Ο “δόλιος” Ευριπίδης της ‘Μήδειας’
[ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗΣ, ΠΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΚΕ ΣΤΟ 3ο ΜΙΚΡΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΡΧΑΙΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ, ΛΕΜΕΣΟΣ, 1η ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2012]
Η ανακοίνωση αυτή θα δώσει διαφορετική διάσταση στην έννοια του «δόλου» στην αρχαία ελληνική τραγωδία. Δεν θα αναφερθεί στους μηχανισμούς με τους οποίους οι τραγικοί ήρωες παραπλανούν τους αντιπάλους τους, αλλά στην επίνοια με την οποία οι τραγικοί ποιητές (αναδι)οργανώνουν τον μῦθον τους στη βάση μιας προϋπάρχουσας μυθικής, ποιητικής και ενίοτε θεατρικής παράδοσης. Οι ποιητές καλούνται να δώσουν νέα τροπή σε παραδοσιακές ιστορίες, συχνά «βεβαρημένες» από πολλαπλές προγενέστερες εκδοχές, χωρίς να αλλοιώσουν το βασικό περίγραμμα των ιστοριών αυτών· καλούνται, δηλαδή, να διαχειριστούν έναν όγκο προσδοκιών και προκαταλήψεων με τις οποίες οι θεατές εισέρχονται στο θέατρο. Οι προσδοκίες αυτές αποτελούν για τον τραγωδό πρόβλημα και ευκαιρία την ίδια στιγμή. Σε ό,τι ακολουθεί θα περιγράψω πώς ο «δόλιος» Ευριπίδης της Μήδειας κατορθώνει να μετατρέψει την αδίστακτη φόνισσα του μύθου σε τραγικό πρόσωπο ικανό να διεγείρει — και μάλιστα με μία και την αυτή απαίσια πράξη — όχι μόνο τον φόβον, που προκύπτει, κατά τον Αριστοτέλη, περὶ τὸν ὅμοιον δυστυχοῦντα, αλλά και τον ἔλεον, που προκύπτει αντιστοίχως περὶ τὸν ἀνάξιον δυστυχοῦντα.
Το να παρουσιάσει άνδρας σε άνδρες, Έλληνας σε Έλληνες, ως ὅμοιον μια βάρβαρη γυναίκα που κοιμίζει δράκοντες και ως ἀνάξιον δυστυχοῦντα μια μάγισσα που παίρνει τους πάντες παραμάζωμα, χρειάζεται, αν μη τι άλλο, ευρετική μαεστρία, απαιτεί δόλον! Πώς το κάνει αυτό ο πανοῦργος Ευριπίδης;
Η Μήδεια αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση συγγραφικής «καταδολίευσης» των θεατών. Οι τραγωδίες του Ευριπίδη σπανίως κατατείνουν, όπως οι πλείστες του Αισχύλου και του Σοφοκλή, στην κατάφαση ενός συνεκτικού ηθικού κοσμοειδώλου. Αντίθετα, στον Ευριπίδη, μαζί με τα κομματιασμένα πτώματα, στο τέλος κατακερματίζεται και η όποια πίστη στην ύπαρξη συμπαντικής αρμονίας εγγυημένης από τους θεούς. Η παρουσία των θεών στη Μήδεια είναι τόσο αμφίσημη όσο και η ίδια η πρωταγωνίστρια: παρέχοντάς της διέξοδο και μέσο διαφυγής οι θεοί φαίνεται να συντρέχουν μια άγρια μάνα που σφάζει τα παιδιά της επικαλούμενη, άκουσον άκουσον, το δίκαιο των όρκων και της πίστεως. Αποτελεί μέγιστο θεατρικό επίτευγμα του Ευριπίδη στο έργο αυτό ότι κατορθώνει να εντυπώσει στους θεατές του πως είναι τελικά δυνατόν, με τις κατάλληλες αναγωγές, να μιλά για τιμήν κατ’ ουσίαν μια παλλακή και για φίλους αυτή που καταπρόδωσε τον πατρικό της οίκο — τουλάχιστον για τόσο διάστημα στο έργο, όσο χρειάζεται, ώστε η παιδοκτονία να μην μπορεί εύκολα πια να στιγματιστεί ως ανοίκειο έγκλημα, αλλά να μπορεί να ιδωθεί ακόμη και ως άφευκτη νομοτέλεια.
Πώς τα καταφέρνει ο γόνιμος Ευριπίδης; Πώς λειτουργεί το «δόλιο» μυαλό του στη σύνθεση αυτής της τραγωδίας, καλύτερα στην ανασύνθεσή της από τη μυθολογική πρώτη ύλη; Τα καταφέρνει με δύο τρόπους: (α) παρεμβαίνοντας «χειρουργικά» στο παραδεδομένο μυθολογικό υλικό· και (β) τοποθετώντας στο εσωτερικό κάθε σχεδόν σκηνής από την αρχή μέχρι το τέλος — και εκμεταλλευόμενος με πανουργία τις αντίμολες ανταποκρίσεις που έτσι προκύπτουν εκ μέρους των θεατών — νύξεις προς την ετερότητα της Μήδειας, τη στιγμή που αυτή φαντάζει πιο συμπαθής, και αντιθέτως προς την ανθρωπιά της, τη στιγμή που προβάλλει πιο τερατώδης. Στη Μήδεια ίσως περισσότερο από οπουδήποτε αλλού ο Ευριπίδης αξιοποιεί τους νοητικούς και ψυχολογικούς μηχανισμούς της αναγνωστικής ανταπόκρισης (audience response): χρησιμοποιεί ως εργαλείο, για να πετύχει το Τραγικό, την μυθολογική προπαιδεία των θεατών του, αλλά και την ἀπορίαν — δηλαδή το φιλοσοφικό αδιέξοδο — στην οποία τους παγιδεύει στο τέλος. Έτσι καθυποτάσσει το μυθολογικό υλικό του σε μια καινούρια αφήγηση, που είναι ταυτοχρόνως και παραδοσιακή και «πρωτότυπη».
Κινούμαστε ίσως λίγο ανάποδα αρχίζοντας απ’ εκεί που η τραγωδία τελειώνει, αλλά αυτή η σκηνή είναι η κορωνίδα του «δολίου» πρότζεκτ του Ευριπίδη, η σκηνή που επιβεβαιώνει ό,τι κανείς διαισθάνεται μέχρι εκείνο το σημείο: πως η τραγωδία είναι έτσι σχεδιασμένη, ώστε στους θεατές να μην επιτρέπεται ποτέ να καταλήξουν σε οριστικές, μονοσήμαντες κρίσεις για όσα τεκταίνονται ενώπιόν τους. Ο «δόλιος» Ευριπίδης, δηλαδή, επιδιώκει να φτιάξει μια Μήδεια που σοκάρει, περισσότερο κι από ό,τι με τις πράξεις της, με το γεγονός ότι το έργο δεν παρέχει γι’ αυτές κανένα πρόχειρο κλειδί ερμηνείας, παρά μόνο μια αποσβολωτική σειρά αντιφάσεων. «Παράξενος» χαρακτήρας που ξεβολεύει, η πρωταγωνίστρια ισορροπεί επικίνδυνα στο έργο αυτό μεταξύ του οικείου και του ανοίκειου, του συμπαθούς και του αποκρουστικού.[1] Είναι βάρβαρη κι όμως σκέφτεται σαν Έλληνας. Είναι γυναίκα κι όμως λειτουργεί ως άνδρας.
Και πάλι όμως: πώς είναι δυνατόν να καταλήγει στην ἀπορίαν, δηλαδή σε αδυναμία έκδοσης τελικής κρίσης, έργο που σου παγώνει το αίμα στο τέλος: δύο παιδικά πτώματα και μια μάνα που επιχαίρει, που εμφανίζεται μάλιστα επί σκηνής με τον γερανόν, διαστρέφοντας ειρωνικά τη σύμβαση του θεού ἀπὸ μηχανῆς, πλάσμα πλέον πέρα από τον άνθρωπο, μια Ερινύς; Στο τέλος του έργου η Μήδεια δεν είναι πεπτωκώς ήρωας, όπως ο Αίας ή όπως ο Ηρακλής των Τραχινίων: θριαμβεύει και μεγαλύνεται. Ούτε διανοείται την αυτοκτονία ούτε γίνεται παρανάλωμα του πυρός: αποδιδράσκει προς την Αθήνα, για μια νέα καριέρα στην απάτη και στο έγκλημα, διαφεύγοντας έτσι την τιμωρία για τον δυσσεβῆ φόνον (η καθιέρωση εξιλαστήριων τελετών προς τιμήν των παιδιών φαίνεται, με μια μονοκοντυλιά, να την απαλλάσσει ακόμη και από τις τύψεις). Η Μήδεια στο τέλος, κυριολεκτικά, ζει και βασιλεύει! Ο Ιάσων τιμωρείται φρικτά, αλλά η τελική σκηνή διαγράφει ουσιαστικά τον πόνο της παιδοκτόνου. Όσο και αν μας προετοίμασε η συμπονετική αντιμετώπισή της μέχρι το σημείο εκείνο, το γεγονός αυτό δεν παύει να σοκάρει. Η Μήδεια ΔΕΝ είναι αθώα, ΔΕΝ είναι Δηιάνειρα. Οι εξιλαστήριες τελετές ανάγουν μεν τα παιδιά της στο status του ἥρωος (τρόπον τινά αποζημιώνοντάς τα), αλλά μήπως αναιρούν το άγος της παιδοκτονίας; Το τέλος της Μήδειας, όπως συχνά στον Ευριπίδη, θέτει σε βάσανο την ίδια την έννοια του «τέλους» (closure) στην τραγωδία. Aν υπάρχει τελικά θεία δικαιοσύνη στη Μήδεια, αυτή είναι «δικαιοσύνη» ετεροβαρής και παντελώς αρχαϊκή, που μας αφήνει τόσο εμβρόντητους όσο και η ίδια η πράξη την οποία κολάζει! Η τελική σκηνή προβληματίζει σχετικά με τη δικαιοσύνη του Διός, καθώς ταυτόχρονα ξηλώνει την παραδοσιακή (ηρωική, επική) ηθική και αποδομεί την αθηναϊκή ιδεολογία περί κοινωνικού φύλου. Παίζει δηλαδή ακριβώς το παιγνίδι του Ευριπίδη.
Πώς καταφέρνει λοιπόν ο Ευριπίδης το φαινομενικά ακατόρθωτο, να μετατρέψει την ιστορία μιας μάνας που σκοτώνει τα παιδιά της, για να ξεπλύνει την προσβολή που της έγινε, σε τραγωδία με την αρχαία έννοια, δηλαδή στην ιστορία ενός ήρωα που μεταπίπτει ἐξ εὐτυχίας εἰς δυστυχίαν, όχι επειδή είναι μοχθηρός ή σφόδρα πονηρός, αλλά δι’ ἁμαρτίαν τινά;
Πώς φτιάχνεις με άλλα λόγια μια Μήδεια σαν του Ευριπίδη; Τρεις είναι οι βασικές κινήσεις που κάνει εδώ ο ποιητής. Η πρώτη είναι μια αποσιώπηση: ενώ άλλες εκδοχές του μύθου τονίζουν εμφατικά τη βαρβαρική καταγωγή της Μήδειας, ο Ευριπίδης την υποβαθμίζει, μέχρι και την αντιστρέφει, τόσο στη μυθολογική της διάσταση (μάγισσα) όσο και στη διάσταση που θα της προσέδιδαν οι πιθανές αναγωγές στη σύγχρονή του αθηναϊκή νομοθεσία. Με τη δεύτερή του κίνηση ο Ευριπίδης αναπροσαρμόζει τα κίνητρα της πρωταγωνίστριάς του: αφενός στην Κολχίδα η Μήδεια δεν λειτουργεί υπό το κράτος θείας επιρροής, όπως ήθελαν κάποιες μυθικές εκδοχές, αλλά εν πλήρει και ελευθέρα συνειδήσει· αφετέρου στην Κόρινθο η φονική εκδικητική της μανία δεν εκπορεύεται από ζήλια ή ερωτική ακρασία, αλλά από δίκαιη οργή: η Μήδεια δρα σαν Αίας ή Αχιλλέας, όχι σαν Φαίδρα ή σαν Σθενέβοια.[2] Ας εξετάσουμε τις κινήσεις αυτές ξεκινώντας από τη βάρβαρη Μήδεια. Την τρίτη «δόλια» κίνηση-καινοτομία του Ευριπίδη δεν θα σας την αποκαλύψω τώρα, αλλά όταν έλθει η στιγμή!
Πρωτίστως, λοιπόν, ο Ευριπίδης επιχειρεί να ξαλαφρώσει την πρωταγωνίστρια από το βάρος της μυθολογίας.[3] Την καταγωγή και τη σοφίαν χρησιμοποιεί ως κατηγορία κατά της Μήδειας ουσιαστικά μόνο ο Ιάσων. Αντιθέτως, η εθνική ετερότητα της Μήδειας την περιβάλλει με τη συμπάθεια και την κατανόηση της Τροφού, του Παιδαγωγού και του χορού: στην πόρτα της εξορίας, η Μήδεια, που ρίσκαρε για τον Ιάσονα τα πάντα, είναι ξένη ανάμεσα στους ξένους. Αν μη τι άλλο, στον πονηρό Ευριπίδη η βαρβαρική καταγωγή της Μήδειας ενισχύει την ανθρωπιά της, περιπλέκοντας έτσι την ανταπόκριση του κοινού στην πράξη της παιδοκτονίας.[4]
Η Μήδεια αργεί να εμφανιστεί εν σώματι στη σκηνή: για διακόσιους περίπου στίχους «Μήδεια» είναι για τους θεατές οι οιμωγές που βγαίνουν από το σκηνικό οικοδόμημα, που εκπροσωπεί τον προδομένο οἶκον του Ιάσονα και της Μήδειας. Με την έξοχη αυτή θεατρική επινόηση η Μήδεια ταυτίζεται με τον οἶκον. Τι οἶκος όμως δημιουργείται — στα μάτια του Αθηναίου θεατή του 5ου αιώνα — από την ένωση ενός Έλληνα και μιας βάρβαρης; Μόνο ο Ιάσονας, είπαμε, καταλογίζει στη Μήδεια την καταγωγή της. Ακόμη κι αυτός, όμως, μ’ όλα τα εξωφρενικώς σοφιστικά επιχειρήματα που μετέρχεται, δεν αμφισβητεί ούτε μια φορά τη νομιμότητα του «γάμου» τους. Αυτό είναι λεπτό σημείο, που λέει πολλά για την ευρετική ευφυΐα του Ευριπίδη ως θεατρικού συγγραφέα. Ο Ιάσονας επικαλείται ένα σωρό αστήρικτες ανοησίες, για να δικαιολογήσει την πράξη του, δεν χρησιμοποιεί όμως ποτέ εκείνο ακριβώς το επιχείρημα που θα του έδινε νομικό πλεονέκτημα: ότι τα παιδιά τους δεν είναι προϊόν νόμιμου γάμου, άρα χρειάζονται την προστασία που θα τους δώσει η νέα του διευθέτηση! Ειρωνικώς (ιδού ξανά η πονηριά του Ευριπίδη), η Μήδεια είναι που υπαινίσσεται ότι ο Ιάσονας βδελύσσεται το δικό της βάρβαρον λέχος, που θα απέβαινε για εκείνον πρὸς γῆρας οὐκ εὔδοξον (591-2) — και πάλι όμως η Μήδεια μιλά για εὐδοξίαν, δηλαδή για φήμη και τιμή, αξίες ηρωικές, όχι για νομιμότητα. Στην πραγματικότητα, η νομιμότητα του γάμου και του οίκου της Μήδειας και του Ιάσονα είναι ένα ζήτημα που δεν τίθεται ρητώς ποτέ και από κανέναν. Αυτή η μεγάλη απόκλιση από την αθηναϊκή νομοθεσία — από αυτό που οι θεατές θα θεωρούσαν λίγο-πολύ φυσικό νόμο —φαίνεται ότι αποσκοπεί ακριβώς στο να τονίσει ότι Μήδεια και Ιάσονας στο έργο αυτό κρίνονται στη βάση μιας άλλης ηθικής και μιας άλλης νομιμότητας (στη βάση των ηρωικών αξιών από τις οποίες οι δύο πρωταγωνιστές εμφορούνται).
Αφού λοιπόν ο Ευριπίδης μηδενίζει σχεδόν τη βαρβαρική καταγωγή της πρωταγωνίστριάς του, προχωρεί ένα βήμα παραπέρα: κάνει τις πράξεις της να εκπηγάζουν από ένα ανδρικό, ελληνικό και παραδοσιακό (άρα θετικά φορτισμένο!) σύστημα αξιών, από το επικό-ηρωικό ιδεώδες της τιμῆς, που επιβάλλει να αποφεύγεις τον κατάγελων των εχθρών σου πάση θυσία — κυριολεκτικώς…
Η Μήδεια τονίζει ξανά και ξανά στο έργο ότι έχει συνάψει η ίδια με τον άνδρα της συμφωνία κυρίων, την οποία διασφάλισε με όρκους αιώνιας πίστης (ο όρκος στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό είναι απαραβίαστο μαγικό συμβόλαιο ενώπιον θεών και ανθρώπων). Το γεγονός ότι η Μήδεια απορρίπτει την παραδοσιακή κυριότητα του πατέρα την εξισώνει με τον Ιάσονα και καθιστά τις αξίες του επικού ηρωισμού το μόνο πρίσμα υπό το οποίο η συμπεριφορά του Ιάσονα μπορεί να κριθεί: ο Ιάσονας παραβιάζει το ίδιο το Σύνταγμα του επικού ηρωισμού, καθώς αγνοεί τους όρκους και δεν σέβεται την ικεσία (ακόμη και ο Κρέων δεν είναι τόσο άτιμος), αλλά και καθώς παραβιάζει διπλά την πολιτικοκοινωνική ισορροπία του Αρσενικού με το Θηλυκό: αρχικά διότι στην Κολχίδα αναβαθμίζει το Θηλυκό σε ισότιμο εταίρο και κατόπιν διότι στην Κόρινθο ατιμάζει και προσβάλλει τον εταίρο αυτόν ακριβώς.
Έτσι, πριν αποκαλυφθεί το τελικό περιεχόμενο της εκδίκησης, ο Ευριπίδης δίνει στη Μήδεια την ευκαιρία να διατυμπανίσει δύο φορές το αναντίρρητο ηθικό της δικαίωμα στην εκδίκηση: πρώτα στον ἀγῶνα λόγων, όπου επικρατεί κατά κράτος, αργότερα, όταν ο Αιγέας ενστερνίζεται την υπόθεσή της. Ο «δόλιος» Ευριπίδης της Μήδειας δηλαδή δεν επιτρέπει στους θεατές του να υποδεχθούν την είδηση της παιδοκτονίας με τρόπο μονοσήμαντο. Μεθοδεύει τα πράγματα, ώστε, όταν θα έλθει εκείνη η ώρα, οι θεατές να έχουν πλήρως σχεδόν συνταχθεί με τη φόνισσα (σχεδόν, διότι οι νύξεις της δεινότητός της δεν επιτρέπουν την απόλυτη ταύτιση) υποδεχόμενοι έτσι τη φρικτή είδηση με έκθαμβη αμφιθυμία.
Και φτάνουμε έτσι στην καρδιά του θεατρικού μας δόλου, στην τρίτη και σημαντικότερη κίνηση του Ευριπίδη στην παρτίδα που παίζει με τους Αθηναίους θεατές. Θα εκπλαγείτε ίσως μαθαίνοντας ότι η παιδοκτονία, το έμβλημα της Μήδειας, μάλλον ΔΕΝ ήταν, όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, παραδοσιακό στοιχείο του μύθου, αλλά επινόηση του Ευριπίδη. Η παράδοση διασώζει εναλλακτικές εκδοχές για τον τρόπο θανάτου των παιδιών (π.χ. θανατώνονται από τη βασιλική οικογένεια της Κορίνθου σε πράξη αντεκδίκησης για το θάνατο του Κρέοντα και της κόρης του ή θανατώνονται από την ίδια τη Μήδεια, κατά λάθος όμως, στην προσπάθειά της να τα κάνει αθάνατα). Τι κάνει λοιπόν ο Ευριπίδης; Μήπως αντιφάσκει εδώ; Τη στιγμή που επιχειρεί να δώσει στη Μήδεια ανθρώπινο πρόσωπο, επινοεί μια ενέργεια που δεν μπορεί παρά να την καταδικάζει;
Τι είναι η παιδοκτονία; Πολλά πράγματα, όλα αποτρόπαια, αλλά όχι με τον ίδιο τρόπο! Πρωτίστως, είναι αποκρουστική διότι είναι παιδοκτονία, τελεία και παύλα. Είναι επίσης ενοχλητική, διότι έπεται των άλλων φόνων, άρα φαντάζει περιττή και αυτόκλητη. Ίσως και να εξοργίζει, διότι αντικαθιστά τον πραγματικό στόχο της εκδίκησης, τον Ιάσονα. Είναι ταυτόχρονα, όμως, και τραγική, διότι καθιστά τη Μήδεια θύμα του ιδίου του θυμού της και κοινωνό του πόνου που η ίδια προκαλεί (τουλάχιστον μέχρι την τελική σκηνή). Με την παιδοκτονία μια τυπική ιστορία εκδίκησης αποκτά μια αυτοπάθεια τέτοια, που της προσδίδει μεγάλο βάθος, αλλά και που ταράζει όμως επιπλέον τα θεμέλια ενός ολόκληρου συστήματος αξιών. Η ουσία βρίσκεται ακριβώς εδώ: αν ακολουθήσει κανείς τη λογική της Μήδειας — λογική απενοχοποιημένη εξ ορισμού χάρη στην επική της προέλευση — η παιδοκτονία είναι, ω της ειρωνείας, και λογική και φυσιολογική και ουσιαστικά αναπόφευκτη. Το γεγονός δηλαδή εκείνο που στα χέρια άλλων καθιστά τη Μήδεια θηρίο, στα χέρια του Ευριπίδη ανακύπτει ως φυσική, σχεδόν νομοτελειακή, όπως προείπαμε, συνέπεια της μεταμόρφωσης της Μήδειας από βάρβαρη μάγισσα σε επικό ήρωα.
Το ανατριχιαστικό είναι ότι η Μήδεια οπλίζει τον εαυτό της με θάρρος γι’ αυτή την τελική πράξη, επιτρέπει στον ηρωικό κώδικα τιμής να καταπνίξει τα μητρικά της αισθήματα, μέσα από μια διεργασία, όπως έδειξε η Foley, αυστηρά λογική. Η εκδίκηση της Μήδειας είναι παράγγελμα ηθικού κώδικα που επιβάλλει την αποκατάσταση της πληγωμένης τιμής. Δεν είναι ψυχρή επιλογή, δεν είναι ανώδυνη: επιλέγεται διότι το αντίθετο, η υποταγή, είναι αδιανόητο.
Ο Ευριπίδης στήνει, συνεπώς, τη Μήδεια πάνω σε ένα τραγικό οξύμωρο, παράγωγο του ηρωικού ιδεώδους: η Μήδεια συνειδητοποιεί μετά τη συνάντησή της με τον άτεκνο Αιγέα ότι, για να συντρίψει τον Ιάσονα, πρέπει να καταστρέψει κάθε ίχνος της γενιάς του (ἐξώλεια), συμπεριλαμβανομένων των δικών τους παιδιών· ότι δηλαδή ο αποτελεσματικότερος τρόπος να γίνει βαρεῖα ἐχθροῖς είναι να καταστεί βαρυτάτη τοῖς φίλοις, να παραβιάσει την άλλη επιταγή του ιδίου ιδανικού, το φίλοισιν εὐμενῆ <εἶναι>. Για να αποκαταστήσει την τιμήν της, η Μήδεια είναι υποχρεωμένη να διαπράξει έγκλημα κατεξοχήν ατιμωτικό. Θα μπορούσαν άραγε τα πράγματα να εξελιχθούν αλλιώς; Ή μήπως η Μήδεια πάει εκεί ακριβώς όπου την οδηγεί η παραδοσιακή, η ελληνική και ανδρική της ηθική, αν την ακολουθήσει κανείς στα ακρότατά της όρια; Αν ισχυριζόμαστε ότι το να αποφεύγεις τον κατάγελων της κοινωνίας και να συντρίβεις ολοκληρωτικά τους εχθρούς σου είναι ο ηθικός κανόνας, τότε θα πρέπει να αποδεχθούμε επίσης ότι η Μήδεια ενεργεί ηθικώς και νομίμως όχι μόνο σκοτώνοντας τον Κρέοντα και τη Γλαύκη, αλλά και δολοφονώντας τα παιδιά της! Η τελική πράξη του Ευριπίδη, λοιπόν, είναι μακράν η «δολιότερη» όλων: όλως παραδόξως, η παιδοκτονία, αντί να ονειδίζει απλά και εύκολα τη Μήδεια ως βάρβαρο κτήνος, χτυπά στην καρδιά της πατριαρχικής ιδεολογίας των φύλων και της πατροπαράδοτης ηθικής της βεντέτας.
Ο Ευριπίδης της Μήδειας παραλαμβάνει μια παραδοσιακή αφήγηση: χωρίς να αλλάζει καμιά από τις «λειτουργίες» της (για να θυμηθούμε τον Propp), ανακαινίζει εντελώς το νόημά της. Περιστρέφει την τραγωδία του γύρω από ένα απλό αλλά δυναμικό ερώτημα: τι θα συνέβαινε αν μια «παράξενη» γυναίκα, εμφορούμενη από το ηρωικό ιδεώδες της τιμής και της εκδίκησης, ακολουθούσε τις επιταγές των ιδανικών αυτών στα πιο ακραία τους όρια; Ο Ευριπίδης φαίνεται ότι σχεδίασε την πρωταγωνίστριά του έτσι, ώστε να μην χωρεί στην ηθική και την ιδεολογία της Αθήνας του 5ου αιώνα, παρά ταύτα να απηχεί αγωνίες της δημοκρατικής πόλεως. Έτσι όμως η Μήδεια εμφαίνει σχεδόν σαδιστικά και ίσως με υφέρποντα σαρκασμό τις ρωγμές στο ιδεολογικό οικοδόμημα της πόλεως. Ο δόλος εξετελέσθη!
[1] Τέτοιες αντιφατικές εικόνες της Μήδειας ξεπροβάλλουν σε όλη την έκταση της τραγωδίας, μεταξύ διαδοχικών σκηνών του έργου, ακόμη και εντός της ίδιας σκηνής ή εντός ενός και μόνου μονολόγου (όπως στην περίπτωση των περίφημων στ. 1024 κ.ε.)! Χρεώνεται πράξεις φρικώδους βίας κατὰ φίλων· ταυτόχρονα όμως για το μεγαλύτερο διάστημα του έργου, σε ένα βαθμό ακόμη και μετά την παιδοκτονία, απολαύει της συμπάθειας του γυναικείου χορού και των πιο ταπεινών χαρακτήρων του έργου (Τροφός, Παιδαγωγός), της προστασίας του Αιγέα και της σκανδαλώδους εύνοιας (ή έτσι φαίνεται) των θεών. Διάπυρος κατήγορος του παραγκωνισμού των γυναικών η Μήδεια, κι όμως εμφορείται από τις ηρωικές, άρα «ανδρικές», αξίες της τιμῆς και της εκδίκησης. Είναι ένθερμος θιασώτης του κοινωνικού και θρησκευτικού συμβολαίου της φιλίας, του όρκου, της ικεσίας και της πίστεως, του γάμου και του οἴκου, και όμως μηχανορραφεί και αδίστακτα παραβιάζει το συμβόλαιο αυτό κατά το δοκούν. Ευαίσθητη γυναίκα και τρυφερή μάνα, ταυτόχρονα όμως κι ένα ηφαίστειο σαρωτικού θυμού, στο τέλος καταλήγει στυγερή φόνισσα κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση: κι όμως διαφεύγει την τιμωρία με τη θαυματική παρέμβαση ενός θεού και βρίσκει καταφύγιο στην Αθήνα, πόλη η οποία στο τρίτο στάσιμο δοξολογείται ως πηγή θεϊκής τάξης και αρμονίας.
[2] Το ενδιαφέρον είναι ότι και οι δύο μυθολογικές εκδοχές που απορρίπτονται (ότι η Μήδεια σκοτώνει επειδή είναι βάρβαρη σκύλα ή κακή γυναίκα) υποβάλλονται στον ίδιο τον Ιάσονα: έτσι, βέβαια, στο στόμα ενός πρώην ήρωα ξεπεσμένου και ιδιοτελούς, ακυρώνονται και οι ίδιες οι ερμηνείες αυτές και ο φορέας τους.
[3] Ακόμη και μεγάλοι φιλόλογοι, όπως ο Denys Page, απέτυχαν να συλλάβουν την πανουργία του Ευριπίδη εδώ.
[4] Η Μήδεια πρέπει να κριθεί, τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή της παιδοκτονίας και την αινιγματικότατη τελική σκηνή, με εντελώς ανθρώπινους και δη ελληνικούς όρους. Όταν στο τέλος η Μήδεια διαφεύγει θαυματικά με το άρμα του Ήλιου, μετακινείται αποφασιστικώς στη σφαίρα του Άλλου, αλλά η ετερότητα αυτή δεν σχετίζεται με τη βαρβαρική της καταγωγή, είναι μια ετερότητα ότι εθνολογική αλλά οντολογική: η Μήδεια ανάγεται σε ον σχεδόν υπερφυσικό, μια ανθρώπινη Ερινύς, όργανο θείας τιμωρίας, η οποία λειτουργεί με όρους και μεθόδους πέρα από τις ανθρώπινες. Η διαφυγή της Μήδειας με το άρμα του Ήλιου είναι παραδοσιακό συστατικό του μύθου, αλλά η διασύνδεσή του με το θέμα της ετερότητας είναι μάλλον ευριπίδεια σύλληψη και δη ευστοχότατη https://antonispetrides.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου