Περνώντας από την Περσία ο Μάρκο Πόλο το 1273 δεν μπορούσε παρά να συναντήσει το φρούριο και την κοιλάδα του Αλαμούτ, έδρα του φοβερού Γέροντα του Βουνού και των Ασσασίνων του. Εκεί εργάστηκε ως ιεροκήρυκας (ο Σαμπάχ, ο περίφημος «Γηραιός ¶νθρωπος» ή «Ηγεμών των Ορέων» (Sheik-al-Jebal) και απέκτησε πολλούς οπαδούς με τη βοήθεια των οποίων κατέλαβε το περσικό φρούριο Alamut (βορειοδυτικό Ιράν) ή αλλιώς «Φωλεά των Γυπών». Η κατάκτηση αυτή του επέτρεψε να επιβάλει μια ιδιότυπη τρομοκρατική κυριαρχία. Ο Σαμπάχ, ο περίφημος «Γηραιός ¶νθρωπος» ή «Ηγεμών των Ορέων» (Sheik-al-Jebal), πάντα κατά την παράδοση, δεν κατέβηκε ποτέ από το ορεινό φρούριο μέχρι το θάνατό του, συγγράφοντας και ασχολούμενος με τη διοίκηση της επικράτειάς του.
Το κάστρο του Αλαμούτ πέρασε στην ισλαμική ιστορία ως «αετοφωλιά»
Τα όσα έκανε ο Γέρος του Βουνού συντηρώντας ατμόσφαιρα τρόμου στη Μέση Ανατολή αλλά και στην Ευρώπη αφηγείται ο Μάρκο Πόλο μεταξύ άλλων περιηγητών της εποχής του ύστερου Μεσαίωνα. Τόσο αυτός ο οξυδερκής ταξιδιώτης όσο και οι υπόλοιποι που περνούσαν από την Ασία νιώθοντας την καυτή ανάσα των μεταμφιεσμένων Ασσασίνων στην ατμόσφαιρα δεν μας τα είπαν τα πράγματα απολύτως σωστά.
Το όνομα Ασσασίνοι αποτελεί μέχρι σήμερα στις περισσότερες δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες συνώνυμο της έννοιας «δολοφόνος». Στην πραγματικότητα οι Ασσασίνοι ήταν κάτι περισσότερο: ένα μυστικιστικό ισλαμικό τάγμα που έδρασε στη Μέση Ανατολή την περίοδο μεταξύ του 11ου και του 13ου αιώνα και στόχος του οποίου ήταν η επιβολή μέσω του τρόμου που προκαλούσαν τα μέλη του, δολοφονώντας δημόσια αλλόδοξους (σουνίτες) ή αλλόθρησκους (χριστιανούς σταυροφόρους) ηγέτες της περιοχής. Οι Ασσασίνοι πίστευαν ότι με αυτό τον τρόπο αποσταθεροποιούσαν τα καθεστώτα της Μέσης Ανατολής διευκολύνοντας την επικράτηση του τάγματός τους. Υπ' αυτή την έννοια όμως η συμμετοχή τους σ' αυτό δεν αποτελούσε παρά μία τελετουργική προετοιμασία για το θάνατό τους, αφού ο δημόσιος χαρακτήρας των δολοφονικών τους ενεργειών είχε ως φυσική κατάληξη το θάνατο και των ιδίων.




Ποιοι ήταν λοιπόν οι Ασσασίνοι;
Κατ' αρχάς γίνονται οι συστάσεις: ήταν ισμαηλίτες, δηλαδή μια πολύ σοβαρή αίρεση του Ισλάμ, απειλή για το ορθόδοξο (σουννιτικό) Ισλάμ, το οποίο από τα μέσα του 8ου αιώνα εκπροσωπείτο από το αββασιδικό Χαλιφάτο της Βαγδάτης. Οι ισμαηλίτες Ασσασίνοι, λοιπόν, έχοντας πάρει το όνομά τους σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις από τη λέξη «χασισίν», που στα αραβικά σημαίνει «αυτοί που καπνίζουν το χασίς», ήταν μια σημαντική αιρετική (σιιτική) δυναστεία που αναπτύχθηκε σε δύο βασικούς κλάδους, τον πρώτο στην Περσία την περίοδο 1090-1256 και τον δεύτερο στη Συρία από το 1100 περίπου ως το 1273. Η δυναστεία αυτή εξαπλώθηκε και οι δύο κλάδοι της ήταν απειλή για τα μεγαλύτερα βασίλεια της εποχής, μουσουλμανικά και φραγκικά, ώσπου διαλύθηκε τελικά από τον μεγάλο κούρδο στρατηλάτη Σαλαδίνο (Σαλάχ αλ-Ντιν) στα τέλη του 12ου αιώνα.
Ιδρυτής του ασσασινικού τάγματος ήταν ο Χασάν ιμπν Σαμπάχ, που γεννήθηκε γύρω στο 1040 και σπούδασε στη Κουμ και στη Νισαπούρ, Ο Σαμπάχ, ο οποίος καταγόταν από την πόλη Κουμ του Κχορασάν της Περσίας, υπήρξε νταής ή δαής (=ιεραπόστολος) στη μεγάλη επιστημονική σχολή του Καΐρου, την περίφημη «Στοά της Σοφίας» όπου είχε συμφοιτητές τον μετέπειτα φημισμένο πέρση ποιητή των τετράστιχων ρουμπαγιάτ Ομάρ Καγιάμ και τον πάνσοφο πέρση πρωθυπουργό (μέγα βεζίρη) του σελτζουκικού σουλτανάτου της Βαγδάτης Νιζάμ αλ-Μουλκ, έναν πραγματικό "Μιχαήλ Ψελλό" των Σελτζούκων ...Ο Χασάν, ο πρώτος ηγεμόνας της νιζαριδικής ασσασινικής δυναστείας του περσικού κλάδου, συγγραφέας θεολογικών και δογματικών έργων, έδωσε ο ίδιος το παράδειγμα του ασκητισμού και του αυστηρού τρόπου διαβίωσης, ενώ δεν δίστασε να εκτελέσει και τους δύο γιους του.
Στα χρόνια των επτά διαδόχων ηγεμόνων του Χασάν έπεσαν θύματα των Ασσασίνων διάφορα δημόσια πρόσωπα της εποχής, όπως ο πάνσοφος Νιζάμ αλ-Μουλκ, κάποιοι αββασίδες χαλίφες της Βαγδάτης αλλά και επιφανείς λατίνοι σταυροφόροι όπως ο Ραϋμόνδος της Τρίπολης (το 1152) και ο Κορράδος του Μομφερράτου (το 1192).
Την προσοχή της Ευρώπης τράβηξε αρχικά η τυφλή αφοσίωση των Ασσασίνων στον αρχηγό τους, αφού ήταν πρόθυμοι να πεθάνουν για χάρη του κυρίου τους. Ηταν εκπαιδευμένοι ώστε να ξέρουν ξένες γλώσσες και να περνούν απαρατήρητοι στις αυλές άλλων ηγεμόνων, οπότε όταν πλησίαζαν τον στόχο τους σε απόσταση αναπνοής * δολοφονούσαν μόνο με μαχαίρι! * ήταν επόμενο ότι και οι ίδιοι δεν είχαν πιθανότητες διαφυγής. Και παρ' όλα αυτά πήγαιναν!


Τι έλεγαν τα νέα που έφθαναν από την Ανατολή;
Σύμφωνα με την αφήγηση του Μάρκο Πόλο, ο Γέρος είχε βάλει να κλείσουν μια κοιλάδα ανάμεσα σε δύο βουνά και την είχε μετατρέψει σε επίγειο παράδεισο. Εκεί είχε χτίσει τα ομορφότερα παλάτια, όπου φυσικά κυκλοφορούσαν τα ουρί του παραδείσου, οι πιο όμορφες κοπέλες του κόσμου, που έπαιζαν όλων των ειδών τα όργανα και τις μουσικές, χόρευαν και τραγουδούσαν γλυκά και ωραία, ενώ έτρεχε στα αυλάκια κρασί, γάλα, μέλι και νερό. Κανέναν δεν άφηνε ο Γέρος να μπει στον κήπο του εκτός από εκείνους που προόριζε για Ασσασίν του. Και εκείνοι δεν έμπαιναν έτσι απλά. Τους είχε γαλουχήσει νωρίτερα με ιστορίες για τον παράδεισο που θα συναντήσουν, όπως έκανε και ο Μωάμεθ, και αυτοί, νέα παιδιά, περίμεναν τον παράδεισο ως κάτι υπαρκτό. Οταν ερχόταν η ώρα, τους έριχνε ένα ποτό που τους αποκοίμιζε, τους έβαζε στον Κήπο και όταν ξυπνούσαν αυτοί νόμιζαν ότι βρίσκονταν πραγματικά στον Παράδεισο. Οι κοπέλες ερωτοτροπούσαν ελεύθερα μαζί τους και οι νέοι δεν θα ήθελαν να φύγουν ποτέ από αυτόν τον παράδεισο εκτός... από μια έξοδο προσωρινή για έναν φόνο και μετά επιστροφή πίσω.
Οταν το 1192 δολοφόνησαν και τον Κόνραντ ντε Μοντφεράτ, βασιλιά της Ιερουσαλήμ, έγιναν πασίγνωστοι και στους Δυτικούς…
Ηταν πράγματι το χασίς που δημιουργούσε αυτή την ψευδαίσθηση ή μήπως ούτε αυτό είναι ακριβές;Οι Ασασίνοι ήταν κάτοχοι πολλών μαθηματικών και φιλοσοφικών γνώσεων και οπωσδήποτε ασχολήθηκαν με τις μεταφυσικές επιστήμες, ενώ η παλιά άποψη ότι ήταν απλώς μια εταιρεία δολοφόνων πρέπει να εγκαταλειφθεί. Η κατήχηση των Ασασίνων, σύμφωνα με το τυπικό που συνέγραψε ο ίδιος ο Χασάν, προέβλεπε επτά βαθμούς. Στον πρώτο ο Χασάν συνιστούσε στον ιεραπόστολο να παρατηρεί προσεκτικά τις ιδιότητες του υποψήφιου πριν από την εισδοχή του στην ένωση. Στο δεύτερο βαθμό επιβαλλόταν να εξασφαλίσει ο ιεραπόστολος την εμπιστοσύνη του υποψήφιου συμμεριζόμενος τις κλίσεις και τα πάθη του.
Στον τρίτο βαθμό ο νταής έπρεπε να ενσταλάξει την αμφιβολία στην ψυχή του υποψήφιου για κάποια σημεία του Κορανίου. Στον τέταρτο βαθμό ο κατηχητής αποσπούσε την υπόσχεση του υποψήφιου ότι θα εκθέσει τις αμφιβολίες του στο δάσκαλο και ότι θα δώσει όρκο πίστης και υποταγής. Στον πέμπτο βαθμό όφειλε να ανακοινώσει ο ιεραπόστολος στο μαθητή τα ονόματα των διάσημων αντρών του κράτους που ανήκαν στο τάγμα. Στον έκτο ο νταής έπρεπε να ελέγξει εάν ο μαθητής του έχει εμπεδώσει τις αποκτηθείσες γνώσεις. Τέλος, στον έβδομο βαθμό γινόταν η «ανάπτυξη της αλληγορίας», δηλαδή η αποκάλυψη των μυστικών της ένωσης. Οι επτά αυτοί βαθμοί οδηγούσαν το μαθητή από την τάξη του «υποψήφιου» σε αυτή του «αυτοθυσιαζόμενου» που περιφρονούσε τον κάματο, τα βασανιστήρια και τους κινδύνους και ήταν έτοιμος να προσφέρει τη ζωή του στον «Ηγεμόνα των Ορέων», είτε προς υπεράσπισή του είτε προς εκπλήρωση των δολοφονικών του διαταγών. [….] Λίγο προτού κάποιος αυτοθυσιαζόμενος αναλάμβανε την εκτέλεση μιας αποστολής, μεθούσε πίνοντας ένα ποτό φτιαγμένο με βάση το χασίς. Στη συνέχεια μισολιπόθυμος μεταφερόταν στο μεγαλοπρεπές παλάτι του Mulebat (Περσία). Εκεί, όταν συνερχόταν, απολάμβανε τη φυσική ομορφιά του τοπίου και τις περιποιήσεις ωραίων γυναικών, οι οποίες φρόντιζαν να τον διαβεβαιώνουν ότι βρισκόταν στον παράδεισο. Έπειτα από αρκετούς μήνες παραμονής στον επίγειο παράδεισο μεθούσαν και πάλι τον αυτοθυσιαζόμενο και τον μετέφεραν μπροστά στον «Ηγεμόνα», από τον οποίο λάμβανε την υπόσχεση ότι θα επέτρεπε σε αυτόν αιώνια παραμονή στον παράδεισο, εάν έφερνε εις πέρας το τολμηρό δολοφονικό εγχείρημα. Έτσι, ήταν πλέον έτοιμος να εκτελέσει την αποστολή του θυσιάζοντας ακόμη και την ίδια του τη ζωή, με την προσδοκία της μετάβασης στον παράδεισο, τον ουράνιο αυτή τη φορά.
«Οι Ασσασίνοι δεν επινόησαν τη δολοφονία· απλώς της δάνεισαν το όνομά τους»
Διάσημες πολιτικές δολοφονίες προηγήθηκαν της ύπαρξης των Ασσασίνων, όπως η δολοφονία του τυράννου Ιππία στην αρχαία Αθήνα, οι δολοφονίες του Φιλίππου Β' του Μακεδόνα, του Τιβέριου Γράκχου και του Ιουλίου Καίσαρα. Η εξιδανίκευση της τυραννοκτονίας απαντάται τόσο στην κλασική αρχαιότητα όσο και στην εβραϊκή παράδοση, αλλά και στην πολιτική και θρησκευτική ιστορία του Ισλάμ: η ισλαμική παράδοση αναγνωρίζει την αρχή της δίκαιης εξέγερσης. Επιδεξιότητα στους φόνους είχαν πάμπολλοι πριν από τους Ασσασίνους,. Αν κάποιου πράγματος μπορούμε να τους αποδώσουμε την πατρότητα, είναι «η σχεδιασμένη, συστηματική και μακρόχρονη χρήση του τρόμου ως πολιτικού όπλου». Θα μπορούσαμε να τους αποκαλέσουμε «πρώτους τρομοκράτες της Ιστορίας».
Οι Ασσασίνοι μπορεί να εξέλιπαν κάποια στιγμή από το ιστορικό προσκήνιο και η δράση τους να εξασθένησε σταδιακά, αλλά ο ρόλος και η ιστορική σημασία των ισμαηλιτών μέσα στο Ισλάμ παραμένει. Διαβάζουμε ότι ο επικεφαλής της αίρεσης είχε διοριστεί κυβερνήτης του Μαχαλλάτ και της Κουμ από τον σάχη της Περσίας το 1818, και τότε ο σάχης τού έδωσε τον τίτλο του Αγά Χαν. Με αυτόν τον τίτλο είναι γνωστοί αυτός και οι απόγονοί του. Ο τελευταίος Αγά Χαν που γνωρίζουμε εμείς είναι αυτός που νυμφεύθηκε τη Ρίτα Χέιγουορθ!

Η Ρίτα Χέιγουορθ και ο Αλί Χαν στο λιμάνι του Κάπρι το 1950.

ΠΗΓΗ: ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΝΑΒΑΣΙΣ: Οι Ασσασίνοι

Ασσασίνοι
Δεν γνωρίζουμε άλλη ισλαμική αίρεση που να έχει λάβει τόσο θρυλικές διαστάσεις, και μάλιστα όχι μονάχα στη σφαίρα της θρησκείας αλλά στο πολιτικό πεδίο και στους κόλπους των πλέον ακραίων τάσεων της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας. Πρόκειται, φυσικά, για τους Ασσασίνους, τη στρατιά του περιβόητου Χασάν ιμπν Σαμπάχ, μιας προσωπικότητας που ίδρυσε, στις αρχές του ενδέκατου αιώνα, τη ριζοσπαστική μουσουλμανική δυναστεία των Ασσασίνων (από το αραβικό χασισίν=αυτοί που καπνίζουν το χασίς), η οποία έμελλε να αποτελέσει σοβαρότατη απειλή για το ορθόδοξο Ισλάμ και να υιοθετήσει ιδιότυπες μεθόδους δράσης και προπαγάνδας.
Ο Χασάν ιμπν Σαμπάχ γεννήθηκε στην πόλη Κουμ γύρω στο 1040 και πέθανε στο Νταϋλάμ της Περσίας το 1124. Είχε σπουδάσει θεολογία και είχε συνδεθεί φιλικά με τον μεγάλο ποιητή Ομάρ Καγιάμ, τον φημισμένο δημιουργό των Ρουμπαγιάτ. Επηρασμένος από τον αιρεσιάρχη Ισμαήλ ιμπν Ιμάμ Ντζατέρ, ο Σαμπάχ θα επιδοθεί συστηματικά στην εκπόνηση και τη διάδοση αιρετικών δοξασιών, και μάλιστα θα περάσει στην ενεργό δράση, καταλαμβάνοντας με πανέξυπνο τρόπο το ορεινό οχυρό Αλαμούτ, στη βορειοδυτική Περσία. Αλαμούτ σημαίνει κυριολεκτικώς "το δίδαγμα του αετού" αλλά το φρούριο των Ασσασίνων έμεινε γνωστό ως "αετοφωλιά". Ο Σαμπάχ το κατέστησε βάση των θρυλικών εξορμήσεων της στρατιάς του, κέντρο της προπαγάνδας των ιδέων του και πρωτεύουσα του αυτόνομου κρατιδίου του, που άντεξε έως την σαρωτική εξάπλωση των Μογγόλων. Ο Σαμπάχ έμεινε γνωστός ως ο "Γέρος του Βουνού", μολονότι ο τίτλος αυτός ανήκε σε ορισμένους επικεφαλής των Ασσασίνων της Συρίας, όπου είχε εξαπλωθεί η αίρεση.
Ο Μπέρναρντ Λιούις καταγράφει εμπεριστατωμένα τη γένεση και τη διαδρομή της ριζοσπαστική σέχτας του Σαμπάχ. Αποκαθιστά ορισμένες ιστορικές αλήθειες που η ομίχλη του μύθου είχε συσκοτίσει. Το βιβλίο του διαβάζεται πάντως σαν συναρπαστικό μυθιστόρημα, μιας που οι μέθοδοι των Ασσασίνων υπήρξαν εξαιρετικά πρωτότυπες και συγκλονιστικές. Είχαν πλάσει ένα είδος επίγειου παραδείσου και δελέαζαν τους νεαρούς στρατολογημένους με θεσπέσιες απολαύσεις και ηδονές. Τους έλεγαν ότι αν βρουν τιμημένο θάνατο θα κατακτήσουν παντοτινα μια θέση σε έναν παράδεισο χίλιες φορές πιο ηδονικό από αυτόν στον οποίο ζούσαν. Έτσι, οι στρατολογημένοι αναλάμβαναν παράτολμα εγχειρήματα, εκτελούσαν ανενδοίαστα κάθε αποστολή, και πέθαιναν πασιχαρείς. Οι αποστολές ήσαν αναθέσεις φόνων. Θύματα ήσαν οι εχθροί της αίρεσης, συνήθως εξέχοντες ορθόδοξοι ισλαμιστές. Έτσι η λέξη "ασσασίνος" κατέληξε να σημαινει "δολοφόνος", και η σέχτα του Χασάν ιμπν Σαμπάχ θεωρείται η πρώτη οργανωμένη ομάδα που έδρασε καθαγιάζοντας την τρομοκρατία.
Σύμφωνα με τον Μάρκο Πόλο, ο Σαμπάχ είχε μεταμορφώσει την κοιλάδα του Αλαμούτ σε εξαίσιο κήπο, είχε χτίσει πανέμορφα παλάτια και λαμπρές επαύλεις. "Υπήρχαν ακόμη ρυάκια", γράφει ο μεγάλος ταξιδευτής, "όπου κύλαγε άφθονο κρασί και γάλα και μέλι και νερό~ και πολλές γυναίκες και από τις πιο όμορφες κοπέλες του κόσμου, που έπαιζαν όλων των ειδών τα όργανα και τις μουσικές, χόρευαν και τραγουδούσαν τόσο γλυκά κι ωραία, που ήταν χάρμα να τις βλέπεις. Γιατί σκοπός του Γέροντα ήταν να κάνει τους πιστούς του να παραδεχτούν πως τούτος εδώ ήταν ο αληθινός παράδεισος".
Οι Ασσασίνοι υποστήριζαν ότι ο κόσμος δεν δημιουργήθηκε και ότι ο Χρόνος είναι απεριόριστος. Αντιστέκονταν στον μόχθο του κόσμου και στον ζυγό του νόμου, και θεωρούσαν ότι κομίζουν ένα μήνυμα σωτηρίας, μιαν επαγγελία μεσσιανικής εκπλήρωσης, μιαν ελπίδα που μπορεί και πρέπει να πραγματωθεί. Οι ηδονές που πρσφέρονταν αφειδώς στο Αλαμούτ έκαναν τους Ασσασίνους ατρόμητους και χαλύβδωναν την πίστη τους. Τα κοριτσόπουλα ερωτοτροπούσαν ελεύθερα μαζί τους, όπως μας λέει ο Μάρκο Πόλο, οι καρδιές τους ευφραίνονταν διαρκώς, είχαν ό,τι ψάχνει να βρει ένας νέος και δεν έφευγαν ποτέ με τη θέλησή τους από εκείνο το μέρος. Συνδύασαν τον ψυχρό υπολογισμό με τον φανατικό ζήλο και επινόησαν την τριπλή στρατηγική της διείσδυσης, της οχύρωσης και της επίθεσης.
Τα κατορθώματα των Ασσασίνων και κυρίως η φανατική αφοσίωσή τους έφτασαν να αποτελέσουν πηγή έμπνευσης ακόμη και για τους Προβηγκιανούς τροβαδούρους. "Με κάνεις ό,τι θέλεις", λέει ένας απ' αυτούς στην αγαπημένη του, "πιο πολύ κι απ' το Γέρο που διατάζει τους Ασσασίνους του να πάνε να σκοτώσουν τους εχθρούς του". Κι ένας άλλος τραγουδάει περήφανα, "Όπως οι Ασσασίνοι υπηρετούν αδιάκοπα τον αφέντη τους έτσι υπηρέτησα κι εγώ πιστά κι ακλόνητα τον έρωτα".
Σημαντικότατη είναι η επιρροή που άσκησε το φάσμα της προσωπικότητας του Γέρου του Βουνού στον Ουίλιαμ Μπάροουζ και στους λετριστές φίλους του Γκυ Ντεμπόρ. Ο Μπάροουζ αναφέρει τον Χασάν ιμπν Σαμπάχ σχεδόν σε όλα του τα βιβλία, και σχεδόν κατάφερε να ταυτιστεί μαζί του. Στη Βίβλο των Αναπνοών (εκδ. Ελεύθερος Τύπος, μτφρ. Γιώργος Γούτας) αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο αποκλειστικά στους Ασσασίνους και στις μεθόδους τους, επιχειρώντας να αναλύσει το μυστικό με το οποίο ο Σαμπάχ εκπαίδευε και φανάτιζε τους οπαδούς του στο απρόσιτο Αλαμούτ. Ακόμη, φαίνεται ότι υιοθέτησε μεθόδους του Γέρου και, κυρίως, τη θρυλούμενη βασική του φόρμουλα, το περίφημο, "Τίποτα δεν είναι αληθινό~ όλα επιτρέπονται" (που σημειωτέον έχει επίσης καταγράψει και αναλύσει ο Φρειδερίκος Νίτσε).
Απ' τη μεριά του, ο Ντεμπόρ στο κείμενο της αυτοβιογραφικής ταινίας του, της περίφημης In girum imus nocte et consumimur igni (εκδ. Ελεύθερος Τύπος, μτφρ. Πάνος Τσαχαγέας) μιλώντας για την παρέα των λετριστών που συγκροτήθηκε σε πρωτοποριακό καλλιτεχνικό και εν συνεχεία πολιτικό ρεύμα, διαλαλεί: "Όσοι είχαν συγκεντρωθεί εκεί έμοιαζαν να έχουν υιοθετήσει ως μοναδική αρχή δράσης, ευθύς εξαρχής και δημοσίως, το μυστικό που ο Γέρος του Βουνού μεταβίβασε, καθώς λένε, την ύστατη ώρα, στον πιο έμπιστο απ' τους φανατικούς υπαρχηγούς του: 'Τίποτα δεν είναι αληθινό~ όλα επιτρέπονται'".
Το βιβλίο του Μπέρναρντ Λιούς, το οποίο προλογίζει έξοχα ο Αλέξης Γ. Κ. Σαββίδης και μεταφράζει άριστα ο Γιώργος Γούτας, είναι γραμμένο το 1967 και δεν καταπιάνεται με τις επιρροές αυτές. Στην καταληκτική του παράγραφο, ωστόσο, αφήνει να διαφανεί η διαδρομή που από τους Ασσασίνους φτάνει ως τις μέρες μας. "Το υπόγειο ρεύμα της μεσσιανικής ελπίδας και της επαναστατικής βίας που τους είχε δώσει την αρχική ώθηση", γράφει ο Λιούις, "συνέχισε να κυλά, και τα ιδανικά και οι μέθοδοί τους βρήκαν πολλούς μιμητές. Γι' αυτό και οι μεγάλες αλλαγές της εποχής μας έχουν γεννήσει νέες αιτίες θυμού, νέα όνειρα για εκπλήρωση και νέα όπλα επίθεσης".
ΠΗΓΗ: Happy Few




Οι Ασσασίνοι και το Βυζάντιο Του Νίκου Νικολούδη

1) Hans-Georg Beck: «Βυζαντινόν ερωτικόν». Εκδ. Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, 1999, σελ. 320.
2) Μπέρναρντ Λιούις: «Οι Ασσασίνοι». Εκδ. «Τροχαλία», 2000, σελ. 245.



Τα ιστορικά έργα είχαν επί αιώνες ως κυρίαρχη θεματολογία είτε την ανάλυση σημαντικών πολιτικών γεγονότων είτε τη ζωή ή τις ιδέες επώνυμων ατόμων, τα έργα των οποίων σφράγισαν τη συλλογική μνήμη. Σε πιο πρόσφατες περιόδους εμφανίστηκε στο προσκήνιο της ιστορικής έρευνας η μελέτη συλλογικών δραστηριοτήτων (εθνών, πόλεων, κοινωνικών ή πολιτικών ομάδων κ.λπ.). Μόνο κατά τις τελευταίες δεκαετίες, όμως, άρχισε να κινεί το ενδιαφέρον των ιστορικών και των φιλιστόρων η μελέτη της καθημερινής ζωής (ή συγκεκριμένων πτυχών της) σε διάφορες ιστορικές περιόδους. Οι κυριότεροι λόγοι για τους οποίους οι καθημερινές δραστηριότητες βρίσκονταν εκτός του πεδίου της ιστορικής έρευνας είναι, κατά τη γνώμη μας, δύο: η αντίληψη των παλαιότερων ιστορικών ότι οι «κοινοτοπίες» της καθημερινής ζωής δεν ενέπιπταν στο πλαίσιο της ιστορικής ανάλυσης (αφού ως ιστορία εννοούσαν μόνο την καταγραφή των παραδειγματικών ιδεών ή πράξεων), και η έλλειψη επαρκών στοιχείων, αφού κατά κανόνα οι μαρτυρίες για τις καθημερινές δραστηριότητες συνήθως χάνονται μαζί με τα «ανώνυμα» πρόσωπα με τα οποία συνδέονται.
Μία χαρακτηριστική επιβεβαίωση της τελευταίας διαπίστωσης αποτελεί η χιλιετής βυζαντινή περίοδος. Η μελέτη μάλιστα της βυζαντινής καθημερινότητας παρουσιάζει μια επιπρόσθετη δυσκολία, την «επικάλυψή» της από τον πέπλο της έντονης θρησκευτικότητας. Πριν από αρκετές δεκαετίες ο Φαίδων Kουκουλές έδωσε μια αρκετά σφαιρική εικόνα της στο μνημειώδες έργο των «Βυζαντινών βίος και πολιτισμός». Η μεγάλη έκταση του έργου όμως και εν μέρει το γλωσσικό του ύφος το καθιστούν αρκετά δύσχρηστο για πολλούς από τους σύγχρονους αναγνώστες, οι οποίοι είναι αναγκασμένοι να καταφύγουν σε άλλα έργα. Προκειμένου για τις ερωτικές αντιλήψεις των Βυζαντινών, το έργο του Μπεκ δίνει μια διεισδυτική εικόνα.
Ο συγγραφέας κατόρθωσε να μελετήσει την ερωτική θεωρία και συμπεριφορά των Βυζαντινών ξεπερνώντας τους περιορισμούς που επέβαλλαν στην έρευνά του η κυρίαρχη, αυστηρή ηθική των νομικών και εκκλησιαστικών κειμένων και διατάξεων.
Για τους οξυδερκείς μελετητές του Βυζαντίου, όπως ο Μπεκ, η ερωτική εικονογραφία ορισμένων επαύλεων της πρωτοβυζαντινής περιόδου ή οι αλληγορίες και παραβολές στα κείμενα της κοσμικής γραμματείας των Βυζαντινών αποτελούν χαρακτηριστικές αποδείξεις του ερωτισμού στο Βυζάντιο. Η δυσκολία, πάντως, της σύνθεσης ενός παρόμοιου έργου παρουσιάζεται καθαρά μέσα από το γεγονός ότι δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά, όταν ο συγγραφέας (καθηγητής της Βυζαντινολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου) βρισκόταν στο 74ο έτος της ηλικίας του, δηλαδή στην κατ' εξοχήν ώριμη φάση της σταδιοδρομίας του.
Οι ΑσσασίνοιΤο έργο του Λιούις ερευνά ένα πολιτικοθρησκευτικό κίνημα, τους Ασσασίνους, το όνομα των οποίων αποτελεί μέχρι σήμερα στις περισσότερες δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες συνώνυμο της έννοιας «δολοφόνος». Στην πραγματικότητα οι Ασσασίνοι ήταν κάτι περισσότερο: ένα μυστικιστικό ισλαμικό τάγμα που έδρασε στη Μέση Ανατολή (με επίκεντρο τη Συρία) την περίοδο μεταξύ του 11ου και του 13ου αιώνα και στόχος του οποίου ήταν η επιβολή μέσω του τρόμου που προκαλούσαν τα μέλη του, δολοφονώντας δημόσια αλλόδοξους (σουνίτες) ή αλλόθρησκους (χριστιανούς σταυροφόρους) ηγέτες της περιοχής. Οι Ασσασίνοι πίστευαν ότι με αυτό τον τρόπο αποσταθεροποιούσαν τα καθεστώτα της Μέσης Ανατολής διευκολύνοντας την επικράτηση του τάγματός τους. Υπ' αυτή την έννοια όμως η συμμετοχή τους σ' αυτό δεν αποτελούσε παρά μία τελετουργική προετοιμασία για το θάνατό τους, αφού ο δημόσιος χαρακτήρας των δολοφονικών τους ενεργειών είχε ως φυσική κατάληξη το θάνατο και των ιδίων.
Αν και οι Ασσασίνοι παρουσιάζονται ως πρόδρομοι σύγχρονων ισλαμικών τρομοκρατικών οργανώσεων (π.χ. της «Ισλαμικής Τζιχάντ», η κατήχησή τους φαίνεται ότι διαφοροποιούνταν από αυτή των μιμητών τους κατά το ότι περιλάμβανε την κατανάλωση χασίς, δραστηριότητα στην οποία φαίνεται ότι οφείλουν και το όνομά τους. Η σπανιότητα παρόμοιων έργων μεσανατολικής μεσαιωνικής ιστορίας στην ελληνική βιβλιογραφία το καθιστά ιδιαίτερα χρήσιμο, ενώ τα ενδιαφέροντα εισαγωγικά στοιχεία του ΑΓK Σαββίδη και το γλαφυρό ύφος του Λιούις, γνωστού Ανατολιστή ιστορικού, καθιστούν την ανάγνωσή του εύκολη και ευχάριστη.




ΠΗΓΗ: http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_1_20/03/01_I7064609%3DI7064609%3D|01%2601-0301!cod200301$33924.html
Οι xασισίν

ΜΑΙΡΗ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ


Περνώντας από την Περσία ο Μάρκο Πόλο το 1273 δεν μπορούσε παρά να συναντήσει το φρούριο και την κοιλάδα του Αλαμούτ, έδρα του φοβερού Γέροντα του Βουνού και των Ασσασίνων του. Το κάστρο του Αλαμούτ πέρασε στην ισλαμική ιστορία ως «αετοφωλιά» και οι Ασσασίνοι έδωσαν το όνομά τους στην πράξη της δολοφονίας, αφού ήταν οι πρώτοι κατά παραγγελίαν δολοφόνοι της ιστορίας. Τα όσα έκανε ο Γέρος του Βουνού συντηρώντας ατμόσφαιρα τρόμου στη Μέση Ανατολή αλλά και στην Ευρώπη αφηγείται ο Μάρκο Πόλο μεταξύ άλλων περιηγητών της εποχής του ύστερου Μεσαίωνα. Τόσο αυτός ο οξυδερκής ταξιδιώτης όσο και οι υπόλοιποι που περνούσαν από την Ασία νιώθοντας την καυτή ανάσα των μεταμφιεσμένων Ασσασίνων στην ατμόσφαιρα δεν μας τα είπαν τα πράγματα απολύτως σωστά.
Αυτό θέλησε να πράξει, αποκαθιστώντας την προκατάληψη των Δυτικών, την εχθρότητα των σουννιτών μουσουλμάνων και, ουχ ήττον, την ετυμολογία και τη σημασία των λέξεων στις πηγές, η σύγχρονη ιστοριογραφία διά προσώπου Μπέρναρντ Λιούις. Το βιβλίο του Λιούις Οι Ασσασίνοι είχε πρωτοκυκλοφορήσει στο Λονδίνο το 1967 και έκτοτε θεωρείται η κορωνίδα της σχετικής φιλολογίας. Φαίνεται μάλιστα πως το έργο αυτό βρίσκεται στον πυρήνα του μυθιστορήματος του ΝτονΝτελίλλο Ονόματα, όπου οι τελετουργικοί φόνοι μιας πολυσχιδούς ομάδας αιρετικών από τη Συρία και την Περσία έμοιαζαν ακατανόητοι στα μάτια των Δυτικών, πλην ενός επιφανούς ανατολιστή που γνώριζε τα κόλπα από την Ασία.
Ετσι και ο Μπέρναρντ Λιούις, έγκριτος μελετητής της μεσαιωνικής ισλαμικής ιστορίας, διαλύει παρεξηγήσεις αιώνων στα μάτια των Δυτικών και ανοίγει τα χαρτιά των Ασσασίνων ένα προς ένα. Η κατάληξη του πρώτου κεφαλαίου του βιβλίου με τίτλο Η Ανακάλυψη των Ασσασίνων είναι ενδεικτική του οίστρου του συγγραφέα: «Οι Ασσασίνοι δεν εμφανίζονται πλέον ως μια συμμορία ναρκοβίωτων κορόιδων που τη σέρνουν από τη μύτη κάποιοι ευφυείς απατεώνες, ως μια συνωμοσία μηδενιστών τρομοκρατών ή ως ένα συνδικάτο επαγγελματιών δολοφόνων. Βέβαια, και κάτι απ' όλα αυτά να ήταν, η περίπτωσή τους πάλι θα παρέμενε ενδιαφέρουσα». Ποιοι ήταν λοιπόν οι Ασσασίνοι;
Κατ' αρχάς γίνονται οι συστάσεις: ήταν ισμαηλίτες, δηλαδή μια πολύ σοβαρή αίρεση του Ισλάμ, απειλή για το ορθόδοξο (σουννιτικό) Ισλάμ, το οποίο από τα μέσα του 8ου αιώνα εκπροσωπείτο από το αββασιδικό Χαλιφάτο της Βαγδάτης. Οι ισμαηλίτες Ασσασίνοι, λοιπόν, έχοντας πάρει το όνομά τους σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις από τη λέξη «χασισίν», που στα αραβικά σημαίνει «αυτοί που καπνίζουν το χασίς», ήταν μια σημαντική αιρετική (σιιτική) δυναστεία που αναπτύχθηκε σε δύο βασικούς κλάδους, τον πρώτο στην Περσία την περίοδο 1090-1256 και τον δεύτερο στη Συρία από το 1100 περίπου ως το 1273. Η δυναστεία αυτή εξαπλώθηκε και οι δύο κλάδοι της ήταν απειλή για τα μεγαλύτερα βασίλεια της εποχής, μουσουλμανικά και φραγκικά, ώσπου διαλύθηκε τελικά από τον μεγάλο κούρδο στρατηλάτη Σαλαδίνο (Σαλάχ αλ-Ντιν) στα τέλη του 12ου αιώνα.
Ιδρυτής του ασσασινικού τάγματος ήταν ο Χασάν ιμπν Σαμπάχ, που γεννήθηκε γύρω στο 1040 και σπούδασε στη γενέτειρά του Κουμ και στη Νισαπούρ, όπου είχε συμφοιτητές τον μετέπειτα φημισμένο πέρση ποιητή των τετράστιχων ρουμπαγιάτ Ομάρ Καγιάμ και τον πάνσοφο πέρση πρωθυπουργό (μέγα βεζίρη) του σελτζουκικού σουλτανάτου της Βαγδάτης Νιζάμ αλ-Μουλκ, έναν πραγματικό Μιχαήλ Ψελλό των Σελτζούκων όπως σχολιάζει ο Λιούις. Ο Χασάν, ο πρώτος ηγεμόνας της νιζαριδικής ασσασινικής δυναστείας του περσικού κλάδου, συγγραφέας θεολογικών και δογματικών έργων, έδωσε ο ίδιος το παράδειγμα του ασκητισμού και του αυστηρού τρόπου διαβίωσης, ενώ δεν δίστασε να εκτελέσει και τους δύο γιους του.


Μετά από τέτοια αρχή είναι φυσικό να παρακολουθεί ο αναγνώστης τη συνέχεια με κομμένη την ανάσα. Στα χρόνια των επτά διαδόχων ηγεμόνων του Χασάν έπεσαν θύματα των Ασσασίνων διάφορα δημόσια πρόσωπα της εποχής, όπως ο προαναφερθείς πάνσοφος Νιζάμ αλ-Μουλκ, κάποιοι αββασίδες χαλίφες της Βαγδάτης αλλά και επιφανείς λατίνοι σταυροφόροι όπως ο Ραϋμόνδος της Τρίπολης (το 1152) και ο Κορράδος του Μομφερράτου (το 1192).
Την προσοχή της Ευρώπης τράβηξε αρχικά η τυφλή αφοσίωση των Ασσασίνων στον αρχηγό τους, αφού ήταν πρόθυμοι να πεθάνουν για χάρη του κυρίου τους. Ηταν εκπαιδευμένοι ώστε να ξέρουν ξένες γλώσσες και να περνούν απαρατήρητοι στις αυλές άλλων ηγεμόνων, οπότε όταν πλησίαζαν τον στόχο τους σε απόσταση αναπνοής * δολοφονούσαν μόνο με μαχαίρι! * ήταν επόμενο ότι και οι ίδιοι δεν είχαν πιθανότητες διαφυγής. Και παρ' όλα αυτά πήγαιναν!
Τι έλεγαν τα νέα που έφθαναν από την Ανατολή; Σύμφωνα με την αφήγηση του Μάρκο Πόλο που παραθέτει ο Λιούις, ο Γέρος είχε βάλει να κλείσουν μια κοιλάδα ανάμεσα σε δύο βουνά και την είχε μετατρέψει σε επίγειο παράδεισο. Εκεί είχε χτίσει τα ομορφότερα παλάτια, όπου φυσικά κυκλοφορούσαν τα ουρί του παραδείσου, οι πιο όμορφες κοπέλες του κόσμου, που έπαιζαν όλων των ειδών τα όργανα και τις μουσικές, χόρευαν και τραγουδούσαν γλυκά και ωραία, ενώ έτρεχε στα αυλάκια κρασί, γάλα, μέλι και νερό. Κανέναν δεν άφηνε ο Γέρος να μπει στον κήπο του εκτός από εκείνους που προόριζε για Ασσασίν του. Και εκείνοι δεν έμπαιναν έτσι απλά. Τους είχε γαλουχήσει νωρίτερα με ιστορίες για τον παράδεισο που θα συναντήσουν, όπως έκανε και ο Μωάμεθ, και αυτοί, νέα παιδιά, περίμεναν τον παράδεισο ως κάτι υπαρκτό. Οταν ερχόταν η ώρα, τους έριχνε ένα ποτό που τους αποκοίμιζε, τους έβαζε στον Κήπο και όταν ξυπνούσαν αυτοί νόμιζαν ότι βρίσκονταν πραγματικά στον Παράδεισο. Οι κοπέλες ερωτοτροπούσαν ελεύθερα μαζί τους και οι νέοι δεν θα ήθελαν να φύγουν ποτέ από αυτόν τον παράδεισο εκτός... από μια έξοδο προσωρινή για έναν φόνο και μετά επιστροφή πίσω.
Ηταν πράγματι το χασίς που δημιουργούσε αυτή την ψευδαίσθηση ή μήπως ούτε αυτό είναι ακριβές; Ο Λιούις απορρίπτει την άποψη ότι το μυστικό του Γέρου ήταν το χασίς, αφού το χόρτο και η ινδική κάνναβις ήταν ήδη τότε ευρέως γνωστά και δεν μπορούσαν να αποτελούν μυστικό κανενός. Η ισλαμική ιστορία δίνει τους λόγους και την ώθηση για μια τέτοια συμπεριφορά πολύ περισσότερο από οποιοδήποτε παραισθησιογόνο. Αλλωστε οι επιθέσεις αυτοκτονίας ακόμη και σήμερα είναι συνήθεις για τους ισλαμιστές στο διεθνές πεδίο της τρομοκρατίας. Για την κατανόηση αυτής της πρακτικής ο Λιούις παραθέτει συνοπτικά σχεδόν όλη την ιστορία του Ισλάμ, όσα προηγήθηκαν της δυναστείας των Ασσασίνων και όσα έπονται αυτής.
Εν κατακλείδι «οι Ασσασίνοι δεν επινόησαν τη δολοφονία· απλώς της δάνεισαν το όνομά τους». Διάσημες πολιτικές δολοφονίες προηγήθηκαν της ύπαρξης των Ασσασίνων, όπως η δολοφονία του τυράννου Ιππία στην αρχαία Αθήνα, οι δολοφονίες του Φιλίππου Β' του Μακεδόνα, του Τιβέριου Γράκχου και του Ιουλίου Καίσαρα. Η εξιδανίκευση της τυραννοκτονίας απαντάται τόσο στην κλασική αρχαιότητα όσο και στην εβραϊκή παράδοση, αλλά και στην πολιτική και θρησκευτική ιστορία του Ισλάμ: η ισλαμική παράδοση αναγνωρίζει την αρχή της δίκαιης εξέγερσης. Επιδεξιότητα στους φόνους είχαν πάμπολλοι πριν από τους Ασσασίνους, λέει ο Λιούις. Αν κάποιου πράγματος μπορούμε να τους αποδώσουμε την πατρότητα, είναι «η σχεδιασμένη, συστηματική και μακρόχρονη χρήση του τρόμου ως πολιτικού όπλου». Θα μπορούσαμε να τους αποκαλέσουμε «πρώτους τρομοκράτες της Ιστορίας».
Οι Ασσασίνοι μπορεί να εξέλιπαν κάποια στιγμή από το ιστορικό προσκήνιο και η δράση τους να εξασθένησε σταδιακά, αλλά ο ρόλος και η ιστορική σημασία των ισμαηλιτών μέσα στο Ισλάμ παραμένει. Διαβάζουμε ότι ο επικεφαλής της αίρεσης είχε διοριστεί κυβερνήτης του Μαχαλλάτ και της Κουμ από τον σάχη της Περσίας το 1818, και τότε ο σάχης τού έδωσε τον τίτλο του Αγά Χαν. Με αυτόν τον τίτλο είναι γνωστοί αυτός και οι απόγονοί του. Ο τελευταίος Αγά Χανπου γνωρίζουμε εμείς είναι αυτός που νυμφεύθηκε τη Ρίτα Χέιγουορθ, την κινηματογραφική Τζίλντα. Είναι πιθανόν η κοκκινομάλλα Ρίτα να μην είχε ιδέα για όλα αυτά, αφού ο Λιούις δεν είχε γράψει ακόμη την πραγματεία του.




ΠΗΓΗ: http://www.tovima.gr/default.asp?pid...&dt=12/11/2000