Πολλές συζητήσεις γίνονται για την προέλευση των Καθαρών. Είναι όμως αποδεκτό σε μεγάλο βαθμό ότι πρόκειται για την επέκταση του Βογομιλισμού στην Δύση. Επίσης είναι υπό συζήτηση ο χρόνος της εμφάνισης των Καθαρών και θ’ ασχοληθούμε στο οικείο κεφάλαιο. Ήδη, περί το 1140 μ.Χ. υπήρχαν ομάδες Καθαρών που έφεραν όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, τα οποία είναι γνωστά. Οι ίδιοι θεωρούσαν τον εαυτό τους ως μέλη της ordo Bulgariae, σημαίνοντες με αυτό τον τρόπο την βογομιλική καταγωγή τους, και εννοώντας με αυτήν μια διαδοχή που την ανήγαγαν στην αποστολική εποχή. Ως προς τις απόψεις τους ήταν μετριοπαθείς δυαρχικοί, όπως και οι πρώτοι Βογομίλοι.
Κάποια στιγμή στα τέλη του ΙΑ’ ή το πρώτο μισό του ΙΒ’αι., ανάλογα με την πατρότητα του έργου Περί δαιμόνων, συνέβη σχίσμα στις τάξεις των Βογομίλων. Αιτία του σχίσματος ήταν η υιοθέτηση από μια μερίδα αυτών, της απόλυτης δυαρχίας, παρόμοιας με αυτή των Παυλικιανών. Αποτέλεσμα του σχίσματος ήταν η δημιουργία της ordo Drugonthia, όπου Drugonthia είναι ο εκλατινισμός του τοπωνυμίου Δραγόβιτσα[i]. Η περιοχή αυτή βρίσκονταν νότια της Φιλιππούπολης, στην περιοχή της Ροδόπης[ii]. Στην περιοχή της Φιλιππούπολης υπήρχε πυκνή παρουσία Παυλικιανών[iii]. Γίνεται, λοιπόν, η υπόθεση, ότι αιτία της υιοθέτησης της απόλυτης δυαρχίας από μερίδα των Βογομίλων ήταν η προσχώρηση Παυλικιανών στις τάξεις τους[iv].
Την ίδια περίοδο, δηλαδή μετά την συγγραφή της Δογματικής Πανοπλίας, διαμορφώθηκε σύστημα επισκοπικής διοίκησης στην βογομιλική οργάνωση. Κατ’ αυτό το σύστημα κάθε επισκοπή διοικούνταν από τον επίσκοπο, συνεπικουρούμενο από δύο πρωτοσύγκελους, οι οποίοι ονομάζονταν πρεσβύτερος και νεώτερος γιος, για να ομοιάζουν με τον Θεό και τους δυο γιους του. Οι πρωτοσύγκελοι είχαν δικαιώματα διαδοχής επί της επισκοπής. Η οργάνωση προηγούνταν χρονικά του σχίσματος, διότι την εφάρμοζαν και οι δυο βογομιλικές μερίδες. Επίσης υιοθετήθηκε και από τους Καθαρούς. Ο πρώτος γνωστός επίσκοπος των Καθαρών ήταν διορισμένος στην Κολωνία το 1143 μ.Χ[v]. Αντίστοιχα ο πρώτος γνωστός βογομίλος επίσκοπος άνηκε στην ordo Drugonthia και ήταν ο προϊστάμενος του παπα-Νικήτα.
Η πρώτη πληροφόρηση για την ύπαρξη της ordo Drugonthia προέρχεται από ένα κείμενο του 1250, το Summa de Catharis[vi]. Συγγραφέας του έργου είναι ο Rainier Sacconi, πρώην Καθαρός, ο οποίος ασπάστηκε τον Παπισμό το 1235 και έγινε Δομινικανός.
«Εγώ, ο αδελφός Rainerius, πρώην αιρεσιάρχης, τώρα με την Χάρη του Θεού, ιερέας του Δομινικανού Τάγματος, … δηλώνω ανεπιφύλακτα ότι κατά την διάρκεια των δεκαεπτά ετών, στα οποία υπήρξα μέλος της κοινότητάς τους…[vii]»
Στην συνέχεια του κειμένου απαριθμεί τις εκκλησίες των Καθαρών, μεταξύ των οποίων είναι και
«η εκκλησία της Βουλγαρίας, η εκκλησία της Δραγόβιτσα, και όλες οι εκκλησίες των Καθαρών κατάγονται από τις δύο τελευταίες[viii]»
Λαμβάνοντας υπόψη ως ημερομηνία μεταστροφής του το 1235, υπολογίζεται ότι εισήλθε στις τάξεις των Καθαρών το 1216, οπότε συνάντησε όλους εκείνους που έζησαν τα γεγονότα του ύστερου ΙΒ’ αι., όπως ο επίσκοπος Ναζάριος του Concorezzo, τον οποίον αναφέρει[ix]. Οι πληροφορίες του για την ιεραρχία των Βογομίλων[x], οι οποίες αναφέρθηκαν παραπάνω, προέρχονταν από πρώτο χέρι[xi].
Ο Rainier Sacconi προήχθη σύντομα σε Ιεροεξεταστή της Λομβαρδίας. Στην υπηρεσία του είχε τον Άνσελμο της Αλεξάνδρειας, συγγραφέα του έργου Tractatus de Heretici[xii]. Ο τελευταίος δρούσε στην περιοχή της Γένοβα[xiii]. Το έργο πρέπει να γράφτηκε μεταξύ των ετών 1260-70. Κίνητρο για την συγγραφή του ήταν το προσωπικό ενδιαφέρον του Ανσελμου για την ιστορία των Καθαρών.
Σύμφωνα με την μαρτυρία του οι εκκλησίες των Καθαρών έσυραν την καταγωγή τους είτε στην εκκλησία της Βουγαρίας, είτε στην εκκλησία της Δραγοβίτσα. Αναφέρει, όμως και μια τρίτη εκκλησία, αυτή της Φιλαδελφίας[xiv] στην Ρωμανία. Με το όνομα Ρωμανία, εκείνη την εποχή αναφέρονταν μόνο η λατινική αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, οπότε η εκκλησία της Φιλαδελφίας βρισκόταν στην επικράτεια αυτής και όχι στην προηγούμενη βυζαντινή. Ο εκδότης του κειμένου A. Dondaine υπολογίζει ότι επρόκειτο για την Φιλαδέλφεια της Λυδίας[xv].
α. Εξάπλωση στη Βοσνία.
Στην συνέχεια ο Άνσελμος Αλεξανδρείας αναφέρει ότι έμποροι από την Βοσνία πήγαν για εμπορικές συναλλαγές στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί γνώρισαν τον Βογομιλισμό κι επιστρέφοντας στην πατρίδα τους κήρυξαν και ίδρυσαν την δική τους εκκλησία. Αυξάνοντας τον αριθμό των μελών τους, έγιναν επισκοπή και ορίστικε ο θεσμός του επισκόπου Σκλαβηνίας ή Βοσνίας[xvi]. Η εξάπλωση του Βογομιλισμού στην Βοσνία υπολογίζεται ότι έγινε το πρώτο μισό του ΙΒ’ αι[xvii]. Οι επαρχίες της Βοσνίας υπάγονταν στην δικαιοδοσία της Ρώμης. Πολιτικά ανήκαν τον ΙΒ’ αι. στο βασίλειο της Ουγαρίας, αλλά οι Δαλματικές ακτές είχαν απελευθερωθεί από τον Μανουήλ Κομνηνό το 1161 και παρέμενα υπό τον έλεγχο της Κωνσταντινούπολης μέχρι το 1181, οπότε τις ανακατέλαβαν οι Ούγγροι. Από την Βοσνία οι Βογομίλοι επεκτάθηκαν στην Λομβαρδία και μετέφεραν την αίρεση, που θα γινόταν γνωστή αργότερα ως των Καθαρών.
Το 1186 ο Παπικός Αρχιεπίσκοπος Πέτρος του Split, απαγόρευσε την λειτουργία «παρασυναγωγών» στην επαρχία του. Την απόφαση επικύρωσε ο πάπας Ουρβάνος Γ’ (1185-1187)[xviii]. Δεν κατονομάζει ποιοι ακριβώς ήταν αιρετικοί, αλλά το πιο πιθανό είναι να πρόκειται για Βογομίλους/Καθαρούς. Ο διάδοχός του Παπικός Αρχιεπίσκοπος Βερνάρδος ενημέρωσε τον πάπα Ιννοκέντιο ΙΙΙ (1198-1216), ότι εκδίωξε από την αρχιεπισκοπή του Βογομίλους/Καθαρούς και αυτοί βρήκαν καταφύγιο στην Βοσνία[xix]. To 1199 ο πρίγκηπας Βούλκαν της Διόκλειας ενημέρωσε τον ίδιο πάπα ότι ο Ban Kulin της Βοσνίας και 10,000 υπηκόοι του είχαν γίνει Παταρηνοί[xx].
Το κείμενο που περιέχει στοιχεία για την μητρική σχέση της εκκλησίας της Σκλαβονίας με τις εκκλησίες της Λομβαρδίας, είναι ένα ανώνυμο έργο που τιτλοφορείται De heresy Catharorum in Lombardia[xxi]. Σώζεται μόνο ένα χειρόγραφο που τωρα φυλάσσεται στην Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη της Βασιλείας. Χρονολογείται πριν το 1215. Σύμφωνα με αυτό το κείμενο ο επίσκοπος Σκλαβηνίας διόρισε πριν το 1200 Βογομίλους/Καθαρούς επισκόπους στην Μάντουα και την Βιτσέντσα[xxii]. Επίσης οι απόψεις τους συμφωνούσαν με αυτές των μετριοπαθών δυαρχικών, και αυτό είναι επόμενο διότι αναφέρεται ότι έλκουν την καταγωγή τους από την ordo Bulgariae.
«Ο Καλοϊωάννης, επίσκοπος μιας μερίδος των αιρετικών [της Λομβαρδίας] που έλαβαν την διαδοχή τους (ordo) από την Σκλαβηνία, και ο Garattus, επίσκοπος μιας άλλης μερίδος αιρετικών, που έλαβαν την διαδοχή τους από την Βουλγαρία, πιστεύουν και διδάσκουν ότι υπάρχει ένας αγαθός Θεός, παντοδύναμος και άναρχος, που δημιούργησε τους αγγέλους και τα τέσσερα στοιχεία[xxiii]»
Είχαν μια ιδιαίτερη χαρακτηριστική πεποίθηση. Πίστευαν ότι ο Ιησούς, η Παναγία και ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής ήταν ένσαρκοι άγγελοι[xxiv].
Ο Άνσελμος Αλεξανδρείας αναφέρει μια ενδιαφέρουσα πληροφορία για την εξάπλωση των Βογομίλων/Καθαρών στην Γαλλία. Διηγείται ότι:
«οι Φράγγοι που είχαν πάει στην Κωνσταντινούπολη επέστρεψαν στην χώρα τους και δίδαξαν, και αυξάνοντας τον αριθμό τους διόρισαν επίσκοπο Γαλλίας. Και επειδή οι Φράγγοι είχαν πλανηθεί στην Κωνσταντινούπολη από τους Βούλγαρους, σε όλη την Γαλλία αποκαλούν τους αιρετικούς Βούλγαρους[xxv]»
Συνεπώς ο Βογομιλισμός είχε μεταφερθεί στην Γαλλία, από Φράγγους Σταυροφόρους. Για το ποια Σταυροφορία εννοεί εδώ ο Άνσελμος, τα συμπεράσματα κλίνουν στην πρώτη. Κατά την διάρκεια αυτής, οι Σταυροφόροι είχαν εγκατασταθεί αρκετούς μήνες στην Κωνσταντινούπολη, από τις 20 Ιουλίου του 1096 ως τις 29 Μαίου του 1097[xxvi]. Αυτός ο τρόπος μετάδοσης της αίρεσης στην Γαλλία εξηγεί γιατί δεν αναφέρονται πουθενά Βογομίλοι απεσταλμένοι. Πρόκειται για πολύ βολική ερμηνεία. Οι Φράγκοι δεν χρειάζονταν διερμηνείς για να διδάξουν, όπως θα χρειάζονταν οι Βούλγαροι. Περισσότερα για την εξάπλωση των Καθαρών θα ειπωθούν στο οικείο κεφάλαιο.
Μέσα από τις πηγές γίνεται κατανοητή η σχέση Βογομίλων-Καθαρών και ο τρόπος εξάπλωση των πρώτων στην Δύση. Τα δύο έργα, το Tractatus de heretici και το De Heresi Catharorum, αναφέρουν ένα ακόμη σημαντικότερο γεγονός, το οποίο δείχνει το βαθμό επίδρασης του Βογομιλισμού επί των Καθαρών και σηματοδοτεί ένα νέο στάδιο εξέλιξης στα πιστεύω των δεύτερων. Πρόκειται για την αποστολή του παπα-Νικήτα στην Δύση.
β. Εξάπλωση στη Λομβαρδία.
Ο Ανώνυμος συγγραφέας του De heresy έγραψε για κάποιον επίσκοπο των Καθαρών στην Λομβαρδία, με το όνομα Μάρκος:
«Αρχικά, όταν η αίρεση των Καθαρών ξεκίνησε να εξαπλώνεται στην Λομβαρδία, είχαν πρώτα έναν επίσκοπο με το όνομα Μάρκος, στου οποίου την αρμοδιότητα όλοι [όλοι οι Καθαροί] στην Λομβαρδία και στην Τοσκάνη και στην Marches ήταν υποκείμενοι. Και αυτός ο Μάρκος είχε μυηθεί στην ordo Bulgariae[xxvii]»
Η διήγηση του ανώνυμου είναι φτωχή σε πληροφορίες για το πρόσωπο του Μάρκου. Συμπληρώνεται από την αντίστοιχη του Ανσέλμου. Αυτός ήταν καλύτερα πληροφορημένος, αν και έγραψε 50 χρόνια αργότερα:
«Λίγο καιρό αργότερα, κάποιος νοτάριος από την Γαλλία ήρθε στην Λομβαρδία, στην κομητεία του Μιλάνου, στην περιοχή του Concorezzo. Εκεί συναντήθηκε με κάποιον που λεγόταν Μάρκος, ο οποίος ήρθε από ένα μέρος εκεί κοντά που λεγόταν Cologina και τον πλάνεψε[xxviii]»
Με το «post longum tempus» εννοείται το χρονικό διάστημα από την εποχή που εμφανίστηκε η αίρεση στην Γαλλία. Οι νοτάριοι δεν ήταν εκκλησιαστικό αξίωμα στους Καθαρούς, αλλά μέλη των κοινοτήτων με ευχέρια στην χρήση των λατινικών. Το Concorezzo ήταν κωμόπολη έξω από το Μιλάνο, κέντρο της μετριοπαθούς δυαρχίας μέχρι τα μέσα του ΙΓ’ αι. Αρχικά ο Μάρκος κατάφερε να προσυλητίσει τρεις από τους φίλους του: Τον Ιωάννη τον Εβραίο, ο οποίος ήταν υφαντής, τον Ιωσήφ τον σιδερά και τον Aldricus de Bando. Άκουσαν ότι ο επίσκοπος τους βρισκόταν στην Νάπολη και κατευθύνθηκαν εκεί όπου έμειναν έναν χρόνο, όσο διαρκούσε ο χρόνος άσκησης στην αυστηρή ζωή της αίρεσης. Στην συνέχεια ο Μάρκος έλαβε το χρίσμα (consolamentum) και διορίστηκε διάκονος από τον επίσκοπο Γαλλίας. Από κει πήγε στην Λομβαρδία και προσυλήτισε πολλούς[xxix]. Σε μια σημείωση στο περιθώριο αναφέρεται ότι
«αυτοί οι άνθρωποι έφεραν την αίρεση στην Λομβαρδία από την Νάπολη: ο Μάρκος, ο Ιωάννης ο Εβραίος, ο Ιωσήφ και ο Aldricus, περίπου το 1174[xxx]»
γ. Παπα-Νικήτας.
Η μόνη διαφορά στις δυο διηγήσεις είναι ο βαθμός του Μάρκου. Ο ανώνυμος τον αναφέρει ως επίσκοπο, ενώ ο Άνσελμος, ως διάκονο. Στην συνέχεια αναφέρεται ότι:
«Κάποιος άνθρωπος με το όνομα παπα Νικήτας, που ήρθε στη Λομβαρδία από την περιοχή της Κωνσταντινούπολης, άρχισε να κριτικάρει την ordo Bulgariae, την οποία είχε λάβει ο Μάρκος. Ως συνέπεια, ο επίσκοπος Μάρκος και οι ακόλουθοί του άρχισαν να έχουν αμφιβολίες, και εγκαταλείποντας την ordo Bulgariae, έλαβαν από τον Νικήτα την ordo Drugonthia[xxxi]».
Η αντίστοιχη διήγηση στον Άνσελμο είναι η εξής:
«Μετά από καιρό, κάποιος που λέγονταν παπα Νικήτας, που ήταν επίσκοπος αυτών των ανθρώπων στην Κωνσταντινούπολη, ήρθε [στη Λομβαρδία] και είπε: Είστε τόσοι, όπως καλά φαίνεται, ώστε πρέπει να έχετε επίσκοπο. Έτσι, διάλεξαν τον Μάρκο ως επίσκοπο, και όλοι οι παραπάνω αναφερόμενοι Λομβαρδοί, Τοσκάνοι και κάτοικοι της Marches αποδέχτηκαν την αρμοδιότητά του. Και ο παπα Νικήτας τον διόρισε στο αξίωμα[xxxii]».
Και οι δυο διηγήσεις λένε ουσιαστικά το ίδιο πράγμα. Ο παπα Νικήτας ήταν της ordo Drugonthia, Βογομίλος επίσκοπος της Κωνσταντινούπολης, με αποστολή να μεταστρέψει τις κοινότητες των αιρετικών της Δύσης, από την ordo Boulgariae, στην δική του. Δίδασκε την απόλυτη δυαρχία. Είτε ο Μάρκος ήταν διάκονος, όπως αναφέρει ο Άνσελμος, είτε επίσκοπος, όπως αναφέρει ο Ανώνυμος, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι για αν εισέρχονταν στη νέα ordo, χρειαζόταν να λάβει εκ νέου το χρίσμα. Ο διορισμός του από τον παπα Νικήτα θα γινόταν έτσι κι αλλιώς και στις δύο περιπτώσεις. Σύμφωνα με τον Ανώνυμο, ο παπα Νικήτας είχε διοριστεί από κάποιον Σίμωνα ή Συμεών, για το οποίο εικάζεται ότι ήταν ο εισηγητής της απόλυτης δυαρχίας στον Βογομιλισμό, ή τουλάχιστον ο πρώτος γνωστός μέσα από τις πηγές, μια φιγούρα σχεδόν μυθική, όπως ο παπα Βογομίλος για την ordo Bulgariae[xxxiii].
Η παρουσία του παπα Νικήτα, ή για να πούμε καλύτερα ο τίτλος του ως Βογομίλου επισκόπου Κωνστανινουπόλεως είχε ιδιαίτερη βαρύτητα στις κοινότητες της Δύσης. Πολλές από αυτές τις κοινότητες προέρχονταν ή απέδιδαν την καταγωγή τους στην Κωνστναντινούπολη. Το όνομα Νικήτας είναι ελληνικό, ωστόσο δεν αναφέρεται ξεχωριστή ιεραρχία για τους λατινόφωνους Βογομίλους της Πόλης, οπότε μπορεί να υποτεθεί ότι ο παπα Νικήτας είχε αρμοδιότητα σε όλους τους αιρετικούς της περιφέρειάς του. Αυτό ανέβαζε ακόμη περισσότερο το κύρος του και δικαιολογεί την ευκολία με την οποία οι αιρετικοί της Δύσης μεταπήδησαν από την μετριοπαθή στην απόλυτη δυαρχία.
δ. Η Σύνοδος του Saint-Felix και το πρόβλημα των πηγων.
Το επόμενο γεγονός είναι ακόμη πιο σημαντικό για την ιστορία του Βογομιλισμού και των Καθαρών, αλλά δυστυχώς οι πληροφορίες προέρχονται από αμφιβαλλόμενη πηγή. Πρόκειται για ένα έγρραφο, το οποίο περιέχει τα πρακτικά μιας συνόδου στον Saint-Felix της Languedoc. Στην σύνοδο αυτή παραβρίσκονταν ο παπα Νικήτας και επίσκοποι των Καθαρών και έλαβε χώρα, σύμφωνα πάντα με το έγγραφο, το 1167. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι το αυθεντικό χειρόγραφο δεν υπάρχει πουθενά. Αναφέρεται μόνο από τον Guillaume Besse, στην Histoire des ducs, marquis et comtes de Narbonne, Paris 1660, pp 483-6, κι εκεί υπάρχει τυπωμένο αντίγραφο. Τιτλοφορείται ως «Charte de Niquinta, Antipape des Heretiques Albigeois, contenant les Ordinations des Evesques de sa secte, par lui faites en Languedoc, à moy communiqué par feu M. Caseneuve, Prebendier au Chapitre de l’ Eglise de Sainct Estienne de Tolose, en l’ an 1652».
Η γνησιότητα του εγγράφου έχει αμφισβητηθεί έντονα[xxxiv]. Ωστόσο η ιστορική του αξία οδήγησε στην δημιουργία μιας επιτροπής υπό την αιγίδα του Recherche et d’ Histoire des Textes, αποτελούμενης από τους Jaques Dalarun, Annie Dufour, Anne Grandoux, Denis Muzerelle και Fabio Zinelli, για την εξέταση της γνησιότητάς του. Η επιτροπή αποφάνθηκε το 2001 ότι το κείμενο, το οποίο περιέχεται στο βιβλίο του Guillaume Besse, είναι γνήσιο[xxxv].
Το κείμενο ξεκινά ως εξής:
«Το έτος 1167 από την Σάρκωση του Κυρίου, τον μήνα Μάιο. Τότε η Εκκλησία της Τουλούζης έφερε τον παπα Νικήτα στο καστρο του Saint-Félix, και μεγάλος αριθμός ανδρών και γυναικών που ανήκαν στην Εκκλησία της Τουλούζης και σε εκκλησίες άλλων περιοχών άρχισαν να λαμβάνουν το consolamentum, το οποίο άρχισε να χορηγεί ο Κύριος παπα Νικήτας[xxxvi]».
Στην συνέχεια προσήλθαν οι Robert d’ Espernone, επίσκοπος της Γαλλίας, Sicard Cellarier, επίσκοπος της Albi και ο Μάρκος της Λομβαρδίας, μαζί με τα συμβούλιά τους. Οι εκκλησίες της Τουλούζης της Καρκασσών και η εκκλησία Aranensis, ζήτησαν δικούς τους επισκόπους. Εκλέχτηκαν αντίστοιχα οι Bernard Raymod, Gerald Mercier και Raymond de Casalis. Ο παπα Νικήτας ως εκπρόσωπος της ordo Drugonthia τους ξαναχειροτόνησε επισκόπους. Μετά την χειροτονία εκφώνησε τον απαραίτητο λόγο:
«Με ρωτήσατε να σας πω αν τα έθιμα των πρώτων εκκλησιών ήταν βαριά ή ελαφρά. Σας λέω ότι οι Επτά Εκκλησίες της Ασίας ήταν ανεξάρτητες μεταξύ τους και καμιά από αυτές δεν έκανε κάτι που να παραβίαζε τα δικαιώματα των άλλων. Και οι Εκκλησίες της Ρωμανίας, της Δραγόβιτσα, της Melenguia, της Βουλγαρίας και της Δαλματίας έχουν συμφωνήσει, και καμιά δεν κάνει κάτι που να παραβιάζει τα δικαιώματα της άλλης. Κι έτσι έχουν ειρήνη μεταξύ τους. Πράξτε το ίδιο[xxxvii]».
Ερώτημα γεννάται για το ποια είναι η εκκλησία Melenguia. Ο Y. Dossat[xxxviii] υπέθεσε ότι η ονομασία προέρχεται από την σλαβική φυλή που κατοικούσε στην Πελοπόννησο τα χρόνια του Κωνστατίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου και αναφέρονται στο De Administrando Imperio L.: «Περί τῶν ἐν τῷ θέματι Πελοποννήσου Σκλάβων, τῶν τε Μηλιγγῶν καί Ἐζεριτῶν καί περί τῶν τελουμένων παρ’ αὐτῶν πάκτων[xxxix]». Σε καμιά πραγματική ιστορική πηγή δεν μαρτυρείται η ύπαρξη βογομιλικών κοινοτήτων στην Πελοπόννησο. Στο Περί δαιμόνων αναφέρθηκαν κοινότητες στην Θεσσαλία και Στερεά Ελλάδα, όχι νοτιότερα. Μπορεί κάποιος να υποθέσει ότι λόγω της ύπαρξης σλαβικού πληθυσμού στον Ταΰγετο και δεδομένου του «ιεραποστολικού» ζήλου των Βογομίλων, ενδέχεται να διαδόθηκε η αίρεση εκεί. Πέραν, όμως, από την μαρτυρία του εγγράφου του Saint-Félix δεν υπάρχει κάτι θετικότερο. Ως εκκλησία της Ρωμανίας εννοείται η βογομιλική της Κωνσταντινούπολης στην οποία προήδρευε ο ίδιος.
Υπήρχαν αρκετές πόλεις στην Languedoc με το όνομα Saint- Félix[xl]. Ο πρώτος εκδότης Guillaume Besse κατέληξε στο ότι η αναφερόμενη πόλη ήταν το Saint-Félix-de-Caraman στην Lauragais. Εξελίχθηκε σε εστία των Καθαρών, ώστε αργότερα κατά τον Αλβιγινικό Πόλεμο να λέγεται ότι λίγοι από τους κατοίκους που σκοτώθηκαν στην Lanta, την Caraman, και την Verfeit, δεν ήταν αιρετικοί[xli].
Ο σκοπός της συνόδου ήταν να πείσει τις δυτικές εκκλησίες να ασπαστούν την απόλυτη δυαρχία και να υπαχθούν στην ordo Drugonthia. Η σύγκλησή της φαίνεται ρεαλιστική. Ο επίσκοπος Μάρκος δεν θα μπορούσε ν’ αποφασίσει από μόνος του μια τέτοια σοβαρή στροφή στην πεποίθηση και την πορεία της ομάδας του, οπότε είναι φυσικό να στράφηκε στους επισκόπους της Γαλλίας οι οποίοι τον χειροτόνησαν πριν, είτε διάκονο, είτε επίσκοπο για να λάβει οδηγίες.
Το κείμενο του Saint-Félix παρέχει πρωτογενείς και μοναδικές πληροφορίες. Κατ’ αρχάς παρουσιάζει διοικητική οργάνωση εντός της αίρεσης και μάλιστα σε εποχή κατά την οποία πιστεύονταν ότι κάτι τέτοιο δεν υπήρχε. Παρουσιάζει την επισκοπική οργάνωση ήδη από το 1160 μ.Χ. Ταυτόχρονα δειχνει ότι οι Καθαροί είχαν συνείδηση ότι ανήκαν σε ένα ευρύτερο πνευματικό κίνημα που δεν περιορίζονταν μόνο στα στενά όρια της τοπικής ομάδας. Η σύγκληση συνόδου δείχνει σεβασμό προς αυτήν την συλλογική κοινότητα και ότι κανένας επίσκοπος δεν θεωρούσε τον εαυτό του τύπου αιρεσιάρχη, ώστε οι δικές του αποφάσεις να καθορίζουν την πορεία της κοινότητας, σε σοβαρά πνευματικά θέματα τουλάχιστον. Ωστόσο, από την ομιλία του Θωμά φαίνεται ότι οι δεσμοί μεταξύ των εκκλησιών ήταν χαλαροί κι έφταναν μέχρι του σημείου της αναγνωρίσεως της τοπικής αρμοδιότητας της καθεμιάς. Καμιά δεν νομιμοποιούνταν να προσπαθήσει να επεκταθεί στον ζωτικό χώρο της άλλης.
Από ύστερες καταγραφές των ανακριτικών εγγράφων της Ιεράς Εξέτασης φαίνεται ότι η πληθώρα των κοινοτήτων ακολουθούνταν και από πλήθος διαφορετικών αντιλήψεων και πρακτικών. Αυτό πρέπει να ήταν αποτέλεσμα της ανεξαρτησίας των κοινοτήτων και δείχνει ότι δεν περιορίζονταν μόνο στα διοικητικά θέματα. Αυτό φαίνεται αντιφατικό. Δεν δείχνει να συμφωνεί με την σύγκληση της Συνόδου. Ωστόσο δεν είναι απαράδεκτο. Οι λόγοι σύγκλησης της συνόδου ήταν εξαιρετικής σημασίας και δικαιολογούσαν την συνάθροιση. Έπειτα, ήταν πιο εύκολο να συναθροισθούν όλοι οι επίσκοποι και απλοί Καθαροί ώστε να λάβουν εκ νέου το consolamento, παρά να επιχειρήσει πολλά ταξίδια ο παπα Νικήτας κάτι που θα ήταν χρονοβόρο. Ο τελευταίες προτάσεις στην ομιλία του παπα Νικήτα αμβλύνουν την αντίφαση.
Ο ανατρεπτικός χαρακτήρας του εγγράφου δικαιολογεί τις αντιδράσεις εναντίον της αυθεντικότητάς του. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο γράφων αποφαίνεται υπέρ της γνησιότητάς του. Απλώς γίνεται προσπάθεια παρουσίασης των δύο απόψεων. Η γνώμη της επιστημονικής ομάδας που κατέληξε στην γνησιότητα του είναι βαρύνουσα, όσο και αν οι διαθέσεις αποδοχής είναι αντίθετες. Εξάλλου, οι ιστορικοί γνωρίζουν πολλά έγγραφα μέσα από τα έργα άλλων, χωρίς να έχουν σωθεί τα ίδια. Οι πληροφορίες που αντλούνται με αυτό τον τρόπο χρειάζονται την πρέπουσα αξιολόγηση και αξιοποίηση. Για παράδειγμα, από την χρήση του ίδιου εγγράφου ο Guillaume Besse συμπέρανε ότι ο παπα Νικήτας ήταν Αντιπάπας των Βογομίλων. Κάτι τέτοιο δεν ευσταθεί όχι μόνο γιατί δεν διασταυρώνεται από άλλες πηγές, αλλά και γιατί δεν συμφωνεί με το όλο σκεπτικό των Καθαρών. Η αίρεση τους αντιτίθονταν με κάθε ιδεολογικό τρόπο τόσο στον κληρικαλισμό της Παπικής Εκκλησίας, όσο και στον συγκεντρωτισμό της. Η παρουσία ενός αντιπάπα, όσο και αν συμφωνεί με το κοσμοείδωλο του Besse θα σήμαινε ότι οι Καθαροί αποδέχονταν αυτά που απέρριπταν, όπερ άτοπο. Από την άλλη η δημιουργία επισκοπικής διοικήσης δεν είναι αντιφατική με τις αντιλήψεις των Καθαρών. Εφόσον επιδίωκαν να μιμηθούν της εκκλησίες της αποστολικής εποχής μπορούσαν ν’ αποδεχθούν την ύπαρξη επισκόπων, αρκεί να υπήρχαν οι κατάλληλες συνθήκες και ο κατάλληλος αριθμός μελών σε μια περιοχή. Εκείνο που θα πρέπει να διευκρινησθεί είναι ο ρόλος του επισκόπου στης κοινότητες των Βογομίλων και των Καθαρών.
Ασυμφωνία υπάρχει στις χρονολογίες που προκύπτουν από το έγραφο και στις χρονολογίες που δίνει ο Άνσελμος. Γενικά, γίνονται αποδεκτές οι εκδοχές του εγγράφου, με την προϋπόθεση ότι είναι αυθεντικό, και ως άμεση πηγή καλύτερα πληροφορημένο. Και ο ίδιος ο Άνσελμος αναφέρει την λέξη περίπου (circa) το 1174 μ.Χ. ως ημερομηνία δράσης του Μάρκου. Η χρονική απόκλιση δεν είναι τεράστια και το ποσοστό λάθους αποδεκτό. Ήδη το 1177 μ.Χ. η απόλυτη δυαρχία των Καθαρών στην Τουλούζη και τη Ναρβόννη μαρτυρείται στο Χρονικό του Γερβάσιου Καντερβουρίας[xlii]. Από ένα επισκοπικό δικαστήριο που έγινε στην Lombers το 1165[xliii], στο οποίο προΐστατο ο επίσκοπος William της Albi, γνωρίζομε ότι εξετάστηκαν οι «Καλοί Άνθρωποι» (Καθαροί) με αρχηγό κάποιον Oliver. Συνεπώς το 1165 δεν είχαν ακόμη επίσκοπο. Διορίστηκε αργότερα. Η ημερομηνία του εγγράφου (1167) είναι η πιο πιθανή.
Το έγγραφο δίνει τα ονόματα των επισκόπων της Βόρειας Γαλλίας, Robert d’ Espernone & Sicard Cellarier. Βεβαιώνει και συμπληρώνει τις πληροφορίες του Ανσέλμου για την ύπαρξη επισκόπων στις περιοχές αυτές. Η χειροτονία του Μάρκου ως επικόπου Λομβαρδίας κατά την διάρκεια του συνεδρίου, επιβεβαιώνει επίσης την πληροφορία του ιδίου, ότι αυτός ήταν διάκονος, όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Ταυτόχρονα δημιουργήθηκαν τρεις νέες επισκοπές και διορίστηκαν σε αυτές επίσκοποι. Η ύπαρξη αυτών των επισκοπών, δηλ. της Τουλούζης, της Καρκασσών και της Albi, επιβεβαιώνονται και από άλλες πηγές[xliv]. Για την εκκλησία Arenensis δημιουργείται ερώτημα. Αν πρόκειται για την περιοχή της Val d’ Aran, όπως πρότεινε ο Y. Dossat[xlv], τότε αυτή δεν αναφέρεται πουθενά αλλού. Αν πρόκειται για την Agen, όπως πρότεινε η Christine Thouzellier[xlvi], τότε υπάρχει πληροφορία για την ύπαρξή της από τον ΙΓ’ αι.
Από τους επισκόπους, οι οποίοι αναφέρονται, ο Bernard Raymond είναι γνωστός και από άλλες πηγές. Τον αναφέρει ο Ρογήρος του Hoveden (Howden) στα Χρονικά του[xlvii]:
«Εν τω μεταξύ, κυκλοφόρησε η φήμη, ότι κάποιοι ψετο-αδελφοί, και συγκεκριμένα ο Bernard, ο γιος του Raymond, και άλλοι αιρεσιάρχες, μετασχηματίσθηκαν σε άγγελους φωτός, ενώ ήτανε του Σατανά, και διδάσκοντας ό,τι είναι αντίθετο στην χριστιανική πίστη, παραπλάνησαν τα μυαλά πολλών με τις αιρετικές διδασκαλίες τους και τους έσυραν μαζί τους στην απώλεια».
Την ίδια χρονιά (1178) μια επιτροπή στάλθηκε στην Τουλούζη, να ερευνήσει για την ύπαρξη αίρεσης. Ο Bernard Raymond μαζί με τον Raymond του Bauniac παρουσιάστηκαν ενώπιον της επιτροπής ως αρχηγοί της αιρετικής κοινότητας. Τότε δεν πάρθηκε κανένα μέτρο εναντίον τους. Το 1181 έφθασε στην Languedoc νέος λεγάτος, ο καρδινάλιος Ανρύ de Marsy, πολιόρκησε το κάστρο της Lavaur και συνέλαβε τους δύο. Αυτοί αποκήρυξαν την αίρεση μετανόησαν και χειροτονήθηκαν αναγνώστες σε δύο εκκλησίες της Τουλούζης:
«Μετά το έτος 1170 από την Ενσάρκωση του κάποιος καρδινάλιος, απεσταλμένος του Πάπα, πολιόρκησε την Lavaur και ανάγκασε τους αιρετικούς εκεί να παραδοθούν. Δύο από τους αιρεσιάρχες μεταστράφηκαν στην Καθολική πίστη. Ο καρδινάλιος τοποθέησε τον έναν από αυτούς, τον Bernard Raymond, στον καθεδρικό ναό του Αγίου Στεφάνου στην Τουλούζη, και τον άλλο στο μοναστήρι του Saint-Sernin, ως αναγνώστες. Θυμάμαι ότι σαν παιδί είχα ακούσει για τον Bernard Raymond (αυτόν που είχε ανατεθεί στον καθεδρικό ναό) και να αναφέρονται σ’ αυτόν ως “Αριανό”[xlviii]».
Από τον Guillaume de Puy-Laurent αναφέρεται και ο Sicard Cellarier, ότι ζούσε στην Lombers κοντά στην Albi, όταν Παπικός επίσκοπος της πόλης ήταν ο William Peyre (1185-1227)[xlix]. O Durand de Huesca, Ισπανός Βαλδήσιος, ο οποίος μετεστράφει στον Παπισμό, στο αντιαιρετικό του έργο Liber Antihaeresis, αναφέρει τον Sicard Cellarier, ανάμεσα στους αιρεσιάρχες[l].
ε. Οι κοινότητες μετά την Σύνοδο.
Στην συνέχεια ο παπα Νικήτας επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, έχοντας φέρει εις πέρας ένα δύσκολο έργο. Είχε καταφέρει να πείσει τους Καθαρούς της Γαλλίας και Λομβαρδίας να ενταχθούν στην ordo Drugunthia, και είχε δώσει το Consolamentum σε όλους τους εκεί επισκόπους. Η κατάσταση αυτή ήταν προβληματική. Η διαδοχή στον Βογομιλισμό ήταν καθαρά προσωπική υπόθεση. Αν ένας επίσκοπος εξέπιπτε της διαδοχής, λόγω προσωπικών αμαρτιών, τότε όλες οι χειροτονίες του ακόμη και αυτές που προηγήθηκαν της πτώσης, ήταν άκυρες[li]. Αυτό συνέβη και με τον παπά Νικήτα. Κατά την διήγηση του Άνσελμου Αλεξανδρείας, λίγο καιρό αργότερα ο Μάρκος πληροφορήθηκε ότι ο παπα Νικήτας είχε άσχημο τέλος (male finierat vitam suam[lii]). Αποφάσισε, λοιπόν, να πάει να βρει τον Βογομίλο επίσκοπο Βουλγαρίας στην Σαρδική (Σόφια), για να λάβει εκ νέου το Consolamentum. Αρχικά μετέβη στην Καλαβρία. Εκεί βρήκε τον διάκονο Ιλαρίων[liii] και πληροφορήθηκε ότι ήταν αδύνατο να ταξιδέψει εκείνη την εποχή στην Βουλγαρία. Η Καλαβρία βρισκόταν εκτός διαδρομής. Πιθανόν, ο Μάρκος να ήθελε να ενημερώσει τις εκεί κοινότητες για το πρόβλημα που προέκυψε. Κάτι τέτοιο σημαίνει ότι η περιοχή βρίσκονταν εντός της αρμοδιότητάς του.
Η αδυναμία εκπλήρωσης του ταξιδιού μπορεί να είναι ένδειξη ότι επιχειρήθηκε μετά τον Ιούνιο του 1185, οπότε και ο Γουλλιέλμος ο ΙΙ της Σικελίας επιτέθηκε στην αυτοκρατορία και πολιόρκησε το Δυρράχιο. Οπότε καθορίζεται χρονικά ο χρόνος θανάτου του παπα Νικήτα.
Ο Μάρκος συνελήφθη και φυλακίστηκε κατά το ταξίδι της επιστροφής του στην Λομβαρδία. Από την φυλακή έστειλε επιστολή στους δικούς του, συνιστώντας τους να εκλέξουν τον διάδοχό του.. Στην θέση του εκλέχτηκε ο Ιωάννης ο Εβραίος, ο οποίος τον επισκέφτηκε στην φυλακή και διορίστηκε επίσκοπος από αυτόν. Στην συνέχεια ο Μάρκος αφέθηκε ελεύθερος, αλλά πέθανε μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Για να λυθεί το πρόβλημα της διαδοχής από τον παπα Νικήτα
«όλοι οι Καθαροί, ο Ιωάννης ο Εβραίος και οι υπόλοιποι, αμφέβαλαν αν ο παπα Νικήτας είχε άσχημο τέλος, αυτός από τον οποίο ο επίσκοπος Μάρκος που χειροτόνησε τον Ιωάννη, είχε λάβει την διαδοχή[liv]»
Ήταν μια βολική λύση. Οι Καθαροί παρέμειναν στην ordo Drugonthia. Νέα προβλήματα ανεφάνησαν, όταν κάποιος Πετράκιος ήρθε από τα Βαλκάνια και εηνμέρωσε, ότι ο ιδρυτής της συγκεκριμένης ordo, ο Συμεών, είχε συλληφθεί με γυναίκα και είχε πράξει κι άλλα άτοπα[lv]. Δεν αναφέρεται σε ποια ordo ανήκε ο Πετράκιος. Το όνομα είναι ιταλικό και αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ήρθε από την Κωνσταντινούπολη, διότι εκεί υπήρχαν Βογομίλοι Λατίνοι. Κατά την διάρκεια της σφαγής των Λατίνων στην Κωνσταντινούπολη το 1182 μ.Χ. η μοίρα των Λατίνων Βογομίλων της Πόλης είναι άγνωστη. Σε πρώτη φάση πρέπει να βρήκαν καταφύγιο και να κρύφτηκαν από τους Έλληνες ομοϊδεάτες τους. Στην συνέχεια, όπως δείχνει η επιστροφή του Πετράκιου, κάποιοι γύρισαν στην Δύση.
Από μια ποιμαντική επιστολή του Πατριάρχη Γερμανού Β’[lvi] (1222-1240) φαίνεται ότι στο πρώτο τέταρτο του ΙΓ’ αι. οι Βογομίλοι της Κωνσταντινούπολης είχαν επιστρέψει στην μετριοπαθή δυαρχία και την ordo Bulgaria. Η μεταστροφή φαίνεται ότι ακολούθησε τον θάνατο του παπα Νικήτα. Από την Πόλη στάλθηκε αντιπρόσωπος για να μεταφέρει τις εξελίξεις στην Λομβαρδία. Η πτώση του Συμεών ήταν ακόμη πιο σοβαρή. Σήμαινε ότι ολόκληρη η ordo Drugunthia ήταν έκπτωτη. Οι κοινότητες της Λομβαρδίας χωρίστηκαν σε δυο ομάδες. Η μία εξέλεξε ως επίσκοπο κάποιον Πέτρο από την Φλωρεντία, ενώ η άλλη παρέμεινε πιστή στον Ιωάννη τον Εβραίο[lvii].
Στην Γαλλία οι κοινότητες της Languedoc παρέμειναν στην ordo Drugunthia, ενώ αυτές της Βόρειας Γαλλίας επέστρεψαν στην ordo Bulgaria. Από τις δεύτερες ζητήθηκε επίσκοπος «πέρα από τα βουνά (episcopum ultra montanes), για να διευθετήση το ζήτημα της διαδοχής μεταξύ Πέτρου και Ιωάννου. Κατά την προτροπή του έπρεπε οι δύο υποψήφιοι να ρίξουν κλήρο μεταξύ τους, όποιος εκλέγονταν έπρεπε να μεριμνήσει για την επιστροφή των κκοινοτήτων στην ordo Bulgaria, και όλοι έπρεπε να τον αποδεχθούν[lviii].
Η προτροπή του επισκόπου της Βόρειας Γαλλίας δεν έγινε δεκτή από τον Πέτρο της Φλωρεντίας. Ως αποτέλεσμα συγκλήθηκε σύνοδος των Καθαρών στο Mosio, μεταξύ Μάντουας και Κρεμώνας. Σ’ αυτήν εκλέχτηκε ο Garattus[lix]. Πριν ξεκινήσει για την Βουλγαρία βρέθηκε με γυναίκα, οπότε η εκλογή του ανακλήθηκε. Εκεί σταμάτησε και κάθε προσπάθεια των Καθαρών για ένωση. Οι κοινότητα της Μάντουα εξέλεξε επίσκοπο τον Καλοϊωάννη[lx], και στην Vicenza εξελέγη κάποιος Νικόλαος. Και οι δυο τους πήγαν στην Δαλματία, κι έλαβαν εκεί την χειροθεσία από τον Otto de Bagnolo, γι’ αυτό και τα μέλη αυτών των κοινοτήτων αποκαλέσθηκαν Bagnolenses. Ο Ιωάννης ο Εβραίος επανεξελέγη επίσκοπος στο Concorezzo, κοντά στο Μιλάνο, πήγε στην Βουλγαρία κι έλαβε από κει την χειροθεσία. Στην κεντρική Ιταλία, στην περιοχή της Τοσκάνης, δημιουργήθηκαν δύο επισκοπικές έδρες στην Φλωρεντία και το Σπολέτο. Δεν είναι γνωστό σε ποια ordo υπάγησαν[lxi].
Η ενότητα δεν αποκαταστάθηκε ποτέ μεταξύ των Καθαρών στην Δύση. Οι Καθαροί της Languedoc και του Desenzano (ονομάζονται και Albanenses από κάποιον επίσκοπό τους) παρέμειναν στην ordo Drugonthia. Το Concorezzo συντάχθηκε με την ordo Bulgaria. Οι Καθαροί στην Μάντουα και την Βόρεια Γαλλία συντάχθηκαν με την εκκλησία της Σκλαβονίας. Οι κοινότητες της Φλωρεντίας του Σπολέτο και της Vicenza είχαν επικοινωνία με τους Bagnolenses. Περισσότερα για την ιστορία των Καθαρών στο οικείο κεφάλαιο. Στο παρόν εξετάστηκαν τα γεγονότα, όσα αφορούσαν τις σχέσεις τους με τους Βογομίλους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου