κοντά, αλλ’ από τότε που μετακομίσαμε. Είχα γίνει άλλος άνθρωπος. Ούτε κάν νέες σχέσεις δεν επεδίωξα. Δε λέω, δοκίμασα, αλλά κάποιες -ελάχιστες- ιστορίες δίχως νόημα καί δίχως προοπτική, έφτασαν καί περίσσεψαν να με πείσουν πως δεν αξίζει η προσπάθεια. Δεν είχα, βέβαια, καί καμιά τρομερή πείρα απ’ τους άντρες πριν παντρευτώ, ώστε να κρίνω αλάνθαστα αν έπραξα σωστά ή όχι, αλλά η κοσμοθεωρία μου λέει πως αν είναι να σε βρεί, θα σε βρεί!…», είπε φιλοσοφικά, κοιτάζοντας μακριά.
«- Να υποθέσω πως δεν σε βρήκε;«, την περίπαιξε καλόκαρδα.
«- Να υποθέσεις!», του απάντησε σοβαρή. «Στο μεταξύ, νοστάλγησα καί λιγάκι – τί λιγάκι, αρκετά! Κι έτσι, γύρισα πίσω.»
«- Δηλαδή, έχεις ήδη κάποια χρόνια πάλι στην πατρίδα;»
«- Ναί, αλλά μένω στην Αθήνα. Στο διαμέρισμα που είχε αγοράσει ο πατέρας μου. Εδώ έρχομαι αραιά, αλλά δεν τ’ αφήνω το σπίτι της γιαγιάς! Μ’ αρέσει!»
«- Γιά τις παιδικές σου αναμνήσεις;»
«- Κι όχι μόνον! Μ’ αρέσει γενικώτερα. Ίσως στο μέλλον έρθω να μείνω εδώ μόνιμα γιά κάποια χρόνια.»
«- Καί τί θα κάνεις εδώ, στην ερημιά;»
«- Θα δώ… ίσως ό,τι έκανα καί στην Αμερική.»
«- Καί τί έκανες εκεί;»
«- Σπούδασα ψυχολογία δι’ αλληλογραφίας. Απλά πήρα το πτυχίο, δεν έκανα κάτι στον επαγγελματικό τομέα. Μερικές φορές, πάλι, έγραφα άρθρα γιά ομογενειακές εφημερίδες. Κι όλ’ αυτά τα χρόνια φρόντιζα συνεχώς την οικογένειά μου. Ήμουν μιά υποδειγματική νοικοκυρά, δηλαδή!»
Της χαμογέλασε εγκάρδια, κι αυτή του ανταπέδωσε το χαμόγελο.
«- Κι άμα βαρεθείς την ψυχολογία, υποθέτω ότι θα γίνεις γιαγιά… να κυνηγάς μιά άλλη Ελενίτσα κι έναν άλλον Παναγιωτάκη, να μη σου τρώνε τα γλυκά!»
«- Όσο γι’ αυτό!… να είσαι σίγουρος! Αλλά τώρα, σειρά σου! Πες μου τα δικά σου! Κι άμα είσαι καλό παιδί καί τα ομολογήσεις όλα, έχει καί γλυκό!»
«- Κλεμμένο;», της χαμογέλασε σκανταλιάρικα.
«- Όχι μωρέ, αλλά γιατί ρωτάς;»
«- Εκείνο ήταν πιό νόστιμο!»
Γέλασαν μ’ ένα βροντερό γέλιο έξω καρδιά, σαν τα μικρά παιδιά που ήταν κάποτε.

iv.
Είπε κι αυτός, είπε…
Κάποια στιγμή, η γυναίκα έσκυψε -ελαφρά ενοχλημένη-, γιά να διορθώσει το καλτσόν της, κάνοντας ταυτόχρονη προσπάθεια να μη χάσει απ’ το βλέμμα της τον συνομιλητή της. Δεν ήθελε να δείξει αγενής. Όμως, ο άντρας την ενθάρρυνε.
«- Κάνε τη δουλειά σου! Δεν θα σε παρεξηγήσω! Μπροστά στη γυναικεία ομορφιά καί τη φροντίδα της, υποκλίνονται μέχρι καί οι βασιλείς!»
«- Ώ, με κολακεύεις! Αλλά συνέχισε να μου εξιστορείς τα δικά σου! Σ’ ακούω εγώ, σ’ ακούω!»
Κι αυτός συνέχισε, με το μυαλό του ν’ αναρωτιέται σε δεύτερο επίπεδο κατά πόσον η σχετικά πλήρης προφορική περιγραφή μιάς ζωής, έστω καί συνοπτική, χωράει σε δυό ώρες – ή δυό μέρες. Ή παραπάνω.
Κι όταν τέλειωσε, συνέχισαν σε χορωδία. Σε λόγια καλούπωσαν την προαιώνια περιπέτεια τ’ ανθρώπου, ξαναπαιγμένη στις δικές τους βιωματικές εκδοχές. Κουτσομπολιά, νοσταλγίες, απολογισμοί, σκέψεις, όνειρα. Του νού καί της καρδιάς φτερουγίσματα «τί θα γινόταν, αν…», τις περισσότερες φορές κρατημένα την τελευταία στιγμή (από κάποιον κόμπο στο λαιμό) σε σχήμα κατά το νοούμενον, μη φύγουν έρκους οδόντων. Παραμένοντας αιωρούμενα στον αέρα μεταξύ τους, σαν το άρωμα της γυναίκας – αλλά, κάποιες σταγόνες δάκρυ όλο καί φτάνανε στις άκρες των ματιών.
Την παλάντζα στα συναισθήματα, πάντως, την ίσιαξε το διαζύγιο. Δεν τη γλύτωσε τη σχετική κουβέντα, τελικά. Αλλά δεν τον ένοιαζε κιόλας. Η καρδιά του είχε ζεσταθεί.

Ανάμεσα στην αφήγηση, όμως, η Ελένη ξανάπιασε γιά δεύτερη φορά τη διόρθωση του καλτσόν. «- Όοοοο ό ό ό!!!», έκανε θυμωμένη, που ένα βιομηχανικό προϊόν καθημερινής υποχρέωσης χαλούσε τη μαγεία την απροσδόκητη.
«- Μάλλον σ’ ενοχλεί πολύ καί διαρκώς το καλτσόν σου;», τη ρώτησε μ’ ενδιαφέρον.
«- Δεν είναι καλτσόν, κάλτσες είναι! Το καλτσόν δεν είναι ακόμη κατάλληλο να το φορέσω, επειδή φέρνει ζέστη – κι ο καιρός ακόμη δεν έχει κρυώσει.»
«- Κάλτσες, έ;», έκανε αφηρημένα, με το μυαλό του ακόμη προσηλωμένο στην κουβέντα τους.
«- Ναί, κάλτσες. Καί πραγματικά συμβαίνει αυτό που είπες. Δεν το συνηθίζουν, αλλά γιά κάποιο λόγο άρχισαν να μ’ ενοχλούν σήμερα.»
«- Να προτείνω κάτι; βγάλ’ τες!»
Της μίλησε με τελείως ουδέτερο ύφος. Σα να μιλούσε σε πελάτη, γιά το ποιός είναι ο καταλληλότερος τύπος μόνωσης.
Τον κοίταξε κι αυτή αφηρημένα, φανερά κολλημένη κι αυτή στη γοητεία της μέχρι τότε συνομιλίας τους, θεωρώντας ο,τιδήποτε άλλο ανάξιο ασχολίας προς το παρόν.
«- Δεν έχεις άδικο!…», είπε, με ύφος «πώς καί δε σκέφτηκα κάτι τόσο απλό». Κι επιδεικνύοντας προτεστάντικη ευθύτητα (είχε ζυμωθεί μαζί της στην ξενητειά), έβγαλε τη δεξιά γόβα της, σήκωσε λίγο τη φούστα της, κι έβγαλε τη μιά κάλτσα της. Όταν συνειδητοποίησε τί έκανε (έστω κι υπό τη σκέπη της οικειότητας), την κατέλαβε το πνεύμα του πάλαι ποτέ ντροπαλού κοριτσιού· του ζήτησε συγνώμη.
Της χαμογέλασε. «- Αν οι όμορφες γυναίκες ζητάνε συγνώμη, επειδή ξεντύνονται καί γεμίζει ομορφιά η πλάση, τότε τί να πούν κι οι εγκληματίες;!», είπε χαμογελώντας της πολύ εγκάρδια.
Του χαμογέλασε κι αυτή ένα ξεκάθαρο «ευχαριστώ». Χωρίς να σχολιάσει περισσότερο, έβγαλε καί την αριστερή κάλτσα της. Τις παράτησε καί τις δυό άδειες καί ξέψυχες στο απέναντι μπράτσο του καναπέ που καθόταν.
Ο Παναγιώτης, ως ανήρ, έφαγε τα πόδια της με το βλέμμα του. Επίμονα. Στα όρια της αγένειας. Ήταν τα όμορφα πόδια μιάς όμορφης γυναίκας, ναί (κι είπαμε, ηλικίες δε σκαλίζουμε!), αλλά δεν ήταν αυτός ο μόνος λόγος που τα κοίταζε. Υπήρχε καί κάτι ακόμη, που δεν κολλούσε στην εικόνα· κι αυτό το κάτι έθεσε το μυαλό του σε περιδίνηση. Τη στιγμή, όμως, που πήγε να το πιάσει στο δόκανο, του μίλησε η Ελένη.
«- Κοιτάζεις τα πόδια μου;», του χαμογέλασε πειραχτικά.
«- Ναί. Είσαι όμορφη γυναίκα! Πάντα ήσουν… Ο Θεός είχε κέφια, όταν σ’ έφτιαχνε!»
«- Σ’ ευχαριστώ! Καλωσύνη σου, αλλά…»
«- Τί ‘αλλά’;»
«- Άσ’ το!…»
Ο άντρας σκέφτηκε γιά λίγο.
«- Κάτι γιά την ηλικία μας πήγες να πείς, έ;»
«- Ναί!»
«- Άσ’ το!», της απάντησε, καί λύθηκαν στο γέλιο κι οι δυό.

Η γυναίκα σηκώθηκε απ’ τη θέση της.
«- Να με συμπαθάς! Είμαι αγενέστατη! Γιά καφέ σε κάλεσα, αλλά τον ξέχασα τελείως!»
«- Μωρέ Ελένη, κι εγώ τον ξέχασα! Αλλά γιά έναν καφέ θα κάνουμ’ έτσι; Η κουβέντα μας ήταν το κάτι άλλο! Πολύ τη χάρηκα, ειλικρινά σου λέω!»
«- Είδες, που δεν ήθελες να έρθεις μέσα; Αλλά, εν πάσει περιπτώσει, εγώ θα σ’ τον φτιάξω. Πώς τον πίνεις;»
Της είπε. Η εποχή επέβαλλε ζεστόν, αν καί μονάχα ημερολογιακώς· όχι καιρικώς.
«- Εντάξει, περίμενέ με λίγο να τον φτιάξω καί να τον σερβίρω! Καί θα συνεχίσουμε μετά τα ωραία μας!»
«- Ναί!»
«- Αλλά φταίς κι εσύ λιγάκι, που ξέχασα τον καφέ!»
«- Γιατί; τί έκανα; Παραδίνομαι!», είπε με χιουμοριστικό ύφος, σηκώνοντας τα χέρια του ψηλά.
«- Είσαι πολύ καλός συνομιλητής, όχι μόνο επειδή μιλάς όμορφα, αλλά κι επειδή ξέρεις ν’ ακούς!», του χαμογέλασε, καί ξεκίνησε γιά την κουζίνα.
Ο Παναγιώτης, με το που την είδε όρθια κι από πλάτη, επεσήμανε αμέσως το αταίριαστο που τον βασάνιζε λίγο πρίν: οι γάμπες της Ελένης καθόλου δεν δείχνανε την όποια φθορά της ηλικίας της. Εντάξει, τα πόδια της κάτω απ’ τους αστραγάλους ήταν ταλαιπωρημένα – όσο πρόλαβε να τα δεί, πριν η γυναίκα ξαναφορέσει της γόβες της. Αλλά οι γάμπες καί οι μηροί της ήταν μιά χαρά. Αυτές οι χαζές «υποστηρικτικές» κάλτσες ήταν τελείως άχρηστες! Τί να σχολιάσεις, όμως; πασίγνωστα πράγματα, που τα ξέρουν μέχρι κι οι χαζότεροι εκπρόσωποι του ανδρικού φύλου: σε θέματα ομορφιάς κι εμφάνισης, οι γυναίκες έχουν σύμφυτον έναν σχεδόν μεταφυσικό φόβ…
Δεν πρόλαβαν ν’ αποσώσουν αυτός τη σκέψη του κι αυτή μερικά βήματα προς την κουζίνα, κι η Ελένη άφησε ακόμη μία πολεμική κραυγή. Την είδε να κρατάει με το ένα χέρι το σακκάκι του ταγιέρ της, καί με το άλλο τη φούστα της ψηλά, στη μέση. Σα να τραβούσε τα ρούχα κάποιο αόρατο αγκίστρι, κι αυτή έβαζε κόντρα να μην της φύγουν. Ή, σα να ήταν μουσκεμένα, καί τά ‘στιβε. Πραγματικά, στην κάθε νευρικά σφιγμένη χούφτα της είχε εγκλωβιστεί αρκετό ύφασμα.
«- Μπορώ να σε βοηθήσω σε κάτι;», τη ρώτησε.
«- Υποθέτω πως ναί. Έλα μαζί μου, σε παρακαλώ!», του είπε, μετά από μικρή σκέψη.

v.
Σηκώθηκε κι αυτός, καί την ακολούθησε. Πήγαν στην κρεββατοκάμαρα, όπου υπήρχε μιά παλιακιά ντουλάπα με ολόσωμο καθρέφτη.

Η Ελένη στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη ακίνητη κι ανέκφραστη. Σοβαρή, στον απόλυτο βαθμό. Ο Παναγιώτης την κοίταξε προσεκτικά. «- Με το συμπάθειο, αλλά μου φαίνεται πως φοράς ρούχα δυό νούμερα μεγαλύτερα απ’ ό,τι πρέπει!»
Η γυναίκα δεν απάντησε. Τήρησε τη στάση του αγάλματος γι’ αρκετά ακόμη. Τελικά, κάποια στιγμή, ξανάδωσε σημεία ζωής.
«- Με συγχωρείς γι’ αυτό που θα κάνω,…», είπε σοβαρά κι αποφασιστικά, «…αλλά είναι απόλυτη ανάγκη!», συμπλήρωσε. Αμέσως μετά, έβγαλε τις γόβες της. Το σακκάκι της. Τη φούστα της. Το πουκάμισό της. Κι απέμεινε με τα εσώρρουχα.
Έλυσε, βέβαια, τη σιωπηλή απορία του Παναγιώτη, γιά το πού θα σταματούσε το στρίπ-τήζ της, αλλά δεν του απάντησε στο γιατί το έκανε.
Ο άντρας κινούσε διαρκώς το βλέμμα του από πάνω της μέχρι κάτω της. Την παρατηρούσε παραξενεμένος, αλλά κι εξεταστικά – έχοντας διπλό το πλεονέκτημα. Της ελάχιστης τώρα κάλυψης των ρούχων της, καί του ειδώλου της. Με τον καθρέφτη, την έβλεπε ταυτόχρονα καί από τη μπρός, καί από την πίσω της πλευρά.
Κάποια στιγμή, σα να κατάλαβε. Αυτή η γυναίκα που έβλεπαν τα μάτια του, δεν ήτ…
«- Παναγιώτη!», του διέλυσε γιά δεύτερη φορά τις σκέψεις του στο χειρότερο δυνατό σημείο. Πήγε να ξαναμαζέψει τον νού του, μπας καί βρεί γιατί γινόταν αυτό, αλλά υπερίσχυσε η περιέργειά του γιά τη συνέχεια της φράσης της Ελένης, καί το ανέβαλε στη στιγμή.
«- Ναί;»
«- Πες μου πως δεν είμαι τρελλή!»
«- Αυτό δεν μπορώ να το βεβαιώσω!», της απάντησε γελώντας πνιχτά.
«- Γιατί;»
«- Διότι ακόμη δε μ’ είδες, κι άρχισες να ξεγυμνώνεσαι!»
Τό ‘ριξε στην πλάκα, με την ελπίδα να κερδίσει χρόνο· ήταν πολύ μπερδεμένος. Αγωνιούσε να δουλέψει το μυαλό του, να καταλάβει – να μη στέκεται εκεί, σα βλάκας, μή κατανοώντας την κατάσταση… που δεν έλεγε η ρημάδα να παραχωρήσει σ’ ελεύθερη χρήση τις αιτίες της.
Η Ελένη φόρεσε ένα συνοφρυωμένο χαμόγελο καί πήγε με δυό δρασκελιές πίσω του. Έκανε τον αντίχειρα καί τον δείκτη του δεξιού χεριού της τανάλια, χώνοντας με δύναμη τα νύχια της λίγο πάνω απ’ το πίσω μέρος του αριστερού αγκώνα του. Πραγματικά τον πόνεσε, αλλά ο πανάρχαιος αρχετυπικός αρσενικός πολεμιστής μέσα του το κατάπιε ατάραχος.
«- Γιατί θες να με κάνεις να πονέσω;», τη ρώτησε.
«- Παναγιώτη! Σοβαρέψου! Ή. Κατάσταση. Δέ. Σηκώνει. Αστεία. Παναγιώτη!«, τόνισε μιά-μιά τις λέξεις, σφίγγοντας την τανάλια όσο μπορούσε, κάθε πού ‘φτανε στο σημείο τονισμού.
Τον παράτησε, καί βημάτισε ημικυκλικά γύρω του, παρατηρώντας τον. «- Αλλά βλέπω πως δεν είμαι το μοναδικό άτομο εδώ μέσα, που φοράει τσουβάλια δυό νούμερα μεγαλύτερα απ’ ό,τι πρέπει!»
Ο άντρας κοίταξε μιά τα ρούχα του, καί μιά αυτήν. «- Σά νά ‘χεις δίκιο!», ψιθύρισε.
«- Γδύσου κι εσύ!», του είπε επιτακτικά καί σοβαρά.

Ο Παναγιώτης -έμπλεως απορίας γιά τη σκοπιμότητα του εγχειρήματος- γδύθηκε, μένοντας κι αυτός με τα εσώρρουχα καί τις κάλτσες.
«- Ένας άντρας στα πενηνταφεύγα με τα εσώρρουχα, δεν θά ‘λεγα πως είναι καί το πιό ωραίο θέαμα του κόσμου!», σχολίασε αμήχανα. «- Αυτό ήθελες να δείς;»
Ηλίθια ερώτηση, αλλά φανέρωνε πως η λύση του μυστηρίου δεν είχε ακόμη αφιχθεί μέσα στην κεφάλα του. Η Ελένη, όμως, δεν έδωσε συνέχεια. Παρατηρούσε μιά ασυνήθιστα μακριά ουλή στο αριστερό του πόδι, γαρνιρισμένη με ράμματα, σα σαρανταποδαρούσα κάτω από μεγεθυντικό φακό· που ξεκινούσε απ’ το γόνατο κι έφτανε μέχρι κάτω, μέσα στην κάλτσα του.
«- Τί έπαθες αυτού;», τον ρώτησε, παραμένοντας συνεχώς σοβαρή.
«- Ά, αυτό! Τό κονόμησα εδώ καί κάτι χρόνια. Δεκαπέντε, νομίζω. Είναι απ’ την εποχή που τα παιδιά μου είχαν μεγαλώσει αρκετά, ώστε να μην έχουν ανάγκη τη φροντίδα που απαιτούσαν ως νήπια από μένα καί τη…» (δίστασε λιγάκι· παραλίγο να πεί «μακαρίτισσα») «…τη μάνα τους, εννοώ. Μιλάμε, πήγαιναν στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού. Κι έτσι, εγώ είχα ξανά κάποιον ελεύθερο χρόνο – καί τη διάθεση να θυμηθώ τα νιάτα μου!»
«- Καί τα θυμήθηκες;»
«- Ναί, μόνο που δεν τα θυμήθηκε κάποιος άλλος!»
«- Δηλαδή;»
«- Γιά να κρατήσω καλή φυσική κατάσταση καί να γυμνάζομαι, πήγα να παίξω ποδόσφαιρο σε μιά ερασιτεχνική ομάδα. Αλλά, σε κάποιον αγώνα, κάποιος αντίπαλος δε φέρθηκε καθόλου ως νέος! Σιτεμένος κι αυτός, δε λέω. Αλλά μονοκόμματος! Σε μιά απ’ τις προσωπικές μονομαχίες μας μέσα στον αγώνα, δεν έκανε καμιά προσπάθεια να στρίψει το κορμί του κατάλληλα, να μη συγκρουστούμε σε καταστροφικό βαθμό. Καί μ’ άφησε παράσημο στο πόδι με τις τάπες του παπουτσιού του. Με τον τρόπο που βλέπεις!»
«- Βλέπω; Όχι ακριβώς…», μουρμούρισε. «Σε παρακαλώ, βγάλε καί τις κάλτσες σου!», συμπλήρωσε.
Ο άντρας υπάκουσε, αν καί δε χρειαζόταν. Η ουλή είχε μικρύνει – καί στις τρείς διαστάσεις· καί τώρα έφτανε πάνω απ’ το σημάδι του λάστιχου της κάλτσας, δεν το ξεπέρναγε προς τον κατήφορο. Καί, νά: αψηφώντας κάθε έννοια παραδεκτής πραγματικότητας, η ουλή εξαφανιζόταν σιγά-σιγά μπροστά στα μάτια τους! Ταυτόχρονα, τα πόδια τους καί των δυό, απ’ τον αστράγαλο καί κάτω, με τίποτε δεν έδειχναν ταλαιπωρία σχεδόν έξι δεκαετιών.
Η Ελένη πήρε το βλέμμα της απ’ την ουλή, ξαναστρέφοντάς το προς τον καθρέφτη. Ήταν φανερό πως μέσα της είχε ξεσπάσει μυαλοθύελλα, αλλά έκανε κάθε καλή προσπάθεια να μην το δείξει. Κι ο νους του Παναγιώτη έκανε κάθε καλή προσπάθεια να μην προσέξει το χρώμα των ματιών της. Είχε ζωηρέψει εκείνο το γαλάζιο, άρα γε; ή επρόκειτο απλά γιά μιά αλλαγή γωνίας των αναιμικών ηλιαχτίδων που μπαίνανε απ’ το παράθυρο;
Τα μαθήματα ζωγραφικής διέκοψε η φωνή της γυναίκας. «- Σου ζητώ γι’ ακόμη μία φορά συγνώμη, που αναγκάζομαι να καταφύγω σε ακραία μέτρα!», του είπε. «Πάντως, σου υπόσχομαι να σου πω κι εσένα τί φταίει. Άν το βρώ!»
Δεν περίμενε την όποια απόκριση του Παναγιώτη. Ξεκούμπωσε τον στηθόδεσμό της, τον έβγαλε καί τον πέταξε. Χωρίς να σταματήσει, έδωσε δρόμο καί στο βρακί της. Γυμνή πιά, στάθηκε πάλι γιά λίγες στιγμές τελείως ακίνητη μπροστά στον καθρέφτη. Λες καί περίμενε το γυαλί να ξεπεράσει κάποιο γυαλίσιο πείσμα του καί να της μιλήσει. Στο τέλος, μετά από κάμποσα δευτερόλεπτα απόλυτης σιωπής (ούτε οι ανάσες τους δεν ακουγόταν), μίλησε αυτή.
«- Βγάλε κι εσύ τα εσώρρουχά σου!», διέταξε τον Παναγιώτη. Βλέποντας, όμως, πως ο άντρας δίσταζε, γύρισε, τον κοίταξε, κι επανέλαβε την εντολή· χωρίς ουδέ ίχνος ηχητικού χρωματισμού, που να προδίδει τις νοητικές της διεργασίες. Ο άντρας γδύθηκε κι αυτός. Μόνο η έκφραση απορίας δεν έλεγε ν’ ακολουθήσει τα εσώρρουχά του καί να φύγει απ’ τη φάτσα του.
Η Ελένη ξαναγύρισε στον καθρέφτη. «- Τί βλέπεις;», ρώτησε τον Παναγιώτη, κοιτάζοντας ευθεία μπροστά.
Αυτός, εντελώς αμήχανος πιά, δεν απάντησε αμέσως. Κοίταξε πρώτα το δικό του κορμί. Η ουλή… ποιά ουλή; είχε εξαφανιστεί! Η κοψιά του σαφώς έδειχνε νεώτερου άντρα. Κι αρκετά απ’ τα κιλά του απλά δεν υπήρχαν. Όσο γιά την Ελένη, το πρόσωπό της δεν είχε τώρα έστω καί υπόνοια ρυτίδας. Καί το υπόλοιπο κορμί ακολουθούσε σε αντιστοιχία.
«- Τί βλέπω; Ν’ αυτοκαμαρώνεται στον καθρέφτη μιά πολύ όμορφη γυναίκα, χωρίς να βλασφημεί -φορώντας ρούχα- τον καλό Θεό, που την έκανε τόσο κουκλάρα!»
Μιλώντας, συνειδητοποίησε καθυστερημένα πως πρώτη του φορά έβλεπε την Ελένη γυμνή. Αλλά δεν το εξωτερίκευσε.
Η γυναίκα χαμογέλασε πλατειά. «- Πάλι σ’ ευχαριστώ, αλλά μπορείς να το εξειδικεύσεις λιγάκι; Μπορείς να μου περιγράψεις με κάποιες λεπτομέρειες αυτό που βλέπεις;»
«- Χμμμ… μιά γυναίκα αρκετά νεώτερη απ’ την ηλικία…» (δίστασε) «…της! Την ηλικία-μάς!«, τόνισε διορθώνοντας. «Δυό δεκαετίες απάνω-κάτω, θά ‘λεγα.»
«- Σ’ ευχαριστώ, Παναγιώτη! Αυτό ακριβώς βλέπω κι εγώ! Κι ευχαριστώ -εκτός από σένα- καί τον καλό Θεό, όχι επειδή είμαι όμορφη, αλλά επειδή το μυαλό μου ακόμη δουλεύει σωστά!»
Σήκωσε το χέρι της καί ψαχούλεψε τα μαλλιά του. Όχι, δεν ήταν χάδι, αν κι ήταν του χαδιού το μικρό αδερφάκι. «- Κάτι γκρίζες κι άσπρες τριχούλες εδώ πάνω, που είχες όταν ήρθες, πού πήγαν; πότε τις έβαψες καί δεν σε πήρα χαμπάρι, βρέ βαψομαλλιά; Έ βαψομαλλιά!», τον πείραξε.
Γέλασε. «- Άμα ήμουνα βαψομαλλιάς, μπορεί καί να γινόμουνα πρόεδρος της χώρας που σε φιλοξενούσε! Αλλά δεν έγινα, άρα δεν είμαι!», παρώδησε τον Αριστοτέλη.
Πλησίασε λιγάκι εκεί που στεκόταν η γυναίκα, γιά να φέρει καί το δικό του είδωλο μέσα στο οπτικό του πεδίο. Άμ κι ο ίδιος, δεν ήταν τώρα άλλα τόσα χρόνια νεώτερος… απ’ ό,τι ήταν το μεσημέρι; Ο καθρέφτης δεν έλεγε ψέμματα.
Κι αν έλεγε, θα ήταν άκομψο εκ μέρους του να τα λέει διπλά.
(συνεχίζεται)