Άρθρο του Thomas Harrington, που δημοσιεύτηκε στις 20 Ιανουαρίου 2023 από το Brownstone Institute, '. Απόδοση στα ελληνικά, Νίκος Μαρής
Τι θα έκανα αν ήμουν ένα αδίστακτο μέλος της υπερ-ελίτ σήμερα; Θα εισερχόμουν από την κερκόπορτα και θα έδινα στους άθρησκους ανθρώπους όλα όσα θα τους έδινε μια θρησκεία: παντογνώστες (όπως ο Fauci), ιερά κείμενα και φράσεις («ασφαλή και αποτελεσματικά»), ορατά φυλαχτά για να επιδεικνύουν την πίστη τους στους άλλους (μάσκες), τελετουργικές επιβεβαιώσεις (το τρύπημα με τη βελόνα) και τόσα άλλα
Είμαστε όλοι παιδιά της νεωτερικότητας, δηλαδή του πνευματικού και κοινωνικού κινήματος που ξεκίνησε στην Ευρώπη πριν από περίπου πέντε αιώνες και τοποθέτησε την ανθρωπότητα, με την ικανότητά της να σκέφτεται και να πράττει, στο κέντρο του σύμπαντος. Αυτό ισχύει ακόμη και για εκείνους που αυτοαποκαλούνται μετανεωτερικοί, καθώς εξαρτώνται από την ύπαρξη του νεωτερικού πλαισίου για να καθορίσουν τις ταυτότητές τους.
Ενσωματωμένες στη σύγχρονη προοπτική είναι συχνά μια σειρά από υπονοούμενες πεποιθήσεις. Η μία είναι αυτή η ιδέα ότι υπάρχει ένα ουσιαστικό χάσμα μεταξύ του ανθρώπου και της φύσης και ότι η φύση βρίσκεται κυρίως εκεί για να υπηρετήσει τον άνθρωπο. Μια άλλη είναι η ιδέα ότι τα ανθρώπινα όντα, αν αφεθούν μόνα τους να αναπτύξουν τις παρατηρητικές τους δυνάμεις όλο και πιο έντονα, θα αποκρυπτογραφήσουν, με τον καιρό, τα περισσότερα από τα μυστήρια της δημιουργίας.
Οι δραματικές αλλαγές που προκλήθηκαν από αυτόν τον τρόπο θεώρησης του κόσμου κατά την τελευταία μισή χιλιετία υπάρχουν εκεί για όλους. Και είμαι ευγνώμων που επωφελήθηκα από πολλές από τις πιο θετικές εξ αυτών.
Τι γίνεται όμως με μερικές από τις μαύρες τρύπες σε αυτό το νοητικό παράδειγμα;
Για παράδειγμα, τι γίνεται με την αντίληψη, που υπονοείται στη δεύτερη ιδέα που αναφέρθηκε παραπάνω, ότι ένα ανθρώπινο ον, ή ακόμα και μια πειθαρχημένη ομάδα ανθρώπινων όντων, μπορεί να βασιστεί στην παρατήρηση του κόσμου με οποιονδήποτε ακριβή ή αμερόληπτο τρόπο;
Μας αρέσει να πιστεύουμε ότι μπορούμε να το κάνουμε αυτό. Και μερικές φορές μπορεί ακόμη και να φτάσουμε κοντά στο να το κάνουμε.
Σε αυτή την προσπάθεια όμως είμαστε καταδικασμένοι να αποτυγχάνουμε πάντα, για έναν πολύ απλό λόγο. Με την πιθανή εξαίρεση των πρώτων δευτερολέπτων μετά την έξοδο μας από τη μήτρα, όλες οι ανθρώπινες αισθήσεις και παρατηρήσεις μας διαμεσολαβούνται (όπως λέμε «μέσα» ενημέρωσης) από το βάρος των αντιλήψεων που είχαν οι άλλοι για τα ίδια ή/και παρόμοια φαινόμενα με την πάροδο του χρόνου, και που έχουν περάσει σε μας από κοινωνικούς φορείς κάθε είδους, ξεκινώντας από την οικογένεια.
Το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε, φαίνεται, είναι να συνειδητοποιήσουμε όσο το δυνατόν πληρέστερα το πώς αυτά τα γνωστικά και πολιτισμικά φίλτρα μπορεί να επηρεάζουν την αίσθησή μας για την πραγματικότητα και να υιοθετήσουμε μια στάση σεμνού σκεπτικισμού μπροστά σ’ αυτό που νομίζουμε ότι βλέπουμε και γνωρίζουμε.
Μπορεί κανείς να έχει υπερβολικό σκεπτικισμό; Σίγουρα, και όλοι γνωρίζουμε ανθρώπους που έχουν περιπέσει σε μια ζωτική παράλυση υπό το βάρος του.
Το κλειδί, φαίνεται, είναι να προχωρήσετε με την ελπίδα ότι πλησιάζετε λίγο πολύ στο αναλυτικό σημείο, ενώ είστε ανοιχτοί στην πιθανότητα ότι μπορεί να μην ισχύει καθόλου.
Ακούγεται καλό. Όχι;
Εδώ όμως είναι η ανατροπή. Οι άνθρωποι, παρ' όλες τις εντυπωσιακές γνωστικές τους ικανότητες και τις ικανότητες κατασκευής εργαλείων, είναι επίσης πολύ ανήσυχα πλάσματα.
Και είναι ανήσυχα για έναν λόγο πάνω απ' όλους. Ξέρουν ότι θα αρρωστήσουν και θα πεθάνουν και ότι, όσο κι αν προσπαθούν, πραγματικά το λογικό τους μυαλό δεν μπορεί να ξεπεράσει αυτήν την ανησυχητική, και από πολλές απόψεις συντριπτική, αλήθεια. Και αυτό σημαίνει ότι, αν και πολλοί νεωτερικοί άνθρωποι δεν αντέχουν να το παραδεχτούν, πολλοί, αν όχι οι περισσότεροι από αυτούς, είναι επίσης θρησκευόμενα όντα.
Όταν μιλώ για θρησκευτικότητα σε αυτό το πλαίσιο, το κάνω όχι με την έννοια που δηλώνει μια τάση για εκκλησιασμό ή ακόμα και προσευχή, αλλά με την αρχική έννοια των όρων που προέρχονται από το λατινικό religare που σημαίνει να συνδέω μεταξύ τους αυτό που αποτελείται από χωριστά κομμάτια.
Όταν πρόκειται να αντιμετωπίσουμε τα υπαρξιακά μας διλήμματα και ένα σωρό άλλα ζητήματα της ζωής, εμείς οι άνθρωποι λαχταρούμε την ενότητα και την ικανότητα να υπερβαίνουμε τις δυσκολίες μας, και ως μέρος αυτών των πόθων αναζητούμε μεγάλες, και επομένως συχνά υπερβολικά απλοϊκές θεωρίες για τη φύση των προβλημάτων μας στις κατακερματισμένες ζωές μας, καθώς και τις πιθανές λύσεις τους.
Τι γίνεται όμως αν δεν ξέρετε ότι έχετε αυτή τη λαχτάρα; Ή τι γίνεται αν αναγνωρίζετε ότι αυτή η λαχτάρα υπάρχει, αλλά έχετε καταλήξει να την ταυτίζετε αποκλειστικά με «άλλους ανθρώπους» ή/και με αυτό που πολλές σύγχρονες πνευματικές παραδόσεις έχουν συχνά παρουσιάσει ως μοναδικούς φορείς της: τις επίσημες, ιστορικά επικυρωμένες θρησκευτικές οργανώσεις;
Τότε, θα έλεγα, θα βρισκόσασταν στην πολύ ευάλωτη θέση όπου βρίσκονται σήμερα πολλοί κατά δήλωσή τους άθρησκοι άνθρωποι: Μια ομολογία πίστης - με κάτι που μπορεί να ονομαστεί θρησκευτική ζέση - σε έννοιες ομαδικών ταυτοτήτων που, όπως εκείνες που πηγάζουν από θρησκευτικές παραδόσεις τις οποίες έχουν διδαχθεί (όχι χωρίς λόγο) να βλέπουν με μεγάλο σκεπτικισμό, συχνά είναι προϊόν σχεδιασμού από κυνικές ελίτ, για να απλοποιήσουν τα διλήμματα της ζωής τους και με αυτόν τον τρόπο να τους αφαιρέσουν τις προσωπικές τους κριτικές ικανότητες.
Αυτή η μεταφραστική δυναμική δεν είναι κάτι καινούργιο. Όπως έχουν επισημάνει πολλοί μελετητές του εθνικισμού, δεν είναι τυχαίο ότι το έθνος-κράτος εδραιώθηκε ως το κυρίαρχο μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης στην Ευρώπη σχεδόν την ίδια εποχή (το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου) όταν η ανεξιθρησκία εμφανίστηκε ως ένα ευρέως διαδεδομένο κοινωνικό ήθος εκεί. Πολλοί νέοι εθνικιστές απλώς μετέφεραν τη λαχτάρα τους για ενότητα και για απελευθέρωση από την αλλοτριωμένη ατομική τους πραγματικότητα, από την εκκλησία στο κράτος.
Πράγματι, τα νέα εθνικιστικά κινήματα συχνά δημιούργησαν θεσμικές δομές, όπως τα athenaeums, με τα «cenaculos» τους, ή τα ανώτερα κλιμάκιά τους, όπου το νέο ιερατείο των μισθωτών διανοουμένων (φαινόμενο που έγινε δυνατό με την έλευση των εφημερίδων μαζικής κυκλοφορίας) συγκεντρώθηκε για να ιδρύσει νέες κοινωνικές δοξασίες για τις μάζες που μόλις είχαν γίνει εγγράμματες.
Οι περισσότεροι από αυτούς τους νέους κοσμικούς ιερείς είχαν άραγε την επίγνωση της εξαιρετικά μιμητικής φύσης των συμπεριφορών τους; Την είχαν μήπως οι περισσότεροι οπαδοί τους; Φαίνεται πως όχι.
Σαν «προσήλυτοι» στη νεωτερικότητα, με το υπονοούμενο «θρήσκευμα» της αδιάκοπης προόδου, οι περισσότεροι ήταν πεπεισμένοι ότι άφηναν πίσω ό,τι σχετιζόταν έστω και μακρινά με τη θρησκεία και τις –για αυτούς– προφανώς ψευδείς υποσχέσεις της.
Αν και ήταν σημαντική η ικανότητα του κράτους να λειτουργεί ως αποκλειστικός θεσμός διαμεσολάβησης, και με αυτόν τον τρόπο να εξαλείφει πολυάριθμα και πιο σχετικά άμεσα (αν και ακόμα φιλτραρισμένα) μέσα ανθρώπινης γνώσης , ωχριούσε σε σύγκριση με τις δυνατότητες που επιτεύχθηκαν σε αυτό το πεδίο κατά τη διάρκεια την εποχή μας, από αυτό που ο Guy Debord περιέγραψε προφητικά ως την «Κοινωνία του Θεάματος» στο ομώνυμο βιβλίο του-ορόσημο του 1967.
Κατά την άποψη του Debord, η έλευση της καταναλωτικής κουλτούρας, δηλαδή η έλευση μιας κουλτούρας όπου τα ζητήματα της φυσικής επιβίωσης δεν είναι πλέον πρωταρχικής σημασίας για έναν ισχυρό πλουραλισμό της κοινωνίας, ουσιαστικά μας εκτόξευσε όλους σε έναν αυτο-αναπαραγόμενο και όλο και πιο συμπεριληπτικό κόσμο ψευδαισθήσεων, έναν κόσμο τον οποίον το μεγάλο κεφάλαιο ήταν περισσότερο από πρόθυμο να διογκώσει και να διαιωνίσει. Μέσα στο «θέαμα», οι απατηλές ανάγκες και επιθυμίες άρχισαν να υποκαθιστούν την έλξη που προκαλεί η πραγματικότητα των μακραίωνων ανθρώπινων αναγκών.
Και καθώς τα επίπεδα υλικής άνεσης και υλικών επιλογών μέσα στο θέαμα συνέχιζαν να ανυψώνονται, οι άνθρωποι άρχισαν να ρωτούν, όχι χωρίς λόγο, αν η φαινομενικά αιώνια ανθρώπινη παρόρμηση να αναζητήσουν και να πιστέψουν σε «κάτι μεγαλύτερο» που ουσιαστικά θα τους «έδενε» μεταξύ τους είχε - όπως είχε υποστηρίξει η πίστη της νεωτερικότητας ότι θα μπορούσε να συμβεί - τελικά ξεπεραστεί.
Το γεγονός ότι αυτές οι καταναλωτικές «πρόοδοι» δεν φαινόταν να προκάλεσαν μια αισθητή άνοδο της ανθρώπινης ευτυχίας δεν μοιάζει γενικά να είχε μεγάλο αντίκτυπο στην θριαμβολογία όσων επένδυσαν στην έννοια της αδιάκοπης, και τώρα καθοδηγούμενης από το θέαμα, ανθρώπινης προόδου.
Ούτε τους πέρασε από το μυαλό ότι αυτά που συχνά παρουσίαζαν ως θριάμβους για όλους δεν ήταν, τις περισσότερες φορές, τίποτα τέτοιο.
Όπως υποστήριξε ο CS Lewis στο The Abolition of Man , πίσω στο 1943, σχεδόν όλα αυτά που μας παρουσιάζονται ως θρίαμβοι της «ανθρωπότητας» επί της φύσης ή κάποια πτυχή της είναι στην πραγματικότητα θρίαμβοι μιας φατρίας της ανθρωπότητας, συνήθως μιας ήδη κατεστημένης ελίτ, πάνω σε μιαν άλλη.
Από αμνημονεύτων χρόνων, οι υπερ-ελίτ εργάζονταν επιμελώς για να πείσουν τις ελίτ της δεύτερης βαθμίδας και τις μάζες πιο κάτω, ότι οι άκρως ταξικές «νίκες» τους είναι, σε αντίθεση με ό,τι θα μας φανέρωναν οι απλές παρατηρήσεις μας, πολύ ωφέλιμες για την κοινωνία στο σύνολό της. Και βασίζονταν στο επί της ουσίας μονοπώλιό τους στα μέσα παραγωγής της σημειολογίας, για να σφυρηλατήσουν αυτό το ψευδές μήνυμα.
Όλα αυτά με οδηγούν σε ένα ενδιαφέρον ερώτημα.
Τι θα έκανα αν ήμουν ένα αδίστακτο μέλος της υπερ-ελίτ σήμερα, με ενδιαφέρον να εξασφαλίσω την έγκριση μεταξύ των ελίτ της δεύτερης κατηγορίας των «καλλιεργημένων» και από εκεί και των ευρύτερων μαζών, για τα σχέδιά μου να μεγιστοποιήσω το εκτόπισμά μου εις βάρος τους;
Απλό είναι. Θα έπαιζα με την απερίγραπτη και την τρομερή τους ικανότητα να απορρίπτουν πράγματα, μεγάλα πράγματα που προβλημάτιζαν τους ανθρώπους για αιώνες, πριν καν αφιερώσουν πέντε λεπτά για να τα εξερευνήσουν. Με άλλα λόγια, θα απηύθυνα έκκληση σε κάτι που εγώ ως μελετητής του πολιτισμού γνωρίζω ότι πιθανότατα διαθέτουν, αλλά το οποίο, έχοντας χάσει κάθε ίχνος της ιστορικής συνείδησης εξαιτίας του μύθου της προόδου και της ομίχλης του θεάματος που τους περιβάλλει, σε μεγάλο βαθμό αγνοούν ότι διαθέτουν: μια βαθιά επιθυμία για αλληλεγγύη και υπερβατικότητα.
Και μετά, θα εισερχόμουν από την κερκόπορτα και θα τους έδινα όλα όσα θα τους έδινε μια θρησκεία, αν δεν ήταν αντίθετοι με την έννοια a priori : παντογνώστες (όπως ο Fauci), ιερά κείμενα και φράσεις («ασφαλή και αποτελεσματικά»), ορατά φυλαχτά για να επιδεικνύουν την πίστη τους στους άλλους (μάσκες), τελετουργικές επιβεβαιώσεις (το τρύπημα με τη βελόνα) και τόσα άλλα.
Θα τους έδινα ακόμη και σύντομα, εύκολα απομνημονεύσιμα σενάρια για να τα απορρίψουν, αλλά να μην τα συζητήσουν ποτέ – τα οποία θα μπορούσαν να γίνουν επικίνδυνα, δεδομένων των πολύ επιφανειακών γνώσεών τους – με εκείνους που δεν είναι ακόμη τόσο διαφωτισμένα όσο αυτοί.
Και θα το έκανα αυτό χωρίς να αναφέρω ποτέ τίποτα για τον Θεό ή την υπερβατικότητα, ή ακόμα και την συλλογική αλληλεγγύη. Και επειδή, ως επί το πλείστον, δεν θα είχαν αφιερώσει ποτέ χρόνο για να μελετήσουν το πώς ο θρησκευτικός προσηλυτισμός έχει λειτουργήσει ανά τους αιώνες και πώς χρησιμοποιούνται παρόμοιες τεχνικές στρατολόγησης και οικοδόμησης αλληλεγγύης σε όλες τις θρησκείες, οι νέοι προσήλυτοι θα μπορούσαν να συνεχίσουν να πιστεύουν πως οι ίδιοι είναι οι εντελώς κοσμικοί, ορθολογικοί και έντονα ατομικιστές άνθρωποι που πάντα πίστευαν ότι ήταν.
Χωρίς δράμα, δεν υπάρχει τραύμα. Υπάρχουν απλά περισσότεροι πεζικάριοι για μένα στη μάχη μου για να συσσωρεύσω όσο περισσότερη δύναμη και πλούτο μπορώ πριν φύγω από τη γη.
Ακούγεται καλό σαν σχέδιο. Όχι;
Η σύγχρονη παρόρμηση, η οποία έχει κορυφωθεί στην εποχή μας στην αποπροσανατολιστική και ναρκωτική μορφή του θεάματος, ήταν από πολλές απόψεις μια αναγκαία διόρθωση σε ένα όραμα του κόσμου που συχνά -ή τουλάχιστον έτσι μας είπαν- δεν αντάμειβε επαρκώς τις βουλητικές και δημιουργικές δυνάμεις των μεμονωμένων ανθρώπινων όντων.
Στη βιασύνη τους να διαφοροποιηθούν από την κοσμοθεωρία που προσπάθησαν να υποκαταστήσουν, οι υποστηρικτές της δημιούργησαν το φαντασιοκόπημα του ορθολογικού ανθρώπου που, με τη χρήση της διάνοιάς του, μπορεί να αντικαταστήσει τον τρόμο που πάντα συνόδευε τους περισσότερους ανθρώπους σε αυτή τη γη: την γνώση του πεπερασμένου της ύπαρξής τους.
Αν και μπορεί να υπάρχουν μερικοί άνθρωποι εκεί έξω που έχουν επιτύχει μια κατάσταση ήρεμης αποδοχής ενώπιον αυτού του ενδεχομένου, η μεγάλη μάζα δεν το έχει καταφέρει. Είναι λοιπόν αγχωμένοι. Και μέσα στο άγχος τους, αναπόφευκτα θα δημιουργήσουν και θα υιοθετήσουν σχήματα δέσμευσης του εαυτού τους με τους άλλους, με την ελπίδα να βρουν κάποιο βαθμό υπαρξιακής ανακούφισης.
Τέτοιοι άνθρωποι είναι, κατά μία τουλάχιστον έννοια, θρησκευόμενοι.
Και ενώ οι περισσότερες προσπάθειες να συνδεθούμε με τους άλλους ανθρώπους φέρνουν κάποια ανακούφιση, όπως γνωρίζουμε, προσφέρουν επίσης στους αδίστακτους ανθρώπους την ευκαιρία να εκτρέψουν τη συλλογική ενέργεια που παράγεται προς αδίστακτους σκοπούς.
Και αυτό εγείρει ένα άλλο ενδιαφέρον ερώτημα. Ποιος τύπος θρησκευόμενης ύπαρξης είναι καλύτερα προετοιμασμένος να προφυλαχθεί από τέτοια πράγματα;
Η εικασία μου; Πιθανώς αυτοί που εμβαθύνουν στην αναζήτηση της ανακούφισης έχοντας συνείδηση της δικής τους ευαλωτότητας.
Και ποιοι είναι εκείνοι που είναι πιθανότερο να πέσουν θύματα εκμετάλλευσης;
Η άποψή μου είναι πως θα ήταν εκείνοι που, όπως τόσοι πολλοί κατά δήλωσή τους άθρησκοι στη σημερινή καταναλωτική κουλτούρα, αγνοούν σε μεγάλο βαθμό, στο επίπεδο της λογικής, την βαθιά λαχτάρα τους να ξεπεράσουν τη μοναξιά και την ευθραυστότητα της ατομικής τους ζωής, προσχωρώντας σε έναν επιτακτικό συλλογικό σκοπό, τον οποίο ο κόσμος του θεάματος διαφημίζει αδυσώπητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου