Ο Κορνήλιος Καστοριάδης
αναζητά στα ομηρικά έπη τις ρίζες
τής ελληνικής αντίληψης τού κόσμου.
Η εξαθλίωση τού ανθρώπου
με την «ασθένεια τής βούλησης» στο χριστιανισμό.
Πολλά χωρία, τόσο στην Ιλιάδα όσο και στην Οδύσσεια, παρουσιάζουν ρητά τούς δισταγμούς των ηρώων. Τούς δείχνουν τη στιγμή τής μάχης να αντιπαραθέτουν μέσα τους αντιφατικά πράγματα, αυτό, που θα ονομάσει αργότερα ο Πλάτων «διάλογο ψυχής με τον εαυτό της». Ο Όμηρος χρησιμοποιεί π.χ. την έκφραση «δίχα θυμόν έχειν», προκειμένου να περιγράψει το πνεύμα τού ήρωα, που αμφιτα- λαντεύεται μεταξύ δυο αντιφατικών θέσεων (βλ. Οδ. π 73, που επαναλαβάνεται ελαφρώς παραλλαγμένο στην τ 524). Και η λήψη τής απόφασης συνδέεται άρρηκτα με μια ρητή ενδοσκόπηση, με τον έλεγχο των υπέρ και των κατά, των κινήτρων, που οδηγούν τον ήρωα στην πράξη ή στην αδράνεια. Όλα αυτά είναι απολύτως εμφανή σε όλη την έκταση των επών.
Παρά ταύτα παρεμβάλλεται εδώ μια συζήτηση -δευτερεύουσα σίγουρα- που δεν θα ήθελα όμως να αποφύγω. Υποστηρίχτηκε(1), και συνεχίζει να υποστηρίζεται(2), ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει πραγματική απόφαση στον ελληνικό κόσμο, τουλάχιστον στα ομηρικά έπη, αλλά και πέραν αυτών, μέχρι τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, διότι η αρχαία Ελλάδα αγνοεί την έννοια τής βούλησης. Βέβαια, η λέξη βούλησις δεν απαντά στον Όμηρο -ούτε και πολύ αργότερα- για να υποδείξει την ψυχική ιδιότητα ή στάση που θα οδηγούσε στην επιλογή μεταξύ δύο πραγμάτων ή που θα στηρίξει την απόφαση. Γιατί όμως να συμπεράνουμε εξ αυτού την παντελή απουσία τής ίδιας τής έννοιας; Υφίσταται εν προκειμένω σύγχυση μεταξύ τής άγνοιας μιας λέξης ή τής μη θεματοποίησης μιας έννοιας από κάποια γλώσσα και τής απουσίας τής ίδιας τής έννοιας. Είναι σχεδόν σαν να υποστηρίζουμε, ότι οι Έλληνες δεν είχαν υποσυνείδητο, επειδή δεν υπάρχει λέξη, που να το ονοματίζει! Το ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι, γιατί μέχρι μια σχετικά ύστερη χρονολογία δεν θεματοποίησαν τη βούληση.
Προσωπικά πιστεύω, ότι δεν αγνοούσαν καθόλου την έννοια, αλλά ότι γι΄ αυτούς η βούληση δεν αποτελούσε πρόβλημα. Και ότι, πίσω από τη σύγχρονη θεματοποίηση τής έννοιας, στη ρίζα της, υποκρύπτεται κάτι άλλο.
Θα πρέπει εδώ να ακολουθήσουμε μιαν άλλη θεωρητική γενεαλογία, την ιουδαϊκή και τη χριστιανική. Διότι από την εποχή ακριβώς τού χριστιανισμού, αλλά αναμφίβολα ήδη από τον ιουδαϊσμό, ο ανθρώπινος κόσμος κατατρύχεται από μια ουσιαστική ασθένεια: την ασθένεια τής βούλησης, η οποία έχει μια σαφή οντο-θεολογική καταγωγή αναπόσπαστη από την έννοια τού αμαρτήματος (σ.σ. βλ. Ο αέναος φαύλος κύκλος τής χριστιανικής υποταγής: Aμαρτία - Μετάνοια - Άφεση - Αμαρτία.) Οφείλουμε να πράξουμε κάτι, για το οποίο δεν είμαστε ίσως ικανοί, πράγμα, που αποτελεί σφάλμα. Αποδίδουμε επομένως στον εαυτό μας την αιτία αυτής τής ανικανότητας με τη μορφή τής κακής θέλησης ή τής ανεπαρκούς βούλησης.
Στους Έλληνες όμως, δεν υπάρχει αμαρτία, άρα δεν μπορεί να υπάρξει και θεματοποίηση τής σχετικής με τη βούληση προβληματικής. Η ρίζα βρίσκεται εδώ, οι δε απολήξεις της φθάνουν σε όλη τη σύγχρονη λογοτεχνία, τουλάχιστον από τον Άμλετ μέχρι τον Αδόλφο τού Benjamin Constant και τούς μυθιστοριογράφους τού 19ου αιώνα. Ο λιπόψυχος ήρωας είναι γεμάτος ιδέες για να αλλάξει τον κόσμο, είναι όμως αργά για να τις υλοποιήσει, ίσως αύριο... Όλη αυτή η νεφελώδης θεματική απουσιάζει από το τεράστιο σώμα τής αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, στην οποία βρίσκουμε τον εσωτερικό διάλογο, το δισταγμό, την αμφιβολία και τελικά την απόφαση για δράση ή παραίτηση, δεν βρίσκουμε όμως, παρά μόνο τελείως περιθωριακά, την πρόσθετη αυτή στιγμή τής ασθενούς βούλησης. Δεν πρόκειται, επομένως, για μη ανακάλυψη τής βούλησης από τούς Έλληνες, αλλά για μη ύπαρξη τής ασθένειας τής βούλησης, των «ασθενειών βούλησης», όπως έλεγαν τα εγχειρίδια ψυχιατρικής τού 19ου αιώνα(3), και τής βούλησης ως ασθένειας.
«Γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου»...
Η χριστιανική ηθική βασίζεται στα εφευ- ρήματα τής ένοχης συνείδησης και τής ενοχής, που τελικά αναστέλλουν την ελεύθερη βούληση και επομένως την ίδια την ελεύθερη εξέλιξη τής ζωής. Η έλλειψη βούλησης εξαγιάζεται στο χριστιανισμό κατά τον Ευαγγελισμό, όταν άβουλη η Μαριάμ ακούει και δέχεται μοιρολατρικά αυτά, που τής ανακοινώνει ο Γαβριήλ, ψελλίζοντας: «Ιδού η δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» (Λουκ.1,38).
Ως προς την ατομικότητα, δεν νομίζω, πως είναι αναγκαίο να επιμείνουμε. Αν και υπάρχει στα έπη ασύλληπτος αριθμός δευτερευόντων προσώπων ελάχιστα εξατομικευμένων ή εξατομικευμένων βάσει καθαρά εξωτερικών γνωρισμάτων, είναι απολύτως σαφές, ότι οι μεγάλοι ήρωες, αντιθέτως, αποτελούν πραγματικά πρόσωπα. Ο Αχιλλέας φυσικά, αλλά και ο Αγαμέμνων, για τον οποίο διαφωνώ με το φίλο Vidal-Naquet, που βλέπει σ΄ αυτόν αποκλειστικά την έκφραση μιας λειτουργίας(4). Κατά τη γνώμη μου, ο Αγαμέμνων αποτελεί μία τελείως ξεχωριστή προσωπικότητα, τής οποίας η περιγραφή αφήνει μάλιστα να διαφανεί μια πρώτη κριτική τού πολιτεύματος τής βασιλείας. Διότι, εντέλει, στην Ιλιάδα είναι απλώς ένα τεράστιο παράσιτο. Διατάζει βέβαια, οι διαταγές του όμως, διακρίνονται για τη μετριότητα τους. Δεν είναι ούτε γενναίος, ούτε ανδρείος (αναφέρεται όμως αριστεία τού Αγαμένονα, Iλ, Λ), ούτε επιδέξιος, και όμως πάντοτε αυτός παίρνει το καλύτερο μέρος τής λείας! [Βλ. τις κατηγορίες τού Αχιλλέα (Ιλ., Α, 149 κ.εξ.), τού Διομήδη (Ιλ. Ι, 33-49), τού Οδυσσέα (Ιλ. Ξ, 83-102)]. Αλλά ο Αγαμέμνων καθαυτός είναι πράγματι κάποιος, δεν είναι απλώς μια λειτουργία.
Και άλλοι ομηρικοί ήρωες είναι επίσης πραγματικά πρόσωπα: ο Έκτωρ και η Ανδρομάχη είναι φανταστικά πρόσωπα. Η περίπτωση τής Ελένης είναι ακόμα πιο αινιγματική και συγκινητική. Νοσταλγεί βέβαια την πατρίδα της, αλλά δεν επιθυμεί και την καταστροφή τής Τροίας. Αν και αγαπά τον Μενέλαο και αντιπαθεί τον Πάρι, δέχεται παρά ταύτα να κάνει έρωτα μαζί του. Σαν να βρισκόμαστε σε μυθιστόρημα τού Choderlos de Laclos με τη διαφορά, ότι εδώ έχουμε επιπλέον την παρουσία τής Αφροδίτης (Iλ., Γ, 369-447). Ο Όμηρος έπλασε εδώ μια πολύ σύγχρονη προσωπικότητα, πολύ μυστηριώδη, συνεχώς αμφιταλαντευόμενη και αμφίθυμη, όπως σε όλα τα μεγάλα μυθιστορήματα. Γιατί εγκατέλειψε τον Μενέλαο; Αγαπά πραγματικά τον Πάρι; Στη συνέχεια τής ιστορίας, που δεν βρίσκεται όμως στην Ιλιάδα (Οδ., δ, 242-258 και Ευριπίδης, Εκάβη, 239-250), θα βοηθήσει τον Οδυσσέα, όταν αυτός εισέλθει στην Τροία...
Σε σχέση με άλλες της ιδίας περιόδου, η αρχαία ελληνική ποίηση έδωσε ασυνήθιστα μεγάλη σημασία στο άτομο. Οι περιγραφές χαρακτήρων (π.χ. στα ομηρικά έπη) γίνονται με έμφαση στη λεπτομέρεια, τόσο ως προς την περιγραφή των εμφανισιακών γνωρισμάτων τους, όσο και των σκέψεων, των συναισθημάτων και των αντιδράσεών τους. Σε έπη άλλων αρχαίων λαών, τα πρόσωπα απλώς σκιαγραφούνται και παραμένουν σκιώδη.
Στην αρχαία Ελλάδα η στιγμή τής απόφασης προϋποθέτει βέβαια τη βούληση, η βούληση όμως αυτή δεν είναι αυτονομημένη, δεν αποτελεί χωριστή λειτουργία, που θα μπορούσε επομένως να βρίσκεται σε διαρκή απόσταση (σε σχέση με τη σκέψη και την πράξη), όπως συμβαίνει στον χριστιανικό κόσμο (ας αφήσουμε στην άκρη τούς Εβραίους). Θα το ήθελα, δυστυχώς όμως, δεν μπορώ. Ποιος θέλει πραγματικά; Ποιος ήταν σε θέση να θελήσει μια για πάντα και για όλο τον κόσμο; Μήπως ο θεός ως βούληση; Βούληση όμως ποιου πράγματος; Και ποιο μέρος τής βούλησης αυτής καταχωρείται στον άνθρωπο; Συναντάμε εδώ όλες τις απορίες γύρω από την ανθρώπινη ελευθερία βούλησης και τη συμφιλίωση της με τη θεία θέληση, την παντογνωσία και την παντοδυναμία τού θεού. Στο χριστιανισμό, ο άνθρωπος, εκπεσόν ον, αμαρτωλός, συγκρούεται συνεχώς -όχι με το θάνατο, αλλά- με τη δική του ανανεούμενη κατάπτωση, με την αδυναμία του να αποδειχθεί άξιος τού κανόνα, που δίνει νόημα στη ζωή του. Κανόνας, που ενσωματώνει άλλωστε, από την ίδια του τη φύση, την κατάπτωση αυτή, διότι πρόκειται για ανεφάρμοστο κανόνα, και κατά συνέπεια ο άνθρωπος παραμένει αναγκαστικά στην αθλιότητά του. Σαν να τού ζητούσαν να πετάξει πρώτα σαν πουλί και μετά να αποφασίσει· δεδομένου, ότι δεν μπορεί να πετάξει, είναι ένοχος. Έτσι είναι οι μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες. Ήθελα όμως μόνο να δείξω, ότι η βούληση δεν παρουσιάζεται σαν το συγκεκριμένο προβλημα στους Έλληνες.
Σημειώσεις
(1) Π.χ. ο Η. Frankel, Dichtung..., o οποίος γράφει: «Η “θέληση” αποτελεί ιδέα, που απουσιάζει καθαυτή από το πνευματικό στερέωμα τής αρχαϊκής και τής κλασικής Ελλάδας. (...) Γι΄ αυτό και δεν υπάρχει ουσιαστικό, που να δηλώνει τη “θέληση”...» (σ. 446, σημ. 2) Βλ. επίσης, Ε. R. Dodds. ό.π., σ. 32, που σημειώνει, ότι «ο ομηρικός άνθρωπος δεν γνωρίζει την έννοια τής θέλησης», προσθέτει όμως, ασκώντας στο σημείο αυτό κριτική στον Snell (Philologus, 85, 1929-1930): «φαίνεται κάπως τεχνητό να αρνηθούμε, ότι αυτό που περιγράφεται σε χωρία, όπως Iλ., Λ, 403 κ.εξ., ή Οδ., ε, 355 κ.εξ., είναι πράγματι έλλογες αποφάσεις, που πάρθηκαν μετά από έλεγχο των δυνατών εναλλακτικών λύσεων». Βλ. επίσης Η. Lloyd-Jones, The Justice of Zeus, Berkeley University Press 1971, σ. 9-10 (και ως προς τα όρια τής λεξικολογικής ανάλυσης, σ. 2-3 και 157-158) κ.ά..
(2) Πρβλ. π.χ. J.-P. Vernant, Ebauches de la volonte dans la tragedie grecque, στο J.-P. Vernant / P. Vidal-Naquet, Mythe et tragedie en Grece ancienne, Paris, Maspero 1972, σ. 43-74, επανέκδ. στο Mythe et tragedie I, Paris, La Decouverte, σ. 43-74: «Σχηματίσαμε την πεποίθηση, ότι ο άνθρωπος αποφασίζει να δράσει “θεληματικά”, με τον ίδιο τρόπο, που διαπιστώνει, ότι διαθέτει χέρια και πόδια. Ακόμα κι εκεί, όπου ο πολιτισμός, όπως αυτός τής αρχαϊκής και τής κλασικής Ελλάδας, δεν περιέχει στο λεξιλόγιο του καμμία λέξη, που να αντιστοιχεί στον δικό μας όρο τής θέλησης, δεν διστάζουμε καθόλου να αποδώσουμε στους ανθρώπους τής εποχής αυτής, έστω και χωρίς να το γνωρίζουν, τη βουλητική λειτουργία, την οποία ωστόσο δεν κατονόμασαν» (σ. 44). Και στη σ. 73: «Στην Αθήνα τού 5ου αιώνα το άτομο εκδηλώθηκε, με τις ιδιαιτερότητες του, ως υποκείμενο δικαίου (...). Ούτε όμως το άτομο ούτε η εσωτερική του ζωή απέκτησαν επαρκές βάρος και αυτονομία, ώστε να θέσουν το υποκείμενο στο επίκεντρο αποφάσεων, από τις οποίες θα προέκυπταν οι πράξεις του».
(3) Les Maladies de la volonte (1833) είναι ο τίτλος μίας από τις γνωστότερες εργασίες τού γάλλου ψυχολόγου Theodule Ribot.
(4) «Ορισμένα πρόσωπα ταυτίζονται με κάποιο στρατιωτι- κό ή πολιτικό λειτούργημα. (...) Το λειτούργημα τού Αγαμέμνονα είναι το βασιλικό λειτούργημα», Ρ. Vidal-Naquet, L΄ Iliade sans travesti, ό.π., σ. 53. Για το θέμα αυτό, βλ. επίσης, F. Robert, Homere, Paris, PUF 1950, σ. 214-271.
(5) Το παραπάνω άρθρο αποτελείται από αποσπάσματα τού βιβλίου τού Κορνήλιου Καστοριάδη: Η ελληνική ιδιαιτερότητα, τόμος Α΄, έκδ. Κριτική, Αθήνα, 2007. Ο τίτλος, οι εικόνες και οι υπότιτλοι είναι τής «Ελεύθερης Έρευνας»..freeinquiry.gr
αναζητά στα ομηρικά έπη τις ρίζες
τής ελληνικής αντίληψης τού κόσμου.
Η εξαθλίωση τού ανθρώπου
με την «ασθένεια τής βούλησης» στο χριστιανισμό.
Πολλά χωρία, τόσο στην Ιλιάδα όσο και στην Οδύσσεια, παρουσιάζουν ρητά τούς δισταγμούς των ηρώων. Τούς δείχνουν τη στιγμή τής μάχης να αντιπαραθέτουν μέσα τους αντιφατικά πράγματα, αυτό, που θα ονομάσει αργότερα ο Πλάτων «διάλογο ψυχής με τον εαυτό της». Ο Όμηρος χρησιμοποιεί π.χ. την έκφραση «δίχα θυμόν έχειν», προκειμένου να περιγράψει το πνεύμα τού ήρωα, που αμφιτα- λαντεύεται μεταξύ δυο αντιφατικών θέσεων (βλ. Οδ. π 73, που επαναλαβάνεται ελαφρώς παραλλαγμένο στην τ 524). Και η λήψη τής απόφασης συνδέεται άρρηκτα με μια ρητή ενδοσκόπηση, με τον έλεγχο των υπέρ και των κατά, των κινήτρων, που οδηγούν τον ήρωα στην πράξη ή στην αδράνεια. Όλα αυτά είναι απολύτως εμφανή σε όλη την έκταση των επών.
Παρά ταύτα παρεμβάλλεται εδώ μια συζήτηση -δευτερεύουσα σίγουρα- που δεν θα ήθελα όμως να αποφύγω. Υποστηρίχτηκε(1), και συνεχίζει να υποστηρίζεται(2), ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει πραγματική απόφαση στον ελληνικό κόσμο, τουλάχιστον στα ομηρικά έπη, αλλά και πέραν αυτών, μέχρι τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, διότι η αρχαία Ελλάδα αγνοεί την έννοια τής βούλησης. Βέβαια, η λέξη βούλησις δεν απαντά στον Όμηρο -ούτε και πολύ αργότερα- για να υποδείξει την ψυχική ιδιότητα ή στάση που θα οδηγούσε στην επιλογή μεταξύ δύο πραγμάτων ή που θα στηρίξει την απόφαση. Γιατί όμως να συμπεράνουμε εξ αυτού την παντελή απουσία τής ίδιας τής έννοιας; Υφίσταται εν προκειμένω σύγχυση μεταξύ τής άγνοιας μιας λέξης ή τής μη θεματοποίησης μιας έννοιας από κάποια γλώσσα και τής απουσίας τής ίδιας τής έννοιας. Είναι σχεδόν σαν να υποστηρίζουμε, ότι οι Έλληνες δεν είχαν υποσυνείδητο, επειδή δεν υπάρχει λέξη, που να το ονοματίζει! Το ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι, γιατί μέχρι μια σχετικά ύστερη χρονολογία δεν θεματοποίησαν τη βούληση.
Προσωπικά πιστεύω, ότι δεν αγνοούσαν καθόλου την έννοια, αλλά ότι γι΄ αυτούς η βούληση δεν αποτελούσε πρόβλημα. Και ότι, πίσω από τη σύγχρονη θεματοποίηση τής έννοιας, στη ρίζα της, υποκρύπτεται κάτι άλλο.
Θα πρέπει εδώ να ακολουθήσουμε μιαν άλλη θεωρητική γενεαλογία, την ιουδαϊκή και τη χριστιανική. Διότι από την εποχή ακριβώς τού χριστιανισμού, αλλά αναμφίβολα ήδη από τον ιουδαϊσμό, ο ανθρώπινος κόσμος κατατρύχεται από μια ουσιαστική ασθένεια: την ασθένεια τής βούλησης, η οποία έχει μια σαφή οντο-θεολογική καταγωγή αναπόσπαστη από την έννοια τού αμαρτήματος (σ.σ. βλ. Ο αέναος φαύλος κύκλος τής χριστιανικής υποταγής: Aμαρτία - Μετάνοια - Άφεση - Αμαρτία.) Οφείλουμε να πράξουμε κάτι, για το οποίο δεν είμαστε ίσως ικανοί, πράγμα, που αποτελεί σφάλμα. Αποδίδουμε επομένως στον εαυτό μας την αιτία αυτής τής ανικανότητας με τη μορφή τής κακής θέλησης ή τής ανεπαρκούς βούλησης.
Στους Έλληνες όμως, δεν υπάρχει αμαρτία, άρα δεν μπορεί να υπάρξει και θεματοποίηση τής σχετικής με τη βούληση προβληματικής. Η ρίζα βρίσκεται εδώ, οι δε απολήξεις της φθάνουν σε όλη τη σύγχρονη λογοτεχνία, τουλάχιστον από τον Άμλετ μέχρι τον Αδόλφο τού Benjamin Constant και τούς μυθιστοριογράφους τού 19ου αιώνα. Ο λιπόψυχος ήρωας είναι γεμάτος ιδέες για να αλλάξει τον κόσμο, είναι όμως αργά για να τις υλοποιήσει, ίσως αύριο... Όλη αυτή η νεφελώδης θεματική απουσιάζει από το τεράστιο σώμα τής αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, στην οποία βρίσκουμε τον εσωτερικό διάλογο, το δισταγμό, την αμφιβολία και τελικά την απόφαση για δράση ή παραίτηση, δεν βρίσκουμε όμως, παρά μόνο τελείως περιθωριακά, την πρόσθετη αυτή στιγμή τής ασθενούς βούλησης. Δεν πρόκειται, επομένως, για μη ανακάλυψη τής βούλησης από τούς Έλληνες, αλλά για μη ύπαρξη τής ασθένειας τής βούλησης, των «ασθενειών βούλησης», όπως έλεγαν τα εγχειρίδια ψυχιατρικής τού 19ου αιώνα(3), και τής βούλησης ως ασθένειας.
«Γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου»...
Η χριστιανική ηθική βασίζεται στα εφευ- ρήματα τής ένοχης συνείδησης και τής ενοχής, που τελικά αναστέλλουν την ελεύθερη βούληση και επομένως την ίδια την ελεύθερη εξέλιξη τής ζωής. Η έλλειψη βούλησης εξαγιάζεται στο χριστιανισμό κατά τον Ευαγγελισμό, όταν άβουλη η Μαριάμ ακούει και δέχεται μοιρολατρικά αυτά, που τής ανακοινώνει ο Γαβριήλ, ψελλίζοντας: «Ιδού η δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» (Λουκ.1,38).
Ως προς την ατομικότητα, δεν νομίζω, πως είναι αναγκαίο να επιμείνουμε. Αν και υπάρχει στα έπη ασύλληπτος αριθμός δευτερευόντων προσώπων ελάχιστα εξατομικευμένων ή εξατομικευμένων βάσει καθαρά εξωτερικών γνωρισμάτων, είναι απολύτως σαφές, ότι οι μεγάλοι ήρωες, αντιθέτως, αποτελούν πραγματικά πρόσωπα. Ο Αχιλλέας φυσικά, αλλά και ο Αγαμέμνων, για τον οποίο διαφωνώ με το φίλο Vidal-Naquet, που βλέπει σ΄ αυτόν αποκλειστικά την έκφραση μιας λειτουργίας(4). Κατά τη γνώμη μου, ο Αγαμέμνων αποτελεί μία τελείως ξεχωριστή προσωπικότητα, τής οποίας η περιγραφή αφήνει μάλιστα να διαφανεί μια πρώτη κριτική τού πολιτεύματος τής βασιλείας. Διότι, εντέλει, στην Ιλιάδα είναι απλώς ένα τεράστιο παράσιτο. Διατάζει βέβαια, οι διαταγές του όμως, διακρίνονται για τη μετριότητα τους. Δεν είναι ούτε γενναίος, ούτε ανδρείος (αναφέρεται όμως αριστεία τού Αγαμένονα, Iλ, Λ), ούτε επιδέξιος, και όμως πάντοτε αυτός παίρνει το καλύτερο μέρος τής λείας! [Βλ. τις κατηγορίες τού Αχιλλέα (Ιλ., Α, 149 κ.εξ.), τού Διομήδη (Ιλ. Ι, 33-49), τού Οδυσσέα (Ιλ. Ξ, 83-102)]. Αλλά ο Αγαμέμνων καθαυτός είναι πράγματι κάποιος, δεν είναι απλώς μια λειτουργία.
Και άλλοι ομηρικοί ήρωες είναι επίσης πραγματικά πρόσωπα: ο Έκτωρ και η Ανδρομάχη είναι φανταστικά πρόσωπα. Η περίπτωση τής Ελένης είναι ακόμα πιο αινιγματική και συγκινητική. Νοσταλγεί βέβαια την πατρίδα της, αλλά δεν επιθυμεί και την καταστροφή τής Τροίας. Αν και αγαπά τον Μενέλαο και αντιπαθεί τον Πάρι, δέχεται παρά ταύτα να κάνει έρωτα μαζί του. Σαν να βρισκόμαστε σε μυθιστόρημα τού Choderlos de Laclos με τη διαφορά, ότι εδώ έχουμε επιπλέον την παρουσία τής Αφροδίτης (Iλ., Γ, 369-447). Ο Όμηρος έπλασε εδώ μια πολύ σύγχρονη προσωπικότητα, πολύ μυστηριώδη, συνεχώς αμφιταλαντευόμενη και αμφίθυμη, όπως σε όλα τα μεγάλα μυθιστορήματα. Γιατί εγκατέλειψε τον Μενέλαο; Αγαπά πραγματικά τον Πάρι; Στη συνέχεια τής ιστορίας, που δεν βρίσκεται όμως στην Ιλιάδα (Οδ., δ, 242-258 και Ευριπίδης, Εκάβη, 239-250), θα βοηθήσει τον Οδυσσέα, όταν αυτός εισέλθει στην Τροία...
Σε σχέση με άλλες της ιδίας περιόδου, η αρχαία ελληνική ποίηση έδωσε ασυνήθιστα μεγάλη σημασία στο άτομο. Οι περιγραφές χαρακτήρων (π.χ. στα ομηρικά έπη) γίνονται με έμφαση στη λεπτομέρεια, τόσο ως προς την περιγραφή των εμφανισιακών γνωρισμάτων τους, όσο και των σκέψεων, των συναισθημάτων και των αντιδράσεών τους. Σε έπη άλλων αρχαίων λαών, τα πρόσωπα απλώς σκιαγραφούνται και παραμένουν σκιώδη.
Στην αρχαία Ελλάδα η στιγμή τής απόφασης προϋποθέτει βέβαια τη βούληση, η βούληση όμως αυτή δεν είναι αυτονομημένη, δεν αποτελεί χωριστή λειτουργία, που θα μπορούσε επομένως να βρίσκεται σε διαρκή απόσταση (σε σχέση με τη σκέψη και την πράξη), όπως συμβαίνει στον χριστιανικό κόσμο (ας αφήσουμε στην άκρη τούς Εβραίους). Θα το ήθελα, δυστυχώς όμως, δεν μπορώ. Ποιος θέλει πραγματικά; Ποιος ήταν σε θέση να θελήσει μια για πάντα και για όλο τον κόσμο; Μήπως ο θεός ως βούληση; Βούληση όμως ποιου πράγματος; Και ποιο μέρος τής βούλησης αυτής καταχωρείται στον άνθρωπο; Συναντάμε εδώ όλες τις απορίες γύρω από την ανθρώπινη ελευθερία βούλησης και τη συμφιλίωση της με τη θεία θέληση, την παντογνωσία και την παντοδυναμία τού θεού. Στο χριστιανισμό, ο άνθρωπος, εκπεσόν ον, αμαρτωλός, συγκρούεται συνεχώς -όχι με το θάνατο, αλλά- με τη δική του ανανεούμενη κατάπτωση, με την αδυναμία του να αποδειχθεί άξιος τού κανόνα, που δίνει νόημα στη ζωή του. Κανόνας, που ενσωματώνει άλλωστε, από την ίδια του τη φύση, την κατάπτωση αυτή, διότι πρόκειται για ανεφάρμοστο κανόνα, και κατά συνέπεια ο άνθρωπος παραμένει αναγκαστικά στην αθλιότητά του. Σαν να τού ζητούσαν να πετάξει πρώτα σαν πουλί και μετά να αποφασίσει· δεδομένου, ότι δεν μπορεί να πετάξει, είναι ένοχος. Έτσι είναι οι μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες. Ήθελα όμως μόνο να δείξω, ότι η βούληση δεν παρουσιάζεται σαν το συγκεκριμένο προβλημα στους Έλληνες.
Σημειώσεις
(1) Π.χ. ο Η. Frankel, Dichtung..., o οποίος γράφει: «Η “θέληση” αποτελεί ιδέα, που απουσιάζει καθαυτή από το πνευματικό στερέωμα τής αρχαϊκής και τής κλασικής Ελλάδας. (...) Γι΄ αυτό και δεν υπάρχει ουσιαστικό, που να δηλώνει τη “θέληση”...» (σ. 446, σημ. 2) Βλ. επίσης, Ε. R. Dodds. ό.π., σ. 32, που σημειώνει, ότι «ο ομηρικός άνθρωπος δεν γνωρίζει την έννοια τής θέλησης», προσθέτει όμως, ασκώντας στο σημείο αυτό κριτική στον Snell (Philologus, 85, 1929-1930): «φαίνεται κάπως τεχνητό να αρνηθούμε, ότι αυτό που περιγράφεται σε χωρία, όπως Iλ., Λ, 403 κ.εξ., ή Οδ., ε, 355 κ.εξ., είναι πράγματι έλλογες αποφάσεις, που πάρθηκαν μετά από έλεγχο των δυνατών εναλλακτικών λύσεων». Βλ. επίσης Η. Lloyd-Jones, The Justice of Zeus, Berkeley University Press 1971, σ. 9-10 (και ως προς τα όρια τής λεξικολογικής ανάλυσης, σ. 2-3 και 157-158) κ.ά..
(2) Πρβλ. π.χ. J.-P. Vernant, Ebauches de la volonte dans la tragedie grecque, στο J.-P. Vernant / P. Vidal-Naquet, Mythe et tragedie en Grece ancienne, Paris, Maspero 1972, σ. 43-74, επανέκδ. στο Mythe et tragedie I, Paris, La Decouverte, σ. 43-74: «Σχηματίσαμε την πεποίθηση, ότι ο άνθρωπος αποφασίζει να δράσει “θεληματικά”, με τον ίδιο τρόπο, που διαπιστώνει, ότι διαθέτει χέρια και πόδια. Ακόμα κι εκεί, όπου ο πολιτισμός, όπως αυτός τής αρχαϊκής και τής κλασικής Ελλάδας, δεν περιέχει στο λεξιλόγιο του καμμία λέξη, που να αντιστοιχεί στον δικό μας όρο τής θέλησης, δεν διστάζουμε καθόλου να αποδώσουμε στους ανθρώπους τής εποχής αυτής, έστω και χωρίς να το γνωρίζουν, τη βουλητική λειτουργία, την οποία ωστόσο δεν κατονόμασαν» (σ. 44). Και στη σ. 73: «Στην Αθήνα τού 5ου αιώνα το άτομο εκδηλώθηκε, με τις ιδιαιτερότητες του, ως υποκείμενο δικαίου (...). Ούτε όμως το άτομο ούτε η εσωτερική του ζωή απέκτησαν επαρκές βάρος και αυτονομία, ώστε να θέσουν το υποκείμενο στο επίκεντρο αποφάσεων, από τις οποίες θα προέκυπταν οι πράξεις του».
(3) Les Maladies de la volonte (1833) είναι ο τίτλος μίας από τις γνωστότερες εργασίες τού γάλλου ψυχολόγου Theodule Ribot.
(4) «Ορισμένα πρόσωπα ταυτίζονται με κάποιο στρατιωτι- κό ή πολιτικό λειτούργημα. (...) Το λειτούργημα τού Αγαμέμνονα είναι το βασιλικό λειτούργημα», Ρ. Vidal-Naquet, L΄ Iliade sans travesti, ό.π., σ. 53. Για το θέμα αυτό, βλ. επίσης, F. Robert, Homere, Paris, PUF 1950, σ. 214-271.
(5) Το παραπάνω άρθρο αποτελείται από αποσπάσματα τού βιβλίου τού Κορνήλιου Καστοριάδη: Η ελληνική ιδιαιτερότητα, τόμος Α΄, έκδ. Κριτική, Αθήνα, 2007. Ο τίτλος, οι εικόνες και οι υπότιτλοι είναι τής «Ελεύθερης Έρευνας»..freeinquiry.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου