Αφιερώνεται
στη Συμμορία του «Διόδοτου»!


α πολλά λόγια είναι φτώχεια, ναί. Αλλά, πάλι…
…Δεν γίνεται να πάμε ντου(γρού) στο ψητό, λες κι είμαστε καννίβαλοι.
Ας αρχίσουμε, λοιπόν, από έναν θρύλο.

α. Η Αθηναϊκή βοήθεια
Ήταν, λέει, κάποτε, που οι Σπαρτιάτες (ναί, αυτοί οι φοβεροί καί τρομεροί πολεμιστές) είχαν στριμωχτεί άγρια απ’ τους προγόνους του Παλαιού! (Ναί, ρέ σείς! Με ξέρετε εμένα να λέω ψέμματα;  🙂  ) Καί τά ‘παιξαν… καί κόντεψαν να τα χάσουν.
Με τα σώβρακα σχεδόν να μυρίζουν δυσόσμως, λοιπόν, τί να κάνουν; τί να κάνουν;… Έστειλαν κατεπειγόντως αγγελιαφόρο στους Αθηναίους, να ζητήσουν βοήθεια.
Περνάνε καναδυό μέρες, περνάνε άλλες καναδυό, βοήθεια πουθενά· κι οι Μεσσήνιοι όλο καί να πιέζουν αγρίως. Όμως, κάπου την πέμπτη μέρα, βλέπουν κουρνιαχτό να κατεβαίνει απ’ το Μαίναλο. «- Άαααα!!! Η βοήθεια των Αθηναίων!», ανεφώνησαν περιχαρείς.
Αλλά δεν κράτησε πολύ η χαρά τους· μόλις κατάκατσε η σκόνη, βλέπουν να πλησιάζει στην ένδοξη Σπάρτη ένας γάϊδαρος. Κι αριστερά-δεξιά στον γάϊδαρο, φορτωμένα δυό σακκιά. Κι απάνω στον γάϊδαρο, ένας μπάρμπας – να χτυπάει τα πόδια «- Ντέ ντέ ντέ!» στην κοιλιά του ζωντανού.
Μείναν κάγκελο οι Σπαρτιάτες να κοιτάνε, σταμάτησε ο γάϊδαρος, ξεπέζεψε ο μπάρμπας… καί, ώ της φρίκης γιά τους πολεμισταράδες, εκτός από μπάρμπας, ήταν καί χωλός! Καί τότε, διημείφθη ο εξής ιστορικός διάλογος:
«- Τ’ είσ’ εσύ, ρέ μπάρμπα;», τον ρώτησε είς Σπαρτιάτης γενναίος πολεμιστής, μόλις επανήλθε στην πραγματικότητα.
«- Η Αθηναϊκή βοήθεια!», απεκρίθη ο μπάρμπας μειδιών.
«- Εσύ;»
«- Εγώ! Μπερδεγουέη, με λένε Τυρταίο, καί χάρηκα γιά τη γνωριμία!»
Ξύσανε (έμπλεοι απορίας) οι γενναίοι Σπαρτιάτες τα γενναία κεφάλια τους, αλλά νόημα δεν έβγαινε.
Όμως, ο μπάρμπας απτόητος άρχισε να σκαλίζει τα δισάκκια του, κι από δαύτα έβγαλε μιά λύρα, κι άρχισε «γκλίν γκλίν γκλίν!» να την κουρδίζει. Έ! Τότε ήταν που φρίκαραν τελείως οι Σπαρτιάτες, διότι κάτι τέτοια καλλιτεχνικά τα ψιλοθεωρούσαν ψιλοαδερφίστικα.

[Παρένθεσις:
Στην αρχαιότητα, όποτε μαζευόντουσαν οι Έλληνες σε κοινές συγκεντρώσεις -Ολυμπιακούς Αγώνες, κτλ-, έπεφτε άγριο αλληλοδούλεμα καί χαβαλές, χειρότερα απ’ τα δικά μας τα γήπεδα σήμερα! Ολόκληρα ιστορικά ανέκδοτα έχουν μαζευτεί σχετικώς! Φαίνεται, λοιπόν, ότι πιό πρίν απ’ το περιστατικό αυτό οι Σπαρτιάτες τους την είχαν πεί των Αθηναίων (ως μαλθακούς καί καλά), κι οι τελευταίοι τους το φύλαγαν – καί τους στείλαν τον Τυρταίο ως πολεμική βοήθεια. Αλλοιώς, δεν εξηγείται!]

Ο Τυρταίος δεν έδωσε σημασία. Τους ζήτησε να μαζευτούν γύρω του, καί να τον ακούσουν.
Πρώτος παιάνας.
Η Πατρίδα, οι πρόγονοι, ο Αχιλλέας…
Άααα, όλα κι όλα, τα καλλιτεχνικά ίσως να μην είναι καί πολύ αντρικά, αλλά τα Έπη είναι σεβαστά τοις πάσι! Εδώ συνεννοούμαστε, μιλάμε κοινή γλώσσα – καί καλός ο λυράρης των Αθηναίων!
Προς το τέλος του δεύτερου ρεφραίν, άρχισαν μερικοί δειλά-δειλά (μην τους κράξουν οι λοιποί …γενναίοι) να μουρμουρίζουν τραγουδιστά, συμμετέχοντας.
Δεύτερος παιάνας.
Τί αξίζει ο άνθρωπος, αν δεν γίνει ήρωας;
Οι περισσότεροι άρχισαν γκάπα γκάπα γκάπα ρυθμικά τα ποδάργια κάθετα στο έδαφος.
Τρίτος παιάνας.
Τα σπαθιά ρυθμικά απάνω στις ασπίδες χρρράπ χρρράπ χρρράπ, καί τραγούδι στεντορείως. Όλοι!
Τέταρτος παιάνας.
Τους κούρδισε καλά τους Σπαρτιάτες ο χωλός, όπως κούρδισε τη λύρα του!
Δεν χρειάστηκαν περισσότερα, οι Σπαρτιάτες πλέον τρώγανε σίδερα – καί τα υπόλοιπα είναι Ιστορία. Οι Μεσσήνιοι φάγανε γερή καρπαζιά, καί δεν ξαναενόχλησαν τη Σπάρτη. Στο εφεξής, ασχολήθηκαν με ειρηνικά έργα καί τεκνοποιΐα. (Κι έτσι -διά μέσου των αιώνων- μας έμεινε κι εμάς αμανάτι το αγλάϊσμα του Ελληνοφώνου ιστολογείν, ο Παλιούρας! Lol!!!)

Τί θέλει να πεί το ποιητή, λοιπόν;
Ρέ σείς! Έχετε παρατηρήσει ότι οι συν-Έλληνες δεν τραγουδάνε πλέον; (Εκτός από κάτι άθλια σκυλάδικα, δηλαδή· αλλά τίποτ’ άλλο. Κι αυτά, φαλτσάροντας.)
Να μην το πάω μεταφυσικά (το εθνικό τσάκρας του λαιμού μπλοκαρισμένο, κτλ κτλ), αλλά πάλι σήμερα μας χρειάζεται ένας Τυρταίος.
Κατεπειγόντως!

β. Η ποίηση
Όσο κι αν (ίσως) σας φανεί περίεργο, στη ζωή μου δεν έχω αποτολμήσει να γράψω ποιήματα (εκτός από καναδυό όλα κι όλα) – παρά το ότι στον πεζό λόγο τα κουτσοκαταφέρνω. Φρικάρω, δέ, χειρότερα απ’ τους Σπαρτιάτες, με κάτι θρασείς απαίδευτους παπάρες, που βγαίνουν στην πιάτσα καί δηλώνουν συγγραφείς τε ποιητές τε, ή κάτι παρεμφερείς «βροντηγμένες» (που λέει καί μιά ψυχή απ’ τη Μυτιλήνη) σαλογκόμενες, ομότεχνες των προηγουμένων.
(Δεν μπορώ, δέ, εδώ να μην αναφέρω την ανυπέρβλητη κακία παύλα αριστούργημα λαϊκής Εφαρμοσμένης Ψυχολογίας – που δεν θυμάμαι πού τη διάβασα: «- Κι εμείς έχουμε σεξουαλικά βίτσια, αλλά δεν τα κάναμε λογοτεχνήματα!» Καρα-lol!!!!!)
Πού πάτε, ρέ Καραμήτροι καί Καραμήτραινες;!
Η ποίηση, αφ’ ενός προαπαιτεί μέγιστη παιδεία. (Κι όχι άτομα, που γνωρίζουν -αν τον γνωρίζουν- τον Παπαδιαμάντη από …μετάφραση. Άντε χεστήτε, τώρα, με τα διάφορα «σεμινάρια δημιουργικής γραφής», καί τις λοιπές παρόμοιες γενειάδες του συρμού! Δεν σας μετατρέπουν σε γραφιάδες περιωπής αυτά.) Αφ’ ετέρου, η ποίηση -γιά νά ‘ναι ποίηση- πρέπει νά ‘χει κάτι να πεί· καί δή, υψηλό. Διότι ισχύει στο 100% αυτό που έγραψε ο Κύπριος ποιητής Κώστας Μόντης:
Αφού δεν είχες τί να πείς
κύριε ποιητά
γιατί ενόχλησες τις λέξεις;
(Γράφω από μνήμης, συγχωρέστε μου το τυχόν φάουλ στην αναγραφή του ποιηματιδίου.)
Τώρα, θα μου πείς… Αφού τυγχάνουν απαίδευτοι οι αναγνώστες τέτοιων χαρτουργημάτων, τί περιμένεις κι εσύ, ρέ ανάποδε, απ’ τους δημιουργούς τους; Ποιός θα τους κρίνει, καί με τί προσόντα;
Οκέϋ, πάω πάσο!  🙂

Ωστόσο, αν καί μή τυγχάνων ποιητής, θα το τολμήσω. (Να το παίξω νέος Τυρταίος, παναπεί.) Κι αναλαμβάνω πλήρως την ευθύνη – γιά τις σάπιες ντομάτες που θα μαζέψω.

γ. Μιά δύσκολη γέννα.
Παιάνας, λοιπόν! Εμβατήριο!
Παρά το ότι τα δικά μας -καί πολύ ωραία!- εμβατήρια κατά κανόνα είναι ματζόρια (σε αντίθεση πχ με τα Ρώσσικα, που είναι μινόρια – δες τον εθνικό τους ύμνο, ας πούμε), σήμερις θα περάσω συνεργείο καί ρεκτιφιέ ένα πασίγνωστο μινοράκι.
Που αγαπήθηκε· τραγουδήθηκε μέχρι καί σε γήπεδα (παλλαϊκή η υποδοχή / αποδοχή του, παναπεί)·έγινε οικείο τοις πάσι· κι ως αξιοπρεπές τέρας, τελικά ξέφυγε απ’ τον δημιουργό του.
Τώρα, με τη μουσική ‘ντάξ’. Πολύ παραπάνω από ‘ντάξ’, δύναμαι να ισχυριστώ.
Μόνο που οι αρχικοί στίχοι δεν το εκφράζουν καθόλου, λέγω σας. Το πραγματικό του νόημα παραμένει κρυμμένο. Είναι σα μιά δύσκολη γέννα… σα μωρό, που δε λέει, δέ θέλει να βγεί στον κόσμο.
Που όλο καί πάει να σκάσει μύτη, αλλά δέν. Ξανακάνει πίσω.
«- Τέχνη κάνεις, μονάχα αν βγεί από μέσα σου αυτό το ‘- Άχ!’ «, μου είπε κάποτε άνθρωπος με πεζότατο μεν επάγγελμα, αλλά βαθύτατη παιδεία.
Λοιπόν, όλοι αυτοί που τραγούδησαν το συγκεκριμένο τραγούδι, αυτό το «- Άχ!» έψαχναν. Μόνο που αυτό εξακολουθεί να διαφεύγει, αερικό καί φάντασμα.
Οπότε, σειρά μου τώρα να δοκιμάσω να κάνω Τέχνη, μπας καί το ξετρυπώσω επιτέλους.
Πάμε, μαέστρο!


Αυτό ήταν! Τώρα, άμα πέτυχε η συνταγή, ένα έχω να πω:

ΦΩΤΙΑ ΣΤΑ ΤΟΠΙΑ!



Επίλογος – οδηγίες προς μουσικώς ναυτιλλομένους
Η δομή του τραγουδιού, όπως αυτό γράφτηκε με τους αυθεντικούς στίχους του (εδώ φαίνεται καθαρά η αρχική στιχουργική του δόμηση), είναι κάπως ασυνήθιστη. Αρχίζει με μιά παρατεταμένη αφηγηματική στροφή, συνεχίζει με ρεφραίν, μουσικό mid-break, ρεφραίν, φινάλε. Καί, ως μουσική «γέφυρα» προς το επόμενο μέρος κάθε φορά, έχει ένα Λά ματζόρε.
Εγώ τη δομή την έκανα σαφώς πιό συμβατική: στροφή / ρεφραίν / στροφή / ρεφραίν / φινάλε. Επίσης, προσέδωσα νοηματική αυτονομία σε κάθε επτάστιχο – κι ένα Ρέ μινόρε στον τελευταίο στίχο να σηματοδοτεί το κλείσιμο του νοήματος κάθε φορά· αλλά καί να δίνει πάσα στα επόμενα, που πάλι αρχίζουν με Ρέ μινόρε. (Μιά ιδέα γιά τις συγχορδίες της αυθεντικής μορφής του τραγουδιού, εδώ. Δεν τις ανέγραψα στη δική μου εκδοχή, θεωρώ σχεδόν αυτονόητο το πώς θα τραγουδηθεί η νέα μορφή.)
Τέλος, το «τους» στη δεύτερη στροφή («με τα σπαθειά τους τα βαρειά») μπορεί ν’ ακουστεί καί ως «μας».

Τώρα, θα μου πείς… καί τί σας νοιάζουν εσάς όλ’ αυτά;
Έ… ξέρω καί ‘γώ;
Μπορεί να ενδιαφερθούν καί στα εξωτερικά γιά το πόνημά μου, ώστε από διεθνώς άγνωστοι να καταντήσουμε διεθνώς γνωστοί! Lol!!!
Μπορεί ν’ αποκτήσουμε τίποτις θαυμαστές στας Ευρώπας, ίσως καί κατά Βερολίνο μεριά. Λέω ‘γώ, τώρα