Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2024

ΟΜΗΡΙΚΟΣ ΑΧΙΛΛΕΑΣ,ΟΜΗΡΙΚΗ ΕΠΟΧΗ,ΟΜΗΡΙΚΟΙ ΒΑΣΙΛΕΙΣ........ΜΕΡΟΣ Α

 

΄ΜΕΡΟΣ Α΄

Ένας από τους πιο γνωστούς χαρακτήρες της παγκόσμιας λογοτεχνίας είναι αυτός του Αχιλλέα. Ο βασικός του κορμός προέρχεται από τα ομηρικά έπη· κυρίως από την Ιλιάδα. Στη συντριπτική πλειοψηφία των βιβλίων ή άρθρων που πραγματεύονται τα ομηρικά έπη, αναπαράγονται τα ιδεολογήματα της αστικής «διανόησης» πάνω στο θέμα των αποκαλούμενων ομηρικών «ηρώων». Σε συζητήσεις μεταξύ αυτών που συμμετείχαμε στη συγγραφή του κειμένου αυτού, αλλά και με άλλους ανθρώπους, διαπιστώσαμε ότι υπάρχει μία δυσαναλογία μεταξύ του μεγάλου αριθμού αυτών που δε συμφωνούν με αυτά τα ιδεολογήματα και των ελάχιστων δημοσιεύσεων στα οποία εκφράζεται μία διαφορετική άποψη για το θέμα αυτό. Δε φιλοδοξούμε, φυσικά, να καλύψουμε το κενό αυτό εδώ· απλά αναφέρουμε αυτή μας τη διαπίστωση για να οριοθετήσουμε τα πλαίσια στα οποία κινείται το κείμενο που διαβάζετε.Εκτιμούμε ότι η μελέτη των χαρακτηριστικών του ομηρικού Αχιλλέα και όσων αυτός εκπροσωπεί θα είναι πιο εποικοδομητική, αν έχει προηγηθεί αυτής μία εξέταση της εποχής στην οποία τοποθετείται και του τρόπου με τον οποίο διαμορφώθηκαν τα χαρακτηριστικά της. Έτσι λοιπόν, πριν προσεγγίσουμε το ειδικό θέμα του ομηρικού Αχιλλέα, παραθέτουμε συνοπτικά ένα γενικό ιστορικό πλαίσιο της μετάβασης από τη μυκηναϊκή στην ομηρική εποχή, καθώς και μερικά στοιχεία γι’ αυτήν την τελευταία και για τον χαρακτήρα των επών. Για λόγους οικονομίας χώρου, στα κεφάλαια αυτά πολλές διαπιστώσεις αποδίδονται με συμπερασματικό τρόπο ή συνοδεύονται από μία πολύ συνοπτική αιτιολόγηση. Ο αναγνώστης θα διαπιστώσει ότι μερικές από αυτές αποκλίνουν από τις απόψεις που αναπαράγονται από τους καθεστωτικούς θεσμούς. Σε κάποια σημεία του κειμένου θα βρει μερικές ενδεικτικές αναφορές ή παραπομπές σε συγγράμματα στα οποία γίνεται μία εκτενέστερη τεκμηρίωση τους. Αν κάποιος τις κρίνει ανεπαρκείς ή ενδιαφέρεται για περαιτέρω μελέτη ή συζήτηση πάνω σε κάποιο από τα θέματα που θίγονται επιγραμματικά στα κεφάλαια αυτά, μπορούμε να του προτείνουμε επιπλέον βιβλιογραφία ή (και) να στηρίξουμε με πιο αναλυτικό τρόπο τα συμπεράσματα που παρουσιάζονται συνοπτικά στα αυτα


Σύντομο ιστορικό πλαίσιο του τέλους της μυκηναϊκής εποχής

Το βασικό θέμα και η πλοκή της Ιλιάδας είναι βασισμένα στον Τρωικό Πόλεμο, ένα ιστορικό γεγονός που σύμφωνα με τα ως τώρα αρχαιολογικά στοιχεία πρέπει να έγινε προς το τέλος της λεγόμενης μυκηναϊκής εποχής, γύρω στα τέλη του 13ου αιώνα π.Χ. Ο πόλεμος αυτός ήταν η τελευταία από μία σειρά στρατιωτικών επιχειρήσεων που διεξήγαγε στην ανατολική Μεσόγειο η πολεμοχαρής άρχουσα τάξη του λεγόμενου μυκηναϊκού πολιτισμού, μετά την εδραίωση της κυριαρχίας της στον ελλαδικό χώρο γύρω στον 18ο π.Χ.

Λίγες δεκαετίες μετά τον πόλεμο αυτό θα επέλθει η κατάρρευση του μυκηναϊκού πολιτισμού, με την καταστροφή των περισσοτέρων οχυρωμένων ανακτορικών του κέντρων. Οι καταστροφές τους δεν έγιναν ταυτόχρονα, και ως εκ τούτου δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιου φυσικού φαινομένου, ούτε ήταν μία αλληλουχία τυχαίων γεγονότων. Ήταν σκόπιμες και προμελετημένες. Το πιθανότερο είναι να ήταν το αποτέλεσμα μιας σειράς εξεγέρσεων ταξικού ή και τοπικού χαρακτήρα, με σκοπό τη βίαιη ανατροπή του καθεστώτος της κυρίαρχης κοινωνικής ελίτ και την οριστική εξαφάνιση της από τον χάρτη.

Το κέντρο της επικράτειας και η βάση των πολεμικών επιχειρήσεων της «μυκηναϊκής» άρχουσας τάξης τοποθετείται στη γεωγραφική περιοχή της κεντρικής και νότιας ηπειρωτικής Ελλάδας και των νησιών του Αιγαίου και του Ιονίου. Οι εξεγέρσεις αυτές συνέβησαν σε μία ταραγμένη για την ανατολική Μεσόγειο εποχή, η οποία σημαδεύτηκε από αλλεπάλληλες μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών και κυρίως από την επανεμφάνιση των λεγόμενων «λαών της θάλασσας». Αυτοί οι τελευταίοι μπορεί να ήταν είτε οι ίδιοι οι λεγόμενοι Μυκηναίοι, είτε μία κοινοπραξία πειρατών με ή χωρίς τη συμμετοχή σε αυτήν όλων των Μυκηναίων ή κάποιων από αυτούς. Οι αναταραχές στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου έπληξαν και άλλους πολιτισμούς. Προκάλεσαν την εξασθένιση του καθεστώτος των Φαραώ στην Αίγυπτο, την κατάρρευση της αυτοκρατορίας των Χετταίων και την καταστροφή πόλεων στην Κύπρο και στον γεωγραφικό χώρο της Μέσης Ανατολής.

Εκτός από τα λάφυρα των πολέμων, οι οικονομίες αυτών των υπερσυγκεντρωτικών ανακτορικών συστημάτων ήταν βασισμένες σε εξειδικευμένα εμπορικά δίκτυα που κάλυπταν πολύ μεγάλους γεωγραφικούς χώρους. Τέτοιου είδους επεκτατικά, συγκεντρωτικά συστήματα είναι ευάλωτα σε σοβαρές κρίσεις, ειδικά όταν οι οικονομίες τους είναι αλληλοεξαρτώμενες, όπως η περίπτωση αυτών που εξετάζουμε εδώ. Η εξασθένιση ή η πτώση του ενός μπορεί εύκολα να κλονίσει τα υπόλοιπα. Εκτιμούμε ότι και οι συνεχείς και μακρές περίοδοι απουσίας των στρατευμάτων των μυκηναϊκών ανακτορικών κέντρων από τις βάσεις τους, λόγω των συνεχόμενων πολεμικών τους επιχειρήσεων, ήταν ένας παράγοντας που συνέβαλλε στην εξασθένιση του επεκτατικού μυκηναϊκού συστήματος εξουσίας. Από αυτές, και γενικά από τη γενικότερη κατάσταση αναταραχής που επικράτησε στην περιοχή γύρω στα τέλη του 13ου και στις αρχές του 12ου αιώνα π.Χ με τις πειρατικού τύπου επιδρομές, φαίνεται ότι επωφελήθηκαν οι εξεγερθέντες πληθυσμοί που έδωσαν το τελειωτικό χτύπημα στα θεμέλια του και στην ηγεμονική του κάστα.

Η κάστα αυτή είχε εγκαθιδρύσει ένα συγκεντρωτικό εξουσιαστικό σύστημα, αποτελούμενο από πολλές γεωγραφικές επικράτειες, οι οποίες συχνά ονομάζονται με συμβατικό τρόπο «βασίλεια». Σε κάθε ένα από αυτά τα «βασίλεια» ο ανώτατος ηγεμόνας ήταν ο άναξ. Αυτός είχε την απόλυτη εξουσία σε όλους τους τομείς: πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, θρησκευτικό και στρατιωτικό. Την ασκούσε στον υποτελή πληθυσμό από το ανακτορικό του κέντρο, μέσω μίας πολύπλοκης οργανωτικής δομής γραφειοκρατικού χαρακτήρα, με αυστηρά καθορισμένη ιεραρχία, την οποία επάνδρωναν διάφοροι ανώτεροι αξιωματούχοι και άλλοι ακόλουθοι και λακέδες του. Αυτοί ήταν ο ενδιάμεσος κρίκος μεταξύ του άνακτος και του υποτελή πληθυσμού. Βασικό ρόλο στην εδραίωση και διαιώνιση αυτού του συστήματος εξουσίας έπαιζε ο στρατιωτικός μηχανισμός του κάθε «βασιλείου». Γι’ αυτόν τον λόγο οι περισσότεροι αξιωματούχοι είχαν (και) στρατιωτικά καθήκοντα. Ο μυκηναϊκός πολιτισμός, εκτός από πατριαρχικό, έχει έντονο στρατιωτικό χαρακτήρα και προσανατολισμό. Η οσμή του θανάτου είναι έκδηλη σε όλες τις εκφάνσεις του.

Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι τα μέλη αυτής της κυρίαρχης κάστας και οι ακόλουθοί τους δεν ήταν κομμάτι του γηγενούς πληθυσμού, αλλά είχαν ξενική προέλευση. Κανένα αρχαιολογικό, γλωσσολογικό, φιλολογικό ή άλλο στοιχείο δεν τους συνδέει με τον Βορρά. Αντίθετα, πληθώρα τέτοιων στοιχείων υποδηλώνουν – αν δεν αποδεικνύουν- την ανατολική και νότια προέλευση τους, από τη Μικρά Ασία, την Κρήτη και την Αίγυπτο. Αυτούς και τους απογόνους τους ονομάζουμε σήμερα Αχαιούς ή Μυκηναίους ηγεμόνες. Αυτοί ήταν για περίπου έξι αιώνες οι δυνάστες ενός γηγενούς πληθυσμού, τον οποίο απομυζούσαν ως παράσιτα, μέχρι τις αναταραχές-εξεγέρσεις που κατέστρεψαν τα ανάκτορά τους και έδωσαν το τελειωτικό χτύπημα στο συγκεντρωτικό και μιλιταριστικό τους καθεστώς. Με τα σημερινά δεδομένα, η κατάρρευση του καθεστώτος τους τοποθετείται χρονικά γύρω στα τέλη του 13ου αιώνα ή στις αρχές του 12ου αιώνα π.Χ.

Από τους μυκηναϊκούς άνακτες στους ομηρικούς βασιλείς

Στα ανακτορικά κέντρα της μυκηναϊκής εποχής ο ανώτατος ηγεμόνας ήταν ο άναξ (wa-nax). Αναφέρουμε την ονομασία του όπως αυτή προέκυψε από την αποκρυπτογράφηση των αρχείων των μυκηναϊκών ανακτορικών κέντρων. Οι πινακίδες των αρχείων αυτών ήταν από ωμό πηλό. Η φωτιά των πυρκαγιών που κατέστρεψαν τα ανακτορικά κέντρα τις «έψησε». Έτσι, κάποιες από αυτές στερεοποιήθηκαν, διατηρήθηκαν στον χρόνο και ανακαλύφθηκαν σχεδόν άθικτες κατά τις ανασκαφές διαφόρων ανακτορικών κέντρων, κυρίως αυτού της Πύλου, από το οποίο προέρχεται η πλειοψηφία τους. Τόσο οι λέξεις άναξ-ανάκτορο, όσο και μερικές ονομασίες των αυλικών και ανωτέρων αξιωματούχων των μυκηναϊκών ανακτόρων που αναφέρονται στις πινακίδες αυτές, χρησιμοποιούνται αυτούσιες ή ελαφρά παραλλαγμένες μέχρι τις μέρες μας.

Στην πολυεπίπεδη διοικητική μυκηναϊκή ιεραρχία, κάτω από τον άνακτα βρίσκεται ο lawageta (λαγέτας). Παρότι δεν έχουμε πολλές και σαφείς πληροφορίες για τον ρόλο του, ξέρουμε ότι η λέξη αυτή επιβίωσε στα δωρικά ως «λαγέτας» – λαού ηγέτης. Οι «ηγήτορες» αυτοί θα ήταν ανώτατοι στρατιωτικοί αξιωματούχοι – πολέμαρχοι, ίσως και φοροεισπράκτορες και ανώτατοι δικαστές. Από τη συγκριτική μελέτη των επιγραφών των πινακίδων πιθανολογείται ότι θα ήταν κάτι σαν αρχηγοί των στρατιωτικών σωμάτων της κάθε επικράτειας. Κάτω από αυτούς στην ιεραρχική κλίμακα, οι e-qe-ta (επέται) ήταν οι ακόλουθοι του άνακτος, κάτι σαν τα τσιράκια ή τους παρατρεχάμενους του. Και αυτό το επίλεκτο σώμα θα πρέπει να είχε κυρίως στρατιωτικό χαρακτήρα. Ιδιαίτερο ρόλο στη διοικητική δομή έπαιζε το «θρησκευτικό» ιερατείο. Αυτό αποτελούνταν από τους τελεστές (te-re-ta), οι οποίοι φαίνεται ότι ήταν ανώτεροι θρησκευτικοί λειτουργοί, και τους wo-ro-ki-j-ne-jo, οι οποίοι ήταν οι κατώτεροι τους αξιωματούχοι θρησκευτικών καθηκόντων. Η θέση των ανώτερων μελών του ιερατείου πρέπει να τοποθετηθεί κάτω από τον lawageta. Κάτω από αυτούς συναντάμε και άλλα σώματα γραφειοκρατών, όπως οι κουρήτες και πρωτοκουρήτες (ko-re-ta, po-ro-to-ko-re-ta) και οι ka-ma-eu, των οποίων ο ρόλος μέσα στο συγκεντρωτικό διοικητικό σύστημα παραμένει ακόμα απροσδιόριστος.

Κάτω και ίσως δίπλα από τους τελευταίους τοποθετούνται οι βασιλείς (qa-si-re-u). Η ιεραρχική τους θέση δεν παρουσιάζεται σταθερή. Αυτοί ήταν οι τοπάρχες, οι ανώτατοι τοπικοί άρχοντες των διοικητικών περιφερειών στις οποίες ήταν διαιρεμένες οι μυκηναϊκές επικράτειες των ανακτορικών κέντρων. Θα ήταν κάτι σαν τους σημερινούς νομάρχες, αλλά με ευρύτερα καθήκοντα και προνόμια σε σχέση με αυτούς. Η εξουσία τους περιοριζόταν σε τοπικό επίπεδο και ήταν λιγότερο διευρυμένη σε σχέση με σχέση με αυτήν των ανώτερων αξιωματούχων της ιεραρχικής πυραμίδας. Ήταν οι εκπρόσωποι του γηγενούς πληθυσμού έναντι του άνακτος και του καθεστώτος. Σε μία περίπτωση, ένας «βασιλέας» εμφανίζεται ως επικεφαλής μίας ομάδας χαλκουργών. Αυτό μας κάνει να υποθέτουμε ότι ίσως ο ρόλος κάποιων από αυτών ήταν προσανατολισμένος στην παραγωγή. Όπως και να’ χει, ήταν οι μόνοι άρχοντες που είχαν άμεση επαφή με τον πληθυσμό, και οι μόνοι των οποίων η εξουσία είχε τοπικό χαρακτήρα. Σημειώνουμε, επίσης, ότι αυτοί, τα μέλη του ιερατείου, ο lawageta και φυσικά ο άναξ, ήταν οι μόνοι αξιωματούχοι του καθεστώτος που ήταν κάτοχοι τεμενών (te-me-no), δηλαδή καλλιεργήσιμων εκτάσεων ή βοσκοτόπων.

Οι βασιλείς όριζαν τους da-mo-ko-ro. Η λέξη αυτή ίσως προέρχεται από τις λέξεις da-mo και ko-re-te. Αυτοί θα ήταν απλοί γραφειοκράτες με βοηθητικά ως προς τους βασιλείς καθήκοντα. Ο da-mo («δήμος») ήταν μία έννοια που δήλωνε τόσο τις υποδιαιρέσεις των επικρατειών (κάτι σαν τους σημερινούς νομούς ή επαρχίες) όσο και τον πληθυσμό τους. Σε μία μόνο πινακίδα εμφανίζεται η λέξη ke-ro-si-ja, η οποία παραπέμπει στη μεταγενέστερη γερουσία. Κατά τη μυκηναϊκή εποχή η γερουσία ίσως ήταν κάποιο τοπικό συμβούλιο, μικρότερης σημασίας από τη μεταγενέστερη γερουσία της ιστορικής αρχαιότητας. Ίσως πάλι να ήταν η σύναξη των πιο «ιερών ανθρώπων», δηλαδή των πιο τιμημένων. Επειδή δε αυτοί ήταν συνήθως οι πιο ηλικιωμένοι, σε μεταγενέστερες της μυκηναϊκής εποχές κατέληξε να σημαίνει η συνέλευση των γερόντων. Σε κάθε περίπτωση η γερουσία είχε αποκλειστικά συμβουλευτικό χαρακτήρα.

Ο Βαγγέλης Πανταζής, στο έργο του «Ομηρική γεωγραφία και ομηρική εποχή» σημειώνει τη διάκριση των «βασιλέων» από τις άλλες βαθμίδες της ιεραρχίας και εξηγεί γιατί στη μεταμυκηναϊκή εποχή μόνο αυτοί επιβίωσαν από όλα τα εξουσιαστικά παράσιτα της μυκηναϊκής ιεραρχικής πυραμίδας: “Οι βασιλείς πρέπει να ήταν οι πλούσιοι του γηγενούς και υποτελούς πληθυσμού, που μέσα στα όρια μιας αυτοτέλειας και πλαισιωμένοι από μία γερουσία, εισέπρατταν από τους υπηκόους φόρους για λογαριασμό των επικυρίαρχων, απένειμαν δικαιοσύνη στον υποτελή ιθαγενή πληθυσμό, τον εκπροσωπούσαν ενώπιον του άνακτα και απολάμβαναν τα οικονομικά ωφελήματα που συνεπάγονταν οι υπηρεσίες τους. Με μια λέξη, οι βασιλείς αυτοί των πινακίδων ήταν –τηρουμένων των αναλογιών- οι προεστοί της εποχής τους. Αυτό μπορεί να εξηγήσει όχι μόνο τη διφορούμενη θέση τους στα πλαίσια του μυκηναϊκού καθεστώτος (θέση που προφανώς εξαρτάται κατά περίπτωση από τον πλούτο και την ικανότητα τους), αλλά και το γιατί μετά τον αποκεφαλισμό της επικυρίαρχης πυραμίδας βρέθηκαν ανέπαφοι στην (αρκετά χαμηλότερη τώρα) κορυφή της κοινωνίας, με όλες τις «αρμοδιότητες» που είχαν κάποτε μεταμορφωμένες σε αυτοτελείς πλέον εξουσίες. Η υπόθεση αυτή μπορεί να εξηγήσει ένα ακόμη μυστήριο: την ταυτόχρονη με το τέλος των ανακτόρων εγκατάλειψη των θολωτών τάφων και της ταφής και την επιστροφή στην «προμυκηναϊκή» συνήθεια της καύσης των νεκρών. Τα ταφικά ήθη των επικυρίαρχων χάθηκαν μαζί τους, και στην επιφάνεια ήρθαν τα παλιά πατρογονικά ήθη”.

Στη μεταμυκηναϊκή εποχή αυτή ο τίτλος του άνακτος επιβιώνει μόνο ως απομεινάρι και απόηχος του μυκηναϊκού παρελθόντος. Είναι πρώτιστα μία τιμητική προσφώνηση του πρώτου των θεών, του Δία: όπως στη μυκηναϊκή εποχή ο άναξ ήταν ο απόλυτος αφέντης των ανθρώπων, έτσι και στη μεταμυκηναϊκή εποχή οι θεοί – κυρίως ο Δίας – είναι οι απόλυτοι κύριοι της μοίρας των θνητών. Κάποιες φορές η λέξη άναξ χρησιμοποιείται και για τους υπόλοιπους θεούς, υποδηλώνοντας την ανώτερη υποστασιακή τους ουσία σε σχέση με τους θνητούς.

Στο επίπεδο των θνητών, στα ομηρικά έπη ο τίτλος του άνακτος χρησιμοποιείται όταν απαιτείται να γίνει διαχωρισμός του «πρώτου» μεταξύ των βασιλέων από τους υπόλοιπους. Η απόλυτη εξουσία του μυκηναϊκού άνακτος επιβίωσε στη μεταμυκηναϊκή εποχή στο ρήμα «ανάσσω» που σημαίνει εξουσιάζω, διαφεντεύω. Όπως θα δούμε αναλυτικά πιο κάτω, οι βασιλείς της ομηρικής εποχής είναι περισσότερο κάτοχοι πλούτου και λιγότερο άρχοντες που ασκούν εξουσία. Με βάση αυτό το χαρακτηριστικό γίνεται η διάκριση βασιλέα και άνακτος στον Όμηρο. Ο άναξ είναι αυτός που κατεξοχήν ασκεί εξουσία. Όταν ο Όμηρος μιλά για άσκηση εξουσίας, ακόμα και σε χαμηλό ιδιοκτησιακό επίπεδο, προτιμά το ρήμα ανάσσω (διαφεντεύω) από το βασιλεύω. Το χρησιμοποιεί πολλές περισσότερες φορές από το βασιλεύω, ως ενεργητικό ρήμα που δηλώνει άσκηση εξουσίας. Για τους ανώτατους άρχοντες όμως (όπως ο Αγαμέμνονας, ο Αχιλλέας, ο Έκτορας, κλπ) ο Όμηρος δε χρησιμοποιεί τον όρο «άναξ». Προτιμά τον διαδεδομένο στην εποχή του τίτλο «βασιλεύς». Είναι λογικό: Άλλο πράγμα ο μυκηναϊκός άναξ και άλλο ο ομηρικός βασιλεύς. Οι πρωταγωνιστές των επών είναι οι «βασιλείς». Αυτούς γνώρισε ο Όμηρος· για χάρη κάποιων από αυτούς συντέθηκαν τα έπη· η δική τους ζωή εξυμνείται σε αυτά .  

Οι ομηρικοί βασιλείς, λοιπόν, είναι κάτι σαν τους πολύ μεταγενέστερους από αυτούς προεστούς. Έχουν πολύ πιο περιορισμένες αρμοδιότητες από εκείνες του μυκηναϊκού άνακτος, ακόμα και με την ενσωμάτωση αυτών του la-wa-ge-ta στις δικές τους. Οι επικράτειες τους δεν έχουν ευδιάκριτα όρια. Με άλλα λόγια, δε μιλάμε για συμπαγή βασίλεια με αυστηρά καθορισμένα σύνορα όπως εκείνα της μυκηναϊκής εποχής, αλλά για περιοχές τις οποίες διαφεντεύουν περισσότεροι του ενός βασιλείς. Είναι κάτι σαν τα πολύ μεταγενέστερα καπετανάτα, στις περιοχές των οποίων υπήρχε μία συνύπαρξη περισσότερων του ενός τοπαρχών. Ο ανταγωνισμός μεταξύ τους ήταν συνεχής. Έτσι, η αναμεταξύ τους σχέση ήταν ρευστή και προσδιοριζόταν από την ισχύ που κατά καιρούς είχε ο κάθε βασιλικός «οίκος» (βλ. πιο κάτω περισσότερα για την έννοια αυτή) λόγω του πλούτου που αποκτούσε από τις επιτυχείς επιδρομές εναντίον κάποιων άλλων.

Οι «βασιλείς» ανήκουν στην ίδια φυλή και στο ίδιο γένος με τους υποτελείς τους. Είναι κάτοχοι μεγάλων κοπαδιών και καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Σε περιόδους ειρήνης είναι κυρίως μεγαλοκτηνοτρόφοι- ζωοκλέφτες, αλλά και γεωργοί. Ο ποιμενικός χαρακτήρας της των κοινωνιών της ομηρικής εποχής φαίνεται καθαρά στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια, τόσο στα υλικά στοιχεία και στα ήθη τους, όσο και στις πάμπολλες εκφράσεις, μεταφορές και παρομοιώσεις που συνδέονται με την ποιμενική ζωή. Από τα ομηρικά κείμενα γνωρίζουμε, επίσης, ότι οι «βασιλείς» ήταν γνώστες και άλλων δεξιοτήτων. Ήξεραν να χτίζουν, να μαστορεύουν και να εκτελούν και άλλες χειρονακτικές εργασίες, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι κάτοικοι των χωριών από την αρχαιότητα μέχρι πριν από μερικά χρόνια.

Σε περιόδους πολέμου μετατρέπονται σε πολέμαρχους-πειρατές. Όταν συμμετέχουν σε πολεμικές επιχειρήσεις από κοινού, ο επικεφαλής τους είναι ο «σκηπτούχος βασιλεύς»: ο κάτοχος του σκήπτρου ή σκηπτροφόρος. Η φράση αυτή χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη ανώτερη θέση του στην αναμεταξύ τους κλίμακα ισχύος. Σκηπτούχοι μπορεί να είναι και οι απλοί βασιλείς έναντι των κατωτέρων τους αξιωματούχων και γενικά έναντι αυτών των οποίων ηγούνται. Το σκήπτρο είναι σύμβολο θεϊκής εξουσίας και της θεϊκής της τους προέλευσης. Στην Ιλιάδα το κατέχει είναι ο Αγαμέμνονας, επειδή τη χρονική στιγμή της εκστρατείας είχε τη μεγαλύτερη στρατιωτική ισχύ και τον μεγαλύτερο πλούτο μεταξύ των ηγεμόνων της «συμμαχίας προθύμων» που πήρε μέρος σ’ αυτήν. Τα 100 του πλοία αποτελούν τον μεγαλύτερο από τους στόλους των Αχαιών βασιλέων που πήραν μέρος στον πόλεμο. Εάν σε αυτά συνυπολογίσουμε και τα 60 πλοία που παραχώρησε στους Άρκαδες (Β 609-614), ο στόλος του είναι μακράν ο μεγαλύτερος από τους στόλους των Αχαιών. Ίσως στην κατοχή του σκήπτρου να έπαιξε και κάποιο δευτερεύοντα ρόλο το γεγονός ότι ο «οίκος» του ήταν ο αρχαιότερος μεταξύ των Αχαιών. Αρχικά το σκήπτρο του το είχε φτιάξει ο Ήφαιστος για τον Δία. Ο Δίας το έδωσε στον Πέλοπα και μέσω αυτού και του Ατρέα έφτασε στον Αγαμέμνονα. Μοιάζει αρκετά με την ποιμενική ράβδο. Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι η κύρια ενασχόληση των ομηρικών βασιλέων ήταν η κτηνοτροφία. Σε συμβολικό – και εν μέρει πραγματικό – επίπεδο, όπως ο ποιμένας είναι αφέντης του ποιμνίου του, έτσι και ο σκηπτούχος είναι ο επικεφαλής των υπολοίπων. 44 φορές στην Ιλιάδα χαρακτηρίζονται ποιμένες λαών οι «βασιλείς».

Δραστηριότητες όπως η ζωοκλοπή, η πειρατεία και η λεηλασία, θεωρούνταν φυσιολογικές εκείνη την εποχή. Στην ασπίδα του Αχιλλέα υπάρχουν παραστάσεις ζωοκλοπών. Στην Οδύσσεια (Ι 252-255) ο Πολύφημος ρωτάει με φυσικότητα τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του αν είναι πειρατές που αρμενίζουν στις θάλασσες (“ληιστῆρες”). Ακριβώς το ίδιο και με την ίδια φυσικότητα ρωτάει ο Νέστορας τον Τηλέμαχο (Γ 71-74), χρησιμοποιώντας την ίδια λέξη (“ληιστῆρες”). Και οι δύο ερωτώμενοι δεν απορούν για την ερώτηση που δέχονται, ούτε αντιδρούν στον χαρακτηρισμό. Απαντούν με απόλυτη φυσικότητα. Σημειώνουμε ότι τα δύο παραπάνω χωρία είναι ακριβώς τα ίδια στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια.

Μεταξύ βασιλέων, ο «σκηπτούχος» είναι κάτι σαν πρώτος μεταξύ ίσων, σε μία ισορροπία του τρόμου, που μπορεί να αλλάξει από στιγμή σε στιγμή. Σε συνθήκες κοινής πολεμικής επιχείρησης, αυτή η ισορροπία συνήθως δε διασαλευόταν, χάριν του κοινού σκοπού. Η αμφισβήτηση του σκηπτούχου- αρχιστράτηγου θα έθετε σε κίνδυνο την έκβαση της επιχείρησης και τα συμφέροντα τους. Η στάση του Αχιλλέα είναι μία εξαίρεση στον κανόνα, η οποία οφείλεται στην εξυπηρέτηση της εξέλιξης της πλοκής του έπους.

Όταν επρόκειτο για σχέσεις μεταξύ του σκηπτούχου και των μελών του «οίκου» του, η εξουσία που προσέδιδε το σκήπτρο ήταν απεριόριστη. Όταν όμως επρόκειτο για σχέσεις μεταξύ των «βασιλέων», η σχέση του σκηπτούχου με τους υπόλοιπους βασιλείς ήταν διαφορετική. Η εξουσία του πάνω τους δεν ήταν απεριόριστη· μεταξύ τους είχαν μία χαλαρή σχέση περιορισμένης εξάρτησης. Μερικά παραδείγματα: Ο Αγαμέμνονας παρακάλεσε τον Οδυσσέα να συμμετέχει στην Τρωική εκστρατεία, δεν τον υποχρέωσε με τη βία να τον ακολουθήσει. Οι Κυκλάδες είναι μία από τις περιοχές που δεν πήραν καθόλου μέρος σε αυτήν. Οι Κεφαλλήνες και οι Κύπριοι έστειλαν ελάχιστα πλοία σε σχέση με την έκταση της επικράτειας τους. Αν η σχέση του Αγαμέμνονα με τους υπόλοιπους ήταν σχέση απόλυτης εξουσίας, όλα αυτά τα φαινόμενα δε θα συνέβαιναν. Ως σκηπτούχος-αρχιστράτηγος, θα υποχρέωνε τους πάντες να τον ακολουθήσουν με τους δικούς του όρους.

Ούτε στο πεδίο της μάχης, όμως, ο σκηπτούχος έχει απόλυτη εξουσία πάνω στους υπόλοιπους βασιλείς. Τον πλαισιώνουν η συνέλευση των γερόντων και η συνέλευση των πολεμιστών, που μπορεί μεν να ήταν βοηθητικά όργανα και μην είχαν τη δικαιοδοσία να παίρνουν αποφάσεις, η γνώμη τους όμως ήταν ένα βαρόμετρο των διαθέσεων του σώματος τους και συνήθως λαμβάνονταν υπ’ όψιν από τον σκηπτούχο. Ένας άλλος περιοριστικός παράγοντας στην απόλυτη εξουσία του σκηπτούχου στις εκστρατείες ήταν οι βουλήσεις των υπολοίπων «βασιλέων», οι οποίες δε συνέπιπταν πάντοτε με τη δική του. Εκτός από το κλασικό παράδειγμα του Αχιλλέα, στην Ιλιάδα έχουμε και άλλους βασιλείς που εναντιώνονται περιστασιακά στον Αγαμέμνονα, χωρίς όμως να φτάσουν να αμφισβητήσουν έμπρακτα την εξουσία του και τον τίτλο του, και χωρίς βέβαια να τον υποχρεώσουν να δεχτεί τη γνώμη τους. Ο Αγαμέμνονας παίρνει τις αποφάσεις, χωρίς να έχει την υποχρέωση να ακολουθήσει τις συμβουλές και να δεχτεί τη γνώμη κανενός.

Βέβαια, όλοι αυτοί οι θεσμοί είναι χαλαροί και συχνά καταλήγουν να είναι άτυποι. Σε πολλές περιπτώσεις στην Ιλιάδα οι «βασιλείς» διαφωνούν ανοιχτά μεταξύ τους, αλληλοκατηγορούνται και δε διστάζουν να βγάλουν ο ένας τα άπλυτα του άλλου στη φόρα. Αυτό είναι αναμενόμενο αφού πρόκειται για τυχοδιώκτες, για οπορτουνιστές, για ανθρώπους που το μόνο που τους ενώνει συγκυριακά είναι ο κοινός σκοπός: Η άλωση της Τροίας, η λαφυραγώγηση και λεηλασία της και η απόκτηση πλούτου. Αυτά περί κοινής γλώσσας, κοινής λατρείας και κοινής καταγωγής, όταν έρθει η ώρα της αρπαγής δεν τα λογαριάζουν και πολύ. Η Ιλιάδα βρίθει παραδειγμάτων που το αποδεικνύουν.

Και η εκλογή του βασιλέα είναι κάτι σχετικό. Αν κάποιος «οίκος» ξεμείνει από αρχηγό, εκλέγει κάποιον άλλον, από τον ίδιο ή κάποιο φιλικό ή συγγενικό «οίκο». Επίσης, σε αυτή τη ρευστή κατάσταση που χαρακτηρίζει τις εξουσιαστικές σχέσεις της ομηρικής εποχής, σε μία πολεμική επιχείρηση, μπορεί αυτός που είναι αρχηγός του στρατού του βασιλείου του να μην είναι ο αρχηγός του «οίκου» του. Για παράδειγμα, ούτε τα παιδιά του Πριάμου, ούτε ο Αχιλλέας, ούτε και ο Οδυσσέας είναι αρχηγοί των «οίκων» τους. Οι αρχηγοί είναι οι πατέρες τους, οι οποίοι λόγω ηλικίας, είτε δε συμμετέχουν καθόλου στον πόλεμο, είτε είναι παρατηρητές του.

Η πραγματική ισχύς του κάθε βασιλέα εξαρτάτο από το πόσο γερά θεμέλια είχε η στρατιωτική και πολιτική του εξουσία μέσα στην επικράτεια του. Αυτό διαφαίνεται και στη διαφορετική μοίρα που είχαν οι ιλιαδικοί βασιλείς που επιβίωσαν του Τρωικού Πολέμου, όταν επέστρεψαν στα βασίλεια τους. Δε βρήκαν όλοι την ίδια κατάσταση σε αυτά με τον γυρισμό τους. Κάποιοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με σφετεριστές της εξουσίας τους, των οποίων η καταστολή υπήρξε από δύσκολη ως αδύνατη. Οι συχνές απουσίες αυτών και των στρατευμάτων τους από τη βάση τους, άφησε αφύλακτα τα «νώτα» πολλών από αυτών και τα εξέθεσε σε εσωτερικούς και εξωτερικούς «εχθρούς». Με άλλα λόγια, το καθεστώς τους έσκαψε μόνο του τον λάκκο του και έπεσε μέσα σε αυτόν, μερικά χρόνια ή δεκαετίες μετά την Τρωική εκστρατεία.

Μερικά στοιχεία για την ομηρική εποχή

Μετά την κατάρρευση του μυκηναϊκού πολιτισμού και την καταστροφή των ανακτορικών του κέντρων, εκλείπει η κεντρική-συγκεντρωτική εξουσία των παλιών ανακτών. Επίσης, μαζί με τα ανακτορικά κέντρα, εξαφανίζονται από τον ιστορικό χάρτη και τα μέλη της στρατιωτικής αριστοκρατίας που βρίσκονταν στην κορυφή της πυραμίδας της μυκηναϊκής κοινωνικής ιεραρχίας. Όπως είδαμε πιο πριν, αυτό μπορεί να εξηγηθεί με την παραδοχή της διαφορετικής φυλετικής τους προέλευσης σε σχέση με τον ιθαγενή πληθυσμό. Στη μεταμυκηναϊκή κατάσταση πραγμάτων, στην κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας (η οποία είναι πολύ λιγότερο πολύπλοκη από την προηγούμενη), μεταπηδούν οι λεγόμενοι «βασιλείς», οι τοπικοί άρχοντες-προύχοντες της μυκηναϊκής εποχής, οι οποίοι πιθανότατα ανήκαν φυλετικά στον γηγενή πληθυσμό· δεν ήταν επήλυδες, όπως φαίνεται ότι ήταν οι πάνω από αυτούς. Δύο αιώνες αργότερα, με τη συγγραφή των ομηρικών επών, θα γίνουν οι πρωταγωνιστές τους.

Η κοινωνία που προέκυψε μετά την κατάρρευση του μυκηναϊκού πολιτισμού είναι αρκετά διαφορετική από αυτήν που διαδέχτηκε. Σε αυτή δεν υπάρχει ο απόλυτος συγκεντρωτισμός και η αυστηρή ιεραρχική δομή της μυκηναϊκής κοινωνίας, ούτε και οι πολύπλοκοι γραφειοκρατικοί διοικητικοί μηχανισμοί των ανακτορικών της κέντρων, καθώς εξέλειψαν οι λόγοι που τους γέννησαν και τους γιγάντωσαν στη μυκηναϊκή εποχή.

Στη μεταμυκηναϊκή περίοδο οι πληθυσμοί δεν εξαϋλώθηκαν, ούτε εξαφανίστηκαν. Τις υποθέσεις για μετακινήσεις πληθυσμών προς διάφορες κατευθύνσεις και για δραματική μείωση τους, όσο παραμένουν αστήρικτες, θα τις αντιμετωπίζουμε ως τέτοιες, με όση σοβαροφάνεια και να διατυπώνονται. Μετά την εξαφάνιση των ανακτόρων και των κυρίων τους, η ζωή συνεχίστηκε, αν και με διαφορετικούς όρους. Για περίπου έναν αιώνα μετά την κατάρρευση του ανώτερου μέρους της «πυραμίδας» του μυκηναϊκού πολιτισμού, δεν κατασκευάζονταν οικοδομήματα από υλικά που αντέχουν στον χρόνο. Οι περισσότερες κατασκευές της εποχής αυτής ήταν από φθαρτά υλικά, γι’ αυτό και δεν άντεξαν στον χρόνο και δεν έφτασαν σε εμάς ως ερείπια. Επομένως, το να μιλά κανείς για ερήμωση, βασιζόμενος μόνο σε αυτό το στοιχείο είναι το λιγότερο παρακινδυνευμένο. Η έννοια του «μεσαίωνα», όπως αυτή δόθηκε αυθαίρετα στην εποχή αυτή από κάποιους αρχαιολόγους πριν από πολλές δεκαετίες, είναι τελείως πλασματική, τόσο για τον αρχαιοελληνικό, όσο και για τον χετιτικό και άλλους υποτιθέμενους «μεσαίωνες» της Ανατολής.

Την εποχή αυτή οι πληθυσμοί μετακινούνται προς την ενδοχώρα για μεγαλύτερη προστασία. Οχυρώνονται σε τειχισμένα υψώματα, σε απόκρημνες και δύσβατες περιοχές ή απλά μακριά από την ακτογραμμή. Διαμένουν κυρίως σε κώμες αλλά και σε μικρότερα πολίσματα και χωριά. Η εμπορική δραστηριότητα ελαττώνεται μόνο για έναν αιώνα (12ο). Η παραγωγή της μικρής βιοτεχνίας (εργαστήρια) μειώνεται κι αυτή στο ίδιο διάστημα, τώρα όμως προσανατολίζεται σε μικρότερο βαθμό στη ματαιόδοξη συσσώρευση πλούτου μίας κοινωνικής ελίτ, και σε μεγαλύτερο βαθμό στις πραγματικές υλικές ανάγκες των ανθρώπων.

Ο βασικός πυρήνας των ταξικών κοινωνιών των κωμών είναι ο «βασιλικός οίκος». Αυτός αποτελείται από τα μέλη της ευρείας οικογένειας που τον συνθέτουν (κάτι σαν το μεταγενέστερο σόι, στην ευρύτερη εκδοχή του), και από την περιουσία της: τα κοπάδια, τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις, τον οπλισμό, τα πολύτιμα μεταλλικά αντικείμενα, την οικοσκευή, τον στρατό, τους πολυάριθμους δούλους και το υπηρετικό προσωπικό. Οι αρχηγοί των «οίκων» ήταν οι «βασιλείς», όπως είδαμε πιο πριν. Η προσωνυμία «ευγενής» τους προσδόθηκε όταν μέσω της προπαγάνδας της εποχής (επική ποίηση) ηρωοποιήθηκαν και παγιώθηκε σταδιακά στο συλλογικό ασυνείδητο η φενάκη ότι είχαν θεϊκή καταγωγή και επομένως το γένος τους ήταν ανώτερο και ευγενέστερο από αυτό των απλών θνητών (εὖ – γένος). Τα μέλη των «οίκων» διαμένουν μέσα στα όρια της τειχισμένης πόλης, η οποία τους παρέχει σχετική προστασία από τους εξωτερικούς εχθρούς. Μεταφορικά και κυριολεκτικά, οι κοινωνίες αυτές είναι σαφώς πιο «κλειστές» από τις μυκηναϊκές.

Ίσως την ίδια σημασία με τα κτηνοτροφικά προϊόντα θα πρέπει να είχαν για τις τοπικές οικονομίες τα λάφυρα που οι «οίκοι» αποκτούσαν από τις συχνές λεηλασίες που έπονταν των επιτυχών επιδρομών τους εναντίον άλλων «οίκων». Τα πολυτιμότερα από τα λάφυρα θα ήταν τα μεταλλικά αντικείμενα ή ο σίδηρος ως πρώτη ύλη. Βέβαια, ιδιαίτερα χρήσιμα για τους πορθητές των πόλεων θα ήταν και τα ανθρώπινα λάφυρα. Γενικά, τα λάφυρα, εκτός της χρηστικής και ανταλλακτικής τους αξίας, ήταν και σύμβολα κύρους για τους ισχυρούς που τα αποκτούσαν και τα ιδιοποιούνταν. Όταν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις ξεπερνούσαν τα όρια του απλού πλιάτσικου, σε αυτές συμμετείχαν πολλοί «οίκοι», που ένωναν τις δυνάμεις τους για τον κοινό σκοπό. Όταν, δε, αποφασιζόταν μία εκστρατεία μεγαλύτερης κλίμακας και υψηλότερου βαθμού δυσκολίας, τότε ένωναν τις δυνάμεις τους πολλοί «οίκοι» από διαφορετικές επικράτειες εναντίον κάποιου άλλου ή κάποιων άλλων σε μία μακρινή επικράτεια. Αυτή είναι η περίπτωση του Τρωικού Πολέμου.

Η ταξική και κοινωνική διαφοροποίηση μεταξύ των «βασιλέων» και των υποτελών τους είναι σαφής. Καθώς δεν παντρεύονταν με μέλη του υποτελούς πληθυσμού, αυτή η διαφοροποίηση παρέμεινε αδιασάλευτη για αιώνες. Όσο για τους «από κάτω», τα όρια μεταξύ «ελεύθερου» υπηκόου και δούλου ήταν ασαφή. Οι δούλοι ήταν οι αιχμάλωτοι που έπιαναν στους πολέμους και στις επιδρομές, καθώς και οι «ελεύθεροι» που έχαναν τον κλήρο τους. Για τις γυναίκες τα πράγματα ήταν ακόμα χειρότερα: Στις συχνές επιδρομές που πραγματοποιούνταν, όταν οι επιτιθέμενοι κατακτούσαν μία πόλη, τη λεηλατούσαν και μετά συνήθως την έκαιγαν. Σκότωναν τους άντρες και άρπαζαν τις γυναίκες, ελεύθερες και δούλες. Τις βίαζαν, τις σκλάβωναν και τις χρησιμοποιούσαν ως δούλες και παλλακίδες στα δικά τους μέρη. Αυτό προαισθάνεται ο Έκτορας για την τύχη που θα είχε η γυναίκα του η Ανδρομάχη, αν αυτός σκοτωνόταν στη μάχη και έπεφτε η Τροία στα χέρια των Αχαιών (Ζ 450-458). Αυτές οι τακτικές ονομάστηκαν ηρωικά κατορθώματα και ανδραγαθήματα από τον Όμηρο και ως τέτοια εκθειάστηκαν στα έπη του. Για παράδειγμα, στην Οδύσσεια ο Οδυσσέας υπερηφανεύεται που στον Ίσμαρο, στη χώρα των Κικόνων, σκότωσε όλους τους άντρες και μοιράστηκε με τους συντρόφους του τα υπάρχοντα τους και τις γυναίκες τους (Ι 39-42). Τα ίδια και χειρότερα έκανε ο Αχιλλέας πριν και κατά τον Τρωικό Πόλεμο. Σε αυτόν όμως θα αναφερθούμε σε ειδικό κεφάλαιο πιο κάτω.

Όλοι αυτοί οι ζωοκλέφτες-πλιατσικολόγοι, στην Ιλιάδα εμφανίζονται ως ιδιαίτερα βάναυσοι και πολεμοχαρείς. Δε μας ξενίζει αυτό. Δεν περιμέναμε κάτι παραπάνω από αυτούς τους τυχοδιώκτες. Οι συμπράξεις τους στοχεύουν στη λαφυραγωγία. Όλη τους η ζωή γυρίζει γύρω από αυτές τους τις ενασχολήσεις-περιπέτειες για τις οποίες καυχιούνται αυτάρεσκα .

Στα έπη υπάρχουν πολλά παραδείγματα ληστρικών επιδρομών. Θα αναφέρουμε ενδεικτικά μερικά από αυτά. Ο Νέστορας θυμάται μία επιδρομή είχε κάνει στα νιάτα του εναντίον των Ηλείων (Λ 670-685). Με περηφάνια περιγράφει με ποιο τρόπο σκότωσε τον γιο ενός άρχοντα και πήρε για λάφυρα τα πολυάριθμα ζώα των κοπαδιών του. Μάλιστα αναφέρει πως ο πατέρας του τον επιβράβευσε για την πράξη του αυτή: “Και χάρηκε ο Νηλέας από την καρδιά του γιατί πέτυχα πολλά μόλο που πήγα νεαρός στον πόλεμο”. Κράτησε για αυτόν το μεγαλύτερο μέρος των λαφύρων και τα υπόλοιπα τα έδωσε στον «δήμο» (Λ 703-705). Το ίδιο είχε κάνει πολλές φορές και ο Οδυσσέας. Όταν γύρισε στην Ιθάκη μεταμφιεσμένος σε ζητιάνο, είπε στον Εύμαιο ότι εννέα φορές είχε τεθεί επικεφαλής στρατών και πλοίων και είχε κουρσέψει διάφορες πόλεις. Κάνοντας την αναμενόμενη αναφορά στα λάφυρα που πήρε, του είπε ότι ως αρχηγός έπαιρνε πρώτα αυτός το μεγαλύτερο μερτικό και τα υπόλοιπα τα μοιράζονταν οι μισθοφόροι του (Ξ 230-233). Στην Οδύσσεια (Τ 395-399) ο Όμηρος μας πληροφορεί ότι ο Αυτόλυκος, παππούς του Οδυσσέα, ήταν πρώτος στην κλεψιά- απατεωνιά (κλεπτοσύνῃ) και στους όρκους. Μάλιστα ο ποιητής τονίζει πως τα χαρακτηριστικά του αυτά του τα είχε χαρίσει ο θεός Ερμής. Στην Ιλιάδα (Α 165-168) ο Αχιλλέας παραπονιέται στον Αγαμέμνονα ότι παρότι κάθε μέρα τα δίνει όλα στη μάχη και όταν γυρνάει στο στρατόπεδο είναι «πτώμα» στην κούραση, ο Αγαμέμνονας είναι αυτός που παίρνει τη μερίδα του λέοντος στα λάφυρα. Το ίδιο παράπονο κάνει στον Οδυσσέα (Ι 328-333), λέγοντας ότι από τις πόλεις που κούρσεψε πήρε πολλά λάφυρα (“κειμήλια”) και τα παρέδωσε όλα στον Αγαμέμνονα. Εκείνος, ως επικεφαλής, “λίγα απ’ εκείνα μοίραζε και τα πολλά τα κρατούσε”.

Αλλά και σε καιρούς ειρήνης οι ομηρικοί «βασιλείς» είχαν τα «τυχερά» τους. Όταν ο Αγαμέμνονας επιχειρεί να εξευμενίσει τον Αχιλλέα για να επιστρέψει στη μάχη, του τάζει -μεταξύ άλλων- επτά πολιτείες, των οποίων οι κάτοικοι “θα τον τιμούν με δώρα” (Ι 149-155). Αυτός ο ιδιότυπος φόρος φεουδαρχικού τύπου δε μας είναι άγνωστος. Η συνήθεια αυτή ήταν ένα άτυπο αλλά υποχρεωτικό χαράτσι που πλήρωναν οι υπήκοοι στους φεουδάρχες την εποχή της Βυζαντινής, Ενετικής και Οθωμανικής κυριαρχίας στον ελλαδικό χώρο. Πολλές φορές δε, αυτό δεν περιοριζόταν σε υλικά αγαθά, όπως και στην ομηρική εποχή. Μπορούμε να πούμε ότι αυτή η συνήθεια έχει φτάσει παραλλαγμένη ως τις μέρες μας. Στην ομηρική εποχή ήταν ένα νταβατζηλίκι που πλήρωναν οι υπήκοοι στον βασιλιά ως αντάλλαγμα για την «προστασία» που τους παρείχε και για την ανάληψη της στρατιωτικής ηγεσίας στους πολέμους. Ο Όμηρος εγκωμιάζει την «προστασία» αυτή και εκθειάζει εκείνον τον βασιλιά που την τηρεί και “οι λαοί στον ίσκιο του προκόβουν” (Οδύσσεια, Τ 114). Εύστοχα ο M.I. Finley στο έργο του «Ο Οδυσσέας του Ομήρου» συσχετίζει αυτήν τη συνθήκη με το προσωνύμιο “ποιμήν λαών” που δίνει ο Όμηρος στους βασιλείς. Παρατηρεί, επίσης, ότι στον διάλογο μεταξύ του αρχηγού των Λυκίων Σαρπηδόνα και του συμπατριώτη του Γλαύκου (Μ 310-328), ο πρώτος λέει ότι ο λαός τούς έχει σα θεούς στη Λυκία, γι’ αυτό κι αυτοί οφείλουν να στέκονται στην πρώτη γραμμή της μάχης, έτσι ώστε να μη δώσουν αφορμή για να πει κανείς ότι “ανώφελα τρώνε τα παχιά τα αρνιά μας και πίνουν το καλύτερο κρασί”. Κατόπιν παρακινεί τον συνομιλητή του να πάνε να πολεμήσουν για να δοξαστούν σκοτώνοντας εχθρούς ή για να δώσουν δόξα στον εχθρό που θα τους σκοτώσει. Η δόξα είναι ένα άλλο κίνητρο συμμετοχής στον πόλεμο, το οποίο θα θίξουμε πιο κάτω.

Ουσιαστικά, αυτοί οι τύποι και ο περίγυρος τους αποτέλεσαν τον πυρήνα του πρώτου ελληνικού εποικισμού, του οποίου η εποχή συμπίπτει πάνω κάτω με την εποχή του Ομήρου. Γι’ αυτό, στα έπη είναι εμφανής η άμεση σχέση βασιλέων και πλοίων. Ο Όμηρος σε κανένα σημείο δεν αποκαλεί τον Δία «βασιλέα». Εκτός από το ότι θα τον υποβίβαζε, θα ήταν σα να τον αποκαλούσε έμμεσα καπετάνιο ή πειρατή και να τον εξομοίωνε με τους τυχοδιώκτες «βασιλείς» των επών. Μετά από χρόνια, όταν θα ριζώσουν σε κάποιο μέρος, θα χαθεί η ετυμολογική συσχέτιση των όρων βασιλέας και θάλασσα και θα επικρατήσει στην ελληνική γλώσσα η ιδιότητα τους ως άρχοντες. Πολύ αργότερα, όταν θα εκλείψει το φαινόμενο της συνύπαρξης περισσοτέρων του ενός σε μία επικράτεια, θα ταυτιστούν εννοιολογικά με τους μονάρχες. Με την εξάπλωση των επών ανάμεσα στους Έλληνες και στους ελληνόφωνους πληθυσμούς, οι πολεμικές τους εκστρατείες στο συλλογικό φαντασιακό θα πάρουν τη μορφή θρύλου, και θα μεταμορφωθούν σε παντοδύναμους ηγεμόνες που έχουν θεϊκή καταγωγή, και κάποιοι από αυτούς μέχρι και υπερδυνάμεις.

Στα έπη, η κοινωνία της μεταμυκηναϊκής εποχής εμφανίζεται από επιφυλακτική ως εχθρική προς το εμπόριο. Θα υπήρχε φυσικά σε κάποιο βαθμό ανταλλαγή αγαθών κυρίως μεταξύ γειτονικών «οίκων», όμως, σε γενικές γραμμές, στον ελλαδικό χώρο το οργανωμένο υπερπόντιο εμπόριο υποχωρεί αισθητά για τουλάχιστον ένα αιώνα μετά την κατάρρευση του μυκηναϊκού ανακτορικού συστήματος. Από αυτήν την κατάσταση επωφελούνται προσωρινά οι Φοίνικες. Στην Οδύσσεια (Θ158-164) ο Φαίακας Ευρύαλος ρωτά τον Οδυσσέα αν είναι από εκείνους που τριγυρίζουν στα πέλαγα και ο νους τους είναι μόνο στο κέρδος που θα βγάλουν πωλώντας την πραμάτεια τους. Μάλιστα παρομοιάζει τους εμπόρους με αρπακτικά (“ἁρπαλέων”). Ο Οδυσσέας προσβάλλεται με την ερώτηση και του απαντά ότι δε μίλησε σωστά. Δε θέλει να τον ταυτίζουν με τους άπληστους πραματευτάδες, τους εμπόρους. Στην Οδύσσεια (Ο 415-419) γίνεται αναφορά στους Φοίνικες εμπόρους, οι οποίοι ονομάζονται “τρῶκται” («τρωκτικά», απατεώνες, άπληστοι) και “πολυπαίπαλοι” (παμπόνηροι). Το εμπόριο είναι ασύμβατο με την κυρίαρχη ηθική της εποχής και οι έμποροι παρουσιάζονται ως άνθρωποι άπληστοι που μπαίνουν σε κατώτερη αξιακή κλίμακα από τους πλιατσικολόγους-ζωοκλέφτες-κτηνοτρόφους και ενίοτε πειρατές «βασιλείς». Η ζωή αυτών των τελευταίων είναι συνεπής με τα «ηρωικά» ήθη των επών, δηλαδή του ηθικού κώδικα της άρχουσας τάξης που προέκυψε μετά το τέλος της μυκηναϊκής εποχής.

Στην ομηρική εποχή τα καράβια είναι εργαλεία για απόκτηση πλούτου και δευτερευόντως σύμβολα ισχύος. Φαίνεται ότι τυπικά είναι περιουσία του «δήμου» και όχι περιουσιακά στοιχεία του κάθε βασιλικού «οίκου». Βάλαμε τη λέξη δήμος σε εισαγωγικά, όχι μόνο για να τη διαφοροποιήσουμε από την έννοια που θα πάρει στην κλασσική εποχή, αλλά και για να υποδηλώσουμε ότι ουσιαστικά δεν υφίστατο η έννοια της δημόσιας περιουσίας. Στις κάθετα ιεραρχημένες κοινωνίες, η έννοια του δημοσίου αγαθού είναι πολύ ρευστή, αφού τα όρια και η χρήση της καθορίζονται από την εκάστοτε άρχουσα τάξη, οπότε ουσιαστικά σε αυτήν ανήκει οτιδήποτε καταχρηστικά ονομάζεται δημόσιο.

Σταδιακά, με τον πρώτο αποικισμό, από τον 11ο αιώνα, και κυρίως με το δεύτερο αποικιστικό κύμα, από τον 9ο και περισσότερο από τον 8ο αιώνα π.Χ., η πειρατεία-ληστεία θα μετατραπεί (εν μέρει) σε εμπόριο. Θα επιβιώσουν μερικά στοιχεία της πειρατικής υπόστασης της από τις «παλιές καλές εποχές». Ένα από αυτά είναι η έντονη ενασχόληση με τη θάλασσα (η οποία, βέβαια, στην περίπτωση του ελλαδικού χώρου οφείλεται και σε γεωγραφικούς παράγοντες). Παράλληλα, σε αυτήν τη μεταβατική εποχή, με την ανάπτυξη του εμπορίου θα αναπτυχθεί και η βιοτεχνία παραγωγής των εμπορεύσιμων ειδών. Αυτοί που θα πλουτίσουν με την ενασχόληση με αυτούς τους τομείς θα αποτελέσουν μία νέα αριστοκρατία του πλούτου, η οποία θα αρχίσει να έχει τριβές με την παλιά αριστοκρατία του αίματος και του πλούτου, δηλαδή αυτή των «ομηρικών» μεγαλοκτηνοτρόφων και τσιφλικάδων, αμφισβητώντας την ηγεμονία της μέσα στην κοινωνία. Στην Ιλιάδα δεν έχουμε ενδείξεις ότι η κοινωνία που περιγράφεται στο έπος έχει φτάσει σε αυτό το επίπεδο.

Η οργάνωση της ομηρικής κοινωνίας είναι καθαρά φυλετική. Οι γάμοι, οι ανταλλαγές δώρων και η φιλοξενία δεν ήταν απλά ήθη. Λειτουργούσαν ως άτυποι θεσμοί που συνέβαλλαν στην ενδυνάμωση των συγγενικών δεσμών μεταξύ των μελών της άρχουσας τάξης. Ένας συνεργάτης μας θεωρεί ότι δεν είναι σαφές αν σε αυτήν η αρχή του συγγενικού δεσμού αντικατέστησε την «πολιτική» συγκρότηση της προγενέστερης μυκηναϊκής κοινωνίας, όπως έχουν υποθέσει διάφοροι «μελετητές». Όταν έχουμε να κάνουμε με ρήξεις, τα συγκριτικά δεδομένα έχουν σχετική αξία.

Ο ομηρικός άνθρωπος ως οντότητα, προσδιοριζόταν από την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκει,  και αξιολογούταν από το κατά πόσο συνεισέφερε στην απόκτηση αγαθών από τους βασιλικούς «οίκους» και στη διαιώνιση του εξουσιαστικού τους καθεστώτος. Η ομηρική κοινωνία όπως παρουσιάζεται στα έπη συνεχίζει να είναι πατριαρχική, όπως και η προγενέστερη της μυκηναϊκή. Οι γυναίκες περνούν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους στο σπίτι. Πλέκουν, γνέθουν και ασχολούνται με την ανατροφή των παιδιών και γενικά με αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε οικιακές εργασίες. Για να είμαστε ακριβέστεροι, οι γυναίκες των αρχόντων θα διεύθυναν τις εργασίες αυτές και θα επιτηρούσαν τις δούλες που θα τις εκτελούσαν. Οι γυναίκες είναι παραγωγικά εργαλεία και ταυτόχρονα, σκεύη ηδονής. Η αρπαγή γυναικών είναι συνήθης πρακτική, τόσο στα έπη όσο και στη μυθολογία. Είναι ουσιαστικά μία προέκταση της ζωοκλοπής, υπό την έννοια της παρόμοιας χρηστικής και ανταλλακτικής αξίας των γυναικών και των ζώων την εποχή εκείνη. Υπό αυτήν την έννοια, ο πυρήνας του ιλιαδικού μύθου (η αρπαγή της Ελένης από τον Πάρη) είναι απόλυτα συμβατός με την κοινωνική πραγματικότητα της ομηρικής εποχής.

Στη μυκηναϊκή εποχή η γραφή εξυπηρετούσε τη διοικητική λειτουργία των ανακτορικών κέντρων, καθώς και το εμπόριο. Μετά την καταστροφή των μυκηναϊκών ανακτόρων, η γλώσσα των πινακίδων των αρχείων τους, η γραμμική Β, επιβιώνει πολύ αποσπασματικά σε κάποιους θύλακες στη στεριά, καθώς και μεταξύ των εμπόρων που όργωναν τις θάλασσες. Στην Εγγύς Ανατολή την εποχή αυτή έχουμε πολλά δείγματα γραφής. Θα ήταν παράδοξο να μην τη χρησιμοποιούσαν οι ναυτικοί-έμποροι του ελλαδικού χώρου, οι οποίοι μετά τον 11ο αιώνα άρχισαν να έχουν ολοένα και περισσότερες επαφές με αυτούς της Ανατολής. Επίσης, από τον 11ο αιώνα έχουμε τον πρώτο ελληνικό αποικισμό. Το ίδιο παράδοξο θα ήταν όλοι αυτοί οι πληθυσμοί που συμμετείχαν σε αυτόν να μη χρησιμοποιούσαν κάποιο είδος γραφής. Ακόμα και αν δεχτούμε ότι τον 8ο αιώνα π.Χ. το φοινικικό αλφάβητο συμπλήρωσε το ελληνικό ως προς τα σύμβολα τριών φθόγγων του, τα σύμβολα αυτά τα δανείστηκε από τη γραμμική Α. Επομένως, η γραμμική Α θα ήταν σε κάποιο μικρό βαθμό σε χρήση μέχρι την πλήρη αντικατάσταση της από την αλφαβητική γραφή. Το στοιχείο αυτό είναι σε αντιστοιχία με τις γραπτές μαρτυρίες που έχουμε για την επιβίωση της γραμμικής Α μετά την πτώση των μυκηναϊκών ανακτόρων. Παράλληλα με αυτήν, συνεχίζεται να χρησιμοποιείται – και αυτή σε μικρό βαθμό και σε κάποιους θύλακες- και η γραμμική Β. Γνωρίζουμε ότι επιβιώνει σποραδικά μέχρι τουλάχιστον τα τέλη της αρχαϊκής εποχής. Στοιχεία της θα περάσουν στην «ομηρική» ελληνική γλώσσα, κυρίως στην ιωνική-αττική και δευτερευόντως στη δωρική διάλεκτο. Επίσης, στη γραμμική Β υπάρχουν λέξεις που δεν επιβίωσαν σε καμία από τις μεταγενέστερες ελληνικές διαλέκτους. Αυτές είναι άλλη μία ένδειξη του διαφορετικού φυλετικού υποστρώματος της άρχουσας τάξης της μυκηναϊκής εποχής. Με άλλα λόγια, στις μεταγενέστερες ελληνικές διαλέκτους επιβίωσαν τα στοιχεία της γραμμικής Β που χρησιμοποιούνταν από τους αυτόχθονες. Τα υπόλοιπα εξαφανίστηκαν όταν επήλθε η πτώση του μυκηναϊκού συστήματος εξουσίας και μαζί της εξαφανίστηκαν οι «επήλυδες».  

Οι οικίες των «βασιλέων» της Ιλιάδας και της Οδύσσειας δεν έχουν καμία σχέση με τα μυκηναϊκά ανάκτορα. Μοιάζουν αρκετά στην κάτοψη και στη δομή τους με αυτές των κοινών ανθρώπων. Είναι βέβαια μεγαλύτερες από αυτές. Υπάρχουν αρκετά τέτοια παραδείγματα από ανασκαφές που έχουν γίνει σε αρχαιολογικούς χώρους εντός και εκτός Ελλάδας. Αναφέρουμε εδώ ενδεικτικά μερικά από αυτά, όπως το «μέγαρο Β» στον Θέρμο της Αιτωλίας, ένα μνημειώδες οικοδόμημα των αρχών του 11ου αιώνα π.Χ. (που διαδέχτηκε ένα άλλο, το «μέγαρο Α»), κάποια παρόμοια οικοδομήματα στον Άλο Μαγνησίας και σε άλλα μέρη της Ηπειρωτικής Ελλάδας. Ένα ακόμα καλό παράδειγμα αρχιτεκτονικής, αν και λίγο μεταγενέστερο (τέλη 10ου – αρχές 9ου αιώνα π.Χ.), είναι οι αρχαιότερες σωζόμενες οικίες (και γενικά τα οικοδομήματα) του οικισμού της γεωμετρικής εποχής στη Σμύρνη. Εκτός από τις αρχιτεκτονικές ομοιότητες με τις περιγραφές του Ομήρου, ένας από τους ανασκαφείς του αρχαίου οικισμού, ο Βρετανός J.M. Cook, παρατήρησε τοπογραφικές ομοιότητες με την περιγραφή της Σχερίας στην Οδύσσεια.

Όμως, το πιο χαρακτηριστικό από τα παραδείγματα αυτά βρίσκεται στο Λευκαντί της Εύβοιας. Στη δημοσίευση της με τίτλο «Λευκαντί, ο αρχαιολογικός χώρος που επέβαλλε τον επαναπροσδιορισμό των σκοτεινών χρόνων», η αρχαιολόγος Νότα Κούρου γράφει σχετικά με τον οικισμό και το νεκροταφείο του Λευκαντιού: “…τα ευρήματα στον οικισμό και κυρίως στα νεκροταφεία του Λευκαντιού έδωσαν μιαν άλλην, εντελώς διαφορετική, διάσταση στην αρχαιολογική έρευνα και οδήγησαν σε ριζικό επαναπροσδιορισμό της περιόδου (από το 1.100 ως περίπου το 750 π.Χ.). Ο πλούτος των ευρημάτων και η παρουσία κοσμημάτων από χρυσό και άλλα πολύτιμα και ημιπολύτιμα υλικά αποτελούν πλέον αψευδείς μαρτυρίες ευημερίας, ενώ οι εισαγωγές από την ανατολική λεκάνη της Μεσογείου είναι άφθονες και αρχίζουν ήδη από τον 11ο αιώνα. Είναι πλέον φανερό ότι η απομόνωση του ελληνικού χώρου ουδέποτε υπήρξε και η διαδικασία της ανάπτυξης του ελληνισμού, που κατέληξε στον αποικισμό της Δύσης, την υιοθέτηση του αλφαβήτου και τη δημιουργία της γραφής, είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα από τον 8ο αιώνα π.Χ.”.

Εμείς πιστεύουμε ότι η συγκριτική μελέτη των επών και ευρημάτων προερχομένων από άλλους αρχαιολογικούς χώρους ήταν ικανή για να θέσει σε σοβαρή αμφισβήτηση το εφεύρημα του υποτιθέμενου «ελληνικού μεσαίωνα», πολύ πριν από τις ανασκαφές στο Λευκαντί. Τα ευρήματα των ανασκαφών αυτών απλά του έβαλαν την ταφόπλακα. Ακόμα και μέσα από τον τάφο του όμως αναδύεται μία δυσωδία.

Θα παρατηρήσουμε, επίσης, την ευκολία με την οποία η συντριπτική πλειοψηφία των ιστορικών και αρχαιολόγων υιοθέτησε και αναπαρήγαγε για πολλά χρόνια και με χαρακτηριστική ευκολία αυτό το εφεύρημα, ενώ τους είχε επισημανθεί η σκοπιμότητα του, καθώς και η υπερβολική και αστήρικτη γενίκευση του. Έτσι όμως λειτουργούν τα πράγματα στο σύγχρονο επιστημονικό κατεστημένο στον κλάδο της ιστορίας και της αρχαιολογίας: τη συμφέρουσα για τις σκοπιμότητες τους (εθνικές, εθνοφυλετικές, πολιτικές, κλπ) υπόθεση τη βαφτίζουν θεωρία, την περιβάλλουν με στρώσεις αυθεντίας, διαστρεβλώνουν λιγότερο ή περισσότερο εξόφθαλμα τα ιστορικά και αρχαιολογικά δεδομένα, φέρνοντας τα στα μέτρα της, την εδραιώνουν και τη διαιωνίζουν ως «επικρατούσα» μέσω μιας διαδικασίας ανακύκλωσης αυθεντιών (βιβλία, άρθρα, δημοσιεύσεις κάθε τύπου, εκπομπές στα μέσα αποβλάκωσης, λογύδρια σε συνέδρια, κλπ) στην οποία ο ένας παραπέμπει στην αυθεντία του άλλου. Αν κάποιος με λογικά επιχειρήματα αμφισβητήσει αυτό το κατεστημένο ή την ισχύ κάποιας από τις αστήρικτες υποθέσεις του, δέχεται ένα αμείλικτο πόλεμο από αυτούς που το απαρτίζουν και τα φερέφωνα τους. Πολλές φορές δε ο πόλεμος αυτός δεν περιορίζεται μόνο σε θεωρητικές αντιπαραθέσεις… Όταν κάποιος που δεν ανήκει σε αυτό το φαύλο σύστημα, προτείνει σε κάποιον τρίτον που δεν έχει εντρυφήσει σε κάποιο θέμα, να διαβάσει μία άλλη δομημένη άποψη πάνω σε ένα θέμα, π.χ. πάνω στο θέμα του «ελληνικού μεσαίωνα», αυτός ο μη ειδικός συνήθως αντιδρά, αξιολογώντας ασυνείδητα την άποψη αυτή ως «αιρετική» (κάποιες φορές χωρίς καν να την έχει διαβάσει), αποκλίνουσα από την «επικρατούσα» και επομένως εν των προτέρων απορριπτέα. Αν μετά από πολλά χρόνια αυτή η «αιρετική» άποψη κερδίσει έδαφος, τότε η «επικρατούσα», στον αγώνα της για επιβίωση, αμβλύνεται, τροποποιείται και επιχειρείται να χωρέσει σε αυτήν που φαίνεται να την αντικαθιστά. Το παλιό δεν παραδίνεται εύκολα…

Μετά από αυτήν την παρένθεση, στην οποία προσπαθήσαμε να αποδώσουμε συνοπτικά την εικόνα που επικρατεί στο συγκεκριμένο κατεστημένο, όπως μας τη μετέφερε ένας συνεργάτης μας, ας επιστρέψουμε στον πυρήνα του θέματος μας.

Τα οικοδομήματα του οικισμού του Λευκαντιού που χρονολογούνται στον 11ο και 10ο αιώνα π.Χ. είναι πολύ κοντά σε αυτά που περιγράφει ο Όμηρος. Ακόμα μεγαλύτερη ομοιότητα με τις ομηρικές περιγραφές έχουν οι τάφοι και τα ταφικά αγγεία και έθιμα του αρχαίου αυτού οικισμού. Ειδικότερα, ένα μεγάλων διαστάσεων (50x14m) αψιδωτό οικοδόμημα, ήταν αρχικά η κατοικία της οικογένειας ενός τοπικού άρχοντα, που μετά τον θάνατο του χρησιμοποιήθηκε ως ταφικό μνημείο. Η μορφή του, ο τρόπος κατασκευής του, τα αρχιτεκτονικά του χαρακτηριστικά και οι διαστάσεις μας φέρνουν στον νου τις ομηρικές περιγραφές ανάλογων κατασκευών. Σε αυτό βρέθηκαν τα υπολείμματα μίας ανδρικής καύσης, ενός γυναικείου ενταφιασμού και τέσσερα θαμμένα άλογα, όσα κάηκαν στην πυρά του Πατρόκλου. Από κάποιους η κατασκευή του χρονολογείται γύρω στο 1.050 π.Χ και από άλλους στις αρχές του 10ου αιώνα π.Χ.

Σε κανέναν οικισμό της εποχής αυτής δεν έχουν βρεθεί τοιχογραφίες. Η απουσία αναφορών σε τοιχογραφίες στα έπη είναι σε πλήρη αντιστοιχία με τη μη ανακάλυψη τοιχογραφιών σε ανασκαφές στις οικίες της εποχής αυτής. Οι ανάγκες και οι προτεραιότητες των ανθρώπων, καθώς και η μορφή των κοινωνιών τους, καθιστούσαν περιττό οτιδήποτε τις υπερέβαινε. Επίσης, στα έπη δε γίνεται νύξη για αγγεία με ζωγραφιστές απεικονίσεις. Η κεραμική της μυκηναϊκής εποχής, καθώς και της ιστορικής αρχαιότητας είναι κατά βάση εικονική. Αγγεία σαν κι αυτά που αναφέρει ο Όμηρος παρασκευάζονταν στη μεταμυκηναϊκή περίοδο. Μάλιστα η ανεικονική γεωμετρική τους διακόσμηση ήταν γεωμετρική, γι’ αυτό και αυτή η κεραμική, καθώς και η χρονική περίοδος που εμφανίστηκε, ονομάστηκε σχηματικά γεωμετρική.

Στα έπη δεν υπάρχει καμία αναφορά ούτε σε τείχη φτιαγμένα από ογκόλιθους. Ούτε μία φορά δεν αναφέρει ο Όμηρος «κυκλώπεια» τείχη. Τα τείχη που περιγράφει είναι μία κάπως πιο ογκώδης εκδοχή των ξύλινων μαντρότοιχων των μαντριών των τσοπάνηδων. Αυτό είναι αναμενόμενο, αν δεχτούμε ότι σε πολύ μεγάλο βαθμό στα έπη περιγράφει στοιχεία της εποχής του. Ούτε μία αναφορά δε γίνεται σε θολωτούς τάφους. Κι αυτό είναι αναμενόμενο. Οι τάφοι αυτοί χρησιμοποιούνταν στη μυκηναϊκή εποχή για τις ταφές των μελών των βασιλικών οικογενειών της εποχής εκείνης. Με την κατάρρευση του «μυκηναϊκού» πολιτισμού σταμάτησε αυτόματα και η κατασκευή αυτών των μνημείων και επανήλθε η καύση των νεκρών. Το γεγονός αυτό αποτελεί μία ακόμα ένδειξη της διαφορετικής φυλετικής προέλευσης των μελών της άρχουσας τάξης της μυκηναϊκής εποχής, και συγκεκριμένα της ανατολικής τους προέλευσης. Επίσης, τα είδη των όπλων που έχουν βρεθεί σε τάφους της εποχής αυτής είναι πολύ διαφορετικά από τα μυκηναϊκά. Τέλος, το άρμα στην Ιλιάδα χρησιμοποιείται ως μέσο μεταφοράς και όχι ως άρμα μάχης.

Στα ομηρικά έπη είναι εμφανής η απόσταση του ομηρικού κόσμου τόσο από τη μυκηναϊκή εποχή όσο και από τη λεγόμενη ιστορική αρχαιότητα. Ο ποιητής δε γνωρίζει τις ελληνικές αποικίες στη Μεγάλη Ελλάδα, στη Μικρά Ασία, στον Εύξεινο Πόντο και αλλού. Τουλάχιστον, δεν κάνει ούτε μία αναφορά σε κάποια από αυτές. Επίσης, δεν κάνει καμία αναφορά στη λεγόμενη «κάθοδο των Δωριέων». Αυτό είναι το πλέον αναμενόμενο. Δε θα μπορούσε να αναφέρει κάτι που δεν έγινε ποτέ, τουλάχιστον με τη μορφή και τις διαστάσεις που του έδωσαν οι σύγχρονοι εθνοφυλετιστές απατεώνες, για λόγους που πια όλοι γνωρίζουμε. Σημειώνουμε πως στην ιστορική αρχαιότητα μία από τις έννοιες του όρου «κάθοδος» ήταν η επιστροφή, η επάνοδος. Επομένως, η λέξη δεν υποδηλώνει γεωγραφική κάθοδο φύλων από τον Βορρά, αλλά επιστροφή, επάνοδο. Η επάνοδος αυτή θα ήταν η απόπειρα των βασιλικών απογόνων («Ηρακλειδείς») που είχαν εκδιωχθεί από τους θρόνους τους να τους επανακτήσουν, επιστρέφοντας στις προγονικές τους εστίες. Για τη λέξη «επιστροφή» ο Όμηρος δε χρησιμοποιεί τον όρο «κάθοδος», αλλά τους όρους «άνοδος» και «νόστος», οι οποίοι χρησιμοποιούνταν για την απόδοση της λέξης αυτής πριν από τον 8ο αιώνα π.Χ.

Όσοι, μετά τον Όμηρο, έκαναν διασκευές των επών ή έγραψαν ποιήματα βασισμένα στη θεματολογία τους, χρησιμοποίησαν σε αυτές τους τις καλλιτεχνικές δημιουργίες πολιτιστικά και ιδεολογικά στοιχεία και λέξεις της δικής τους εποχής. Το ίδιο έκανε και ο Όμηρος (όποιος και αν ήταν αυτός) στα έπη. Εκτός από το παράδειγμα της λέξης άνοδος που αναφέραμε μόλις πριν, όλες σχεδόν οι λέξεις που χρησιμοποιούνται στα έπη για απόδοση εννοιών και αρχαιολογικών στοιχείων είναι προγενέστερες του 8ου αιώνα π.Χ. Η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτιστικών και ιδεολογικών στοιχείων που απαντώνται σε αυτά τοποθετούνται στην εποχή του. Αυτό είναι λογικό: αφού απευθυνόταν σε ακροατήριο της εποχής του, θα χρησιμοποιούσε σε μεγάλο βαθμό τη γλώσσα της εποχής του. Εκτός όμως από το λεξιλόγιο, ο Όμηρος προσάρμοσε και τα θέματα, το ύφος και το περιεχόμενο των επών στις ανάγκες του ακροατηρίου του. Αυτή δεν ήταν βέβαια ο ευρύτερος πληθυσμός αλλά τα μέλη των βασιλικών «οίκων» και οι παρατρεχάμενοι τους. Τα έπη του λοιπόν είναι εγκωμιαστικοί ύμνοι στους Έλληνες πολέμαρχους – «πειρατές» και στα «κατορθώματα» τους στην Ανατολική Μεσόγειο. Αυτούς τους παρουσιάζει ως ήρωες και τις κάθε λογής βιαιοπραγίες τους ως ηρωικά κατορθώματα. Και γενικώς και ειδικώς, ο κόσμος των επών είναι μακριά από αυτόν του 8ου αιώνα και του 7ου αιώνα π.Χ. και εξίσου μακριά από την ύστερη μυκηναϊκή εποχή. Τοποθετείται χρονικά σε μία ενδιάμεση εποχή, στον 10αιώνα π.Χ. ή λίγο νωρίτερα από αυτόν.

Στο βιβλίο του «O κόσμος του Οδυσσέα», ο M.I. Finley τοποθετεί τη σύνθεση τους στον 8ο αιώνα π.Χ., δέχεται όμως ότι η εποχή που περιγράφεται σε αυτά είναι ο 10ος ή ο 9ος αιώνας π.Χ. Δεν εξηγεί όμως γιατί ένας ποιητής συνέθεσε τα έπη τον 8ο αιώνα και σε αυτά η συντριπτική πλειοψηφία των στοιχείων που αναφέρονται χρονολογούνται στον 11ο ή 10ο αιώνα, ενώ απουσιάζουν παντελώς τα στοιχεία της εποχής στην οποία τοποθετεί τη σύνθεση τους: “ο κόσμος του Οδυσσέα δεν έμοιαζε με τον 7ο αιώνα π.Χ. ούτε με τη μυκηναϊκή εποχή, πέντε, έξι ή επτά αιώνες νωρίτερα. Ήταν πολύ πιο «απλός» όσο αφορά στην κοινωνική και πολιτική του σύνθεση. Οι άνθρωποι ήταν αγράμματοι και η αρχιτεκτονική του δεν ήταν πια μνημειώδης ούτε για τους ζωντανούς ούτε για τους νεκρούς. Δεν αντιστοιχούσε ούτε στην Εποχή του Χαλκού ούτε στην εποχή της πόλης-κράτους που ακολουθούσε. Αν όμως πρέπει να την τοποθετήσουμε χρονικά, γιατί οι γνώσεις μας γύρω από την ηρωική ποίηση το επιβάλλουν, οι πιο πιθανοί αιώνες είναι ο 10ος και ο 9ος”.

Όταν ο M.I. Finley έγραψε το βιβλίο αυτό, δεν είχε αποκρυπτογραφηθεί η γραμμική Β, η γραφή των πινακίδων των μυκηναϊκών ανακτόρων. Η είδηση της αποκρυπτογράφησης έφτασε στα τέλη του 1953,  όταν το βιβλίο βρισκόταν ακόμα στο τυπογραφείο. Εκείνη τη χρονική στιγμή είχε κάνει την (ορθή και κατά τη γνώμη μας προφανή) διαπίστωση που παραθέσαμε πιο πριν ότι η κοινωνία των επών είναι η μεταμυκηναϊκή. Μερικά χρόνια αργότερα, το 1965, έχοντας μελετήσει το περιεχόμενο των πινακίδων, συμπλήρωσε στον πρόλογο στην αναθεωρημένη έκδοση τα εξής: “Πιστεύω ακόμη πως η Ιλιάδα και η Οδύσσεια πρέπει να πήραν τη μορφή που έχουν σήμερα όταν εμφανίστηκε η πόλη-κράτος. Αν όμως αυτό αληθεύει, οι νέες πληροφορίες που μπορούν με δυσκολία να εξαχθούν από τα κείμενα της γραμμικής Β θα έπρεπε να επιβεβαιώνουν την άποψη αυτή, τονίζοντας τις εντελώς διαφορετικές συνθήκες από εκείνες που παρατηρούνται στα ποιήματα. Κατά τη γνώμη μου, οι πινακίδες αυτό ακριβώς κάνουν. Μας παρουσιάζουν μία πολύπλοκη, ιεραρχημένη, αυλική κοινωνία, που μας θυμίζει άλλες κοινωνίες της εποχής εκείνης στη Μέση Ανατολή, εντελώς διαφορετικές και από τον κόσμο του Οδυσσέα και από τον ελληνικό πολιτισμό που αναπτύχθηκε αργότερα. Μερικοί από εμάς το είχαν προβλέψει πριν από την αποκρυπτογράφηση, όπως φαίνεται στο βιβλίο μου. Πρέπει όμως να προσθέσω αμέσως πως δε συμφωνούν όλοι οι μελετητές, αν και πολλοί περισσότεροι θα συμφωνούσαν τώρα παρά πριν από δέκα χρόνια”.

Οι πληροφορίες που μας έδωσαν οι πινακίδες της γραμμικής Β δεν επιβεβαίωσαν με κανέναν τρόπο την εικασία ότι τα έπη γράφτηκαν όταν εμφανίστηκε η πόλη-κράτος. Κατέδειξαν όμως την απόκλιση του κόσμου των επών από αυτόν της μυκηναϊκής εποχής. Μία δεκαετία μετά την αποκρυπτογράφηση της γραμμικής Β, ο Finley υπέθεσε ότι μετά τη μελέτη των πινακίδων, θα ήταν περισσότεροι αυτοί που θα συμφωνούσαν με το ότι η κοινωνία που περιγράφεται στα έπη δεν είναι η μυκηναϊκή, αλλά η μεταμυκηναϊκή. Σήμερα, επτά δεκαετίες μετά την αποκρυπτογράφηση των πινακίδων, υπάρχουν ακόμα κάποιοι που επιμένουν να τοποθετούν τον κόσμο των επών στη μυκηναϊκή εποχή…

Τα αρχαιολογικά, γεωγραφικά, ιστορικά, γλωσσολογικά δεδομένα, ακόμα και τα λαογραφικά και μυθολογικά στοιχεία είναι σαφή. Οι μυκηναϊκοί απόηχοι στην Ιλιάδα μετρώνται στα δάχτυλα των δύο χεριών. Τα στοιχεία της μεταμυκηναϊκής εποχής είναι πολλά περισσότερα, ενώ δεν υπάρχει ούτε ένα αρχαιολογικό στοιχείο που να παραπέμπει μόνο στον 8ο ή 7ο αιώνα π.Χ. Στην “Ομηρική γεωγραφία και ομηρική εποχή” διαβάζουμε: “Ένας ποιητής των αρχών της ιστορικής εποχής δε θα μπορούσε να έχει σαφείς και ακριβείς πληροφορίες για την κοινωνία και τη γεωγραφία μιας εποχής που έρχεται από την πέρα όχθη” και να χρησιμοποιεί γλωσσικά στοιχεία της εποχής αυτής και όχι αυτής που εικάζεται ότι είναι δική του, θα προσθέταμε εμείς. “Την  πληθώρα των μυκηναϊκών, υπομυκηναϊκών και «μεσαιωνικών» στοιχείων των επών, και την απουσία αντίστοιχων στοιχείων της ιστορικής αποκλειστικά εποχής, προσπαθούν επίμονα να εξηγήσουν με την υπόθεση ότι ο δημιουργός ή οι δημιουργοί των επών «αρχαΐζουν» συστηματικά. Είναι τόσο βαθιά ριζωμένη και τόσο πλατιά διαδεδομένη αυτή η πεποίθηση, ώστε να είναι περιττή η οποιαδήποτε συγκεκριμένη παραπομπή. Αν αναζητήσει όμως κανείς τα αποδεικτικά της στοιχεία, με έκπληξη θα διαπιστώσει ότι πρόκειται για μια απλή και εντελώς αστήρικτη διαβεβαίωση, που την τροφοδοτεί διαρκώς σε έναν φαύλο κύκλο η παραπομπή της μίας αυθεντίας στην άλλη”.

Τα έπη ως εργαλεία προπαγάνδας της άρχουσας τάξης

Πρώτα απ’ όλα, οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε ότι τα έπη δεν είναι προϊόν καμίας λαϊκής ή συλλογικής παράδοσης ή κουλτούρας. Στην ομηρική εποχή, οι «βασιλείς» επιδίωκαν να ταυτιστούν στο συλλογικό υποσυνείδητο με τους θεούς και τους ημίθεους (ως απόγονοι και ευνοούμενοι τους), καθώς και με τους αρχαιότερους από αυτούς ευγενείς και ηγεμόνες (ως συνεχιστές της θεόσταλτης εξουσίας τους). Ένα από τους μέσα που τους εξασφάλιζε αυτήν την ταύτιση ήταν η καλλιτεχνική δημιουργία, η οποία ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τις ανάγκες της άρχουσας τάξης. Συγκεκριμένα, τα έπη τα συνέθεταν οι αοιδοί κατά παραγγελία των ευγενών και τα τραγουδούσαν αρχικά στα συμπόσια και γενικά στις εορταστικές εκδηλώσεις που διοργάνωνε η «ελίτ» της εποχής τους γι’ αυτήν και για τον κύκλο που την περιέβαλλε. Σε δεύτερο βαθμό η διάδοση τους θα έφτανε μέχρι τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα.

Έτσι λοιπόν, η θεματική τους εντάσσεται σε αυτήν ακριβώς την επιδίωξη και κινείται μέσα στα πλαίσια της προπαγάνδας της κυρίαρχης τάξης. Εξυμνούν τις πολεμικές επιχειρήσεις των «βασιλέων», παρουσιάζοντας τις ως ηρωικά κατορθώματα. Εξωραΐζουν τις αγριότητες των πρωταγωνιστών τους, παρουσιάζοντας τις ως ανδραγαθήματα. Εγκωμιάζουν τους πολεμοχαρείς και βάναυσους ηγεμόνες, παρουσιάζοντας τους ως ανδρείους ήρωες που έχουν άμεση ή μακρινή θεϊκή καταγωγή. Προβάλλουν την ηθική και τα ιδανικά τους ως πρότυπα ζωής, παρουσιάζοντας τον πόλεμο, τη βία, τον ατομισμό και τον ανταγωνισμό ως ηρωικά ιδεώδη και πηγές δόξας και κοινωνικής υπεροχής και καταξίωσης. Αυτά, όμως, θα τα εξειδικεύσουμε πιο κάτω, στο κεφάλαιο που αναφέρεται στην αποδόμηση του ομηρικού Αχιλλέα.

Είναι κάτι σαν τη βιομηχανία μαζικής προπαγάνδας και πλύσης εγκεφάλου των σύγχρονων μέσων παραπληροφόρησης. Όπως σήμερα τα κυρίαρχα ιδεολογήματα καθαγιάζονται από το κύρος των αυθεντιών που παρουσιάζονται ως άποψη των ειδικών ή ως «αντικειμενική» άποψη, έτσι και ο Όμηρος καταφεύγει στην αυθεντία των Μουσών για να επικυρώσουν ως θεότητες την αξιοπιστία του περιεχομένου του έργου του. Αυτά που διηγείται, λοιπόν, οι μάζες στην πλειοψηφία τους τα θεωρούσαν πέραν κάθε αμφισβήτησης, αφού ήταν λόγια θεϊκών στομάτων, τα οποία θεωρούνταν άσφαλτα και αντικειμενικά. Ας μη μας ξενίζει κάτι τέτοιο. Το ίδιο παραμύθι τρώνε πολλοί και στη σημερινή εποχή, είτε τα στόματα που ξεστομίζουν την αυθεντία είναι θεϊκά, είτε είναι «επιστημονικά» και επομένως «αντικειμενικά», όπως πιστεύουν οι μάζες. Απλά σήμερα, χιλιάδες χρόνια μετά την ομηρική εποχή, είναι περισσότεροι αυτοί που δεν τρώνε το παραμύθι των θεόπνευστων ή άλλων αυθεντιών και της αντικειμενικότητα της επιστήμης. Επίσης, σε αντίθεση με την ομηρική εποχή, σήμερα η άποψη τους είναι καταγεγραμμένη. Σίγουρα θα υπήρχαν και τότε κάποιοι, απλά η αντίθεση τους στην τότε προπαγάνδα δεν έχει φτάσει καταγεγραμμένη σε εμάς.

Εκτός από την ηρωοποίηση των μελών της κυρίαρχης ελίτ, τα έπη λειτουργούσαν και ως μέσα διάδοσης και εδραίωσης στο κοινωνικό σύνολο του κώδικα ηθικής, των αρχών και της ιδεολογίας της τάξης αυτής. Παραδείγματα θα δώσουμε πιο κάτω, στο κεφάλαιο που αναφέρεται στην αποδόμηση του ομηρικού Αχιλλέα. Τηρουμένων των αναλογιών, αντίστοιχος είναι σήμερα ο ρόλος των συστημικών-καθεστωτικών μέσων παραπληροφόρησης.

Όλα τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά που περιγράφονται στα έπη απευθύνονται στο άτομο. Τίποτα δεν είναι συλλογική κατάκτηση, τα πάντα ξεκινούν και καταλήγουν στο άτομο. Όταν αναφερόμαστε στο άτομο, εννοούμε βέβαια τους ευγενείς, τους «βασιλείς». Σε αυτούς επικεντρώνεται η ψυχολογική σκιαγράφηση χαρακτήρων και γενικά η πλοκή των επών. Οι «από κάτω» απλά τους πλαισιώνουν ως ασήμαντοι κομπάρσοι ή ως απλό ντεκόρ. Η επική ποίηση δεν ενδιαφέρεται για τη ζωή των δούλων, των μικροκτηματιών, των μικροβοσκών και των τεχνιτών. Τα βάσανα τους, και γενικότερα η ζωή τους, είναι εκτός της θεματικής και των σκοπών της.

Ο ατομοκεντρικός χαρακτήρας των επών είναι εύκολα εξηγήσιμος, αν σκεφτούμε ποιος ήταν ο σκοπός τους. Θα ήταν παράλογο να προέτασσαν το συλλογικό ιδεώδες. Κάτι τέτοιο θα υπονόμευε το κοινωνικό στάτους των αφεντικών των αοιδών. Θα ήταν παράλογο κάποιος ευγενής να προσλάμβανε έναν αοιδό για να τον υπονομεύσει και ουσιαστικά να τον ακυρώσει. Θα ήταν σα να έσκαβε τον λάκκο του. Γι’ αυτό, η επική δημιουργία δεν είναι ουδέτερη και υπερταξική, αλλά έχει πολύ συγκεκριμένο κοινωνικό και ταξικό προσανατολισμό. Δε θα μπορούσε να “ανακλά τα ιδανικά της κοινωνίας”, αφού η ομηρική – και όχι μόνο- κοινωνία δεν είναι ένα αταξικό ομοιογενές σύνολο. Ανακλά, εξυμνεί και προπαγανδίζει τα ιδανικά των κυρίαρχων της εποχής της.

Με τη σταδιακή μετάβαση από τη φυλετική στην πολιτική κοινωνική οργάνωση, από το γένος στην πόλη-κράτος, και από τη βασιλεία στην ολιγαρχία, στην τυραννία και στη δημοκρατία, τα καθεστώτα αυτά προσάρμοσαν τα έπη στις ανάγκες τους. Η γνωστότερη διασκευή τους έγινε στην Αθήνα από τον Πεισίστρατο, τον 6ο αιώνα π.Χ. Τότε άρχισε να καλλιεργείται από το καθεστώς του τυράννου το ιδεολόγημα ότι η Αθήνα ήταν η μητρόπολη των Ιώνων, και άρχισαν να κατασκευάζονται από αυτό νέες  ιστορικές παραδόσεις προσαρμοσμένες σε αυτό. Μία από αυτές ήταν η σύνδεση των Ιώνων με το τεχνητώς εξωραϊσμένο «ένδοξο» παρελθόν των επών.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου