«Το Δάσος που λαχτάριζες / ώσπου να το περάσεις / τώρα να το ξεχάσεις,/
διαβάτη αποσπερνέ./ Μιαν αυγινή το κούρσεψαν / ανίδρωτοι λοτόμοι / κι εκεί
είναι τώρα δρόμοι / διαβάτη αποσπερνέ».
ΑΥΤΟ το συμβολικό μικρό αριστούργημα του Μαλακάση μού τριβέλιζε συνεχώς το
μυαλό τον τελευταίο καιρό που η πύρινη λαίλαπα αφάνιζε τα ελληνικά δάση. Αλλά
βέβαια δεν έφευγε από τον νου μου ότι ο ποιητής δεν είχε γράψει ένα
φυσιολατρικό ποίημα. Είχε εκφράσει την ηθική της μπουλντόζας, την ισοπεδωτική
λογική της καταναλωτικής εποχής που προφητικά έβλεπε να επελαύνει. Γιατί δεν
καίμε σ' αυτόν τον τόπο μόνο τα φυσικά μας δάση, δεν καταστρέφουμε τους
φυσικούς πνεύμονες, ως γνήσιοι απόγονοι του Ηρόστρατου καίμε τα πάντα, ναούς,
οίκους, γλώσσα, τέχνη, παράδοση, κάθε πνευματικό δρυμό, κάθε πολιτισμική
συστάδα ανθοφορίας.
Παραλάβαμε μια όμορφη κτισμένη Ελλάδα με την έμπειρη λαϊκή, αστική και
νεοκλασική της αρχιτεκτονική και την ισοπεδώσαμε. Δείτε μια φωτογραφία της
Αθήνας, των Πατρών, της Λαμίας του '50. Δείτε αυτή την αρχοντική οικοδομική
τέχνη που μας παρέδωσαν οι πατέρες μας και δείτε τι χτίσαμε πάνω στην «καμένη»
γη. Τα διατηρητέα που με το ζόρι διασώζονται είναι σαν τα δέντρα τα τυχερά και
δυστυχή της Πεντέλης που ορφανά ορθώνονται μέσα στ' αποκαΐδια. Το δάσος των
γραφικών κεραμοσκεπών και των ωραίων καμινάδων διαδέχτηκαν οι τσιμεντένιες
ταράτσες με τις «αναμονές» και το δάσος των κεραιών.
Είχαμε μέχρι τη χούντα μια παιδεία ανθρωποκεντρική και μια γλωσσική περιουσία
που αντλούσε από τα αρτεσιανά ύδατα τριών χιλιάδων χρόνων. Κάψαμε τις ρίζες
του γλωσσικού μας παρελθόντος, κάψαμε τα καράβια μας και πλατσουρίζουμε στις
τεχνητές λίμνες μιας ξύλινης γλώσσας.
Είχαμε μια γενναία ποιητική παράδοση. Από τον Ρήγα, τον Κάλβο, τον Σολωμό ώς
τον Παλαμά, τον Σικελιανό και τον Παπατσώνη και από τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον
Βρεττάκο και τον Ρίτσο ώς τον Αναγνωστάκη, τον Καρούζο, τον Παπαδίτσα η ποίησή
μας είχε θέμα το γένος, την ιστορία, τη μοίρα του συλλογικού μας βίου, τα
τραγικά συμβάντα και τις ελπίδες μας. Γυρίσαμε την πλάτη σ' αυτή την ποίηση,
την εξορίσαμε από την εκπαίδευση. Ακούγονται ήδη ειρωνικά σχόλια για τον
εθνικισμό του Σεφέρη και τον φασισμό του Εγγονόπουλου. Ίσως γιατί ο Σεφέρης
προφήτευε πως είμαστε πιθανόν οι τελευταίοι που μιλάμε ελληνικά και ίσως γιατί
ο Εγγονόπουλος υπέθετε πως η γλώσσα των αγγέλων είναι τα ελληνικά.
Είχαμε κάποτε ένα υπέροχα οργανωμένο κοινοτικό και ενοριακό βίο που διέσωσε
γλώσσα και συνείδηση γένους σε σκοτεινές εποχές και τον πυρπολήσαμε ορθώνοντας
πάνω στην ανθρωπολογία του το απάνθρωπο κεντροευρωπαϊκό κράτος.
Είχαμε κάποτε μια πλούσια μουσική παράδοση, πολύκλαδο δάσος ρυθμών, μελών,
εμμέλειας. Από το δημοτικό στο ρεμπέτικο, από την εκκλησιαστική παράδοση στην
επτανησιακή καντάδα· είχαμε τον Καλομοίρη και τον Ευαγγελάτο, τον Σκαλκώτα και
τον Χρήστου και ύστερα τους μεγάλους μελωδιστές της παρέας μας, τον Χατζιδάκι,
τον Θεοδωράκη, τον Ξαρχάκο, τον Μαρκόπουλο, τον Λοΐζο, τον Λεοντή, τον
Μαμαγκάκη, τον Κουνάδη κι από κοντά τον Κουγιουμτζή, τον Σπανό. Τους κάψαμε,
τους περιφρονήσαμε, τους καταδικάζουμε στη σιωπή και στα καμένα τραγούδια τους
φυτρώσαν ζιζάνια, χυδαίες φωνές κι απάνθρωποι θόρυβοι.
Είχαμε μια ακμή στη ζωγραφική, από τον Γύζη στον Αλταμούρα, από τον Λεμπέση
στον Γκίκα, από τον Τσαρούχη στον Τέτση, από τον Μυταρά στον Σακαγιάν και στον
Μετζικώφ και κυνηγάμε τους μεταμοντέρνους και τους υπερμοντέρνους, την αμορφία
και την κιτς συμμόρφωση.
Είχαμε μια πεζογραφική κορυφογραμμή, από τον Ροΐδη, τον Βιζυηνό και τον
Παπαδιαμάντη, τον Βουτυρά, τον Καραγάτση, τον Τερζάκη, τον Πρεβελάκη, τον
μεγάλο Καζαντζάκη, τον Μπεράτη, τον Τσίρκα. Και τρέχουμε πίσω από τυχάρπαστα
μπεστ σέλερ της μιας και μισής ανάγνωσης.
Είχαμε μια ερμηνευτική εποποιία στο αρχαίο δράμα, με μια γενναία γιγαντομαχία
μεταφραστική. Από τον Χρηστομάνο, τον Φ. Πολίτη, τον Ροντήρη, τον Καραντηνό,
τον Κατσέλη, τον Μουζενίδη, τον Κουν, τον Σολομό, τον Μινωτή και όσους από
τους νεώτερους τολμούν ακόμη να σέβονται ανανεώνοντας την παράδοση. Οι
παραστάσεις τους δημιούργησαν κώδικα και επηρέασαν την ευρωπαϊκή ανύπαρκτη
ανάλογη παραστασιολογία. Μια τέτοια γενναία περιπέτεια αφήσαμε να την
πυρπολούν θρασύτατοι επιδρομείς που μισούν παράδοση και ποίηση και θέατρο,
υψώνοντας βωμό στην αισθητική του παραμορφωτικού λίφτινγκ.
Όλα τα δάση μας τα κάψαμε και σ' όλα τα γυμνά τοπία υψώσαμε τα ποικίλα
αυθαίρετά μας, διαβάτη αποσπερνέ.
*Φ.Τό αρθρο ειναι του ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΥ ΚΩΣΤΑ από τά ΝΕΑ και ειναι παλιό[1998],δεν ειχαμε τ'οτε πράσινη ανάπτυξη,ανεμογεννήτριες και φωτοβολταικά αλλα μονο οικοπεδοφάγους...
🇬🇷
ΑπάντησηΔιαγραφήΑΣΙΜ ΚΙΑΖΙ ΜΟΥΣΤΑΦΆ 💥
ΙΔΟΎ Η ΡΌΔΟΣ...
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΆ ΔΙΚΑΣΤΉΡΙΑ ΆΜΕΣΑ