Δευτέρα 5 Αυγούστου 2024

Γιατί η σύγκρουση Ιράν-Ισραήλ δεν μπορεί να εξελιχθεί σε πλήρη πόλεμο.....

 



Η δολοφονία του στρατιωτικού ηγέτη της Χεζμπολάχ, Φουάντ Σουκρ στην Βηρυτό και η μετά από λιγότερο από 24 ώρες, δολοφονία του ηγέτη της Χαμάς Ισμαήλ Χανίγιε στην Τεχεράνη, άνοιξαν τον ασκό του Αιόλου στη Μέση Ανατολή. Πλέον η αντιπαράθεση μεταξύ Ιράν και Ισραήλ έχει πάρει τη μορφή ενός πολέμου εκ αποστάσεως, με το Τελ Αβίβ να περιμένει ένα ισοδύναμο τετελεσμένο από την Τεχεράνη και τους συμμάχους της στην περιοχή – και τη διεθνή κοινότητα να παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα.

Αν όμως σκεφτούμε με καθαρά όρους στρατηγικής, έχοντας ως προηγούμενο την επίθεση του Ιράν στο Ισραήλ στις 13–14 Απριλίου και την ανταποδοτική επίθεση του Ισραήλ στο Ισπαχάν στις 19 Απριλίου,  αυτή η νέα – και μεγαλύτερη – κλιμάκωση άνοιξε πλέον το δρόμο για μια νέα φάση όπου τα δύο κράτη επιτίθενται άμεσα στην κυρίαρχη επικράτεια του άλλου, με συμβατικά στρατιωτικά μέσα, αυξάνοντας την πιθανότητα ενός ολοκληρωτικού πολέμου.

Περιορισμοί στην Κλιμάκωση

Πάντως παρά την κλιμάκωση, υπάρχουν κρίσιμοι περιορισμοί στην ικανότητα του Ιράν και του Ισραήλ να προχωρήσουν σε έναν πλήρη διακρατικό πόλεμο. Αυτοί οι περιορισμοί καθορίζονται από πολιτικούς, γεωστρατηγικούς και στρατιωτικούς παράγοντες. Παρά τις μεγάλες αμυντικές δυνάμεις και των δύο πλευρών, καμία δεν διαθέτει επαρκείς στρατιωτικές ικανότητες για να διεξαγάγει μια μεγάλης χρονικής διάρκειας στρατιωτική σύγκρουση.
Το Ιράν διαθέτει έναν μηχανισμό επιστράτευσης για την εσωτερική του ασφάλεια, με περιορισμένη εμπειρία μάχης, ενώ το Ισραήλ διαθέτει έμπειρες ένοπλες δυνάμεις και οι έφεδροί του έχουν πλήρη εμπειρία μάχης και συνεχή εκπαίδευση. Παρά όμως τις ισχυρές ικανότητες κρούσης του Ισραήλ, η στρατιωτική οργάνωση και οι τακτικές του δεν έχουν σχεδιαστεί για να πολεμήσει εκτός της άμεσης περιφέρειάς του.

Αεροπορικές και πυραυλικές ικανότητες

Η ισραηλινή αεροπορία έχει αποδείξει ότι διαθέτει τις ικανότητες για πλήγματα ακριβείας σε μακρινές αποστάσεις, αλλά μια επίθεση βαθιά στο Ιράν θα ήταν μια σημαντική πρόκληση, τόσο σε στρατιωτικό όσο και σε επίπεδο λογιστικής υποστήριξης. Το Ιράν, από την άλλη, διαθέτει ένα ποικίλο οπλοστάσιο πυραύλων εδάφους-εδάφους με εμβέλεια έως 2.000 χιλιόμετρα.
Ωστόσο, η επίθεση του Ιράν τον περασμένο Απρίλιο στο Ισραήλ έδειξε τους περιορισμούς της στρατηγικής του, καθώς η ισραηλινή αντιαεροπορική/αντιβαλιστική άμυνα πέτυχε υψηλό ποσοστό αναχαίτισης των εισερχομένων πυραύλων.
Το Ισραήλ διαθέτει εξελιγμένα αμυντικά συστήματα, όπως το Iron Dome, το David’s Sling και τα συστήματα Arrow, τα οποία έχουν αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματικά στην αναχαίτιση βαλλιστικών πυραύλων και UAVs. Παρόλο που το Ιράν διαθέτει μεγάλο αριθμό πυραύλων, η ακρίβεια και η αποτελεσματικότητά τους δεν είναι στο ίδιο τεχνολογικό επίπεδο με τα συστήματα του Ισραήλ.


Όμως, το Ιράν βασίζεται σε στρατηγικές και συνεργασίες με μη κρατικούς παράγοντες, όπως η Χεζμπολάχ, για να συμπληρώσει τις επιθετικές του αιχμή. Οι σύμμαχες οργανώσεις του Ιράν, όπως στο Λίβανο, τη Συρία, το Ιράκ και την Υεμένη, μπορούν να διεξάγουν επιθέσεις εναντίον του Ισραήλ, αποτελώντας μια ασύμμετρη και  πολυμέτωπη απειλή. Ωστόσο, αυτές οι ομάδες δεν διαθέτουν την ίδια στρατιωτική δύναμη και τεχνολογία με το Ισραήλ.


Αντίθετα, το Ισραήλ διαθέτει ισχυρές στρατιωτικές συμμαχίες, ιδιαίτερα με τις Ηνωμένες Πολιτείες, που το υποστήριξαν και θα το υποστηρίξουν σε περίπτωση ιρανικών επιθέσεων. Ενώ κρίσιμη είναι και η  στήριξη των ΗΠΑ σε διπλωματικό επίπεδο.

Αποτροπή μέσω WMD

Υπάρχει όμως από την πλευρά του Ισραήλ και το ζήτημα ότι διαθέτει πυρηνικά όπλα. Τα οποία – ευτυχώς – συνοδεύονται από σοβαρούς περιορισμούς, ιδιαίτερα μετά τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ το 1973. Από την αρχή του προγράμματος πυρηνικών όπλων του, το Ισραήλ την κατασκευή των πυρηνικών του όπλων στην αποτροπή κα εάν είναι απαραίτητο στην χρήση τους αν απειληθεί η ύπαρξη του κράτους. Το επίπεδο απειλής που θέτει το Ιράν στην επικράτεια και τον πληθυσμό του Ισραήλ πιθανότατα θα συνεχίσει να πέφτει κάτω από το ανεκτό όριο στο οποίο μπορεί να γίνει χρήση τους.


Από την πλευρά του, το Ιράν τηρεί τη γραμμή που ανέφερε ο Ανώτατος Ηγέτης Αγιατολάχ Σαγίντ Αλί Χαμενεΐ ότι η κατοχή και χρήση όπλων μαζικής καταστροφής, είναι για το Ισλάμ «χαράμ» (απαγορευμένη).
Ηδη τον περασμένο Μάιο, ο επικεφαλής του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας (ΙΑΕΑ) Ραφαέλ Γκρόσι, αξιολόγησε ότι δεν υπήρξε κάποια αξιομνημόνευτη αλλαγή  του ρυθμού του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος της Τεχεράνης από την αρχή του πολέμου Ισραήλ-Χαμάς.


Και βέβαια, αν το Ιράν αποφάσιζε να προχωρήσει στην κατασκευή πυρηνικών όπλων, είναι απίθανο να αποφύγει τον εντοπισμό από το Ισραήλ και τις ΗΠΑ και εκ των πραγμάτων θα υποχρέωνε το Ισραήλ και – ιδιαίτερα – τις ΗΠΑ να δράσουν στρατιωτικά. Το κυριότερο ως κατακλείδα είναι ότι: καμία πλευρά δεν μπορεί να αντέξει κλιμάκωση στο επίπεδο της χρήσης πυρηνικών όπλων: το Ιράν δεν μπορεί να ρισκάρει να κατέχει τέτοια όπλα, ούτε το Ισραήλ να τα χρησιμοποιήσει.

Επίγεια Στρατηγική και Επιχειρήσεις

Οι ένοπλες δυνάμεις του Ιράν και του Ισραήλ έχουν διαμορφωθεί κυρίως για να εξυπηρετούν ευρύτερους στρατηγικούς στόχους. Το Ιράν εστιάζει στην προστασία της εξουσία του και στην εμπλοκή σε ασύμμετρες συγκρούσεις μέσω των Φρουρών της Επανάστασης (IRGC) σε συνεργασία με τους συμμάχους του στην περιοχή. Από την άλλη πλευρά, το Ισραήλ επικεντρώνεται στην υπεράσπιση της επικράτειάς του και των συνόρων του από εχθρικούς γείτονες, καθώς και σε κεραυνοβόλες επιχειρήσεις σε βάθος στην εδαφική επικράτεια της αντίπαλης πλευράς για να αποτρέψει επιθέσεις.

Το Ιράν από την πλευρά του, έχει δημιουργήσει και διατηρεί ένα δίκτυο περιφερειακών σύμμαχων οργανώσεων, όπως η Χεζμπολάχ στον Λίβανο και οι σιιτικές πολιτοφυλακές στο Ιράκ και τη Συρία, που μοιράζονται κοινούς στρατηγικούς στόχους και – σε κάποιο βαθμό – ιδεολογική συγγένεια με το Ιράν. Αυτοί οι σύμμαχοι, έχουν βοηθήσει το Ιράν να επεκτείνει την επιρροή του και να προβάλλει την ισχύ στην περιοχή.

Και αξίζει να συμπληρώσουμε ότι ο μόνος μη κρατικός παράγοντας που μπορεί να συνεισφέρει σημαντικά σε έναν πόλεμο με το Ισραήλ είναι η Χεζμπολάχ του Λιβάνου, της οποίας το οπλοστάσιο ρουκετών εκτιμάται μερικές φορές ότι αποτελείται από 150.000 έως 200.000 ρουκέτες, συμπεριλαμβανομένων πυραύλων ακριβείας.
Λόγω της εγγύτητας μεταξύ του Λιβάνου και του Ισραήλ, η υπέρβαση των ισραηλινών πυραυλικών και αεροπορικών αμυνών θα μπορούσε ενδεχομένως να είναι ένας πιο εφικτός στόχος για τη Χεζμπολάχ παρά για το ίδιο το Ιράν.

Το Ισραήλ, από την άλλη πλευρά, έχει αναπτύξει εξελιγμένες δυνατότητες πληροφοριών και άμυνας για να προστατεύσει την επικράτειά του και να αποτρέψει επιθέσεις. Οι Ισραηλινές Αμυντικές Δυνάμεις (IDF) έχουν αποδείξει την ικανότητά τους να πραγματοποιούν ακριβείς επιθέσεις σε στόχους μεγάλων αποστάσεων, ενώ οι συνεργασίες του Ισραήλ με άλλες χώρες ενισχύουν περαιτέρω την αποτρεπτική του ικανότητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο πριν από μερικές ημέρες αεροπορικός βομβαρδισμός του λιμανιού της Υεμένης. Τα ισραηλινά μαχητικά κάλυψαν μια απόσταση “πήγαινε-έλα” 4.050 χιλιομέτρων!

Ναυτικό για  «μειωμένη χρήση»

Το Ισραήλ έχει αναπτύξει μια εξελιγμένη ναυτική δύναμη, περιλαμβάνοντας κορβέτες με πυραύλους, πυραυλακάτους και σκάφη περιπολίας. Αυτά τα πλοία είναι αποτελεσματικά στην υπεράσπιση των θαλάσσιων προσεγγίσεων του Ισραήλ και στη συμβολή στην τοπική αεροπορική άμυνα. Ωστόσο, η ικανότητα προβολής ναυτικής ισχύος του Ισραήλ είναι περιορισμένη πέρα ​​από την ανατολική Μεσόγειο και την Ερυθρά Θάλασσα, εκτός από τη δύναμη των υποβρυχίων του, που θεωρείται ότι διαθέτει δυνατότητα πυραύλων κρουζ – και πιθανώς πυρηνική – αν και το Ισραήλ παραμένει απρόθυμο να αποκαλύψει αυτή τη δυνατότητα.

Το Ιράν έχει αναπτύξει στο μέγιστο δυνατό βαθμό την ικανότητα του να λειτουργεί ασύμμετρα (και) στην θάλασσα, εξοπλισμένο με ταχέα σκάφη επίθεσης, παράκτιες πυραυλικές συστοιχίες πυραύλων εδάφους-επιφανείας κατά πλοίων και μη επανδρωμένα οχήματα (UAV) . Έχει συχνά απειλήσει να κλείσει τα Στενά του Ορμούζ, ωστόσο μια τέτοια ενέργεια θα επιδρούσε σαν «λάδι στη φωτιά» και γρήγορα θα κλιμάκωνε την αντιπαράθεση μεταξύ αυτού και των ΗΠΑ-ΕΕ-Αραβικές χώρες, αλλά παράλληλα θα επηρέαζε με τον χειρότερο δυνατό τρόπο τόσο την ίδια την οικονομία του Ιράν όσο και των φίλια προσκείμενων σε αυτό χωρών, όπως η Κίνα.

Κυβερνοχώρος και ο… κρυφός Πόλεμος

Στην σφαίρα του κυβερνοχώρου, το Ιράν και το Ισραήλ έχουν διάφορες επιλογές για κλιμάκωση που είναι και σημαντικά λιγότερο επικίνδυνες από τις ανοιχτές στρατιωτικές αντιπαραθέσεις. Το Ισραήλ έχει αποδείξει την ικανότητά του να πραγματοποιεί κυβερνοεπιθέσεις εναντίον ιρανικών στρατιωτικών στόχων, ενώ το Ιράν από την πλευρά του έχει οργανώσει και φέρει εις πέρας καταστροφικές κυβερνοεπιχειρήσεις σε χώρες της περιοχής, αλλά και στις ΗΠΑ, βασιζόμενο κυρίως σε ένα δίκτυο κυβερνοπειρατών (χάκερ) που έχει μισθώσει και βρίσκονται διάσπαρτοι σε όλο τον κόσμο.

Προοπτικές

Παρόλο που το Ιράν και το Ισραήλ διαθέτουν σημαντικές στρατιωτικές ικανότητες και οι δύο είναι ικανοί να πραγματοποιήσουν μόνο περιορισμένες επιθέσεις στην κυρίαρχη επικράτεια του άλλου, γιατί δεν μπορούν να διατηρήσουν μακροχρόνιες συμβατικές εκστρατείες. Η εσωτερική πολιτική, οι διεθνείς συμμαχίες και συνεργασίες, οι συνέπειες των πόρων και οι προκλήσεις σε ό,τι αφορά την λογιστική υποστήριξη, θα λειτουργήσουν ως βασικοί πυλώνες αποτροπής στις σκέψεις για κλιμάκωση. Και αυτό ισχύει και για τις δύο πλευρές.

Υπάρχουν κίνητρα και για τις δύο πλευρές να διατηρήσουν έναν «χαμηλής έντασης» πόλεμο. Αλλά αυτό μπορεί να αλλάξει. Αν και όπως φαίνεται πιθανό, το Ισραήλ αν δεχθεί επίθεση θα αποφασίσει να μειώσει σημαντικά τις δυνατότητες της Χεζμπολάχ και έτσι θα θέσει ένα στρατηγικό δίλημμα στην Τεχεράνη: δεν μπορεί να αντέξει ούτε να χάσει τη Χεζμπολάχ ούτε να απαντήσει με τρόπο που θα προκαλέσει το Ισραήλ σε δυνητικά καταστροφική κλιμάκωση.

Και κυρίως, αν το Ιράν επιλέξει να κλιμακώσει χωρίς να λάβει υλική βοήθεια από άλλο ισχυρό κράτος όπως η Κίνα για παράδειγμα (η Ρωσία λόγω του πολέμου με την Ουκρανία δεν μπορεί)  η ικανότητά του να ξεκινήσει έναν ολοκληρωτικό πόλεμο κατά του Ισραήλ θα συνεχίσει να περιορίζεται από τις στρατιωτικές του δυνατότητες και τους στρατηγικούς στόχους του.

Η συνεχιζόμενη ένταση και οι δυνατότητες που διαθέτουν και τα δύο κράτη για επιθέσεις η μία στην εδαφική επικράτεια της άλλης, διατηρούν τον κίνδυνο για μια ευρύτερη σύγκρουση, όμως οι  περιορισμοί και οι στρατηγικές εκτιμήσεις των Γενικών Επιτελείων των δύο χωρών, καθώς και οι πιέσεις από τις ισχυρές δυνάμεις του πλανήτη, θα  αποτρέψουν την κλιμάκωση σε μια πλήρη διακρατική σύγκρουση.

Neostrategy.gr -

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου