ΜΕΡΟΣ Β΄
Από τα τέλη του 6ου αιώνα και μετά, από τους κύκλους των ολιγαρχών-αριστοκρατών τα έπη πέρασαν στον λαό. Αυτός παρέλαβε ένα λογοτεχνικό είδος, του οποίου ο σκοπός και το περιεχόμενο στις αρχικές του μορφές δεν είχε καμία σχέση με αυτόν, ούτε και είχε υπάρξει ποτέ μία συλλογική του δημιουργία. Οι λόγοι για τους οποίους τα έπη παγιώθηκαν στις μάζες είναι δύο. Ο πρώτος είναι ότι από τους μύθους των επών άντλησε ένα μέρος του ρεπερτορίου η τραγωδία, η οποία γεννήθηκε ως είδος τον 6ο αιώνα π.Χ. και εξελίχτηκε και τελειοποιήθηκε τον 5ο αιώνα π.Χ. ως αναπόσπαστο κομμάτι της λειτουργίας των θεσμών της πόλης-κράτους και του δημοκρατικού της καθεστώτος. Ο δεύτερος είναι ο ίδιος για τον οποίο στο σημερινό «παγκοσμιοποιημένο» κόσμο έχει παγιωθεί και έχει ριζώσει ανάμεσα στις μάζες η αμερικάνικη («δυτική») υποκουλτούρα.
Λίγα λόγια για την έννοια της ομηρικής αρετής
Η ομηρική αρετή έχει κι αυτή πολύ συγκεκριμένο πρόσημο και περιεχόμενο. Οι αποκλειστικοί της φορείς της είναι οι ευγενείς. Πρόκειται για μία επίπλαστη έννοια που εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Ιλιάδα. Η σκοπιμότητα της είναι η ταξική και κοινωνική διαφοροποίηση των ευγενών από τους υποτελείς τους. Περιλαμβάνει έννοιες και πνευματικές και σωματικές ιδιότητες λιγότερο ή περισσότερο ρευστές και σχετικές, όπως το κάλλος, η σύνεση, η ρητορική ικανότητα, η σωματική ρώμη, η ανδρεία (κυρίως στον πόλεμο), ο ανταγωνισμός και φυσικά η ατομική υπεροχή (η «αριστεία»). Οι έννοιες αυτές είχαν ένα συγκεκριμένο νόημα στις συνθήκες της ομηρικής κοινωνίας. Ας σκεφτούμε αν σε κάποια άλλη κοινωνία θα είχαν το ίδιο νόημα ή αν θα έχαναν εντελώς το νόημα τους.
Ο τίτλος της αρετής και της αριστείας δεν είναι μόνιμος. Ο κάτοχος του οφείλει να τον επιβεβαιώνει συνεχώς, αλλιώς τον έφαγε το μαύρο φίδι. Επειδή τα χαρακτηριστικά που αναφέραμε πιο πριν τα κατέχουν περισσότεροι του ενός ευγενείς, ο ανταγωνισμός μεταξύ τους είναι συνεχής (“αιέν αριστεύειν”) και αποσκοπεί στην εξασφάλιση της κοινωνικής και ταξικής τους υπεροχής. Ουσιαστικά, λοιπόν, το περίφημο αυτό ρητό ανάγεται στην εποχή στην οποία οι «βασιλείς» σκοτώνονταν, μεταφορικά και κυριολεκτικά, μεταξύ τους για τη διεκδίκηση της εξουσίας. Σε μεταγενέστερες εποχές, σε εξίσου ταξικές και προσωποκεντρικές κοινωνίες με την ομηρική, επιβίωσε ως πρότυπο ζωής που προκρίνει τον συνεχή και ανηλεή ανταγωνισμό μεταξύ των ατόμων για ανέλιξη, διάκριση, υπεροχή και εξουσία. Πήρε άλλη μορφή στην κλασική εποχή, και για να φτάσουμε στις μέρες μας, στα πλαίσια της άκρατης και άκριτης αρχαιολαγνείας, και της άνθισης του μικροαστισμού και της εξατομίκευσης, ονομάστηκε “κληρονομιά των αρχαίων” και ως τέτοιακαθαγιάστηκε.
Όταν ακούμε για κάτι που μας έρχεται αόριστα από τους αρχαίους και ως τέτοιο μας παρουσιάζεται ως ιδανικό ή θέσφατο, ρωτάμε από ποιους αρχαίους ειπώθηκε, σε ποια ιστορική και κοινωνική συγκυρία, και για ποιους λόγους. Η εξειδίκευση και η εκλογίκευση είναι διαχρονικά θανάσιμοι εχθροί της προπαγάνδας. Στο συγκεκριμένο θέμα, μας βοηθούν επίσης να κατανοήσουμε τους λόγους για τους οποίους προτάσσεται σήμερα ο συνεχής ανταγωνισμός ως τρόπος ζωής. Μία ζωή μέσα στον ανταγωνισμό και ψυχοφθόρα είναι και δεν αφήνει χώρο στη δημιουργία (ατομική και κυρίως συλλογική)· είναι ζωή «χαμένη». Έξαλλου, βλέπουμε πολύ καλά καθημερινά τι μοντέλο ανθρώπου παράγει μία κοινωνία που έχει τέτοια «ιδανικά».
Στην ομηρική εποχή ο ανταγωνισμός γίνεται μεταξύ ηγεμόνων της ίδιας «αγέλης» (π.χ. μεταξύ των Αχαιών στον Τρωικό πόλεμο, ή μεταξύ των μνηστήρων της Πηνελόπης στην Οδύσσεια) ή μεταξύ διαφορετικών σφαιρών κυριαρχίας (π.χ. τα συμφέροντα των Ελλήνων «βασιλέων» ενάντια σε αυτά των αντίστοιχων Τρώων). Συχνά δε ο ανταγωνισμός αυτός φτάνει σε ακραία επίπεδα και ξεπερνά τα όρια του κανιβαλισμού.
Η ομηρική αρετή εξαρτάται αποκλειστικά από την καταγωγή και κατά συνέπεια από την κοινωνική θέση. Ο ενάρετος είναι ο εξιδανικευμένος ευγενής, ο οποίος κατέχει την αρετή από τη φύση του. Για να είμαστε ακόμα πιο ακριβείς, αυτή του έχει χορηγηθεί από τους θεούς. Είναι ένα θείο δώρο που έχει δοθεί σε αυτούς που έχουν θεϊκή, επομένως ανώτερη, καταγωγή. Αυτό φαίνεται καθαρά στην ετυμολογία του τίτλου του: ευ-γένος. Ο ενάρετος είναι κάτι σαν τους λεγόμενους… «φωτισμένους ανθρώπους», στους οποίους κάποιοι πιστεύουν ακόμη και σήμερα… Γι’ αυτό άλλωστε και το πρώτο συνθετικό της λέξης αριστοκράτης σημαίνει βέλτιστος, υπερέχων. Οι υπόλοιποι δεν είναι σε θέση να συμμετέχουν σε αυτόν τον «αγώνα», αφού το θέμα της αρετής δεν τους αγγίζει, δεν τους αφορά. Αποκλείονται εκ φύσης από αυτό το ανταγωνιστικό πλαίσιο και τοποθετούνται στην κατώτατη βαθμίδα της εξουσιαστικής ιεραρχίας. Αν κάποιος τότε αμφισβητούσε αυτή τη συνθήκη, ή έστω ένα μέρος της, θα ήταν σα να τα έβαζε με τους ίδιους τους θεούς, εκτός από τους ευνοούμενους τους. Έτσι, στην ομηρική εποχή – αλλά και διαχρονικά- οι θεοί λειτουργούν ως θεματοφύλακες της καθεστηκυίας τάξης. Μέσω των επών, η προπαγάνδα περί αρετής και αριστείας τούς υπενθυμίζει στους «μη ευγενείς» ποια είναι η κοινωνική τους θέση. Παράλληλα, λειτουργεί στην κατεύθυνση της αποδοχής εκ μέρους τους της συνθήκης αυτής ως πεπρωμένο.
Ο Όμηρος μας λέει πως η ομηρική αρετή δε συσχετίζεται με κοινωνικούς παράγοντες. Επομένως, δεν μπορεί να αποκτηθεί με την αγωγή. Η αντίληψη αυτή θα αμφισβητηθεί πολύ αργότερα, στην κλασική εποχή. Τότε βέβαια η έννοια της αρετής θα προσλάβει άλλα χαρακτηριστικά και θα πάρει άλλες διαστάσεις από αυτές που είχε στην ομηρική εποχή. Αυτό που δε θα αμφισβητηθεί ούτε και τότε, είναι ο περιορισμός της σε μία κοινωνική ελίτ, και η πεποίθηση ότι αυτή η ελίτ θα πρέπει να κυβερνά τους υπόλοιπους.
Σήμερα, κάποιοι θα μιλούσαν με τον ίδιο μεταφυσικό και απόλυτο τρόπο, για αξιοκρατία, δηλαδή για τους άξιους που πρέπει να είναι οι προνομιούχοι και οι κυβερνώντες, και για ανάξιους που θα είναι οι υποτελείς. Είναι ξεκάθαρη, νομίζουμε, η επιφανειακότητα και στατικότητα που διέπει αυτήν τη μανιχαϊστική διάκριση. Ουσιαστικά η αστική σκέψη δεν έχει απομακρυνθεί από την ομηρική και την κλασική, υπό την έννοια ότι αντιλαμβάνεται την αρετή σαν κάτι στατικό και μεταφυσικό, και σαν προνόμιο του ατόμου ως μονάδα και όχι ως οργανικό μέρος ενός συνόλου. Αυτό το ατομικό χαρακτηριστικό το χρησιμοποιεί ως ταξικό κριτήριο διάκρισης και διαχωρισμού του ατόμου από το σύνολο. Απλά βάζει στο εξουσιαστικό αυτό παιχνίδι περισσότερους παίκτες. Από τον Όμηρο μέχρι σήμερα η έννοια της αρετής πάει πακέτο με την ύπαρξη της εξουσίας.
Το ομηρικό κλέος
Η λέξη κλέος έχει διπλή σημασία. Σημαίνει φήμη, αλλά και δόξα. Οι δύο αυτές έννοιες συμπλέκονται, καθώς η δόξα ενός ηγεμόνα, δηλαδή η υπόληψη του, το πώς τον έβλεπαν και αντιμετώπιζαν οι υπόλοιποι, ήταν σε άμεση εξάρτηση με το πόσο ευρεία ήταν η διάδοση των πληροφοριών που συνεισέφεραν στην απόκτηση του κλέους του. Χρησιμοποιήσαμε εσκεμμένα τον όρο «πληροφορίες» και όχι γεγονότα. Σε έναν κόσμο που η πληροφορία μεταδιδόταν από στόμα σε στόμα, τα έπη ήταν το μέσο με το οποίο τα γεγονότα της ζωής των ομηρικών «βασιλέων» και γενικά των ευγενών φιλτράρονταν, εξωραΐζονταν, μεγεθύνονταν και αποκτούσαν επικές και ηρωικές διαστάσεις. Έτσι, αυτό που έφτανε στο αυτί του παραλήπτη ήταν όχι το ίδιο το γεγονός, αλλά μία φιλτραρισμένη και ρετουσαρισμένη πληροφορία, με άλλα λόγια η επική του διάσταση, δηλαδή εκείνη μέσω της οποίας οι ευγενείς ηρωοποιούνταν και εδραιώνονταν στη συλλογική συνείδηση της εποχής τους αλλά και των επόμενων γενεών ως θρύλοι. Μέσω αυτών, οι μεγαλοκτηνοτρόφοι-τσιφλικάδες, ζωοκλέφτες, κατσαπλιάδες και πειρατές της ομηρικής εποχής μετατράπηκαν σε ένδοξους ήρωες, ταυτίστηκαν με το μυκηναϊκό παρελθόν και απέκτησαν υστεροφημία.
Το κλέος αποκτάται με διάφορους τρόπους. Στον πόλεμο, πράξεις που προσδίδουν κύρος και δόξα είναι η θανάτωση όσων πιο πολλών εχθρών γίνεται, η αφαίρεση οπλισμού και αλόγων από τον αντίπαλο νεκρό πολεμιστή, η αρπαγή και συσσώρευση λαφύρων, υλικών και ανθρώπινων (βλ. πιο κάτω περί της έννοιας της αριστοκρατικής «τιμής»). Ακόμα και ο θάνατος στη μάχη, αν πρόκειται για κάποιον ευγενή, συνεισφέρει στην απόκτηση του, έστω και μετά θάνατον. Οι κοινοί θνητοί είναι αναλώσιμοι, επομένως ο θάνατος τους δεν έχει την ίδια αξία με αυτόν των ευγενών, όπως άλλωστε και η ζωή τους. Στην Ιλιάδα οι κοινοί θνητοί είτε αναφέρονται ως αριθμοί, είτε ως απλή μνεία, είτε ως κομμάτια του σκηνικού της αποθέωσης των ευγενών. Το ενδιαφέρον του ποιητή επικεντρώνεται στους θανάτους των «βασιλέων», τους οποίους αποθεώνει και τους παρουσιάζει ως κατάληξη κάποιου ανδραγαθήματος. Στους αθλητικούς αγώνες, ως προέκταση του πολέμου και προετοιμασία γι’ αυτόν, η διάκριση σε κάποιο αγώνισμα εξασφάλιζε στον νικητή την προσωρινή καταξίωση του από τους ανταγωνιστές του. Σε καιρούς ειρήνης, τα μέσα απόκτησης δόξας ήταν διάφορα : H άσκηση εξουσίας, η ρητορική ικανότητα, η αρπαγή ανθρώπων και ζώων και γενικά το πλιάτσικο και οι ληστρικές επιδρομές.
Η έννοια του κλέους, όπως την προσεγγίσαμε πιο πάνω, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με μια άλλη έννοια, γέννημα κι αυτή της κυρίαρχης κοσμοαντίληψης της εποχής που εξετάζουμε. Αυτή είναι η έννοια της τιμής. Σε αυτήν αναφερόμαστε αμέσως πιο κάτω.
Η έννοια της τιμής των ομηρικών ευγενών
Η «τιμή» είναι απόρροια της αναγνώρισης του κλέους κάποιου ευγενή από τους υπόλοιπους, λόγω των πράξεων του ή λόγω του κοινωνικού του στάτους. Η αρετή του ομηρικού «ήρωα» ολοκληρώνεται και πραγματώνεται όταν τιμηθεί από τους υπόλοιπους ευγενείς και δευτερευόντως από τους υποτελείς του. Αυτό γίνεται με δύο τρόπους (μέσα). Ο πρώτος συνίσταται στις υλικές απολαβές που αυτός οφείλει να έχει ως ανταπόδοση για κάποιες πράξεις του. Εδώ η έννοια της τιμής είναι σχετική: Άλλη είναι η ποσότητα και ποιότητα των λαφύρων που οφείλει να λάβει ο ανώτερος ηγεμόνας ή ο επικεφαλής μίας εκστρατείας και άλλη αυτή που αντιστοιχεί στους υπόλοιπους ευγενείς. Ο δεύτερος τρόπος είναι η θεωρητική-ηθική αναγνώριση της αριστείας του. Στην πραγματικότητα και αυτός ο τρόπος έχει υλική υπόσταση. Η αναγνώριση δε γίνεται με απλές ευχαριστίες ή εγκώμια, αλλά με την αύξηση του κύρους του και την επακόλουθη αναβάθμιση της κοινωνικής του θέσης. Σε πρακτικό επίπεδο, αυτά μεταφράζονται σε μεγαλύτερο πλούτο, ισχύ και ευρύτερο πεδίο επιρροής για τον «τιμώμενο». Οι δύο αυτές όψεις της τιμής είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους. Δε νοείται η μία χωρίς την άλλη. Η τιμή είναι ουσιαστικά ένα χρηματιστήριο εξουσίας.
Και στις δύο περιπτώσεις η φύση της είναι συνυφασμένη με τον ταξικό χαρακτήρα της κοινωνίας. Η απόκτηση ή αύξηση της μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερο κοινωνικό στάτους και εξουσία, πάντα όμως μέσα στην ίδια τάξη. Στο έργο του «Ο Κόσμος του Οδυσσέα» ο Finley γράφει σχετικά: “Η ίδια η φύση της τιμής επιβάλλει να είναι αποκλειστική ή τουλάχιστον διαβαθμισμένη. Όταν όλοι φτάνουν στον ίδιο βαθμό τιμής, τότε δεν υπάρχει τιμή σε κανέναν”. Αυτή η τάξη είναι φυσικά η ανώτερη. Μόνο τα μέλη της μνημονεύει ο Όμηρος όταν αναφέρεται σε ζητήματα τιμής.
Κάθε πράξη των πρωταγωνιστών των επών αποσκοπεί στην πραγμάτωση της τιμής ή στη μη απώλεια της (ατίμωση). Ο φόβος της ατίμωσης είναι διάχυτος στην Ιλιάδα. Ξεπερνά την αιδώ· το «τι θα πουν οι άλλοι για μένα». Έχει κυριεύσει το άτομο και το έχει μετατρέψει σε έρμαιο του. Τα πάντα σχεδόν περιστρέφονται γύρω από το δίπολο τιμή-ατίμωση. Ο ευγενής όχι μόνο υπολογίζει τι περιμένει από αυτόν η τάξη του, αλλά έχει εσωτερικεύσει τις αρχές της και τις προσδοκίες της από αυτόν. Δε διανοείται ότι μπορεί να αποκλίνει από αυτές. Ο κυρίαρχος αξιακός κώδικας, με τον οποίο οφείλει να είναι διαρκώς εναρμονισμένος, βρίσκεται έξω αλλά και μέσα του. Υπό αυτήν την έννοια, το άτομο είναι κάτι σαν ενεργούμενο. Στην πραγματικότητα, στα έπη οι πρωταγωνιστές είναι οι εκφραστές (τα φερέφωνα αν προτιμάτε) αυτού του αξιακού κώδικα, σε κάποιες λιγότερο ή περισσότερο ακραίες εκδοχές του. Με μία μικρή δόση υπερβολής, θα μπορούσαμε πούμε ότι είναι «καφκικοί» ήρωες χωρίς αυτόνομη οντότητα.
Είναι τόσο ριζωμένη σ’ αυτές τις ανθρώπινες «μαριονέτες», που πολλές φορές μπαίνει πάνω ακόμα και από την ίδια τη ζωή. Διέπει όλη τη λειτουργία της λεγόμενης «κοινωνίας της ντροπής», η οποία κατά την εκτίμηση κάποιων (μεταξύ των οποίων και εμείς) δε διαχωρίζεται απόλυτα και χρονικά (εξελικτικά) από τη –λεγόμενη πάλι- «κοινωνία της ενοχής». Αφήνουμε αυτούς τους διαχωρισμούς για τους εκπροσώπους του προοδευτισμού και τους ακολούθους τους.
Η «τιμή» του ευγενούς είναι θεμελιώδης παράγοντας διαιώνισης του ανταγωνισμού μέσα στην τάξη του. Ο κόσμος των «βασιλέων» της Ιλιάδας και της Οδύσσειας είναι άκρως ανταγωνιστικός. Συνεπώς, σε αυτόν όλα τα αγαθά και οι ανθρώπινες αξίες έχουν εμπορευματοποιηθεί: Όλα έχουν την ανταλλακτική τους αξία, όλα είναι προϊόν διαπραγμάτευσης. Η ζωή στα έπη σκιαγραφείται ως ένας συνεχόμενος αγώνας και άγχος για την απόκτηση ή για τη διατήρηση κάποιων από αυτά. Όλοι μάχονται εναντίον όλων για την υπεράσπιση ή την αύξηση της τιμής τους σε σχέση με την τιμή των υπολοίπων. Για παράδειγμα, όσο μεγαλύτερη ήταν η τιμή ενός πολεμιστή, τόσο μεγαλύτερη αξία έπαιρνε η τιμή αυτού που έπεφτε νεκρός από τα χέρια του στο πεδίο της μάχης. Ένα άγριο χρηματιστήριο ζωών κρύβεται πίσω από τις εύηχες λέξεις που εφευρέθηκαν για να το συγκαλύψουν και να το παρουσιάσουν ως ιδεώδες.
Ο Thorstein Veblen, στο «The Theory of the Leissure Class», γράφει σχετικά: “Αυτή η συνηθισμένη βαρβαρική εκτίμηση της αξίας της τιμής, η αφαίρεση της ζωής του άλλου, αποτελεί τιμή ύψιστης σημασίας. Και το υψηλό αυτό έργο του φόνου, ως έκφραση της επικράτησης του φονιά, ρίχνει μια αίγλη απατηλής αξίας σε κάθε πράξη του φόνου και σε όλους αυτούς που συνεργάστηκαν γι’ αυτήν ή στα αντικείμενα που χρησιμοποίησαν”.
Μεταξύ εχθρών ή αντιπάλων, κανένας δεν αναγνωρίζει την τιμή του άλλου ως δεδομένη. Προσπαθεί να του την αφαιρέσει με κάθε μέσο, θεμιτό και αθέμιτο. Μεταξύ συμμάχων, δεδομένου ότι οι συμμαχίες είναι πρόσκαιρες και συγκυριακές, συνήθως υπάρχει αλληλοαναγνώριση της τιμής όσο τα μέλη των συμμαχιών έχουν ένα κοινό σκοπό και συμφέρον. Όταν λήξει η συμμαχική δέσμευση, παύει και ο αλληλοσεβασμός της τιμής. Τότε όλοι στρέφονται εναντίον όλων, σε ένα μάταιο αγώνα εξουσίας και επιβολής. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που ο κόσμος της Ιλιάδας – και σε ένα βαθμό και της Οδύσσειας – είναι βίαιος και ανταγωνιστικός, κυριολεκτικά μέχρι θανάτου.
Κάποιες φορές η βία παίρνει ακραίες μορφές. Θα αναφέρουμε μόνο ένα παράδειγμα εδώ και ένα ακόμα στο ειδικό κεφάλαιο για τον Αχιλλέα, επειδή δεν είναι σκοπός του κειμένου η ανάδειξη αυτής της όψης της Ιλιάδας. Επίσης, θεωρούμε ότι αυτή είναι τόσο εξόφθαλμη που θα πρέπει κάποιος να είναι πολύ εθελότυφλος για να μην τη δει. Το παράδειγμα: Σε μία μάχη ο Μενέλαος είχε πιάσει αιχμάλωτο τον Τρώα Άδραστο, και ενώ ήταν έτοιμος να τον παραδώσει στον θεράποντα του για να τον μεταφέρει αιχμάλωτο στο στρατόπεδο των Αχαιών, με την παρέμβαση του Αγαμέμνονα άλλαξε γνώμη. Τότε τα δύο αδέλφια δολοφόνησαν τον δολοφόνησαν εν ψυχρώ. Παραθέτουμε τα λόγια του Αγαμέμνονα προς τον Μενέλαο που τον έκαναν να αλλάξει γνώμη, αυτούσια από την Ιλιάδα (Ζ 57-60) χωρίς κανένα δικό μας σχόλιο: “Κανένας τους δεν πρέπει να γλυτώσει από τα χέρια μας και από τον μέγα Θάνατο, ακόμα κι όποιο αγέννητο αγόρι βρίσκεται μέσα στην κοιλιά της μάνας του, ούτε κι αυτό να μη γλιτώσει· κι όλοι μαζί ν’ αφανιστούν οι κάτοικοι της Τροίας, άταφοι κι άκλαυτοι”.
Η βία δεν περιορίζεται στο πεδίο της μάχης και δεν παίρνει μόνο τη μορφή πολεμικών αναμετρήσεων. Είναι έκδηλη και σε καιρούς «ειρήνης» ανάμεσα σε μέλη της ίδιας φυλετικής ομάδας ή ανάμεσα σε συμμάχους. Διαχέεται στο πεδίο του καθημερινού βίου, όπου εκδηλώνεται με διάφορες άλλες μορφές, όπως έριδες, φιλονικίες, λεκτικές προσβολές και προπηλακισμούς, ακόμα και χρήση σωματικής βίας.
Αυτή η εσωτερικευμένη και γενικευμένη βία δεν μπορεί να κρυφτεί, παρόλο που κάποιοι απλοί αναγνώστες ή ομηριστές, διαποτισμένοι με το ιδεολόγημα της αναγκαιότητας του διαρκή ανταγωνισμού στο κοινωνικό γίγνεσθαι, έστω και στην πιο μοντέρνα του εκδοχή, κάνουν πως δεν το βλέπουν ή το υποβαθμίζουν. Ο Finley το λέει καθαρά: “Όσο κι αν προσπαθήσει κανείς σύμφωνα με τις ενδείξεις να προσαρμόσει τις αρχαίες ελληνικές αξίες σε ένα περισσότερο εξευγενισμένο κώδικα ηθικής, η Ιλιάδα προπάντων δεν παύει να είναι βουτηγμένη στο αίμα, γεγονός που δεν μπορεί να κρυφτεί ή να αμφισβητηθεί”.
Αποδομώντας τον ομηρικό Αχιλλέα
Αν θα έπρεπε να δώσουμε τον τίτλο του πρωταγωνιστή σε ένα από τα πρόσωπα της Ιλιάδας, το πρόσωπο αυτό θα ήταν ο Αχιλλέας. Στον χαρακτήρα του και στις πράξεις του συμπυκνώνονται στην πιο ακραία τους εκδοχή όλα τα στοιχεία της ομηρικής κοινωνίας που αναφέραμε πιο πάνω. Γι’ αυτόν τον λόγο, λοιπόν, θεωρούμε ότι ο Αχιλλέας προσφέρεται για την αποδόμηση του σύγχρονου παραπλανητικού όρου «ηρωικό ιδεώδες» και για την εξέταση της ομηρικής κοινωνίας από μία άλλη οπτική γωνία, χωρίς τις παραμορφώσεις και τις σκοπιμότητες της κρατούσας άποψης.
Η αφορμή
Πριν και κατά τον Τρωικό Πόλεμο οι Αχαιοί επιδόθηκαν σε λεηλασίες και καταστροφές πολλών πόλεων στα νησιά του Αιγαίου και στη Μικρά Ασία. Μόνο ο Αχιλλέας κούρσεψε δώδεκα πόλεις σε νησιά και έντεκα στην επικράτεια της Τρωάδας, όπως καυχιέται ο ίδιος στον Οδυσσέα (Ι 328-330). Δε θα ήταν και οι δώδεκα αυτές νησιωτικές πόλεις σύμμαχοι των Τρώων. Επομένως, επιβεβαιώνεται κάτι που ήταν γνωστό και από άλλες παρόμοιες αναφορές στα έπη: Οι πόλεμοι, οι επιδρομές και οι λεηλασίες δεν είχαν «εθνικό» χαρακτήρα. Οι τεχνητές συμμαχίες βασιλικών «οίκων» γίνονταν στη βάση του κοινού συμφέροντος των ηγεμόνων τους. Άλλωστε ο τεχνητός όρος «έθνος» εμφανίστηκε πολλούς αιώνες αργότερα.
Όταν ένας στρατός κατακτούσε μία πόλη, επιδιδόταν σε λεηλασίες και σε αγριότητες πάνω στον άμαχο πληθυσμό. Μία από τις συνήθεις πρακτικές των εισβολέων-κατακτητών της εποχής της Ιλιάδας (και των προηγούμενων από αυτήν εποχών) ήταν η αρπαγή και κακοποίηση των γυναικών που έπιαναν αιχμάλωτες. Στη Λυρνησσό της Μικράς Ασίας ο Αχιλλέας δολοφόνησε τον άντρα και τα τρία αδέλφια της Βρισηίδας, πήρε αιχμάλωτη την ίδια και την έκανε παλλακίδα και σκλάβα του. Τον ίδιο καιρό, η ξαδέλφη της Χρυσηίδα, κόρη του Χρύση και ιέρεια του Απόλλωνα στη ομώνυμη πόλη, βρισκόταν στη γειτονική πόλη Θήβη, φιλοξενούμενη της ετεροθαλούς αδελφής του βασιλιά Ηετίωνα. Όταν οι Μυρμιδόνες κατέκτησαν τη Λυρνησσό, ο Αχιλλέας σκότωσε τον Ηετίωνα και τα παιδιά του και αιχμαλώτισε τη γυναίκα του και τη Χρυσηίδα. Αυτήν την τελευταία την παρέδωσε ως τιμητικό δώρο (“γέρας”) στον αρχιστράτηγο Αγαμέμνονα.
Όπως αναφέραμε και πιο πριν, οι αρπαγές γυναικών και η μετατροπή τους σε σκλάβες ή παλλακίδες ήταν ένα σύνηθες φαινόμενο των επιδρομών των ομηρικών «βασιλέων». Μάλιστα, ακόμα και ο Νέστορας, που παρουσιάζεται ως ένας σώφρων και σοφός γέροντας από την πλειοψηφία των σύγχρονων «ομηριστών», επιδοκιμάζει την τακτική αυτή και προτρέπει τους Αχαιούς να μη γυρίσουν στις πατρίδες τους “προτού αρπάξουν κάποιου Τρώα το ταίρι και πλαγιάσουν στο πλευρό του”(Β 355).
Οι αρπαγές αυτές συνοδεύονταν από τις εν ψυχρώ δολοφονίες των αρσενικών μελών των οικογενειών τους. Ο φόβος θα φώλιαζε στις καρδιές των κατοίκων μιας πόλης, πριν ακόμα φτάσουν σ’ αυτήν οι στρατιές των πολιορκητών. Η Pat Barker, στο ιστορικό μυθιστόρημα «Η σιωπή των κοριτσιών» “αφηγείται το έπος της Ιλιάδας με τη φωνή της Βρισηίδας… μία από τις χιλιάδες αιχμάλωτες – τις ιερόδουλες, τις νοσοκόμες, τις γυναίκες που ετοιμάζουν τους νεκρούς για ταφή -, των οποίων η τύχη δεν απασχολεί την επίσημη ιστορία”. Η Βρισηίδα του μυθιστορήματος μιλά για τον φόβο που ένιωθε πριν ακόμα πέσει η πόλη της στα χέρια των Αχαιών: “Φοβόμουν. Ζούσα με τον φόβο από τη μέρα που έπεσε η Λυρνησσός. Όχι, λάθος, από πιο πριν – χρόνια πριν-. Φοβόμουν ήδη από την εποχή που οι πόλεις γύρω από την Τροία άρχισαν να πέφτουν στα χέρια του Αχιλλέα· κάθε κατάκτηση, κάθε λεηλασία, έφερνε τον πόλεμο πιο κοντά”.
Όλα αυτά παρουσιάζονται ως κατορθώματα από τον ποιητή και δεν τον εμποδίζουν να ονομάσει “τρανόψυχους” τους Αχαιούς (Β 123). Κι αν ο Όμηρος δικαιολογείται να χρησιμοποιεί τέτοιους χαρακτηρισμούς, αφού αυτή ήταν η δουλειά του, πως δικαιολογούνται οι σύγχρονοι ομηρικοί μελετητές και αναλυτές του να παραβλέπουν τέτοιου είδους αγριότητες και να κάνουν λόγο για γενναίους ήρωες και για «ηρωικό ιδεώδες»; Τις αποδίδουν στα επικρατούντα ήθη της εποχής εκείνης και μας προτρέπουν να μην τις κρίνουμε ή αξιολογούμε με τα κριτήρια της εποχής μας. Μάλλον εννοούν να μην τις κρίνουμε καθόλου, αφού δε μας διευκρινίζουν με ποια κριτήρια μπορούμε να τις κρίνουμε. Αυτοί όμως προβαίνουν σε αυτό που μας προτρέπουν να μην κάνουμε, όταν παραβλέπουν αυτές και άλλες πολλές ωμότητες των πρωταγωνιστών των επών, αξιολογώντας τους θετικά (άραγε με ποιας εποχής κριτήρια;) και παρουσιάζοντας τους κατ’ επανάληψη ως “πρότυπα ηθικής, ευγένειας, και παραδειγματικές μορφές”, κάνοντας λόγο για ηρωικά ιδεώδη, για δοξασμένους και ανδρείους ήρωες, για κατορθώματα και ανδραγαθήματα, για τον “ανθρωπισμό που τους διαποτίζει” και άλλα πολλά.
Δεν είναι όμως η απόσταση της ομηρικής εποχής από τη δική μας ο λόγος που παραβλέπουν τις αγριότητες και εγκωμιάζουν τους ομηρικούς «βασιλείς». Την ίδια στάση είχαν απέναντι στις αγριότητες του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία σε άμαχους πληθυσμούς στο διάστημα 1919-1922, ή απέναντι σε αντίστοιχες που διαπράχθηκαν από τους Έλληνες το 1821. Σε καμία περίπτωση το πρόσχημα του πολέμου δεν είναι επαρκές για να δικαιολογήσει βαρβαρότητες πάνω σε άμαχους πληθυσμούς. Ο πραγματικός λόγος για τον οποίον η αστική σκέψη κρατά αυτήν τη στάση είναι ο εθνικισμός που τη διακρίνει: Οι «δικοί μας» είναι ήρωες, πολιτισμένοι και γενναίοι. Είναι πάντα οι καλοί της ιστορίας. Οι «άλλοι», οι αλλοεθνείς, είναι οι βάρβαροι, οι απολίτιστοι, οι κακοί. Ο εθνικισμός οδηγεί τη σκέψη σε αδιέξοδα, σε αντιφάσεις και σε παραλογισμούς που δύσκολα μπορούν να κρυφτούν κάτω από το χαλί.
Από την άλλη, δεν είμαστε καθόλου σίγουροι ότι οι αγριότητες που περιγράφονται στην Ιλιάδα ήταν αποδεκτές από ολόκληρη την ομηρική κοινωνία. Τούτη μας παρουσιάζεται από την καθεστηκυία ανάλυση ως ένα ομοιογενές σύνολο ανθρώπων που έχουν τα ίδια συμφέροντα και μοιράζονται τις ίδιες ηθικές αρχές. Μία επιφανειακή μελέτη της ομηρικής εποχής αρκεί για να διαπιστώσει κανείς ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Δεν μπορούμε να φανταστούμε τους συγγενείς των δολοφονημένων αντρών μίας καταστρεμμένης από τους Αχαιούς πόλης να τραγουδούν τη δολοφονία των συγγενών τους και την καταστροφή της πόλης τους, μιλώντας για ηρωικό κατόρθωμα των εισβολέων και χρησιμοποιώντας τις μεγαλοστομίες που χρησιμοποιούν οι σύγχρονοι αστοί «μελετητές» για τους πρωταγωνιστές των επών. Ούτε μπορούμε να φανταστούμε τις σκλαβωμένες γυναίκες να υμνούν τον καθημερινό σωματικό και ψυχικό τους βιασμό από αυτούς που τις σκλάβωσαν.
Το μυθιστόρημα της Baker αρχίζει με μία αναφορά στον Αχιλλέα από τη Βρισηίδα. Μιλά σε πρώτο πληθυντικό εκ μέρους και των άλλων γυναικών που είχαν την ίδια τύχη με αυτήν: “O μέγας, τρανός Αχιλλέας. Ο ασύγκριτος Αχιλλέας, ο λαμπρός Αχιλλέας, ο ισόθεος Αχιλλέας… Ένα σωρό επίθετα. Εμείς, βέβαια, ποτέ δεν τον αποκαλούσαμε έτσι. Τον λέγαμε «ο χασάπης»”. Αυτή είναι η οπτική γωνία των ηττημένων, αυτών που βίωναν τη φρίκη του πολέμου για όλη τους τη ζωή ως ένα ατέλειωτο μαρτύριο.
Οι κάτοικοι μιας πόλης που καταστρεφόταν από κάποιον εχθρό, υποδουλώνονταν και έχαναν την ταυτότητα τους μαζί με την ελευθερία τους, αφού η παλιά τους πατρίδα εξαφανιζόταν από τον χάρτη. Καθότι διασκορπίζονταν στα παλάτια διαφόρων αφεντάδων, δεν υπήρχε καμία ελπίδα να τη ξαναφτιάξουν, ούτε καν να ξαναδούν τα μέρη που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν. Αποκόπτονταν έτσι βίαια από το παρελθόν τους και εντάσσονταν σε ένα καινούργιο περιβάλλον χωρίς τη θέληση τους. Σ’ αυτήν την καινούργια τους ζωή θα ήταν κάτι σα νεκροζώντανοι, σαν τις άψυχες σκιές των νεκρών του κάτω κόσμου που περιγράφει ο Όμηρος στην Οδύσσεια. Στο μυθιστόρημα της Barker, σε ένα διάλογο μεταξύ του Πατρόκλου και της Βρισηίδας, ο Πάτροκλος της λέει: “Θα μπορούσαμε να επιστρέψουμε όλοι μαζί στην πατρίδα”, αναφερόμενος στη δική του πατρίδα, τη Θεσσαλία. Η Βρισηίδα δεν του απαντά. Αμέσως μετά η συγγραφέας μας μεταφέρει τη σκέψη της Βρισηίδας όταν άκουσε τα λόγια του: “Ήθελα να του απαντήσω: Τη δική μου πατρίδα την κάψατε”.
Η Βρισηίδα του μυθιστορήματος διηγείται πώς αντιλαμβανόταν την ύπαρξη της ο κατακτητής και ιδιοκτήτης της Αχιλλέας: “Ο Αχιλλέας κολυμπούσε κάθε πρωί πριν από την αυγή, αν και δεν υπήρχε ποτέ επαφή μεταξύ μας. Δεν ένιωθε την παραμικρή περιέργεια για μένα, δε με θεωρούσε άνθρωπο με δική του προσωπικότητα. Όταν του σέρβιρε φαγητό ή ποτό στο τραπέζι, δε μου έριχνε ούτε μία ματιά. Ήμουν αόρατη παντού, εκτός από το κρεβάτι. Για την ακρίβεια δεν ήμουν βέβαιη αν και εκεί με έβλεπε ως άνθρωπο ή απλώς ως συνονθύλευμα από ανθρώπινα μέλη. Ήταν εξοικειωμένος με τα ανθρώπινα μέλη. Το απαιτούσε η δουλειά· το απαιτούσε η δουλειά του. Είχα την αίσθηση ότι η μόνη φορά που πραγματικά με είδε ήταν εκείνη η σύντομη στιγμή που με εξέτασε εξονυχιστικά, όταν με έστησαν μπροστά του- ναι, σίγουρα με είχε δει τότε, αλλά, και πάλι, τόσο μόνο ώστε να βεβαιωθεί ότι ο στρατός τον βράβευε με ένα έπαθλο αντάξιο των επιτευγμάτων του”.
Η μόνη της ελπίδα ήταν να κατακτήσει ο Αχιλλέας κι άλλες πόλεις, για να επιβραβευθεί με κάποιο νέο ανθρώπινο έπαθλο-παλλακίδα και να πάψει να είναι αυτή η παλλακίδα του, έστω κι αν αυτό θα σήμαινε ότι θα γινόταν μία δούλα ανάμεσα στις πολλές: “Δε μου μιλούσε, δε με έβλεπε, αλλά με καλούσε στο κρεβάτι του κάθε βράδυ. Το υπέμενα, λέγοντας στον εαυτό μου ότι μία μέρα – ίσως πολύ σύντομα- όλα αυτά θα άλλαζαν. Θα θυμόταν τη Διομήδη, την κοπέλα που προτιμούσε πριν από την άφιξή μου, και θα ζητούσε εκείνη αντί για μένα. Ή, ακόμα καλύτερα, θα κατακτούσε μία νέα πόλη – μα τον θεό, ποτέ δε χόρταινε να κατακτά καινούργιες πόλεις- και τότε ο στρατός θα τον επιβράβευε με ένα νέο έπαθλο, κάποιο άλλο τρομοκρατημένο κορίτσι, το οποίο θα έτρεμε σύγκορμο μπροστά του. Και τότε θα επιδείκνυε εκείνη στους άντρες του, θα μόστραρε εκείνη στους καλεσμένους του, κι εγώ θα μπορούσα πλέον αν βυθιστώ στην ανωνυμία των γυναικείων καταλυμάτων”.
Ο Αχιλλέας, ο αφέντης, ο κατακτητής, θα πρέπει να πήρε μία ιδέα του πως βίωναν αυτή τη μαρτυρική ζωή οι σκλάβοι του, όταν πέθανε και η ψυχή του πήγε στον κάτω κόσμο. Εκεί υπέφερε ακόμα περισσότερο απ’ ότι οι δούλοι και οι παλλακίδες του όταν ήταν ζωντανοί. Όταν κατέβηκε στον κάτω κόσμο ο Οδυσσέας, συναντήθηκε με τη ψυχή του Αχιλλέα και συνομίλησε μαζί της. Τότε αυτή του είπε με μεγάλο καημό ότι το μαρτύριο της ήταν αβάστακτο και δεν έπαιρνε παρηγοριά. Του είπε συγκεκριμένα ότι θα προτιμούσε να ήταν δούλος στον πιο φτωχό αφέντη όσο ζούσε, παρά βασιλιάς άψυχων νεκρών στον κάτω κόσμο (Οδύσσεια, 489-492).
Η έριδα
Ο πατέρας της Χρυσηίδας, Χρύσης, πηγαίνει στο στρατόπεδο των Αχαιών για να τους παρακαλέσει να του επιστρέψουν την κόρη του. Παρότι είναι ιερέας του Απόλλωνα, τα επιχειρήματα που επικαλείται για να τους πείσει δεν είναι ούτε το αξίωμα του, ούτε ο θυμός του θεού για την αρπαγή της, ούτε βέβαια η παράβαση κάποιου ηθικού κανόνα εκ μέρους των Αχαιών. Γνωρίζει ότι αυτά δε θα έπειθαν τα αρπακτικά να του την επιστρέψουν. Έρχεται λοιπόν με “αναρίθμητα λύτρα” (A 13 και 372) για να την εξαγοράσει. Αυτό είναι ένα σοβαρό επιχείρημα, το οποίο πείθει τις μάζες των Αχαιών. Μόλις είδαν τα πλούσια λύτρα, όπως ήταν αναμενόμενο, “όλοι οι Αχαιοί με επευφημίες και τον ιερέα αποφάσισαν να σεβαστούν και τα λαμπρά του λύτρα να δεχτούν” (Α 22-23).
Είπαμε ότι ήταν αναμενόμενο που δέχτηκαν με χαρά τα λύτρα, επειδή οι αρμάδες τους ήταν μία συνάθροιση μισθοφόρων, τυχοδιωκτών και πειρατών. Δεν ξεσπιτώθηκαν και δεν έκαναν ένα τόσο μακρινό ταξίδι στην Τροία τόσες χιλιάδες ανθρώπων για τη ψυχή της μάνας τους ή για το γόητρο ενός βασιλιά που του κλέψανε τη γυναίκα. Για τη λεία το έκαναν. Όταν αργότερα ο Αγαμέμνονας δει στο όνειρο του ένα θεϊκό σημάδι ότι θα κατακτήσει την Τροία, το κάνει γνωστό στους υπόλοιπους βασιλείς στη συνέλευση τους. Στη συνέλευση του στρατού όμως λέει ακριβώς το αντίθετο από αυτό που είχε δει στο όνειρο, ότι δηλαδή είναι γραφτό να μην πάρουν ποτέ την πόλη του Πριάμου. Τότε οι “τρανόψυχοι” και “ανδρείοι” Αχαιοί, πιστεύοντας τον, άρχισαν να αλαλάζουν και να τρέχουν προς τα καράβια για να τα ρίξουν στη θάλασσα και να γυρίσουν πίσω στις πατρίδες τους (Β 149-154)… Θα χρειαστούν οι παρεμβάσεις του Οδυσσέα και του Νέστορα για να μεταπειστούν. Ο πρώτος – μεταξύ άλλων- τους είπε ότι είναι ντροπή (“αισχρόν”) να λείπουν τόσο καιρό από τις πατρίδες τους και να γυρίσουν πίσω με άδεια χέρια (Β 298). Ο δεύτερος τους λέει να μη βιάζονται να γυρίσουν πίσω πριν πλαγιάσουν με τις γυναίκες των Τρώων (Β 354-355). Και οι δύο χρησιμοποιούν «απτά» επιχειρήματα για να τους δελεάσουν και να τους μεταπείσουν. Η απλή επίκληση του ηθικού τους χρέους μάλλον δε θα λειτουργούσε το ίδιο αποτελεσματικά…
Ο Αγαμέμνονας αρχικά αρνείται να επιστρέψει τη Χρυσηίδα στον πατέρα της. Μάλιστα τον απειλεί ότι η κόρη του θα γεράσει στο σπίτι του (σημειώνουμε ότι δε χρησιμοποιεί τη λέξη «ανάκτορο», αλλά τη λέξη «οίκος») πηγαινοερχόμενη από τον αργαλειό στο συζυγικό του κρεβάτι. Σε μια πρώτη ανάγνωση φαντάζει παράδοξο το γεγονός ότι αρνείται τα πλούσια λύτρα. Όμως, εάν τα δεχόταν, το γόητρο του και η μετοχή του στο χρηματιστήριο εξουσίας των Αχαιών θα έπεφταν κατακόρυφα. Αυτό μεσοπρόθεσμα θα ήταν πολύ πιο επιζήμιο γι’ αυτόν από ένα βραχυπρόθεσμο υλικό κέρδος. Ο Χρύσης ζητά από τον προϊστάμενό του Απόλλωνα να τιμωρήσει τους Αχαιούς. Αυτός τον εισακούει και στέλνει ένα λοιμό στο στρατόπεδο τους, ενώ παράλληλα αλλάζει τους όρους της συμφωνίας: Για να σταματήσει ο λοιμός, πρέπει ο Αγαμέμνονας να επιστρέψει τη Χρυσηίδα χωρίς να λάβει λύτρα. Έτσι, ο Αγαμέμνονας αναγκάζεται να το κάνει. Η θεϊκή παρέμβαση του αφαίρεσε το «γέρας» του και μαζί με αυτό την τιμή του. Για να την αποκαταστήσει, λοιπόν, θα απαιτήσει από τον Αχιλλέα να του δώσει το δικό του «γέρας», τη Βρισηίδα, γεγονός που προκαλεί την οργή (μῆνιν) του Αχιλλέα.
Οι Αχαιοί πληροφορούνται την αιτία του λοιμού από τον μάντη Κάλχα, ύστερα από μία συνέλευση που συγκάλεσε όχι ο αρχιστράτηγος Αγαμέμνονας, αλλά ο Αχιλλέας (Α 54, “ἀγορὴν δὲ καλέσσατο λαὸν Ἀχιλλεύς”). Το γεγονός ότι ο Αχιλλέας είχε το δικαίωμα να συγκαλεί συνελεύσεις καταδεικνύει αυτό που αναφέραμε πιο πριν: Δεν υπάρχει πια η απόλυτη εξουσία του μυκηναϊκού άνακτος, ούτε είναι σαφή τα πεδία και τα όρια εξουσίας των ομηρικών «βασιλέων». Αυτά συχνότατα είναι επικαλυπτόμενα, πολύ περισσότερο δε κατά τη διάρκεια μίας κοινής στρατιωτικής επιχείρησης στην οποία συμμετέχουν στρατοί από διαφορετικές επικράτειες, και ακόμα περισσότερο όταν τίθεται σε κίνδυνο το διακύβευμα της.
Γιατί όμως παίρνει αυτήν την πρωτοβουλία ο Αχιλλέας; Προφανώς επειδή ύστερα από εννέα μέρες λοιμού, αν αδρανούσαν κι άλλο, ο στρατός θα αφανιζόταν. Είναι σαφές πως τον ενδιαφέρει η εξέλιξη και το αποτέλεσμα του πολέμου. Αυτό που τον ανησυχεί είναι ότι αν δε σταματήσει ο λοιμός, θα αναγκαστούν να αποχωρήσουν με άδεια χέρια από την Τροία. Σε μια τέτοια περίπτωση, εκτός από την απώλεια των λαφύρων, η ζημία της τιμής των επικεφαλής των επιμέρους στρατευμάτων θα ήταν σημαντική. Δε θα ήταν αβάσιμη η υπόθεση ότι μετά από μία τέτοια εξέλιξη «θα έτριζε η καρέκλα τους». Αυτό, ίσως, τον ανησυχεί περισσότερο από τα χαμένα λάφυρα.
Ο Αγαμέμνονας, από την άλλη, θέλει και την πίτα γεμάτη και τον σκύλο χορτάτο. Δε θέλει να αφανισθεί ο στρατός από την επιδημία, αλλά και να μη θιγεί η τιμή του. Γι’ αυτό προτίθεται μεν να επιστρέψει τη Χρυσηίδα στον πατέρα της, υπό την προϋπόθεση όμως ότι η τιμή του θα μείνει ανέγγιχτη, λαμβάνοντας κάποιο άλλο εξίσου τιμητικό δώρο (Α 117-120). Τονίζει στον Αχιλλέα ότι αυτό το δώρο θα πρέπει να είναι “ἀντάξιον” εκείνου που είχε.
Δεν πρόκειται μόνο για μία στενόμυαλη, μπακαλίστικη λογική ενός συμφεροντολόγου ανθρώπου. Πρόκειται για την ποσοτικοποίηση της έννοιας της τιμής, όπως την περιγράψαμε πιο πάνω. Το ρητό «ό,τι δώσεις, αυτό θα πάρεις» που έχει φτάσει μέχρι τις μέρες μας, δεν είναι ένα απόφθεγμα βγαλμένο γενικά από τη ζωή. Προσδιορίζει τις εμπορευματικές (με την ευρεία και τη στενή έννοια της λέξης) σχέσεις στις κοινωνίες στις οποίες υπάρχουν σχέσεις κυριαρχίας. Χωρίς την ατομική ιδιοκτησία ως μέσο συσσώρευσης πλούτου και απόκτησης εξουσίας, αυτές οι σχέσεις δεν έχουν λόγο ύπαρξης, οπότε το ρητό χάνει το νόημα του. Η απονοηματοδότηση γίνεται λόγω της αλλαγής της φύσης των ανθρώπινων σχέσεων που θα προέκυπταν σε μία τέτοια κοινωνική συνθήκη. Από την εποχή του Ομήρου μέχρι σήμερα, μπορεί να έχει αλλάξει κάπως το νόημα της «τιμής», δεν έχει χάσει όμως τον εμπορευματικό της χαρακτήρα.
Ο Αγαμέμνονας κάνει σαφές ότι αν δεν του δώσουν με το καλό αυτό το αντάξιο τιμητικό δώρο που θεωρεί ότι του αναλογεί, θα το πάρει με τη βία, είτε από τον Αχιλλέα, είτε από τον Αίαντα, είτε από τον Οδυσσέα. Παρότι αρχικά δεν εστιάζει στον Αχιλλέα, αυτός εξεγείρεται και δηλώνει ότι θα πάρει τον στρατό και τα καράβια του και θα γυρίσει πίσω. Η επικείμενη αρπαγή της Βρισηίδας είναι ατιμωτική για τον Αχιλλέα, με την ηθική και υλική έννοια της λέξης όπως την περιγράψαμε πιο πριν. Αργότερα, όταν ο Αγαμέμνονας θα κάνει πράξη την απειλή του, ο Αχιλλέας θα παραπονεθεί στον Αίαντα ότι ο Αγαμέμνονας του φέρθηκε σαν έναν περιφρονημένο ξένο (“ἀτίμητον μετανάστην”) (Ι 648).Χρησιμοποιώντας ακριβώς την ίδια έκφραση, θα παραπονεθεί και στον Πάτροκλο για την αντιμετώπιση του από τον Αγαμέμνονα (Π 59). Φαίνεται λοιπόν ότι η τιμή δεν ήταν ίδια για όλους τους ανθρώπους. Υπήρχε μία τιμητική κλίμακα, στις κατώτερες βαθμίδες της οποίας τοποθετούνταν οι παρίες μιας κοινωνίας, οι πιο καταφρονεμένοι, οι μη ανήκοντες σε έναν «οίκο». Επίσης, η ιδιότητα του ξένου δεν ήταν προαπαιτούμενο για την απόδοση τιμών σε αυτόν.
Εκτός από την αφαίρεση του επάθλου του και συνεπώς και μεγάλου μέρους της τιμής του, καταλογίζει στον Αγαμέμνονα και κάποια άλλα που του τα είχε φυλαγμένα (Α 149-172). Τα εξετάζουμε σύντομα πιο κάτω, μαζί με τις αντιφάσεις από τις οποίες -κατά τη γνώμη μας- διέπονται.
Λέει ότι δεν του μπήκε ξαφνικά στο μυαλό η ιδέα να διασχίσει το Αιγαίο και πάει στην Τροία να πολεμήσει τους Τρώες, αφού αυτοί δεν του φταίνε σε τίποτα. Ούτε πήγαν στη Φθία να του κλέψουν τα κοπάδια, ούτε του προξένησαν κάποιο άλλο κακό. Λέει επίσης ότι συμμετέχει στον πόλεμο (μαζί με τους υπόλοιπους, αφού μιλά σε πρώτο πληθυντικό, εκπροσωπώντας τους αυθαίρετα) για να δώσει ευχαρίστηση στον Αγαμέμνονα και τον Μενέλαο “και για να πάρουμε όλοι ικανοποίηση” αποκαθιστώντας την τιμή του Μενελάου (Α 159).Αν δεχτούμε αυτόν τον ισχυρισμό ως αληθή, τότε συμπεραίνουμε ότι βάζει την ευχαρίστηση και την αποκατάσταση της τιμής ενός ανθρώπου, πάνω από τις ζωές χιλιάδων Τρώων που -όπως ο ίδιος παραδέχεται- δεν του έκαναν τίποτα, και πάνω από τις ζωές άλλων τόσων Αχαιών που θα χαθούν στον πόλεμο. Από τη στιγμή όμως που αποφάσισε να συμμετέχει σε ένα πόλεμο και μάλιστα ως επιτιθέμενος-εισβολέας, είναι τουλάχιστον αφελές να λέει κατά τη διάρκεια του («κατόπιν εορτής») ότι δεν του φταίνε σε τίποτα οι αμυνόμενοι. Να σημειώσουμε ότι ο ποιητής δε γνωρίζει τον μύθο που θέλει τον Αχιλλέα να είναι ένας έφηβος που για να μην πάει στον πόλεμο μεταμφιέστηκε σε κορίτσι και βρήκε καταφύγιο στην αυλή του βασιλιά της Σκύρου.
Ο ίδιος που λέει ότι η συμμετοχή του οφείλεται αποκλειστικά στον αλτρουισμό του, καυχιέται ότι λεηλάτησε 23 πόλεις στην Τρωάδα και στα νησιά, και επιπλέον παραπονιέται στον Αγαμέμνονα ότι στα λάφυρα ποτέ δεν έπαιρνε το ίδιο μερτικό με αυτόν, παρότι ήταν πρώτος στις μάχες. Επομένως, τον ενδιαφέρουν – και πολύ μάλιστα- τα λάφυρα και η μοιρασιά τους. Κι εδώ διακρίνουμε μία αντίφαση στα λεγόμενα του Αχιλλέα.
Πριν ακόμα ξεκινήσει η εκστρατεία, γνώριζε πολύ καλά ότι ο Αγαμέμνονας ήταν ο αρχιστράτηγος της, λόγω μεγαλύτερου στρατού και ισχύος. Το ότι είναι κανόνας ο αρχιστράτηγος, ο “βασιλεύτερος” να παίρνει το μεγαλύτερο μερίδιο στα λάφυρα, το γνώριζε εξίσου καλά, αφού αυτή η τακτική είχε ακολουθηθεί στις πολυάριθμες επιδρομές που είχαν πραγματοποιήσει οι Αχαιοί στην περιοχή της Τρωάδας και του Αιγαίου πριν από την πολιορκία της Τροίας. Εξάλλου, αυτή ήταν μία πάγια τακτική σε όλες τις επιδρομές και εκστρατείες, όπως προκύπτει από πάμπολλα παραδείγματα και αναφορές στα έπη (αναφέραμε μερικά πιο πριν). Τέλος, ο Όμηρος μας πληροφορεί ότι και αυτός την ίδια τακτική ακολουθούσε με το δικό του στράτευμα. Οπότε η καταγγελία του είναι έωλη, από όποια οπτική γωνία και να τη δει κανείς.
Με τη συνειδητή συμμετοχή του στην εκστρατεία, αποδέχεται και τους όρους της. Αν δεν τους αποδεχόταν, είχε την εναλλακτική να μην συμμετέχει σε αυτήν. Η όψιμη γκρίνια, μετά από χρόνια πολέμου και μετά από συμμετοχή σε πολλές επιδρομές με πλούσια λάφυρα, δεν έχει νόημα. Εκτός από τις αντιφάσεις, διακρίνουμε και μία αφέλεια στα λόγια που ο ποιητής βάζει στο στόμα του Αχιλλέα. Ο ισχυρισμός της συμμετοχής στον πόλεμο ενός τόσο μεγάλου εκστρατευτικού σώματος από τη Θεσσαλία για να ευχαριστήσει δύο βασιλείς της νότιας Πελοποννήσου, με τους οποίους δεν είχε ούτε συγγενική ούτε άλλη στενή σχέση, είναι τουλάχιστον αστείος. Η Caroline Alexander, στο βιβλίο της «Ο πόλεμος του Αχιλλέα» θέτει το ερώτημα “εφόσον ο Αχιλλέας και η οικογένεια του δεν έχουν προσωπικό συμφέρον από τον πόλεμο, γιατί λοιπόν βρίσκεται ο ίδιος και η μεγάλη στρατιά των Μυρμιδόνων στην Τροία;”. Αν αναζητούμε απαντήσεις στον ιστορικό πυρήνα του μύθου και όχι στο θελκτικό σε αυθαιρεσίες περίβλημα του, η μόνη πειστική απάντηση είναι ότι βρίσκεται εκεί για τον ίδιο λόγο που βρίσκονται και οι υπόλοιπες στρατιές: Για ένα μεγάλο πλιάτσικο.
Ο Νέστορας πήρε θέση σ’ αυτά που άκουσε από το στόμα του Αχιλλέα και δεν μπόρεσε να μην αντιδράσει. Του απάντησε λέγοντας το προφανές, ότι δηλαδή ο Αγαμέμνονας είναι “σκηπτοῦχος βασιλεύς” λόγω του ότι ορίζει περισσότερους άντρες από αυτόν, οπότε είναι ανώτερος του. Τον επέπληξε, επίσης, για τη συμπεριφορά του, λέγοντας του ότι επειδή δεν είναι ίσος με τον Αγαμέμνονα και συνεπώς δεν είναι σωστό να του επιτίθεται (Α 277-281). Η φωνή της βαθιάς συντήρησης και της καθεστηκυίας τάξης του υπενθύμισε ποιοι είναι οι κανόνες του «παιχνιδιού» στο οποίο ο ίδιος είχε επιλέξει να συμμετάσχει.
Τελικά, ο Αγαμέμνονας θα πάρει τη Βρισηίδα από τον Αχιλλέα. Πάντως, τόσο ο Αχιλλέας όσο και ο εξίσου δυσαρεστημένος – για άλλους λόγους- Θερσίτης, με τα λόγια τους στη συνέλευση δεν έθεσαν σε άμεση αμφισβήτηση ούτε τον τίτλο του αρχιστράτηγου που κατείχε ο Αγαμέμνονας, ούτε την εξουσία που πηγάζει από αυτόν. Ο Αχιλλέας, συγκεκριμένα, δε ζήτησε τον περιορισμό ή την παύση της εξουσίας του αρχιστράτηγου· απαίτησε εγωιστικά η εξουσία αυτή να προσαρμοστεί στα δικά του μέτρα του, και να μην καταπατηθεί η δική του τιμή. Από την άλλη, ο Αγαμέμνονας, κάνοντας χρήση της εξουσίας του, καταπάτησε την τιμή του Αχιλλέα προκειμένου να διασώσει τη δική του. Και ο Αγαμέμνονας και ο Αχιλλέας βάζουν το Εγώ τους και την τιμή τους πάνω από τις ζωές των Αχαιών που θα χαθούν λόγω της απόφασης του πρώτου να πάρει τη Βρισηίδα και του δεύτερου να αποσυρθεί από τη μάχη. Δε μας εκπλήσσει· το είπαμε και πριν: στον κόσμο των επών κυριαρχεί ο ατομοκεντρισμός.
Η μήνις
Ο Αχιλλέας αποσύρεται από τη μάχη και προστρέχει στη μεσολάβηση της ημίθεας μαμάς του, παρακαλώντας τη να ζητήσει από τον Δία να βοηθήσει τους Τρώες να σκοτώσουν όλους τους Αχαιούς, για να πάρει το μάθημα του ο Αγαμέμνονας, που “διόλου δεν εκτίμησε των Αχαιών τον άριστο” (Α 412). Με άλλα λόγια, ζητά τον αφανισμό όλου του στρατεύματος (φανταζόμαστε εκτός των Μυρμιδόνων, αφού χωρίς αυτούς θα έχανε τη δύναμη του), επειδή ο αρχηγός του δεν εκτίμησε την «αριστεία» του. Βλέπουμε εδώ, καθαρά, σε ποια ακραία επίπεδα μπορεί να φτάσει κάποιος για την επιβεβαίωση της «αριστείας» του. Πόσο «ηρωικό» μπορεί να είναι αυτό;
Μετά την αποχώρηση του Αχιλλέα, οι Τρώες, με την παρέμβαση του Δία, απέκτησαν προβάδισμα στον πόλεμο, φέρνοντας τους Αχαιούς σε δυσχερή θέση. Ο Αγαμέμνονας συγκάλεσε συμβούλιο και σε αυτό πρότεινε να φύγουν για την “πατρίδα γαῖαν” (I 27). Με την παρέμβαση του Νέστορα, αποφασίζεται να επιχειρηθεί η αποκατάσταση της τιμής του Αχιλλέα με πλούσια δώρα, μήπως και εξευμενιστεί, επιστρέψει στον πόλεμο και αλλάξουν οι ισορροπίες στο πεδίο της μάχης. Ανάμεσα στα δώρα που του προσφέρουν περιλαμβάνεται η Βρισηίδα, επτά πανέμορφες γυναίκες από τη Λέσβο, και όποια από τις τρεις κόρες του Αγαμέμνονα διαλέξει ο Αχιλλέας για το χαρέμι του. Πόσο «ηρωικό» είναι αυτό το δουλεμπόριο ανθρώπων;
Αυτή ήταν η μοίρα που επιφύλασσαν στις γυναίκες οι τότε ισχυροί. Εμείς, θεωρούμε ότι αυτό το στοιχείο μπορεί και πρέπει να ερμηνευθεί και να αξιολογηθεί, προκειμένου να βγουν τα ανάλογα ιστορικά συμπεράσματα για την εποχή εκείνη, για την κυρίαρχη αντίληψη και ιδεολογία μέσα στις κοινωνίες, και για τη διαχρονική εξέλιξη της αντίληψης αυτής. Αν κάποιοι θεωρούν ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί ή δεν πρέπει να γίνεται, επειδή απλά “έτσι ήταν τότε τα πράγματα”, ή επειδή “δεν μπορούμε ή δεν πρέπει αν κρίνουμε το τότε με τα δεδομένα του σήμερα”, τότε, για να είναι συνεπείς με τα λεγόμενα τους, δε θα πρέπει να αξιολογούνται θετικά οι πρωταγωνιστές της Ιλιάδας, ούτε να αποκαλούνται ήρωες, ούτε να προτάσσεται το «ηρωικό ιδεώδες» τους ως πρότυπο. Το αντίθετο θα ήταν διγλωσσία και υποκρισία εκ μέρους τους.
Ξενίζει το γεγονός ότι σήμερα ανάμεσα σε αυτούς που υποβαθμίζουν την αντιμετώπιση των γυναικών από την πατριαρχική ομηρική κοινωνία υπάρχουν και πολλές γυναίκες. Μετά από αυτή τη σύντομη παρένθεση, ας επανέλθουμε στο θέμα μας.
Οι Αχαιοί «βασιλείς» επιλέγουν την «πρεσβεία» που θα πάει να βρει τον Αχιλλέα, μεταφέροντας του την προσφορά του Αγαμέμνονα για να επιστρέψει στη μάχη. Αυτός καλωσορίζει τα μέλη της εγκάρδια, με την προσφώνηση “φίλτατοι ἄνδρες”. Στην παράκληση όμως που λίγες μέρες πριν είχε κάνει στον Δία να αφανίσει όλους τους Αχαιούς, δεν εξαιρέθηκαν οι “Ἀχαιῶν φίλτατοί” όπως τους αποκαλεί τώρα και μάλιστα δύο φορές… Η παράκληση του δεν μπορεί να εκληφθεί ως αποτέλεσμα ενός πρόσκαιρου θυμού, αφού είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που του πήραν τη Βρισηίδα. Παρότι είχε χρόνο να το ξανασκεφτεί και να ανακαλέσει την απόφαση του και την παράκληση θανάτου, δεν το έκανε. Έβαλε συνειδητά την τιμή του πάνω από τις ζωές των άλλων. Από την άλλη, οι “φίλτατοι ἄνδρες”, αλλά και οι υπόλοιποι «βασιλείς», δεν αντέδρασαν όταν ο Αγαμέμνονας του πήρε τη Βρισηίδα, επειδή δε θίχτηκε η δική τους τιμή, και έκριναν ότι δεν τίθεντο σε κίνδυνο τα δικά τους συμφέροντα. Έχουμε να κάνουμε δηλαδή ξεκάθαρα με μία σύμπραξη – και τώρα πια ανοιχτή αντιπαράθεση- δύο απολύτως ατομικών συμφερόντων.
Η αντίφαση που αναφέραμε πιο πάνω, μεταξύ της ευγενικής προσφώνησης, από τη μία, και των πράξεων του, από την άλλη, ενισχύεται από τα λόγια του Νέστορα στον Πάτροκλο, όταν αργότερα ο Αχιλλέας θα τον στείλει στο στρατόπεδο των Αχαιών για να ρωτήσει ποιος ήταν ο πληγωμένος στρατιώτης που πέρασε από μπροστά του σε ένα άρμα, επιστρέφοντας από τη μάχη. Ο Νέστορας του απαντά ως εξής: “Γιατί τάχα ο Αχιλλέας κόπτεται για τους γιους των Αχαιών που’ ναι με βέλη πληγωμένοι; Ούτε το βάζει ο νους του πόσο κακό έχει πέσει στον στρατό… Μα ο Αχιλλέας, παρ’ όλο που είναι αντρειωμένος, δε νοιάζεται τους Δαναούς, ούτε τους λυπάται. Γιατί καρτεράει να καούν τα καράβια των Αργείων με ολέθρια φωτιά κι εμείς αράδα να σφαζόμαστε” (Λ 655-665). Κατόπιν του εξιστορεί παλιά δικά του «κατορθώματα» (επιδρομές, λεηλασίες, σκοτωμούς, αρπαγές, κλπ), αντιπαραβάλλοντας τη νιότη του με τη στάση του Αχιλλέα: “Τέτοιο παλικάρι ήμουνα, αν κάποτε ήμουν παλικάρι. Όμως τον Αχιλλέα θωρώ να χαίρεται την παλικαριά του μόνος. Πικρά θα κλάψει ωστόσο αργότερα, σαν όλοι εμείς χαθούμε.”
Ο Αχιλλέας αρνείται την προσφορά του Αγαμέμνονα. Ανάμεσα στα άλλα πολλά που λέει, εξιστορεί πώς στο παρελθόν λεηλάτησε πόλεις πολλές, αλλά τη μερίδα του λέοντος στα λάφυρα την έπαιρνε πάντα ο Αγαμέμνονας. Τώρα όμως που θίχτηκε το δικό του συμφέρον, κατακρίνει τον τρόπο με τον οποίον γινόταν πάντα η μοιρασιά των λαφύρων, και θεωρεί ότι είναι άδικο να έχουν μετά θάνατον τις ίδιες τιμές όλοι οι νεκροί, που όσο ήταν ζωντανοί, κάποιοι ήταν δειλοί και κάποιοι ανδρείοι, κάποιοι πολυπράγμονες και κάποιοι ανεπρόκοποι (317-320). Δεν περιμένουμε από ένα κείμενο – και μάλιστα ποιητικό- της εποχής αυτής να κάνει μία ανάλυση ή αποδόμηση τέτοιων πρακτικών. Αναφέρουμε, όμως, το χωρίο αυτό για να καταδείξουμε το μέγεθος της ματαιοδοξίας των ισχυρών της εποχής, μέσα από τα λόγια του Αχιλλέα. Έχουν βαθιά ριζωμένη μέσα τους τη ματαιοδοξία της υστεροφημίας. Δε ζουν μόνο για να συσσωρεύσουν πλούτη, και για το τι θα πουν οι άλλοι γι’ αυτούς όσο ζούνε, αλλά και για το τι θα πουν οι επόμενες γενιές γι’ αυτούς μετά τον θάνατο τους.
Σε κάποιο σημείο, ο ποιητής, μέσω του Αχιλλέα, μας δίνει ένα μάθημα για την αγάπη. Απευθυνόμενος στον Οδυσσέα, λέει ότι όπως οι άξιοι και σώφρονες άντρες αγαπούν και νοιάζονται το ταίρι τους, έτσι κι αυτός αγάπησε τη Βρισηίδα, κι ας ήταν σκλάβα του. Αμέσως μετά (Α 344) την αποκαλεί “γέρας” (έπαθλο, τρόπαιο)…Με άλλα λόγια, κάποιος μπορεί ναφέρεται σε μία γυναίκα ως σκλάβα του, να τη θεωρεί τρόπαιο του, μέρος της «τιμής» του, και παράλληλα να την αγαπά. Περίεργος αυτός ο ορισμός της αγάπης αλλά όχι άγνωστος σε μας. Η αλλόκοτη και εγωπαθής αυτή άποψη δεν απέχει πολύ από τη σημερινή πολύ διαδεδομένη αντίληψη περί αγάπης. Πόσοι από τους άντρες που απατούν, δε σέβονται, προσβάλλουν, υποτιμούν ή κακοποιούν τις γυναίκες τους, υποστηρίζουν ότι τις αγαπούν; Να σημειώσουμε ότι ο Αχιλλέας, εκτός από τη Βρισηίδα, είχε και άλλες παλλακίδες. Μία από αυτές είναι η Διομήδη “με τα ωραία μάγουλα”. Την άρπαξε από την οικογένεια όταν άλωσε την πόλη της Λέσβου (Ι 664-665). Ο ποιητής δε διευκρινίζει αν την αγαπούσε κι αυτήν όπως αγαπούσε τη Βρισηίδα…
Αμέσως μετά λέει στον Οδυσσέα ότι αν αξιώσουν οι θεοί να γυρίσει στην πατρίδα του, θα του βρει ο πατέρας του γυναίκα που να του ταιριάζει (Α 393). Διευκρινίζει ότι δε θα είναι όποια κι όποια. Θα επιλέξει μία από τις αρχοντοκόρες που θα του προτείνει ο πατέρας του, μία από τις “κόρες αρίστων που κυβερνούνε πόλεις”. Σιγά μην ήταν μία κοινή θνητή, μία σκλάβα… Όταν λέει ότι θα επιλέξει, κυριολεκτεί. Η γνώμη της γυναίκας δε μετρούσε· αυτή ήταν ήταν ένα αντικείμενο, ο δέκτης αυτού που ο ποιητής, μέσω του Αχιλλέα, ονομάζει «αγάπη».
Ας κάνουμε μία παρένθεση και ας σκεφτούμε ποια θα μπορούσε να ήταν η γνώμη της Βρισηίδας για τον ισχυρισμό του Αχιλλέα ότι την αγαπούσε, παρότι ήταν σκλάβα του; H Βρισηίδα του μυθιστορήματος της Pat Baker διηγείται τις σκέψεις της που πέρασαν από το μυαλό της όταν είδε τον Πρίαμο να φιλά τα χέρια του Αχιλλέα (βλ. λεπτομέρειες πιο κάτω στο κείμενο μας): “Αντηχούσαν ακόμα στο μυαλό μου τα λόγια του… Κάνω αυτό που κανένας άντρας δεν έχει ξανακάνει, φιλώ τα χέρια του ανθρώπου που σκότωσε τον γιο μου. Τα λόγια αντήχησαν μέσα μου, καθώς στεκόμουν μέσα στην αποθήκη, ανάμεσα στα λεηλατημένα πλούτη από τις πόλεις που ο Αχιλλέας είχε παραδώσει στις φλόγες. Σκέφτηκα: Κι εγώ κάνω αυτό που έχουν αναγκαστεί να κάνουν αμέτρητες γυναίκες πριν από μένα. Ανοίγω τα πόδια μου στον άντρα που σκότωσε τον άντρα μου και τους αδελφούς μου”. Στο τέλος του μυθιστορήματος συλλογιέται τι θα σκέφτονται οι άνθρωποι στο μέλλον για την ιστορία της: “Τι θα σκέφτονται για εμάς οι άνθρωποι που θα ζουν σ’ εκείνους τους ασύλληπτα μακρινούς καιρούς; Ένα πράγμα ξέρω σίγουρα: Δε θα θέλουν να ακούσουν για τη βάρβαρη πραγματικότητα του πολέμου και της σκλαβιάς. Δε θα θέλουν να ακούνε ιστορίες για το πώς σφάχτηκαν οι άντρες και τα αγόρια, πως έγιναν δούλες οι γυναίκες και τα κορίτσια. Δε θα θέλουν να ξέρουν πως είναι να ζεις σε ένα στρατόπεδο όπου ο βιασμός έχει τον πρώτο λόγο. Όχι, θα προτιμήσουν κάτι πιο ήπιο. Μια ερωτική ιστορία ίσως; Ελπίζω να καταφέρουν μονάχα να ανακαλύψουν ποιοι ήταν οι εραστές.”…
Ας ξαναγυρίσουμε στη συνάντηση του Αχιλλέα με τους εκπροσώπους των Αχαιών. Ο Αχιλλέας έχει δύο επιλογές, όπως τις αναλύει ο ίδιος (Ι 412-416): “Αν μείνω εδώ να πολιορκώ την πόλη των Τρώων, χάθηκε για μένα ο γυρισμός, όμως το κλέος μου θα είναι αθάνατο· όμως αν γυρίσω στο σπίτι μου και στην αγαπημένη πατρική γη, χάθηκε το κλέος μου, θα ζήσω χρόνια πολλά κι ο θάνατος θα αργήσει να με βρει”. Αυτό το δίλημμα παρουσιάζεται ως ο πυρήνας του αποκαλούμενου «ηρωικού ιδεώδους» εδώ και ενάμιση αιώνα. Ο αποκαλούμενος «ήρωας» (στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Αχιλλέας) επιλέγει μία σύντομη αλλά «δοξασμένη» ζωή από μία μακροημέρευση χωρίς δόξα (κλέος).
Σε τι συνίσταται όμως αυτή η «δόξα» και γιατί ονομάζεται «ηρωική»; Και σε τελική ανάλυση, τι ακριβώς σημαίνει «ήρωας»; Αν και σε προηγούμενα κεφάλαια κάναμε μία νύξη στο θέμα, εδώ θα απαντήσουμε πιο άμεσα. Αν εξειδικεύσουμε το θέμα, θα βρούμε ευκολότερα την απάντηση στα ερωτήματα αυτά. Αντίθετα, αν αοριστολογήσουμε, χρησιμοποιώντας εύηχα κλισέ και μιλώντας γενικόλογα για «ηρωικά ιδεώδη», δε θα καταφέρουμε να εισέλθουμε στην ουσία του.
Το κλέος του Αχιλλέα είναι συνυφασμένο με την ηθική, τις αξίες και εν γένει την ιδεολογία της πατριαρχικής άρχουσας τάξης της εποχής του, στην οποία άλλωστε ανήκει. Οφείλει να λεηλατήσει, να κατακτήσει και καταστρέψει όσες πιο πολλές πόλεις μπορεί, να αφαιρέσει όσες πιο πολλές ζωές γίνεται και να υποδουλώσει όσους και όσες περισσότερες είναι δυνατόν, προκειμένου να εδραιώσει την εξουσία του ανάμεσα στους υπόλοιπους «βασιλείς» και φυσικά πάνω στους υποτελείς του. Αυτές οι αγριότητες θα εξωραϊστούν, θα τραγουδηθούν και θα εγκωμιαστούν από τους αοιδούς, εξασφαλίζοντας την αναγνώριση της δύναμης του από τους όμοιους του και τους υποτελείς του όσο είναι εν ζωή, και την υστεροφημία από τους μεταγενέστερους του μετά θάνατον. Η υστεροφημία είναι μία ανθρώπινη ματαιοδοξία, αλλά επίσης συνεισφέρει στη διαιώνιση του καθεστώτος της βίας, της εκμετάλλευσης και της βαρβαρότητας.
Το λεγόμενο -ευφημιστικά και καταχρηστικά- «ηρωικό ιδεώδες» αφορούσε αρχικά σε μία κοινωνική τάξη μιας συγκεκριμένης εποχής. Χρησιμοποιήθηκε όμως και σε μεταγενέστερες εποχές (π.χ. στον λεγόμενο Μεσαίωνα) από τους βάρδους – τους αντίστοιχους αοιδούς της εποχής του Ομήρου- για τους ίδιους ακριβώς λόγους: Για την εξύμνηση ανάλογων «κατορθωμάτων» και την ηρωοποίηση των αρχόντων της εποχής τους. Η ίδια φάμπρικα ηρωοποίησης χρησιμοποιείται στη σύγχρονη εποχή από έναν άλλο μηχανισμό αναπαραγωγής της ιδεολογίας της καθεστηκυίας τάξης: την Εκπαίδευση. Σε αυτήν, όμως, ο τρόπος που γίνεται η ηρωοποίηση είναι κάπως διαφορετικός: τα ομηρικά έπη έχουν προσαρμοστεί στις ανάγκες της σύγχρονης Κυριαρχίας και στα μηνύματα που αυτή επιδιώκει να περάσει στους σύγχρονους υποτελείς. Όπως και στην ομηρική εποχή, έτσι και σήμερα, τα μηνύματα αυτά δεν είναι καθόλου αθώα και ουδέτερα, όπως άλλωστε και οι αποστολείς τους.
Η άρνηση του Αχιλλέα να φύγει για τη Φθία είναι μία επικύρωση της επιλογής της σύντομης αλλά «δοξασμένης» ζωής. Γιατί, όμως, αν μείνει στην Τροία, η ζωή του θα είναι σύντομη; Ο Αχιλλέας γνωρίζει εκ των προτέρων ότι σύντομα θα έρθει το τέλος του, αν επιλέξει αυτόν τον δρόμο. Ο Όμηρος έχει προϊδεάσει τους ακροατές-αναγνώστες του για το τέλος του ήρωα του, πολύ πιο πριν αυτός το ομολογήσει με άμεσο τρόπο. Αν δεχτούμε, όμως, ότι η ζωή του «ήρωα» είναι για να είναι δοξασμένη πρέπει να είναι σύντομη, τότε οι Αχαιοί «βασιλείς» που επιβίωσαν του πολέμου, επέστρεψαν στις πατρίδες τους και μακροημέρευσαν, δεν είναι ήρωες; Ή μήπως είναι λιγότερο ήρωες από τους άλλους;
Μία κρίσιμη καμπή στην πλοκή της Ιλιάδας είναι η υπόδειξη του Νέστορα να στείλει ο Αχιλλέας τον Πάτροκλο ως επικεφαλής των Μυρμιδόνων στη μάχη, στην περίπτωση που επιμείνει στην άρνηση του (Λ 796-801). Ο Αχιλλέας δέχεται, αλλά κάνει υποδείξεις στον φίλο του για τον τρόπο που θα πρέπει να πολεμήσει. Τον συμβουλεύει να αποκρούσει τους Τρώες, να γλιτώσει τα καράβια από τα φλογισμένα τους βέλη και μετά να εγκαταλείψει τους Αχαιούς να πολεμούν μόνοι τους: “και μοναχούς τους άλλους άφησε να πολεμούν στον κάμπο” (Π 96). Μέσα στον εγωιστικό του οίστρο εύχεται να σκοτωθούν όλοι οι υπόλοιποι Αχαιοί και αυτός με τον Πάτροκλο να αλώσουν την Τροία (Π 96-100). Όχι μόνο να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα, όχι μόνο να ψοφήσει και ο γείτονας, αλλά να πάρω και το σπίτι του… Είναι φανερό πια πως δεν τον ενδιαφέρει η έκβαση του πολέμου, παρά μόνο η τιμή του. Επίσης, δεχόμενος την πρόταση του Νέστορα, θέτει σε κίνδυνο και τη ζωή του φίλου του, του Πάτροκλου. Πόσο «ηρωικό» είναι αυτό;
Ο Πάτροκλος, λοιπόν, είναι αναλώσιμος. Θα θυσιαστεί από τον Όμηρο στον βωμό της εξέλιξης της Ιλιάδας. Η θανάτωση του από τον Έκτορα είναι ίσως το πιο κρίσιμο σημείο στην εξέλιξη της, αφού σηματοδοτεί την αρχή του τέλους των δύο πιο εμβληματικών της προσώπων, αλλά και του ίδιου του έπους. Λίγο πριν ξεψυχήσει ο Πάτροκλος, θα προαναγγείλει το τέλος του Έκτορα, λέγοντας του: “Και άκουσε ακόμα τι θα πω και βάλε το στον νου σου· λίγες είναι οι μέρες σου· τι κι αν η Μοίρα η παντοδύναμη κι ο Χάρος σε παραστέκουν, γραφτό σου είναι να πέσεις από το χέρι του ξακουστού Αχιλλέα” (Π 851-854).
Η αρχή του τέλους
Ο Όμηρος προανήγγειλε το τέλος του Αχιλλέα και με τη φωνή του ίδιου του ήρωα του. Απευθυνόμενος στους Μυρμιδόνες, τους είπε: “γιατί ούτε εγώ θα επιστρέψω στην πατρίδα μου να με υποδεχθεί ο γέρο αρματηλάτης Πηλέας στο σπίτι του, ούτε η Θέτις η μητέρα μου, αλλά εδώ η γη θα με κρατήσει”. (Σ 330-333).
Το τέλος του προαναγγέλθηκε και από τη μητέρα του τη Θέτιδα. Όταν ο Αχιλλέας της είπε ότι δε θα ησυχάσει αν δε σκοτώσει τον Έκτορα, εκείνη του απάντησε ότι οι μέρες του είναι μετρημένες, επειδή μετά τον Έκτορα ήταν η δική του σειρά να πάει στον Άδη (Σ 95-96). Ο Αχιλλέας της απάντησε ότι αν το είχε γραφτό η μοίρα του να πεθάνει, πριν γίνει αυτό θα ήθελε να πάρει δόξα τρανή (“κλέος ἐσθλὸν”) και να κάνει τις γυναίκες των Τρώων να πονέσουν, θρηνώντας νεκρούς (Σ 120-125). Για ακόμη μία φορά βάζει την υστεροφημία του πάνω από τη ζωή του. Εκτός όμως από αυτό, τώρα θέλει να σκορπίσει τον όλεθρο και στους εχθρούς του, εκτός από τους Αχαιούς. Ο θάνατος του Πατρόκλου τού έχει ξυπνήσει μέσα του όλα τα άγρια φονικά του ένστικτα. Δύο φορές γίνεται αναφορά στα δώδεκα “Τρώων ἀγλαὰ τέκνα” που θα αποκεφαλίσει και θα ρίξει στη νεκρική πυρά του Πάτροκλου (Σ 336-337 και Ψ 22-23). Η εκδίκηση για τον θάνατο του Πατρόκλου, όμως, θα έχει αντίτιμο την ίδια του τη ζωή.
Αν ο Αγαμέμνονας απέδωσε την πράξη του να πάρει από τον Αχιλλέα τη Βρισηίδα στη θεόσταλτη “Ἄτην” που του θόλωσε το μυαλό (T 86-91), ο Αχιλλέας αποδίδει τη ξέφρενη οργή του στον χαμό του φίλου του, που του “φρένιασε τα σωθικά”. Η συναισθηματική κατάσταση του ομηρικού ανθρώπου καθορίζεται από εξωτερικούς παράγοντες. Αυτοί προέρχονται από τους θεούς και είναι ανεξέλεγκτοι· ο άνθρωπος είναι έρμαιο τους.
Αρματωμένος με τη νέα του πανοπλία φτιαγμένη από τον θεό Ήφαιστο, ο Αχιλλέας ξεχύνεται στο Τρωικό πεδίο και κατασπαράζει τους Τρώες. Σκοτώνει τον έναν μετά τον άλλον, σαν τη “φωτιά που μανιάζει σύφλογη μες στα βαθιά φαράγγια” (Υ 490).Το άρμα του βάφεται με το αίμα των νεκρών, και τα άλογα του ποδοπατούν τα πτώματα των Τρώων στον ξέφρενο καλπασμό τους. Καταδιωκόμενοι οι Τρώες από τον σεληνιασμένο Αχιλλέα, ρίχνονται στον ποταμό Σκάμανδρο για να γλιτώσουν τη μανία του. Τότε πέφτει κι αυτός στο ποτάμι, και συνεχίζει να τους σκοτώνει σα δαιμονισμένος. Αφανίζει όλους όσους είχαν βρει καταφύγιο στην κοίτη του, εκτός από δώδεκα αγόρια που τα έπιασε αιχμάλωτα με σκοπό να τα ρίξει αργότερα στην πυρά του Πατρόκλου. Τα παρέδωσε στους Μυρμιδόνες καιμετά “χίμηξε μανιασμένος (“μενεαίνων”) να συνεχίζει να σφάζει” (Φ 33). Και ανθρωποθυσίες έχει το μενού του «ηρωικού ιδεώδους»…
Ο γιος του Πριάμου Λυκάονας τον εκλιπαρεί να του χαρίσει τη ζωή. Αυτός όμως είναι ανένδοτος. Του απαντά ότι αυτά τα έκανε πριν από τον θάνατο του Πατρόκλου, όταν έπιανε αιχμαλώτους και τους πουλούσε σα σκλάβους. Αφού τον σκοτώνει με τη λόγχη του, ρίχνει το πτώμα του στο ποτάμι και σε μία στιγμή ακραίας βαρβαρότητας, απευθυνόμενος στον νεκρό του λέει ότι δε θα τον κλάψει κανείς, ούτε καν η μάνα του, αφού το κουφάρι του θα το ξεβράσει ο Σκάμανδρος στη θάλασσα και θα το φάνε τα ψάρια (Φ 120-127). Κατόπιν φοβερίζει τους Τρώες, απειλώντας τους με κακό θάνατο (“ὀλέεσθε κακὸν μόρον”) (Φ 133).
Μέχρι και ο ποταμός Σκάμανδρος δεν άντεξε τόση αγριότητα. Σαστισμένος διαμαρτύρεται στον Αχιλλέα για την «ὕβριν» που αυτός διαπράττει: “H δύναμη σου είναι ασύγκριτη, μα και στην αγριάδα περνάς κάθε άλλον άνθρωπο, τι οι αθάνατοι σε παραστέκουν πάντα. Τους Τρώες ο γιος του Κρόνου αν σου ‘δωκε να τους χαλάσεις όλους, στον κάμπο μακριά μου διώξε τους και σκότωνε όσους θέλεις· τι με κουφάρια το πανέμορφό μου ξεχειλίζει ρέμα, κι ουδέ μπορώ στην άγια θάλασσα να χύσω τα νερά μου· με φράζουν οι νεκροί· μα ανήμερος εσύ σκοτώνεις συνέχεια. Σταμάτα πια, τρανέ πολέμαρχε, γιατί έχω πια σαστίσει (Φ 214-221).Καθώς ο Αχιλλέας όμως συνεχίζει ακάθεκτος, ο Σκάμανδρος φουσκώνει, παρασύρει τους νεκρούς Τρώες στη θάλασσα και κρύβει τους ζωντανούς μέσα στους στροβίλους του. Ξαφνικά, τα ορμητικά του νερά στρέφονται προς τον Αχιλλέα, αναγκάζοντας τον να βγει έντρομος στη στεριά και να ζητήσει την παρέμβαση των θεών για να γλιτώσει από την εκδίκηση των δυνάμεων της φύσης. Τούτη τη δύσκολη στιγμή αυτό που τον ενδιαφέρει, όπως παραδέχεται ο ίδιος, είναι ο επικείμενος ατιμωτικός του θάνατος. Λέει ότι δε θέλει να πεθάνει “σαν τον νεαρό και άπειρο χοιροβοσκό που τον παρέσυρε το ρέμα”, αλλά σαν άριστος και τρανός από το χέρι ενός άλλου άριστου και τρανού: “Κάλλιο να με είχε σκοτώσει ο Έκτορας, ο άριστος των Τρώων. Έτσι τρανός θα ήταν αυτός που σκότωσε, τρανός κι ο σκοτωμένος” (Φ 279-280).
Την ίδια ώρα, στο στρατόπεδο των Τρώων ο Έκτορας έχει πάρει την απόφαση του. Η γυναίκα του και οι γονείς του προσπάθησαν να τον πείσουν να μη βγει έξω από τα τείχη για να αναμετρηθεί με τον Αχιλλέα, αλλά να παραμείνει εντός των τειχών με τον υπόλοιπο στρατό. Πρώτα του μίλησαν με τη φωνή της λογικής: Με την επιλογή που του προτείνουν υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες να αντιμετωπίσουν επιτυχώς την πολιορκία της Τροίας από τους Αχαιούς. Κατέφυγαν και στο συναίσθημα για να τον πείσουν: O Πρίαμος του λέει ότι όταν πάρουν την Τροία οι Αχαιοί, θα τον σκοτώσουν και θα ρίξουν το πτώμα του στα ίδια του τα σκυλιά. Η Εκάβη του λέει ότι θα κάνουν το ίδιο και με το δικό του άψυχο κορμί. Η Ανδρομάχη του λέει ότι θα καταλήξει σκλάβα κάποιου Αχαιού βασιλιά. Ακόμα και το επιχείρημα της αύξησης της τιμής του Αχιλλέα και της στέρησης της δικιάς του επιστρατεύεται από τον Πρίαμο: “μη δώσεις στον Πηλείδη δόξα τρανή, ενώ εσύ θα στερηθείς τη γλυκιά ζωή” (Χ 57-58).
Τίποτα δεν είναι ικανό να τον πείσει. Νιώθει τύψεις που έβγαλε τον στρατό έξω από την πόλη και τον έδωσε βορά στον Αχιλλέα. Παράλληλα φοβάται ότι θα τον κατακρίνει δημόσια ο Πολυδάμας, ο οποίος τον είχε συμβουλέψει να μην το κάνει, αυτός όμως δεν τον άκουσε και εξαιτίας του χάθηκαν πολλές ζωές. Ντρέπεται, επίσης, τους συγγενείς των νεκρών. Φοβάται ότι κάποιος απ’ αυτούς θα του καταλογίσει ότι πίστεψε υπερβολικά στη δύναμη του και ρήμαξε τον στρατό. Από την άλλη, φοβάται ότι αν δε βγει έξω από τα τείχη να αντιμετωπίσει τον Αχιλλέα, οι Τρώες θα τον κατηγορήσουν για δειλία. Όλες αυτές οι σκέψεις και οι ενοχές τού έχουν θολώσει το μυαλό. Του περνάει από το μυαλό και η σκέψη του συμβιβασμού (να παραδοθεί η Ελένη και ένα μέρος του πλούτου της πόλης στους Αχαιούς) για να λήξει ο πόλεμος, αλλά γρήγορα την απορρίπτει.
Ξέρει ότι με τον θάνατο του θα αποδυναμωθεί σημαντικά η άμυνα της πόλης του και η πλάστιγγα θα γείρει προς το μέρος του εχθρού. Η πιο συνετή και συμφέρουσα για την πατρίδα του κίνηση θα ήταν να μη βγει να αντιμετωπίσει τον Αχιλλέα σε μονομαχία. Αυτός όμως θα επιλέξει να τον αντιμετωπίσει ένας προς έναν. Θέλει να εξιλεωθεί στα μάτια των Τρώων. Αν τον σκοτώσει, θα δοξαστεί σαν ήρωας. Αν πάλι σκοτωθεί, θα έχει φύγει από τη ζωή δοξασμένος. Βάζει λοιπόν το ατομικό του συμφέρον πάνω από το συλλογικό. Παίρνει την απόφαση του με κριτήριο το δικό του «κλέος», όχι με βάση το συμφέρον της πόλης του. Αυτός, που έλεγε στον Πολυδάμαντα “εἷς οἰωνὸς ἄριστος ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης” (M 243), τώρα βάζει πάνω από το συμφέρον της πατρίδας του την ατομική του δόξα και υστεροφημία, καταδικάζοντας την πατρίδα του στον χαμό.
Ο Έκτορας δε δέχεται την προφητεία του μελλοθάνατου Πατρόκλου ότι θα πέσει νεκρός από το χέρι του Αχιλλέα. Αυτή του η στάση χρησιμοποιείται από τον ποιητή έτσι ώστε να συνεχίσει να ενεργεί ο ήρωας του πιστεύοντας ότι υπάρχει πιθανότητα να επιζήσει και η πόλη του να μην καταστραφεί. Αν ο Έκτορας αποδεχόταν την προφητεία του Πατρόκλου, από εκείνο το σημείο και μετά θα ενεργούσε σα να μην υπάρχει αύριο, σαν να ήταν προδιαγεγραμμένο το μέλλον του. Έτσι θα ακυρωνόταν το δίλημμα που αναφέραμε παραπάνω και θα αποδυναμωνόταν η εν γένει παρουσία του στο έπος.
Η προσήλωση του Έκτορα σε αυτόν τον απόλυτα ατομιστικό κώδικα τιμής τον φέρνει κοντά – αν δεν τον ταυτίζει- στη στάση ζωής του Αχιλλέα. Ο Έκτορας και ο Αχιλλέας είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Οι δύο αυτοί χαρακτήρες αποτελούν την πιο ακραία εκδοχή αυτού του κώδικα, γι’ αυτό άλλωστε ο ποιητής τους προβάλλει ως πρωταγωνιστές. Ο κώδικας αυτός είναι το ιδεολογικό θεμέλιο και ο κινητήριος μηχανισμός του έπους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση συνδέει τους δύο αντιπάλους στη μάχη. Η φαινομενική διαφορά τους έγκειται στο ότι αν η μοίρα του Αχιλλέα είναι προδιαγεγραμμένη, θεωρητικά ο ομηρικός Έκτορας εμφανίζεται να έχει επιλογές. Ουσιαστικά όμως δεν έχει επιλογές. Θα ήταν άτοπο να επέλεγε να παραμείνει εντός των τειχών και η πλοκή του έπους να συνέχιζε με απλές πολεμικές αντιπαραθέσεις μεταξύ των δύο στρατών. Κάτι τέτοιο δε θα εξύψωνε το άτομο, θα ήταν ασύμβατο με τον ατομοκεντρικό χαρακτήρα του έπους και τον κώδικα ηθικής των ισχυρών, επομένως δε θα ήταν καθόλου αρεστό στην πελατεία του ποιητή. Εκτός αυτού, θα ήταν και κοινότοπο (ως βαρετό) για το ακροατήριο του.
Ο Όμηρος παρακολουθεί τη μονομαχία μεταξύ του Έκτορα και του Αχιλλέα – αλλά και όλον τον πόλεμο- από την πλευρά των Αχαιών. Παρομοιάζει τον Αχιλλέα με γεράκι που επιτίθεται σε περιστέρι (Χ 139-140) ή με σκυλί που κυνηγάει ελάφι (Χ 189). Ο Έκτορας υπόσχεται στον αντίπαλο του ότι αν τον σκοτώσει, θα του αφαιρέσει τα όπλα και την πανοπλία (αφαιρώντας του έτσι τα σύμβολα της τιμής του και κερδίζοντας αυτός τιμή από αυτά), θα παραδώσει όμως το νεκρό κορμί του στους Αχαιούς. Τον προτρέπει να σεβαστεί αυτόν τον αξιακό κώδικα και να δεσμευτεί ότι θα κάνει και αυτός το ίδιο. Ο Αχιλλέας απαντά με αυθάδεια και αλαζονεία ότι δεν πρόκειται να το κάνει, προαναγγέλλοντας την «ὕβρι» που θα ακολουθήσει. Μάλιστα αιτιολογεί την παράβαση αυτού του άγραφου νόμου με δύο παρομοιώσεις: “δε δίνουν όρκους πιστούς οι άνθρωποι με τα λιοντάρια, ούτε λύκοι και αρνιά γίνεται ποτέ να ομογνωμήσουν, μόνο μίσος ακατάλυτο έχουν ανάμεσα τους” (Χ 263-264). Εδώ δεν είναι μόνο ο χαμός του Πατρόκλου που τον κάνει να περνάει τα όρια. Δεν είναι το θυμικό, αλλά η λογική αυτή που μιλάει. Είναι η λογική του ξέφρενου ανταγωνισμού, η οποία έχει ξεπεράσει τα όρια του «ο θάνατος σου, η ζωή μου». Εδώ πια αγγίζει τα όρια του κανιβαλισμού. Και τα χειρότερα δεν έχουν έρθει ακόμα…
Ο Αχιλλέας ορμάει πάω στον Έκτορα, και “θυμὸν ἀγρίου” γέμισαν τα σωθικά του (Χ 312-313). Τον απειλεί ότι θα τον κατασπαράξει και θα φάει ωμές τις σάρκες του (Χ 346). Μετά τον απειλεί ότι τα σκυλιά και τα όρνια θα κατασπαράξουν το νεκρό κορμί του (Χ 354). Σύντομα θα καταφέρει να τον ρίξει νεκρό.
Η μεγαλύτερη «ὕβρις»
Η μεγαλύτερη «ὕβρις» διαπράχτηκε μετά τον θάνατο του Έκτορα. Αφού ο Αχιλλέας τον έριξε νεκρό, πλησίασαν οι Αχαιοί στο νεκρό του κορμί, και βρίζοντας και προσβάλλοντας το, καθώς περνούσαν από δίπλα του, του έδιναν και μία με τη λόγχη τους, κατατρυπώντας το. Σα να μην έφτανε αυτή η σκύλευση, ο Αχιλλέας στη συνέχεια προέβη σε μία ακόμα μεγαλύτερη απρέπεια. O ίδιος ο Όμηρος την περιγράφει με τις λέξεις “ἀεικέα ἔργα” (ανάρμοστες πράξεις) (Χ 395). Τρύπησε τα πόδια του νεκρού στις φτέρνες και στους αστραγάλους, πέρασε λουριά βοδιού μέσα από τις τρύπες, και τον έδεσε στο άρμα του, αφήνοντας το κεφάλι του να σέρνεται στο χώμα.
Η σκύλευση που ακολούθησε αποτελεί μία από τις πιο άγριες και απάνθρωπες σκηνές στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Παραθέτουμε την περιγραφή της από τον Όμηρο:“Και τότε ανέβηκε στο άρμα του, αφού πρώτα φόρτωσε τα φημισμένα όπλα, και χτύπησε με το μαστίγιο τα άλογα που με προθυμία έφυγαν πετώντας. Κι ενώ σερνόταν εκείνος, ανέβαινε ο κουρνιαχτός· τα μαύρα του μαλλιά ολόγυρα σκορπούσαν· το κεφάλι του βούλιαζε στον βούρκο. Αυτό το κεφάλι που πριν ήταν τόσο όμορφο μα ήταν θέλημα του Δία να το ντροπιάσουν άπρεπα εχθροί στο γονικό του χώμα. Έτσι μες στη σκόνη το κεφάλι του σερνόταν ολόκληρο, κι η μάνα σαν είδε το παιδί της τραβούσε τα μαλλιά της· πέταξε από πάνω της την όμορφη της σκούφια και άρχισε με σπαρακτική φωνή να κλαίει” (Χ 399-407).
Δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψει κανείς τα συναισθήματα που γεννιούνται σε κάποιον άνθρωπο που φαντάζεται την εικόνα αυτή μέσα από τους στίχους της Ιλιάδας. Αποτροπιασμός, φρίκη, οργή, είναι μερικά από αυτά που νιώθει γι’ αυτήν την ανείπωτη βαρβαρότητα όποιος έχει έστω και λίγη ανθρωπιά. Κανένα ελαφρυντικό δεν μπορεί να εφευρεθεί για να δικαιολογήσει ή να υποβαθμίσει αυτή την αγριότητα, είτε αυτό είναι η επίκληση της άτης, της σύγχυσης δηλαδή, του θολώματος του μυαλού που προκαλούσαν οι θεοί στους ανθρώπους, είτε κάποιος άλλος εξωτερικός παράγοντας. Η στάση του Αχιλλέα δεν είναι απλά μία παράβαση των αρχών που οριοθετούν τον σεβασμό των ζωντανών προς τους νεκρούς (στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, αλλά και σε άλλους αρχαίους πολιτισμούς). Είναι η ενσάρκωση της πιο ζοφερής όψης της ανθρώπινης ψυχής.
Ακόμα και οι θεοί λυπήθηκαν το νεκρό κορμί του νεκρού Έκτορα να κακοποιείται με αυτόν τον βάρβαρο τρόπο. Κάποιοι από αυτούς προέτρεψαν τον Ερμή να το κλέψει και να το παραδώσει στους δικούς του στην Τροία. Μερικοί από τους θεούς θα διαφωνήσουν με το σχέδιο αυτό. Τότε ο Απόλλωνας παίρνει τον λόγο και τους επιπλήττει. Αναφερόμενος στον Αχιλλέα, τον αποκαλεί άθλιο, και ότι “μέσα στα σωθικά του δεν έχει λογική, ούτε πνεύμα πράο έχει μέσα του, μόνο φαίνεται άγριος σαν το λιοντάρι που δυνατό, ακράτητο ορμάει στα ανθρώπινα κοπάδια την πείνα του να χορτάσει. Έτσι κι από του Αχιλλέα τη ψυχή χάθηκε το έλεος και η αιδώς, που τους θνητούς πότε ωφελεί και πότε ζημιώνει… Μα βέβαια αυτό που κάνει ούτε πρέπον είναι, ούτε γι’ αυτόν συμφέρον… γιατί μαινόμενος όπως είναι προσβάλλει άψυχο χώμα”
Στο εγχειρίδιο του Υπουργείου Παιδείας για τη διδασκαλία της Ιλιάδας από τους καθηγητές των Γυμνασίων, η ραψωδία Χ ονομάζεται αριστεία του Αχιλλέα. Στους «διδακτικούς στόχους» της ενότητας απουσιάζουν σχόλια και συμπεράσματα από τη σκηνή της σκύλευσης του πτώματος του Έκτορα, από καθώς και από τα λεγόμενα του Απόλλωνα. Η περιγραφή της σκηνής της σκύλευσης γίνεται με τον πλέον λακωνικό τρόπο σε δύο αράδες. Επισημαίνεται, επίσης, στους καθηγητές ότι η ηθογράφηση του Αχιλλέα και του Έκτορα θα πρέπει να γίνει με βάση τα στοιχεία της συγκεκριμένης ενότητας. Με άλλα λόγια τους υπενθυμίζεται ότι θα πρέπει να διδάσκουν στα παιδιά αυτό που τους υπαγορεύει η Εξουσία.
Στην ενότητα αυτή το εγχειρίδιο αναφέρεται αόριστα και σχεδόν μονολεκτικά στη στάση του Αχιλλέα: “ο λόγος και η στάση του χαρακτηρίζονται από υπερβολική σκληρότητα”. Δίνονται ένα σωρό αναλυτικές οδηγίες σχετικές με παρομοιώσεις, μεταφορές, αισθητικά και ιδεολογικά στοιχεία, επίπεδα προβολής θεμάτων, προοικονομίες, παράλληλες αφηγηματικές κλίμακες και προρρήσεις, όμως απουσιάζει προκλητικά οποιαδήποτε κριτική ή ανάλυση αυτής της κορυφαίας σκηνής του έπους. Τα ίδια και χειρότερα παρατηρήσαμε στα διάφορα φιλολογικά και φιλολογίζοντα blogs που επισκεφτήκαμε. Σε αυτά οι φιλόλογοι και φιλολογίζοντες καθηγητές που τα διαχειρίζονται, ακολουθώντας πιστά τις κατευθυντήριες γραμμές των προϊσταμένων τους, είτε δε θίγουν καθόλου το θέμα, είτε χρησιμοποιούν την έκφραση “υπερβολική σκληρότητα” του εγχειριδίου, είτε μπουρδουκλώνουν τα πράγματα με τις γνωστές σάλτσες και κοινοτοπίες που διέπουν τον δασκαλίστικο- καθηγητικό ξύλινο λόγο στη χώρα αυτή εδώ και δεκαετίες.
Θα μπορούσε κάποιος να αντικρούσει αυτές μας τις επισημάνσεις, υποστηρίζοντας ότι στα σχολεία και στα blogs αυτά οι καημένοι οι εκπαιδευτικοί περιορίζονται στη διδασκαλία της Ιλιάδας μέσα στα πλαίσια που τους ορίζουν οι από πάνω από αυτούς. Αν στα πεδία αυτά είναι υποχρεωμένοι να αναπαράγουν την κυρίαρχη ιδεολογία, τότε γιατί δεν έχουν φτιάξει –ατομικά ή συλλογικά- κάποια ιστοσελίδα που να αναδεικνύει την άλλη πλευρά των πραγμάτων, πέρα από την εθνικιστική-εθνοκεντρική άποψη της αστικής σκέψης; Ο λόγος είναι απλός. Με ελαχιστότατες εξαιρέσεις, έχουν αφομοιώσει τα κυρίαρχα ιδεολογήματα, οπότε η φωνή της Εξουσίας βγαίνει και από μέσα τους. Μεταφέρουν στα παιδιά τις εθνοκεντρικές θεωρίες, με μοντέρνο, νεωτεριστικό περίβλημα. Άλλοι απλά δεν τη ψάχνουν και πολύ και αναμασούν και αναπαράγουν αυτούσια τα εθνοκεντρικά ιδεολογήματα, έχοντας μόνο τους μέλημα «ο μισθός να πέφτει».
Τα ίδια ισχύουν και για τη συντριπτική πλειοψηφία των βιβλίων που πραγματεύονται το θέμα αυτό. Οι λιγοστές εξαιρέσεις δεν προέρχονται από Έλληνες συγγραφείς. Τα ίδια ισχύουν βέβαια και για τους καθηγητές των πανεπιστημιακών σχολών θεωρητικής κατεύθυνσης. Η διαφορά τους με τους προηγούμενους είναι ότι ο μισθός τους είναι πιο παχυλός, τα διάφορα «extra» και προνόμια τους είναι περισσότερα, η αυθεντία τους είναι περισσότερο καθαγιασμένη (ακόμα…) και η βιτρίνα τους είναι πιο λουσάτη. Ο ρόλος τους είναι πάνω κάτω ο ίδιος. Όλοι αυτοί “οι δάσκαλοι της νεολαίας γδαρτάδες” είναι μέρος ενός σάπιου κόσμου που αργοπεθαίνει και συμπαρασύρει ό,τι βρει μπροστά του στη μακάβρια πορεία του. Ευτυχώς που απαξιώνονται ολοένα και περισσότερο, και “κόβουν στα μέτρα τους τούς μαθητάδες” ολοένα και λιγότερο. Για παράδειγμα, πριν από μερικά χρόνια, στα πλαίσια μίας δράσης, μια πρωτοβουλία μαθητών μοίρασε ένα κείμενο με τίτλο «Όσο περισσότερο θα μας κλέβουν τη ζωή, τόσο θα μας ταΐζουνε με έθνος και φυλή».
Αναρωτιόμαστε αν όλοι αυτοί οι θιασώτες του εθνοκεντρισμού θα σχολίαζαν τη σκηνή της σκύλευσης του νεκρού Έκτορα με τον ίδιο τρόπο, ή αν θα την αγνοούσαν, εάν ήταν ο Έκτορας στη θέση του Αχιλλέα και ο Αχιλλέας στη θέση του Έκτορα. Αναρωτιόμαστε επίσης αν θα ήταν εξίσου φειδωλοί στα σχόλια τους, εάν κάποιος βεβήλωνε με τον ίδιο τρόπο το πτώμα του δικού τους παιδιού. Αν σε κάποιο από τα δύο αυτά ερωτήματα η απάντηση είναι αρνητική, τότε τι είναι αυτό που τους κάνει να έχουν τη στάση που έχουν;
Προσπερνούν με ελαφρότητα ή υποβαθμίζουν τις απίστευτες αγριότητες του Αχιλλέα, γιατί βαθιά μέσα στο ασυνείδητο τους ο Αχιλλέας είναι «δικός μας». Ενσαρκώνει το άσπιλο «ηρωικό ιδεώδες» του αρρωστημένου τους φαντασιακού. Είναι Αχαιός, άρα Έλληνας, μας λέει ο εθνοκεντρισμός, επομένως πρόγονος μας, επομένως είναι μέρος του παρελθόντος μας. πρότυπο ανδρείας και «ήρωας». Άρα, τα θετικά του στοιχεία τα μεγαλοποιούμε και βαυκαλιζόμαστε ταυτιζόμενοι με αυτά, και τα αρνητικά του τα αγνοούμε, τα υποβαθμίζουμε ή τα κρύβουμε κάτω από το χαλί, γιατί το παρελθόν μας δεν μπορεί παρά να είναι ένδοξο.
Με μία πρώτη ανάγνωση, η διάκριση μεταξύ των «δικών μας» και των «άλλων» φαντάζει αθώα. Έχει όμως μερικά συνεπακόλουθα που δεν είναι καθόλου αθώα. Μαζί της γίνεται μία προβολή υπεροχής ενός τεχνητού συλλογικού «Εγώ», ως αρχαιότερο, ενδοξότερο και ανώτερο από τα υπόλοιπα (ρατσισμός), και καταστολής ή εξοβελισμού των «άλλων» ως κατώτερων, μη ένδοξων και λιγότερο αρχαίων, άρα ανάξιων να συνυπάρξουν με αυτό ισότιμα (φασισμός). Ο νεοέλληνας, λοιπόν, μέσω της σύγχρονης μυθοπλασίας, ταυτίζεται με τον (κάθε) Αχιλλέα που του προβάλλεται ως πρόγονος, «ήρωας» και φορέας ενός ανώτερου πολιτισμού με εξίσου ανώτερες αξίες και ιδανικά, που πολεμά με ανδρεία τους «άλλους», τους κατώτερους. Από το σημείο της εσωτερίκευσης αυτού του αφηγήματος, μέχρι την αποδοχή του εξοβελισμού με κάθε μέσο των «άλλων», η απόσταση είναι μηδαμινή. Ο ρατσισμός και ο φασισμός είναι τα δίδυμα αδέλφια του εθνικισμού.
Ο ελληνικός εθνικισμός-εθνοκεντρισμός φτάνει και σε πιο ακραίες φαιδρότητες από αυτήν του «ηρωικού ιδεώδους», κυνηγώντας χίμαιρες, όπως η μεταφυσική φενάκη της ιστορικής συνέχειας. Οι τεράστιες πέτρες που έριχναν οι Αχαιοί στους Τρώες στις αναμεταξύ τους συγκρούσεις, ταυτίζονται με αυτές που έριχναν οι Έλληνες (το πόσο Έλληνες ήτανε είναι μία άλλη, πονεμένη ιστορία) το 1821 στους Οθωμανούς, και ανακαλύπτουμε σε αυτήν την πράξη την… «ιστορική συνέχεια της φυλής». Τι κι αν στην παγκόσμια ιστορία πολέμων υπάρχουν άπειρα ανάλογα παραδείγματα ρίψης λίθων από σχεδόν όλους τους λαούς του κόσμου στους εχθρούς τους, με σκοπό να τους τρέψουν σε φυγή; Ομοίως, οι πολεμικές κραυγές των Αχαιών κατά τη διάρκεια των μαχών, ταυτίζονται με την κραυγή “αέρα!” των Ελλήνων στρατιωτών στο αλβανικό μέτωπο το 1940, λες και μόνο αυτοί έκαναν κάτι τέτοιο στην παγκόσμια ιστορία. Το γεγονός της επιλεκτικής ταύτισης είναι ενδεικτικό των σκοπών τους. Όμως, στην επιλεκτική αυτή ταύτιση υπάρχει ένα ακόμη πρόβλημα. Τις ίδιες κραυγές έβγαζαν και οι Τρώες όταν επιτίθενται στους Αχαιούς… Ο εθνικισμός προσπερνά και αυτό το εμπόδιο, ισχυριζόμενος ότι ο Όμηρος που κάνει την περιγραφή ήταν Έλληνας…
Αυτός ο ανόητος (α-νοητός, εδώ: αυτός που δε χρησιμοποιεί και δεν απευθύνεται στον νου) τρόπος σκέψης, είναι ίδιον κάθε εθνικισμού και φυλετισμού. Παράλληλα, είναι κατάλοιπο του τρόπου σκέψης των ανθρώπων των φυλετικά οργανωμένων κοινωνιών, και συνάμα σοβαρή ένδειξη ότι ένα μεγάλο μέρος του λεγόμενου σύγχρονου κόσμου δεν έχει περάσει ακόμα στην πολιτική φάση οργάνωσης και στον ανάλογο με αυτήν τρόπο σκέψης. Σύμφωνα με αυτόν, το τι είναι πρέπον και χρήσιμο για μία κοινωνία κρίνεται με ορθολογικά κριτήρια (που απευθύνονται στον νου), ανεπηρέαστα από την ένταξη σε μορφώματα όπως το έθνος, η φυλή, η φατρία ή το γένος. Στο ανώτερο δε επίπεδο του, η κρίση μένει ανεπηρέαστη και από ατομικά ή εξουσιαστικά κριτήρια και εστιάζει πρώτιστα στο συλλογικό. Απ’ ότι φαίνεται, πολλοί δεν έχουν ξεπεράσει ακόμα ούτε το πρώτο επίπεδο, οπότε αυτό το τελευταίο φαντάζει ακόμα πιο μακρινό.
Αν την αποτρόπαια βεβήλωση του πτώματος του Έκτορα από τον Αχιλλέα, οι ελληναράδες τη σχολιάζουν απλά ως μία “υπερβολική σκληρότητα”, τότε οι ίδιοι θα πρέπει να αποδεχτούν και τις ανάλογες απάνθρωπες βεβηλώσεις των πτωμάτων και των κρανίων των Ελλήνων στρατιωτών και αμάχων από τους Τούρκους στη Μικρά Ασία το 1922, με τον ίδιο τρόπο, απλά ως μία “υπερβολική σκληρότητα”. Εκεί, όμως, το υποκείμενο που τις διαπράττει βρίσκεται την άλλη πλευρά της τεχνητής γραμμής που διαχωρίζει τους «δικούς μας» από τους «άλλους», οπότε δεν ισχύουν τα ίδια μέτρα και τα ίδια σταθμά για τη (μη) κρίση των πράξεων του και για την εν γένει αντιμετώπιση του…
Το τέλος
Η βεβήλωση του νεκρού Έκτορα δε θα φέρει στον Αχιλλέα τη λύτρωση που επιζητεί. Το σκηνικό αλλάζει όταν ο Πρίαμος βρήκε το θάρρος να βγει από τα τείχη και να φτάσει μέχρι το στρατόπεδο των Αχαιών για να ζητήσει το κορμί του νεκρού γιού του από τον δολοφόνο και σκυλευτή του. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων ο νεκρός έπρεπε να ταφεί για να πάει η ψυχή του στον Άδη. Επίσης, ο νεκρός δικαιούταν να έχει ένα τάφο, στον οποίο να τον μνημονεύουν και να τον τιμούν όσοι μεταγενέστεροι του έκριναν σκόπιμο να το κάνουν. Μη παραδίδοντας το κορμί του Έκτορα στους δικούς του, ο Αχιλλέας έρχεται σε σύγκρουση με αυτές τις θεμελιώδεις αντιλήψεις και δοξασίες, παραβαίνει πανάρχαιους άγραφους νόμους και ενσαρκώνει την «ὕβρι» σε μία από τις πιο αποτρόπαιες και ακραίες της εκδοχές.
Αφού διοχέτευσε όλο του το μένος πάνω στον Έκτορα (ζωντανό και νεκρό), ο Αχιλλέας ηρέμησε κάπως και συναντήθηκε με τον Πρίαμο. Ο Πρίαμος φιλά τα “φοβερά ανδροφόνα χέρια (“χεῖρας δεινὰς ἀνδροφόνους”) που είχαν σκοτώσει τον γιο του, αλλά και πολλούς ακόμα, όπως παρατηρεί ο Όμηρος (Ω 478-479). Ο Αχιλλέας της συνάντησης με τον Πρίαμο είναι διαφορετικός από αυτόν που είδαμε ως τώρα. Αναγνωρίζει τη ματαιότητα του παγερού θρήνου (“κρυεροῖο γόοιο”, Ω 524), αποδέχεται τον πόνο ως αναπόφευκτο, λόγω της θεϊκής του προέλευσης, φιλοξενεί τον (εχθρό του) Πρίαμο, φροντίζει το κορμί του Έκτορα πριν το παραδώσει στον πατέρα του και υπόσχεται να τηρήσει την ανακωχή όσο θα κρατήσουν οι νεκρικές τιμές. Βέβαια η φροντίδα του νεκρού γίνεται ιδιωτικά και έρχεται μετά τη δημόσια βεβήλωση του. Γι’ αυτό και δε συμμεριζόμαστε την οδηγία του κρατικού εγχειριδίου για ηθογράφηση του Αχιλλέα ως “κορυφαίο ήρωα των Αχαιών, με τα στοιχεία της ευγένειας, ανωτερότητας, ανθρωπιάς, ηθικού μεγαλείου, κτλ”. Ούτε με την επιφανειακή διαπίστωση ότι αυτό το επεισόδιο “δρα εξυψωτικά για τον Αχιλλέα και οδηγεί στην «ηθική του αποκατάσταση»” θα συμφωνήσουμε. Κατανοούμε τις σκοπιμότητες της οδηγίας, αλλά επειδή εμείς είμαστε απαλλαγμένοι από σκοπιμότητες, συλλογιόμαστε ελεύθερα ότι δεν μπορούν να ακυρωθούν και να διαγραφούν τα στοιχεία της προηγούμενης στάσης του. Αναφερόμαστε σε ολόκληρο το έπος και όχι μόνο στην “απάνθρωπη και σκληρή μεταχείριση του νεκρού Έκτορα”, για την οποία, παρεμπιπτόντως, από το εγχειρίδιο δε δίνεται καμία οδηγία ερμηνείας και ηθογράφησης.
Το επεισόδιο της συνάντησης Πρίαμου-Αχιλλέα αποτελεί μία σύντομη ανάπαυλα ειρήνης και έναν ακόμη πιο σύντομο στοχασμό γι’ αυτήν. Σε αυτό αφήνεται να εννοηθεί ότι ο πόλεμος θα συνεχιστεί, και μαζί με αυτόν τα βάσανα των ανθρώπων. Αυτή τη συνθήκη ο Όμηρος τη θεωρεί αναπόφευκτη, αφού στον μύθο των δύο πίθων βάζει τον Αχιλλέα να αποδίδει τις συμφορές των θνητών στη θεϊκή βούληση (Ω 525-533). Δε διευκρινίζει με ποια κριτήρια οι θεοί δίνουν σε κάποιους χαρές και σε κάποιους άλλους λύπες, κάνοντας μας αυτό το μάθημα μοιρολατρίας με το στόμα του Αχιλλέα. Η συνέχιση του πολέμου, μετά το τέλος της αφήγησης στο έπος, είναι αναμενόμενη, επειδή σε αυτόν αναδεικνύονται οι «αρετές» των «ηρώων» του ποιητή, προς τέρψιν του ακροατηρίου του και προς εκπλήρωση των σκοπών του. Στον πυρήνα τους οι σκοποί αυτοί δε διαφέρουν πολύ από τους σκοπούς των μεταγενέστερων κυρίαρχων, από τα αρχαία χρόνια μέχρι τη σημερινή εποχή. Τα μέσα που χρησιμοποιούνται διαχρονικά για την επίτευξη τους διαφέρουν.
Αυτά που μας παρουσιάζονται μέχρι σήμερα ως πρότυπα ηθικής και δήθεν ανώτερα ιδανικά του “κόσμου των επών”, είναι τα πρότυπα και η ηθική της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων της ομηρικής εποχής, και γι’ αυτό δεν είναι καθόλου ουδέτερα. Είναι μία από τις πολλές επικαλύψεις-περιτυλίγματα ενός κουτιού, το περιεχόμενο του οποίου είναι βουτηγμένο στο αίμα, όπως άλλωστε και ολόκληρη η Ιλιάδα. Όσοι το επιθυμούν, μπορούν να αρκεστούν στην εικόνα του εξωτερικού περιτυλίγματος και να μην ανοίξουν το κουτί. Αργά ή γρήγορα, κάποιοι από περιέργεια θα το ανοίξουν, θα εστιάσουν στο εσωτερικό του και θα αρχίσουν τη συζήτηση γι’ αυτό που είδαν. Μπορεί κάποιοι να δουν στοιχεία που κάποιοι άλλοι δεν έχουμε δει, ή να τα δουν από διαφορετική οπτική γωνία και να τα ερμηνεύσουν με διαφορετικό τρόπο. Αφού όμως βρίσκονται στον πυρήνα της πραγματικότητας, δεν μπορεί παρά να είναι ουσιαστικά και χρήσιμα γι’ αυτή τη συζήτηση, μακριά από τις σκοπιμότητες, τις ανιαρές κοινοτοπίες και τους ξεπερασμένους ακαδημαϊσμούς της αστικής σκέψης. Αν κάπου η συζήτηση και η ανάλυση φτάσουν μέχρι τη σύνθεση, το θέμα θα αποκτήσει άλλο ενδιαφέρον και ίσως τότε προσεγγίσουμε έναν άλλο Αχιλλέα, μια άλλη Ιλιάδα, μια άλλη ιστορία
“Το τέλος
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ βεβήλωση του νεκρού Έκτορα δε θα φέρει στον Αχιλλέα τη λύτρωση που επιζητεί. Το σκηνικό αλλάζει όταν ο Πρίαμος βρήκε το θάρρος να βγει από τα τείχη και να φτάσει μέχρι το στρατόπεδο των Αχαιών για να ζητήσει το κορμί του νεκρού γιού του από τον δολοφόνο και σκυλευτή του.”
Για να καταλάβουμε καλλίτερα, ο πατέρας του δολοφόνου Έκτορα ο οποίος δολοφόνησε και σκύλεψε τον Πάτροκλο, ο οποίος φορώντας την πανοπλία του Αχιλλέα πήγε να δολοφονήσει τους δολοφόνους Τρώες οι οποίοι είχαν στριμώξει και δολοφονούσαν κοντά στα πλοία τους δολοφόνους Έλληνες.
Οι συντάξαντες το άρθρο ανακάλυψαν κάτι πρωτοφανές…ένα πεδίο έξω από τα τοίχοι της Τροίας, όπου οι δολοφονίες και οι σκυλεύσεις, εκατέρωθεν, λαμβάναν χώρα επί δέκα έτη και μάλιστα με την συμμετοχή των Θεών!!!
Αχιλλέας “Δολοφόνος και σκυλευτής” ! Στοχευμένες λέξεις για το τέλος δίκην πορίσματος…
Μου θυμίζει κάποιους άλλους χαρακτηρισμούς για τον Αλέξανδρο θαυμαστή του Αχιλλέα ως
Δολοφόνο των λαών…ίδια μήτρα.
Δικιο εχεις και ειναι και ενας λόγος που ανεβαζω τετοια κειμενα-οχι μονο ως μια αλλη αποψη,αλλα κυριως για να δω αντιδράσεις...
ΑπάντησηΔιαγραφή--αυτα τα προβλήματα προκύπτουν οταν οι συντάκτες εχουν συγκεκριμένη οπτική[που προερχεται απο πολιτικη τοποθέτηση]και οταν προσπαθουν καποιοι να κρινουν καταστασεις με ορους του σημερα...
ΓΑΝΥΜΉΔΗΣ...!
ΑπάντησηΔιαγραφήΡΕ ΤΗΝ ΛΕΒΕΝΤΟΓΕΝΝΑ
ΣΠΗΛΙΆ 'ΙΔΑΙΟΝ ΆΝΤΡΟΝ...
Ο ΔΙΑΣ🤡💩👹👠
ΈΤΣΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΊΑ?