Κυριακή 19 Μαΐου 2024

ΤΑ ΧΑΜΕΝΑ ΕΠΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ-ΜΕΡΟΣ Β΄



"Μνηστηροφονία"
του Κριστόφ-Τομά Ντεζόρζ


ΜΕΡΟΣ Β΄

Χρήστος Μπελόπουλος 


Οιχαλίας άλωσις

Η Οἰχαλίας ἅλωσις ήταν ένα επικό ποίημα που διηγείτο την κατάκτηση της θεσσαλικής(;) Οιχαλίας[1] από τον Ηρακλή και την απαγωγή της Ιόλης (κόρης του Ευρύτου, βασιλιά της εκπορθημένης πόλης).[2]

Ως συγγραφές του έπους μνημονευόταν ο ποιητής του 7ου ή 6ου π.Χ. αιώνα Κρεώφυλος ο Σάμιος ή και ο ίδιος ο Όμηρος. Σύμφωνα μάλιστα με μια παράδοση που αναφέρεται από τον Στράβωνα[3] και τη Σούδα[4] το ποίημα γράφτηκε αρχικά από τον Όμηρο, ο οποίος όμως το χάρισε τελικά στον φίλο (ή γαμβρό) του Κρεώφυλο, όταν κάποτε ο τελευταίος τον φιλοξένησε στο σπίτι του.

Από την Οἰχαλίας ἅλωσιν σώθηκαν ελάχιστα μόνον αποσπάσματα.[5]

 Σημειώσεις

1. Δεν ήταν βέβαιο, ακόμη και στην αρχαία εποχή, ποια από τις αναφερόμενες με το όνομα Οιχαλία πόλεις ήταν η Οιχαλία του Ευρύτου. (βλέπε και: Στράβων, 9.5.17)

2. Α. Λέσκυ, Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, σελ. 139, εκδ. Κυριακίδη.

3. Στράβων, Γεωγραφικά, 14.1.18. Perseus (Strab. 14.1.18)

4. Λεξικόν Σουΐδα, λήμμα: "Κρεώφυλος"

5. Ομηρικά - Επικός κύκλος, "Οἰχαλίας ἅλωσις", σελ. 151-155, εκδ. Κάκτος, 2005.

-  M. West, Greek Epic Fragments: From the Seventh to the Fifth Centuries BC, "Creophylus, the capture of Oichalia: Testimonia and Fragments", σελ. 174, Loeb Classical Library, Harvard University Press, 2003.

Πειρίθου κατάβασις

Η Πειρίθου κατάβασις  [Θησέως καὶ Πειρίθου εἰς Ἅιδου κατάβασις] ήταν ένα από τα επικά ποιήματα που ο Παυσανίας απέδιδε στον Ησίοδο.[1]Υποθέτουμε πως διηγιόταν την κάθοδο των δύο ηρώων στο βασίλειο του Κάτω Κόσμου με σκοπό να κλέψουν την Περσεφόνη που ο Πειρίθους την ήθελε για γυναίκα του. Από άλλες διηγήσεις[2] γνωρίζουμε ότι ο Άδης κατάλαβε το σχέδιο τους και με δόλο τους έβαλε να καθίσουν στον θρόνο της λήθης. Έμειναν εκεί μαρμαρωμένοι για πολύ καιρό μέχρι που ήρθε ο Ηρακλής, ο οποίος κατόρθωσε να ελευθερώσει τον Θησέα, αλλά όχι και τον Πειρίθου που έμεινε για πάντα αλυσοδεμένος στον Κάτω Κόσμο.[3]Από την Πειρίθου κατάβασιν δεν σώθηκε κανένα απόσπασμα. Πιθανολογείται μόνον ότι οι 27-30 μισοκατεστραμμένοι στίχοι ενός παπυρικού αποσπάσματος που περιγράφουν την συνάντηση του νεκρού Μελεάγρου με τον Θησέα και τον Πειρίθουν[4] ανήκαν ίσως στο έπος αυτό. (Θα μπορούσαν βέβαια να ανήκουν και στην Μινυάδα στην οποία επίσης, όπως μας πληροφορεί ο Παυσανίας,[5] περιγραφόταν η κάθοδος του Θησέα και του Πειρίθου στον Άδη).

"Αγρέας"

1. Παυσανίας, Ἑλλάδος περιήγησις, 9.31.5.

2. Κ. Κερένυϊ, Η μυθολογία των Ελλήνων, σελ. 482, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1996.

3. Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, Επιτομή, 1.24·

[Θησεὺς δὲ μετὰ Πειρίθου παραγενόμενος εἰς Ἅιδου ἐξαπατᾶται, καὶ ὃς ὡς ξενίων μεταληψομένους πρῶτον ἐν τῷ τῆς Λήθης εἶπε καθεσθῆναι θρόνῳ, ᾧ προσφυέντες σπείραις δρακόντων κατείχοντο. Πειρίθους μὲν οὖν εἰς ἀίδιον δεθεὶς ἔμεινε, Θησέα δὲ Ἡρακλῆς ἀναγαγὼν ἔπεμψεν εἰς Ἀθήνας. ἐκεῖθεν δὲ ὑπὸ Μενεσθέως ἐξελαθεὶς πρὸς Λυκομήδην ἦλθεν, ὃς αὐτὸν βάλλει κατὰ βαράθρων καὶ ἀποκτείνει]. Perseus

4. M. West, Greek Epic Fragments: From the Seventh to the Fifth Centuries BC, "Ibscher papyrus", σελ. 271-273, Loeb Classical Library, Harvard University Press, 2003.

5. Παυσανίας, Ἑλλάδος περιήγησις, 10.28.2.

Τηλεγόνεια ή Τηλεγονία

Η Τηλεγόνεια ή Τηλεγονία ήταν το νεότερο ποίημα του επικού κύκλου και αποτελούσε συνέχεια της Οδύσσειας. Ως ποιητής του φερόταν ο Ευγάμμων ο Κυρηναίος ή (σπανιότερα) ο Κιναίθων ο Λακεδαιμόνιος.[1]Σύμφωνα με την Χρηστομάθεια του Πρόκλου η Τηλεγόνεια περιελάμβανε τις εξής ιστορίες:[2]Μετά την μνηστηροφονία και την ταφή των νεκρών ο Οδυσσέας θυσίαζε στις Νύμφες και αναχωρούσε για την Ήλιδα. Εκεί τον φιλοξενούσε ο βασιλιάς Πολύξενος, ένας από τους στρατηγούς των Επειών στο τρωικό πόλεμο, και του χάριζε έναν κρατήρα διακοσμημένο με παραστάσεις σχετικές με τον μύθο του Αγαμήδη και του Τροφωνίου.[3]Ο Οδυσσεύς επέστρεφε στην Ιθάκη, αλλά πολύ σύντομα έφευγε ξανά, αυτή τη φορά για την Θεσπρωτία. Εκεί, αφού πρώτα τελούσε θυσίες για να εξευμενίσει τον Ποσειδώνα, παντρευόταν την βασίλισσα των Θεσπρωτών Καλλιδίκη και έκανε μαζί της ένα γιό, τον Πολυποίτη. Επικεφαλής των Θεσπρωτών ξεκινούσε πόλεμο ενάντια στους Βρύγους, στον οποίο ανακατευόταν και ο Άρης με την Αθηνά, ο πρώτος υπέρ των Βρυγών και η δεύτερη υπέρ των Θεσπρωτών. Τελικά με την διαμεσολάβηση του Απόλλωνος επερχόταν η ειρήνη.Μετά τον θάνατο της Καλλιδίκης, βασιλιάς των Θεσπρωτών γινόταν ο Πολυποίτης και ο Οδυσσέας ξαναγυρνούσε στην Ιθάκη όπου έβλεπε για πρώτη φορά τον μικρότερο του γιο, τον Πολιπόρθη, που η Πηνελόπη είχε γεννήσει εν τω μεταξύ όσο αυτός έλειπε μακριά.ην Ιθάκη όμως κατέφθανε και ο Τηλέγονος, ο άλλος του γιος από την Κίρκη που ταξίδευε αναζητώντας τον και μη γνωρίζοντας που βρίσκεται άρχιζε να λεηλατεί το νησί. Ο Οδυσσέας προσπαθούσε τότε να τον σταματήσει, αλλά ο Τηλέγονος τον πλήγωνε θανάσιμα. Όταν καταλάβαινε ότι στην πραγματικότητα είχε σκοτώσει αυτόν που αναζητούσε, έπαιρνε το άψυχο σώμα του πατέρα του και μαζί με τον Τηλέμαχο και την Πηνελόπη κατέφευγαν στο μαγικό νησί της Κίρκης. Για τον νεκρό Οδυσσέα βέβαια η Κίρκη δεν μπορούσε να κάνει τίποτα πια, όμως τους υπόλοιπους όλους τους έκανε αθάνατους. Στην συνέχεια ο Τηλέγονος παντρευόταν την Πηνελόπη, ο Τηλέμαχος την Κίρκη, και η Τηλεγόνεια τελείωνε με τον ευφάνταστο αυτόν τρόπο.


Ορισμένοι μελετητές πιστεύουν ότι ένα μέρος της Τηλεγονείας, αυτό που μιλά για τις περιπέτειες του Οδυσσέα στην Θεσπρωτία, προερχόταν μάλλον από ένα παλαιότερο χαμένο έπος, την Θεσπρωτίδα.[4]

Από την Τηλεγόνεια σώθηκαν ελάχιστα μόνον αποσπάσματα.[5]
"Αγρέας"

 Σημειώσεις


1. P. Kroh, Λεξικό αρχαίων συγγραφέων Ελλήνων και Λατίνων, εκδ. USP, 1996.

2. R. Westphal, "Πρόκλου, Χρηστομαθείας Γραμματικής Β΄", στο: Scriptores metrici graeci (1866)σελ. 241.

3. Ο Αγαμήδης και ο γιος του Τροφώνιος ήταν φημισμένοι αρχιτέκτονες της μυθικής εποχής. Ανάμεσα στα κτίσματα που τους απέδιδαν συγκαταλεγόταν ο νυφικός θάλαμος της Αλκμήνης στη Θήβα, ο ναός του Ποσειδώνα στην Αρκαδία και ο ναός του Απόλλωνα στους Δελφούς. Ο βασιλιάς Αυγείας της Ήλιδας τους ανέθεσε κάποτε να κατασκευάσουν το θησαυροφυλάκιό του. Ο Αγαμήδης και ο Τροφώνιος όμως κατά την κατασκευή του κτιρίου τοποθέτησαν μια από τις πέτρες με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούν να την μετακινούν εύκολα τη νύχτα για να κλέβουν τους θησαυρούς του βασιλιά. Ο Αυγείας τους αντιλήφθηκε και με τη βοήθεια του Δαιδάλου τους έστησε παγίδα. Ο Αγαμήδης έχασε τη ζωή του και ο Τροφώνιος μαζί με τον αδελφό του Κερκύονα, που είχε επίσης συμμετάσχει στην κλοπή, κατέφυγαν κυνηγημένοι ο πρώτος στη Λεβαδειά και ο δεύτερος στην Αθήνα. 
(Για διαφορετικές εκδοχές του μύθου βλέπε: Pierre Grimal, Λεξικό της ελληνικής και ρωμαϊκής μυθολογίας, USP. 1991.) 

4. A. Lesky, Ιστορία της Αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, σελ. 138, εκδ. Κυριακίδη, 2011.

5. M. West, Greek Epic Fragments: From the Seventh to the Fifth Centuries BC., "Telegony", σελ. 164-171, Loeb Classical Library, Harvard University Press, 2003.

Τιτανομαχία και Γιγαντομαχία

Η Τιτανομαχία, ένα από τα χαμένα έπη του επικού κύκλου, αφηγιόταν τη σύγκρουση των Ολύμπιων θεών με τους Τιτάνες[1] που κατέληξε με την ήττα των τελευταίων και την κατακρήμνισή τους στα Τάρταρα. Αποτελούνταν από δύο βιβλία και ως δημιουργός της αναφερόταν (όπως μας πληροφορεί ο Αθήναιος) άλλοτε ο ποιητής του 8ου/7ου π.Χ. αιώνα Εύμηλος ο Κορίνθιος και άλλοτε ο Αρκτίνος ο Μιλήσιος[2]. Είναι πιθανόν όμως να υπήρχαν διαφορετικές "Τιτανομαχίες", τα ίχνη των οποίων χάθηκαν με το πέρασμα των αιώνων, αν και ο Αθήναιος φαίνεται να γνώριζε μόνο μία.

Μια Τιτανομαχία λεγόταν πως είχε γράψει και ο ποιητής της μυθικής εποχής Θάμυρης [Θάμυρις][3], ενώ κάποιος σχολιαστής μας πληροφορεί ότι υπήρχε και ένα άλλο έπος, τριών βιβλίων αυτό, με τίτλο Τιτανογραφία που είχε συνθέσει ο ημιμυθικός ποιητής Μουσαίος[4].

Από την Τιτανομαχία του Ευμήλου (ή του Αρκτίνου) σώθηκαν ελάχιστοι στίχοι ή αποσπάσματα σε πεζό λόγο[5]. Είμαστε όμως σε θέση να γνωρίζουμε ότι η διήγηση της, τουλάχιστον σε κάποια σημεία, διέφερε από την αντίστοιχη διήγηση περί τιτανομαχίας που περιέχεται στη Θεογονία του Ησιόδου.

Η τιτανομαχία στη "Θεογονία" του Ησιόδου

Για δέκα χρόνια, μας λέει ο Ησίοδος, οι Ολύμπιοι θεοί από τη κορυφή του Ολύμπου και οι Τιτάνες από την κορυφή της Όθρυος πολεμούσαν μεταξύ τους[6]. Ο αγώνας παρέμεινε αμφίρροπος, ώσπου ο Δίας, ακολουθώντας τη συμβουλή της Γαίας, ελευθέρωσε τους τρεις Εκατόγχειρες (Βριάρεω, Κόττο και Γύη) από τα Τάρταρα, όπου κάποτε τους είχε φυλακίσει ο πατέρας τους ο Ουρανός, και τους ζήτησε να συμμαχήσουν μαζί του. Η μάχη ξανάρχισε σφοδρότερη: Ενώ ο Δίας έριχνε ακατάπαυστα τους κεραυνούς του κατακαίοντας τη γη και κάνοντας τη θάλασσα να κοχλάζει, οι τρεις Εκατόγχειρες άρπαξαν με τα τριακόσια χέρια τους τριακόσιους βράχους και τους εκσφενδόνισαν εναντίον των τυφλωμένων από τον καπνό και τη φωτιά Τιτάνων καταπλακώνοντάς τους. Οι νικημένοι Τιτάνες αλυσοδέθηκαν και ρίχτηκαν στα Τάρταρα, που απέχουν από την επιφάνεια της γης, "όσο και η γη από τον ουρανό"[7]. Ο Γύης, ο Κόττος και ο Βριάρεως ανέλαβαν τη φρούρησή τους.

Όμως, στην Τιτανομαχία του Ευμήλου (ή του Αρκτίνου) ο Βριάρεως ή Αιγαίωνας, όπως ήταν το άλλο του όνομα, δεν ήταν σύμμαχος του Δία αλλά των Τιτάνων[8]. Η πληροφορία προέρχεται από ένα αρχαίο σχόλιο στον Απολλόδωρο τον Ρόδιο και στηρίζει την υπόθεση ότι ο Εύμηλος και ο Ησίοδος μετέφεραν στο ποιήματα τους διαφορετικές παραδόσεις σχετικά με τους Τιτάνες.

"Γιγαντομαχία"

Εκτός από την Τιτανομαχία φαίνεται πως υπήρχε και μια αρχαϊκή Γιγαντομαχία, για την οποία όμως δεν διαθέτουμε γραπτές μαρτυρίες. Εικάζουμε την ύπαρξή της από σχετικές εικαστικές αναπαραστάσεις[9]. Ιστορούσε τη σύγκρουση των Ολυμπίων θεών με τους Γίγαντες, τα παιδιά της Γαίας που γεννήθηκαν από το αίμα του ακρωτηριασμένου Ουρανού.

•  Σε μεταγενέστερους χρόνους μια Γιγαντομαχία έγραψε ο ποιητής του 5ου μ.Χ. αιώνα Νόννος, από την οποία δεν σώθηκε τίποτα, και ο ελληνικής καταγωγής Λατίνος ποιητής Κλαυδιανός (Gigantomachia). 


Σημειώσεις

1. Οι Τιτάνες (Ωκεανός, Κοίος, Υπερίων, Κρείος, Ιαπετός, Κρόνος) ήταν έξι από τα παιδιά του Ουρανού και της Γαίας. Αδελφές τους ήταν οι Τιτανίδες (Θεία, Ρέα, Θέμις, Μνημοσύνη, Φοίβη, Τιθύς) με τις οποίες ενώθηκαν γεννώντας μια μεγάλη σειρά από δευτερεύουσες θεότητες. Ο Κρόνος, ο νεότερος από τους Τιτάνες, ακρωτηρίασε τον πατέρα του Ουρανό ευνουχίζοντάς τον και μαζί με τα αδέλφια του κατέλαβε τη θεϊκή εξουσία. Παντρεύτηκε την αδελφή του τη Ρέα και απέκτησε μαζί της διαδοχικά την Εστία, τη Δήμητρα, την Ήρα, τον Πλούτωνα, τον Ποσειδώνα και τον Δία. Επειδή όμως γνώριζε ότι κάποια μέρα θα εκθρονιζόταν και αυτός με τη σειρά του από ένα από ένα από τα παιδιά του, γι' αυτό και τα καταβρόχθιζε μόλις γεννιόταν. Η Ρέα, απηυδισμένη με όλα αυτά, λίγο πριν γεννήσει τον Διά κατέφυγε στην Κρήτη. Τον γέννησε κρυφά στο όρος Δίκτη και έδωσε στον Κρόνο να καταπιεί ένα φασκιωμένο λιθάρι. Όταν ο Δίας μεγάλωσε με τη βοήθεια της Μήτιδος (μιας κόρης του Ωκεανού) ή της ίδια της Γαίας, έδωσε στον Κρόνο να πιεί ένα φάρμακο που τον έκανε να ξεράσει όλα τα παιδιά που είχε καταπιεί. Ο Δίας και τα αδέλφια του (που έμελλε να γίνουν οι Ολύμπιοι θεοί) ξεκίνησαν τότε πόλεμο ενάντια στον Κρόνο που είχε τη βοήθεια των δικών του αδελφών. Στο πλευρό του Δία στάθηκαν και άλλες θεότητες, όπως οι Εκατόγχειρες και οι Κύκλωπες (παιδιά και αυτοί του Ουρανού), η Στύγα (η πρωτότοκη κόρη του Ωκεανού) και ο Προμηθέας (ο γιος του Ιαπετού).

2. Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, 277d·  
[οἶδα ὅτι ὁ τὴν Τιτανομαχίαν ποιήσας, εἴτ᾿ Εὔμηλός ἐστιν ὁ Κορίνθιος ἢ Ἀρκτῖνος ἢ ὅστις δήποτε     χαίρει ὀνομαζόμενος, ἐν τῷ δευτέρῳ οὕτως εἴρηκεν·
           ἐν δ᾿ αὐτῇ πλωτοὶ χρυσώπιδες ἰχθύες ἐλλοὶ
           νήχοντες παίζουσιν δι᾿ ὕδατος ἀμβοσίοιο]
.

3. Π. Γκριμάλ, Λεξικό της ελληνικής και ρωμαϊκής μυθολογίας, "Θάμυρης", εκδ. USP, 1991.

4. 
Σχόλια στα Αργοναυτικά του Απολλωνίου, 3.1179·
"Ἐν δὲ τῇ γ΄[Μουσαῖος] Τιτανογραφίᾳ λέγεται ὡς Κάδμος ἐκ τοῦ Δελφικοῦ ἐπορεύετο προκαθηγουμένης αὐτῷ βοός".

5. Ομηρικά - Επικός κύκλος, "Τιτανομαχία" (αρχ. κείμενο και μετάφραση), σελ.54-57, εκδ. Κάκτος, 2005.
•  M. West, Greek epic fragments: From the seventh to the fifth enturies BC
"Eumelus or Arctinus Titanomachy", p.222-233, Loeb, 2003.

6. 
ΗσίοδοςΘεογονία, στ. 630-634.

7. 
Ησίοδος, στ.720.

8. 
Σχόλια στα Αργοναυτικά του Απολλωνίου, 1.1165·  
[
Εὔμηλος δὲ ἐν τῇ Τιτανομαχίᾳ τὸν Αἰγαίωνα Γῆς καὶ Πόντου φησὶ παῖδα, κατοικοῦντα δὲ ἐν τῇ θαλάσσῃ τοῖς Τιτᾶσι συμμαχεῖν].
(M. West. ό.π., σελ. 224)

9. P. Kroh, Λεξικό αρχαίων συγγραφέων Ελλήνων και Λατίνων, "Γιγαντομαχία", εκδ. USP, 1996.


Φορωνίς (έπος)

Η Φορωνίς ήταν ένα επικό ποίημα γραμμένο τον 6ο ή 7ο π.Χ. αιώνα από κάποιον άγνωστο ποιητή. Διηγιόταν την παμπάλαια ιστορία και τα κατορθώματα του Φορωνέος, του μυθικού πρώτου βασιλιά της Αργολίδος.

Σύμφωνα με τις γνωστές από άλλες πηγές επιχώριες παραδόσεις του Άργους, ο Φορωνεύς ήταν αυτός που εξημέρωσε τα άγρια ήθη των διάσπαρτων μέχρι τότε ανθρώπων συγκεντρώνοντας τους στο Φορωνικόν Άστυ, στην πρώτη πόλη που δημιουργήθηκε ποτέ· εγκαθίδρυσε την λατρεία της Ήρας και έφερε από τον ουρανό το θείο δώρο της φωτιάς. Μέχρι την εποχή του Παυσανία το αρχέγονο αυτό πυρ, το πυρ του Φορωνέος, έκαιγε ακόμη στο ναό του Λυκίου Απόλλωνος στο Άργος.[1] Αυτές τις ιστορίες το δίχως άλλο, σύμφωνα με τον Τζέιμς Φρέιζερ, διηγιόταν η χαμένη Φορωνίδα[2] .

Υπήρχαν ακόμη και κάποιες αναφορές σε άλλες μυθολογικές παραδόσεις: Ένα απόσπασμα λίγων στίχων της Φορωνίδος -που έσωσε σχολιαστής στο Απολλώνιο τον Ρόδιο- λέει ότι οι Φρύγες μάγοι και θεράποντες της Αδράστειας Κέλμις, Δαμναμενεύς και Άκμων ανακάλυψαν στις δασωμένες κοιλάδες της Ίδης την τέχνη της μεταλλουργίας και με την βοήθεια της φωτιάς έγιναν οι πρώτοι σιδηρουργοί.[3] 

Σε ένα άλλο απόσπασμα, που αναφέρεται από τον Κλήμη τον Αλεξανδρέα, ο Φορωνεύς αποκαλείται πατέρας των θνητών ανθρώπων. Συνολικά σώθηκαν έξι μόλις αποσπάσματα.[4]

Εκτεταμένα στοιχεία από την Φορωνίδα χρησιμοποίησαν αργότερα στα έργα τους οι λογογράφοι Ακουσίλαος και Ελλάνικος ο Μυτιληναίος. Ο τελευταίος μάλιστα φαίνεται πως μετέγραψε την Φορωνίδα σε ένα ομότιτλο πεζό έργο αποτελούμενο από δύο βιβλία, το οποίο έχει επίσης χαθεί.[5]


 

Σημειώσεις


1.  Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησις , Κορινθιακά15.5 & 19.5. 

2. James George Frazer, Myths of the Origin of Fire (γαλλική μετάφραση: εκδ Payot, 1967, σελ. 178).

3. G. Kinkel,
απόσπασμα 2, σελ. 211.
                                         [...]
ἔνθα γόητες
   
Ἰδαῖοι, Φρύγες ἄνδρες, ὀρέστερα οἰκί᾿ ἔναιον,
   
Κέλμις Δαμναμενεύς τε μέγας καὶ ὑπέρβιος Ἄκμων,
   
εὐπάλαμοι θεράποντες ὀρείης Ἀδρηστείης,
   
οἳ πρῶτοι τέχνηις πολυμήτιος Ἡφαίστοιο
   
εὗρον ἐν οὐρείηισι νάπαις ἰόεντα σίδηρον
   
ἐς πῦρ τ᾿ ἤνεγκαν καὶ ἀριπρεπὲς ἔργον ἔδειξαν.

4. G. Kinkel, Epicorum Graecorum fragmenta (1877),
σελ. 209. Phoronis
  Loeb Classical Library, Greek Epic Fragments.
Genealogical and Antiquarian EpicsPhoronis (όπου περιλαμβάνεται και το απόσπασμα που βρέθηκε σε πάπυρο της Οξυρρύγχου).
5. William Smith, A dictionary of Greek and Roman biography and mythology (1867),Τόμος II, λήμμα "Hellanicus".

(Παραλλαγή του άρθρου αυτού δόθηκε για δημοσίευση στην ελληνική Βικιπαίδεια.)


Φωκαΐς (έπος)

Η Φωκαΐς ήταν ένα από τα χαμένα ποιήματα της αρχαϊκής εποχής, γραμμένο μάλλον γύρω στον 7ο π.Χ. αιώνα.[1] Το περιεχόμενο του μας είναι παντελώς άγνωστο.

Σύμφωνα με τον Βίο του Ομήρου[2] του Ψευδο-Ηροδότου, που διασώζει μάλλον μια παλαιότερη παράδοση των Φωκαέων, η Φωκαΐδα (όπως και η Μικρά Ιλιάς) γράφτηκε στην πόλη τους από τον Όμηρο όταν αυτός φιλοξενούταν στο σπίτι του γραμματοδιδάσκαλου Θεστορίδη. Αργότερα όμως ο Θεστορίδης αντέγραψε το έργο και το παρουσίαζε ως δικό του.[3]

"Αγρέας"


1. P. Kroh, Λεξικό αρχαίων συγγραφέων, USP, 1996.
2. Ψευδο-Ηρόδοτος, "Περί Ομήρου γενέσιος και βιοτής", στο Vitarum scriptores graeci minores, Λειψία, 1845.
• G. Kinkel, Epicorum Graecorum fragmenta (1877), σελ. 63. Phocais
3. Περί Ομήρου γενέσιος και βιοτής, 16.

Χρήστος Μπελόπουλος 

ΠΗΓΗ https://belopchi.blogspot.com/


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου