τού ΦΡΑΝΤΣΕΣΚΟ ΜΠΕΡΤΙ
Το φιλελεύθερο ιταλικό κράτος του τέλους του 19ου καιτων αρχών του 20οΰ αιώνα ήταν ένα αυταρχικό κράτος, πολΰ πιο ταξικό από το σημερινό, υπό την έννοια ότι η πολιτική εξουσία ήταν στην πραγματικότητα ο προστάτης μιας οικονομικής τάξης θεμελιωμένης στη διαίρεση μεταξύ μιας μειοψηφίας ιδιοκτητών και μιας μεγάλης πλειο- ψηφίας προλεταρίων και αγροτών που ζούσαν μέσα σε συνθήκες μεγάλης φτώχειας και εξαθλίωσης. Μόνο μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Τζολίτι προσπάθησε να μετασχηματίσει το φιλελεύθερο κράτος σε ένα φιλελεύθερο-δημοκρατικό κράτος, αλλά δεν τα κατάφερε: στα χρόνια, λοιπόν, πριν την άνοδο του φασισμού, το ιταλικό κράτος έμοιαζε πολύ περισσότερο με τα προγενέστερα φιλελεύθερα καθεστώτα παρά με τις σημερινές δημοκρατίες. Η καθιέρωση του καθολικού δικαιώματος της ψήφου για τους άνδρες και διάφορες άλλες μεταρρυθμίσεις αφορούσαν σχεδόν αποκλειστικά τη θεσμική οργάνωση και δε συνέβαλαν στη σημαντική βελτίωση των υλικών συνθηκών των καταπιεσμένων τάξεων
Το φιλελεύθερο ιταλικό κράτος του τέλους του 19ου καιτων αρχών του 20οΰ αιώνα ήταν ένα αυταρχικό κράτος, πολΰ πιο ταξικό από το σημερινό, υπό την έννοια ότι η πολιτική εξουσία ήταν στην πραγματικότητα ο προστάτης μιας οικονομικής τάξης θεμελιωμένης στη διαίρεση μεταξύ μιας μειοψηφίας ιδιοκτητών και μιας μεγάλης πλειο- ψηφίας προλεταρίων και αγροτών που ζούσαν μέσα σε συνθήκες μεγάλης φτώχειας και εξαθλίωσης. Μόνο μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Τζολίτι προσπάθησε να μετασχηματίσει το φιλελεύθερο κράτος σε ένα φιλελεύθερο-δημοκρατικό κράτος, αλλά δεν τα κατάφερε: στα χρόνια, λοιπόν, πριν την άνοδο του φασισμού, το ιταλικό κράτος έμοιαζε πολύ περισσότερο με τα προγενέστερα φιλελεύθερα καθεστώτα παρά με τις σημερινές δημοκρατίες. Η καθιέρωση του καθολικού δικαιώματος της ψήφου για τους άνδρες και διάφορες άλλες μεταρρυθμίσεις αφορούσαν σχεδόν αποκλειστικά τη θεσμική οργάνωση και δε συνέβαλαν στη σημαντική βελτίωση των υλικών συνθηκών των καταπιεσμένων τάξεων
Από μία πλευρά λοιπόν, ήταν πολύ δύσκολο να κατανοηθεί η διαφορά μεταξύ του αυταρχικού και του φιλελεύθερου κράτους (διότι μία τέτοια διαφορά ήταν στην πράξη συχνά γελοία) καθώς και η διαφορά μεταξύ του φιλελεύθερου και του δημοκρατικού κράτους (διότι οι δημοκρατίες δεν είχαν ακόμα εδραιωθεί)- από την άλλη, η ανθρωπότητα δεν είχε δοκιμάσει ακόμα τις χαρές του ολοκληρωτισμού, με αποτέλεσμα το να τίθενται όλα τα πολιτικά καθεστώτα πάνω στο ίδιο επίπεδο δεν ήταν κάτι το δύσκολο, ούτε από ηθικής ούτε από πολιτικής απόψεως.
Με την κατάληψη της εξουσίας από τους κομμουνιστές στη Ρωσία, όμως, τα πράγματα άλλαξαν, και το περίφημο γράμμα προς τον Φάμπρι, το 1919, δείχνει ότι ο Μαλατέστα, αψηφώντας την αντιλαϊκότητα, κατανόησε όσο λίγοι το τι επρόκειτο να συμβεί στην πρώην Τσαρική Αυτοκρατορία. Σ’ αυτό το γράμμα, καθώς και σε επόμενες παρεμβάσεις του, ο Ιταλός αναρχικός, εφαρμόζοντας και εμβαθΰνοντας τις αναλύσεις του Μπακούνιν, που έβλεπαν το μαρξισμό ως την ιδεολογία μιας καινούργιας γραφειοκρατικής τάξης εν ανόδω, η οποία, από τη στιγμή που θα έφτανε στην εξουσία, θα εγκαθίδρυε το χειρότερο δεσποτισμό που μπορούμε να φανταστούμε, υποστήριξε ότι το μπολσεβίκικο καθεστώς ήταν πολύ πιο αυταρχικό από το φιλελεύθερο, επειδή επρόκειτο για μία "απόλυτη κυβέρνηση και χωρίς συνταγματικούς περιορισμούς", για "δικτατορία ενός κόμματος ή καλύτερα των ηγετών ενός κόμματος", που θα εδραίωνε "τα καινούργια συμφέροντά της" και που θα υπερασπιζόταν "εναντίον της μάζας, μία καινούργια προνομιούχα τάξη".1 Για τον Μαλατέστα, οι μπολσεβίκοι στη Ρωσσία είχαν εγκαθι- δρύσει ένα πραγματικό αστυνομικό καθεστώς, όπου η αστυνομία της καινούργιας κυβέρνησης "έφτασε και ξεπέ- ρασε σε ελευθεροκτόνο αγριότητα και μανία την αστυνομία του τσαρικού καθεστώτος".2
Στην ανάλυση του μπολσεβίκικου φαινομένου, ο Ιταλός αναρχικός, λοιπόν, συνέλαβε πλήρως τη μελλοντική ανάπτυξη της ολοκληρωτικής, ελευθεροκτόνου και αστυνομικής φύσης του κομμουνισμού. Το κομμουνιστικό κράτος ήταν ένα καθεστώς ποιοτικώς διαφορετικό από όλα τα προηγούμενα καθεστώτα: ποτέ μέσα στην ιστορία δεν υπήρξε τέτοιος συγκεντρωτισμός της πολιτικής και της οικονομικής εξουσίας, ποτέ κυβέρνηση δεν είχε τέτοια κυριαρχία πάνω στα άτομα. Το κράτος των μπολσεβίκων ήταν μία δικτατορία που αρνούνταν τις "τυπικές" ελευθερίες, τους συνταγματικούς κανόνες και τον καταμερισμό της εξουσίας, που ήταν τα τυπικά χαρακτηριστικά των φιλελεύθερων κρατών και που τόσο χλευάζονταν και περι- φρονούνταν από την επαναστατική αριστερά. Οι κομμουνιστές στη Ρωσία δημιούργησαν μία μορφή κυριαρχίας που κατήργησε εκείνα τα νομικά αναχώματα που εμπόδιζαν την απόλυτη ανάπτυξη της κρατικής εξουσίας, τα οποία ο φιλελευθερισμός και η αστική τάξη είχαν επιβάλει στις ευρωπαϊκές μοναρχίες του 18ου και του 19ου αιώνα, προσπαθώντας να προστατεύσουν, κατά πρώτο λόγο, τα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντά τους, αλλά συγχρόνως προστάτευαν ή καλύτερα έθεταν τις προϋποθέσεις ώστε το Κράτος να μην παραβιάζει τις θεμελιώδεις ελευθερίες όλων των πολιτών.
Ωπωσδήποτε, τα φιλελεύθερα κράτη καταδίωκαν, φυλάκιζαν και εξόντωναν ακόμα τους αναρχικούς και τους επαναστάτες, χρησιμοποιώντας συχνά ειδικούς νόμους για να υπερβαίνουν τους προαναφερόμενους περιορισμούς (κάτι που ορισμένες φορές συμβαίνει και σήμερα, αλλά με μορφές που δε συγκρίνονται με το παρελθόν). Σε ορισμένες χώρες, η φιλελεύθερη μορφή του κράτους ήταν μόνο μία μάσκα ενός αυταρχισμού που δεν είχε τίποτε σχεδόν το φιλελεύθερο, όπως ακριβώς σήμερα σε κάποιες χώρες, για παράδειγμα νοτιοαμερικάνικες, η δημοκρατική πρόσοψη αποτελεί το κάλυμμα ενός στρατιωτικού ή παραστρατιωτικού καθεστώτος, μιας τέτοιας διαίρεσης της κοινωνίας σε τάξεις, με τους λίγους να έχουν τα πάντα και την τεράστια πλειοψηφία να μην έχει σχεδόν τίποτε, γεγονός που καθιστά εξ αντικειμένου ελάχιστα σημαντικά, για να μην πούμε ψευδεπίγραφα, τα δημοκρατικά και φιλελεύθερα χαρακτηριστικά.
ΤΑ ΣΦΑΛΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΑΛΑΤΕΣΤΑ
Ωστόσο, η εξουσία των φιλελεύθερων κρατών και συχνάακόμα και των δεσποτικών, όπως η Ρωσία, δεν ήταν σχεδόν ποτέ τόσο ευρεία και τόσο διεισδυτική, ούτως ώστε να εμποδίζει πλήρως μια κάποια μορφή προπαγάνδας, ακόμα και παράνομης, των ελευθεριακών και μια κάποια μορφή αυτονομίας της κοινωνίας των πολιτών και των ατόμων. Εν τω μεταξύ, υπήρχαν χώρες στις οποίες οι θεμελιώδεις ελευθερίες είχαν εδραιωθεί από αιώνες και το φιλελεύθερο κράτος είχε μετασχηματιστεί, γρήγορα και χωρίς μεγάλους κλυδωνισμούς, σε δημοκρατικό κράτος. Η Μεγάλη Βρεταννία ήταν μία από αυτές τις χώρες, και δεν ήταν τυχαίο που ακριβώς σ’ αυτήν τη χώρα είχαν βρει καταφύγιο πολλοί επαναστάτες και αναρχικοί, μεταξύ των οποίων ο Μαλατέστα και ο Κροπότκιν. Επιστρέφοντας στον Μαλατέστα, κατά τη γνώμη μου στην ανάλυση του φασισμού υπήρξε αρκετά αντιφατικός, αν κάνουμε σύγκριση με τη στάση που κράτησε απέναντι στον μπολσεβικισμό, έτσι που χρειάζεται να σκεφτούμε βαθιά, ακόμα και σήμερα, πάνω στα σφάλματά του και πάνω σε εκείνα της γενιάς του: εκείνο που την εποχή του Μαλατέστα μπορεί να ήταν ιστορικά κατανοητό, σήμερα δεν είναι πλέον, και το ότι δεν οδηγεί σε ένα αναστοχα- σμό σημαίνει, πάντα κατά τη γνώμη μου, ότι καταδικαζόμαστε σε μία στειρότητα και σε μία περιθωριακότητα, που είναι ασυγχώρητες. Είναι αλήθεια ότι ο Μαλατέστα κατανόησε, πριν από τους άλλους, ήδη κατά τη διάρκεια της κόκκινης διετίας, ότι η ήττα του κινήματος των εργαζομένων θα οδηγούσε την Ιταλία στην καταστροφή, ότι το κράτος και η εργοδοσία θα εξαπέλυαν εναντίον των /χιϊκών τάξεων μια αντίδραση άνευ προηγουμένου. Όταν απτύχθηκε η φασιστική αντίδραση, ήταν μεταξύ των πρώτωνπου κατήγγειλε τη σοβαρότητα της βίας των φασιστικών
ομάδων, που υποστήριξε την ένοπλη αντίσταση και που αναζήτησε πλατιές συμμαχίες για να εμποδίσει τη ραγδαία εξέλιξη των γεγονότων. Προέτρεψε τα κόμματα της αριστερός και τις μάζες να αντιδράσουν αποφασιστικά. Όταν οι φασίστες βάδιζαν προς τη Ρώμη, κατέβηκε στους δρόμους, στα εβδομήντα του χρόνια, για να αγωνιστεί και αυτός στα οδοφράγματα. Ο Μαλατέστα έκανε τελικά πολλά, πάρα πολλά. Για ποιο πράγμα, λοιπόν, μπορούμε να τον κατηγορήσουμε; Όχι βέβαια για τη δημιουργία εκείνου του κλίματος της γενικευμένης βίας, που αυτός πολύ ξεκάθαρα επεσήμανε ως μία από τις αιτίες που είχαν στην πραγματικότητα ευνοήσει την επιτυχία του φασισμού: όσο ήταν ριζοσπαστικός στις ιδέες και στους στόχους, άλλο τόσο ήταν μετριοπαθής στις στάσεις του, και δεν προέτρεπε ποτέ στη βία για τη βία. Οι αντιφατικές σκέψεις του των τελευταίων χρόνων της ζωής του ακριβώς πάνω στο πρόβλημα της βίας είναι από τις πιο ωραίες και πιο συγκινητικές που μας έχει αφήσει, και πήγασαν, κατά τη γνώμη μου, από ένα μακρόχρονο στοχασμό.
