Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

ΜΥΣΤΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΚΑΙ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ[Μέρος Β΄]

Τα παρασκήνια της ιστορίας του Ελευθεροτεκτονισμού
Ο Τεκτονισμός (ή Μασονία εκ του αγγλικού όρου Masonry) ή Ελευθεροτεκτονισμός (Freemasonry) είναι η μεγαλύτερη και μακροβιότερη οργάνωση του Δυτικού μυστικισμού. Η βασική οργανωτική μονάδα του Τεκτονισμού ονομάζεται, ανάλογα με το Τεκτονικό τάγμα, Στοά (Lodge), Περιστύλιο (Chapter), Συμβούλιο (Council), Σκήνωμα (Preceptory) κ.λπ. Σε κάθε χώρα, οι επιμέρους Στοές οργανώνονται συνήθως υπό την αιγίδα μιας ενιαίας εθνικής διοικητικής Αρχής η οποία ονομάζεται Μεγάλη Στοά (Grand Lodge) ή Μεγάλη Ανατολή (Grand Orient), ανάλογα με το ακολουθούμενο μοντέλο διοίκησης.

Σύμφωνα με τα Τεκτονικά τυπικά που χρησιμοποιούνται από την Ηνωμένη Μεγάλη Στοά της Αγγλίας και από πολλές άλλες Μεγάλες Στοές Ελευθεροτεκτόνων, ο μυούμενος, κατά τη μύησή του στον Συμβολικό Τεκτονισμό, μαθαίνει ότι ο Ελευθεροτεκτονισμός υπήρχε κατά την εποχή που ο Βασιλέας Σολομών έκτισε τον Ναό της Ιερουσαλήμ, ότι οι Τέκτονες που τον έκτισαν ήταν χωρισμένοι σε οργανωτικές μονάδες που ονομάζονταν Στοές και ότι ο Σολομών, Βασιλέας του Ισραήλ, ο Χιράμ, Βασιλέας της Τύρου, και ο Χιράμ Αμπίφ, Αρχιτέκτων του Ναού, διοικούσαν εκείνες τις Στοές ως ίσοι Μεγάλοι Διδάσκαλοι. Επίσης, τα Τεκτονικά τυπικά ορίζουν τον Ελευθεροτεκτονισμό ως ένα συμβολικό ηθικό σύστημα. Κάθε Τεκτονικός βαθμός μεταδίδει κάποιες διδασκαλίες μέσα από δράματα τα οποία, με θεατρικό τρόπο, σύμβολα και αλληγορίες, αποκαλύπτουν και εξηγούν αρχές της Αδελφότητας. Τα Τεκτονικά τυπικά δεν αποτελούν ιστορικές διατριβές, αλλά διδακτικά συμβολικά και μυθολογικά συστήματα, που αντανακλούν και εκφράζουν τη νοοπολιτική στρατηγική των συντακτών τους και των πατρώνων του εκάστοτε Τεκτονικού συστήματος. Συνεπώς, όσα αναφέρονται περί του Ελευθεροτεκτονισμού στα Τεκτονικά τυπικά δεν αποτελούν πηγές για τις ιστορικές ρίζες και την ιστορική εξέλιξη του Ελευθεροτεκτονισμού, αλλά σύμβολα και αλληγορίες που αποκαλύπτουν μια νοοπολιτική ατζέντα. Ειδικότερα δε, όσον αφορά στην ύπαρξη του Ελευθεροτεκτονισμού κατά την εποχή του Σολομώντα, δεν διαθέτουμε ιστορικά στοιχεία που να αποδεικνύουν αυτόν τον ισχυρισμό.

Η αναζήτηση των αρχών του Ελευθεροτεκτονισμού υπήρξε εξ αρχής δύσκολο και πολύπλοκο πρόβλημα (για μια μεθοδική και σε βάθος διερεύνηση της ιστορίας του Ελευθεροτεκτονισμού, τα ακόλουθα βιβλία αποτελούν μια καλή αρχή: R.F. Gould, History of Freemasonry, Grand Lodge of Scotland Year Book, 1996· J. Hamill, The Craft: A History of English Freemasonry, Εκδ. Lewis Masonic, 1994· και A. Mackey, The History of Freemasonry, Εκδ. Gramercy Books, 1996). Η πολυπλοκότητά του οφείλεται αφενός στη σπανιότητα αρχαίων πηγών για την ιστορία αυτού του θεσμού, αφετέρου στο γεγονός ότι πολλές δημοσιεύσεις γύρω από την ιστορία του Ελευθεροτεκτονισμού παρουσιάζουν απλές υποθέσεις ως βεβαιότητες και φανταστικά σενάρια ως πραγματικά. Στη συνέχεια, θα συνοψίσουμε τις σημαντικότερες θεωρίες που έχουν διατυπωθεί σχετικά με την ιστορία του Συμβολικού Τεκτονισμού. Η κυριότερη πηγή μας είναι το επιστημονικό περιοδικό Ars Quatuor Coronatorum (συντομογραφία: AQC), το οποίο εκδίδει η ερευνητική Στοά QUATUOR CORONATI υπό την αιγίδα της Ηνωμένης Μεγάλης Στοάς της Αγγλίας.
Ηνωμένη Μεγάλη Στοά της Αγγλίας, Λονδίνο, 2004 (από αριστερά προς τα δεξιά): ο Έβδομος Μαρκήσιος του Νορθάμπτον (Πρόσθετος Μέγας Διδάσκαλος), ο Δούκας του Κεντ (Μέγας Διδάσκαλος, αξίωμα το οποίο διατηρεί συνεχώς από το 1967), ο Peter Lowndes (Αναπληρωτής Μέγας Διδάσκαλος) και ο David Williamson (Βοηθός Μέγας Διδάσκαλος), με την πλήρη Τεκτονική αμφίεσή τους (πηγή: MQ Magazine, τεύχος 9, Απρίλιος 2004). Ο βρετανικός Ελευθεροτεκτονισμός αποτελεί ένα επιτυχημένο δίκτυο διαχείρισης συνειδήσεων (κυρίως μικροαστών και μελών της μέσης τάξης), εντός και εκτός Αγγλίας, υπό την αίγλη του Βρετανικού Στέμματος.

Μια υπόθεση είναι ότι ο Ελευθεροτεκτονισμός αποτελεί ιστορική συνέχεια των αρχαίων Μυστηρίων, π.χ. των Ελευσινίων, των Διονυσιακών, των Μιθραϊκών και άλλων Μυστηρίων (βλ. Μ. Baigent, «Freemasonry, Hermetic Thought and the Royal Society of London», AQC 109, 1996). Πράγματι, από πλευράς τελετουργίας, υπάρχουν ομοιότητες μεταξύ του Ελευθεροτεκτονισμού και των αρχαίων Μυστηρίων. Από την άλλη πλευρά, οι τελετουργικές αναλογίες μεταξύ Ελευθεροτεκτονισμού και αρχαίων Μυστηρίων δεν μπορεί να θεμελιώσει τον ισχυρισμό ότι ο Ελευθεροτεκτονισμός αποτελεί γνήσιο ή έστω νόθο τέκνο των αρχαίων Μυστηρίων, δεδομένου μάλιστα ότι τα Τεκτονικά τυπικά έχουν υποστεί πολλές αλλαγές στη διάρκεια του 18ου, του 19ου και του 20ού αιώνα. Τα τεκτονικά τυπικά τα οποία χαρακτηρίζονται από διδασκαλίες μυστικιστικής υφής και παραπέμπουν στην εσωτεριστική παιδεία των αρχαίων Μυστηρίων διαμορφώθηκαν κυρίως στα τέλη του 18ου αιώνα ή αργότερα και κυρίως στη Γαλλία, και μάλιστα συναντώνται περισσότερο σε τυπικά βαθμών και τάξεων που βρίσκονται επέκεινα του Συμβολικού Τεκτονισμού, δηλαδή σε Τεκτονικά τάγματα που δημιουργήθηκαν πολύ αργότερα από τον αρχέγονο Συμβολικό Τεκτονισμό. Τα νεώτερα Τεκτονικά τάγματα, όπως λ.χ. ο «Αρχαίος και Αποδεδεγμένος Σκωτικός Τύπος» των 33 βαθμών, που δημιουργήθηκε μόλις στα τέλη του 18ου αιώνα, ενσωμάτωσαν μέσα στα τυπικά τους στοιχεία από απόκρυφους θρύλους περί των αρχαίων Μυστηρίων λόγω του ενθουσιασμού με τον οποίο περιέβαλλαν πολλοί Ευρωπαίοι του 18ου και του 19ου αιώνα τον αρχαίο κόσμο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τα νέα αυτά Τεκτονικά τάγματα μπορούν να θεμελιώσουν την άποψη ότι υπάρχει κάποια μυητική συνέχεια μεταξύ των αρχαίων Μυστηρίων και του αρχαίου Ελευθεροτεκτονισμού.

Μια δεύτερη παλαιά θεωρία θεωρεί τον Ελευθεροτεκτονισμό ως απόγονο μιας ομάδας Ιταλών περιοδευόντων κτιστών από το Κόμο της βόρειας Ιταλίας, των λεγομένων Κομακινών Τεκτόνων του 7ου αιώνα μ.Χ. (βλ. Η. Carr, «600 Years of Craft Ritual», AQC 81, 1968· και Ε. Ward, «The Birth of Freemasonry», AQC 91, 1978). Οι υποστηρικτές αυτής της θεωρίας αποφαίνονται ότι οι Κομακινοί Τέκτονες κατείχαν ιερά μυστικά που έφθασαν σε αυτούς από την κλασσική Αρχαιότητα, και ειδικότερα από τα Ρωμαϊκά Κολέγια, τα οποία μυστικά προστάτευαν με μυητικές τελετές και μυστικά σημεία αναγνώρισης. Όμως δεν υπάρχει καμιά ιστορική απόδειξη που να επιβεβαιώνει την προαναφερθείσα θεωρία, και στα αρχεία του Βατικανού, που αποτελούν πιθανόν την πιο καλά οργανωμένη πηγή ιστορικών αρχείων στον κόσμο, δεν υπάρχουν ούτε καν ενδείξεις για ύπαρξη μυστικών κατεχομένων από τους Κομακινούς κτίστες.

Σύμφωνα με μια τρίτη, πολύ διαδεδομένη, θεωρία, ο Ελευθεροτεκτονισμός αποτελεί απευθείας απόγονο των μεσαιωνικών Ναϊτών Ιπποτών (βλ. Cyril N. Batham, «The Origin of Freemasonry: A New Theory», AQC 103, 1990· και S. Dafoe, The Compasses and the Cross, Εκδ. Lewis Masonic, 2008). Οι υποστηρικτές αυτής της θεωρίας ισχυρίζονται ότι, μετά από τη διάλυση του Τάγματος των Ναϊτών από τον Πάπα και την εκτέλεση του τελευταίου Μεγάλου Μαγίστρου των Ναϊτών, Ιακώβου ντε Μολέ, κάποιοι Ναΐτες Ιππότες κατέφυγαν στη Σκωτία και συγκεντρώθηκαν στο μυστηριώδες όρος Χέρεντομ, κοντά στο Κιλγουίνιν, όπου, για να προστατεύσουν τα μυστικά τους και για να προστατευθούν από τους διωγμούς σε βάρος τους, μετέβαλαν τους εαυτούς τους σε Ελευθεροτέκτονες. Αυτήν τη θεωρία την προωθούν ιδιαίτερα τα τυπικά του Τάγματος της Αυστηρής Τήρησης (Order of Strict Observance) και του Τάγματος των Αγαθοποιών Ιπποτών της Αγίας Πόλης (Knights Beneficent of the Holy City).

Ένα βασικό πρόβλημα με αυτήν τη θεωρία είναι ότι στη Σκωτία δεν υπέστησαν ποτέ διωγμούς οι Ναΐτες και συνεπώς δεν είχαν λόγο οι Ναΐτες της Σκωτίας να κρυφτούν και να επανεμφανισθούν ως κάποια άλλη οργάνωση. Μάλιστα, ο Ηγούμενος του Τόρπιτσεν, δηλαδή ο πρώτος ιεραρχικώς Ναΐτης της Σκωτίας, παρέμεινε μέλος της σκωτικής κυβέρνησης, ακριβώς λόγω της Ναϊτικής του ιδιότητας, μέχρι την εποχή της Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης. Επίσης, δεν υπάρχει καμιά ιστορική απόδειξη ότι το Τάγμα των Ναϊτών Ιπποτών απέκτησε κάποια μυστικά τα οποία ήταν τόσο συνταρακτικά ώστε η κατοχή τους και μόνο να μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή αυτού που θα τα κατείχε. Ο ισχυρισμός ότι οι Ναΐτες υιοθέτησαν δοξασίες Ισλαμιστών μυστικιστών, όπως οι Σούφι, είτε Εβραίων μυστικιστών, όπως οι Καμπαλιστές και οι Εσσαίοι, και ότι είχαν κατασκευάσει ένα μυστικιστικό τραγόμορφο είδωλο με το όνομα Μπαφομέτ αποτελούν ιστορικώς αναπόδεικτες υποθέσεις και συχνά εξέφραζαν ρομαντικές αντιλήψεις περί του ιπποτικού θεσμού που ήταν της μόδας μεταξύ αποκρυφιστών και ευγενών κύκλων του 19ου αιώνα. Η σχέση μεταξύ Ελευθεροτεκτονισμού και Ναϊτών Ιπποτών καλλιεργείται από νεώτερα Τεκτονικά τάγματα, όπως λ.χ. ο «Αρχαίος και Αποδεδεγμένος Σκωτικός Τύπος» και τα «Ηνωμένα Θρησκευτικά, Στρατιωτικά και Τεκτονικά Τάγματα του Ναού και του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ, της Παλαιστίνης, της Ρόδου και της Μάλτας», που αποτελούν συστήματα τα οποία επινόησαν κυρίως Τέκτονες του 19ου αιώνα, με σκοπό να εφοδιάσουν την Τεκτονική διδασκαλία με νέες μυθολογίες και νέα συμβολικά συστήματα που εξέφραζαν τις δικές τους συνειδήσεις κατά την προσπάθειά τους να αρθρώσουν το δικό τους οικοδομικό πρότυπο για την πορεία της ανθρωπότητας.

Μια τέταρτη θεωρία, η οποία γνώρισε μεγάλη αποδοχή ιδίως κατά τον 19ο αιώνα, ανάγει τις ρίζες του Ελευθεροτεκτονισμού στη Ροδοσταυρική Αδελφότητα (βλ. Cosby F. Jackson, «Rosicrucianism and Its Effect on Craft Masonry», AQC 97, 1984). Η πρώτη δημόσια αναφορά στους Αδελφούς του Ρόδου και του Σταυρού εμφανίστηκε το 1614 σε ένα φυλλάδιο που τυπώθηκε στο Cassel της Γερμανίας και έφερε τον τίτλο Fama Fraternitatis (Η Φήμη της Αδελφότητας). Η Fama Fraternitatis ανακοίνωνε την ύπαρξη μιας μυστικής αδελφότητας που ιδρύθηκε στον ύστερο Μεσαίωνα από έναν Γερμανό ευγενή, τον λεγόμενο Κρίστιαν Ρόζενκροϊτς (Christian Rosenkreuz), ή Αδελφό C.R. Πράγματι, οι ροδοσταυρικές διακηρύξεις που άρχισαν να εμφανίζονται στη Γερμανία κατά τις αρχές του 17ου αιώνα και αναφέρονταν στον μύθο του Κρίστιαν Ρόζενκροϊτς άσκησαν σημαντική επίδραση στην ευρωπαϊκή σκέψη. Τα αυθεντικά ροδοσταυρικά μανιφέστα καλλιέργησαν και προώθησαν προτεσταντικές αντιλήψεις, μυστικιστικές ιουδαϊκές και χριστιανικές παραδόσεις (Καμπαλά, Αλχημεία, αποκαλυπτισμός, αστρολογία κ.λπ.), καθώς και μια φιλική στάση προς τις φυσικές επιστήμες.

Τα ροδοσταυρικά μανιφέστα δημοσιεύθηκαν σε μια εποχή που χαρακτηριζόταν από μεγάλες γεωγραφικές εξερευνήσεις και ανακαλύψεις (μια από τις κορυφαίες των οποίων ήταν η ανακάλυψη της Αμερικής), από προόδους στις φυσικές επιστήμες (μάλιστα, η μετάβαση από τη γεωκεντρική στην ηλιοκεντρική θεωρία του Κοπέρνικου ανέδειξε μια νέα αντίληψη για το σύμπαν) και από τη Θρησκευτική Μεταρρύθμιση. Εξ ου και τα ροδοσταυρικά μανιφέστα εκφράζουν έναν ύμνο και μια βαθιά προσδοκία για την έλευση μιας ‘Νέας Εποχής’ η οποία θα οδηγήσει την ανθρωπότητα σε νέες, μεγαλύτερες επιτεύξεις και καλύτερους όρους ζωής.

Οι υποστηρικτές της θεωρίας ότι ο Ελευθεροτεκτονισμός προέρχεται από τους Ροδοσταύρους βασίζονται αφενός στο γεγονός ότι οι δύο αρχαιότεροι γνωστοί Ελευθεροτέκτονες, ο σερ Ρόμπερτ Μόρεϊ, θεμελιωτής της Βασιλικής Εταιρείας του Λονδίνου, και ο αλχημιστής και φυσιοδίφης Ελάιας Άσμολ (17ος αι.), είχαν κάνει συστηματικές μελέτες στον Ροδοσταυρισμό και στη φιλοσοφία του Ερμή του Τρισμεγίστου, αφετέρου στο γεγονός ότι, κατά τον 18ο αιώνα στην Ευρώπη, αναπτύχθηκαν διάφορα Τεκτονικά συστήματα τα οποία ήταν προσανατολισμένα σ’ έναν εσωτεριστικό Χριστιανισμό και χρησιμοποιούσαν ως κύρια εμβλήματά τους το Ρόδο και τον Σταυρό. Ως νέο σύμβολο, το ρόδο υποδήλωνε τη Θεία Χάρη και τη Φιλοσοφική Λίθο των αλχημιστών, και ο Σταυρός υποδήλωνε τα τέσσερα στοιχεία του σύμπαντος, δηλαδή τον αέρα, το νερό, τη φωτιά και τη γη. Όμως, πουθενά στα αρχαία Τεκτονικά τυπικά δεν απαντώνται στοιχεία ροδοσταυρικού μυστικισμού, καθώς τα αρχαία Τεκτονικά τυπικά περιορίζονται σε απλά συστήματα συμβολισμού –με επίκεντρο τη λάξευση του λίθου και την οικοδομή– μέσω των οποίων εξηγούν απλά και βασικά μαθήματα ηθικής και διανοητικής καλλιέργειας. Συνεπώς, η ροδοσταυρική παράδοση δεν επέδρασε στα αρχαία Τεκτονικά τυπικά, αλλά μόνο στη μετέπειτα εξέλιξή τους και κυρίως στον Αρχαίο και Αποδεδεγμένο Σκωτικό Τύπο, ο οποίος μάλιστα αφιερώνει στους Ροδοσταύρους τον 18ο βαθμό του.

Η κυρίαρχη άποψη μεταξύ των ιστορικών του Ελευθεροτεκτονισμού είναι ότι αυτός εμφανίστηκε στα Βρετανικά Νησιά και προέρχεται άμεσα ή έμμεσα από τους πρακτικούς τεχνίτες της πέτρας οι οποίοι έκτισαν τους περίφημους καθεδρικούς ναούς και τα κάστρα της μεσαιωνικής Ευρώπης (βλ. Η. Carr, «600 Years of Craft Ritual», AQC 81, 1968· και Ε. Ward, «The Birth of Freemasonry», AQC 91, 1978). Σύμφωνα με τη θεωρία της άμεσης καταγωγής του Ελευθεροτεκτονισμού από τον Πρακτικό Τεκτονισμό (Operative Masonry) –δηλαδή από τους λιθοδόμους– οι Στοές των λιθοδόμων αποτελούσαν μονάδες ελέγχου του επαγγέλματος. Κατά τον 17ο αιώνα, αυτές οι Στοές άρχισαν να δέχονται ως μέλη τους άνδρες που δεν ήταν πρακτικοί τεχνίτες της πέτρας και τους αποκαλούσαν «αποδεδεγμένους Τέκτονες» (Accepted Masons). Σταδιακά, αυτοί οι αποδεδεγμένοι Τέκτονες αποτέλεσαν την πλειοψηφία στις πρακτικές Στοές και τις μετέβαλαν σε θεωρητικές Στοές, κι έτσι γεννήθηκε ο Συμβολικός Τεκτονισμός (Symbolic Masonry).

Αρκετές ιστορικές μαρτυρίες επιρρωνύουν τη θεωρία της άμεσης καταγωγής του Ελευθεροτεκτονισμού από τον πρακτικό Τεκτονισμό. Δύο από τις σημαντικότερες σχετικές πηγές είναι το Πρώτο και το Δεύτερο Καταστατικό του Σο (Schaw Statutes) και απευθύνονται σε Στοές τεχνιτών της πέτρας στη Σκωτία –το πρώτο συντάχθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 1598 και το δεύτερο στις 28 Δεκεμβρίου του 1599. Επίσης, από το 1599 και εξής, σώζονται πρακτικά σκωτικών Στοών που υποδηλώνουν αφενός ότι, πέρα από τη διατήρηση της συντεχνίας, λάμβανε χώρα κάποια μορφή τελετουργίας, αφετέρου ότι γίνονταν δεκτοί θεωρητικοί Τέκτονες, άσχετοι με την πρακτική τέχνη του λιθοδόμου. Ειδικότερα, στο Λονδίνο, από το 1620, η Εταιρεία των Τεκτόνων του Λονδίνου (The London Masons’ Company) διέθετε έναν εσωτερικό κύκλο, την Αποδοχή, στα μέλη της οποίας περιλαμβάνονταν και θεωρητικοί Τέκτονες, άσχετοι προς τον πρακτικό Τεκτονισμό.

Από την άλλη πλευρά, η θεωρία της άμεσης καταγωγής του Ελευθεροτεκτονισμού από τον πρακτικό Τεκτονισμό παρουσιάζει αρκετά κενά. Πρώτον, δεν υπάρχουν ιστορικά στοιχεία για την ύπαρξη πρακτικών Στοών στην Αγγλία μετά από το 1500 περίπου (η πρακτική Εταιρεία των Τεκτόνων, δηλαδή η επαγγελματική συντεχνία των Τεκτόνων, είναι σαφώς διαφορετική από την Αδελφότητα των Ελευθεροτεκτόνων, δηλαδή το σώμα των συμβολικών, ή θεωρητικών, Τεκτόνων). Δεύτερον, στην Αγγλία, οι ιστορικώς καταγεγραμμένες μυήσεις στον Ελευθεροτεκτονισμό έχουν όλες γίνει από θεωρητικούς Τέκτονες, άσχετους με τον πρακτικό Τεκτονισμό. Η περίπτωση της μύησης του Ελάιας Άσμολ (Elias Ashmole), το 1646, στη Συμβολική Στοά του Warrington αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ο Άσμολ καταγράφει στο ημερολόγιό του τα ονόματα όλων των παρόντων ‘αδελφών’ στην τελετή μύησής του στον Ελευθεροτεκτονισμό και κανείς από αυτούς δεν έχει σχέση με τον πρακτικό Τεκτονισμό, ούτε έχουμε στοιχεία ότι η Στοά στην οποία μυήθηκε ο Άσμολ ήταν μόνιμη. Τρίτον, παρ’ ότι στη Σκωτία όντως υπήρχαν πρακτικές Στοές οι οποίες δέχονταν ως μέλη μη-πρακτικούς Τέκτονες, δεν γνωρίζουμε τι είδους τελετουργικό ακολουθούσαν ούτε βεβαίως εάν ακολουθούσαν κάποιο ιδιαίτερο τελετουργικό στην περίπτωση εισδοχής θεωρητικών Τεκτόνων.

Επίσης, σε αντίθεση προς τον νεώτερο Συμβολικό Τεκτονισμό, ο παραδοσιακός πρακτικός Τεκτονισμός ήταν η συντεχνία των χειρωνακτών οικοδόμων, κτιστών και λιθοξόων και διατελούσε άμεσα στην υπηρεσία της Χριστιανικής Εκκλησίας και μεσαιωνικών ηγεμόνων. Για παράδειγμα, το 960, εγκαταστάθηκε ως Μέγας Διδάσκαλος της Μεγάλης Στοάς στην Υόρκη ο Αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρι Ντούνσταν (Dunstan), ο οποίος ανακηρύχθηκε άγιος από την Εκκλησία της Αγγλίας. Το 1040, Μέγας Διδάσκαλος της Μεγάλης Στοάς στην Υόρκη εγκαταστάθηκε ο Άγγλος Βασιλέας Έντουαρντ ΙΙΙ, ο οποίος, μετά από την αγιοποίησή του το 1161, είναι γνωστός ως ο Άγιος Έντουαρντ ο Ομολογητής (Saint Edward the Confessor, King Edward III) και είναι μέχρι σήμερα ο προστάτης άγιος της Βασιλικής Οικογένειας της Μεγάλης Βρετανίας. Επίσης, το 1077, εγκαταστάθηκε ως Μέγας Διδάσκαλος της Μεγάλης Στοάς στην Υόρκη ο Γκούντουλφ (Gundulf), Αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρι και Επίσκοπος του Ρότσεστερ, ο οποίος διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην αναδιοργάνωση του αγγλικού μοναχισμού, ενώ, το 1078, ο Βασιλέας Γουίλιαμ Ι χρησιμοποίησε τις ικανότητες του Γκούντουλφ για την κατασκευή του Λευκού Πύργου στον Πύργο του Λονδίνου καθώς και για την κατασκευή του Κάστρου του Κόλτσεστερ.

Προς αντιμετώπιση των κενών που παρουσιάζει η θεωρία της άμεσης καταγωγής του Ελευθεροτεκτονισμού από τη συντεχνία των λιθοδόμων, διατυπώθηκε η θεωρία της έμμεσης καταγωγής του Ελευθεροτεκτονισμού από τον πρακτικό Τεκτονισμό. Η θεωρία της έμμεσης καταγωγής διατυπώθηκε από τον Κόλλιν Ντίερ, στο πλαίσιο εργασίας του που δημοσιεύθηκε από τη φημισμένη ερευνητική Στοά του Λονδίνου Quatuor Coronati (βλ. C. Dyer, Symbolism in Craft Freemasonry, Εκδ. Lewis, 1976). Σύμφωνα με τη θεωρία της έμμεσης καταγωγής, η διερεύνηση των καταβολών του Ελευθεροτεκτονισμού είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη διερεύνηση των αιτιών για τις οποίες αναπτύχθηκε ο Ελευθεροτεκτονισμός. Με άλλα λόγια, για να κατανοήσουμε τις καταβολές του Ελευθεροτεκτονισμού, δεν πρέπει να ασχολούμαστε μόνο με τη διερεύνηση των ερωτημάτων πότε και πώς δημιουργήθηκε ο (συμβολικός) Ελευθεροτεκτονισμός, καθότι άλλωστε, όπως προαναφέραμε, οι ιστορικές πηγές αυτού του είδους είναι ιδιαιτέρως ελλιπείς και ασαφείς, αλλά πρέπει να στρέψουμε το ερευνητικό μας ενδιαφέρον στο να απαντήσουμε στο ερώτημα γιατί αναπτύχθηκε ο (συμβολικός) Ελευθεροτεκτονισμός.

Συμβολικός Τεκτονισμός: Με τον όρο Συμβολικός Τεκτονισμός (Symbolic Masonry), εννοούμε ένα Τεκτονικό τάγμα που αποτελείται από τρεις βαθμούς (Μαθητής, Εταίρος, Διδάσκαλος) και του οποίου η κυρίαρχη διεθνώς μορφή αποτελεί δημιούργημα της Ηνωμένης Μεγάλης Στοάς της Αγγλίας (United Grand Lodge of England), η οποία ιδρύθηκε το 1717.

Στη διάρκεια του 18ου αιώνα, συμβαίνουν σημαντικές εξελίξεις στον Ελευθεροτεκτονισμό και γενικότερα στην πολιτική ζωή της Ευρώπης. Το 1707, ενώθηκαν μεταξύ τους τα κοινοβούλια της Σκωτίας και της Αγγλίας, και, το 1789, εκδηλώθηκε η Γαλλική Επανάσταση. Επίσης, το 1717, λαμβάνει χώρα η ίδρυση της πρώτης Μεγάλης Στοάς των Συμβολικών Τεκτόνων. Συγκεκριμένα, στις 24 Ιουνίου 1717, ημέρα μνήμης του Αγίου Ιωάννη στην Αγγλία, στην ταβέρνα «Της Χήνας και της Σιδερένιας Σχάρας», τέσσερεις Στοές ίδρυσαν τη Μεγάλη Στοά της Αγγλίας των τριών Συμβολικών Βαθμών (δηλαδή Μαθητής, Εταίρος και Διδάσκαλος) και εξέλεξαν Μέγα Διδάσκαλο τον Σάιερ (Sayer). Η Μεγάλη Στοά του Λονδίνου και του Γουεστμίνιστερ, όπως ονομάστηκε, εξέλεξε το 1718 Μέγα Διδάσκαλο τον Πάιν (G. Payne) και το 1719 τον Αιδεσιμώτατο δρα Ντεσαγκιλιέρ (Dr J.T. Desaguliers).

Υπό την ηγεσία του Ντεσαγκιλιέρ και στη συνέχεια του Δούκα του Μοντάγκ (Montagu), η Μεγάλη Στοά του Λονδίνου και του Γουεστμίνιστερ γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη, και μυήθηκαν στον Τεκτονισμό Άγγλοι ευγενείς, επιδιώκοντας να χρησιμοποιήσουν την Μεγάλη Στοά του Λονδίνου και του Γουεστμίνιστερ ως μέσο ενδυνάμωσης της κυριαρχίας του Βασιλικού Οίκου του Ανόβερου. Επίσης, το 1723, κατόπιν ενεργειών του Πάιν, εκδόθηκε ο πρώτος Καταστατικός Χάρτης του Συμβολικού Τεκτονισμού από τον Τζέιμς Άντερσον υπό τον τίτλο Το Σύνταγμα, η Ιστορία, οι Κανονισμοί και Τα Έθιμα της Σεβασμιωτάτης Αδελφότητας των Αποδεδεγμένων Ελευθεροτεκτόνων.

Η Πρώτη Μεγάλη Στοά του 1717 υπήρξε στενά συνδεδεμένη με την Ανοβεριανή Δυναστεία, η οποία είχε εν τω μεταξύ κατακτήσει τον Αγγλικό Θρόνο, εκτοπίζοντας τη Δυναστεία των Στιούαρτ. Συγκεκριμένα, ο Γεώργιος Α’ της Δυναστείας του Ανόβερου, εξάδελφος των Στιούαρτ, ανήλθε στον Αγγλικό Θρόνο το 1701. Ο Γεώργιος Α’ προσπάθησε, με την ίδρυση της Μεγάλης Στοάς του Λονδίνου (1717), να εξαλείψει από τον Τεκτονισμό κάθε ιακωβίνικο στοιχείο και να δώσει στον αγγλικό Ελευθεροτεκτονισμό ένα νέο στίγμα, εξαλείφοντας πολλά στοιχεία που παρέπεμπαν στους παλαιούς πρακτικούς τέκτονες, οι οποίοι, ευρισκόμενοι στην υπηρεσία της Χριστιανικής Εκκλησίας, κατασκεύασαν τα θαυμάσια γοτθικά μνημεία της Ευρώπης.

Μετά από τον θάνατο της Βασίλισσας Άννας το 1714, η φιλοβασιλική και συντηρητική πολιτική παράταξη –δηλαδή το κόμμα των Tories– επεδίωκε να ανέλθει στον Αγγλικό Θρόνο ο Σκώτος διάδοχος της Δυναστείας των Στιούαρτ. Η αντίπαλη πολιτική παράταξη –δηλαδή το κόμμα των Whigs (φιλελεύθεροι)– υποστήριξε την ενθρόνιση του Γεώργιου Α’ της Δυναστείας του Ανόβερου[3]. Όπως έχει επισημάνει ο ιστορικός ερευνητής και Ελευθεροτέκτων Τομπάιας Τσάρτον (Tobias Churton), στο βιβλίο του Ελευθεροτεκτονισμός: Η Πραγματικότητα (Freemasonry: The Reality, Εκδ. Lewis Masonic, 2007), η παρουσία στο Λονδίνο πληθώρας μυστικών συντεχνιών οι οποίες ήταν ιδεολογικά προσκείμενες στους Tories προκάλεσε την ανησυχία του Γεώργιου Α’, και γι’ αυτό ο Γεώργιος Α’ χρησιμοποίησε την Μεγάλη Στοά του Λονδίνου και του Γουεστμίνιστερ για να αναδιοργανώσει και να χειραγωγήσει τον Ελευθεροτεκτονισμό προς όφελός του.

Υπό την Ανοβεριανή Δυναστεία, ο Ελευθεροτεκτονισμός παύει να αποτελεί χριστιανική αδελφότητα και σύντομα κάνει δεκτούς και Εβραίους, και επίσης απαρνείται πολλές από τις συμβολικές παραδόσεις του αρχαίου Ελευθεροτεκτονισμού. Ειδικότερα, εξαλείφονται πολλά τελετουργικά στοιχεία και βαθμοί που συνδέουν τον Συμβολικό Τεκτονισμό με τον Πρακτικό Τεκτονισμό. Σε ανάμνηση δε του Τεκτονικού του παρελθόντος, ο νεώτερος αγγλικός Ελευθεροτεκτονισμός εισήγαγε ως συμβολικό ένδυμα για τα μέλη του το Τεκτονικό περίζωμα (ποδιά). Το Τεκτονικό περίζωμα, όπως γράφει ο Λώρενς Γκάρντνερ (Laurence Gardner), στο βιβλίο του Η Σκιά του Σολομώντα (The Shadow of Solomon, Εκδ. Harper Element, 2005, κεφ. 8), υπήρξε ένα εφεύρημα του Ελευθεροτεκτονισμού που προωθούσε ο Βασιλέας Γεώργιος Α’, μετά από το 1717, σε μια προσπάθεια μίμησης της μορφής ενός Τεκτονικού θεσμού ο οποίος είχε πλέον αλλοιωθεί βαθιά.

Επίσης, υπό τον Αιδεσιμώτατο Ντεσαγκιλιέρ, ο αγγλικός Ελευθεροτεκτονισμός απέκτησε νέα τυπικά. Ως Μέγας Διδάσκαλος της Μεγάλης Στοάς της Αγγλίας (1719-1722) και συντάκτης των Γενικών Κανονισμών των Συνταγμάτων του 1723, ο Αιδεσιμώτατος Ντεσαγκιλιέρ (ο οποίος ήταν και μέλος της Βασιλικής Εταιρείας του Γεωργίου Α’) εφηύρε τον μύθο τού Χιράμ Αμπίφ, που διδάσκεται στον βαθμό του Διδασκάλου. Ο βαθμός του Διδασκάλου (Master) εισήχθη στις αγγλικές Ελευθεροτεκτονικές Στοές μετά από το 1724, καθότι μέχρι τότε οι Συμβολικοί Τέκτονες –κατ’ αντιστοιχία προς τις παραδόσεις των πρακτικών τεκτόνων– συνεδρίαζαν ως Εταίροι της Τέχνης, και μετά από τον βαθμό του Εταίρου απέδιδαν τον βαθμό του Διελθόντος Διδασκάλου (Passed Master).

Ενώ τα παλαιότερα αρχιτεκτονικά αρχέτυπα των Τεκτόνων ήταν ο Νώε και ο Βεσελεήλ, ο Ντεσαγκιλιέρ κατασκευάζει ένα νέο αρχέτυπο του Αρχιτέκτονα, τον Χιράμ Αμπίφ, που ήταν ένας τεχνητός Τεκτονικός ήρωας, με σκοπό να προωθηθούν η φιλελεύθερη ιδεολογία του Βασιλέα Γεωργίου Α’ και κυρίως η ανοχή μεταξύ των θρησκειών (ένας εκλεπτυσμένος διαθρησκειακός συγκρητισμός με έντονα ντεϊστικά και νεογνωστικιστικά στοιχεία), καθώς επίσης και η αστική κουλτούρα της αγγλικής κοινωνίας.

Όμως, οι πολιτικές και θρησκευτικές ζυμώσεις που λαμβάνουν χώρα στην Αγγλία τον 18ο αιώνα δεν αφήνουν ήσυχη τη Μεγάλη Στοά του Λονδίνου και του Γουεστμίνιστερ. Γύρω στο 1740, υπήρχε ένας μεγάλος αριθμός Ιρλανδών Ελευθεροτεκτόνων στο Λονδίνο, πολλοί από τους οποίους είχαν μυηθεί στον Ελευθεροτεκτονισμό στην Ιρλανδία. Πολλοί από τους Ιρλανδούς Τέκτονες αντιμετώπισαν δυσκολίες στο να εισαχθούν σε Στοές του Λονδίνου που διατελούσαν υπό την αιγίδα της Μεγάλης Στοάς του Λονδίνου και του Γουεστμίνιστερ. Ίδρυσαν λοιπόν στο Λονδίνο, το 1751, μια νέα Μεγάλη Στοά, και ισχυρίστηκαν αφενός ότι η πρώτη Μεγάλη Στοά είχε προβεί σε καινοτομίες και είχε απομακρυνθεί από τα «αρχαία οριοθέσια» (ancient landmarks), αφετέρου ότι οι ίδιοι εργάζονται «σύμφωνα με τους παλαιούς θεσμούς που είχε παραχωρήσει ο Πρίγκιπας Έντουιν στην Υόρκη το 926 μ.Χ.». Γι’ αυτό, η νέα Μεγάλη Στοά που ιδρύθηκε το 1751 έγινε γνωστή ως η «Μεγάλη Στοά των Αρχαίων» (Grand Lodge of the Ancients), ενώ η Πρώτη Μεγάλη Στοά, που είχε ιδρυθεί το 1717, έγινε γνωστή ως η «Μεγάλη Στοά των Νεωτερικών» (Grand Lodge of the Moderns).

Η Μεγάλη Στοά των Αρχαίων έδωσε καταφύγιο σε συνωμοτικές προσπάθειες των Ιακωβίνων (Jacobites) για να επαναφέρουν στον Βρετανικό Θρόνο τον Ιάκωβο Β’ (τον εξόριστο βασιλέα της Δυναστείας των Στιούαρτ). Το 1715, οι Ιακωβίνοι, οι οποίοι ήταν Ρωμαιοκαθολικοί, είχαν πραγματοποιήσει εξέγερση στην Αγγλία υπέρ του Ιακώβου Β’, και οι τραυματικές αναμνήσεις των Λονδρέζων από αυτές τις πολιτικο-θρησκευτικές συγκρούσεις ήταν ακόμη νωπές όταν, το 1717, ιδρύθηκε η πρώτη Μεγάλη Στοά (δηλαδή η Μεγάλη Στοά των Νεωτερικών), η οποία ρητώς απαγόρευσε τη διεξαγωγή πολιτικών και θρησκευτικών συζητήσεων μέσα στις Στοές, υιοθέτησε πνεύμα θρησκευτικής ανοχής (δηλαδή επέτρεψε την εισδοχή μελών που δεν ήταν Χριστιανοί) και υποστήριξε την παραμονή του Προτεστάντη Βασιλέα Γεωργίου Α’ στον Βρετανικό Θρόνο.

Παρά τις διαφορές τους, οι δύο αντίπαλες Μεγάλες Στοές, δηλαδή η Μεγάλη Στοά των Νεωτερικών και η Μεγάλη Στοά των Αρχαίων, συνέχισαν να λειτουργούν χωριστά η μια από την άλλη για περίπου 63 χρόνια. Το 1809, όρισαν Επιτρόπους για να διαπραγματευθούν μια ισότιμη ένωση. Οι διαπραγματεύσεις οδηγήθηκαν σε επιτυχία, κι έτσι, στις 27 Δεκεμβρίου 1813, οι δύο πρώην αντίπαλες Μεγάλες Στοές ενώθηκαν μεταξύ τους και ίδρυσαν την Ηνωμένη Μεγάλη Στοά της Αγγλίας (United Grand Lodge of England), της οποίας πρώτος Μέγας Διδάσκαλος υπήρξε ο Δούκας του Σάσεξ (ο νεώτερος υιός του Βασιλέα Γεωργίου Γ’). Η πολιτική του Δούκα του Σάσεξ είχε ως πρώτη προτεραιότητα τη διατήρηση της ενότητας της Ηνωμένης Μεγάλης Στοάς της Αγγλίας υπό τον έλεγχο του Βρετανικού Θρόνου και γι’ αυτό όρισε ότι απαγορεύονται οι θρησκευτικές και πολιτικές συζητήσεις μέσα στις Στοές και επίσης ότι ο αυθεντικός Ελευθεροτεκτονισμός αποτελείται μόνο από τους βαθμούς Μαθητής, Εταίρος και Διδάσκαλος και από την Τάξη της Ιερής Βασιλικής Αψίδος της Ιερουσαλήμ (Order of the Holy Royal Arch of Jerusalem), ως ολοκλήρωση και τελειοποίηση του 3ου βαθμού, φροντίζοντας παράλληλα να ξαναγραφθούν τα τυπικά του Ελευθεροτεκτονισμού, ώστε να είναι εναρμονισμένα με τη ‘γραμΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου