ΕΥΔΑΙΜΟΝ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ,ΤΟ Δ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΤΟ ΕΥΨΥΧΟΝ ΚΡΙΝΟΜΕΝ...…

[Το μπλόγκ δημιουργήθηκε εξ αρχής,γιά να εξυπηρετεί,την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και την ελευθερία του λόγου...υπό το κράτος αυτού επιλέγω με σεβασμό για τους αναγνώστες μου ,άρθρα που καλύπτουν κάθε διάθεση και τομέα έρευνας...άρθρα που κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο κι αντιπροσωπεύουν κάθε άποψη και με τά οποία δεν συμφωνώ απαραίτητα.....Τά σχόλια είναι ελεύθερα...διαγράφονται μόνο τά υβριστικά και οσα υπερβαίνουν τά όρια κοσμιότητας και σεβασμού..Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές..]




Σάββατο 11 Ιουνίου 2011

ΑΣΕΡΑ

Τό κείμενο υπογράφει ο Κ.ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ


Η Ασερά είναι το αρχικό ψωμί της ζωής, αυτή που ο Φίλων[1] ταυτίζει με την Γη. Οι Ισραηλίτισσες και οι Καναανίτισσες έφτιαχναν καρβέλια με τη μορφή της, που ευλογούντο και τρώγονταν τελετουργικά, ένας πρόδρομος δηλαδή του άρτου της κοινωνίας. Τα είδωλά της βρίσκονταν κάτω από κάθε πράσινο δέντρο, χαράζονταν σε ζωντανά δέντρα ή σκαλίζονταν ως πάσσαλοι σε βωμούς κατά μήκος των δρόμων. Οι ακατέργαστες, γκροτέσκες πήλινες απεικονίσεις της ως δέντρο της ζωής εξελίχθηκαν αργότερα στην εξευγενισμένη μορφή της σύριας Αρτέμιδας. Οι αρχαίες ιεροτελεστίες της γονιμότητας (υποτιμημένες σήμερα ως πορνικές λατρείες) που συνδέονταν με την λατρεία της Ασερά, εξασφάλιζαν τη συνέχεια των μητρογραμικών προτύπων διαδοχής. Το εβραϊκό εικονοκλαστικό ιερατείο τελικά ξερρίζωσε την Ασερά, αντικαθιστώντας τον μητροκεντρικό πολιτισμό με την πατριαρχία. Η Ιουδαιο-χριστιανική κληρονομιά του νόμου των Λεβιτών, είναι ουσιαστικά η πηγή της παρούσας ανισότητας των δύο φύλων.




Η Ασερά ήταν η αγαπημένη θεά των αρχαίων Ισραηλιτών, παρά το κάλεσμα των ιερέων τους να παραμείνουν πιστοί στον Γιαχβέ. Οι βιβλικοί προφήτες την καταδικάζουν επανειλημμένα με το όνομα Αστορέθ, καθώς η κατάληξη –ορέθ συνδέεται με εβραϊκά σύμβολα που προστέθηκαν για να συσχετίσουν το όνομα με την λέξη μποσέθ, που σημαίνει ντροπή. Η χρήση αυτού του ονόματος, πιθανός συνδυασμός του Ασερά και του Αστάρτη, φαίνεται πως προκάλεσε αρκετή σύγχυση στους σύγχρονους λόγιους. Ήταν, επίσης, η οικιακή θεά των Εβραίων και των Καναανιτών (δηλ. των Παλαιστινίων). Αυτός ο τύπος της Ασερά φθάνει στο χρονικό βάθος των 4.000 χρόνων. Είναι η θεά που λατρεύτηκε από τον βασιλιά Σολομώντα, και ήταν γνωστή ως «Κανιγιάτου Ελιμά», δηλαδή «εκείνη που δίνει ζωή στους θεούς».



Η Ασερά (από το εβραϊκό אשרה) θεωρείται γενικά ταυτόσημη με την ουγκαριτική θεότητα Αθιράτ, μια μείζονα σημιτική μητέρα θεά που εμφανίζεται περιστασιακά στις Ακκαδικές πηγές ως Ασράτουμ/Ασράτου και στις ανάλογες χιττιτικές ως Ασερτού ή Ασερντού. Στα ουγγαριτικά κείμενα (πριν το 1200 Π.Κ.Ε.) η Ατιράτ ονομάζεται τρεις φορές ατρτ υμ και ατιράτ γιαμμί, η «Ατιράτ της Θάλασσας» ή πληρέστερα ‘Εκείνη που περπατά στη θάλασσα’. Διάφοροι σχολιαστές και σχολιαστές θεωρούν πως προέρχεται από την Ουγγαριτική ρίζα -ατρ 'δρασκελίζω' συνώνυμη με την εβραϊκή ρίζα ‘σρ με το ίδιο νόημα[2].



Σε εκείνα τα κείμενα η Ατιράτ είναι η σύζυγος του θεού Ελ και υπάρχει μια αναφορά στους εβδομήντα γιους της Ατιράτ, πιθανώς οι ίδιοι με τους εβδομήντα γιους του Ελ. Ωστόσο, η Ατιράτ διακρίνεται ξεκάθαρα από την Αστάρτ (τη γνωστή μας Αστάρτη), με την οποία συνήθως συγχέεται. Ένα άλλο όνομάτης είναι Ελάτ (θηλυκό του Ελ) και Κοντές (Αγιότης). Ανάμεσα στους Χιττίτες τούτη η θεότητα εμφανίζεται ως Ασερντού ή Ασερτού, η σύζυγος του Ελκουνίρσα και μητέρα 77 ή 88 γιων. Στην Αίγυπτο, από την 18η δυναστεία αρχίζει να εμφανίζεται μια θεά σημιτική που ονομάζεται Κουντσού ('Αγιότης'), εξισωμένη με την τοπική αιγυπτιακή θεά Άθωρ. Ορισμένοι ερευνητές πιστεύουν ότι πρόκειται για την Ατιράτ/Ασρατού, με το ουγγαριτικό της όνομα Κοντές. Η Κουντσού δεν φαίνεται να είναι ούτε η Αστάρτ ούτε η Ανάτ, καθώς και οι δύο αυτές θεότητες εμφανίζονται εικονογραφικά διαφορετικές και εμφανίζονται επίσης σε μία τουλάχιστον απεικόνιση μαζί με την Κουντσού.



Στην Περσική, την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο, εξαιτίας της γενικής τάσης συγκρητισμού, αλλά και της ειδικής σε ό,τι αφορούσε στις θεές, η Ατιράτ/Αστρούμ εξαφανίστηκε, τουλάχιστον ως προεξέχουσα θεότητα με αναγνωρίσιμο όνομα. Οι βιβλικές αναφορές υποδεικνύουν ότι μια θεά Ασερά λατρευότασν στο Ισραήλ και την Ιουδαία ως Θεά του Ουρανού, προς την οποία έντονα αντιτίθεται ο Ιερεμίας[3]:Αλλά η λέξη Ασερά επίσης αναφέρεται σε κάποια ράβδο (πόλο). Για τους Φοίνικες γείτονες των Εβραίων, οι υψηλές λίθινες στήλες δήλωναν την ιερή παρουσία μιας θεότητας και η Ασερά ίσως είναι η πανάρχαια ανάμνησή τους. Ή η λέξη Ασερά σημαίνει πιθανώς ζων δένδρο ή άλσος και συνεπώς σε ένα διαφορετικό εννοιολογικό πλαίσιο σημαίνει ιερό. Αυτές οι χρήσεις έχουν προκαλέσει σχετική σύγχυση στους βιβλικούς μεταφραστές.



Πολλές παλαιότερες μεταφράσεις αποδίδουν την Ασερά ως «άλσος». Υπάρχει ακόμα διαφωνία μεταξύ των μελετητών ως προς το βαθμό στον οποίο η Ασερά (ή διάφορες θεές που ταξινομούνται ως Ασερά) λατρευόταν στο Ισραήλ και την Ιουδαία και ως προς το εάν μια τέτοια θεά ή κατηγορία θεαινών είναι απαραιτήτως ταυτόσημη με τη θεά Ατιράτ /Ασρατού. Το γεγονός ότι η επιγραφή που ανακαλύφθηκε -και την οποία θα δούμε πιο κάτω- αναφέρεται στον Γιαχβέ...και την Ασερά «του» εγείρει αμφιβολίες για το εάν η Ασερά ήταν απλώς λατρευτικό αντικείμενο παρά θεά, γιατί στα εβραϊκά, τα προσωπικά ονόματα δεν παίρνουν επιθέματα όπως το «του». Επομένως, σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό η αναφορά στην ‘Ασερά του’ θα μπορούσε να υποδεικνύει ότι εξετάζουμε κάποιο αντικείμενο, μάλλον, παρά ένα πρόσωπο. Όμως, ο William Dever υποστηρίζει ότι είναι λίγο ανόητο να επικαλείται κανείς ένα αντικείμενο, εκτός και αν αυτό το αντικείμενο λειτουργεί ως σύμβολο που αντιπροσωπεύει μια πραγματική θεία δύναμη. Υποστηρίζει ότι εάν πούμε πως η Ασερά είναι απλώς «αντικείμενο», τότε δεν έχει δύναμη, καμία αποτελεσματικότητα, καμία δυνατότητα να προστατεύσει ή να ευλογήσει[4]. Έχει σημασία μόνο αν υποθέσει κανείς ότι είναι σύμβολο μιας ιεροφάνειας. Ο K. van der Toorn με τη σειρά του επίσης θεωρεί ότι τέτοιες απόψεις για την καταλληλότητα του επιθέματος δεν στέκουν. «Το επιχείρημα ότι τα ονόματα δεν μπορούν να έχουν επίθεμα είναι άκυρο: οι θεότητες είναι δυνατόν να εξατομικευθούν συνδεόμενες με κάποιον τόπο, μια ομάδα ανθρώπων ή μια σχετική θεότητα[5]'.



Οι περισσότερες από τις 40 αναφορές στην Ασερά στην Βίβλο προέρχονται από πηγές που εκδόθηκαν από τον Δευτερονομιστή. Στη μελέτη της Tilde Binger διαπιστώνεται ότι υπάρχει εχθρότητα για τη θέα Ασερά ως «μια ξύλινη ανεικονική στήλη κάποιου είδους, ζων δένδρο ή σύνηθες άγαλμα»[6]. Όταν ο νεαρός μεταρρυθμιστής Ιεζεκίας ο υιός του Άχαζ ανέβηκε στο θρόνο της Ιουδαίας (περίπου κατά τον 7ο αιώνα Π.Κ.Ε.): "Εσήκωσε τους υψηλούς τόπους και εσύντριψε τα αγάλματα και κατέκοψε τα δάση»[7]. Με άλλα λόγια στην Παλαιά Διαθήκη καταγράφεται εκτός των άλλων και μια αναίτια συστηματική αποψίλωση του φυσικού τοπίου, εκτός και αν θεωρήσουμε ότι η λέξη άλσος είναι παρερμηνεία της λέξης Ασερά.



Ασερά και Αρχαιολογία



Δύο επιγραφές «Ο Γιαχβέ της Σαμάρειας/ο φύλακας και η Ασερά του» σε όστρακα πίθου βρέθηκαν στον αρχαιολογικό τόπο ενός καραβανσεράι του 8ου αιώνα Π.Κ.Ε. στο Κουντιλλέτ Αζρούντ (Εβραϊκά Χορβάτ Τεμάν) στο Νεγκέβ[8]. Από έναν αρχαιολογικό τόπο δυτικά της Χεβρώνας, που ταυτίζεται με τη βιβλική Μακεντά σε μια επιγραφή –προΐόν λαθρανασκαφής- διαβάζουμε: "Ευλογημένος να είναι ο Ουριγιάχου από τον Γιαχβέ και την Ασερά του, από τους εχθρούς του Εκείνος τον έσωσε!"[9]. Αν και απαγορευμένη από τους Εβραίους, η λατρεία των θεαινών συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής κατοχής στο Ισραήλ στην κρυμμένη μορφή της ιερής πορνείας, έως ότου ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος έκλεισε τους οίκους μετά την μεταστροφή του στον Χριστιανισμό.



Η ανακάλυψη ότι οι θεότητες της αρχαίας Παλαιστίνης ήταν θηλυκές θα όφειλε ίσως να είναι καλές ειδήσεις για την όλη ανθρωπότητα, όχι μόνο για τις γυναίκες. Ακόμη και οι σφιχτές μονοθεϊστικές θρησκείες θα μπορούσαν να βρούν έναν καλό λόγο να επινοήσουν ξανά μια θεότητα που αναπαριστά το γιν και το γιανγκ, το γιονί και το λίνγκαμ, την μητέρα και τον πατέρα, τη σύζυγο και τον σύζυγο. Στο νεοεκδοθέν βιβλίο του, Είχε ο θεός σύζυγο; (Did God Have a Wife?), ο αρχαιολόγος William G. Dever ενημερώνει ουσιαστικά το αρχείο της μητριαρχικής λατρείας. Τα συμπεράσματά του δεν είναι νέα για τον ακαδημαϊκό κόσμο, αλλά είναι νέα για το ευρύ κοινό -και η σημασία τους πρέπει μάλλον να ταράζει τα εκλησιαστικά συμβούλια και συναθροίσεις, γιατί ανατρέπουν λεπτομερώς τις συμβατικές χριστιανικές και ιουδαϊκές πεποιθήσεις.



Ο Dever θεωρεί ότι το 90% των ανθρώπων της αρχαίας Παλαιστίνης –της δεύτερης χιλιετίας και των πρώτων αιώνων της πρώτης χιλιετίας Π.Κ.Ε.- ζούσαν σε διεσπαρμένες και απομονωμένες αγροτικές κοινότητες ακόμα και μετά από την την ανάδυση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας μιας ενωμένης μοναρχίας. Αυτές οι κοινότητες ασκούσαν μια θρησκεία αρκετά διαφορετική από τη μονοθεϊστική, πατριαρχική, και κανονιστική θρησκεία που βρίσκουμε στην Παλαιά Διαθήκη και τις εβραϊκές γραφές. Χαρακτηριζόταν μάλλον από αυτό που έκαναν οι άνθρωποι, παρά από αυτό που σκέπτονταν. Ήταν πολυθεϊστική, αδέσμευτη από γραπτούς κανόνες και κυρίως ήταν μητριαρχική.



Η κύρια θεά τους ήταν η Ασερά, σύζυγος του ανώτερου των αρχαίων θεοτήτων της περιοχής. Στο πάνθεον αυτών των θεοτήτων συμμετείχαν οι Σαπς (ήλιος), Γιαρίχ (σελήνη), Αστάρτη (ανδρόγυνος) και Ανάτ (πολεμιστής), μερικές των οποίων προσδιορίζονταν ενίοτε ως Ασερά. Η λατρεία της Ασερά επιβεβαιώνεται από το αρχαιολογικό αρχείο, που μας επιτρέπει να επανερμηνεύσουμε ακατανόητα προηγουμένως εδάφια των αρχαίων κειμένων. Αυτά τα κείμενα περιλαμβάνουν φυσικά και την ίδια τη Βίβλο, η οποία παρέχει άφθονα στοιχεία προσπαθειών καταστολής ή εξάλειψης πληροφοριών για τη διαδεδομένη λατρεία της Ασερά και άλλων πολυθεϊστικών πρακτικών.



Η Ασερά ήταν κεντρική θεότητα, στην οποία όφειλαν λατρεία τόσο οι γυναίκες όσο και οι άνδρες. Οι εβραϊκές καββαλιστικές γραφές επιβεβαιώνουν την ύπαρξη μιας πρώιμης θεάς, της Σεκινά, και πιστοποιούν την ιερή πράξη της σεξουαλικής ένωσης της Σεκινά και του Γιαχβέ αρκετά περιγραφικά. Φυσικά, η ύπαρξη μιας μητριαρχίας, προηγούμενης χρονικά των πατριαρχικών θεοτήτων σε πολλούς αρχαίους πολιτισμούς γίνεται συνήθως αποδεκτή, ενώ ορισμένοι υποστηρίζουν τη μια Μεγάλη Μητέρα ως αρχική θεότητα όλων των υπόλοιπων. Το νέο, ωστόσο, είναι η ανακάλυψη ότι η μητριαρχία ήταν τόσο σταθερά εδραιωμένη στη γη των τριων μεγάλων μονοθεϊστικών θρησκειών του κόσμου. Ο Dever βρίσκει στοιχεία της λαϊκής θρησκείας της θεάς σε λατρευτικά ιερά σε όλη την Παλαιστίνη, και τη λατρεία της θεάς σε ειδώλια τερακότας, σε τυποποιημένα εμβλήματα της θηλυκής λατρείας και στις πολλές καλυμμένες βιβλικές αναφορές στην Ασερά.



Τα ειδώλια απεικονίζουν μια θηλυκή μορφή με τα μεγάλα στήθη και τυποποιημένο εικονιστικά ηβικό τρίγωνο. Η Βίβλος αναφέρεται στα ιερά της ως «υψηλοί τόποι» χαρακτηρισμένοι από την Ασερά – που μεταφράζονται χαρακτηριστικά ως «άλση» ή ξύλινοι πόλοι, αλλά θεωρούνται πλέον σύμβολα της θεάς. Η Ασερά ταυτιζόταν πλήρως με τα δέντρα -ενσωμάτωση της σοφίας στην αρχαία Καναανιτική θρησκεία- και πολλές απεικονίσεις την παρουσιάζουν να αναπτύσσεται από έναν κορμό δέντρου.



Αυτό που προκαλεί περισσότερο την ιουδαιοχριστιανική πίστη είναι ο ισχυρισμός του Dever ότι τα ιερά κείμενά τους είναι προϊόν μιας μικρής, αλλά αυξανόμενης λογοτεχνικής και θεολογικής ελίτ της Ιερουσαλήμ. Ο μονοθεϊσμός βάσει αυτής της υπόθεσης είναι μεταγενέστερη ανάπτυξη, πιθανώς της ύστερης Περσικής ή Ελληνιστικής περιόδου, αρκετά μετά την βαβυλώνια αιχμαλωσία και συνεπώς προβολή των συγγραφέων και συντακτών της Βίβλου. Κάτι τέτοιο βέβαια έρχεται σε αντίθεση με τη συμβατική κατανόηση των βιβλικών κειμένων, τα οποία περιγράφουν την ιστορία της γένεσης της ανθρωπότητας από έναν αρσενικό Θεό, τον Γιαχβέ, την αποκλειστική καθοδήγηση ενός εκλεκτού λαού στη δημιουργία ενός έθνους και του κοινού πεπρωμένου ενός νομαδικού αγροτικού λαού που έγινε γνωστός με το όνομα Ισραηλίτες.



Η μεταμοντέρνα κριτική θεωρία μας έχει διδάξει από καιρό ότι τα κείμενα δεν είναι ποτέ αυτό που φαίνονται ότι είναι. Ως αποτέλεσμα του έργου του Dever, μπορούμε τώρα να δούμε σαφέστερα ότι η θρησκεία της Παλαιάς Διαθήκης και οι Εβραϊκές γραφές είναι μια ανθρώπινη αφήγηση γραμμένη για να εξυπηρετήσει τα εθνοτικά και θρησκευτικά ενδιαφέροντα και συμφέροντα μιας συγκεκριμένης ομάδας. Ο πυρήνας αυτού του ενδιαφέροντος ήταν μονοθεϊστικός, ελιτιστικός, ιερατικός, φιλολογικός και αρσενικός. Παρείχε γόητρο και δύναμη σε εκείνους που το υπηρετούσαν.



Οι μονοθεϊστικές, πατριαρχικές αφηγήσεις έχουν υποδουλώσει κατά ένα μεγάλο μέρος την ανθρώπινη συνείδηση επί 3.000 σχεδόν χρόνια. Η Παλαιά Διαθήκη είναι μία από αυτές και ανήκει στο μυθικό βασίλειο του έπους του Γκιλγκαμές και της ομηρικής Ιλιάδας και Οδύσσειας.



Η τραγική γονιμότητα της Καναάν



Όπως είδαμε, η ράβδος (πόλος) της Ασερά (πληθ. αρσ. ασερίμ) είναι πιθανώς κάποιο ραβδί ή δένδρο φυτευμένο προς τιμήν της θεάς και αναφέρεται σε αρκετές περιπτώσεις στην Βίβλο (Έξοδος, Δευτερονόμιο, Κριταί, Βασιλέων Α΄- Β΄, στον Ησαΐα και τον Ιερεμία). Οι πόλοι κατασκευάζονταν -λειτουργούσαν και ως αποτροπαϊκά σύμβολα για τυμβωρύχους- μάλλον από ξύλο τις περισσότερες φορές, όπως φαίνεται από την εντολή του Θεού στον Γεδεών να κόψει τον πόλο της Ασερά που βρισκόταν δίπλα στον βωμό του Βάαλ και να χρησιμοποιήσει το ξύλο για πύρινη προσφορά. Ο Γεδεών φοβόταν τόσο την οικογένειά του και τους συμπολίτες του, που πήρε μαζί του δέκα από τους υπηρέτες του και το έκοψε την νύκτα. Στην Παλαιά Διαθήκη, γίνεται φανερό ότι ο Θεός δεν συμπαθούσε τις ράβδους της Ασερά και είναι γενικώς εμφανής η προσπάθεια καταστροφής των συμβόλων της[10]. Στο Δευτερονόμιο, ιστ΄ 21, αναφέρεται «Ου φυτεύσεις σεαυτώ άλσος, παν ξύλον, παρά το θυσιαστήριον του Θεού σου ου ποιήσεις σεαυτώ».



Για να κατανοήσουμε την εξελισσόμενη φύση της έννοιας του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη, είναι ουσιαστικό να εξετάσουμε τον ευρύτερο και αρχαιότερο τομέα των Καναανιτικών θεοτήτων της Συρίας-Παλαιστίνης, γιατί εκεί θα βρούμε όχι μόνο τον «Θεό πίσω από το Θεό», τον αρχαίο των ημερών που λατρεύτηκε από τον Αβραάμ και τον Ιακώβ και αναζωογονήθηκε από τον Δανιήλ και τους αποκαλυπτικούς, αλλά και αρχέτυπα που μας οδηγούν πίσω στους θεούς και τις θεές της γονιμότητας, από τους οποίους προήλθαν αρχικά οι έννοιες της θεότητας.



Οι Σημίτες διαιρούνται γενικά στους ανατολικούς, που αντιπροσωπεύονται από τους Ασσύριους και τους Βαβυλώνιους και τους δυτικούς που χωρίζονται ανάμεσα στους νότιους στην Αραβία και την Αιθιοπία και τους βόρειους στην Παλαιστίνη και τη Συρία. Ο όρος 'κα-να-να-ούμ' χρησιμοποιείτο από τους γηγενείς από το 3500 Π.Κ.Ε., (Aubet). Η εβραϊκή λέξη κανα'ανί σήμαινε έμπορος, αλλά το αρχικό νόημα πιθανώς προήλθε από το ακκαδικό κιναχχού το κοκκινοβαμμένο μαλλί.



Κεντρική θεότητα για τους Σημίτες ήταν ο Ελ, ο αρχαίος πατέρας-θεός δημιουργός και η σύζυγός του, η Ατιράτ ή Ασερά. «Και οι δύο ήταν αρχέγονες υπάρξεις, καθώς υπήρχαν ανέκαθεν». Ο Ελ, του οποίου το όνομα σήμαινε απλά «ο Θεός» ήταν ο δημιουργός και ο γεννήτορας, ο επόπτης της σύλληψης, εκείνος που γέννησε τους θεούς, που αποκαλείτο επίσης Ταύρος Ελ ως συνέχεια του αρχαίου θεού-ταύρου της γονιμότητας. Η Ασερά και ο Ελ καθίστανται έτσι σύμβολα του ιερού γάμου του θηλυκού και του αρσενικού, του ταύρου και της γήινης θεάς. Ο Ελ υποτίθεται βγήκε από τη θάλασσα για να ζητήσει από δύο θεές, πιθανώς η μία ήταν η Ατιράτ και η άλλη η Ανάτ, να επιλέξουν αν ήθελαν να είναι σύζυγοί του ή κόρες του. Επέλεξαν το πρώτο. Απόγονοί τους ήταν ο Σαχήρ και ο Σαλήμ, το άστρο του πρωινού και το άστρο του δειλινού.



Πολλά από τα αρχέτυπα που αναγνωρίζουμε σήμερα ως Γιαχβέ έχουν την προέλευσή τους στον Ελ. Είναι ο αρχικός Θεός δημιουργός - ο «δημιουργός των δημιουργημένων πραγμάτων», κάτι που περιλαμβάνει σίγουρα τη γονιμότητα, αλλά μπορεί επίσης να περιλάβει τη δημιουργία του ουρανού και της γης όπως με τους μεσοποτάμιους Μαρντούκ και Τιαμάτ, η μυθολογία των οποίων προέρχεται εν μέρει από τους αρχαιότερους Καναανιτικούς μύθους. Ο Ελ ήταν ο προαιώνιος, ο πατέρας και κριτής. Ήταν μια βασιλική και ευγενική μορφή, αγαθοεργή αλλά όχι μη εξελίξιμη. Ήταν ο θεός των διαταγμάτων και ο πατέρας του βασιλιά. «Ήταν ευθύνη του η εξασφάλιση εκείνης της ισορροπίας μεταξύ όλων των συγκρουόμενων και ανταγωνιστικών δυνάμεων». Έτσι έγινε σεβαστός από τους άλλους θεούς – «Η εντολή σου Ελ είναι σοφή, η σοφία σου είναι αιώνια». «Δεν ήταν τυχαίο το ότι αποκλήθηκε ο Ελ ‘ευγενικός και αγαθοεργός’ - ένα πρότυπο που θυμίζει παράξενα τον ‘Αλλάχ τον φιλεύσπλαχνο, τον συμπονετικό’ του Ισλαμισμού. Όχι ότι ο Ελ ήταν ανίκανος να θυμώσει, καθώς η καταπάτηση του κανόνα στην κοινότητα... θα μπορούσε να τον προκαλέσει, και τότε προέτρεπε τις γειτονικές δυνάμεις να εισβάλλουν και να κατακτήσουν. Για να αποτρέψει τέτοιες καταστροφές ο βασιλιάς έπρεπε να εκτελέσει τις κατάλληλες ιεροτελεστίες εξευμενισμού και να προσφέρει τις ανάλογες θυσίες»[11].



Η Ασερά, η προέλευση της οποίας διαφέρει από εκείνη της Αστάρτης, ήταν η «εν σοφία Κυρία των Θεών» και αποκαλείτο από τους Σουμέριους Ασνάν «η δύναμη όλων των πραγμάτων», μια «ευγενική και όμορφη κυρά» Οι Καναανίτες την ονομάζουν «Αυτή που γεννά τους Θεούς» ως «Κυρία που διασχίζει τη θάλασσα» είναι θεά και της θάλασσας και της Σελήνης. Αν και στην Παλαιά Διαθήκη ταυτίζεται με τα άλση, γεγονός που υποδηλώνει ότι αντλεί την πανάρχαια καταγωγή της από τις προϊστορικές περιόδους του ανιμισμού, φαίνεται πως εξαρχής συμβολίζει την προαιώνια σοφία του Πνεύματος και συνεπώς εκείνη τη δύναμη που βοηθά τον Ελ στη σοφή διακυβέρνηση του κόσμου. Είναι, λοιπόν, η δύναμη που βάζει τάξη στο χάος και τούτο υποδηλώνεται στο θαλάσσιο συμβολισμό της. Η θάλασσα είναι η μήτρα της ζωής. Η Ασερά είναι η αιώνια θηλυκή δύναμη της σχηματοποίησης και της διαμόρφωσης.



Αν και η Καναανιτική μυθολογία διαφέρει από πόλη σε πόλη, η ανακάλυψη των εκτεταμένων αρχείων του έπους του Κερέτ[12] στην Ουγκαρίτ, μας δίνει μια λεπτομερή άποψη των Καναανιτικών θεών και θεαινών, που χρονολογείται από τον συγγραφέα Ελιμελέκ περίπου το 1370 Π.Κ.Ε. Είναι η εποχή κατά την οποία οι βασιλείς κυβερνούσαν παραδοσιακά ως μεσάζοντες των θεών για τη διατήρηση της γονιμότητας της γης. Από αυτή την άποψη ο κεραύνιος Ελ-ταύρος ανήκει στους γονιμοποιούς θεούς που στέκουν δίπλα στη χθόνια-σεληνιακή Μεγάλη Μητέρα και αφομοιώνει τις ιδιότητές της, αφού σε τελική ανάλυση από εκείνην εξαρτάται η παγκόσμια ευφορία[13].



Με τη γέννηση των νέων θεών και των θεαινών η Ασερά και ο Ελ δεν είναι πλέον οι πρωταγωνιστές του κοσμικού δράματος. Όπως συμβαίνει με τη σουμεριακή και πολλές άλλες μυθολογίες αναπτύσσεται μια κοσμική προσπάθεια για υπεροχή, που εξελίσσεται συνήθως σε θανάσιμο αγώνα. Από εδώ εξυφαίνεται η πλοκή του κοσμικού δράματος και η τραγική γονιμότητα των θεών της Καναανιτικής μυθολογίας. Η διατήρηση της κοσμικής τάξης ενάντια στα ταραχώδη ύδατα του χάους και η άγονη εποχή του θανάτου και του αγώνα, που συνδέεται με τις νέες θεότητες που προκύπτουν από τις κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές. Η Ασερά, ως εκπρόσωπος της Μεγάλης Μητέρας υπήρξε θύμα αυτών των κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών. Η παρουσία της εκριζώθηκε με συστηματική προσπάθεια, συνειδητές παρανοήσεις και «μεταφραστικά λάθη». Αυτά τα λάθη πέρασαν διαδοχικά και στις τρεις θρησκείες του Ιουδαϊσμού, του Χριστιανισμού και του Ισλαμισμού ως απωθήσεις της θηλυκής μορφής. Υπάρχουν πολλές επιπτώσεις αυτού του μυθικού κύκλου της Ασερά που κρύβεται πίσω από τα γεγονότα της Βίβλου και προκαλούν τριγμούς στην χριστιανική κληρονομιά. Παραμένει επίσης γεγονός ότι αν και η Παλαιά Διαθήκη διακρίνεται για την έντονη πολεμική της ενάντια στον Βάαλ, την Ασερά και την Αστάρτη, ορισμένα από τα κοινωνικά στοιχεία και τις πρακτικές των Εβραίων γίνονται κατανοητά καλύτερα μέσα στο εννοιολογικό πλαίσιο της της Καναανιτικής μυθολογίας και ιδιαίτερα της λατρείας της Ασερά, ενός απωθημένου αρχέτυπου στο συλλογικό ασυνείδητο που βρίσκει τους δικούς του δρόμους για να κάνει έκδηλη την παρουσία του.







Βιβλιογραφία



Aubet, Maria E., The Phoenicians and the West, Cambridge University Press, New York, 1987, 1993.

Bayley Harold, The Lost Language of Symbolism, Trafalgar Square (1996)

Berlinerblau Jacques, «Official Religion and Popular Religion in Pre-Exilic Ancient Israel», στο 23d annual Rabbi Louis Feinberg Memorial Lecture in Jewish Studies, Department of Judaic Studies, University of Cincinnati (May 11, 2000)

Binger Tilde, Asherah: Goddesses in Ugarit, Israel and the Old Testament (1997) Cohn, Norman Cosmos Chaos, Bath University Press, (Avon 1993)

Dever W. G., Did God Have a Wife? Archeology and Folk Religion in Ancient Israel , William B Eerdman Publishing Company, (2005)

Eliade Mircea, Πραγματεία πάνω στην Ιστορία των Θρησκειών, Χατζηνικολής, (Αθήνα, 1981)

Gordon, Cyrus H., «Poetic Legends and Myths from Ugarit» στο Berytus 25 (1977)

Keel & Uehlinger, Gods, Goddesses and Images of God in Ancient Israel (1992)

Pritchard James, ed., The Ancient Near East: Supplementary Texts and Pictures Relating to the Old Testament, Princeton University Press, Princeton, 1969.

Weinfeld, Moshe, “Kuntillet `Ajrud Inscriptions and their Significance”, στο Studi Epigrafici e Linguistici, 1 (1984)



Παραπομπές - σημειώσεις



[1] Ευσέβιος, Ευαγγελικαί προπαρασκευαί. 1.10.11. Βλ. επίσης Attridge, Harold W. and Oden, Robert A., Jr. Philo of Byblos, «The Phoenician History: Introduction, Critical Text, Translation, Notes» στο The Catholic Biblical Quarterly Monograph, Series 9, Washington, D.C.: The Catholic Biblical Association of America, 1981.

[2] Binger Tilde, Asherah: Goddesses in Ugarit, Israel and the Old Testament (1997): 141

[3] Ιερεμίας 7:17–18 και Ιερεμίας 44:16

[4] Dever W. G., Did God Have a Wife? Archeology and Folk Religion in Ancient Israel , William B Eerdman Publishing Company, (1995).

[5] K. van der Toorn, «Currents in the Study of Israelite Religion», στο Currents in Research 6 (1998): 18.

[6] Binger Tilde, Asherah: Goddesses in Ugarit, Israel and the Old Testamen, (1997): 141.

[7] Βασιλέων Β΄ 18.4.

[8] Weinfeld, Moshe, “Kuntillet `Ajrud Inscriptions and their Significance”, στο Studi Epigrafici e Linguistici, 1 (1984): 120-130.

[9] Berlinerblau Jacques, «Official Religion and Popular Religion in Pre-Exilic Ancient Israel», στο 23d annual Rabbi Louis Feinberg Memorial Lecture in Jewish Studies, Department of Judaic Studies, University of Cincinnati (May 11, 2000).

[10] Bayley Harold, The Lost Language of Symbolism, Trafalgar Square (1996): 354.

[11] Cohn, Norman, Cosmos Chaos, Bath University Press, (Avon 1993): 119

[12] Gordon, Cyrus H. «Poetic Legends and Myths from Ugarit», Berytus 25 (1977)5-133. [34-59].

[13] Mircea Eliade, Πραγματεία πάνω στην Ιστορία των Θρησκειών, Χατζηνικολής, (Αθήνα, 1981):98-101.


 Κ. Καλογερόπουλος http://www.archive.gr/news.php



Δεν υπάρχουν σχόλια: