Μια για όλους είναι η ουσία. του Πάσχα. Ένα το γεγονός, κοινή η πίστη, την ίδια Ανάσταση προσκυνά, σ’ όποιο
σημείο της γης κι αν βρίσκεται, ο χριστιανός. Κάνετε όμως ότι τη μέρα της
Λαμπρής τοποθετείτε τον εαυτό σας έξω από τον ελληνικό χώρο, κι’ αμέσως τη γιορτή
αυτή, με το ίδιο νόημα και περιεχόμενο για όλους, θα τη νιώσετε σαν κάτι ξένο
από σας. Ένας ο Θεός, μια η πίστη, ένα το θαύμα. Αν όμως σας τύχη τη μέρα του
εορτασμού να βρεθήτε μακρυά από την Ελλάδα, σε κανένα Χαρτούμ ή σε καμμιά
Ζυρίχη, θα αισθανθήτε να πέφτη η ψυχική σας θερμοκρασία. Κάτι σας λείπει. Η
γεύση της γιορτής. Τη συλλαμβάνετε εγκεφαλικά· δεν τη γεύεσθε, δεν τη ζήτε.
Είναι γιορτές που προσφέρονται
περισσότερο στη διεθνοποίηση. Όπως, έξαφνα, τα Χριστούγεννά μας. Τα φραγκέψαμε
με τα δέντρα και τα ρεβεγιόν. Το Πάσχα έχει πολύ Ρωμέικο μέσα του για ν’ ανθέξη
σε προσαρμογές. Ζούμε σε αιώνα που κατάργησε τις αποστάσεις. Μοιραία δε
συνέπεια της καταργήσεως αυτής είναι και η κάμψη των εθίμων μας. Η πυκνή επαφή
και η αλληλογνωριμία ασκούν αφομοιωτική επίδραση στους ανθρώπους.
Το Πάσχα τών Ελλήνων μη το φοβάστε. Είναι το τελευταίο που θα υποστή την αφομοίωση. Θα
μείνη κάτι απ’ αυτό. Θα μείνη γιατί είναι η γιορτή που δεν πηγάζει μόνο από τις
σελίδες του Ευαγγελίου· αναπηδά και από τη φύση, τη φύση την ελληνική. «Η Νύχτα
των Παθών μα και τ’ Απρίλη η νύχτα», τραγουδά ο Παλαμάς. Η γιορτή που ξεκινά
από τους ουρανούς, για να σμίξη με την πνοή της ανοίξεως, κι’ έτσι,
ολοκληρωμένη, να μας εμποτίση με την ουράνια και τη γήινη υπόστασή της. Το
ξέρουμε. Δεν είναι ελληνική επινόηση η άνοιξη. Ούτε την τοποθετούμε πάνω από
των άλλων χωρών τις ανοίξεις. Δεν τη λέμε καλύτερη, τη λέμε διαφορετική από τις
άλλες. Με δική της φυσιογνωμία, με το χρώμα της, με το άρωμα, με την ένταση των
φώτων της. Μέσα στο κλίμα της ελληνικής ανοίξεως και το Πάσχα, συγκερασμένο μ’
αυτήν, συνυφασμένο, ζυμωμένο και αναπόσπαστα δεμένο μαζί της. Κάνετε πως το
χωρίζετε και χάνετε την ατμόσφαιρα, την εξωτερική μορφή του.
' decoding=async loading=lazy class=" wp-image-202305428 horizontal aligncenter"
v:shapes="_x0000_i1027">
Πάσχα, Κυρίου Πάσχα, αλλά και Ελλήνων Πάσχα. Θα ατονήση η ευφορία που δίνει
στην ψυχή η μέρα, αν ζήσετε το ένα χωρίς το άλλο. Θέλει τα φυσικά του πλαίσια
για να δονήση τις χορδές. Θέλει την ανθισμένη του αχλαδιά, τα ψηλωμένα στάχυα,
το ανθισμένο θυμάρι. Θέλει Αιγαίο που ν’ αχνίζη κάτω από τη μαγιάτικη ευδία.
Θέλει βέλασμα προβάτου, το σκίρτημα του εριφίου· θέλει την παπαρούνα του, που
θα υψώση τα κόκκινα λάβαρά της την ώρα της Αναστάσεως, το χαμομήλι που θα
προσπέση στα πόδια του Ιησού, μόλις τον δη ν’ αναδύεται από τον τάφο Του· θέλει
τα μύρτα του για να στολίσουνε τις πόρτες των ναών, τις δάφνες του για να τις
ρίξουμε στα μάρμαρα των εκκλησιών και να τρίξουν καθώς τις πατούμε, να
ευωδιάζουν όταν περνούμε από πάνω τους. Θέλει φτερούγισμα πεταλούδας, βουτιές
χελιδονιών στο γαλάζιο, αναστάσιμα που ψάλλουν αηδόνια, άρωμα κέδρου και
κυπαρισσιού, κνίσσα αμνού που ροδίζει στη φωτιά.
Του χρειάζεται ακόμα η ελιά, το
πεύκο, η συκιά, το πουρνάρι και, πιο πολύ, η σπατάλη του φωτός – η μόνη σπατάλη
που επιτρέπει ο Βράχος μας: «Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανοί τε και γη και
καταχθόνια». Η πιο φωτεινή γιορτή, γι’ αυτό και η πιο ελληνική. Δεν σηκώνει
ομίχλες αυτή· ούτε φράκο σηκώνει. Η φουστανέλα, το επίσημο ένδυμά της. Ένα
χωριό ακουμπισμένο στη ράχη του βουνού, μυρωδιά σταύλου, ξωκκλήσια και μοναστήρια,
φιγούρες καλόγερων, τα τσαμπιά της γλυσίνας και της πασχαλιάς, μπαρούτι
βαρελότου, βασανισμένες μορφές χωρικών που έγδαραν τα μάγουλα στο ξύρισμα και
–κομμάτια να γίνη, μια μέρα είναι αυτή– μοσχοβολούν λεβάντα του βουνού και
πράσινο σαπούνι.
Θέλει ακόμα το Πάσχα γνώριμο
περιβάλλον, τον τόπο των αναμνήσεων και των παραδόσεων, το «Χριστός Ανέστη» στη
γλώσσα μας, τις ψαλμωδίες από τα χείλη παπά δικού μας. Και για να τα πούμε όλα,
θέλει και μια γαλανόλευκη πάνω στο καμπαναριό. Καλά-κακά, αυτό είναι. Έτσι τα
καταφέραμε, να σμίξουμε θρησκεία και πατρίδα. Πάσχα Κυρίου, αλλά και Ρωμέικο
Πάσχα. Χωρίζοντας το ένα από το άλλο αφαιρείτε από το Πάσχα τη «Λαμπρή», που
είναι βασικό γνώρισμά του.
*Κείμενο του Παύλου Παλαιολόγου
για το Πάσχα, το Πάσχα των Ρωμιών, τη μεγάλη γιορτή του Ευαγγελίου αλλά και της
φύσης. Έφερε τον τίτλο «Ουράνιο και γήινο» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα
«Το Βήμα» στις 6 Μαΐου 1956, ανήμερα το Πάσχα.
πηγή in.gr
Μια για όλους είναι η ουσία. Πάσχα. Ένα το γεγονός, κοινή η πίστη, την ίδια Ανάσταση προσκυνά, σ’ όποιο σημείο της γης κι αν βρίσκεται, ο χριστιανός. Κάνετε όμως ότι τη μέρα της Λαμπρής τοποθετείτε τον εαυτό σας έξω από τον ελληνικό χώρο, κι’ αμέσως τη γιορτή αυτή, με το ίδιο νόημα και περιεχόμενο για όλους, θα τη νιώσετε σαν κάτι ξένο από σας. Ένας ο Θεός, μια η πίστη, ένα το θαύμα. Αν όμως σας τύχη τη μέρα του εορτασμού να βρεθήτε μακρυά από την Ελλάδα, σε κανένα Χαρτούμ ή σε καμμιά Ζυρίχη, θα αισθανθήτε να πέφτη η ψυχική σας θερμοκρασία. Κάτι σας λείπει. Η γεύση της γιορτής. Τη συλλαμβάνετε εγκεφαλικά· δεν τη γεύεσθε, δεν τη ζήτε.
Είναι γιορτές που προσφέρονται περισσότερο στη διεθνοποίηση. Όπως, έξαφνα, τα Χριστούγεννά μας. Τα φραγκέψαμε με τα δέντρα και τα ρεβεγιόν. Το Πάσχα έχει πολύ Ρωμέικο μέσα του για ν’ ανθέξη σε προσαρμογές. Ζούμε σε αιώνα που κατάργησε τις αποστάσεις. Μοιραία δε συνέπεια της καταργήσεως αυτής είναι και η κάμψη των εθίμων μας. Η πυκνή επαφή και η αλληλογνωριμία ασκούν αφομοιωτική επίδραση στους ανθρώπους.
Το Πάσχα μη το φοβάστε. Είναι το τελευταίο που θα υποστή την αφομοίωση. Θα μείνη κάτι απ’ αυτό. Θα μείνη γιατί είναι η γιορτή που δεν πηγάζει μόνο από τις σελίδες του Ευαγγελίου· αναπηδά και από τη φύση, τη φύση την ελληνική. «Η Νύχτα των Παθών μα και τ’ Απρίλη η νύχτα», τραγουδά ο Παλαμάς. Η γιορτή που ξεκινά από τους ουρανούς, για να σμίξη με την πνοή της ανοίξεως, κι’ έτσι, ολοκληρωμένη, να μας εμποτίση με την ουράνια και τη γήινη υπόστασή της. Το ξέρουμε. Δεν είναι ελληνική επινόηση η άνοιξη. Ούτε την τοποθετούμε πάνω από των άλλων χωρών τις ανοίξεις. Δεν τη λέμε καλύτερη, τη λέμε διαφορετική από τις άλλες. Με δική της φυσιογνωμία, με το χρώμα της, με το άρωμα, με την ένταση των φώτων της. Μέσα στο κλίμα της ελληνικής ανοίξεως και το Πάσχα, συγκερασμένο μ’ αυτήν, συνυφασμένο, ζυμωμένο και αναπόσπαστα δεμένο μαζί της. Κάνετε πως το χωρίζετε και χάνετε την ατμόσφαιρα, την εξωτερική μορφή του.
Πάσχα, Κυρίου Πάσχα, αλλά και Ελλήνων Πάσχα. Θα ατονήση η
ευφορία που δίνει στην ψυχή η μέρα, αν ζήσετε το ένα χωρίς το άλλο. Θέλει τα
φυσικά του πλαίσια για να δονήση τις χορδές. Θέλει την ανθισμένη του αχλαδιά,
τα ψηλωμένα στάχυα, το ανθισμένο θυμάρι. Θέλει Αιγαίο που ν’ αχνίζη κάτω από τη
μαγιάτικη ευδία. Θέλει βέλασμα προβάτου, το σκίρτημα του εριφίου· θέλει την
παπαρούνα του, που θα υψώση τα κόκκινα λάβαρά της την ώρα της Αναστάσεως, το
χαμομήλι που θα προσπέση στα πόδια του Ιησού, μόλις τον δη ν’ αναδύεται από τον
τάφο Του· θέλει τα μύρτα του για να στολίσουνε τις πόρτες των ναών, τις δάφνες
του για να τις ρίξουμε στα μάρμαρα των εκκλησιών και να τρίξουν καθώς τις
πατούμε, να ευωδιάζουν όταν περνούμε από πάνω τους. Θέλει φτερούγισμα
πεταλούδας, βουτιές χελιδονιών στο γαλάζιο, αναστάσιμα που ψάλλουν αηδόνια,
άρωμα κέδρου και κυπαρισσιού, κνίσσα αμνού που ροδίζει στη φωτιά.
Του χρειάζεται ακόμα η ελιά, το πεύκο, η συκιά, το πουρνάρι
και, πιο πολύ, η σπατάλη του φωτός – η μόνη σπατάλη που επιτρέπει ο Βράχος μας:
«Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανοί τε και γη και καταχθόνια». Η πιο φωτεινή
γιορτή, γι’ αυτό και η πιο ελληνική. Δεν σηκώνει ομίχλες αυτή· ούτε φράκο
σηκώνει. Η φουστανέλα, το επίσημο ένδυμά της. Ένα χωριό ακουμπισμένο στη ράχη
του βουνού, μυρωδιά σταύλου, ξωκκλήσια και μοναστήρια, φιγούρες καλόγερων, τα
τσαμπιά της γλυσίνας και της πασχαλιάς, μπαρούτι βαρελότου, βασανισμένες μορφές
χωρικών που έγδαραν τα μάγουλα στο ξύρισμα και –κομμάτια να γίνη, μια μέρα
είναι αυτή– μοσχοβολούν λεβάντα του βουνού και πράσινο σαπούνι.
Θέλει ακόμα το Πάσχα γνώριμο περιβάλλον, τον τόπο των αναμνήσεων και των παραδόσεων, το «Χριστός Ανέστη» στη γλώσσα μας, τις ψαλμωδίες από τα χείλη παπά δικού μας. Και για να τα πούμε όλα, θέλει και μια γαλανόλευκη πάνω στο καμπαναριό. Καλά-κακά, αυτό είναι. Έτσι τα καταφέραμε, να σμίξουμε θρησκεία και πατρίδα. Πάσχα Κυρίου, αλλά και Ρωμέικο Πάσχα. Χωρίζοντας το ένα από το άλλο αφαιρείτε από το Πάσχα τη «Λαμπρή», που είναι βασικό γνώρισμά του.
*Κείμενο του Παύλου Παλαιολόγου για το Πάσχα, το Πάσχα των
Ρωμιών, τη μεγάλη γιορτή του Ευαγγελίου αλλά και της φύσης. Έφερε τον τίτλο
«Ουράνιο και γήινο» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 6 Μαΐου
1956, ανήμερα το Πάσχα.
πηγή in.gr
Αγαπητή Φωτεινή,
ΑπάντησηΔιαγραφήΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ, σού εύχομαι Χρόνια Πολλά με υγεία, χαρά και δημιουργικότητα. Η παρουσία σου ομορφαίνει την ζωή πολλών ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένης και την δική μου.
Αληθώς Ανέστη!!χρονια πολλά και κάθε ευλογία στο σπιτικό σου..σ ευχαριστω και σε εχω στην καρδιά μου!!
ΑπάντησηΔιαγραφή