Ωστόσο, είναι σήμερα αναγκαίο να αναγνωρίσουμε ότι η απονομιμοποίηση του φιλελεύθερου κράτους, στην οποία και αυτός συνέβαλε, έπαιξε σημαντικό ρόλο στο να μην αντιδράσει ο ιταλικός λαός για να υπερασπίσει τις θεμελιώδεις ελευθερίες που το φιλελεύθερο κράτος, καλώς ή κακώς, εξασφάλιζε. Μπορεί να εξηγηθεί μόνο με την κόπωση που προήλθε από την αποτυχία του επαναστατικού κινήματος της κόκκινης διετίας και με την κυβερνητική προστασία και υποστήριξη που απολάμβαναν οι φασιστικές ομάδες η ανεπαρκής και σε οριμένες περιπτώσεις μηδενική λαϊκή αντίδραση μπροστά στην πλημμυρίδα της φασιστικής βίας;
Ειλικρινά, σκέπτομαι πως όχι, και πιστεύω ότι μία συγκεκριμένη αναρχική προπαγάνδα, καθώς και του ίδιου του Μαλατέστα, είχε το δικό της, όχι ασήμαντο ρόλο, στην κατάρρευση των φιλελεύθερων θεσμών. Μήπως δεν επαναλάμβαναν επί δεκατίες, ο Μαλατέστα και οι αναρχικοί, ότι οι δημοκρατικές ελευθερίες ήταν τυπικές και αστικές και ότι οι αληθινές ελευθερίες ήταν κάτι εντελώς άλλο;
Ο Ορτάλι θεωρεί ότι ο Μαλατέστα και οι αναρχικοί εκείνα τα χρόνια είχαν μία πολύ ξεκάθαρη αντίληψη για το μικρότερο κακό. Διαβάζοντας κάποιες σελίδες του Μαλατέστα αποκόμισα μάλλον την αντίθετη εντύπωση. Σε ένα άρθρο του 1922, γραμμένο λίγους μήνες πριν την Πορεία πρός τη Ρώμη, ο σύντροφός μας έγραφε: "Κανείς δε θα αμφισβητήσει τη ζωντανή επιθυμία μας να νικήσουμε το φασισμό και τη σταθερή βούλησή μας να συμβάλουμε, όσο μπορούμε, στο ξερρίζωμα του. Αλλά δε θέλουμε να καταρρεύσει ο φασισμός για να αντικατασταθεί από κάτι χειρότερο, και χειρότερο από το φασισμό θα ήταν η σταθεροποίηση του κράτους.... Οι φασίστες ξυλοκοπούν, πυρπολούν, σκοτώνουν, βιάζουν κάθε ελευθερία, ποδοπατούν με τον πιο προσβλητικό τρόπο την αξιοπρέπεια των εργαζομένων. Αλλά, ειλικρινά, όλο το κακό που ο φασισμός έχει κάνει τα τελευταία δύο χρόνια και που θα κάνει για όσο καιρό οι εργαζόμενοι τον αφήνουν στη ζωή μπορεί μήπως να συγκριθεί με το κακό που το κράτος έχει κάνει, με την ησυχία του και νόμιμα για αμέτρητα χρόνια και που θα συνεχίσει να κάνει όσο θα υπάρχει;"3
ΤΟ ΜΙΚΡΟΤΕΡΟ ΚΑΚΟ
Επαναλαμβάνω ότι είναι πάντοτε εύκολο να κρίνουμε εκ των υστέρων και, σ’ αυτήν την περίπτωση κυρίως, χρειάζεται να λάβουμε υπ’ όψιν μας μία μεγάλη σειρά παραγόντων: στην πραγματικότητα, ο φασισμός εμφανίστηκε αρχικά με ένα συγκεχυμένο και ετερογενές πολιτικό πρόγραμμα, και το κόμμα του Μουσολίνι φαινόταν να μην είναι τίποτε περισσότερο από ένα κίνημα χρηματοδοτημένο από την μπουρζουαζία και το κεφάλαιο για να αποκα- ταστήσει εκείνη την "αστική" τάξη πραγμάτων που το εργατικό κίνημα είχε προσπαθήσει να ανατρέψει. Επιπλέον, το φασιστικό κόμμα έδωσε την εντύπωση ότι δεν είναι παρά ένα άθροισμα κακοποιών και απατεώνων που θα επέστρεφαν στις θέσεις τους, αφού πρώτα θα διέσπει- ραν το χάος και τον τρόμο. Ας διαβάσουμε, επί παρα- δείγματι, τι έγραφε ο Μαλατέστα αμέσως μετά την Πορεία προς τη Ρώμη: "Εκτός από τις πόζες που θα ήθελαν να φαίνονται ναπολεόντειες, αλλά που αντίθετα δεν είναι παρά οπερετικές, όταν δεν είναι ενέργειες αρχικακο- ποιών, εμείς πιστεύουμε ότι στο βάθος δε θα αλλάξει τίποτε, εκτός από ένα κάποιο διάστημα μεγαλύτερης αστυνομικής καταπίεσης εναντίον των εξεγερμένων και των εργαζομένων. Μία καινούργια έκδοση του Κρίσπι και του Πελού".4 Ακόμα και μετά από κάποια χρόνια που ο Μουσολίνι είχε εγκατασταθεί στην εξουσία, πολλοί (μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο Μαλατέστα) εκτιμούσαν ότι το φασιστικό καθεστώς δε θα είχε μεγάλη διάρκεια.
Ο Μαλατέστα, λοιπόν, κατά τη γνώμη μου, υποτίμησε τόσο τον Μουσολίνι όσο και το φασισμό, έστω και εάν κατανόησε εξαρχής ότι ανάμεσα στους φασίστες και στους κομμουνιστές οι ομοιότητες ήταν πολύ περισσότερες από τις διαφορές και ότι και τα δύο κινήματα στόχευαν στην εγκαθίδρυση ενός πολύ παρόμοιου τύπου καθεστώτος.5 Αργότερα, προς το τέλος της ζωής του, διαισθάνθηκε, α- ποδεικνύοντας τη βαθιά νοημοσύνη του και την πνευμα-
τική ευστροφία του, ότι ο φασισμός και ο κομμουνισμός οδηγούσαν σε έναν ανέκδοτο τύπο εξουσίας και σε ένα αρκετά παρόμοιο τύπο καθεστώτος: ένα Κράτος που χαρακτηρίζεται από οικονομικό συγκεντρωτισμό, με τον ανάλογο πολιτικό απολυταρχισμό, που κατέστησαν βαθμιαία, κυρίως μετά τον Πόλεμο, ένα είδος καθολικού πιστεύω. Πρόκειται για εκείνον τον τύπο κράτους που εν συνεχεία ονομάστηκε ολοκληρωτικό —η επινόηση του όρου είναι του ίδιου του Μουσολίνι— και που δε συγκαταλεγόταν, ακριβώς επειδή ήταν κάτι το πρωτοφανέρωτο, στις παραδοσιακές μορφές ταξινομήσεως της πολιτικής εξουσίας: κατηγορία αμφισβητήσιμη, φυσικά, από τη μαρξιστική ιστοριογραφία μέχρι προσφάτως, και που ακόμα σήμερα απορρίπτεται από κάποιους δεινόσαυρους της μαρξιστικό-λενινιστικής εποχής.
Σχετικά τώρα με το πρόβλημα του μικρότερου κακού, δεν πιστεύω ότι οι κρίσεις του Μαλατέστα οφείλονταν μόνο σε σφάλματα εκτιμήσεως (εκτιμήσεις που αφορούσαν τη δύναμη και τη διάρκεια του φασιστικού κινήματος), και συνεπώς δε σκέπτομαι ότι πρόκειται απλώς για σφάλματα τακτικής. Επαναλαμβάνω, αντιθέτως, ότι αυτά τα σφάλματα προήλθαν από την πραγματική ανικανότητα των αναρχικών και του ίδιου του Μαλατέστα να κατανοήσουν την αξία των δημοκρατικών και φιλελεύθερων ελευθεριών. Ας διαβάσουμε τα άρθρα που ο Μαλατέστα έγραψε για τη δημοκρατία, κατά τη δεκαετία του 1920. Ωπωσδήποτε, είναι πιο "εκλεπτυσμένα" από τα προηγούμενα γραπτά του, και σε πολλές περιπτώσεις ο Ιταλός αναρχικός έφτασε να υποστηρίζει ότι η χειρότερη δημοκρατία είναι προτιμότερη από την καλύτερη δικτατορία, όπως, επί παραδείγματι, υποστήριξε σε άρθρο του στις 15 Μαρτίου 1924 (στο περιοδικό "Σκέψη και Βούληση" — "Ρensiero e Volonta). Βρισκόμαστε όμως ακριβώς στο 1924, και το γάλα είχε ήδη χυθεί. Και όχι μόνο: η συγκεκριμένη "ομολογία" του Μαλατέστα γίνεται πάντοτε με σφιγμένα δόντια, και υπάρχει πάντοτε η τάση να θέτει στο ίδιο επίπεδο τα δύο καθεστώτα, επειδή θεωρεί τη δημοκρατία και τη δικτατορία σχεδόν αποκλειστικά ως "τυπικές" παραλλαγές της κρατικής ουσίας: εν συγκρίσει προς την αναρχία, οι διαφορές ανάμεσα στη δημοκρατία και στη δικτατορία εμφανίζονται ελάχιστα σημαντικές, και του φαίνονται κυριολεκτικά ως παρεκκλίσεις από το σωστό δρόμο. Ας διαβάσουμε, πάνω σ’ αυτό το ζήτημα, το άρθρο που έγραψε ο Μαλατέστα στις 6 Μάίου του 1926 στο περιοδικό "Σκέψη και Βούληση" και ας σκε- φτούμε με προσοχή πάνω στο επόμενο απόσπασμα: "Θα μπορούσα να μακρηγορήσω για να δείξω, αντλώντας λογικά επιχειρήματα από τα σύγχρονα γεγονότα, ότι δεν είναι καθόλου αληθινό πως οι διαταγές μιας κυβέρνησης μπορεί να είναι διαταγές της πλειοψηφίας και ότι στην πραγματικότητα κάθε "δημοκρατία" ήταν, είναι και θα είναι μία "ολιγαρχία", μία κυβέρνηση των λίγων, μία δικτατορία".6 Η δημοκρατία λοιπόν εξομοιώνεται ουσιαστικά από τον Μαλατέστα, ακόμα και το 1926, με τη δικτατορία.
ΑΠΟΛΥΤΟ ΚΑΛΟ ΚΑΙ ΣΧΕΤΙΚΟ ΚΑΛΟ
Δε θα εξετάσουμε την απόρριψη από τον Μαλατέστα και από τους αναρχικούς του καιρού του (και ακόμα από ένα μεγάλο τμήμα των σημερινών αναρχικών) της αρχής της πλειοψηφίας ως ρυθμιστικού κριτηρίου των πολιτικών αποφάσεων, στο όνομα της αρχής της "ελεύθερης συναίνεσης", που δύκολα μπορεί να εφαρμοστεί σε ένα μεγάλο μέρος της δημόσιας ζωής, ακόμα και σε μία ελευθεριακή κοινωνία, όπως είχε ήδη δείξει ο Μερλίνο στην περίφημη πολεμική του με τον Μαλατέστα.
Θα περιοριστούμε στην εξέταση της ανάλυσης του Μαλατέστα για τη σχέση δημοκρατίας και δικτατορίας. Πώς θα μπορούσε ο Μαλατέστα να υποστηρίξει ότι, πέρα από το αναμφισβήτητο γεγονός πως ακόμα και σε ένα δημοκρατικό καθεστώς είναι οι μειοψηφίες που αποφασίζουν, η δημοκρατία είναι καλύτερη απο τη δικτατορία, από μία ελευθεριακή οπτική γωνία;
Κατά την άποψή μου, αυτός θα μπορούσε να σκεφτεί τη δημοκρατία και τη δικτατορία όχι σε σχέση με το απόλυτο καλό (η αναρχία), αλλά σε σχέση με το σχετικό καλό (η ουσιαστική και πραγματική ελευθερία καθίσταται δυνατή μέσα από τη θεσμική και "τυπική" ελευθερία): είναι από αυτήν την άποψη που πραγματικά τόσο η δημοκρατία και η δικτατορία όσο και η δημοκρατιά και ο ολοκληρωτισμός διαφοροποιούνται ριζικά.
Η δημοκρατία και η δικτατορία διαφοροποιούνται πραγματικά όχι μόνον εξαιτίας των μηχανισμών με τους οποίους επιλέγονται οι διευθυντικές ελίτ, αλλά κυρίως εξαιτίας των θεμελιωδών ελευθεριών που απολαμβάνουν οι πολίτες, διότι η ελευθερία που ζωογονεί την κοινωνία των πολιτών υπάρχει, και είναι δυνατή ακριβώς στο βαθμό που στην εξουσία του κράτους τίθενται σαφείς περιορισμοί. Ας συγκρίνουμε, από την οπτική γωνία της ελευθερίας των ατόμων και της κοινωνίας, τη δικτατορία, το ολοκληρωτικό Κράτος και τη δημοκρατία. Στην περίπτωση της δικτατορίας, η ελευθερία, τόσο της κοινωνίας όσο και του ατόμου, είναι ελάχιστη· στην περίπτωση του ολοκληρωτικού Κράτους, και η μία και η άλλη είναι ανύπαρκτες, διότι η πολιτική εξουσία απορροφά πλήρως την κοινωνία και ναρκώνει τα άτομα, όχι μόνο επιβάλλοντας την πειθαρχία των σωμάτων, αλλά απαιτώντας και την προσχώρηση των συνειδήσεων στην περίπτωση των δημοκρατιών, η ελευθερία της κοινωνίας των πολιτών και των ατόμων που την αποτελούν είναι εν γένει μεγάλη, έστω και αν όχι πάντα και όχι για όλους. Χρειάζεται λοιπόν να ενεργούμε για να την ενισχύουμε και να τη διευρύνουμε και όχι να την πολεμάμε ως μία φενάκη. Όπως έγραψε ο Πιερ Κάρλο Μασίνι: "Ένα πράγμα είναι να καταγγέλλουμε τις ψευδαισθήσεις της δημοκρατίας· άλλο πράγμα είναι να καταδικάζουμε τη δημοκρατία ως ψευδαίσθηση".7
ΕΝΑΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ ΕΧΘΡΙΚΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Πιστεύω ότι ο Μαλατέστα και γενικότερα ο αναρχισμός εκείνης της ιστορικής περιόδου, εξαιτίας μιας ολόκληρης σειράς λόγων που μόνο εν μέρει έχω θίξει, πολέμησε τη δημοκρατία ως μία ψευδαίσθηση και ότι αυτή η προπαγάνδα ευνόησε, μαζύ με μία σειρά άλλων παραγόντων, ασφαλώς πιο σημαντικών και αποφασιστικών, την εγκαθίδρυση του φασισμού. Όπως ήδη έχω γράψει, ο Μαλατέστα δεν μπόρεσε, εξαιτίας των ξεκάθαρων αντεπανα- στατικών επιπτώσεων που η εφαρμογή αυτής της αρχής συνεπαγόταν στο πολιτικό επίπεδο, να ακολουθήσει μέχρι τέλους το μεθοδολογικό κριτήριο που ο ίδιος επεξεργάστηκε: τη διάκριση ανάμεσα στην κρίση των γεγονότων και στην κρίση των αξιών. Αυτός πράγματι είχε εφαρμόσει αυτό το μεθοδολογικό κριτήριο στο πεδίο της επαναστατικής πολιτικής, συλλαμβάνοντας την επανάσταση ως μία βίαιη δράση, με την οποία ένα ευρύ προοδευτικό μέτωπο, μέσα στο οποίο οι αναρχικοί θα έπρεπε να αποτελούν το πιο προχωρημένο τμήμα, θα ανέτρεπε το αστικό Κράτος και θα εγκαθίδρυε όχι την αναρχία, που δεν είναι ποτέ δυνατό να επιβληθεί με τη βία, αλλά ένα καθεστώς πιο ελεύθερο, το οποίο θα καταργούσε το Κράτος και το σύστημα της καπιταλιστικής παραγωγής: σ’ αυτό το έδαφος της ουδέτερης ελευθερίας, ο καθένας θα μπορούσε, σύμφωνα με τον Μαλατέστα, να πειραματίζεται με κοινωνικές και οικονομικές μορφές που θα τις θεωρούσε ως τις πιο κατάλληλες, χωρίς φυσικά να περιορίζει την ίση ελευθερία των άλλων να πράττουν αναλό- γως.
Εν ολίγοις, ο Μαλατέστα είχε κατανοήσει ότι η ελευθερία, ιστορικά και πολιτικά, προηγείται της αναρχίας και ότι μπορούμε να αποβλέπουμε στο "απόλυτο" μόνο εάν προηγουμένως πραγματοποιήσουμε το "σχετικό". Ωστόσο, αυτός παρέμεινε ένας επαναστάτης βαθύτατα εχθρικός προς την "αστική δημοκρατία", και θεωρούσε μέχρι τέλους ότι η δημοκρατία δεν μπορούσε να δημιουργήσει εκείνο το ουδέτερο έδαφος της ελευθερίας, εκείνο το χώρο του ελεύθερου πειραματισμού, που θα έπρεπε, αντι- θέτως, να τον δημιουργήσουν οι μάζες με την εξέγερση. Βέβαια, κάποιες σκέψεις του μπορούν να μας κάνουν να σκεφτούμε ότι ίσως να υπήρξε μία εξέλιξη στη σκέψη του προς την κατεύθυνση να θεωρήσει τη δημοκρατία όχι μόνον ως το χειρότερο κακό αλλά και ως το σχετικό καλό, από το οποίο είναι δυνατό να αρχίσει το έργο της δημιουργίας μιας ελεύθερης κοινωνίας.8 Αλλά ... ας σταματήσουμε εδώ. Δε θα ήταν πράγματι ούτε χρήσιμο ούτε σωστό να ερμηνεύσουμε τη σκέψη του Μαλατέστα και να προσπαθήσυομε να καταλάβουμε τι θα έλεγε και τι θα έκανε.
Ο Μαλατέστα έζησε εκατό χρόνια πριν, και εγώ σκέπτο- μα ότι, αναφορικά με το ζήτημα της δημοκρατίας, χωρίς να μετατραπούμε σε υποστηριχτές της διαδικασίας των εκλογών και χωρίς να αποκηρύξουμε την ιδέα της δημιουργίας μιας ελεύθερης κοινωνίας που θα προέλθει κυρίως έξω από τους κρατικούς θεσμούς, μπορούμε και οφείλουμε να πάμε πέρα από τις απόψεις του Μαλατέστα. Άλλωστε, κάποιοι σύντροφοί μας, κατά τα τελευταία πενήντα χρόνια, το έχουν ήδη κάνει: δεν γράφω λοιπόν τίποτε το πολύ καινούργιο ή το πολύ ετερόδοξο.9
ΝΑ ΕΝΔΥΝΑΜΩΣΟΥΜΕ ΤΙΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΕΣ
Πιστεύω ότι ο καλύτερος σεβασμός που μπορούμε να αποδώσουμε στις ιδέες του Μαλατέστα —όπως και στις ιδέες του αναρχισμού εν γένει— συνίσταται στην ανάπτυξη των καλύτερων διαισθήσεών του, παραμένοντας πιστοί στο πνεύμα του με το να εφαρμόσουμε τη μέθοδό του —που μου φαίνεται μέχρι τώρα η καλύτερη μεταξύ των όσων υπάρχουν— στη σημερινή πραγματικότητα. Το να είμαστε Μαλατεστικοί, υπό την έννοια να επαναλαμβάνουμε όσα έχει πει ο Μαλατέστα μέσα σε ιστορικές συνθήκες πολύ διαφορετικές από τις σημερινές, μπορεί πράγματι να οδηγήσει στο θάνατο της σκέψης του, εάν δεν οδηγήσει στο χειρότερο που είναι η γελοιοποίησή του- αντιθέτως, πιστεύω ότι εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι να δώσουμε ζωή στη διδασκαλία του μέσα σε μία μορφή που να μπορεί να ευδοκιμήσει στο παρόν. Πιστεύω, τέλος, ότι η δημοκρατία με όλους τους περιορισμούς και τα ελαττώματά της —και κάθε κοινωνία, ακόμα και η πιο ελεύθερη και η πιο ίση, ακόμα και η ελευθε- ριακή, θα έχει περιορισμούς και ελαττώματα, διότι η ελευθερία, που πραγματώνεται ιστορικά, δεν μπορεί παρά είναι πάντοτε, όπως καθετί το ζωντανό, σχετική, συ- γκρουσιακή, πλουραλιστική — μπορεί να θεωρείται ότι βρίσκεται πολύ κοντά σ’ εκείνο το έδαφος της "ουδέτερης" ελευθερίας, που, σύμφωνα με τον Μαλατέστα, έπρεπε να αποτελεί το σημείο εκκινήσεως για την ίδια την πορεία της κοινωνίας προς την αναρχία. Η δημοκρατία, για έναν αναρχικό, δεν μπορεί να είναι φυσικά ο σκοπός. Μπορεί να αποτελεί, εκλαϊκευτικά, το χώρο για τη συνάντηση και τη σύγκρουση των ιδεών, για την αγορά των ελεύθερων επιλογών, όπου η καθεμία προσπαθεί να "κερδίσει τη μάχη", χωρίς επιβολή και χωρίς βία.
Επίσης, υπό το φως των ολοκληρωτικών εμπειριών του 20ου αιώνα, πιστεύω ότι ο καλύτερος τρόπος για να φτάσουμε σε μία κοινωνία χωρίς Κράτος και χωρίς τάξεις — στόχος που θεωρώ ότι δεν μπορεί να επιτευχθεί ιστορικά με την κυριολεκτική και απόλυτη έννοια του όρου, διότι το απόλυτο δεν μπορεί ποτέ να πραγματοποιηθεί στην ανθρώπινη ιστορία— συνίσταται στο να ενδυναμώσουμε και να διευρύνουμε τις δημοκρατικές ελευθερίες και τα δικαιώματα του ατόμου, τόσο στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο όσο και στο οικονομικό, ένα πεδίο που απειλείται τρομερά από μία οικονομική και χρηματιστηριακή ολιγαρχία που πάντοτε θέλει να είναι αποδεσμευμένη από κάθε πολιτικό έλεγχο (και αυτό είναι φυσικά μία μορφή εξουσιασμού που δεν πρέπει να υποτιμάται, όπως έχει σωστά υπενθυμίσει ο Μάσιμο Ορτάλι και όπως η πολιτική επικαιρότητα μάς υπενθυμίζει συνεχώς). Να ενδυναμώνουμε τις ελευθερίες και τις κοινοτικές αυτονομίες, να ελέγχουμε ακόμα περισσότερο και ακόμα καλύτερα την άσκηση της εξουσίας, να αγωνιζόμαστε για την αποκέντρωσή της και για τη δημιουργία μιας όσο το δυνατόν περισσότερο άμεσης δημοκρατίας προς αντικατάσταση της σημερινής μορφής της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας· να αγωνιζόμαστε ώστε να γίνονται σεβαστά και να διευρύνονται τα δικαιώματα των εργαζομένων και των καταναλωτών σε κάθε μέρος του κόσμου, να αγωνιζόμαστε ώστε η δημοκρατία να αρχίζει να εφαρμόζεται ακόμα και στο οικονομικό πεδίο, από το οποίο, προκειμένου να ικανοποιούνται οι τάξεις των επιχειρηματιών, πάντοτε απωθήθηκε· να διευρύνουμε τα δικαιώματα των πολιτών και τα πολιτικά δικαιώματα που δεν τα απολαμβάνουν, όπως οι μετανάστες, να υπερασπιζόμαστε πάντοτε και σε κάθε περίπτωση τις θεμελιώδεις ελευθερίες των ατόμων, όλων των ατόμων, ανεξαρτήτως χρώματος του δέρματος, φυλής, θρησκείας, πολιτικών ιδεών.
Αυτοί και πολλοί άλλοι είναι, κατά τη γνώμη μου, οι αγώνες που εμείς οι αναρχικοί πρέπει να αναπτύξουμε σήμερα — και εν μέρει, στο μέτρο των δυνάμεών μας, τους έχουμε ήδη αναπτύξει — , προκειμένου να κατευθυνθούμε προς τη δημιουργία μιας βιώσιμης αναρχίας, που δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, τίποτε άλλο από μία ελευθερια- κή μορφή δημοκρατίας. Να συμβάλλουμε ώστε η δημοκρατία να προχωρήσει προς την αναρχία και όχι να προσπαθούμε να την κατεδαφίσουμε. Όπως έχει υποστηρίξει ο Μάρτιν Μπούμπερ, και πριν από αυτόν ο Γκουστάβ Λαντάουερ, το Κράτος αφανίζεται τη στιγμή κατά την οποία οι άνθρωποι δημιουργούν ανάμεσά τους άλλους τύπους σχέσεων, διαφορετικούς από τους κρατικούς. Είναι αναγκαίο, λοιπόν, να αγωνιζόμαστε πρωτίστως για να δημιουργούν οι άνθρωποι ανάμεσά τους ελευθεριακές σχέσεις και για να απελευθερώνουν το μυαλό και τη δρα- στηριότητά τους από το Κράτος: η υπέρβαση του Κράτους, υπό την έννοια μιας προοδευτικής κατεύθυνσης της κοινωνίας προς την αναρχία, θα καταστεί δυνατή μόνον όταν η πολιτική κοινωνία θα είναι πολύ ισχυρή, βαθιά διαρθρωμένη κοινοτιστικά, πολύ ώριμη δημοκρατικά, ώστε να μπορεί να υπάρχει χωρίς την παρουσία μιας συγκεντρωτικής και ιεραρχικής πολιτικής εξουσίας. Διαφορετικά, η επανάσταση δε θα είναι παρά ένα επικίνδυνο σάλτο στο κενό, που θα εμπεριείχε τον κίνδυνο να οδηγήσει προς τα πίσω την κοινωνία, εδώθεν, αντί να την οδηγήσει εκείθεν, της δημοκρατίας, όπως έχει γράψει ο Αμεντέο Μπέρτολο και όπως όλοι θέλουμε.10
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ OSCAR GREGO[‡]
Αγαπητέ Μάσιμο Ορτάλι,
είμαι ο Όσκαρ Γκρέκο, φοιτητής της σύγχρονης ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Καλαβρίας και αναγνώστης από καιρό της "Rivista Anarchica", και θα ήθελα την άποψή σου για το βιβλίο "II Βuon Senso Della Rivoluzione" (επιμέλεια του Τζιαμπιέτρο Νίκο Μπέρτι), όπου είναι συγκεντρωμένα πολλά άρθρα του Ερρίκο Μαλατέστα.
Στην Εισαγωγή παρουσιάζεται η μορφή του Μαλατέστα, προσελκύοντας την προσοχή μας πάνω στη σπουδαιότη- τα που προσέλαβε ο Καζερτάνος αναρχικός μέσα στο εθνικό πανόραμα. Η ανάλυση του Μπέρτι είναι αναμφίβολος αξιόλογη, αλλά επίτρεψέ μου να διαφωνήσω σε ένα μόνο σημείο. Ο Μπέρτι υποστηρίζει ότι ο Μαλατέστα, όπως επίσης και όλοι οι αναρχικοί, δεν αναγνωρίζει το "μικρότερο κακό". Ο Μπέρτι υποστηρίζει ότι αυτή η τοποθέτηση μπορεί να εξακριβωθεί στη στάση του Μαλατέστα απέναντι στο φασισμό, ο οποίος, πράγματι, θεωρούσε τη δημοκρατία και το φασισμό, χρησιμοποιώντας το ίδιο κριτήριο, ως δύο μορφές του εξουσιασμού, κατα- λήγοντας έτσι να υποτιμά το πρόγραμμα του Μουσολίνι. Επιπροσθέτως, υποστηρίζει ότι ο Μαλατέστα εφαρμόζει στο φασισμό μία ερμηνεία "κλασικά σοσιαλιστική, χωρίς να συλλαμβάνει την αντιδραστική φύση του".
Δε βρίσκω πειστική τη θέση του Μπέρτι και θυμάμαι ότι ακόμα και ένας πολιτικός όπως ο κόμης Σφόρτσα, μην έχοντας φυσικά καθόλου ελευθεριακές ιδέες, χαρακτηρίζοντας τον Μαλατέστα έναν "εξαίρετο πολιτικό", είχε ε- πισημάνει το γεγονός ότι ο Καζερτάνος υπήρξε ο πρώτος που προσδιόρισε το φασισμό ως απάντηση των αφεντικών της βιομηχανίας και της γαιοκτησίας στην "κόκκινη διετία" και στους φόβους που αυτή η "διετία" είχε προξενήσει στις κυρίαρχες τάξεις της χώρας.
Θα ήθελα τη γνώμη σου πάνω σε αυτό το ζήτημα.
Με ελευθεριακούς χαιρετισμούς
'Οσκαρ Γκρέκο.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΑΣΙΜΟ ΟΡΤΑΛΙ
Αγαπητέ Ορέστη,
το πρόβλημα που θέτεις στην επιστολή σου έχει να κάνει με ένα από τα κεντρικά προβλήματα της αναρχικής δράσης, και γι’ αυτό θα άξιζε ένα βαθύτερο και ευρύτερο α- ναστοχασμό από αυτόν που θα προσπαθήσω να παρουσιάσω εδώ σε εσένα και στους αναγνώστες της "Rivista Anarchica ".
Ο Νίκο Μπέρτι επισημαίνει σωστά την ιδιαιτερότητα της διάκρισης που υπάρχει στην κοινωνική ανάλυση του Μαλατέστα μεταξύ ενός ηθικού επιπέδου —δηλαδή της αναρχίας ως ενός έσχατου και αναλλοίωτου στόχου — και ενός πολιτικού επιπέδου —δηλαδή εκείνου που σε μία αναπτυγμένη κοινωνία, επί παραδείγματι, εκφράζεται διαμέσου των κανόνων του δημοκρατικού συστήματος: το λεγόμενο "μικρότερο κακό", όπως το χαρακτηρίζει ο Μπέρτι, και που ακόμα σήμερα είμαστε συνηθισμένοι να το αντιμετωπίζουμε στην πρακτική της αγωνιστικής παρέμβασης.
Επίσης, σωστά ο Μπέρτι παρατηρεί ότι ο Μαλατέστα ποτέ δεν παραλείπει να θέτει στο κέντρο της σκέψης του αυτήν τη διάκριση, και συγχρόνως ασχολείται συνεχώς με την προτεραιότητα της ηθικής πλευράς της επαναστατικής κοινωνικής δράσης και με τη συνεπή, απόλυτη, αφοσίωση σ’ αυτήν.
Οπως είπα, το πρόβλημα της αναφοράς μας στο "μικρότερο κακό" επαναπροβάλλεται συνεχώς, και γι’ αυτό είμαστε υποχρεωμένοι να διερωτόμαστε επανειλημμένα εάν είναι αποδεκτή μία περιπτωσιακή παραβίαση των αυστηρών ιδεολογικών αντιλήψεων ή εάν, αντιθέτως, οφείλουμε να επιβεβαιώνουμε τη βαθιά προσκόλλησή μας σε αυτές, χωρίς να τις αναστοχαζόμαστε σε σχέση με την πραγματικότητα. Η ιστορία μάς έχει θέσει μπροστά σε αυτό το δίλημμα σε περιόδους μεγαλύτερης ή μικρότερης δραματικότητας, αλλά το ασυμβίβαστο των επιλογών τέθηκε πάντοτε με τον ίδιο δραστικό τρόπο. Στην Ισπανία του 1936, επί παραδείγματι, είχαμε να επιλέξουμε στην αρχή εάν θα συμμετάσχουμε στις εκλογές (χωρίς να είναι αναγκαίο να κάνουμε εκλογικό αγώνα) και εν συνεχεία εάν θα συμετάσχουμε σε μία επαναστατική κυβέρνηση. Ενώ σε μία πιο πρόσφατη χρονική περίοδο, αντιμετωπίσαμε το ζήτημα εάν, προκειμένου να προσλάβει μία μεγαλύτερη διεισδυτικότητα η ηθική και κοινωνική αντίθεσή μας στον πόλεμο στο Κόσοβο, θα ήταν αποδεκτή μία τακτική και προσωρινή συμμαχία με κινήματα των Καθολικών που βρίσκονταν πιο κοντά στις δικές μας αντιμιλι- ταριστικές απόψεις. Το ίδιο ζήτημα έχει παρατηρηθεί πολλές φορές με τις πολυάριθμες επιτροπές πολιτών στις οποίες έχουν συμμετάσχει πολλές αναρχικές ομάδες.
Η σχέση μας με το "μικρότερο κακό", όπως βλέπουμε, είναι κάτι το συνεχές, διότι είναι σπάνιες οι στιγμές στις οποίες είναι δυνατή μία καθαρή ρήξη με την υπάρχουσα κατάσταση και μία πράξη καθαρά αναρχική, μόνον ηθική, για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Μπέρτι, και όχι πολιτική. Να γιατί θεωρώ εξ ολοκλήρου κατάλληλη την ανάλυση του Μπέρτι, σύμφωνα με την οποία οι αναρχικοί — και ο Μαλατέστα πρώτος— οδηγούνται "εκ φύσε- ως" στην υποτίμηση της σπουδαιότητας του πολιτικού ρεαλισμού και στην αναγκαιότητα να αναλογίζονται τις δικές τους δυνάμεις και πεποιθήσεις με βάση τις περιστάσεις του καθημερινού αγώνα.
Συνεχίζεται...
Συνεχίζεται...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου