Κυριακή 1 Απριλίου 2012

ΟΙ ΒΟΓΟΜΙΛΟΙ..[Μέρος Β΄]

Βογόμιλοι - η εξάπλωσή τους


α. Οι Βυζαντινές πηγές.
Στο σημείο αυτό η έρευνα επανέρχεται στην εξέταση των Βυζαντινών πηγών. Οι Βογομίλοι διέδωσαν την διδασκαλία τους στην ρωμαϊκή επικράτεια και οι εκκλησιαστικές αρχές ενημερώθηκαν για την ύπαρξή τους ακόμη και στην ίδια την Βασιλεύουσα. Οι Σλάβοι ιστορικοί αρέσκονται να μιλούν για «Βυζαντινό Βογομιλισμό» επειδή επιμένουν να δίνουν εθνική χροιά σε θρησκευτικό φαινόμενο. Τον όρο υιοθετούν και δυτικοί ιστορικοί χωρίς αντιρρήσεις. Επειδή η προσπάθεια «εθνικοποίησης» της αίρεσης από τους κατά τα άλλα διεθνιστές Μαρξιστές είναι αναχρονισμός και δεν συνάδει με την εποχή, στην οποία παρατηρείται, ο Βογομιλισμός είναι θρησκευτικό φαινόμενο της ενιαίας Εκκλησίας και ως τέτοιο εξετάζεται εδώ, οπότε ο όρος καταργείται.
β. Η Στηλιτευτική Συγγραφή του Ευθύμιου Ακμονίας.
Η επόμενη πηγή πληροφόρησης είναι το έργο του μοναχού Ευθύμιου της Μονής Περιβλέπτου στην Κωνσταντινούπολη, με τίτλο Συγγραφή στηλιτευτική της των αθέων και ασεβών αιρετικών των λεγομένων Φουνδαγιατών αιρέσεως[i]. Το έργο είναι γραμμένο το 1045 μ.Χ.
Το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα ήταν μια περίοδος ταραχής για το Βουλγαρικό Κράτος. Αρχικά δέχτηκαν εισβολή από τον πρίγκιπα Σβιατοσλάβο (942-972) του Κιέβου το 968 και το Κράτος του Βόρι Β’ καταλύθηκε. Στην συνέχεια ο αυτοκράτορας Ιωάννης Α’ Τσιμισκής (969-976) εισέβαλε στην Βουλγαρία, έδιωξε τους Ρώσους και προσάρτησε την Βουλγαρία. Ο Τσάρος Σαμουήλ (987-1014) βρήκε την ευκαιρία κατά την διάρκεια του εμφυλίου επί Βασιλείου Β’ Βουλγαροκτόνου (976-1025) και επανασύστησε το δεύτερο Βουλγαρικό Κράτος, για να καταλυθεί για δεύτερη φορά το 1018 με την νικηφόρα εκστρατεία του Βασιλείου.
Η ταραγμένη περίοδος και η ενοποίηση των Βαλκανικών επαρχιών με την αυτοκρατορία έδωσαν την ευκαιρία στους Βογομίλους να κινηθούν ελεύθερα και απαρατήρητα και να δημιουργήσουν εστίες της αίρεσής τους στα εδάφη της Ρωμανίας. Η επιστολή του Ευθύμιου περιέχει σημαντικές πληροφορίες για τον τρόπο διάδοσης της αίρεσης.
Λίγα είναι γνωστά για τον μοναχό Ευθύμιο. Από το κείμενο φαίνεται ότι καταγόταν από την περιοχή της Ακμονίας. Σε ηλικία ικανή συνόδευσε την μητέρα του στην εκδίκαση μιας υπόθεσης, την εποχή των βασιλέων Βασιλείου και Κωνσταντίνου, αλλά η υπόθεση εκδικάστηκε τελικά την εποχή του Ρωμανού Γ’ Αργυρού (1028-1034), οπότε συμπεραίνεται ότι ο Ευθύμιος γεννήθηκε είκοσι χρόνια τουλάχιστον πριν την άνοδο του Ρωμανού Γ’ στο θρόνο το 1028.
Η Μονή Περιβλέπτου βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη και ήταν αφιερωμένη στην Παναγία Περίβλεπτο. Χτίστηκε από τον Ρωμανό Γ’ μετά την αποτυχημένη εκστρατεία του στην Συρία το 1030 μ.Χ στην περιοχή Ψαμαθιά. Στην Μονή αυτή ετάφη μετά τον θάνατό του την Μεγάλη Παρασκευή του 1034. Μετά την άλωση της Πόλης από τους Σταυροφόρους, περί το 1206 μ.Χ. δόθηκε στους Λατίνους μοναχούς και επιστράφηκε το 1261 μετά την απελευθέρωση. Όταν η Πόλη καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς το μοναστήρι παραχωρήθηκε στους Αρμένιους και η εκκλησία αφιερώθηκε στον Άγιο Γεώργιο (Surp Kevork). Σήμερα είναι γνωστό ως Sulu Manastir, δηλ το μοναστήρι με τα νερά, χάρη στο αγίασμα της εκκλησίας[ii].
Από την ανάγνωση του κειμένου γίνεται φανερό ότι ο Ευθύμιος δεν γνώριζε το έργο του Κοσμά. Αυτό μπορεί να οφείλεται είτε στο ότι η ομιλία του Κοσμά γράφτηκε αργότερα, είτε στο ότι ήταν γραμμένη στην παλαιοσλαβονική, και δεν είχε μεταφραστεί στην ελληνική. Ονομάζει τους αιρετικούς Φουνδαγιάτες, Χριστοπολίτες, και είναι γνώστης της ονομασίας Βογομίλοι:
«Ἔστιν ἡ αἵρεσις τῶν ἀθέων Φουνδαγιατῶν τῶν ἑαυτούς ἀποκαλούντων Χριστοπολίτας, ἐν δέ τῇ Δύσει καλουμένων Βογομίλων αὕτη[iii]».
Σε άλλο χειρόγραφο από την έκδοση του G. Ficker αναφέρεται:
«Οἱ τοῦ Ὀψικίου λαοί καλοῦσι τούς τήν κακίστην ταύτην ἀσέβειαν μετερχομένους Φουνδαγιαγίτας, εἰς δέ τόν Κυβαιρραιώτην, καί εἰς τήν Δύσιν καί εἰς ἑτέρους τόπους καλοῦσιν αὐτούς Βογομίλους[iv]»
Συνεπώς η ονομασία Βογομίλοι ήταν γνωστή στην Κωνσταντινούπολη, και μάλιστα από κάποιον ο οποίος δεν φαίνεται να κατείχε κάποιο διοικητικό αξίωμα[v], γι’ αυτό και δεν αναφέρεται σ’ αυτούς ως Μανιχαίους. Η αναφορά στα διοικητικά θέματα του Οψικίου και των Κιβυραιωτών δείχνει την εξάπλωση στις αιγιαλίτιδες ακτές της Μικράς Ασίας.
Η ρίζα του ονόματος «Φουνδαγιαγίτες» είναι η λέξη «Φούνδα», εξελληνισμός του λατινικού «funda[vi]» και μεταφράζεται σάκκος. Το όνομα σημαίνει σακκοφόροι και είναι αναφορά στον επαιτικό τρόπο διαβίωσης των Βογομίλων. Αν και δεν υπάρχει αναφορά για τον συγκεκριμένο τρόπο διαβίωσης, η ερμηνεία υποστηρίζεται από τους περισσότερους ιστορικούς. Ο G. Ficker διαφωνεί, εξαιτίας της έλλειψης αναφοράς και θεωρεί ότι η λέξη προέρχεται από άγνωστη ελληνική ρίζα. Αγνοεί ότι ένα άλλο που δόθηκε στους Βογομίλους και χρησιμοποιούνταν στα Βαλκάνια, ήταν torbeshi από την βουλγάρικη λέξη torba, που σημαίνει επίσης σάκκος[vii].
Γενικά στο κείμενο υπάρχει διάχυτη η ποιμαντική αντιμετώπιση της αίρεσης, χωρίς να διαφαίνεται η γνώση αντιαιρετικής γραμματείας. Επειδή λοιπόν, λείπουν οι επιρροές το έργο είναι πρωτότυπο και οι πληροφορίες γνήσιες, ενός αυτόπτη μάρτυρα. Ο Ευθύμιος αναφέρει ότι την εποχή εκείνη περιδιάβαιναν την Πόλη διδάσκοντας:
«Περινοστοῦσι γάρ οἱ τοιοῦτοι ἀσεβεῖς, διδάσκοντες πανταχοῦ ἔν τε τῇ πόλει καί ἐν τοῖς ἔξω[viii]».
Κατά την επιστροφή του από προσκυνηματικό ταξίδι στα Ιεροσόλυμα, ο Ευθύμιος βρήκε στην Μονή αιρετικούς, προσποιούμενους τους μοναχούς, οι οποίοι διέδιδαν τις κακοδοξίες τους. Ο μαθητής του είχε πλανηθεί από αυτούς. Προσποιούμενος ο Ευθύμιος ότι χάρηκε για όσα του έλεγε ο μαθητής του, ζήτησε να τους γνωρίσει:
«Καί ὅς εὐθύς μηδέν περί τούτου ἀναβαλόμενος χαίρων χαίροντας αὐτούς ὡς μέγα τι, καί θεῖον δώρημα ἐμοί τούτους προσέφερεν, ἐν τῇ τοιαύτῃ μονῇ τότε αὐτούς ὑπάρχοντας[ix]».
Υπάρχουν αρκετά ενδιαφέροντα σημεία στην αναφορά του Ευθύμιου. Κατ’ αρχάς, ενώ είναι γνώστης της ονομασίας Βογομίλοι, δεν την αποδίδει σε κάποιον αιρεσιάρχη. Αντίθετα, αναφέρει κάποιον ιερέα με τον όνομα Ιωάννης Τζουρίλλας, ο οποίος δρούσε στον τόπο καταγωγής του, την περιοχή της Ακμονίας.
«Θα σας ενημερώσω γι’ αυτά που είδα με τα μάτια μου. Γνωρίζω ότι οι περισσότεροι είστε ενήμεροι. Γνωρίζετε πολύ καλά τον Ιωάννη Τζουρίλλα. δεν τολμώ να τον αποκαλέσω πάτερ, όπως συνηθίζετε εσείς, η αββά, διότι δεν είναι, αλλά μαθητής και απόστολος του διαβόλου. Όλοι ξέρετε ότι εγκατέλειψε την γυναίκα του, κάνοντάς την ψευτο-ηγουμένη όταν ο ίδιος έγινε ψευτο-ηγούμενος… και όχι μόνο αυτός αλλά και πολλοί ακόλουθοί του το ίδιο. Τώρα ακούστε και κάτι άλλο για το οποίο γνωρίζω ότι είστε ενήμεροι. Στην βασιλεία των πορφυρογένητων Βασιλείου και Κωνσταντίνου, υπήρχε ένας κριτής στο θέμα του Οψικίου, που είναι κοντά μας, ο Ρωμανός Αργυρόπουλος, ο μετέπειτα αυτοκράτορας. Θυμάμαι ότι ήρθε στην επαρχία μου, την Ακμονία, και ήρθα κι εγώ μαζί με την μητέρα μου, η οποία είχε μια δικαστική υπόθεση εναντίον κάποιου. Οι κρατικοί υπάλληλοι είχαν παράσχει ένα κτήριο κοντά στον αρχιστράτηγο, που λεγόταν Στρουθοπολίτης. Το δικαστήριο γινόταν εκεί. Έφεραν τον βλάσφημο Τζουρίλλα, τον οποίο αναγνωρίζεται επειδή ήταν ο αρχηγός της νεοσυσταθείσας αίρεσης της βλασφημίας, και λέγεται ότι διέδιδε την διδασκαλία του διαβόλου επί τρία χρόνια και είχε πείσει ολόκληρες πόλεις στα μέρη της Θράκης και την τοποθεσία της Σμύρνης και πολλά άλλα μέρη, να αρνηθούν τον Χριστό και να λατρέψουν τον διάβολο[x]»
Η διήγηση της υπόθεσης του Τζουρίλλα είναι εκτενής. Κατηγορήθηκε για φθορά παρθένου και αποσχηματίστηκε. Την εποχή που ο Ευθύμιος έγραφε την αναφορά του, ήταν ακόμη εν ζωή. Ο Michael Angold θεωρεί ότι ο Τζουρίλλας ήταν οπαδός του Ελευθέριου Παφλαγονίας[xi]. Υπάρχει όμως μια θεμελιώδης διαφορά πεποιθήσεων ανάμεσά τους, ώστε η άποψη θεωρείται απίθανη. Ο Ελευθέριος Παφλαγονίας, ως Μεσσαλιανός είχε δύο γυναίκες. Αντίθετα, για τον Ιωάννη Τζουρίλλα αναφέρθηκε ότι εγκατέλειψε την δική του σύμφωνα με την διδασκαλία των Βογομίλων.
Ο Τζουρίλας θεωρήθηκε από τον J. Ivanov ότι ήταν βουλγαρικής καταγωγής[xii]. Η αναφορά του Ευθυμίου ως τόπο έναρξης της δράσης του στα θέματα Μακεδονίας και Θρακησίων, ενισχύει αυτή την άποψη. Δεν επιβεβαιώνεται όμως, και μένει αναπόδεικτη η θεωρία για την προσηλυτιστική του δράση ανάμεσα σε σλαβικούς πληθυσμούς στην Μικρά Ασία. Μετακινήσεις Σλάβων έγιναν το 688 μ.Χ. από τον Ιουστινιανό Β’˙ 80.000 άνθρωποι μεταφέρθηκαν στο θέμα του Οψικίου[xiii]. Επίσης ανεξακρίβωτος αριθμός μεταφέρθηκε το 762 μ.Χ. από τον Κωνσταντίνο Ε’ τον Κοπρώνυμο στην Βιθυνία. Πέραν τούτου δεν υπάρχει κάποια άλλη ένδειξη που να επιβεβαιώνει την παραπάνω υπόθεση.
Άλλο ενδιαφέρον σημείο είναι η μορφή της μετριοπαθούς δυαρχίας την οποία υποστήριζαν οι περιγραφόμενοι Βογομίλοι:
«Καθ’ ἕτερον δέ σκοπόν τολμῶσι οἱ πάσης ἀσεβείας καί βλασφημίας πεπληρωμένοι, λέγειν τόν οὐρανόν, τήν γήν καί πάντα τά ἐν αὐτοῖς τόν διάβολον δημιουργῆσαι, καί οὐ τόν Θεόν, καί ὅτι τόν παράδεισον αὐτός ἐποίησαι, καί τόν ἄνθρωπον αὐτός ἔπλασε, καί οὐχ ὁ Θεός, δύο μόνα λέγοντες εἶναι ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ ἐκ τῆς δημιουργίας τοῦ ἐπουρανίου Θεοῦ, τόν ἥλιον, καί τήν ψυχήν τοῦ ἀνθρώπου˙ καί ὅτι ὁκτώ εἰσίν οἱ οὐρανοί, ἐπτά μέν, οὕς ἐποίησεν ὁ ἐπουράνιος Θεός, καί καθέζεται ἐπάνω αὐτῶν˙ ὅγδοος δέ ἐστιν ὁ ὑπό κάτω πάντων, ὁ καί παρ’ ἡμῶν ὁρώμενος, ὅν ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου ἐποίησεν[xiv]».
Η δυαρχία τους έχει την μορφή που αναφέρεται από τον πατριάρχη Θεοφύλακτο και όχι αυτήν που περιγράφεται στην Ομιλία του Κοσμά. Είναι λοιπόν και αυτό ένδειξη ότι ακόμη δεν έχει εξελιχθεί στην μεταγενέστερη μορφή της και επομένως η παρεμβολή της περιγραφής του Κοσμά στον Ι’ αι είναι τεχνητή και όχι φυσική. Το γεγονός ότι ο Ευθύμιος δεν αντιγράφει κάποιο άλλο αντιαιρετικό κείμενο, οπότε η περιγραφή του είναι ενός αυτόπτη μάρτυρα, ενισχύει την άποψη αυτή.
Το κείμενο διαθέτει πληροφορίες για τις τελετές των Βογομίλων. Θα εξεταστούν στο κεφάλαιο της διδασκαλίας τους. Ο Ευθύμιος αναγνώρισε τους Βογομίλους ως σατανιστές και όχι απλώς ως αιρετικούς, που διαδίδουν σατανική διδασκαλία:
«Πιστεύουσι δέ καί σέβονται τόν ἄρχοντα τοῦ κόσμου, ὅς ἐστιν Σατανᾶς[xv]»
«Ὅμως οὖτοι οἱ ἀσεβεῖς καί ἄθεοι ἔχουσιν ἰδίαν Τριάδα, εἰς ἥν πιστεύουσι. Πατέρα γάρ καλοῦσι τόν ἄρχοντα τοῦ σκότους, τόν διάβολον, τόν ἐκ τῶν οὐρανόν πεσόντα, ὡς καί αὐτοί ὡμολόγησαν, καθώς καί ὁ Χριστός φησιν, ὅτι Ὑμεῖς ἐκ τοῦ πατρός ὑμῶν τοῦ διαβόλου ἐστε. Υἱόν δέ, τόν υἱόν τῆς ἀπωλείας, καί Πνεῦμα, τό πνεῦμα τῆς πονηρίας. Αὕτη ἐστίν ἡ τριάς τῶν ἀσεβῶν[xvi]».
Υποκρίνονταν τους Χριστιανούς, μάλιστα αυτοαποκαλούνταν ως πραγματικοί Χριστιανοί, κάτι που εφάρμοζαν και εφαρμόζουν όλοι σχεδόν οι αιρετικοί, ακόμη και σήμερα. Ερωτηθείς ένας από τους αιρετικούς, που υποκρίνονταν τον μοναχό, έδωσε τον λόγο της τοιαύτης υποκρισίας:
«ἄλλως ἐξαπατῆσαι Χριστιανόν οὐ δυνάμεθα, εἰ μή τό μοναχικόν σχῆμα ὑποκριθῶμεν, καί Χριστιανούς ἑαυτούς ὀνομάσομεν, καί τά τῶν Χριστιανῶν πάντα ποιοῦντες φαινόμεθα, καί τά τῆς Γραφῆς εἰς διδασκαλίαν προθῶμεν. Ὅτι τάς Γραφάς φέρειν δυνάμεθα, ἔστι συνεργῶν ἡμῖν ὁ ἀποστέλλων εἰς τά αὐτοῦ κηρύγματα. Χριστόν δέ οἱ άσεβεῖς ὀνομάζουσι τόν ἄρχοντα τοῦ κόσμου, ὅς ἐστιν ὁ Σατανᾶς[xvii]».
Από την απάντησή τους στην ερώτηση, από πού έμαθαν να χρησιμοποιούν τις γραφές, φαίνεται επίσης ότι διεκδικούσαν την θεοπνευστία.
Ο Ευθύμιος ανησυχούσε για την βαθειά διείσδυση των αιρετικών στις τάξεις του κλήρου και του μοναχισμού. Ίσως να επιχειρήθηκε διάβρωση της ιεραρχίας. Εντύπωση προκαλεί η έλλειψη αντίδρασης στην εξάπλωση του Βογομιλισμού, είτε από τήν εκκλησιαστική, είτε από την αυτοκρατορική αρχή, την περίοδο που εξετάζεται. Ο Τζουρίλλας, για παράδειγμα, καταδικάστηκε για βιασμό, όχι για αίρεση. Το κράτος διένυε την περίοδο αυτή ένα είδος belle époque, χωρίς τον κίνδυνο σοβαρών εξωτερικών απειλών. Αντίθετα η Εκκλησία ήταν απασχολημένη με το Σχίσμα του 1054, και το ενδιαφέρον της μονοπωλούνταν από αυτό. Ο πατριάρχης Κοσμάς Α’ ο Ιεροσολυμίτης (1075-1081) ήταν ο πρώτος που ανέλαβε κάποια πρωτοβουλία εναντίον τους.
γ. Η Επιστολή του Πατριάρχη Κοσμά Α’ Ιεροσολυμίτη.
Σώζεται μία Επιστολή[xviii] με συντάκτη τον πατριάρχη Κοσμά και παραλήπτη τον μητροπολίτη Λάρισας, η οποία αναφέρεται στον τρόπο αντιμετώπισης των Βογομίλων. Ως πατριάρχης Κοσμάς αναγνωρίζεται ο Κοσμάς Α’ Ιεροσολυμίτης, διότι ο Κοσμάς Β’ Αττικός (1146-7) καταδικάστηκε από Σύνοδο ως φίλος των Βογομίλων (το θέμα θα εξεταστεί παρακάτω). Στην Επιστολή αναφέρεται ότι έγινε σύνοδος στο πατριαρχείο και αποφασίστηκε ο τρόπος αντιμετώπισης. Κάθε Κυριακή και κάθε γιορτή έπρεπε να διαβάζεται στις εκκλησίες μια σειρά αναθεμάτων, ώστε ο απληροφόρητος κόσμος και όσοι είχαν υποπέσει στην αίρεση λόγω άγνοιας, να μάθουν ότι η διδασκαλία των Βογομίλων ήταν αντίθετη με την χριστιανική πίστη. Έτσι ο κόσμος θα μπορούσε να διακρίνει την αλήθεια από το ψέμα και δεν θα θηρεύονταν από τους αιρετικούς διδασκάλους.
Η Επιστολή αποτέλεσε πηγή για την σύνταξη του Συνοδικού του Τσάρου Βορίλου (θα εξεταστεί επίσης παρακάτω). Τα αναθέματα συμπεριλήφθηκαν αυτούσια, με διαφορετική σειρά. Σε αυτά αναγνωρίζεται ο παπα-Βογομίλος ως Μανιχαίος και καταδικάζεται (1ο ανάθεμα). Επίσης η δυαρχία που παρουσιάζεται είναι εκείνη της Επιστολής του Θεοφύλακτου και της Συγγραφής του Ευθύμιου, και όχι του Κοσμά.
Από τον παραλήπτη της επιστολής φαίνεται ότι ο Βογομιλισμός είχε διαδοθεί και στις νότιες Βαλκανικές επαρχίες. Αυτό ήταν κάτι αναμενόμενο.
δ. Ο διάλογος Περί δαιμόνων του Μιχαήλ Ψελλού.
Για το επόμενο κείμενο υπάρχει σοβαρό πρόβλημα χρονολόγησης. Πρόκειται για έργο του οποίου συγγραφέας φέρεται ο Μιχαήλ Ψελλός και φέρει τον τίτλο, Τιμόθεος ή Περί δαιμόνων[xix]. Το έργο είναι σε διαλογική μορφή, κατά τα πλατωνικά πρότυπα και αποδίδεται από σύσσωμη την χειρόγραφη παράδοση στον Μιχαήλ Ψελλό. Ο εκδότης, όμως, της κριτικής έκδοσης, Paul Gautier, αμφιβάλει και το αποδίδει στον Νικόλαο Μεθώνης. Αν το έργο είναι του Μιχαήλ Ψελλού, τότε γράφτηκε το 1078 μ.Χ. Αν είναι του Νικόλαου Μεθώνης, τότε ο P. Gautier προτείνει ως ημερομηνία συγγραφής τα μέσα του ΙΒ’ αι.
Για το θέμα που μελετάται εδώ η απόδοση του κειμένου και ο χρόνος συγγραφής έχουν σημασία. Αυτό συμβαίνει διότι στο κείμενο υπάρχουν πληροφορίες για δύο θέματα, για τις οποίες η χρονολόγηση του κειμένου βοηθά να τοποθετηθούν στο ανάλογο ιστορικό πλαίσιο. Τα θέματα αυτά είναι
α) αναφέρεται για πρώτη φορά σε ελληνική πηγή η μετριοπαθής δυαρχία, σύμφωνα με την οποία ο Σαταναήλ είναι γιος του Θεού. Αν τώρα συνυπολογιστεί ότι ενδέχεται η Ομιλία του Κοσμά να είναι μεταγενέστερη, τότε πρόκειται για την πρώτη φορά που συναντάται αυτή η πεποίθηση, γενικώς.
β) από το κείμενο φαίνεται ότι την εποχή συγγραφής του έργου λαμβάνονταν μέτρα για την καταπολέμηση της αίρεσης από τις κρατικές αρχές. Πότε, όμως, έγινε αυτό; Την εποχή που ο πατριάρχης Κοσμάς Α’ έλαβε ποιμαντικά μέτρα εναντίον του Βογομιλισμού ή την εποχή της βασιλείας του Μανουήλ Α’, όταν στην Κωνσταντινούπολη υπήρχε «πυρετός» διώξεων εναντίον τους;
Αν το έργο είναι του Ψελλού σύμφωνα με την χειρόγραφη παράδοση, τότε αυτά τα γεγονότα μετατοπίζονται χρονικά, περισσότερο από μισό αιώνα.
Το έργο είναι γραμμένο σε διαλογική μορφή. Τα δύο πρόσωπα του διαλόγου είναι ο ανώνυμος Θραξ και ο Τιμόθεος. Ο Θραξ επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη μετά από απουσία δύο ετών, και διηγείται στον Τιμόθεο, αυτά που είδε κι έμαθε στο ενδιάμεσο διάστημα. Ο λόγος της απουσίας του ήταν διορισμένη αποστολή στην πόλη της Ελασσόνας της Θεσσαλίας, για την σύλληψη των τοπικών αιρετικών αρχηγών. Η αίρεση στην οποία αναφέρεται είναι αναμφίβολα οι Βογομίλοι, αλλά παρουσιάζεται ως ευρύτερη και συνυπολογίζονται και οι Μεσσαλιανοί. Η αποστολή δεν ολοκληρώθηκε εξαιτίας αντιδράσεων από τους ντόπιους. Ως πηγή πληροφόρησης των σχετικών με την αίρεση εμφανίζεται κάποιος μοναχός Μάρκος Μεσοποταμίτης[xx]. Στα παλαιότερα χειρόγραφα εμφανίζεται κάποιο σχόλιο, που αναφέρει ότι ο εν λόγω Μάρκος καταγόταν από την Θήβα και αρχικά ήταν Βογομίλος διδάσκαλος, αλλά μετανόησε κι έγινε Ορθόδοξος[xxi].
Ως τόπος συνάντησης με τον Μάρκο αναφέρεται η Χερσόνησος. Έχει προταθεί η θρακική χερσόνησος, αλλά με την λέξη εννοείται η Ελλάδα. Πιθανότερο είναι η συνάντηση να έγινε κάπου μεταξύ Ελασσόνας και Θηβών. Αναφέρεται ότι κάποιος Μιχαήλ Μεσοποταμιτης ήταν ανώτερος κρατικός λειτουργός του θέματος της Ελλάδος, στις αρχές του ΙΒ’ αι[xxii]. Αυτό σημαίνει ότι ο διάλογος δεν είναι εντελώς φανταστικός, αλλά αναφέρεται σε πραγματικά γεγονότα. Επίσης, στηρίζει την άποψη που αποδίδει το κείμενο στον Νικόλαο Μεθώνης και τοποθετεί τα γεγονότα στο μέσο περίπου του ΙΒ’ αι.
Οι αιρετικοί εξαρχής ονομάζονται Ευχίτες ή Ενθουσιαστές:
« Εὐχίτας αὐτούς καί Ἐνθουσιαστάς οἱ πολλοί καλοῦσιν[xxiii]»
Στην συνέχεια ο Θραξ εξηγεί ότι πρόκειται για Μανιχαίους:
«Ἔχει μέν τό παλαμναῖον τοῦτο δόγμα παρά Μάνεντος τοῦ μανέντος τάς ἀφορμάς[xxiv]»
Η διδασκαλία τους δεν ακολουθεί κατά πόδας αυτήν του Μάνη, περιέχει καινοτομίες διότι εισάγουν και τρίτη αρχή:
«Εὐχίταις δέ τούτοις τοῖς κακοδαίμοσι καί ἑτέρα τις ἀρχή προσελήφθη τρίτη˙ πατήρ γάρ αὐτοῖς υἱοί τε δύο, πρεσβύτερος καί νεώτερος, αἱ ἀρχαί, ὧν τῷ μέν πατρί τά ὑπερκόσμια μόνα, τῷ δέ νεωτέρῳ τῶν υἱῶν τά οὐράνια, θατέρῳ δέ τῷ πρεσβυτέρῳ τῶν ἐγκοσμίων ἀποτετάχασιν, ὅ κατά μηδέν ἐστι τῆς ἑλληνικῆς μυθολογίας ἀπολειπόμενον, κατά τό τριχθά δέ πάντα δέδασται[xxv]».
Εδώ λοιπόν εμφανίζεται μια δυαρχία διαφορετική από όσες αναφέρθηκαν μέχρι τώρα στις πηγές, εκτός της περιπτώσεως του Κοσμά, που είναι αμφίβολης χρονολόγησης. Ο επουράνιος Πατήρ έχει δύο υιούς, κατά τους αιρετικούς, εκ των οποίων ο δεύτερος είναι ο Σαταναήλ, δημιουργός του υλικού κόσμου.
Ως προς την στάση τους απέναντι στην τριάδα, οι αιρετικοί χωρίζονται από τον Θράκα σε τρεις κατηγορίες:
«Ταύτην δέ την σαθράν ὑποβάθραν ὑποθέντες οἱ σαθροί τάς φρένας τό μέν μέχρι ταύτης εἰσίν ἀλλήλοις ὁμόφρονες, τό δ’ ἐντεῦθεν τριχῆ ταῖς γνώμαις διΐστανται. Οἰ μέν γάρ τούτων νέμουσιν ἀμφοῖν τοῖν υἱοῖν τό σέβας˙ κἄν γάρ πρός ἀλλήλους διαφέρεσθαί φασιν νῦν, ἀλλ’ ὅμως ἄμφω σεβαστέον ὡς ἐκ πατρός ἑνός καταλλαγησομένους ἐπί τοῦ μέλλοντος. Οἰ δέ θατέρῳ τῷ νεωτέρῳ λατρεύουσιν, ὡς τῆς κρείττονος καί ὑπερκειμένης μερίδος κατάρχοντι, τόν πρεσβύτερον οὐκ ἀτιμάζοντες μέν, φυλαττόμενοι δ’ αυτόν ὡς κακοποιῆσαι δυνάμενον. Οἱ δέ χείρους αὐτῶν τήν ἀσέβειαν τοῦ μέν οὐρανίου διϊστῶσιν ἑαυτούς ἐπί πᾶν, αὐτόν δέ μόνον τόν ἐπίγειον Σαταναήλ ἐνστερνίζονται, τῶν τε ὀνομάτων τοῖς εὐφημοτέροις ἀποσεμνύνοντες πρωτότοκον τόν ἀλλότριον ἐκ πατρός καλοῦσι, φυτῶν τε καί ζώων καί τῶν λοιπῶν συνθέτων δημιουργόν τόν φθοροποιόν καί ὀλέθριον[xxvi]».
Μέσα από αυτή την κατηγοριοποίηση φαίνεται ξεκάθαρα, ότι στις τάξεις των Βογομίλων υπάρχει διάσταση απόψεων, η οποία θα οδηγήσει αργότερα σε σχίσμα. Από τις δύο ομάδες, η μια δέχεται και λατρεύει και τους δυο υιούς. Με αυτήν την μορφή βέβαια δεν έχει καταγραφεί βογομιλικό δόγμα, αλλά είναι πιθανό να οφείλεται στις ελλειπείς γνώσεις του Ψελλού για τους Βογομίλους, όπως δέχονται και οι περισσότεροι[xxvii]. Αυτό που περιγράφεται είναι η ύστερη μετριοπαθής δυαρχία. Η δεύτερη λατρεύει μόνο τον Σαταναήλ και είναι η αρχική μετριοπαθής δυαρχία, στην οποία υπάρχουν δύο αρχές, αλλά η πονηρή αρχή κατασκεύασε μόνο τον υλικό κόσμο. Αυτή, μέσα από την περιγραφή του Ψελλού παρουσιάζεται ως σατανισμός.
Η τρίτη κατηγορία, στην οποία λατρεύεται ο νεώτερος υιός, και όχι ο Σαταναήλ διότι μπορεί να κακοποιήσει, δεν είναι βογομιλισμός. Πιθανότατα, πρόκειται για τους Ευχίτες ή Ενθουσιαστές, από τους οποίους δανείζεται ο Ψελλός την ονομασία.
Ο Τιμόθεος αναρωτιέται γιατί κάποιος άνθρωπος θα επέλεγε να λατρέψει τον Σατανά. Η απάντηση του Θράκα είναι η εξής:
«Πόθεν ἄλλοθεν, ὦ Τιμόθεε, ἤ καί αὐτός ὁ τοῦ ψεύδους ἄρχων ταῦτα περιαυτολογῶν τῶν ἀνοήτων ἀπατᾷ τάς γνώμας; Ὁ γάρ τόν αὐτοῦ θρόνον θεῖναι ἐπί τῶν νεφελῶν καυχώμενος καί ἔσεσθαι ὅμοιος τῷ ὑψίστῳ λέγων καί διά τοῦτο καί ἔκπτωτος καί σκότος γενόμενος, αὐτός οὗτος τούτοις ἐμφανιζόμενος υἱόν Θεοῦ πρωτότοκον ἑαυτόν ἀναγγέλει καί τῶν ἐπιγείων ἁπάντων δημιουργόν, ἄγειν τε καί φέρειν τό ἐγκόσμιον πᾶν, καί οὕτω τήν ἑκάστου ἄνοιαν μετιών φενακίζει τούς ἄφρονας, οὕς δέον, κατά νοῦν λαβόντας ὡς ἀλαζών καί ψεύδους ἀρχηγός ἐστι, καταγελάσαι κομπάζοντος. Οἱ δέ οὐχ οὕτως, ἀλλά πείθονται ταῦτα λέγοντι καί ἄγονται καθάπερ βόες ἀπό ῥινῶν[xxviii]».
Στην συνέχεια ο Τιμόθεος αναρωτιέται, αν απολαμβάνουν κάποιο κέρδος από την σατανολατρεία τους. Ο Θράκας απαντά:
«Κέρδους μέν οὐκ οἶδ’ εἴ τοῦ παραπολαύουσιν, ἀλλ’ οἶμαι ὡς οὐδενός˙ χρυσόν μέν γάρ καί κτήσεις καί τό παρ’ ἀνθρώποις δοξάριον, εἰ καί παρέχειν ἐπαγγέλεται τά δαιμόνια, πλήν οὐχ οἷά τέ ἐστι διδόναι, μηδενός κρατοῦντα˙ φαντάσματα δέ τοῖς τελουμενοις ἐμποιεῖ ποικίλα καί ἔξαλλα, ἅς θεοπτίας οἱ θεοστυγοῖς καλοῦσιν. Ὧν βουλομένοις γίνεσθαι θεαταῖς, ἰού, ἰού, πόσα μέν αὐτοῖς τῶν αἰσχρῶν τελεῖται, πόσα δέ τῶν ἀρρήτων καί μυσαρῶν˙ ἅπαν γάρ ἔννομον παρ’ ἡμῖν ῥητόν τε δόγμα πρακτόν τε ἔργον ἀθετοῦντες λυττῶσι καί πρός αὐτούς τούς φυσικούς ἀθετοῦντές εἰσι νόμους Καί τάς παροινίας αὐτῶν εἰς γραφήν ἀνεῖναι μόνης ἄν εἴη τῆς Ἀρχιλόχου βδελυρίας ἔργον˙ οἶμαι δέ κἀκεῖνον, εἰ παρῆν, ὀκνήσειν ἀξιῶσαι μνήμης ὄργια κατάπτυστα καί ἐξάγιστα, μήτε Ἑλλάδος, μήτε βαρβάρου γῆς γενόμενα πώποτε. Ποῦ γάρ καί πότε καί παρά τίσιν ἤκουσταί που τῆς ὑγράς καί τῆς ξηρᾶς ἀπογεύσασθαι περιττώματος ἄνθρωπον, τίμιον ζῷον καί ἱερόν; Ὅ μηδέ τούς λυττῶντας θῆρας καρτερήσειν οἶμαι. Ἀλλ’ ὅμως τοῖς κακοδαίμοσι τούτοις προτελεῖται τοῦτο[xxix]»
Ερώτημα γεννάται, αν αναπτυσσόμενη κατωτέρω δαιμονολογία, είναι των Βογομίλων ή αν εκτίθεται με αφορμή την γνωριμία με την αίρεση και τις σατανιστικές τελετές τους. Γενικά, στις εργασίες των ιστορικών επί του θέματος υπάρχει η εντύπωση ότι η δαιμονολογία είναι μια γενικά επικρατούσα ιδεολογία του μεσαιωνικού κόσμου. Αποδέχονται συμφωνία Ορθοδόξων και αιρετικών επί του θέματος. Η άποψή τους βέβαια καθορίζεται από την «ορθολογιστική» άρνηση της ύπαρξης των δαιμόνων, οπότε θεωρούν ότι η συμφωνία εκφράζει γι’ αυτούς την αποδοχή και από τα δύο μέρη της ύπαρξης[xxx]. Προχωρώντας ακόμη κάποιοι υπέθεσαν ότι ο δαιμονικός κόσμος που περιγράφεται στο έργο είναι επηρεασμένος από χαλδαϊκές απόψεις, τις οποίες γνώρισε ο Ψελλός μέσω των νεοπλατωνικών σπουδών του[xxxi]. Ο Christian Zervos[xxxii] έδειξε ότι η διδασκαλία μεσσαλιανική.
Ένα ακόμη ερώτημα προκύπτει για το αν οι αιρετικοί ακολουθούσαν όλες τις σατανιστικές τελετές, οι οποίες περιγράφονται. Την απάντηση σ’ αυτό δίνει ο μοναχός Μάρκος απολογούμενος:
«Οὐκ ἐγώ» ἧ δ ὅς ὁ Μάρκος, «ἀλλ’ οὐδ’ἄλλος, οἶμαι, ὅτῳ καί μετρίως μέτεστι νοῦ, τοῖς ἐπαράτοις προσανέσχε τούτοις˙ γόητες δέ μᾶλλον καί ἀποφράδες ἄνδρες ταῦτα μειλίσσονται. Ἡμῶν δέ ὅσοι τῶν ἀθεμίτων ἔργων ἀπείχοντο θεραπεύοντες ἧμεν μάλιστα τά ἀέρια καί ταῖς εἰς αὐτά θυσίαις ἀπηυχόμεθα παρεισφρῆσαί τι δαιμόνιον ὑποχθόνιον˙ εἰ γάρ ἔτχέ τι τοιοῦτον παραδυέν πρός τό δεῖμα ἐμποιεῖν, καί λίθοις καταλεῦον ἧν˙ ἴδιον γάρ τῶν ὑποχθονίων τοῦτο καί καταλεύειν τούς προστυχόντας βολαῖς ἀδρανέσι σφόδρα. Διά τοῦτο καί τήν ἔντευξιν τούτων ἀποτρεπόμεθα[xxxiii]»
Απαντά δηλαδή ότι κανείς λογικός άνθρωπος δεν λατρεύει τα υποχθόνια δαιμόνια, εκτός από τους μάγους, οι οποίοι απεύθυναν την λατρεία τους στα αέρια. Αν κατά την διάρκεια της λατρείας παρεισέφρεε κανένα υποχθόνιο το έδιωχναν με πέτρες. Όπως φαίνεται από την απάντηση, αυτοί λάτρευαν τα δαιμόνια του αέρα. Η αμέσως επόμενη φυσική ερώτηση είναι, τί ήταν αυτό που τους εξωθούσε στην λατρεία των δαιμονίων του αέρα. Και η απάντηση του Μάρκου:
«Οὐδέν τί γε», ἔφην, «ὧ γενναῖε, χρηστόν, ὅτι καί τά τούτων περιαυτολογία καί τύφος ἀπάτη τε καί φαντασία διάκενος. Ἀφικνοῦνται μέν γάρ ἀπ’ αὐτῶν ἐπί τούς θρησκεύοντας αὐγαί πυρώδεις, οἷαν δή τινες αἱ τῶν διᾳττόντων ὑποδρομαί, ἅς θεοπτίας αἱ μεμηνόντες ἀξιοῦσι καλεῖν, οὐδέν ἐχούσας ἀληθές, οὐδ’ ἑστηκός, οὐδέ βέβαιον – τί γάρ ἐν δαίμοσιν ἐζοφωμένοις οὗσι φωτοειδές; - ἀλλά παίγνια τούτων οὔσας, οἷα τά ἐν ταῖς τῶν ὀμμάτων παραγωγαῖς ἤ τά παρά τῶν καλουμένων θαυματοποιῶν ἐπ’ ἐξαπάτῃ τῶν ὁρώντων γινόμενα[xxxiv]».
Εξαπατούνταν, δηλαδή, οι αιρετικοί δια της απάτης των οφθαλμών, με οράματα και φαντασίες πυροειδείς, όχι φωτοειδείς, εφόσον στους ζοφώδεις δαίμονες δεν μπορεί να υπάρξει ο,τιδήποτε φωτεινό. Καλούσαν τις οφθαλμαπάτες θεοπτίες. Η επόμενη ερώτηση αφορά την δυνατότητα αίσθησης των δαιμόνων. Ο Μάρκος απαντά ότι όχι το νεύρο ή ο μυς, αλλά το πνεύμα αισθάνεται:
«Καί τό δαιμόνιον ἄρα πνεῦμα δι’ ὄλου ὄν κατά φύσιν αἰσθητικόν κατά πᾶν ἑαυτοῦ μέρος ἀμέσως ὁρᾷ τε καί ἀκούει καί τά τῆς ἁφῆς ὑπομένει πάθη καί διαιρούμενον ὀδυνᾶται κατά τῶν σωμάτων στερεά. Ταύτῃ τούτων διενεγκόν, ὅτι τά μέν ἄλλα τῶν διαιρεθέντων μόλις ἤ οὐδαμῶς οὐλοῦται, τό δέ διαρούμενον εὐθύς συμφύεται αὖ, καθάπερ ἀέρος ἠ ὕδατος μόρια μεταξύ τινος ἐμπίπτοντος στερεοῦ. … Διό καί τάς ἀκμάς των σιδηρίων δέδοικε καί πεφόβηται, καί τοῦτ’ εἰδότες οἱ τούς άποτροπιασμούς τεχναζόμενοι βελόνας ἤ μαχαίρας, οἷ ἄν μή προσπελάζειν ἐθέλωσι…[xxxv]»
Ο Ψελλός δεν εξετάζει και δεν αναφέρει άλλα δόγματα των αιρετικών. Περιορίζεται μόνο στην δαιμονολογία τους. Παρότι όλοι οι βυζαντινοί συγγραφείς συμφωνούν στην δαιμονική προέλευση της διδασκαλίας τους, μόνο στο παρόν κείμενο περιγράφεται εν εκτάσει, γι’ αυτό και είναι ιδαίτερης σημασίας μαρτυρία.
ε. Η εποχή του Αλέξιου Α’ Κομνηνού.
Την ίδια εποχή (1078) ομάδες Βογομίλων συμμετείχαν στις αναταραχές των Παυλικιανών. Αναφέρεται κάποιος Παυλικιανός Λέκας, ο οποίος νυμφεύτηκε γυναίκα καταγόμενη από τους Πατζινάκες. Αυτός εξώθησε σε επανάσταση του κατοίκους της Σόφιας και της Ναϊσσού. Μαζί του συμμάχησε κάποιος Δοβρόμηρος και ξεσήκωσε τους κατοίκους της Μεσημβρίας. Ένα από τα θύματα της εξέγερσης ήταν και ο επίσκοπος Σαρδικής Μιχαήλ. Η συσχέτιση του Δοβρόμηρου με τους Βογομίλους γίνεται από πολλούς ιστορικούς[xxxvi], εξαιτίας του σλαβικού ονόματός του. Ο D. Obolensky διαφωνεί επί τη βάσει, ότι οι ένοπλες διαμάχες ήταν προσφιλείς στους Παυλικιανούς[xxxvii].
«Λέκας δέ τις ἀπό Παυλικιανῶν Φιλιππουπόλεως ὡρμημένος ἐκ Ἐπιγαμβρίας ηὐτομόλησε τοῖς Πατζινάκοις, καί τούτοις συμφρονῶν τῇ Ῥωμαίων ἠπείλει τά φοβερότατα. ἀλλά καί Δοβρομηρός τις ἐν Μεσημβρίᾳ διακυκῶν. καί τῷ βασιλεί άντᾶραι μελετῶντες, δείσαντες καί τοῖς τῶν ἄλλων σωφρονισθέντες κακοῖς, πρό τῆς πείρας δουλικῷ ζηγῷ τούς αὐχένας ὑπέκλιναν καί προςῆλθον ἱκέται αὐτόμολοι. τότε δή καί ὁ Λέκας τόν ἐπίσκοπον Σαρδικῆς Μιχαήλ τά τοῦ βασιλέως φρονοῦντα καί τήν πόλιν αὐτό τοῦτο ποιεῖν παραινοῦντα ἀνεῖλε, τήν θείαν καί ἱερατικήν στολήν ἀμπεχόμενον[xxxviii]».
Την εξέγερση αντιμετώπισε ο στρατηγός και μετέπειτα αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός. Οι αρχηγοί μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Ελευθερώθηκαν το 1080 μ.Χ. και έλαβαν δώρα, ύστερα από την υποταγή τους. Οι λόγοι είναι άγνωστοι, αλλά ενδέχεται ο αυτοκράτορας να ήθελε να δώσει παράδειγμα της φιλανθρωπίας και της μεγαλοψυχίας του απέναντι στους μετανοούντες.
Αυτή η πρώτη επαφή του αυτοκράτορα Αλέξιου Α’ Κομνηνού με τους αιρετικούς, υπήρξε αναγνωριστική. Τον βοήθησε να εκτιμήσει τον κίνδυνο, ο οποίος ελλόχευε στην τάση τους για συσπείρωση και αυτονομία. Όταν αργότερα κλήθηκε να αντιμετωπίσει πλήθος εξωτερικών και εσωτερικών κινδύνων, σε όλη την έκταση των συνόρων, στις επαρχίες και στην ίδια την βασιλεύουσα, η στάση του απέναντί τους έλαβε δύο ακραίες θέσεις. Αρχικά, έδειξε ανοχή και τους περιέλαβε στο στράτευμα. Όταν αργότερα αυτομόλησαν, δείχνοντας ότι ούτε η πολιτική της μετακίνησης πληθυσμών των προκατόχων του είχε μακροπρόθεσμα αποτελέσματα, ούτε η δική του πολιτική συνεργασίας, αναγκάστηκε να τους αντιμετωπίσει ως εχθρούς του κράτους. Βέβαια, θα μπορούσε ν’ αντιτείνει κανείς ότι η στάση αυτή ήταν χαρακτηριστική των Παυλικιανών και όχι των Βογομίλων. Πέρα κάποιας εθνικιστικής συμπάθειας προς την βουλγαρική προέλευση της αίρεσης, η παραπάνω σκέψη κρύβει πολύ αφέλεια και ο Αλέξιος δεν είχε την πολυτέλεια να φέρεται σαν αφελής. Οι Βογομίλοι αναπτύσσονταν στις ίδιες επαρχίες με τους Παυλικιανούς, συχνές εστίες εξέγερσης. Εμφάνιζαν τις ίδιες τάσεις αυτοπροσδιορισμού και αποστασιοποίησης από τους Ρωμαίους και μόλις λίγες δεκαετίες πρωτύτερα είχαν προκαλέσει σοβαρά προβλήματα με τις επιδρομές και τις λεηλασίες τους. Για τον Αλέξιο, λοιπόν, ο Βογομιλισμός ήταν εν δυνάμει εχθρός, εφόσον οι ίδιοι οι Βογομίλοι αρνούνταν να συμπεριφερθούν ως έννομοι πολίτες της αυτοκρατορίες.
Παρόλα αυτά δεν επιδόθηκε σε σταυροφορία εναντίον όπως συνέβη στην Δύση. Αντιμετώπισε προληπτικά την επέκτασή τους στην ίδιαν την Κωνσταντινούπολη. Από την περίοδο της βασιλείας του έχουμε δυο σημαντικές ιστορικές μαρτυρίες, το ιστορικό έργο της κόρης του Άννας Κομνηνής καί το θεολογικό του Ευθύμιου Ζιγαβηνού.
στ’. Η περίπτωση του αρχηγού της αίρεσης Βασιλείου.
Η Άννα Κομνηνή (1083-1153) έγραψε την βιογραφία του πατέρα της αρκετά χρόνια μετά τον θάνατό του, μετά την αποτυχημένη προσπάθεια να ρίξει από τον θρόνο τον αδελφό της Ιωάννη και ν’ ανεβάσει τον άντρα της Νικηφόρο Βρυέννιο. Μετά τον θάνατο του συζύγου της το 1137 μ.Χ. αποσύρθηκε στην Μονή της Κεχαριτωμένης. Εκεί συνέγραψε την Αλεξιάδα μεταξύ των ετών 1137-1148. Σε αυτήν αποτυπώνει τις γνώσεις της για τους Βογομίλους, σαν να είναι πρωτοφανής αίρεση:
«Μετά δέ ταῦτα ἔτους διιπεύοντος […] τῆς βασιλείας αὐτοῦ μέγιστον ἐπεγείρεται νέφος αἱρετικῶν, καί τό τῆς αἱρέσεως εἶδος καινόν, μήπω πρότερον ἐγνωσμένον τῇ ἐκκλησίᾳ. δύο γάρ δόγματα συνηλθέτην κάκιστα και φαυλότατα ἐγνωσμένα τοῖς πάλαι χρόνοις, Μανιχαίων τέ, ὡς ἄν τις εἴποι, δυσσέβεια, ἥν καί Παυλικιανῶν αἵρεσιν εἴποιμεν, καί Μασσαλιανῶν βδελυρία. τοῦτον δέ ἐστι τό τῶν Βογομίλων δόγμα, ἐκ Μασσαλιανῶν καί Μανιχαίων συγκείμενον, καί ὡς ἔοικεν, ἧν μέν κἀν τοῖς πρό τοὐμοῦ πατρός χρόνοις, ἐλάνθανε δέ˙»
Ωποσδήποτε ο Βογομιλισμός δεν ήταν νεοφανής στην αυτοκρατορία. Η Άννα Κομνηνή θέλει να δώσει έμφαση στην μυστικοπάθεια και την υποκρισία τους:
«δεινότατον γάρ <τό> τῶν Βογομίλων γένος ἀρετήν υποκρίνασθαι. καί τρίχαν μέν κοσμικήν οὐκ ἄν ἴδοις βογομιλίζουσαν, κέκρυπται δέ τό κακόν ὑπό μανδύαν καί τό κουκούλιον. καί ἐσκυθρώπακεν ὁ Βογομιλος καί μέχρι ῥινός σκέπεται καί κεκυφώς βαδίζει καί ὑποψιθυρίζει τό στόμα, τἄνδοθι δέ λύκος ἐστίν ἀκάθεκτος[xxxix]».
Εκείνη την εποχή η Κωνσταντινούπολη γνώρισε την δράση του βογομίλου μοναχού Βασιλείου:
«ὡς δέ ἡ τῶν Βογομίλων ἁπανταχοῦ ἤδη διεσπάρετο φήμη (Βασίλειος γάρ τις μοναχός πολυτροπώτατος μεταχειρίσασθαι τήν Βογομίλων ἀσέβειαν, δώδεκα μέν ἔχων μαθητάς, οὕς καί ἀποστόλους ὠνόμαζε, συνεφελκόμενος δέ καί μαθητρίας τινάς, γύναια κακοήθη καί παμπόνηρα, ἐφήπλωσε τήν κακίαν ἀπανταχοῦ) καί πολλάς ψυχάς δίκην πυρός ἐπενείματο τό κακόν, οὐκ ἠνείχετο ἡ τοῦ βασιλέως ψυχή τοῦτο καί διερευνᾷ τά περί τῆς αἱρέσεως[xl]».
- Ξεσκέπασμα και σύλληψη.
Για το ξεσκέπασμα της αίρεσης ο Αλέξιος εφάρμοσε έξυπνο τέχνασμα. Αφού ερεύνησε κι έμαθε, ότι ο αρχηγός των αιρετικών ήταν ο εν λόγω Βασίλειος τον κάλεσε στο παλάτι. Στην συνέχεια τον παρέλαβε στα ιδιαίτερα διαμερίσματά του και προσποιήθηκε σε κατ’ ιδίαν συζήτηση ότι ενδιαφέρεται να μάθει τα κακόδοξα δόγματα. Ζαλισμένος από τους επαίνους του βασιλέως ο Βασίλειος, ομολόγησε τα πάντα. Πίσω από παραπέτασμα βρισκόταν κρυμμένος ο γραμματικός Νικόλαος, ο οποίος κατέγραφε την συζήτηση. Όταν ο Αλέξιος θεώρησε ότι είχε ακούσει αρκετά κατέβασε το παραπέτασμα και φανερώθηκε ο γραμματικός και εκπρόσωποι της συγκλήτου, του στρατού και της εκκλησίας.
Ο Βασίλειος οδηγήθηκε στο κρατητήριο και διατάχθηκε η σύλληψη των μαθητών του. Φαίνεται ότι οι συλλήψεις γινόταν κατόπιν καταγγελίας. Πολλοί από τους συλληφθέντες ήταν συκοφαντημένοι Ορθόδοξοι. Από την άλλη, πολλοί Βογομίλοι παρίσταναν τους Ορθοδόξους. Ο Αλέξιος εφάρμοσε καινούργιο τέχνασμα και διαχώρισε τους Ορθοδόξους από τους Βογομίλους[xli]. Οι αιρετικοί φυλακίστηκαν, ξεχωριστά οι ψευτο-απόστολοι από τους πιστούς. Ο αυτοκράτορας διέταξε να κατηχηθούν στην Ορθοδοξία, και οργανώθηκαν από την Εκκλησία κατηχητικά μαθήματα. Ταυτόχρονα με υποσχέσεις και δώρα κατάφερε να οδηγήσει σε μετάνοια πολλούς από αυτούς, οπότε και απολύθηκαν:
«Καί τινές μέν τούτων μετέβαλον ἐπί τό βέλτιον καί τῆς φρουρᾶς ἀπελύθησαν, οἱ δέ τῇ σφῶν ἐναπέθανον αἱρέσει ἐν εἱρκταῖς κατεχόμενοι, τροφῆς μέντοι καί ἀμφίων δαψιλῆ τήν χορηγίαν ἔχοντες[xlii]».
- Η εκτέλεση.
Η περιγραφή δείχνει ότι προχώρησαν σε απεργία πείνας. Ο Βασίλειος καταδικάστηκε στον δια πυρός θάνατο. Η μαρτυρία της Άννας Κομνηνής, ότι ο πατριάρχης συνήνεσε στην εκτέλεση του Βασιλείου δεν διασταυρώνεται και είναι ανακριβής. Σύμφωνα με τον μεγάλο κανονολόγο του ΙΒ’ αι. ο μόνος Ορθόδοξος πατριάρχης, ο οποίος συνήνεσε σε εκτέλεση αιρετικού ήταν ο Μιχαήλ Β’ Οξείτης ή Κούρκουας (1143-1146) ενάντια στους εκκλησιαστικούς κανόνες:
«Μή γοῦν θαυμάσῃς ὅτι ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει σύνοδος ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ ἀγιωτάτου πατριάρχου κυρίου Μιχαήλ τοῦ Οξείτ. διέγνω, καί ἐπέτρεψε καυθῆναι Βωγομίλους. Εἰκός γάρ ἐστι μή τρακταισθῆναι τότε τούς νόμους, καί μᾶλλον ὅτι τότε ἀμεταθέτως ἔχοντες τῆς οἰκείας αἱρέσεως οἱ Βωγομίλοι ὡς μαρτύριον προήρπαζον τήν καῦσιν[xliii]».
Το θέμα της δια πυρός τιμωρίας θα ξανασυζητηθεί παρακάτω. Εδώ αναφέρεται για να φανεί ότι η Άννα Κομνηνή ενδέχεται να έμπλεξε (ίσως και σκόπιμα) τον πατριάρχη Νικόλαο Γραμματικό (1084-1111) για να δώσει προηγούμενο στην συναίνεση του Μιχαήλ Β’ Οξείτη. Το έργο της γράφτηκε την περίοδο της πατριαρχείας του δευτέρου. Αυτό μπορεί να διαπιστωθεί και από την τοποθέτηση της δίκης του Βασιλείου προς το τέλος της βασιλείας του Αλέξιου. Αυτό είναι επίσης ανακριβές, διότι τα δύο πρόσωπα που αναφέρονται, ο πατριάρχης Νικόλαος Γραμματικός και ο Σεβαστοκράτωρ Ισαάκ πέθαναν πολύ πριν την λήξη της βασιλείας του Αλέξιου. Ειδικά ο Ισαάκ πέθανε το 1103[xliv], οπότε η δίκη πρέπει να έγινε πριν από αυτήν την ημερομηνία. Ο Ζωναράς τοποθετεί την δίκη μετά το πέρασμα της Α’ Σταυροφορίας το 1097:
«ἀλλά οὕτω μέν τά τοῦ ἔθνους ἔσχον τῶν Φράγγων συντετμημένως εἰπεῖν˙ αἵρεσις δέ τις κατά τους χρόνους τούτους ἀναπέφηνε μυσαρά ἡ τῶν Βογομίλων. τῆς δέ τοιαύτης αἱρέσεως κῆρυξ ἧν καί μέγας διδάσκαλος καί προβολεύς τῶν παρ’ αὐτοῖς ἀποστόλων Βασίλειός τις λεγόμενος ἰατρός, σχῆμα περικείμενος μοναχοῦ, αὐτόν δ’ ἐκεῖνον ἐνδεδυμένος τόν σατανᾶν[xlv]».
Την επαγγελματική ιδιότητα του Βασιλείου ως ιατρού, επιβεβαιώνει και ο Ευθύμιος ΖΙγαβηνός:
«Βασίλειος ἧν οὗτος ὁ ἰατρός, ἀνήρ ὀλέθριος μᾶλλον, καί λοιμός, καί φθορᾶς μεστός, καί πάσης κακίας ὄργανον[xlvi]»
Επίσης μας πλροφορεί ότι δίδασκε στην Κωνσταντινούπολη ήδη υπέρ την τεσσαρακονταετία[xlvii], που σημαίνει ότι την εποχή της σύλληψής του ήταν ήδη γέρος. Ο Ζιγαβηνός τον ονομάζει «κρονόληρον γέροντα». Συνεπώς η έναρξη της δράσης του συμπίπτει με τον εντοπισμό των Βογομίλων και την αναφορά του Ευθύμιου μοναχού της Μονής Περιβλέπτου.
Η εκτέλεση του Βασιλείου έγινε στον ιππόδρομο. Το πλήθος απαίτησε την εκτέλεση και των υπόλοιπων αιρετικών, αλλά ο αυτοκράτορας δεν συνήνεσε:
«τόν δέ ὑπόλοιπον ἀριθμόν, ὅσοι τῆς ἀπωλείας ἧσαν τοῦ Βασιλείου, σφαδάζοντος τοῦ παρεστηκότος λαού καί βιαζομένου ἐπιρρίψειν καί αὐτούς τῷ πυρί, ὁ αὐτοκράτωρ οὐ συνεχώρησεν ἐγκλεισθῆναι κελεύσας ἐν ταῖς τῶν μεγίστων ἀνακτόρων στοαῖς καί τοῖς περιδρόμοις[xlviii]»
Κατά την αναφορά της Άννας Κομνηνής η αίρεση είχε εισβάλει ακόμη και στις οικείες των ευγενών της Πόλης. «καί γάρ ἐνεβάθυνε τό κακόν καί εἰς οἰκίας μεγίστας καί πολλού πλήθυς ἥψατο τό δεινόν[xlix]». Ο Yuri Stoyanov[l] πρότεινε ως εξήγηση του φαινομένου τις επιγαμίες μεταξύ Βουλγάρων και Ρωμαίων ευγενών. Αυτό για να τεκμηριωθεί πρέπει ν’ αποδειχθεί ότι πράγματι η Βουλγαρική δυναστεία είχε ενδώσει στον βογομιλικό προσηλυτισμό. Η απλή συμπάθεια προς τους Βογομίλους δεν είναι αρκετή εξήγηση. Ωστόσο δεν υπάρχει κάποια καλύτερη από πλευράς ιστορικών.
Ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός πρέπει να ήταν ο θεολόγος, ο οποίος ανέκρινε τον Βασίλειο. Κατέγραψε τις πληροφορίες που συνέλεξε στην Διήγηση[li], κείμενο το οποίο υπάρχει σε ένα μόνο χειρόγραφο στην Ουτρέχτη. Στην συνέχεια διευθέτησε το υλικό του στην Πνευματική Πανοπλία, επιβεβαιώνοντας έτσι τις ήδη παρασχόμενες πληροφορίες του Ευθύμιου της Μονής Περιβλέπτου. Η λόγια Άννα Κομνηνή επιβεβαίωσε την πιστή μεταφορά της καταγραφής της ανάκρισης[lii]. Η γνώσεις τους, λοιπόν, για την αίρεση αυτή ήταν ακριβείς[liii], παρά τις προσπάθειες που κατέβαλαν οι ίδιοι οι Βογομίλοι, για να κρατήσουν την διδασκαλία τους μυστική. Ενδιαφέρουσα είναι η πληροφορία, ότι αναθεμάτιζαν όλους τους αυτοκράτορες εκτός των εικονομάχων[liv]. Προφανώς αυτή ήταν μια παραδοσιακή στάση, την οποία κληρονόμησαν από τους Παυλικιανούς. Περισσότερα θα συζητηθούν στο κεφάλαιο της διδασκαλίας τους, καθότι στην Δογματική Πανοπλία δεν υπάρχουν άλλα ιστορικά στοιχεία, τα οποία να συμπληρώνουν όσα ήδη αναφέρθηκαν.
ζ. Σύνοδοι κατά Βογομίλων – Κωνσταντίνος Χρυσόμαλλος.
Μετά την δίκη του Βασιλείου ακολουθεί περίοδος ηρεμίας σε ο,τι αφορά την αίρεση του Βογομιλισμού στην αυτοκρατορία. Δεν υπάρχει κάποια σχετική αναφορά στις πηγές. Η περίοδος αυτή κράτησε μέχρι τον Μάιο του 1140. Λίγο πριν την έναρξη της βασιλείας του Μανουήλ Α’ Κομνηνού (1143-1180) και επί πατριαρχίας του Λέοντα Στυππή (1134-1143) έγινε η δίκη του Κωνσταντίνου Χρυσομάλλου[lv]. Η σημασία της έγκειται στο ότι αφύπνισε τις αρχές και τις κατέστησε σε επαγρύπνησε. Φάνηκε ότι η αίρεση του Βογομιλισμού δεν είχε γράψει ακόμη την τελευταία παράγραφο της ιστορίας της. Αποτέλεσμα ήταν ν’ ανακαλυφθούν κι άλλοι πυρήνες διάδοσης της, και ν’ ακολουθήσει μια σειρά από δίκες. Βασικό στοιχείο στις υποθέσεις αυτές ήταν η διδασκαλία του Χρυσομάλλου, που εξωθούσε σε αντίδραση κατά της αυτοκρατορικής εξουσίας. Η κατηγορία ήταν σοβαρή. Επειδή οι αυτοκράτορες ήταν πάντα υποψιασμένοι για πιθανούς σφετεριστές και είχαν άριστα οργανωμένο σύστημα για να τους ανακαλύπτουν, μπορούμε να πούμε με ασφάλεια, ότι αν μια παρόμοια προπαγάνδα διασπείρονταν τα παλαιότερα χρόνια θα είχε αποκαλυφθεί, άρα δεν πρέπει να κυκλοφορούσαν Βογομίλοι την παρελθούσα τεσσαρακονταετία. Το πιο πιθανό είναι ότι η δράση τους ξεκίνησε πάλι την ίδια περίοδο με τις δίκες.
- Καταδίκη δύο Καππαδοκών επισκόπων.
Στις 20 Αυγούστου του 1143, επί πατριαρχίας Μιχαήλ Β’ Κούρκουα (ή Οξείτη[lvi], 1143-1146), έγινε σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη[lvii], η οποία καθαίρεσε και αφόρισε δύο επισκόπους από την Μητρόπολη των Τυάνων στην ΝΑ Μικρά Ασία. Η δύο επίσκοποι εξετάστηκαν κατόπιν καταγγελίας του μητροπολίτη Τυάνων Βασιλείου. Επρόκειτο για τους Λέοντα Βαλβίσσης και Κλήμεντα Σασίμων. Στην πρώτη συνεδρίαση εξετάστηκε η κανονικότητα της χειροτονίας τους και βρέθηκε άκυρη, διότι είχαν χειροτονηθεί επίσκοποι από μόνο τον προηγούμενο μητροπολίτη Τυάνων Ιάκωβο. Θεωρήθηκαν απλοί μοναχοί. Στην δεύτερη συνεδρίαση εξετάστηκαν οι πεποιθήσεις τους, όπως βεβαιώθηκαν με μαρτυρίες. Μερικές από αυτές τις πεποιθήσεις ήταν καθαρά Βογομιλικές, ενώ άλλες μασσαλιανές. Κάποιες από τις πρακτικές τους ήταν πρωτάκουστες. Στην τρίτη συνεδρία αναθεμάτισαν οι μοναχοί πλέον Λέων και Κλήμης τις αιρετικές δοξασίες τους.
- Καταδίκη του μοναχού Νύμφωνα.
Η καταδίκη των Καππαδοκών επισκόπων προκάλεσε την αντίδραση κάποιου μοναχού Νύμφωνα. Αυτός κλήθηκε ενωπιον της Συνόδου για απολογία. Κατόπιν εξετάσεως βρέθηκε ομόφρονος των Βογομίλων. Δεν αναφέρονται συγκεκριμένα οι πεποιθήσεις του στο σημείωμα[lviii] που εξέδωσε η Σύνοδος. Αναφέρεται ότι φώναξε ενώπιον των ιεραρχών και των αυτοκρατορικών εκπροσώπων «ανάθεμα στον Θεό των Εβραίων» και ότι συμφωνούσε με τα δογματισθέντα από τους αιρετικούς:
«ἔκ τε γάρ τοῦ τούς ἀποβληθέντας πρό μικροῦ παρ’ ἡμῶν συνοδικῶς, ὡς ἑτεροδόξους δύο ἐπισκόπους τοῦ μητροπολίτου Τυάνων εὐσεβεῖς αὐτούς ὀνομάζειν, καί φρονῶντες ὀρθῶς, καί ἀπλῶς διά τούτου τοῦ τροπαίου ἐναντιοῦσθαι, οὐχί τῇ συνόδῳ καί μόνῃ, ἀλλά καί πάσῃ τῇ δογματικῇ ἐκκλησιᾳ τῇ τά παρ’ ἐκείνων δογματισθέντα ὡς ἀσεβῆ ἀπεβαλλομένῃ καί ἄθεσμα[lix]».
Η Σύνοδος αποφάσισε τελικά τον εγκλεισμό του στην Μονή της Περιβλέπτου. Αλλά η ιστορία δεν τελείωσε εδώ.
- Καταδίκη του Πατριάρχη Κοσμά Β’ Αττικού.
Τρία χρόνια μετά ο Μιχαήλ Κούρουας παραιτήθηκε του πατριαρχικού θρόνου κι επέστρεψε την Μονή της Οξείας. Τότε αναδείχθηκε πατριάρχης ο Κοσμάς Β’ Αττικός (1146-7). Ο Κοσμάς ήταν διάκονος στην Αγία Σοφία και πασίγνωστος για ο φιλανθρωπικό του έργο στους φτωχούς της Πόλης. Φαίνεται ότι ήταν φίλα διακείμενος προς τον καταδικασμένο Νύμφωνα, και αυτό αποτέλεσε την αιτία της καθαίρεσής του. Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές δεν έκρυβε την συμπάθειά του προς τον Νύμφωνα:
«ἐφίλει τε αὐτόν ὑπερφυῶς ὁ Κοσμάς, καί ὁμιλητήν αὐτόν ἐποίει τόν ἄνθρωπον, τοῖς τε κατ’ αὐτοῦ τό πρότερν ἐπεψηφισμένοις ἀδικίαν ἐπεκάλει, καίτοι καί τότε τά ὑπέρ τοῦ ἀνθρώπου προπετευσάμενος μέν πικρότατα δ’ ὅμως ἀποκρουσθείς, καί τῆς τε ἀρετ[ς αὐτόν ἐπεθείαζε, κακεῖνο τοῖς λόγοις προσετίθει, ὅτι ἤδη ἐτύγχανε πολλῷ πρότερον τήν ἐς τόν ἀρχιερατικόν θρόνον ἀνάβασιν προαγγείλας αὐτῷ»[lx].
Εδώ βλέπουμε μια πολύ συνηθισμένη μέθοδο των αιρετικών, και συνάμα, αιτία παραπλάνησης των απλών ανθρώπων. Μια ψευτο-προφητεία που πραγματοποιείται οδηγεί στην πτώση τους αφελείς. Ο Νύφων είχε «προφητεύσει» την άνοδο του Κοσμά, και μ’ αυτό τον τρόπο κέρδισε την εκτίμησή του. Ο Ι. Κίνναμος είχε πολύ δίκιο όταν έλεγε ότι ο πατριάρχης ήταν «ἄνθρωπος πλήν τοῦ ἀφελοῦς, ὡς οἶμαι, τἆλλα πάντα πεπλουτηκώς ἀγαθά[lxi]».
Η στάση του πατριάρχη έναντι του καταδικασμένου Νύμφωνα προκάλεσε αντιδράσεις εντός της Εκκλησίας. Αποτέλεσμα ήταν να συγκληθεί νέα Σύνοδος στο παλάτι των Βλαχερνών, παρουσία του αυτοκράτορα, για να εξεταστεί ο Κοσμάς[lxii].
«ὡς γάρ ἠρωτήθη παρά τοῦ βασιλέως αὐτοῦ, ὁποῖον ἄρα ἔχει τόν Νίφωνα; ἀνερυθριάστως οὕτω καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ, ὅπερ λέγεται, μή αἱρετικόν ἔχειν τοῦτον ἀπεστομάτισεν, ἀλλ’ ὀρθόδοξον[lxiii]».
Μετά από αυτή την ομολογία ο Κοσμάς καθαιρέθηκε, ως φίλος των Βογομίλων. Η Σύνοδος συνεκλήθη δύο βδομάδες πριν την Κυριακή της Ορθοδοξίας, στις 26 Φεβρουαρίου του 1147.
Ανάμεσα στους ιστορικούς σήμερα υπάρχει η άποψη, ότι οι λόγοι της καθαίρεσης του Κοσμά ίσως να ήταν πολιτικοί. Συνυπολογίζουν κάποια γεγονότα που μπορεί να σχετίζονται. Καταρχάς, εγείρονται υποψίες από το γεγονός της εναλλαγής πατριαρχών σε μικρό χρονικό διάστημα. Μιχαήλ Β’ Κούρκουας (1143-1146), Κοσμάς Β’ Αττικός (1146-1147), Νικόλαος Δ’ Μουζάλων (1147-1151), Θεόδοτος Β’ (1151-1153), Νεόφυτος Α’ (1153), Κωνσταντίνος Δ’ Χλιαρηνός (1154-1156). Έξι πατριάρχες σε μια δωδεκαετία.
Έπειτα, αναφέρεται ότι ο Κοσμάς κατηγόρησε ως αιρετικό τον Λέοντα Ικανάτο[lxiv] στενό φίλο και συνεργάτη του Μανουήλ Α’ Κομνηνού. Αυτή η κίνηση μπορεί να κίνησε υποψίες για συνεργασία με τον σεβαστοκράτορα Ισαάκ, μεγαλύτερο αδελφό του Μανουήλ, ο οποίος είχε παρακαμφτεί στην διαδοχή λόγω της επιθυμίας του πατέρα τους Ιωάννη Κομνηνού. Την υποψία έτρεφαν φήμες του αυτοκρατορικού και εκκλησιαστικού περιβάλλοντος.
«Διά ταῦτα καί παρά πᾶσι μέν ἧν αἰδέσιμος ὁ ἀνήρ, ὁ δέ σεβαστοκράτωρ Ἰσαάκιος, ὁ τοῦ βασιλέως αὐθόμαιμος, μόνο οὐκ ἐπέθυεν ὡς θεῷ, ἐκεῖνο θεοφιλές καί πρακτέον οἰόμενος, ὅπερ ἧν ὁ πατριάρχης ὑποτιθέμενος, κἀκεῖνο αὖθις θεομισές καί ἀπώμοτον, ὅπερ οὑτοσί ἀπηγόρευεν. ἡ γοῦν φατρία τῶν τότε ἀντιδόξων τῆς ἀρετῆς ἀρχιερέων καί τοῦ ἐργάτου ταύτης ἀντίθετος μοῖρα ἐνδιαβάλλουσι τόν ἄνδρα τῷ βασιλεῖ ὡς τῷ ἀδελφῷ Ἰσαακίῳ τήν βασιλείαν μνώμενον, λαθραίας τάς προόπτους εἰς τό ἱερόν ἀρχεῖον ἀνόδους τοῦ σεβαστοκράτορος ὀνομάζοντες καί κρυφιώδεις συσκευάς τά οὐκ ἐν μυχῷ γῆς καί παραβύστῳ ἀλλ’ ἐφ’ ἡλίῳ συλλαλούμενα μάρτυρι[lxv]».
Για το αβάσιμο της φημολογίας μαρτυρεί και ο Ιωάννης Τζέτης, ο οποίος έστειλε επιστολή στον αυτοκράτορα για το θέμα. Έγραψε:
«ἄρτι δέ κακοήθεις τινές καί στασιωδέστεροι καί ταῖς μεταπτώσεσι τῶν ἀρχῶν ἐπιχαίροντες καί δημοεξαπτεῖν εἰωθότες, ὁ μέν ὅτι τούτῳ μοναστήριον οὐ κεχάρισται, ἕτερος δέ ἀρχοντικίου ἕνεκα δυστροπῶν, ὁ δέ δυσμεναίνων ὅτι ἕτερόν τι τῶν τῆς ἐκκλησίας παρασπασθέν τούτῳ οὐκ ἐδωρήθη, ἕτεροι δέ ὅτι ἡ τοῦ χαρτοφύλακος τούτοις ἐγένετο συνεδρίασις βασκανία καί σχίσμα καί φθόνου αρχή, ἄλλος τις πάλιν παραπλήξ καί μαινόμενος ἄνθρωπος, μοναχός εἴτε τοῦ ἱεροῦ καταλόγου, πατριαρχικήν ἀρχήν ὀνειροπολῶν, καί ἄλλος ἄλλο τι, οὐκ οἶδ’ ὅπως καί παρά τίνων παρεισαχθέντες τάς βασιλικάς ὑπεψιθύρισαν ἀκοάς, τῷ μέν δοκεῖν, ὦ γῆ καί ἥλιε καί σοῦ τοῦ βασιλέως καρδία, ὑπέρ εὐσεβείας μετάστασιν τοιούτου πατριάρχου αἰτοῦντες, τό δ’ ἀληθές τούτων ἕνεκα τῶν ῥηθέντων μοι δυσκολαίνουσι[lxvi]».
Είναι δύσκολο ν’ αποφασίσει κάποιος αν η επιστολή του Ιωάννη Τζέτζη αποτελεί υπεράσπιση του πατριάρχη ή κατηγορώ εναντίον των σπερμολόγων. Ο στριφνός πολλές φορές χαρακτήρας του συντάκτη συνηγορεί υπέρ του δευτέρου. Ο Τζέτζης δεν αναφέρει τις κατηγορίες, δεν αναφέρει τίποτε για τον πατριάρχη εκτός του «ᾧ μόνον ἐστί κακόν μέγιστον ἕν ἡ ἀνυπέρβλητος ἀγαθότης καί τό μή δραστηρίως κατέχειν την πατριαρχικήν βακτηρίαν καί ἐπισφίγγειν τήν ζώνην αὐτοῦ τῷ μηδέ κἄν τοῖς κακοῖς εἶναι κακόν». Αναφέρει μόνο τα κίνητρα των συκοφαντών. Παρ’ όλα αυτά, όσοι γνωρίζουν τον χαρακτήρα του συντάκτη μέσα από τις επιστολές του, δεν εκπλήττονται. Η μαρτυρία του είναι αληθινή κι ας έχει και ο ίδιος προσωπικά κίνητρα, ωστόσο γνήσια υπέρ του δικαίου. Εξάλλου όπως μαρτυρεί «οὐδέ γάρ ἀπό θέας κἄν μόνης ψιλῆς τόν ἄνδρα τεθέαμαι».
Όπως προκύπτει από τις μέχρι τώρα μαρτυρίες, υπήρξε προσωπική σχέση μεταξύ του σεβαστοκράτορα Ισαάκ και του πατριάρχη, η οποία έδωσε λαβές σε ανθρώπους με ιδιοτελή κίνητρα να τον κατηγορήσουν στον αυτοκράτορα. Ταυτόχρονα, και ο ίδιος εξέθετε τον εαυτό του με την εκτίμηση και φιλία που έτρεφε στο πρόσωπο του Νίφωνα. Ούτε ο Νικήτας Χωνιάτης αρνείται την αξιόμεμπτη σχέση[lxvii]. Όπότε η Σύνοδος ορθά συγκλήθηκε, άσχετα από τα ελατήρια ορισμένων. Η στάση του πατριάρχη ενώπιον της Συνόδου και του αυτοκράτορα δεν ήταν η πρέπουσα:
«κρινόμενος οὖν ἤ μᾶλλον κατακρινόμενος καί ἅ οὐκ ἐγίνωσκεν ἐρωτώμενος καί διά ταῦτα ἐξοστρακιζόμενος ζήλου πίμπλαται καί τό συνέδριον ἐκεῖνο περισκεψάμενος τῇ μέν μήτρᾳ τῆς βασιλίδος ἐπιτιμᾷ μή παῖδα τεκεῖν ἄρρενααα, ἀφορίζει δέ καί τῶν περί τόν βασιλέα τινάς καί τήν συνελθοῦσαν εἰς αὐτοῦ καθαίρεσιν σύνοδον ὡς βασιλείους θύρας ἐκτρίβουσαν καί πρόσωπα λαμβάνουσαν κἀκ τούτου μή κανονικῶς ἀλλ’ ἀθέσμως καί θρόνου καί ποίμνης αὐτόν ἀπελαύνουσαν[lxviii]».
Η αντικατάσταση του Κοσμά από τον Νικόλαο Δ’ Μουζάλων άργησε αρκετούς μήνες, λόγω των γεγονότων της Β’ Σταυροφορίας, τα οποία μονοπώλησαν την προσοχή του Μανουήλ Κομνηνού.
Στις αποφάσεις των παραπάνω συνόδων, που παρατίθενται στο Παράρτημα, φαίνεται η ποιμαντική αντιμετώπιση των αιρετικών από την Ορθόδοξη Εκκλησία, η φροντίδα για την διόρθωσή τους και η μέριμνα για την διαφύλαξη του ποιμνίου από τις επικίνδυνες διδασκαλίες. Σε καμιά από αυτές δεν υπάρχει θέμα εκτέλεσης των αιρετικών.
η. Η στάση της Ορθόδοξης Εκκλησίας έναντι της εκτέλεσης των αιρετικών.
Από την μέχρι τώρα εξέταση των πηγών μένει ακάλυπτο ένα θέμα που αναφέρθηκε παραπάνω. Ειπώθηκε ότι στον σχολιασμό του Νομοκανόνα του Μ. Φωτίου από τον κανονολόγο Θεόδωρο Βαλσαμώνα, ο δεύτερος ισχυρίζεται ότι ο μόνος πατριάρχης που συναίνεσε στην καύση των αιρετικών ήταν ο Μιχαήλ Κούρκουας. Στις πηγές δεν αναφέρθηκε τέτοια τιμωρία αιρετικού την εποχή της τριετούς πατριαρχίας του. Όταν το 1140 είχε γίνει η δίκη του Κωνσταντίνου Χρυσομάλλου, ο κατηγορούμενος είχε ήδη πεθάνει στην Μονή Αγίου Νικολάου Ιέρωνος. Οι δύο Καππαδόκες υπέπεσαν στην τάξη των μοναχών και τους αφαιρέθηκε το ιερατικό αξίωμα. Ο Νίφων ήταν απλός μοναχός και εγκλείσθηκε στην Μονή Περιβλέπτου. Ο Κοσμάς καθαιρέθηκε από πατριάρχης, αλλά κανένα άλλο διοικητικό μέτρο δεν ελήφθη εναντίον του. Δεν κάηκε, λοιπόν, κανένας αιρετικός. Από πού προέρχεται αυτή η εντύπωση που σχηματίστηκε για τον Μιχαήλ Κούρκουα;
Η λύση βρίσκεται στην αλληλογραφία του Ιωάννη Τζέτζη και συγκεκριμένα στην 55, Τη πορφυρογεννήτω κυρά Άννη[lxix] τη Καισαρίσση. Στην επιστολή αυτή ο Τζέτζης έναν ψευτοπαπά (τζουριχοπρεσβύτερο) από την περιοχή της Ανδριανουπόλεως, αποσχηματισμένο εξαιτίας της αιρετικής του δράσης.
«… κατά τόν πέρυσι καιρόν ἐν τῇ τῶν ἁγιων ἀποστόλων ἑορτῇ παρά τοῦ πατριάρχου κυρίου Μιχαήλ διαγνωσθέντος τελέως αἱρετικοῦ καί καυθῆναι ἀπειλουμένου,…»
Αυτόν τον αποσχηματισμένο, λοιπόν, απείλησε ο πατριάρχης Μιχαήλ, ότι θα τον κάψει, φοβερίζοντάς τον, διότι παρά την καταδίκη του συνέχιζε την δράση του προκλητικά και απροκάλυπτα. Αναφέρεται δηλαδή, στην ίδια επιστολή, ότι
«ὁ Παντοκρατορηνός κύριος Νικηφόρος διά τό ὑπεραισχρόν καί βέβηλον στόμα αὐτοῦ, ἄνδρας στείλας ἱκανούς ἐκέλευσε δοῦναι μέσον τῆς αὐλῆς τεθέντα τριακονταέξ ῥάβδων πληγάς, κρυβέντων δέ τῶν ἀλιτηρίων (σσ. ο ψευτοπαπάς και ο γιος του) ὁ ἀναίτιος καί μικρός υἱός τοῦ τζουρίχου κατασχεθείς λαμβάνει ῥάβδων πληγάς δεκατρείς».
Αυτό που έγινε τελικά ήταν να καταδικασθούν σε ραβδισμό οι αιρετικοί και όχι σε καύση. Από την έντονη εντύπωση που προκάλεσε η απειλή του Πατριάρχη καταλαβαίνουμε πόσο εκτός της επίσημης στάσης της Εκκλησίας βρίσκονταν. Πρέπει σε αυτό το σημείο να ξεκαθαριστεί ότι στην Ορθόδοξη εκκλησία η καύση των αιρετικών δεν ήταν νόμιμη τιμωρία, όπως συνέβαινε στον Παπισμό. Ωστόσο υπάρχει η τάση μεταξύ των ιστορικών, να μεταθέτουν την εικόνα που έχουν σχηματίσει για τον Παπισμό στην Ορθοδοξία, και αυτό συμβαίνει για ιδεολογικούς και μόνο λόγους, οι οποίοι δεν είναι επί του παρόντος να εξεταστούν. Η μετάθεση αυτή δεν μαρτυρείται από τις πηγές. Κανείς δεν μπορεί να επιρρίψει στην Ορθόδοξη Εκκλησία την ευθύνη για τα εγκλήματα του Παπισμού. Εξάλλου, λίγες δεκαετίες αργότερα και οι Ορθόδοξοι υπήρξαν θύματα της εγκληματικής συμπεριφοράς της Δύσης και τις λατινοκρατίας και πολλοί μαρτύρησαν για την εμμονή στην Ορθοδοξία και ρίχθηκαν στην πυρά από τους παπικούς λεγάτους.
Ο Θεόδωρος Βαλσαμών δεν μαρτυρεί περί τούτου, αντίθετα ξεκαθαρίζει ότι σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να συγχέεται η τιμωρία που αφορούσε τους μάγους και τους βασκάνους, όσους προσπαθούσαν μέσω μαγείας να βλάψουν τους συνανθρώπους τους, των οποίων η ποινή καθορίζονταν από πολιτικούς νόμους (Βασιλικά), με την τιμωρία των αιρετικών. Ούτε πρέπει να συγχέονται οι αποφάσεις της πολιτείας ενάντια σε εγκληματικές πράξεις, με τους ποιμαντικούς κανόνες της Εκκλησίας.
Ούτε, λοιπόν, στην περίπτωση του πατριάρχη Μιχαήλ Κούρκουα έχουμε υιοθέτηση της καύσης των αιρετικών ως εκκλησιαστικής ποινής, ή εκκλησιαστική νομιμοποίηση πολιτικής τιμωρίας. Οι τιμωρίες που επιβλήθηκαν από τα εκκλησιαστικά δικαστήρια και τις Συνόδους (αποσχηματισμοί, καθαιρέσεις, αφορισμοί, εγκλεισμοί σε μονές) είχαν ποιμαντικό χαρακτήρα με στόχο την προστασία του πληρώματος της εκκλησίας από τους αιρετικούς διδασκάλους και τον προσηλυτισμό. Δεν καταδικάστηκε κάποιος, ο οποίος να μην έκανε προσηλυτισμό. Επίσης οι αποσχηματισμοί και οι καθαιρέσεις, αφορούσαν αυτούς που παρουσιάζονταν προβατόσχημοι και προσπαθούσαν να αγρεύσουν θηράματα μέσα από την Εκκλησία. Δεν υπάρχει απόφαση Συνόδου ή εκκλησιαστικού δικαστηρίου που να επέβαλε την ποινή της καύσης, όπως και δεν υπήρξε Ιερά Εξέταση στην Ορθοδοξία. Αυτά πρέπει να είναι γνωστά και να μην γίνεται σύγχυση.
Την ίδια εποχή στις βουλγαρικές επαρχίες της αυτοκρατορίας ο Άγιος Ιλαρίων επίσκοπος Μογλένων (1134-1164) έκανε την δική του προσπάθεια για να μεταπείσει του Βογομίλους της επισκοπής του. Ο βίος του[lxx] είναι γραμμένος από τον πατριάρχη Βουλγαρίας Ευθύμιο (1375-1393, κοιμήθηκε το 1402), στην παλαιοσλαβονική. Υπάρχει μια χρονική απόσταση μεταξύ των δύο. Από την διήγηση φαίνεται ότι κύριο όπλο του Αγίου ήταν τα κηρύγματά του, μέσω των οποίων αναιρούσε τις παρερμηνείες των Βογομίλων. Η δράση του υπήρξε επιτυχής, αλλά η αίρεση δεν εξαφανίστηκε.

θ. Hough Eteriano – Contra Patarenos.
Στο δεύτερο μισό του ΙΒ’ αι. ο Βογομιλισμός δεν έδωσε σημεία ζωής στις επαρχίες της αυτοκρατορίας. Αποδεικνύεται ότι η σύντονη αντιμετώπιση της αίρεσης από τις πολιτικές και εκκλησιαστικές αρχές απέδωσε καρπούς. Δεν μπορεί να ειπωθεί το ίδιο και για τις βουλγαρικές επαρχίες. Για την περίοδο 1170-1180 ο Θεόδωρος Βαλσαμών αναφέρει ολόκληρες περιοχές, οι οποίες κατοικούνταν από Βογομίλους (χωριά βωγομιλικά, ακέραια κάστρα[lxxi]), την στιγμή που στην Κωνσταντινούπολη
«ἕνα δέ καί τυχόντα τοιοῦτον αἱρετικόν εὑρίσκοντες ἐν τῇ βασιλευούσῃ διατρίβοντα, μεγάλως αὐτόν κολάζομεν[lxxii]»
Η δήλωση αυτή του Θεόδωρου Βαλσαμώνα δεν συμφωνεί με την μαρτυρία των δυτικών πηγών. Συγκεκριμένα, την εποχή αυτή ζούσε στην Κωνσταντινούπολη ο Πιζάνος Ούγος Ετεριάνο, σύμβουλος του Μανουήλ Κομνηνού για τα θέματα που αφορούσαν τις σχέσεις με την παπική εκκλησία. Στην Πόλη εγκαταστάθηκε το 1166 μ.Χ μαζί με τον αδελφό του Λέοντα της Τοσκάνης. Ο Ούγος συνέγραψε μια διατριβή με τίτλο Contra Patarenos[lxxiii]. Η pataria ήταν ενδοεκκλησιαστική διένεξη του Παπισμού που πρωτοξεκίνησε στο Μιλάνο μετά το σχίσμα του 1054 και αντιτίθονταν στην σιμωνία και άλλες καταδικαστέες πρακτικές των Φράγγων επισκόπων. Μετά την Γρηγοριανή μεταρρύθμιση (Γρηγόριος Η’, 1073-1085) έχασε την δυναμικότητά του. Την εποχή που έγραψε ο Ούγος Ετεριάνο ο όρος «Παταρηνός» χρησιμοποιούνταν για τους Καθαρούς[lxxiv]. Το συγκεκριμένο έργο αφορούσε τους Βογομίλους της Κωνσταντινούπολης[lxxv].
Σκοπός του έργου ήταν να πείσει τον αυτοκράτορα να λάβει δραστικότερα μέτρα εναντίον των Βογομίλων. Όπως αναφέρεται στην αρχή του κειμένου, η διατριβή γράφτηκε κατόπιν παραγγελίας ανώνυμων αριστοκρατών της Πόλης, ώστε να πεισθεί ο Μανουήλ Κομνηνός να εκδώσει διάταγμα εναντίον των αιρετικών. Η οπτική του Ούγου αντικατροπτίζει τον παπισμό του:
«Με κάθε τρόπο αξίζουν την κεφαλική ποινή[lxxvi], να κρεμαστούν και να καούν, καθώς είναι διδάσκαλοι της αίρεσης, πλάνοι, υποκριτές, απατεώνες, που στρέφουν τον κόσμο από την χριστιανική πίστη[lxxvii]»
Η άρνηση του αυτοκράτορα να ενδώσει σε αυτή την παρότρυνση δείχνει για άλλη μια φορά την διάσταση απόψεων Ορθοδοξίας και Παπισμού επί του θέματος. Στο κείμενο αναφέρεται ότι οι Βογομίλοι ζούσαν στις συνοικίες γύρω από τον Ελλήσποντο. Το κατηγορητήριο είναι το γνωστό. Το μόνο στοιχείο που προστίθεται είναι η γενική άρνηση των Βογομίλων να ορκίζονται[lxxviii]. Την αναιρεί με παραδείγματα από την Παλαιά Διαθήκη, αν και, όπως αναφέρει παρακάτω, γνωρίζει ότι την απορρίπτουν.
Η απολογιτική του Ούγου Ετεριάνο παρουσιάζει μερικά αξιοπρόσεκτα σημεία. Είναι επόμενο η θεολογία του να είναι λατινική. Όταν αναφέρεται στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, υποστηρίζει ότι τα Τίμια Δώρα μεταβάλλονται σε Σώμα και Αίμα Χριστού με την εκφορά των ιδρυτικών λόγων του Μυστηρίου, « Τούτο εστί το Σώμα μου» και «Πίετε εξ αυτού πάντες».
«όταν τα λόγια αυτά λέγονται χωρίς αμφιβολία, αλλάζουν τον άρτο σε Σώμα και τον οίνο σε αίμα[lxxix]»
Στην ορθόδοξη θεολογία η μεταβολή συμβαίνει όταν ο ιερέας λέει την ευχή του Καθαγιασμού των Τιμίων Δώρων. Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων κατηχεί ως εξής:
«Ὥσπερ γάρ ἄρτος τῆς Ευχαριστίας μετά τήν ἐπίκλησιν τοῦ Αγίου Πνεύματος οὐκ ἔτι ἄρτος λιτός, ἀλλά σῶμα Χριστοῦ,…[lxxx]».
«Εἶτα ἁγιάσαντες ἑαυτούς διά τῶν πνευματικῶν τούτων ὕμνων, παρακαλοῦμεν τόν φιλάνθρωπον Θεόν τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐξαποστεῖλαι ἐπί τά προκείμενα, ἵνα ποιήσῃ τόν μέν ἄρτον σῶμα Χριστοῦ, τόν δέ οἶνον αἷμα Χριστοῦ˙ παντός γάρ οὗ ἄν ἐφάψηται τό Ἅγιον Πνεῦμα, τοῦτο ἡγίασται καί μεταβέβληται[lxxxi]».
«Ὥσπερ γάρ ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος τῆς εὐχαριστίας, πρό τῆς ἁγίας ἐπικλήσεως τῆς προσκυνητῆς Τριάδος, ἄρτος ἦν καί ἶνος λιτός˙ ἐπικλήσεως δέ γενομένης, ὁ μέν ἄρτος γίνεται σῶμα Χριστοῦ, ὁ δέ οἶνος αἷμα Χριστοῦ[lxxxii]
Ο Μέγας Βασίλειος σημειώνει ότι αυτό είναι διδασκαλία προερχόμενη από την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας:
«Τά τῆς ἐπικλήσεως ῥήματα ἐπί τῇ ἀναδείξῃ τοῦ ἄρτου τῆς Εὐχαριστίας καί τοῦ ποτηρίου τῆς εὐλογίας, τίς τῶν ἁγίων ἐγγράφως ἡμῖν καταλέλοιπεν;Οὐ γάρ δή τούτοις ἀρκούμεθα, ὧν ὁ Ἀπόστολος ἤ τό Εὐαγγέλιον ἐπεμνήσθη, ἀλλά καί προλέγομεν καί ἐπιλέγομεν ἕτερα, ὡς μεγάλην ἔχοντα πρός τό μυστήριον τήν ἰσχύν, ἐκ τῆς ἀγράφου διδασκαλίας παραλαβόντες[lxxxiii]».
Στην Δύση η ορθόδοξη διδασκαλία ευρίσκεται στον Οπτάτο της Μιλέβης, στον Γελάσιο τον Α’[lxxxiv] και στον άγιο Ιερώνυμο[lxxxv].
Η επιχειρηματολογία του Ούγου Ετεριάνο για τον τρόπο της μεταβολής των Τιμίων Δώρων αντικατοπτρίζει την θεολογική συζήτηση που γινόταν την εποχή εκείνη στους κόλπους της παπικής Εκκλησίας. Τα δύο μέρη, τα οποία συμμετείχαν στην συζήτηση, ήταν από την μια μεριά οι πραγματιστές και από την άλλη, αυτοί που προσπαθούσαν να εισαγάγουν την αριστοτελική φιλοσοφία στην θεολογία. Οι πραγματιστές ήταν οι θιασώτες του πλατωνισμού. Πίστευαν ότι οι ιδέες εμπεριέχουν μια πραγματικότητα ανεξάρτητη από την ύλη. Από τον 11ο αι. ο Βερεγγάριος της Τουρώνης εισήγαγε τις αριστοτελικές κατηγορίες της ουσίας και του συμβεβηκότος στα στοιχεία της Ευχαριστίας, λέγοντας ότι εφόσον το υλικό φαινόμενο (συμβεβηκός) δεν παρουσίαζε μεταβολές και παρέμενε άρτος και οίνος έτσι και η παρουσία του Χριστού (ουσία) δεν μπορούσε παρά να μένει αμετάβλητη. Ο Lafranc de Beck όντας πραγματιστής, ισχυρίστηκε ότι παρά τα φαινόμενα, τα στοιχεία της θείας λειτουργίας υφίστανται κάποιον μετασχηματισμό και μετατρέπονται σε Σώμα και Αίμα Χριστού
Παρόμοια επιχειρηματολογία με αυτήν του Ετεριάνο ανέπτυξε και ο Γουιτμόνδος επίσκοπος της Αβέρσα (Αγγλία) στο έργο του De corporis et sanguinis Jesu Christi veritate in Eucharistia[lxxxvi]. Ο Γουιτμούνδος ήταν μαθητής του Lanfranc και συμμαθητής του Ανσέλμου. Και οι δύο έγιναν αργότερα αρχιεπίσκοποι Καντερβουρίας. Υπήρξε αντίπαλος του Βερεγγάριου της Τουρώνης. Η συζήτηση έληξε το 1215 με την Δ’ Σύνοδο του Λατεράνου και την υιοθέτηση του δόγματος της Μετουσίωσης (transubstantiation) από τους Λατίνους.
Η Δ’ Σύνοδος του Λατεράνου υιοθέτησε τις ευρηματικές λύσεις τους σχολαστικισμού. Σύμφωνα με τη σχολαστική θεολογία, η οποία χρησιμοποιεί επίσης την αριστοτελική προσέγγιση του ζητήματος, κατά την μεταβολή μεταποιείται το είδος, δηλαδή η ουσία, ενώ η ύλη, το συμβεβηκός, παραμένει ως έχει. Έτσι κατά την ύλη υφίσταται άρτος και οίνος, ενώ κατά την ουσία, Σώμα και Αίμα Χριστού[lxxxvii]. Η περίπτωση αυτή είναι ενδεικτική του τρόπου εισαγωγής και επικράτησης του αριστοτελισμού και ειδικότερα της αριστοτελικής μεταφυσικής, στην σχολαστική θεολογία, την περίοδο αυτή του Μεσαίωνα.
Η ορθόδοξη διδασκαλία δέχεται ότι ο άρτος και ο οίνος υφίστανται πραγματική μεταβολή σε Σώμα και Αίμα Χριστού, και όχι συμβολική, όπως δίδασκε ο Βερεγγάριος της Τουρώνης και οι Βογομίλοι/Καθαροί.
«Οὐκ ἔστι τύπος ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος τοῦ σώματος καί αἵματος τοῦ Χριστοῦ (μή γένοιτο), ἀλλ’ αὐτό τό σῶμα τοῦ Κυρίου τεθεωμένον, …[lxxxviii]»
Για την μεταβολή των Τιμίων Δώρων, οι Πατέρες χρησιμοποιούν τα ρήματα μεταβαλείν
«Ἀξιόπιστός ἐστιν οἶνον μεταβαλών εἰς αἷμα» Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατήχησις Μυσταγωγική Δ’ §2 (PG 33.1097),
μεταποιείν
«Τόν τῷ λόγῳ τοῦ Θεοῦ ἁγιαζόμενον ἄρτον εἰς σῶμα τοῦ Θεοῦ Λόγου μεταποιούμενος», Γρηγορίου Νύσσης, Μέγας Κατηχητικός ΛΖ’ (PG 45.97),
«Διά τινος ἀρρήτου τοῦ τά πάντα ἰσχύοντος Θεοῦ μεταποιεῖσθαι εἰς σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ», Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Εις το κατά Ματθαίον Κστ’ § 27 (PG 72.452)
«Διά τῆς ἐπικλήσεως καί ἐπιφοιτήσεως τοῦ Αγίου Πνεύματος ὑπερφυῶς μεταποιοῦνται εἰς τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί τό αἷμα», Ιωάννου Δαμασκηνοῦ, Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως Δ’ 13 (PG 94.1146)
μετασκευάζειν
«Ὁ δέ ἁγιάζων αὐτά καί μετασκευάζων ὁ αὐτός», Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εις το κατά Ματθαίον, Ομιλία ΠΒ’ § 5 (PG 58.744)
μεταρρυθμίζειν
«Τοῦτο τό ῥῆμα μεταρρυθμίζει τά προκείμενα», Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εις την προδοσίαν του Ιούδα, Ομιλία Α’ § 6 (PG 49,380).
Σε όλες τις περιπτώσεις τα ρήματα αυτά χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν την μεταβολή και όχι για να την ερμηνεύσουν. Αυτή είναι και η παραδοσιακή ορθόδοξη προσέγγιση των μυστηρίων του Θεού:
«Εἰ δέ τόν τρόπον ἐπιζητεῖς, πῶς γίνεται, ἀρκεῖ σοι ακοῦσαι, ὅτι διά Πνεύματος Αγίου, ὥσπερ καί ἐκ τῆς ἁγίας Θεοτόκου διά Πνεύματος Αγίου ἑαυτῷ καί ἐν ἑαυτῷ ὁ Κύριος σάρκα ὑπεστήσατο˙ καί πλέον οὐδέν γινώσκομεν, ἀλλ’ ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἀληθής καί ἐνεργής ἐστι καί παντοδύναμος, ὁ δέ τρόπος ἀνεξερεύνητος[lxxxix]».
Σε αντίθεση με την Ορθοδοξία, ο Παπισμός πίστεψε ότι μέσω του αριστοτελισμού, μπορεί να ερμηνεύσει επιστημονικά τα δόγματα και την θεολογία, οπότε ανέπτυξε τον σχολαστικισμό. Μπροστά στην αναγνώριση της ανθρώπινης αδυναμίας στην προσέγγιση του μυστηρίου, την οποία εξέφρασε η Ορθοδοξία, ο Παπισμός πίστεψε ότι με τον «Όργανον» βρήκε τον τρόπο ν’ αναπτύξει τα δόγματά του, οπότε μίλησε για εξέλιξη των δογμάτων και ανωτερότητα του σχολαστικισμού. Όταν, όμως, η ανάπτυξη των επιστημών ακύρωσε την αριστοτελική μεταφυσική και έθεσε στο περιθώριο την αριστοτελική επιστημονολογία, ο σχολαστικισμός βρέθηκε αφενός έκθετος και αφετέρου εγκλωβισμένος με αποτέλεσμα την σύγκρουση επιστήμης και πίστης στην Δύση. Αντίθετα, στην Ορθοδοξία, επειδή η θεολογική μεθοδολογία υπήρξε ανέκαθεν εμπειρική και η προσέγγιση των δογμάτων δεν προσπάθησε ποτέ να ενδυθεί επιστημοσύνη, δεν υπήρξε αντιπαλότητα επιστήμης και πίστης, ούτε και τα δόγματα επηρεάζονται από τις κατά καιρούς επιστημονικές μεταβολές. Αν και γίνονται προσπάθειες να μεταφερθούν τα συμπεράσματα των συζητήσεων από την Δύση στην Ανατολή, πολλές φορές με συνθηματικό τρόπο, πέφτουν στο κενό, διότι δεν βρίσκουν τα αντίστοιχα ερείσματα.
Ένα ακόμη ενδιαφέρον σημείο στην απολογητική του Hough Eteriano είναι η υπεράσπιση της προσκύνησης των εικόνων. Στο σημείο αυτό ξεφεύγει από την λατινική άποψη και υιοθετεί την ορθόδοξη:
«Να θυμάστε Παταρηνοί, εσείς που επιτίθεστε σε όλα αυτά, ότι οι Χριστιανοί δεν λατρεύουμε τις εικόνες επειδή είναι χρωματισμένες και φτιαγμένες από πλούσια υλικά, ούτε συνιστά ειδωλολατρεία, διότι ούτε βλέπουν ούτε ακούν ούτε μυρίζουν, όπως οι Ισραηλίτες που λάτρευαν τον χρυσό ταύρο. Αποδίδουμε τιμή και προσκύνηση εξαιτίας αυτού που εικονίζεται σε αυτές[xc]»
Επειδή το κείμενο έχει δημοσιευθεί πρόσφατα, δεν έχει δοθεί ακόμη εξήγηση στην αποστασιοποίησή του από την λατινική θεολογία, σε αυτό το σημείο. Στην συνέχεια αναπτύσσει κυρίως παραδείγματα της προσκύνησης των εικόνων από την αρχαία Εκκλησία.
Τελειώνει την πραγματεία του με την ευχή, το σύγγραμμά του να δώσει επιχειρήματα, ώστε «να διατάξει ο αυτοκράτορας Μανουήλ να χαραχτεί στα μέτωπα των ανθρώπων αυτής της απιστότατης σέκτας ένα μαύρο Θήτα[xci]», όπου θήτα το πρώτο γράμμα της λέξης θάνατος. Εννοεί δηλαδή ότι ελπίζει να διατάξει ο αυτοκράτορας να εκτελεστούν οι Βογομίλοι.
Αναφέρθηκε παραπάνω η διαφορά στις μαρτυρίες του Hough Eteriano και του Θεόδωρου Βαλσαμώνα. Ο δεύτερος αναφέρει ότι σχεδόν δεν υπάρχει κανένας Βογομίλος στην Πόλη, ενώ ο πρώτος μιλά για πολλούς, οι οποίοι κατοικούσαν στις ακτές του Ελλησπόντου[xcii]. Μια πιθανή εξήγηση ίσως μπορεί να βρεθεί μέσω της πληθυσμιακής σύνθεσης της Πόλης την εποχή εκείνη. Εξαιτίας των εμπορικών προνομίων που τους είχαν δοθεί, ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη πολλοί Λατίνοι προερχόμενοι κυρίως από τις ιταλικές πόλεις. Τους είχαν δοθεί ολόκληρες συνοικίες και μάλιστα παράκτιες, επειδή ασχολούνταν με ναυτικές επιχειρήσεις. Κατά την μαρτυρία του Ευστάθιου Θεσσαλονίκης, την εποχή της άλωσης της πόλης του, ο αριθμός των Λατίνων που ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη ανέρχονταν σε 60.000[xciii]. Ενδέχεται, λοιπόν, οι αιρετικοί να βρίσκονταν μεταξύ των Λατίνων και όχι των Βυζαντινών, οπότε να επρόκειτο ουσιαστικά για Καθαρούς.www.impantokratoros.gr
Συνεχίζεται..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου