…Κοντοστάθηκε. Αυτό εδώ το μάλλον ταπεινό κτίσμα μοιάζει σά ναός! Άρα γε, ποιά θεότητα τιμούν περισσότερο οι ντόπιοι;

Ώσπου να επιστρέψει απ’ το παλάτι ο υπηρέτης να τον ειδοποιήσει, θα μπορούσε να ρίξει μιά ματιά μέσα.

. . . . . . . . . . . .

i. Ένα ανοιξιάτικο πρωϊνό του 2170 πΧ – μερικές ώρες νωρίτερα

Του χαμογέλασε· με τον τρόπο που έχουν οι γυναίκες, όταν ζητάνε ο άντρας να τους δώσει οπωσδήποτε αυτό που θέλουν.

«- Θα μου την κάνεις τη χάρη; θα πάς;»

«- Φυσικά! Εδώ περάσαμε τόσα και τόσα μαζί, θ’ αρνηθώ να πάω μιά εκδρομούλα γιά χάρη της αγαπημένης μου συζύγου;»

Η γυναίκα συγκατένευσε, σοβαρεύοντας ξαφνικά.

«- Σου επαναλαμβάνω, μή σε παρασύρουν τα χαμόγελα! Κινδυνεύουμε εδώ! Ειδικά εγώ, που με θεωρούν μιά βάρβαρη με θράσος περίσσιο… που, βέβαια, αυτό δεν θα τολμούσαν κάν να το σκεφτούν μπροστά στον πατέρα μου! Αν, όμως, δεν έχουμε τη συμμαχία του άλλου βασιλιά, το μόνο που θα μείνει από μας, θα είναι τα πτώματά μας.»

«- Σου επαναλαμβάνω κι εγώ, ότι θα σου κάνω μέν το χατήρι, αλλά δεν εγγυώμαι επιτυχία. Ο άλλος είναι γνωστός παλιάνθρωπος· άσε που του προπάππου του του χάλασα οριστικώς τα σχέδια… καί το γνωρίζει.»

«- Μή σε πτοεί αυτό, επειδή καί τούτος δεν είναι καλύτερος. Παλιάνθρωπος εναντίον παλιανθρώπου, λοιπόν! Εξαρτάται, επομένως, ποιόν θα πάρουμε με το μέρος μας – κι αυτός δεν είναι ετούτος εδώ.»

«- Κι ο άλλος;»

«- Τάξε του χρήμα κι αγαθά, καί τα ξεχνάει όλα! Έτσι λένε…»

Ξανάλλαξε ύφος η γυναίκα, χαμογέλασε, καί πέρασε το χέρι της επάνω στους ώμους του.

«- Πήγαινε, μην καθυστερείς! Κι όταν γυρίσεις, θα σου έχω έτοιμους τους αγαπημένους σου πλακούντες! Έναν με τυρί, κι έναν με μέλι!»

Χαμογέλασε κι ο άντρας, τη φίλησε, πήγε να στρίψει προς την έξοδο, καί σταμάτησε. Την κοίταξε με ερωτηματικό βλέμμα.

«- Συμπάθα με, ξέχασα να σου το πω! Τα άστρα καί οι οιωνοί λένε ότι σήμερα είναι πολύ καλή μέρα γιά συνεννοήσεις. Έχε τα μάτια σου καί τ’ αυτιά σου ορθάνοιχτα!», είπε η γυναίκα.

«- Τα άστρα καί οι οιωνοί!…», χαμογέλασε ο άντρας. «Είναι τόσο απαραίτητη η εύνοιά τους; Δεν μπορείς απλά να τους αλλάξεις τα μυαλά των ανθρώπων, με τις δυνάμεις σου;»

Η γυναίκα έκανε τα δάχτυλά της χτένια, καί τα πέρασε μέσα απ’ τα μαλλιά του.

«- Βρέ θεόχαζε, δεν σου έχω πεί αμέτρητες φορές ότι το μπορώ, αλλά αν το κάνω, θα γυρίσει επάνω μας σαν κατάρα τρομερή, που δεν θα μπορώ μετά να τη σταματήσω;», του χαμογέλασε.

Κούνησε το κεφάλι του, καί χαμογέλασε κι αυτός. Κίνησε να φύγει.

«- Καί πού ‘σαι;! Μή γκαστρώσεις κι αυτήν που θα συναντήσεις!», τον σταμάτησε η πειραχτική φωνή της.

«- Δεν έχω κανέναν τέτοιον σκοπό!», απολογήθηκε. «Άλλως τε, πάω να συναντήσω βασιλιά! Γιά ποιά γυναίκα μου μιλάς; Γκαστρώνονται οι βασιλιάδες;», της ανταπέδωσε το πείραγμα.

«- Ξέρω καί ‘γώ, με σένα που έμπλεξα; Εσύ είσαι ικανός ακόμη καί γιά κάτι τέτοιο!», τον αποχαιρέτησε σκασμένη στα γέλια.

. . . . . . . . . . .

ii. Με το αμαξάκι

Πράγματι, η μέρα ήταν γεμάτη καλούς οιωνούς. Άνοιξη, ο Ήλιος ψηλά, η θερμοκρασία ανέβαινε – αλλά ήταν ακόμη σε ευχάριστα, υποφερτά επίπεδα. Μ’ ελάχιστους ανθρώπους συναπαντήθηκε σ’ όλη τη διαδρομή· κι όλοι τους αγρότες με πίλους πλατείς, απασχολημένοι στις δουλειές τους.

Δυό άνετες ωρίτσες ταξίδι, συν μιά μικρή διακοπή γιά να ξεκουραστεί το άλογο καί να ταϊστεί. Καί να μοιραστούν το νερό που κουβαλούσαν.

Ευτυχώς που σ’ όλο το περιπετειώδες ταξίδι της προηγούμενης νιότης του, αφού είχε γνωρίσει τη γυναίκα του, είχε φροντίσει να μάθει αρκετά «βαρβαρικά», ώστε να συνεννοείται μαζί της χωρίς να τους παίρνουν χαμπάρι. Ήξερε πως -ειδικά στα παλάτια- οι υπηρέτες κρυφακούν, κι όχι πάντα γιά καλό σκοπό· καί τα «βαρβαρικά» τον είχαν γλυτώσει από πολλές κακοτοπιές. Μαζί καί τη «μισοβάρβαρη» σύζυγό του.

Χαμογέλασε πικρά στην ενθύμηση της φράσης που του είπε, να μή γκαστρώσει κι αυτήν που θα συναντήσει. Ναί, της τα είχε πεί όλα γιά το παρελθόν του – καί ήταν ειλικρινής μαζί της. Η ειλικρίνεια, βλέπεις, είναι το καλύτερο μέσον, γιά να κερδίζεις τους ανθρώπους. Ναί, της είχε πεί ότι πράγματι είχε σκοπό να κάνει σύζυγό του την μητέρα των προηγουμένων παιδιών του, αν δεν γνώριζε ετούτην εδώ. Ναί, το ήξερε ότι την είχε πληγώσει εκείνη, ναί το ήξερε ότι είχε πληγώσει κι άλλη πρίν απ’ αυτήν – ευτυχώς, θεοί καί θεές, που δεν της έσπειρε παιδιά κι εκεινής! Αλλά, οι συνθήκες!… Οι ρημάδες οι συνθήκες, που δεν αφήνουν κανέναν άνθρωπο ν’ αγιάσει.

«- Κουβαλάς μοίρα πολύ παράξενη!…», του είπε κάποτε η τωρινή του σύζυγος, «…κι αναρωτιέμαι, γιατί; Κάνεις παιδιά, που δεν τα ξαναβλέπεις – καί δεν σε ξαναβλέπουν κι αυτά. Φεύγεις από παντού, σαν κυνηγημένος! Άφησες πίσω σου τέσσερα παιδιά -δυό τα δικά μας- καί δυό γυναίκες που σ’ αγαπάνε, καί ξέρω πως τις αγαπάς κι εσύ…»

«- Εσένα δεν θα σ’ αφήσω, όμως!», την αντίκοψε.

«- Όχι, εμένα δεν θα μ’ αφήσεις, είναι αλήθεια αυτό!», του είπε στρέφοντάς του την πλάτη της καί σκοτεινιάζοντας ξαφνικά, σαν ουρανός βαρυσυννεφιασμένος.

Ο άντρας δεν επέμενε· είδε πως η γυναίκα κόντευε να βάλει τα κλάμματα, καί κρατιόταν με δυσκολία. Έτσι, γύρισε την κουβέντα σε άλλο θέμα, γιά να μην τη δεί να καταρρέει.

. . . . . . . . . . .

Αυτά σκεφτόταν σ’ όλη τη διαδρομή, αλλά – πράγμα περίεργο! Η σύζυγος του μίλησε γιά κάποια γυναίκα που θα συναντούσε, αλλά δεν του είπε τίποτε γιά βασιλιά. Όπως του είπε γιά μάτια κι αυτιά ορθάνοιχτα, αλλά δεν του είπε γιά το αν έπρεπε να κρατήσει καί το στόμα του ορθάνοιχτο, ν’ αναλάβει πρωτοβουλίες καί να μιλήσει, ή να το κλείσει με τη μέγγενη· δεύτερο παράξενο!

Αλλά, τί σημασία είχαν όλ’ αυτά; Από καναδυό χιλιόμετρα μακριά, ήδη φαινόντουσαν οι Μυκήνες.

. . . . . . . . . . .

iii. Στον ναό

Άνοιξε την παλιά πόρτα καί μπήκε μέσα. Πράγματι, ναός ήταν! Καναδυό σκόρπια αναμμένα κεριά, μιά πέτρινη σφαίρα με γιρλάντες -η Γαία!-, ένα ξύλινο άτεχνο (πανάρχαιο, όμως, κατά τα φαινόμενα) παλλάδιον μιάς γυμνής γυναίκας, ένας μικρός πέτρινος βωμός… Αυτά. Τουλάχιστον αυτά τράβηξαν την άμεση προσοχή του.

Αισθάνθηκε μιά παρουσία. Όχι εχθρική.

«- Ώωω, νά που έχω εμπρός μου τον ξακουστό Διομήδηηη!», άκουσε μιά γυναικεία φωνή πίσω του, μείγμα θαυμασμού και λεπτής ειρωνείας.

Γύρισε να δεί – κι έμεινε κάγκελο.

Μιά πανέμορφη γυναίκα, απάνω-κάτω στη δική του ηλικία. Με μακριά σπαστά μαλλιά ανοιχτά καστανόχρωμα, μάτια σκούρα καστανά, διαπεραστικό -αλλά όχι ενοχλητικό, ή εχθρικό- βλέμμα… καί, ναί, τα μάτια της ελαφρώς λοξά.

Τού ‘πεσε το σαγόνι. Αλλά ξαναβρήκε αμέσως την αυτοκυριαρχία του, χαμογέλασε, καί…

«- Άρχοντα Διομήδη, συγνώμη που θα σας το πώ, αλλά ο βασιλιάς μας λείπει, καί θα λείπει γιά μέρες! Θέλετε, όμως, να σας πάω στο παλάτι, να φάτε καί να ξεκουραστήτε;»

Ήταν ο υπηρέτης, που θα πήγαινε να ειδοποιήσει τους παλατιανούς. Είχε μπεί μέσα στον ναό, σχεδόν απαρατήρητος.

Δεν ήξερε τί να του πεί· ο υπηρέτης είχε παρέμβει στην πλέον ακατάλληλη στιγμή. Από τη δύσκολη θέση, ωστόσο, τον έβγαλε η γυναίκα. «- Θα τον αναλάβω εγώ τον άρχοντα Διομήδη!», είπε χαμογελαστά στον υπηρέτη· αλλά δεν άφησε καμμία αμφιβολία, γιά το ποιός έδινε τις διαταγές εκεί μέσα. «Θά ‘ρθουμε από το παλάτι αργότερα.»

Ο υπηρέτης υποκλίθηκε κι έφυγε.

Όσο η γυναίκα μιλούσε με τον υπηρέτη αυτά τα λιγοστά δευτερόλεπτα, κι αντίθετα απ’ τους συνηθισμένους άντρες, που τα χάνουν τελείως μπροστά σ’ ένα όμορφο θηλυκό, το μυαλό του πήρε στροφές γρήγορες – κι ανατρίχιασε. Μόνον εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε ότι ο παλατιανός υπηρέτης ήταν ειδοποιημένος γιά την άφιξή του καί τον περίμενε, καί δεν τον πέρασε γιά έναν τυχαίο ταξιδιώτη, στον οποίο απλά επέδειξε παραδοσιακή ευγένεια φιλοξενίας. «Κλειστό το στόμα σου, Διομηδάκο!», σκέφτηκε.

«Αλήθεια, πώς ήξεραν ότι θα έρθω;…», αναρωτήθηκε μέσα του, «…αφού δεν είχα πεί τίποτε σε κανέναν;» Όλη η ιστορία ήταν πως, γιά να μή δώσει στόχο, δήθεν θα πήγαινε μιά βόλτα στην εξοχή να ξαλεγράρει· κ’ ήδη στο μυαλό του δούλευε το επόμενο πιστευτό ψέμμα, γιά το πώς -αντί της εξοχής- βρέθηκε στις Μυκήνες!

Ενώι ο υπηρέτης έβγαινε απ’ την πόρτα, ο άντρας ξαναχαμογέλασε – στη σκέψη πως καί τα τρία μέρη, αυτό που άφησε, αυτό που πήγε, κι η εξοχή, είχαν ένα κοινό: παντού φίδια!

Από τις άσχημες σκέψεις, όμως, τον έβγαλε η γυναίκα.

«- Γιατί χαμογελάς, άρχοντα Διομήδη; Τόσο πολύ σου αρέσω ως γυναίκα;», τον πείραξε.

«- Ναί, αλλά δεν είν’ αυτή η αιτία!», της απάντησε. «Σκεφτόμουνα να σε ρωτήσω με τη σειρά μου, ποιά ξακουστή έχω εγώ πίσω μου, αλλά με πρόλαβε ο υπηρέτης!»

Πάλι βρυκολάκιασαν οι σκέψεις ότι δεν μπορεί να κρυφτεί. Ωστόσο, γέλασαν κι οι δυό.

«- Ποιά είμαι, λοιπόν;»

«- Χμ… ιέρεια εδώ, ή παλατιανή αρχόντισσα θά ‘λεγα. Αλλά με προβληματίζουν τα ρούχα σου, που δεν είναι γιά επίσημες περιστάσεις!»

«- Δεν έχουμε κάποια γιορτή σήμερα. Ιέρεια είμαι. Σε ποιά θεότητα, λές;»

«- Δήμητρα; Άρτεμη;»

«- Αφροδίτη!»

«- Μάλιστα!… Καί τ’ όνομά σου, όμορφη σχεδόν σαν τη θεά μας, ιέρεια;»

«- Άτερ!»

Τον χτύπησε κεραυνός. Μάλλον, πολλοί κεραυνοί ταυτόχρονα. Όταν έρχεται ένας του είδους, βλέπεις, φέρνει καί παρέα. Μόλις τότε είδε κάπου σε μιά γωνιά του ναού το χρυσό της ιερατικό στέμμα, με τους τρείς ομόκεντρους ρόδακες· δεν είχε προλάβει να το προσέξει πιό πρίν. Μόλις τότε συνειδητοποίησε ότι τ’ όνομά της, σ’ αυτή τη συγκεκριμένη μορφή, ήταν αρχαίο.

«- Άτερ!… Αίθρα, δηλαδή! Αλλά γιατί με την αρχαία προφορά;»

«- Έτσι με αποκαλούσε ο πατέρας μου, από τότε που ήμουνα πολύ μικρούλα!»

«- Καλός γνώστης του αρχαίου παρελθόντος ο πατέρας σου!…», παρατήρησε κάπως χαζά. Μέσα του ήδη τον έτρωγε άλλη φλόγα· ένα παρελθόν, που κάθε άλλο παρά πέθανε κάποτε. Πάντα ζούσε· απλά, δεν τραβούσε την προσοχή. Καί τώρα, άρχισε να διεκδικεί τα δικαιώματά του σαν αδικημένος κληρονόμος.

«- Ναί, μου έχει μάθει πολλές ιστορίες καί πολλά μυστικά. Τά ‘χει κρατήσει η παράδοση της οικογένειάς μας από τότε, από το Νησί στις καλές μέρες του.»

Κι άλλη μαχαιριά ανείπωτη καί μυστική.

. . . . . . . . . . .

Πρίν προλάβει να συνειδητοποιήσει τί ξυπνούσε μέσα του, η Άτερ του έπιασε τα δυό χέρια με τα δικά της, καί τον κοίταξε σοβαρή κατάματα.

Σιωπή. Στιγμές, που φάνηκαν αιώνες.

Θά ‘λεγε κανείς ότι αμέσως μετά θα του πατούσε κι ένα φιλί στο στόμα· αλλά, όχι.

«- Διομήδη, τί σου είπε η σύζυγός σου πρίν φύγεις;»

«- Πολλά.» – κι απόδιωξε σαν ενοχλητική σκατόμυγα τη σκέψη να της πεί γιά το γκάστρωμα.

«- Το πιό σημαντικό;»

«- Ότι τα άστρα καί οι οιωνοί είναι άριστοι γιά σήμερα, καί ότι πρέπει να έχω μάτια κι αυτιά ορθάνοιχτα.»

«- Όσον αφορά το πρώτο, πραγματικά οι οιωνοί είναι άριστοι. Συμφωνώ.»

«- Γιατί το λές αυτό;»

«- Επειδή λείπει ο βασιλιάς.»

«- Μά, ήρθα να τον συναντήσω, κι έπεσα στην απουσία του! Τί ‘άριστο’ είν’ αυτό;»

«- Γι’ αυτό ακριβώς. Δεν θα σ’ έπαιρνε με καλό μάτι! Ή, τί νομίζεις; Δεν μαθαίνονται τα νέα εδώ κάτω; Λες να μή μάθαμε το πώς διέλυσες τα σχέδια του Μίνωα, του προπάππου του βασιλιά μας, καί τί έκανες με την κόρη του ναυάρχου του, του Θόα, καί πώς της άλλαξες τα μυαλά; Ευτυχώς, δεν θα χρειαστεί ν’ αλλάξεις καί τα δικά μου με τον ίδιο τρόπο!», τον ειρωνεύτηκε.

Της έριξε μιά απογοητευμένη ματιά, σα να της έλεγε ότι την παρακαλάει να σταματήσει, σα να της μηνούσε ότι δεν ήρθε γιά να σκαλίσουν μαζί τις πληγές της μέχρι τότε ζωής του.

«…Κι εκτός απ’ αυτό, έχεις την ακλόνητη δικαιολογία πως ήρθες τελείως τυχαία εδώ. Οι άρχοντες, αν θέλουν να συναντηθούν, πρώτα ειδοποιούν καί συνεννοούνται.»

Συγκατένευσε.

«- Καί τα ‘μάτια κι αυτιά ορθάνοιχτα’; «

«- Μά, είσαι χαζός! Αφού το ξέρεις ήδη ότι ο βασιλιάς μας είναι αντιπαθής στον λαό μας, τί νομίζεις; ότι οι άνθρωποι εδώ θα εκφράζονται πιό ελεύθερα με την παρουσία του, ή με την απουσία του;»

Κούνησε το κεφάλι του ως δείγμα ότι κατάλαβε.

«- Αλλά, έτσι κι αλλοιώς θα μαθευτεί καί στην Κόρινθο ότι ήρθα!»

Το πρόσωπο της ιέρειας πέτρωσε, κι έστρεψε το βλέμμα της αλλού.

«- Άρχοντα Διομήδη, θες την αλήθεια καί μόνο την αλήθεια;»

«- Φυσικά!»

«– Η γυναίκα σου έχει δίκιο, που φοβάται πολύ. Ποτέ δεν θα την αποδεχθούν, καί δεν θά ‘χει καλό τέλος. Κι εσύ, θα φύγεις απ’ την πόλη, θέλοντας καί μή.»

Ο άντρας θύμωσε, αλλά προσπάθησε να συγκρατηθεί. Η ιέρεια ήταν φορέας κακών μαντάτων, αλλά δεν ήταν εχθρός· δεν έφταιγε. Δεν θα ξέσπαγε απάνω της.

«- Δεν θα το επιτρέψω ποτέ αυτό!», είπε βαρειά καί αποφασιστικά.

Τον κοίταξε πάλι στα μάτια, σοβαρή.

«- Καί τί σκοπεύεις να κάνεις;»

«- Δεν έχω πολλές επιλογές. Είτε σκοτώνω τον σφετεριστή βασιλιά…»

«- …Καί θα σε φάνε ζωντανόν όσοι τώρα πίνουν νερό στ’ όνομά του!», τον αντίκοψε,

«- …Ωραία, λοιπόν! Είτε κοιτάζω να τους αλλάξω τα μυαλά!…»

«- …Πράγμα που θα σου πάρει μιά ζωή, καί χωρίς απόλυτη πιθανότητα επιτυχίας…»

«- …Είτε θα βρώ συμμαχίες ισχυρών εναντίον του, αφού πρώτα έρθουμε σε κάποια συμφωνία!»

«- ..Καί βρήκες τον δικό μας βασιλιά, τον χειρότερο να συμφωνήσει κανείς μαζί του!… Θα έλεγα πως είσαι χαζός, Διομήδη, αν δεν ήξερα ότι είσαι απελπισμένος! Μήπως πάει το μυαλό σου τί ανταλλάγματα θα ζητήσει, κι αν μπορείς να του τα δώσεις; Προβλέπω ότι, αντί να κερδίσεις τον θρόνο της Κορίνθου, θα του παραδώσεις κι αυτόν, καί τον θρόνο της Ιωλκού μαζί!»

Την κοίταξε κατάματα γιά κάμποση ώρα.

«- Πολλές κουταμάρες έχω κάνει στη ζωή μου, μά θαρρώ ότι απ’ τις μεγαλύτερες είναι που ακόμη δεν σε ρώτησα τί με συμβουλεύεις.Τί με συμβουλεύεις, λοιπόν;»

«- Πάμε μιά βόλτα, να σου δείξω το μέρος; Αν μείνουμε πολλή ώρα εδώ, θ’ αρχίσουν να υποψιάζονται ότι συνομωτούμε. Καί, μην ανησυχείς! Μπορώ να λέω πειστικά ψέμματα! Άλλως τε, τον λόγο μου ως ιέρειας δεν θα τον αμφισβητήσουν.

Στο τέλος, βέβαια, θα χρειαστεί να περάσεις κι απ’ το παλάτι· διότι, αν δεν περάσεις, θα το πάρουν γιά προσβολή. Αλλά εκεί καθαρίζω εγώ! Δεν θα σ’ αφήσω απ’ τα μάτια μου. Εσύ κοίτα μονάχα να μη λυθεί το στόμα σου. Δεν σε κόβω να είσαι συνηθισμένος στο κρασί!»

«- Δεν είμαι…»

«- Πάμε, λοιπόν;»

«- Καί δεν πάμε;!»

. . . . . . . . . . .

iv. Βόλτα στα σοκκάκια

Οδοιπορούσαν αργά. Του εξήγησε ότι έτσι απέφευγαν τους όποιους ωτακουστές, επειδή θα έπρεπε κι αυτοί να κινούνται, ώστε πάντα να βρίσκονται κοντά στο ζευγάρι. Πράγμα που θα εθεωρείτο αγενές – άσε που την οργή της ιέρειας, την έτρεμαν.

Ωστόσο, η κουβέντα τους δεν σταμάτησε.

«- Καί τί με συμβουλεύεις να κάνω, τελικά;»

«- Ν’ αποδεχθείς τη μοίρα σου!»

«- Δηλαδή;»

«- Κοίτα, σ’ αυτή τη ζωή δεν θα έχεις εύκολα ησυχία. Ούτε τα αγαπημένα σου πρόσωπα κοντά σου, τουλάχιστον εύκολα. Άλλος είναι ο προορισμός σου.»

«- Ποιός;»

«- Θα δείς…»

«- Κι εσύ; πώς μπλέκεσαι σ’ όλ’ αυτά;»

«- Εγώ θα σε βοηθήσω να κλειδώσεις το μυστικό σου, όταν έρθει η ώρα.»

Την κοίταξε βαθειά στα μάτια, μ’ ένα βλέμμα ισοδύναμο με δυό σπαθιά, όπως κάθε άντρας αποφασισμένος να τα παίξει όλα γιά όλα. Ή μιλάς, ή σε σκοτώνω με τα ίδια μου τα χέρια! Αλλά δεν τη ρώτησε· κάπως ήξερε μέσα του, ότι το ήξερε κι αυτή.

«- Κι αν χρειαστεί να το ξεκλειδώσω πάλι;»

«- Εγώ θα σε βοηθήσω πάλι!»

Έμειναν γιά λίγο σιωπηλοί.

Περπατούσαν ευθεία μπροστά, αλλά έστριψε το κεφάλι του προς αυτήν. «- Αλήθεια, τότε, στο Νησί;…»

«- Ναί, γνωριζόμασταν καί τότε!»

«- Πώς; Ήσουν σύζυγός μου, ερωμένη μου, συγγενής μου, μητέρα μου, γειτόνισσα, φίλη, απλή γνωστή;»

Σειρά της γιά στροφή της κεφαλής.

«- Διομήδη, γιατί το κάνεις αυτό; Θες να μου διαλύσεις τις άμυνές μου, καί μετά να διαλύσω κι εγώ τις δικές σου; Θα κλαίμε κι οι δυό μας μετά!»

«- Συγχώρεσέ με, αλλά είμαστε θνητά όντα· καί σαν άντρας, πορεύομαι με τη φύση μου. Όμορφη είσαι, έξυπνη είσαι… σοφή είσαι, απ’ όσα διαπίστωσα… Ποιός άντρας δεν θα σ’ ήθελε γιά γυναίκα του;»

Κοίταξε ευθεία μπροστά της, καί χαμογέλασε.

«- Υπάρχουν πολλές άλλες γυναίκες, καλύτερές μου!»

Ο άντρας, γιά να ελαφρώσει το κλίμα, έκανε μιά κωμική χειρονομία με τις παλάμες προς τα πάνω, αδυναμία αποφυγής του μοιραίου – «άχ, τί να κάνουμε;».

«- Κι εσύ; θα ξαναπροδώσεις τις γυναίκες που αγάπησες;», τον ρώτησε, κοιτάζοντας ίσα μπροστά.

Ο άντρας σοβάρεψε απόλυτα. «- Όχι, δεν σκοπεύω.» Την κοίταξε. «- Ξέρεις, αυτό που σου φαίνεται σαν αντρική επιπολαιότητα, πες πως είναι μιά απέλπιδα, ανόητη αν θέλεις, δική μου προσπάθεια να ξεπεράσω τη θνητότητα. Κι άσε τις σχέσεις μου με τις γυναίκες. Δές, όμως! Η θνητότητα μας εμποδίζει κι αλλού, όχι μονάχα στο κρεββάτι με το ταίρι μας!

Αν χρειαστεί να ξεθάψω το μυστικό μου αιώνες, ή καί χιλιετίες μετά; Πώς θα σε βρώ – που είπες, ότι θα με βοηθήσεις;»

«- Θα με βρείς!…»

«- Πώς;»

«- Θα δείς τα σημάδια, καί θα καταλάβεις πως είμ’ εγώ!»

«- Κι εσύ;»

«- Το ίδιο…»

. . . . . . . . . . .

v. Επιστροφή στην Κόρινθο

Τον φιλοξένησαν στο παλάτι γιά μεσημεριανό γεύμα. Η συζήτηση κυμάνθηκε σε πλαίσια πολιτικού ενδιαφέροντος γιά τους Πανέλληνες, κι απέφυγαν τα προσωπικά όπως ο Ακατονόμαστος το λιβάνι. Νά, τώρα, γιατί επιμένουν οι Τρώες να κάνουν πειρατικές επιδρομές; Θα χρειαστεί να τους πολεμήσουμε μιά μέρα; Καί πώς; καί πόσοι από μας; Καί τί θέλει η Θήβα; θ’ ακολουθήσει τις υπόλοιπες πόλεις;…

Πέρασαν ευχάριστα οι ώρες, η Άτερ άγρυπνη φρουρός δίπλα του, μή καί του ξεφύγει καμιά απερίσκεπτη κουβέντα, χόρτασαν, εγέρθηκαν, καί αποχαιρετίστηκαν. Έπρεπε να φύγει πρίν έρθει το βράδυ.

Νωρίς το απόγευμα, λοιπόν, ακολούθησε με το αμαξάκι του την πορεία του Ήλιου.

Δυτικά καί βόρεια.

. . . . . . . . . . .

Εκείνο το βράδυ έκανε έρωτα με τη γυναίκα του σαν έφηβο μαθητούδι, που γιά πρώτη φορά γνωρίζει τον επί Γής Παράδεισο. Ήξερε, πιά – καί ήξερε κι αυτή πως ήξερε κι αυτός, πράγμα που μπροστά στη φοβερή προοπτική του θανάτου της την καθησύχαζε κάπως. Άσε που δεν χρειαζόταν να του εξηγήσει.

Όταν ηρέμησαν τα πράγματα, γύρισε στο πλευρό της καί του είπε: «- Εγώ θα ‘φύγω’. Γύρνα στις άλλες δύο πρώην σου, κι εμείς θα βρεθούμε σε κάποια άλλη ζωή – αν μ’ αγαπάς!»

Την πήρε αγκαλιά. «- Εύχομαι να μή συμβεί αυτό! Ας πούμε πως θα γυρίσω… αλλά, συνεννοημένες είσαστε με τη Μυκηνιά καί λέτε τα ίδια; Τί λυσσάξατε με τις επόμενες ζωές;»

Γέλασαν μαζί τρανταχτά. Καιρό είχαν να γελάσουν έτσι. Αν κι αισθανόντουσαν ότι ο θανάσιμος κλοιός άρχισε να σφίγγει πιά γύρω τους.

Η εκδρομή δεν αποδείχτηκε τελικά τόσο αθώα.

. . . . . . . . . . .

vi. Ελλάδα, 2023

«- Κοίτα ρέ, μιά μάζωξη!», σχολίασε ο μαντράχαλος υπ’ αριθμόν ένα, χαζεύοντας την οθόνη.

«- Ρέ σείς, είμαστε κορόϊδα, που δεν γίναμε βασιλιάδες καί πρίγκηπες!», απεφήνατο ο μαντράχαλος υπ’ αριθμόν δύο.

«- Γιατί, ρέ; γιά να μή μπορούμε να την πέσουμε ούτε σε μιά γκόμενα, χωρίς να μας πάρουν χαμπάρι οι εφημερίδες καί να μας κάνουν ρεζίλι;», εφιλοσόφησεν ο μαντράχαλος υπ’ αριθμόν τρία.

«- Γιά να καλοτρώμε τζάμπα, ρέ!», συνεπέρανεν ο μαντράχαλος υπ’ αριθμόν τέσσερα.

«- Γιατί ρέ βλήμα; Τώρα δεν καλοτρώμε, δηλαδή;», εφθέγξατο ο μαντράχαλος υπ’ αριθμόν πέντε, χλαπακιάζοντας τεμάχιον πίτσας, μεγέθους «γίγαντος».

«- Ναί, ρέ μοσχάρι, καλοτρώμε, αλλά πληρώνουμε απ’ την τσέπη μας!», έβγαλε τα λογιστικά ο μαντράχαλος υπ’ αριθμόν έξι. Καί κατέληξεν εις το υπαρξιακόν ερώτημα: «- Τί καθόμαστε καί βλέπουμε, ρέ παπάρες, σα να είμαστε γκόμενες;»

«- Έλα, ντέ!», ακούστηκαν μερικές σκόρπιες φωνές λογικής. Εκ των οποίων η μία συνέχισε: «- Μή μιλάς, καί φάε, γιά να μή σου τα φάμε εμείς καί μείνεις με το θέαμα!»

«- Θα παραγγείλουμε κι άλλα, ρέ χαϊβάνι! Φιλοσοφία θέλει;», απήντησεν αγερώχως ο παρασυρθείς εκ του θεάματος.

. . . . . . . . . . .

Η χαρούμενη αυτή παρέα (με τις αμοιβαίες φιλοφρονήσεις) μεσηλίκων «όξω φτώχεια καί καλή καρδιά» δεν ήταν τόσο ισοπεδωμένη· απλώς ξεδίνανε, τα …»παιδιά». Υπό φυσιολογικές συνθήκες, τα ενδιαφέροντά τους ήταν πολύ υψηλά – καί συμμοιραζόμενα μονάχα μ’ ένα δύο, έως τρία τα εκατό του πληθυσμού· με το κομμάτι, δηλαδή, της υψηλής νοημοσύνης ανθρώπων, που δεν έστεργαν έτοιμες σκάρτες «αλήθειες» καί σάπιες αλήθειες «εξ αποκαλύψεως».

Ένας όντως ισοπεδωμένος, θα τους αποκαλούσε συνομωσιολόγους. Ένας ακόμη πιό ισοπεδωμένος, θα τους αποκαλούσε συνομωσιολάγνους.

Τώρα, βέβαια, είχε πάρει το πάνω χέρι η υψηλή μαγειρική της πίτσας καί η υψηλή -έως ρεψίματος- ζυθοποιΐα· οπότε, οι λαμπρές, ψαγμένες αλήθειες, μπορούσαν να περιμένουν.

Ωστόσο, τον έναν της παρέας κάτι τον έτρωγε μέσα του. Αλήθεια, αυτή η εντυπωσιακή …πώς να την αποκαλέσεις; «γκόμενα»; «κυρία»; καί τα δυό μαζί; …τί ρόλο έπαιζε; Περπατούσε μέσα στον ναό, αλλά με ποιόν σκοπό; Αν έλειπε, δηλαδή, θ’ άλλαζε κάτι από τη σεμνή τελετή, του να κάνουν βασιλιά ένα χούφταλο;

Ας δούμε, λοιπόν, τί ρόλο βαράει η μανδάμ! Διότι, στην εποχή του Διαδικτύου, ξέρεις μέχρι καί τί εσώρρουχα φοράει (κι αν φοράει) η γειτόνισσά σου. (Καί πώς να μην το ξέρεις, αφού αυτή η ίδια τα μαρτυράει όλα – καί χωρίς ξύλο; ) Μ’ ελάχιστο ψάξιμο, λοιπόν, βγήκαν όλα τα σχετικά! Νά τηνε… όνομα, επώνυμο, ηλικία, συνήθειες, παρέες, αξίωμα, μέχρι καί το ωροσκόπιό της προέκυψε! Χμ… ενδιαφέρουσα τύπισσα. Μόν’ αλοίμονο στον αρσενικό, που θα πάει να της κάνει τα δικά του. Θα τον μεταμορφώσει σε γουρούνι, η Κίρκη!

Αν κι όχι ακριβώς… αλλά, έτσι καί τον μυριστεί ότι σκέφτεται μονάχα με το κάτω κέντρο αποφάσεων, θα τον βάλει να της γλείψει τις σόλες των παπουτσιών της· κι ο τυπάς θα το κάνει χωρίς δεύτερη σκέψη – λέει το ωροσκόπιον. Αχά!… Γι’ αυτό καί δεν στέριωσε σε γάμο.

Γι’ αυτό, όμως, τη βάλανε καί στη θέση που τη βάλανε· γιά την τρομερή ψυχική της ισχύ.

. . . . . . . . . . .

vii. Ελλάδα, 2024

Όλα καλά, όλες οι πληροφορίες στη θέση τους, αλλά… Τα μάτια της κυρίας αυτής, λίγο ειρωνικά, λίγο κακομοίρικα, λίγο παρακλητικά,…

…κι όχι διαπεραστικά, επειδή η δύναμη καλό είναι να μήν επιδεικνύεται…

…έλεγαν πως κάτι λείπει ακόμη· κάτι που διαφεύγει… καί θα διαφεύγει επί πολύ από τους κοινούς θνητούς.

Τί, όμως; καί γιατί πρέπει να το ψάξει κανείς; Στο κάτω-κάτω, αυτή η κυρία είναι αξιωματούχος ενός ξένου κράτους, το οποίο έχει κάνει μέγιστο κακό στο δικό μας.

Τότε;

. . . . . . . . . . .

«- Θα δείς τα σημάδια, καί θα καταλάβεις πως είμ’ εγώ!»

Άτερ, Αίθρα… Πανάθεμά σε, παλιοκόριτσο! Τί πλάκες είν’ αυτές που κάνεις; Είμ’ εγώ γιά αινίγματα; Έ;

Έπρεπε να τό ‘χα καταλάβει! Έψαχνα τα ρούχα σου καί τα χρυσαφικά σου, αλλά τα σημάδια βρισκόντουσαν αλλού!

Το στέμμα σου με τον τριπλό ομόκεντρο ρόδακα, σ’ αυτήν εδώ τη ζωή σφράγισε το ωροσκόπιό σου!!!

. . . . . . . . . . .

Συνέχισε να κρατάς με τη σοφία σου το τιμόνι της σημερινής χώρας σου – φροντίζοντας, κυρίως, να μή συγκρουστεί με τη δική μου. Διότι τότε θα μπούν σε λειτουργία μηχανισμοί, που δεν θα μπορέσει κανείς να τους σταματήσει – καί θα σας κάνουν λιώμα.

Μέγιστη ευθύνη, δέ λέω. Αλλά στηρίζεται στους όμορφους ώμους σου· έτσι ώρισε η μοίρα!

. . . . . . . . . . .

Ίσως κάποια μέρα συναντηθούμε πάλι καί σ’ αυτην εδώ τη ζωή, αν καί δεν το βλέπω. Αν, όμως, γίνει, σου χρωστάω ένα φιλί ακριβώς στο κέντρο του ρόδακα!

ΤΕΛΟΣ

. . . . . . . . . . .

Αφιερώνεται σε τέσσερεις (πραγματικές, κι όχι μυθιστορηματικές) Κυρίες!

Αφιερώνεται επίσης στην παλιοπαρέα των μαντραχαλαίων! (Ξέρουν αυτο