Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2023

ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΡΟΛΟ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ (ΣΥΝΕΧΙΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΣΜΟΥ ΤΗΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗΣ ΑΝΡΤΗΣΗΣ)

 


γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΛΑΔΑΣ

1. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

  Στην προηγούμενη ανάρτηση έλαβε χώρα η διεξαγωγή ενός προβληματισμού, που με ενθαρρύνει ιδιαίτερα να συνεχιστεί. Αυτό που μού προσφέρει μεγάλη ικανοποίηση, είναι ότι τα σχόλια, που αφορούν υψηλής σημασίας ζητήματα, κατατίθενται από ανθρώπους, που δεν διαθέτουν κάποια ιδιότητα ειδήμονος, αλλά είναι από πλευράς επαγγελματικής ενασχόλησης στην μεγάλη πλειοψηφία απλοί άνθρωποι, όπως ο γράφων. Αυτή η διαδικασία δείχνει, ότι ο γόνιμος προβληματισμός σχετικά με ζητήματα που έχουν βάθος μεγαλύτερο από τα τετριμμένα, απασχολούν την βάση τής κοινωνίας, που είναι εν τέλει και το κύριο υποκείμενο, που εκ των πραγμάτων αφορούν αυτά τα ζητήματα. Έτσι εκδηλώνεται τάση χειραφέτησης από την συμπόρευση με σχήματα που προτείνουν και καθορίζουν κάποιοι γραφειοκράτες , ως υποτιθέμενοι οδηγοί στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Τα ζητήματα που τέθηκαν στα σχόλια τής προηγούμενης ανάρτησης, η οποία εξ άλλου είχε εστιάσει την προσοχή σε άλλα σχόλια που είχαν προηγηθεί, με προβλημάτισαν ιδιαίτερα. Σε μια φάση, όταν σταμάτησα να γράφω εκεί, είχα φτάσει σε ένα σημείο, που δεν μπορούσα να προχωρήσω τις σκάψεις μου, πριν στοχαστώ και ερευνήσω στα ζητήματα που είχαν τεθεί. Μετά από συνεχή και έντονη ενασχόληση με αυτά κατέληξα σε μια δέσμη σκέψεων, την οποία επιθυμώ να εκθέσω, θεωρώντας ότι έχω εμβαθύνει ενδιαμέσως τον προβληματισμό μου σχετικά . Η αναφορά, που σχεδίαζα να κάνα σε μια σειρά σχόλια, που είχα ενσωματώσει στο κείμενο τής προηγούμενης ανάρτησης, δεν ολοκληρώθηκε εκεί. Αυτή την αναφορά θα προσπαθήσω να συμπληρώσω σε αυτήν την ανάρτηση, καταθέτοντας επίσης κάποιες ακόμη εκτιμήσεις σε σχέση με όσα αναφέρθηκαν εκεί, μέσα από το πρίσμα νέων διαπιστώσεων. Αυτές προέκυψαν τόσο από εκ νέου μελέτη και αναστοχασμό σε φιλοσοφικά έργα τού Πλάτωνος και τού Αριστοτέλους, αλλά και άλλα που με είχαν απασχολήσει στο παρελθόν, αλλά και σε έρευνα που διεξήγα στο διαδίκτυο. Από μια σκοπιά, αυτή η ανάρτηση αποτελεί ταυτοχρόνως και συνέχιση τής αναφοράς, που αφορούσε παθογένειας τού πολιτικού τρόπου σκέψης, που είχα ξεκινήσει πριν λίγους μήνες και είχα διακόψει απότομα, έχοντας διαπιστώσει τότε, ότι ήταν σκόπιμο να ερευνήσω περισσότερο σε αυτά τα ζητήματα.

   Από πολύ παλαιότερα έχω διατυπώσει την εκτίμηση, ότι ο βασικός τρόπους που σκέπτονται και δρουν οι κοινωνίες ανέκαθεν, τόσο αφορά τα απλά καθημερινά μέλη τους, όσο και αυτά που ξεχωρίζουν ως προσωπικότητες, ή ακόμη και αυτά που δεσπόζουν, επιτελώντας λειτουργήματα και ασκώντας πρακτικές σε διάφορους τομείς από επιτελικές θέσεις, ρυθμίζεται αυστηρά βάσει των αρχών, των κανόνων και των εκτιμήσεων τις οποίες έχουν οι θεσμίσει οι φιλόσοφοι υπό την γενική έννοια, που έδρασαν και δρουν στα πλαίσια αυτών των κοινωνιών. Αυτή η διαδικασία δεν καθίσταται συνήθως αντιληπτή, δεδομένου ότι η μέση αντίληψη έχει την εντύπωση, ότι η φιλοσοφία αφορά πράγματα και καταστάσεις, που είναι τελείως αφηρημένα και δεν άπτονται τής καθημερινής πρακτικής. Όποιος όμως ασχοληθεί με την συγκεκριμένη δράση των διαφόρων φιλοσοφικών σχολών στους διάφορους γεωγραφικούς χώρους και σε διάφορες ιστορικές εποχές, μπορεί να διαπιστώσει, ότι αυτές δομούν πρότυπα γενικής ισχύος, τα οποία εξασκούν κυριαρχικό ρόλο στην διαμόρφωση τής συμπεριφοράς, τόσο στην ατομική, όσο και στην κοινωνική σφαίρα, ακόμη και όσο αφορά πολύ απλές και καθημερινές πρακτικές. Η συμπεριφορά των ανθρώπων και οι επιλογές τους ρυθμίζονται σε σημαντικό βαθμό από αυτό που θεωρείται εκάστοτε αυτονόητο. ΚΑΙ Η ΠΛΕΟΝ ΚΑΤΑΛΥΤΙΚΗ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΟΛΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΕΙΝΑΙ, ΟΤΙ ΡΥΘΜΙΖΟΥΝ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΘΕΩΡΕΙΤΑΙ ΕΚΑΣΤΟΤΕ ΑΥΤΟΝΟΗΤΟ. Όσο και εάν φαίνεται τεράστια η απόσταση μεταξύ των πλέον σύνθετων φιλοσοφικών εννοιών και επιγνώσεων και αυτών που το κοινωνικό σύνολο αντιλαμβάνεται και θεωρεί ως απλούστατα και αυτονόητα δεδομένα, που ρυθμίζουν την καθημερινότητα, μεταξύ τους κυριαρχεί μια σιδηρά γέφυρα, με τρόπο που προάγονταιι τα δεύτερα από τα πρώτα. ΣΤΗΝ ΟΛΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΤΑΣΣΕΤΑΙ ΕΠΙΣΗΣ Ο ΡΟΛΟΣ ΚΑΙ Η ΕΠΗΡΟΗ, ΠΟΥ ΕΞΑΣΚΟΥΝ ΟΙ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ ΑΠΟ ΚΟΙΝΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ. Η ΚΑΤΙΣΧΥΣΗ ΑΥΤΩΝ ΤΩΝ ΔΥΟ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΚΑΘΟΡΙΖΕΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΑΠΟΚΑΛΕΙΤΑΙ ΚΟΣΜΟΑΝΤΙΛΗΨΗ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΟΠΟΙΟΝ ΑΠΟΡΡΕΟΥΝ, ΣΥΝΗΘΩΣ ΧΩΡΙΣ ΑΥΤΟ ΝΑ ΔΙΑΠΙΣΤΩΝΕΤΑΙ, ΟΛΑ ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑΤόσο τα φιλοσοφικά συστήματα, όσο και οι θρησκείες στηρίζονται και εκκινούν από στοιχειώδεις αρχές. Η διαφορά, που διέπει τις αρχές, που στηρίζονται τα διάφορα φιλοσοφικά συστήματα, από αυτές που στηρίζονται οι διάφορες θρησκείες, έγκειται στο ότι στην περίπτωση των φιλοσοφικών συστημάτων η θέσμιση των στοιχειωδών αρχών τους στηρίζεται σε αξιωματικού χαρακτήρα αποδοχής τής ισχύος τους με βάση το αυτονόητο, που θεωρείται “πρωταρχικό” και μη έχον ανάγκη συγκεκριμένης απόδειξης. Ενώ στην περίπτωση των θρησκειών θεωρείται, ότι οι βασικές τους αρχές προκύπτουν από άνωθεν, θεία αποκάλυψη

  Τόσα τα διάφορα φιλοσοφικά συστήματα, όσο και οι θρησκείες που επικράτησαν και εξακολουθούν να επικρατούν, διαμόρφωσαν συστήματα εννοιών και αξιών, στα οποία κατά την συντριπτική τους πλειοψηφία αποδίδουν πλήρη και αδιαμφισβήτητη ισχύ. Οι μεν θρησκείες θεωρούν τις αρχές τους θέσφατα, οι δε φιλοσοφίες θεωρούν, ότι παρέχουν πλήρη και μη δεχόμενη αμφισβήτηση τεκμηρίωση. Και οι δυο αυτοί οδοί κοσμοθέασης, θεωρούν ότι κατέχουν την αλήθεια καθ' εαυτήν και αναβιβάζουν την κοσμοθέασή τους σε δόγμα, τουλάχιστον όσον αφορά το σύνολο των αρχών τους. Αυτή η διαδικασία, ενώ ισχύει για το σύνολο των θρησκειών, ισχύει στην περίπτωση των φιλοσοφικών συστημάτων μόνο για την μεγάλη πλειοψηφία τους, δεδομένου ότι κάποια από αυτά θεωρούν σχετική την ισχύ των επιγνώσεών τους, που πηγάζει από τον περιορισμό των ανθρώπινων δυνατοτήτων να εισχωρήσουν στην πλήρη διάγνωση τής πραγματικότητοςΕπί πλέον θεωρείται από κάποια φιλοσοφικά συστήματα η διάγνωση τής αλήθειας, όσο αφορά την απώτερη επίγνωσή της, ζήτημα που εγκύπτει αποκλειστικά στην προσωπική σφαίρα ενός εκάστου. Υπό αυτήν την έννοια, θεωρούν πολύ αξιόλογοι ερμηνευτές τού Πλάτωνος, ότι οι διάλογοι που αυτός συνέγραψε, τελειώνουν απότομα, εκδηλώνοντας την λεγόμενη “απορία”, η οποία αποτελεί πρόκληση για αυτόν που μελετά, να προχωρήσει ο ίδιος αυτοβούλως στην επίγνωση κάποιων βαθύτερων δεδομένων. Αντίστοιχα προτάγματα προσπορισμού τής αλήθειας θέτουν και κάποιες θρησκείες. Στον Ορθόδοξο Χριστανισμό, σε αντίθεση προς το δόγμα τού παπισμού, που στηρίζεται στο θέσφατο τού πάπα ρώμης, καλείται ο πιστός να φθάσει στην αλήθεια, μέσω τής Χάριτος των Θείων Ενεργειών, προβαίνοντας ο ίδιος στο έμπρακτο βίωμα τής Αγάπης. Αλλά και κάποια φιλοσοφικά συστήματα με πολιτικό περιεχόμενο, όπως πχ. ο Μαοϊσμός, που είναι έντονα επηρεασμένος από την Κομφουκιανή φιλοσοφία, θεωρεί ότι η διατύπωση τού Μαρξιστικού δόγματος, που αυτός αποδέχεται, δεν επαρκεί για την επίτευξη τής γνώσης. Ο Μάο Τσε Τουνγκ θεωρεί στο βιβλίο του “ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΑΞΗ”, ότι η “ανώτατη μορφή γνώσης”, είναι μετά την αισθητηριακή και την έμμεση γνώση, που αποκτάται μέσω μελέτης, η “επαναστατική πράξη”. Όπως χαρακτηριστικά ισχυρίζεται σε αυτό το βιβλίο, “είναι αδύνατον να γνωρίσει κάποιος την γεύση τού αχλαδιού, εάν δεν το δαγκώσει”. Ένα επί πλέον σημαντικό ζήτημα σχετικά με την εξεύρεση τής αλήθειας με αφετηρία το προσωπικό βίωμα, είναι ότι αυτό μπορεί να επιτελείται τόσο σε ατομικά πλαίσια, όσο και συλλογικά, όπως πχ. στα πλαίσια ενός πολιτικού οργανισμού, μιας κίνησης οργανωμένης σε κοινωνική βάση, ή μιας θρησκευτικής κοινότητος. 

  Υποθέτω, ότι κάποιους φίλους και φίλες τής σελίδας μπορεί να ξένισε η δήλωσή μου, ότι δεν θεολογώ, παρόλο ότι κατ' επανάληψη αναφέρομαι σε Ιερά Κείμενα και συχνά κάνω μνεία σε κάποια προσωπικά ζητήματα πίστεως,. Αυτό δεν συνέβη με πρόθεση να αμφισβητήσω έμμεσα κάποιο ισχύον δόγμα, κάποιον θρησκευτικό θεσμό, κάποια πρόσωπα που είναι ιερείς, ή κάποιους που θεολογούν. Όποτε επιθυμώ να προσφύγω σε αμφισβήτηση, ή σχετικοποίηση τού όποιου δεδομένου ή κατάστασης, το πράττω με ειλικρίνεια και χωρίς περιστροφές. Στόχος αυτής τής δήλωσης, είναι να αποσαφηνίσω, ότι γνώμων όσων αναφέρω εδώ είναι η θρησκειολογία, στην οποία αποδίδω μεγάλη έμφαση, χωρίς όμως να αμφισβητώ την αξία τής θεολογίας, περί τής οποίας δήλωσα αναρμόδιος. Η διαφορά μεταξύ θεολογίας και θρησκειολογίας έγκειται στο ότι, για να αναπτύξει θεολογικό λόγο κάποιος σχετικά με ένα σύστημα πίστεως, προϋποτίθεται αυτός να ενστερνίζεται την πίστη, περί τής οποίας αναφέρεται. Η θρησκειολογία όμως, ως τρόπος προσέγγισης τής όποιας θρησκείας, ή τού όποιου θρησκευτικού φαινομένου, δεν θέτει κανένα περιορισμό, όσο αφορά ζητήματα πίστεως αυτού που αναφέρεται. Η θρησκείες συνιστούν υπαρκτά φαινόμενα, η ύπαρξη των οποίων, σε αντίθεση με την ύπαρξη τού Θείου, δεν μπορούν να δεχθούν καμία αμφισβήτηση. Κάποιος που ασχολείται με την θρησκειολογία, δεν είναι αναγκαίο να είναι φορέας κάποιας πίστεως. Το παρόν ιστολόγιο έχει ως αποκλειστικό χαρακτήρα την αναζήτηση και την διερεύνηση καταστάσεων και όχι την ενίσχυση κάποιων πεπαγιωμένων κατευθύνσεων οπουδήποτε είδους. Τα συμπεράσματα που συνάγονται εδώ, τίθενται επί τάπητος προς συζήτηση στον δημόσιο διάλογο, στην βάση ότι μπορεί αυτά να ισχύουν, ή να μην ισχύουν. Η σκοπιμότητα τής παράθεσής τους εστιάζεται στο να τεθούν ερεθίσματα στην κατεύθυνση να αναπτύξουν οι επισκέπτες την δική τους κριτική σκέψη σχετικά και να διαμορφώσουν οι ίδιοι τις σχετικές τους αντιλήψεις.


2. ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΑ

  Έχω προβεί συχνά σε παράθεση των πιστεύω μου, όχι με στόχο αυτά να κατισχύσουν, επιχειρώντας την εκμετάλλευση τής συμπάθειας κάποιων φίλων απέναντί μου, ή την ανύπαρκτη αυθεντία που μπορεί να έχω, αλλά μόνον για λόγους ειλικρίνειας και για να μην προκύπτουν παρεξηγήσεις σχετικά με τα ελατήρια όσων γράφω. Τυγχάνω μελετητής (στο μέτρο των δυνάμεων μου) τής Πυθαγόρειας και τής Πλατωνικής φιλοσοφίας, οι οποίες εκτιμώ ότι έχουν μεγάλη αξία, υποκλίνομαι ενώπιον τής Διδασκαλίας των Μυστικών Πατέρων τής Ορθοδόξου Εκκλησίας, θεωρώ ότι στα Ευαγγέλια υπάρχουν μαργαρίτες υψηλής σοφίας και θεωρώ θεόπνευστα τα προφητικά βιβλία τής Παλαιάς και τής Καινής Διαθήκης. Σε αυτά τα ζητήματα έχω αναφερθεί εξ άλλου κατ' επανάληψη. Ταυτοχρόνως, ως συστηματικός μελετητής τής θρησκειολογίας έχω διατυπώσει θρησκειολογική πρόταση, με τρόπο που θεωρώ ότι είναι πρωτότυπος, εφόσον δεν έτυχε να συναντήσω διατύπωση αυτής τής πρότασης από κάποιον άλλον. Κατά την εκτίμησή μου και όπως έχω διατυπώσει χαρακτηριστικά, οι θρησκείες δεν είναι μονοσήμαντες, αλλά αποτελούν γαλότσες, που τις φοράει ο κάθε καλοθελητής, για να μεταβεί όπου αυτός επιθυμεί σύμφωνα με τις προαιρέσεις του και όπου αποσκοπεί σύμφωνα με τις στοχεύσεις του. Κατά συνέπεια, οι θρησκείες αποτελούν συγκερασμό σύνθετου και ετερόκλητου περιεχομένου, όσο αφορά την μεγάλη πλειοψηφία τους.. Αποτέλεσμα αυτής τής πρακτικής είναι ΑΥΤΕΣ ΝΑ ΜΗΝ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΑ, ΟΠΩΣ ΑΥΤΑ ΟΡΙΖΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΛΟΓΙΚΗ, ΕΝΩ ΜΕ ΤΡΟΠΟ ΠΟΥ ΘΕΩΡΩ ΑΚΡΩΣ ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΟ ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΑΦΕΤΗΡΙΑ ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΒΑΣΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ. Τι είναι οι “κατηγορίες” σύμφωνα με το “Όργανον” τού Αριστοτέλους και τον τρόπο που αυτές σχετίζονται με τις αρχές τού σώματος αυτών των συγγραμμάτων λογικής, που καθόρισαν σε παγκόσμια πλαίσια τούς ισχύοντες σε συμβατικά πλαίσια κανόνες τής λογικής και δόμησαν εν πολλοίς τον παγκοσμίως κυρίαρχο τρόπο σκέψης, θα παραθέσω στην συνέχεια.

  Όπως μπορεί ίσως να αντιληφθεί αυτός που διαβάζει αυτές τις γραμμές, έχοντας διατυπώσει την θρησκειολογικού περιεχομένου πρόταση περί ετερόκλητου των θρησκειών, αυτό έχει σαν λογική συνέπεια να μην μπορώ για λόγους δεοντολογίας να διατυπώσω θεολογικού περιεχομένου εκτιμήσεις για καμία θρησκεία. Για να πράξω κάτι αντίστοιχο, στοιχειώδης προϋπόθεση θα ήταν, να διαχωρίσω από το προκείμενο θρησκευτικό μείγμα, εκείνο το μέρος, ή εκείνη την εκδοχή, στην οποία εστιάζομαι. Οπότε, θα είχα εγκαταλείψει εκ των πραγμάτων εκείνη την γενικότερη θρησκευτική περιοχή, την πλήρη αποδοχή τής οποίας προϋποθέτει η ανάπτυξη θεολογικού λόγου. Κάποιος που ερευνά με γνώμονα την συνωμοσιολογική μέθοδο, ενσωματώνει εξ ορισμού στον τρόπο, που θεωρεί και χειρίζεται τα φαινόμενα και τις διαδικασίες, το πάγιο δεδομένο, ότι τα κυκλώματα που δρουν υπογείως και υποθαλπτικώς, μονίμως εισχωρούν σε αντίπαλους ιδεολογικούς χώρους και θεσμούς, ή και χώρους, που μπορεί να μην υπάρχει άμεση αντιπαλότητα προς αυτούς, αλλά αυτοί εξασκούν μεγάλη επιρροή, για να υποσκάψουν, να αλλοιώσουν, ή να αλλοτριώσουν, ή ακόμη και να οικειοποιηθούν το περιεχόμενό τους. Αυτή η πρακτική έχει ως συνέπεια, θρησκευτικά πιστεύω, ή ιδεολογικοί σχηματισμοί, ενώ ξεκινούν από συγκεκριμένη αφετηρία, να καταλήγουν στην πορεία τού χρόνου να συγκροτούν ανομοιογενή μείγματα, ή να διασπώνται σε διαφορετικές τάσεις με εμφανώς αντικρουόμενο περιεχόμενο. Κλασσική περίπτωση αποτελούν οι λεγόμενες “χριστιανικές ομολογίες”, όπου η παπική, η προτεσταντική και η Ορθόδοξη εκδοχή τους απέχουν παρασάγγας μεταξύ τους. Το ίδιο ισχύει και για την θρησκεία των ¨Ολύμπιων” θεοτήτων, που οι προσκείμενοι σε αυτήν αποκαλούν κατ' αποκοπήν “πατρώα”, αποδίδοντάς της ιδιότητες “κατηγορίας” σύμφωνα με την Αριστοτελική λογική, ενώ οι Ολύμπιοι αποτελούν, όπως έχω αναφέρει συχνά στο παρελθόν, μείγμα Ουράνιας και Χθόνιας λατρείας. Πλην όμως η Ουράνια και Χθόνια λατρεία υπήρξαν προηγουμένως αντιδιαμετρικά συστήματα, που αμφισβητούσαν μέχρις εσχάτων η μια την άλλη. Η απόδοση στον “πατέρα των θεών” τής διπλής ονομασίας “ο Ζεύς, τού Διός”, ενώ υποδηλώνει σε προφανές επίπεδο την ιδιότητα τού συνέχειν και λύειν, εκφράζει, κατά την εκτίμησή μου, την ετερόκλητη σύνθεση των Ολυμπίων από δυο, όχι μόνον διαφορετικές, αλλά και σκληρά αντιτιθέμενες λατρείες, στα πλαίσια ενός φρούδου συμβιβασμού. Αυτή η σκόπιμη, αλλά εν τέλει τεχνητή συγκόλληση ετερόκλητων λατρευτικών δεδομένων, οδήγησε στην εγκαθίδρυση ενός μείγματος, που ως θρησκεία διερρήγνυε συνεχώς τα ράμματα που την συγκρατούσαν, με αποτέλεσμα το ξέσπασμα σφοδρών συγκρούσεων στα πλαίσια τής Ελλάδος τής Κλασσικής εποχής, όπως συνέβη στην περίπτωση τής θανατώσεως τού Σωκράτους, που επιβλήθηκε από το ιερατείο τού μαντείου των Δελφών. Το ίδιο ισχύει, όπως εξήγησα σε προηγούμενη ανάρτηση και στην περίπτωση τής Εβραϊκής θρησκείας, όπου στα πλαίσια πολλών βιβλίων τής Βίβλου, ανακατεύτηκε ο μονοθεϊστικός Ιεχωβά με τα πολυθεϊστικά ελοχίμ. Και για να θέσω αυτήν την προβληματική χωρίς περιστροφές, όταν αναφερόμαστε σε “Ελληνισμό” εννοούμε τον Ηρακλή, την λερναία ύδρα, ή και τα δυο ταυτοχρόνως;

  Με τούς προηγούμενους εντοπισμούς δεν αποσκοπώ στο ελάχιστο να σχετικοποιήσω, ή να μειώσω την αξία των θρησκειών, ή να προβάλλω προσκόμματα στην ειλικρινή, αμετάκλητη, καθόλα θεμιτή και πλήρως άξιας σεβασμού Πίστη οποιουδήποτε. Μια ρήσις, που εμπερικλείει μια τεράστια αλήθεια, είναι αυτή που διακηρύσσει, ότι “η Πίστις μπορεί να μετακινήσει βουνά”. Ούτε αποσκοπώ να διαχωρίσω την Πίστη από τούς θρησκευτικούς θεσΚΟΙΝΩμούς που αυτή θεσμίζει, όπως οι θρησκευτικές κοινότητες, υποβιβάζοντας την Πίστη σε ατομικό ζητούμενο. Τουναντίον, ο συλλογικός χαρακτήρας τής Πίστεως συνιστά κατά την εκτίμησή μου το κύριο συστατικό της. Και το Εκκλησιαστικό Γεγονός, όπως αυτό έχει ορισθεί από τούς Μυστικούς Πατέρες τής Εκκλησίας, ως “η Παράδοξος Ενότης Αμαρτωλών και Αγίων”, συνιστά μια συνταρακτική αποκάλυψη τής σωτηρίου υποστάσεώς της και τής διαδικασίας μετουσίωσης και ανάτασης των πιστών, που αυτή στα πλαίσια τής Χάριτος επενεργεί.

  Γνωρίζω καλώς, ότι πολλοί φίλες και φίλοι αυτής τής σελίδας πρόσκεινται ευσεβώς στους θεσμούς τής Εκκλησίας τής Ελλάδος και δεν επιθυμώ να προβώ σε κριτική των έξωθεν ιστάμενων παραγόντων, που επιχείρησαν και επιχειρούν να παρέμβουν, χωρίς να έχουν κάποια αντίστοιχη πνευματική δικαιοδοσία στα δεδομένα και στα ζητήματά της. Αυτήν την αποστασιοποίηση από το θέμα αυτό δεν εφαρμόζω για λόγους καιροσκοπισμού, με σκοπό να αποφύγω να στενοχωρήσω, ή πολύ λιγότερο να σκανδαλίσω το εκκλησιαστικό φρόνημα κάποιων, αλλά διότι επιθυμώ να εμμείνω σε ζητήματα θρησκειολογικής υφής, χωρίς να επεκταθώ σε θεολογική προβληματική. Η Ελλάδα διαθέτει δόκιμους και άξιους θεολόγους, οι οποίοι έχουν αναπτύξει μεστό θεολογικό λόγο γι αυτά τα ζητήματα, τα οποία κατά την γνώμη μου έχουν χειριστεί επαρκώς και με πολύ αναλυτικό τρόπο. Από την μελέτη των αντίστοιχων πονημάτων έχω αποκομίσει σημαντικά πνευματικά οφέλη και θεωρώ ότι αξίζει να εξάρω έργα, όπως αυτά τού πατρός Γεωργίου Μεταλληνού και ιδιαίτερα το βιβλίο “Ελλαδικού Αυτοκεφάλου Παραλειπόμενα”, ή αρκετά σχετικά βιβλία τού Χρήστου Γιανναρά, καθώς και την ιστορική μελέτη τού Charles A. Frazee Ορθόδοξος Εκκλησία και Ελληνική Ανεξαρτησία, 1821 – 1852. Πλην όμως δεν μπορώ να αποκρύψω, ότι διακρίνω και κάποιες αδυναμίες στην ανάπτυξη τού θεολογικού λόγου στην Ελλάδα, που οφείλονται κατά την γνώμη μου στην μεγάλη υστέρηση τής μελέτης τής θρησκειολογίας, που επικρατεί γενικότερα.

 


  Μέσα από το πρίσμα που αναφέρθηκε προηγουμένως, τόσο οι περισσότερες θρησκείες, όσο και τα διάφορα φιλοσοφικά συστήματα στην μεγάλη πλειοψηφία τους διατυπώνουν δόγματα, τόσο στην αφετηρία τους, προβάλλοντας αποκαλυπτικό ή αξιωματικό αίτημα, όσο και στην απόληξή τους, δομώντας την διαδικασία με τρόπο, που κατά κανόνα διέπεται είτε από υπερβατική – μεταφυσική συνοχή, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των θρησκειών, είτε από λογική συνέπεια, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των φιλοσοφικών συστημάτων. Εξαίρεση σε αυτήν την διαδικασία αποτελούν κάποιες θρησκείες, αλλά και κάποια φιλοσοφικά συστήματα, που αντιμετωπίζουν με ανοικτό τρόπο τις επιγνώσεις και τα συμπεράσματα που συνάγουν. Χαρακτηριστική περίπτωση τέτοιας θρησκείας είναι ο Βουδισμός. Ο Βούδας, όταν πέθαινε, παρέδωσε επιταγή στους μαθητές του με την ρήση “σκοτώστε με”, εννοώντας να αποφύγουν αυτοί να εγκλωβίσουν την διδασκαλία του σε αυστηρά διατυπωμένα σχήματα. Αντιθέτως στα Ευαγγέλια αναφέρεται η επιταγή τού Ιησού Χριστού, ότι, “Έστω κι αν παρέλθει η γη και οι αστέρες, από την Διδασκαλία Μου δεν μπορεί να εκλείψει ούτε μια κεραία” (εννοώντας την υπογεγραμμένη). Εξαίρεση στην τάση αναγωγής των συμπερασμάτων τους σε δόγμα εφάρμοσαν επίσης πολλές φιλοσοφικές σχολές, που αναπτύχθηκαν στα πλαίσια τού κλασσικού Ελληνικού Πνεύματος, επιλέγοντας την γόνιμη ζύμωση και τον διάλογο ως μέθοδο ανάπτυξης τής προβληματικής. Σε πλήρη αντίθεση με αυτήν την πρακτική βρίσκεται το φιλοσοφικό σύστημα που συνέστησε ο Αριστοτέλης. Όπως θα αναλύσω στην συνέχεια, αυτό το σύστημα αποτέλεσε, κατά την εκτίμησή μου, την κύρια βάση, επί τής οποίας αναπτύχθηκαν οι μετέπειτα ανά τούς αιώνες διαφόρων ειδών και αποχρώσεων δογματικές εκφορές. Θεμέλιο λίθο τού δογματισμού, που κυοφόρησε και συνέστησε η φιλοσοφία τού Αριστοτέλη, αποτελούν τα συγγράμματα λογικής, που εκπόνησε αυτός και συγκέντρωσαν μεταγενέστεροι ερμηνευτές του στο “Όργανον”. Σε αυτήν την πορεία, που οδήγησε στην καθιέρωση τής λεγόμενης “Νοησιαρχίας” καθοριστικό ρόλο επιτέλεσε ο René Descartesο οποίος διατύπωσε στο έργο του „Discours de la méthode“ (“Πραγματεία περί τής Μεθόδου”) την πρόταση ότι, “Ότι αποδεικνύεται με μαθηματικό τρόπο ισχύει, χωρίς να επιδέχεται αυτό αμφισβήτηση”. Χαρακτηριστικά διατυπώνει ο Καρτέσιος στην εισαγωγή αυτού τού βιβλίου την εκτίμηση, ότι “Αυτό που διένειμε περισσότερο απλόχερα από κάθε τι άλλο ο Θεός σε κάθε άνθρωπο, είναι η ικανότητα τής λογικής”. Στον αντίποδα αυτής τής ρήσης, βρίσκεται μια ρήση τού Albert Einsteinο οποίος με την εκπόνηση των δυο Θεωριών περί Σχετικότητος που ανέπτυξε (ασχέτως εάν αυτός αντέγραψε σε μεγάλο βαθμό επιγνώσεις προηγούμενων επιστημόνων, χωρίς ποτέ να το παραδεχτεί δημοσίως) έθεσε υπό μαζική αμφισβήτηση ένα σωρό βεβαιότητες, που ίσχυαν ως αυτονόητες προηγουμένως. Όταν ερωτήθηκε ο Αϊνστάιν, κατά πόσο έχει το σύμπαν κάποιο συγκεκριμένο πέρας, αυτός απάντησε, ότι "ενώ δεν γνωρίζει σχετικά με το κατά πόσο μπορεί να αποδοθεί στο σύμπαν κάποιος πέρας, αυτό που μπορεί να πιστοποιήσει, είναι ότι η ανθρώπινη βλακεία δεν έχει όρια”. Πλην όμως μεταξύ των ισχυρισμών τού Καρτέσιου και τού Αϊνστάιν είχαν παρεμβληθεί δυο παγκόσμιοι πόλεμοι, οι οποίοι είχαν κλονίσει την δημόσια εμπιστοσύνη στην “απέραντη” ανθρώπινη σωφροσύνη. Την ίδια περίπου περίοδο με την διατύπωση των Θεωριών περί Σχετικότητος είχε διατυπώσει και ο γίγας τής μαθηματικής λογικής Kurt Gödel, την λεγόμενη “Αρχή τής μη Πληρότητος”αναιρώντας εκ βάθρων τις Καρτεσιανές βεβαιότητες. Σύμφωνα με αυτήν “Δεν είναι δυνατόν να αποδειχθεί για κανένα σύστημα η ισχύς του, εκκινώντας από τα στοιχεία που αυτό περιέχει”.

 

  Σύμφωνα με την "Ειδική Θεωρία τής Σχετικότητος" δεν υπάρχουν ευθείες γραμμές στο σύμπαν, παρά μόνον καμπύλες. Η Ευκλείδια γεωμετρία αντιμετωπίζεται από αυτήν την θεωρία ως οριακή περίπτωση τόξων μικρών γωνιών στην περιφέρεια κύκλου, που έχει τεράστιου μεγέθους ακτίνα. Αυτό ισχύει επίσης για κατευθύνσεις που αντιλαμβανόμαστε ως ευθείες επάνω στην γη, επειδή αδυνατούμε να συλλάβουμε την καμπυλότητά της. Ως εκ τούτου δεν υπάρχει παραλληλία, εφόσον δεν υπάρχουν ευθείες. Την καμπύλωση στην μετάδοση των ηλεκτρομαγνητικών κυμμάτων προσμετρούν και οι συσκευές GPS, κατά την μετάδοση αυτών των κυμμάτων από τούς δορυφόρους στην γη, ώστε να εντοπίσουν με ορθό τρόπο το στίγμα τής συσκευής.

  Η πλήρης σχεδόν επικράτηση τής νοησιαρχίας, αλλά και τού Αγγλικού εμπειρισμού, που εξύψωσε υπέρμετρα την διαδικασία τής διερεύνησης των φυσικών νόμων μέσω πειραματικών μεθόδων κατά την διάρκεια τού 18ου και τού 19ου αιώνα οδήγησε σε μια αναγωγή τού υλισμού σε δόγμα, ωθώντας την ανάπτυξη των επιστημών σε υποκατάσταση των θρησκειών σε σημαντικότατο βαθμό. Οι επιστημονικές επιγνώσεις ανακηρύχθηκαν σε αδιαμφισβήτητα θέσφατα, που θα οδηγούσαν στην πλήρη αποκατάσταση των ανθρώπινων ονείρων, εγκαθιστώντας το πρόγραμμα των τεκτονικών στοών τής Γαλλίας πριν και κατά την διάρκεια τής Γαλλικής Επανάστασης, που είχε διακηρύξει την κατίσχυση τού “θεού τής λογικής”Και ενώ οι επιστημονικές αντιλήψεις, στις οποίες οδήγησαν οι επιστημονικές ανακαλύψεις στις αρχές τού 20ου αιώνα, οδήγησαν στην πλήρη αναθεώρηση τής απόλυτης και δογματικής αντιμετώπισης των επιστημονικών επιτευγμάτων, που ξεκίνησε μια πορεία να αποδίδεται σχετική αξία στις εκάστοτε επιστημονικές θεωρίες, οι οποίες ίσχυαν μέχρι τής αντικατάστασής τους από άλλες νεώτερες, που μπορούσαν να αποδίδουν την πραγματικότητα με περισσότερο ακριβή τρόπο, δυστυχώς στον τομέα των κοινωνικών θεωριών και των πολιτικών οραμάτων εξακολούθησε να κυριαρχεί ο δογματισμός, που είχε επικρατήσει στην διάρκεια των προηγούμενων αιώνων. Οι ισχύουσες κοινωνικές θεωρίες στην διάρκεια τού πρώτου μισού τού 20ου αιώνα εξακολούθησαν να αντιμετωπίζονται με πίστη, που αναλογούσε σε θρησκείες. Την αδιάσειστη εμπιστοσύνη στον ρυθμιστικό ρόλο των διαδικασιών, που επικρατούν στην ελεύθερη αγορά, στις οποίες αποδιδόταν η ικανότητα να μπορούν να εξομαλύνουν από μόνες τους τις ανισότητες των οικονομικών κύκλων, ήλθε να κατακρημνίσει η οικονομική κρίση τού 1929. Αλλά την αμέριστη εμπιστοσύνη στους νόμους τής ελεύθερης αγοράς, ήλθε μετά την καταβαράθρωσή της να αντικαταστήσει ως νέα θρησκεία η εμπιστοσύνη στον κρατικό παρεμβατισμό, που οδήγησε σε μια υπερδιόγκωση τού ρόλου τού κράτους και στην εγκατάσταση τής λεγόμενης “καταναλωτικής κοινωνίας”. Όταν κατέρρευσαν και αυτά τα είδωλα, εισέβαλαν εκ νέου ως ελέφαντες σε υαλοπωλείο οι θιασώτες των παλαιών και παρωχημένων συνταγών φιλελευθεροποίησης τής οικονομίας, με την προώθησε τής ατζέντας των ιδιωτικοποιήσεων και τής διεθνοποίησης των αγορώνΑπόληξη αυτού τού μοντέλου ήταν η παγκοσμιοποίηση, που ενώ προωθήθηκε ως πανάκεια και θέσφατο, κατέρρευσε παταγωδώς στην εποχή μας, οδηγώντας σε υπερχρέωση των μεγάλων οικονομιών και σχεδόν πλήρη εξαφάνιση τής πραγματικής οικονομίας και τής μεσαίας τάξεως. Το δυστοπικό μοντέλο τής κυριαρχίας τού “τουρμποκαπιταλισμού” και τού εύκολου πλουτισμού μέσω τής εμπορίας “παραγώγων” και τής παρασιτικής προσκόλλησης διεφθαρμένων στρωμάτων στις κρατικές παροχές και στο δημόσιο πλιάτσικο μέσω τής εγκαθίδρυσης αντικοινωνικών δομών, όπως οι ΜΚΟ και η σύμφυση τω εναπομεινάντων ερειπίων τής οικονομίας με τα συνδικάτα τού εγκλήματος, όπου οι μεγαλοεπιχειρηματίες αναδείχθηκαν σε βαρόνους ναρκωτικών, προκαθήμενους συμμοριών που αναλαμβάνουν συμβόλαια θανάτων και διευθυντές στα κυκλώματα εμπορίας ανθρώπων και ανθρωπίνων οργάνων, οδήγησε στην τρέχουσα φάση, στην κατίσχυση τής πλήρους “αθεΐας”, μέσω αμφισβήτησης κάθε προηγουμένως καθαγιασμένου στρεβλού θέσφατου και δόγματος απατηλής “ευημερίας”, αφήνοντας ως μόνη προοπτική το ξεπούλημα παντός επιστητού και υπάρχοντος και την θεσμοθέτηση τής ακατάσχετης ικανοποίησης πάσης σεξουαλικής διαστροφής.

   Αλλά όσο παταγώδης κι αν ήταν η αποτυχία των κάθε είδους συστημικών δογματισμών, άλλο τόσο παταγώδης αποδείχθηκαν και οι δογματισμοί, που επικαλούνταν αντισυστημικό πρόσημο. Ο δογματισμός των βασικών κοινωνικών θεωριών και κινημάτων με φρούδο αντισυστημικό πρόσημο ξεπέρασε σε τέτοιο βαθμό κάθε όριο, που αυτά έτειναν να αξιώνουν θρησκευτικού τύπου ισχύ. Ο Έριχ Φρομ στην κριτική που εξασκεί στην Μαρξιστική θεωρία και στο κομμουνιστικό κίνημα, τούς αποδίδει τόσο μεσσιανικές τάσεις, όσο και εσχατολογικού τύπου αυταπάτες, που ανταποκρίνονται σε τελευταία ανάλυση σε θρησκείες. Το ρόλο ενός θρησκευτικού μεσσία ανέλαβε στην περίπτωσή τους το λεγόμενο “τέρας με τα πέντε κεφάλια”. Στις κόκκινες σημαίες είχαν αναρτηθεί τα κεφάλια των Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν, Στάλιν και Μάο Τσε Τουνγκ, στους οποίους αποδιδόταν η απόλυτη αυθεντία στην πορεία χειραφέτησης τής ανθρωπότητος από οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά δεσμά. Και ως υποκατάστατο τής Δευτέρας Παρουσίας λειτουργούσε το εσχατολογικό δόγμα τής επικράτησης τού κομμουνισμού σε παγκόσμιο επίπεδο, ως αποτέλεσμα του δόγματος μιας αναπότρεπτης εξέλιξης, στην οποία οδηγούν “οι σιδερένιοι νόμοι τού καπιταλισμού” σύμφωνα με την χαρακτηριστική τελεολογία τού Λένιν. 

 Θα μπορούσαμε άνετα να ισχυριστούμε, ότι η εποχή που ζούμε χαρακτηρίζεται από την καταρράκωση τού συνόλου των ειδώλων, που η ανθρώπινη πρακτική ανέβασε με άκριτο τρόπο σε βάθρα δογματισμού, χτίζοντας επάνω σε βεβαιότητες, που αποδείχτηκαν στο τέλος απατηλές και οδήγησαν σε αδιέξοδα, η αντιμετώπιση των οποίων απαιτεί μια τελείως διαφορετικού τύπου προσέγγιση των δεδομένων, από αυτήν που επικράτησε στο παρελθόν.


Υπάρχουν περισσότεροι τρόποι για να προσπαθήσει κάποιος να περάσει στην πίσω μεριά ενός τοίχου. Ένας από αυτούς είναι να κάνει χρήση τού ανοίγματος τής πόρτας.

3. ΟΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΠΟΥ ΠΡΟΗΓΗΘΗΚΑΝ ΓΙΑ ΝΑ ΕΞΟΜΑΛΥΝΘΟΥΝ ΚΑΠΟΙΑ ΑΔΙΕΞΟΔΑ


Η κριτική που εξασκήθηκε προηγουμένως εδώ, τόσο στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα, όσο και στο κομμουνιστικό ως αντίπαλο δέος, παρόλο που έγινε με σκληρό τρόπο, δεν αποσκοπεί να αμφισβητήσει ολοκληρωτικά και κατ' αποκοπήν αυτά τα δυο συστήματα, μηδενίζοντας κάθε πτυχή τουςΗ κριτική αυτή εστιάζεται στον δογματικό και απόλυτο τρόπο, βάσει τού οποίου οι εκατέρωθεν ιθύνοντες και υποστηρικτές τους απολυτοποίησαν τις εκτιμήσεις τους όσο αφορά την ποιότητα και την ισχύ τους, προσπαθώντας ταυτοχρόνως πέρα από τον καθαγιασμό τής ταυτότητός τους να δαιμονοποιήσουν το ένα το άλλο, όχι μόνον αποδίδοντάς του πλήρη απαξίωση, αλλά και θεωρώντας, ότι το αντίπαλο δέος αποτελεί την κατ' εξοχήν πηγή τού κακού και απεργάζεται τεράστιους κινδύνους για την συνολική ανθρωπότητα. Εάν επιχειρούσα την πλήρη απαξίωση κάθε στοιχείου και πτυχής των δυο αυτών συστημάτων, αυτό που θα πετύχαινα με την προσπάθεια να αμφισβητήσω την εμμονή τους στον δογματισμό, θα ήταν να προβώ ο ίδιος στην σύσταση δογματικών θεωρήσεων, αντιπαραβάλλοντας στον δογματισμό ένα άλλον αντίπαλο δογματισμό ως “αντιδογματισμό”, αναπαράγοντας παρόμοια στερεότυπα. Αντιθέτως εκτιμώ, ότι και τα δυο αυτά συστήματα, είχαν το καθένα σε διαφορετική βάση και κατά περιόδους αναμφισβήτητα θετικά στοιχεία και κατάφεραν σε συγκεκριμένες χρονικές φάσεις να στήσουν βιτρίνες τού εαυτού τους, που άσκησαν μεγάλη αίγλη σε τεράστιο αριθμό ανθρώπων παγκοσμίως. Η κεφαλαιοκρατία κατάφερε με την εγκαθίδρυση τού κοινωνικού κράτους και την συνεχή επέκταση τής καταναλωτικής κοινωνίας μεταπολεμικά, να προωθήσει σοσιαλδημοκρατικές και “φιλελεύθερες” κυβερνήσεις, που φαίνονταν ότι αμβλύνουν σε μεγάλο βαθμό τις κοινωνικές αντιθέσεις, παρέχοντας οφέλη σε πλατιά κοινωνικά στρώματα και επιτυγχάνοντας με αυτόν τον τρόπο την ευρεία αποδοχή τους. Αλλά και το κομμουνιστικό μπλοκ με την αντίστοιχη ιδεολογία πέτυχε να αποκτήσει σημαντική αίγλη στα τέλη τής δεκαετίας τού '60 και στις αρχές τού '70, όταν μετά την εξέγερση τής νεολαίας στις ανεπτυγμένες βιομηχανικά χώρες και την επικράτηση των εθνικοαπελευθερωτικών δυνάμεων το 1974 στο Βιετνάμ, ξεκίνησε να πνέει ένας ιδιαίτερα ευνοϊκός άνεμος γι αυτό το μοντέλο και την αριστερή ιδεολογία σε μεγάλο ποσοστό διανοούμενων και λαϊκών στρωμάτων, ακόμη και μέσα στα μεγάλα κέντρα τής δύσης, που οι τάσεις αμφισβήτησης δεν είχαν επικρατήσει μόνον ως πολιτικά οράματα, αλλά και ως μόδα. Παρόλα όμως τα επί μέρους, πλην όμως αξιόλογα επιτεύγματά τους, ο δογματισμός που είχε συνεπάρει και τα δυο αυτά στρατόπεδα, τα εμπόδισε να εξαργυρώσουν μακροπρόθεσμα τα οφέλη που προέκυψαν από αυτά, με αποτέλεσμα να οδηγηθούν στην συνέχεια σε κρίσεις διαρκείας, η επέκταση και εμβάθυνση των οποίων οδήγησε σε αποτελμάτωση. Το πρόβλημα που επισύρει ο δογματισμός μέσω τού εγκλωβισμού σε στερεότυπα, είναι η αποστέωση. Όταν αφαιρεθούν από τα οστά οι μεις, τότε ακινητοποιείται το σύστημα, χάνοντας την ευκινησία να προσαρμόζεται σε νέες συνθήκες, δεδομένα και προκλήσεις. Αυτή η στασιμότητα οδηγεί βαθμηδόν στην ύφεση και στον μαρασμό των φαινομένων και συστημάτων που την υφίστανται, αφού έχει προηγηθεί εντατική υποβολή από αυτά πρώτα στον εαυτό τους, αλλά και στους άλλους, τον καθαγιασμό των επιλογών τους και την ανύπαρκτη παντοδυναμία τους. Το βασικότερο που αδυνατεί να αναγνωρίσει ο δογματισμός όσο αφορά την πορεία τού χρόνου, εγκλωβίζοντας σε υποτιθέμενα αναμφισβήτητα σχήματα ψευδούς αιώνιας ισχύος, είναι ο κύκλος τής εξέλιξης. Αυτή διέπεται πάντοτε από την διαδικασία τής γέννησης, τής ανάπτυξης, τής ωρίμανσης, τού μαρασμού και τού θανάτου. Ο πρόεδρος τού κομμουνιστικού κόμματος τής Κίνας Μάο Τσε Τουνγκ είχε διακηρύξει κατά την δεκαετία τού '60 ως επαναστατικό πρόταγμα την ρήση, “Το λουλούδι μαραίνεται και δεν μπορεί τίποτε να το σταματήσει”. Αυτό που δεν μπόρεσε να κατανοήσει, εγκλωβισμένος και αυτός στα δικά του δογματικά στεγανά, είναι, ότι αυτή η σοφή διαπίστωση ισχύει εξ ίσου και για τον ίδιον, αλλά κυρίως και για το μοντέλο που αυτός συνέστησε, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει η Κίνα μια τελείως μεταλλαγμένη πορεία, σε σύγκριση με όσα καθόριζε αυτό το μοντέλο. 

 

 Lenin-Denkmal: Ausgebuddelter Kopf jetzt in Berliner Museum - WELT

 

Συνεχίζεται...

https://bostopel.blogspot.com/

2 σχόλια: