Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2021

ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ – Η ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ, ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ, ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ. ΜΕΡΟΣ Ε΄

 


ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ – Η ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ, ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ, ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ. ΜΕΡΟΣ Ε΄

Γράφει ο

Όπως προαναφέραμε, η Κατοχή στην Ελλάδα, η οποία ξεκίνησε από τις 27 Απριλίου 1941 με την κατάληψη της Αθήνας από τους Γερμανούς και περιέλαβε ολόκληρη την χώρα περίπου ένα μήνα αργότερα, αφού τελείωσε η μάχη της Κρήτης, αρχικά, τους πρώτους πέντε – έξι μήνες κύλησε σε μια επιφανειακή «ηρεμία».
Ήταν λογικό, καθώς οι Έλληνες στρατιώτες είχαν επιστρέψει τσακισμένοι από τα μέτωπα του ελληνοϊταλικού κι ελληνογερμανικού πολέμου, στη συντριπτική πλειοψηφία τους με τα πόδια, ενώ όσοι από αυτούς κατάγονταν από νησιά και ιδιαίτερα από την Κρήτη δεν μπορούσαν να βρουν τρόπο να γυρίσουν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους και αντιμετώπιζαν πρόβλημα επιβίωσης περιπλανώμενοι εδώ κι εκεί στην Αθήνα.
Και παρ’ όλα αυτά οι Έλληνες στρατιώτες θα μπορούσαν να θεωρηθούν και «τυχεροί», καθώς ο Χίτλερ διέταξε να μη συλληφθούν αιχμάλωτοι και να αφεθούν να πάνε στα σπίτια τους – αυτή η «παραχώρησή» του προς τους Έλληνες αφενός οφειλόταν σε ένα είδος… παλαιογερμανικού ρομαντικού φιλελληνισμού και στο ότι η διαταραγμένη φυλετική «κοσμοθεωρία» του θεωρούσε τους Έλληνες ένα είδος… υποάριων και όχι κατώτερους φυλετικά όπως τους Εβραίους ή τους Σλάβους και αφετέρου σε μια προσπάθειά του να κολακέψει τον ελληνικό λαό δείχνοντάς του ότι οι Γερμανοί είχαν την πρόθεση να του συμπεριφερθούν «φιλικά» και πιο «δίκαια» από τους Βρετανούς.
Αλλά και οι Έλληνες, όπως περιγράφουν πολλοί αυτόπτες μάρτυρες της εποχής, όπως π.χ. ο συγγραφέας Γιώργος Θεοτοκάς και άλλοι, στην αρχή είχαν ένα δέος απέναντι στους Γερμανούς κι ένα θαυμασμό για τα στρατιωτικά τους επιτεύγματα, αντίθετα εντελώς με την περιφρόνηση που έδειχναν απέναντι στις ιταλικές δυνάμεις κατοχής, την οποία μάλιστα συμμερίζονταν και οι ίδιοι οι Γερμανοί.
Η κατοχική κυβέρνηση πάλι του Τσολάκογλου, για να αποκτήσει κάποια στοιχειώδη λαϊκή βάση, ανακοίνωσε ότι θα ξεκινούσε έρευνα για τη διαφθορά του καθεστώτος του Μεταξά – κάτι βέβαια κωμικοτραγικό, καθώς ο Τσολάκογλου και οι περισσότεροι από τους «υπουργούς» του ήταν περισσότερο ή λιγότερο οπαδοί και στηρίγματα αυτού του καθεστώτος στα προπολεμικά χρόνια. Επίσης ανακοίνωσε ότι θα ξεκινούσε κι έρευνα για τον «εσφαλμένο» τρόπο που χειρίστηκε η ελληνική στρατιωτική ηγεσία τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, με προφανή σκοπό να δικαιολογηθεί η συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς, πρωταγωνιστής της οποίας ήταν ο ίδιος ο Τσολάκογλου και να πλήξουν το κύρος του αρχιστράτηγου Αλέξανδρου Παπάγου. Φυσικά και οι δυο «έρευνες» δεν κατέληξαν πουθενά.
Εκτός απ’ αυτά, η κατοχική κυβέρνηση πήρε ορισμένα μέτρα για την αποκατάσταση των αξιωματικών του ελληνικού στρατού που είχαν μείνει άνεργοι λόγω της διάλυσής του και τοποθέτησε πολλούς απ’ αυτούς σε διάφορες δημόσιες θέσεις για να έχουν κάποιο εισόδημα – ενώ ανακοίνωσε με «αυστηρό» τρόπο ότι είχε πρόθεση να πατάξει τη μαύρη αγορά που ήδη είχε αρχίσει να κάνει την εμφάνισή της πολύ γρήγορα από τότε που ξεκίνησε η Κατοχή.
Και ασφαλώς δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι αστοί προπολεμικοί πολιτικοί που είχαν απομείνει στην Ελλάδα «συμβούλευαν» τον ελληνικό λαό… να καθίσει στ’ αυγά του και να περιμένει το τέλος του πολέμου σπέρνοντας έτσι την ηττοπάθεια. Μόνο ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο οποίος όμως τότε δεν ήταν παρά αρχηγός ενός πολύ μικρού κόμματος της «ανανεωτικής Δεξιάς», τήρησε διαφορετική στάση και γρήγορα διέφυγε στη Μέση Ανατολή όπου έπαιξε σημαντικό ρόλο στη βασιλική εξόριστη κυβέρνηση, για τον οποίο θα μιλήσουμε παρακάτω.
Όλα αυτά όμως ήταν μόνο η επιφάνεια – το καζάνι άρχισε υπογείως να βράζει πολύ γρήγορα και αιτία του βρασμού ήταν η ανελέητη απομύζηση κάθε πόρου ζωής της χώρας από τις κατοχικές δυνάμεις.
Η Ελλάδα τότε ήταν μια κατά βάση αγροτική χώρα… ο πόλεμος με τους Ιταλούς και κατόπιν με τους Γερμανούς αλλά και οι δυσκολίες που δημιουργήθηκαν με την Κατοχή έφεραν τη μεγάλη μείωση της αγροτικής παραγωγής – αλλά και όση παραγωγή υπήρχε, αμέσως κατασχέθηκε από τις κατοχικές δυνάμεις είτε για τη διατροφή των στρατευμάτων τους είτε για εξαγωγή, κυρίως στη Γερμανία. Και σαν να μην έφτανε αυτό, τόσο οι Γερμανοί όσο και οι Ιταλοί και οι Βούλγαροι τύπωσαν πληθωριστικό χρήμα, τη «μεσογειακή δραχμή», το κατοχικό μάρκο και το κατοχικό λέβα, τη χρήση των οποίων επέβαλαν υποχρεωτικά – με αυτά τυπικά αγόραζαν αλλά ουσιαστικά λήστευαν όποιο καταναλωτικό αγαθό υπήρχε στην Ελλάδα. Αυτή η κατάσταση προκάλεσε γρήγορα υπερπληθωρισμό και εκμηδένιση της αξίας της ελληνικής δραχμής – σύντομα άρχισαν να τυπώνονται από την Τράπεζα της Ελλάδος χαρτονομίσματα με ονομαστική αξία εκατομμυρίων και δισεκατομμυρίων, με τα οποία μετά βίας μπορούσε κάποιος να αγοράσει μια φρατζόλα ψωμί. Αυτό πάλι προκάλεσε την «άνθηση» της μαύρης αγοράς, δηλαδή την απόκρυψη τροφίμων από ασυνείδητους εμπόρους, πρόσβαση στα οποία είχε μόνο όποιος μπορούσε να πληρώσει με αγγλικές χρυσές λίρες ή με κάποιο ακίνητό του ή περιουσιακό στοιχείο μεγάλης αξίας. Πολλά σπίτια χάθηκαν τότε για μερικούς ντενεκέδες λάδι… αν και αργότερα κάποιοι μπόρεσαν να τα ξαναπάρουν πίσω με τους «διορθωτικούς» νόμους που θεσπίστηκαν γι’ αυτές τις περιπτώσεις μετά από την απελευθέρωση.
Σε αυτά όλα προστέθηκε το πρόβλημα του αγγλικού αποκλεισμού – καθώς η Ελλάδα ήταν πλέον κατεχόμενη από εχθρικά προς αυτούς στρατεύματα, οι Βρετανοί επέβαλαν αυστηρό ναυτικό αποκλεισμό της, με αποτέλεσμα να γίνει αδύνατη οποιαδήποτε εισαγωγή τροφίμων, ακόμα και της πιο στοιχειώδους ανθρωπιστικής βοήθειας.
Οι συνέπειες αυτής της κατάστασης φάνηκαν σταδιακά και επιταχύνθηκαν με δραματικό τρόπο το φθινόπωρο του 1941 έως το τέλος του χειμώνα του 1942, όταν πλέον το «επίσημο» χρήμα είχε χάσει εντελώς την αξία του αλλά έτσι κι αλλιώς δεν υπήρχαν και τρόφιμα για να αγοραστούν με νόμιμο τρόπο – μόνο στη μαύρη αγορά με τον τρόπο που προαναφέραμε μπορούσε να «εξυπηρετηθεί» όποιος είχε πρόσβαση. Η κατοχική κυβέρνηση απειλούσε με τις χειρότερες ποινές τους μαυραγορίτες, τιμώρησε και ορισμένους αλλά ήταν εντελώς αδύνατον να σταματήσει το φαινόμενο – άλλωστε δεν είχε καμιά πραγματική εξουσία και όλες οι διαμαρτυρίες ή πιο σωστά τα παρακάλια της προς τις κατοχικές δυνάμεις να… αυτοσυγκρατηθούν στη λεηλασία της χώρας ώστε να μπορεί να τραφεί κι ο ελληνικός λαός, έπεσαν στο κενό με τη μεγαλύτερη αναλγησία. Η μόνιμη απάντηση που έδιναν οι Γερμανοί και οι Ιταλοί προς τον Τσολάκογλου και τους «υπουργούς» του ήταν ότι «φταίει ο αγγλικός αποκλεισμός» και… κόψτε το λαιμό σας!
Το πρόβλημα της πείνας πήρε οξύτατες διαστάσεις κυρίως στις μεγάλες πόλεις – στην επαρχία τα πράγματα ήταν καλύτερα, καθώς όπου υπήρχε αγροτική παραγωγή κάτι ξέκλεβαν οι κάτοικοι των χωριών για να διατρέφονται στοιχειωδώς και οι ίδιοι. Στις πόλεις, όμως, ιδιαίτερα στην Αθήνα, η πείνα που έπεσε, έμεινε ιστορική – και είχε χιλιάδες θύματα. Έφτασε εκείνο το τραγικό οχτάμηνο – εννιάμηνο του 1941-42 να είναι πολύ συνηθισμένο το θέαμα νεκρών από ασιτία στη μέση του δρόμου, οι οποίοι μαζεύονταν με καρότσια και θάβονταν ανώνυμα, καθώς οι οικογένειές τους δεν δήλωναν το θάνατό τους προκειμένου να μπορούν να χρησιμοποιούν τα δελτία τροφίμων των νεκρών, που εξασφάλιζαν μια υποτυπώδη, ελάχιστη ποσότητα διατροφής. Δεν χωράει συζήτηση ότι τα θύματα της πείνας προήλθαν σχεδόν όλα από τα φτωχότερα και εργατικά στρώματα... ενώ αντίθετα οι μαυραγορίτες, οι συνεργάτες των κατακτητών και οι κομπιναδόροι που διέθεταν χρυσές λίρες ζούσαν μέσα στην πολυτέλεια.
Η κατάσταση αυτή έκανε τον ελληνικό λαό να καταλάβει ότι αν δεν έβρισκε τρόπο να αντισταθεί, θα αφανιζόταν –πριν όμως γίνει λόγος για μαζικές κινητοποιήσεις ή για ένοπλη αντίσταση, έπρεπε να λυθεί πρώτα το θέμα της ίδιας της διατροφής.
Πριν ακόμα γίνει τόσο μεγάλο το πρόβλημα της πείνας ξεκίνησαν οι αντιστασιακές διεργασίες, που πρώτο στόχο είχαν ακριβώς την αντιμετώπιση της λεηλασίας της χώρας από τις κατοχικές δυνάμεις. Εδώ είχαν ένα μεγάλο πλεονέκτημα οι κομμουνιστές, με την πείρα τους στο πώς να κινούνται μέσα σε συνθήκες παρανομίας. Όσα στελέχη και μέλη του ΚΚΕ δραπέτευσαν από τις φυλακές και τις εξορίες πάνω στο χάος που δημιούργησε η γερμανική εισβολή αλλά και πολλά άλλα που είχαν αδρανοποιηθεί λόγω «δηλώσεων μετανοίας» τις οποίες είχαν αναγκαστεί να υποβάλουν επί της δικτατορίας του Μεταξά, άρχισαν τώρα να κινούνται και να αναδιοργανώνονται.
Ο γραμματέας του ΚΚΕ, ο Νίκος Ζαχαριάδης είχε παραδοθεί κι εκείνος από τους δεσμοφύλακές του στους Γερμανούς οι οποίοι τον έστειλαν στο διαβόητο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου, από το οποίο απελευθερώθηκε και επέστρεψε στην Ελλάδα μόνο μετά από τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1945. Αρχικά γραμματέας του ΚΚΕ, αναπληρωτής του Ζαχαριάδη ανέλαβε κάποιος Ανδρέας Τσίπας, Σλαβομακεδόνας και Σλαβόφωνος (!!!). Αλλά ευτυχώς για το ΚΚΕ μετά από λίγους μήνες αντικαταστάθηκε ως ανεπαρκής και… αλκοολικός και το Δεκέμβρη του 1941 τη θέση του γραμματέα ανέλαβε το παλιό συνδικαλιστικό στέλεχος Γιώργης Σιάντος, με δεύτερο σε επιρροή από ένα χρονικό διάστημα κι έπειτα το παλιό επίσης στέλεχος του κόμματος, «ακροναυπλιώτη» Γιάννη Ιωαννίδη.
Οι δυο αυτοί άνθρωποι από τη μια πρέπει να πούμε ότι πέτυχαν πράγματα μέσα στα τέσσερα κατοχικά χρόνια ασύγκριτα περισσότερα απ’ αυτά που θα δικαιολογούσε το ειδικό βάρος τους. Από την άλλη, αυτό το ειδικό βάρος τους δεν ήταν επαρκές για να κατανοήσουν τη διεθνή και εγχώρια, πολύ περίπλοκη πολιτική κατάσταση και να την αντιμετωπίσουν με επιδεξιότητα.
Ειδικά για τον καπνεργάτη πριν γίνει μόνιμο στέλεχος του ΚΚΕ, Γιώργη Σιάντο πρέπει να πούμε ότι ήταν ένας άνθρωπος με αντιφάσεις και ταλαντεύσεις: άλλοτε ακολουθούσε αριστερίστικη γραμμή, κατάλοιπο της συμμετοχής του στην «αριστερή τάση» του ΚΚΕ στη διάρκεια της προπολεμικής «φραξιονιστικής πάλης χωρίς αρχές» κι άλλοτε γραμμή «δεξιόστροφη» και «ενωτική» - από ένα όμως σημείο και έπειτα, συνήθως έκανε… το αντίθετο από αυτό που έπρεπε να κάνει στις κάθε φορά συγκεκριμένες συνθήκες. Επίσης, ενώ παρουσίαζε ένα «ανθρωπιστικό» πρόσωπο προς τα έξω, το οποίο έδειχνε να είναι ειλικρινές, δεν ήταν καθόλου αμέτοχος στη δημιουργία ενός κομματικού «παρακράτους» που διέπραξε στη διάρκεια της Κατοχής αρκετά εγκλήματα τόσο κατά των αντιπάλων του ΚΚΕ όσο και κατά κομμουνιστών «ύποπτων» για… μη συμμόρφωση στην κομματική γραμμή.
Αλλά και ο Γιάννης Ιωαννίδης, ο οποίος εξασκούσε πριν γίνει μόνιμο στέλεχος του ΚΚΕ το επάγγελμα του κουρέα, δεν διέφερε ιδιαίτερα, παρά στο ότι έβγαζε προς τα έξω ένα πιο «αυστηρό» και «δογματικό» πρόσωπο και για κάποιο λόγο είχε καταφέρει να θεωρείται ως ο άνθρωπος που μπορούσε να αναλύσει καλύτερα τη διεθνή κατάσταση και να καταλάβει… τι ήθελε η Σοβιετική Ένωση, κάτι το οποίο στην πράξη δεν ίσχυε καθόλου. Ίσως είχε αποκτήσει αυτή τη φήμη επειδή είχε παραμείνει προπολεμικά για κάποιο διάστημα στη Σοβιετική Ένωση και είχε περάσει και από την ίδια σοβιετική σχολή κομματικών στελεχών με τον Ζαχαριάδη – και πιθανότατα απολάμβανε κάποιας σοβιετικής προστασίας, καθώς παρέμεινε στην Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ για 33 ολόκληρα χρόνια, από το 1928 ως το 1961 (λογικά κατέχει ακόμα το ρεκόρ μακροχρόνιας παραμονής σε αυτή τη θέση)! Ανεξάρτητα πάντως από αυτά τα κομματικά του «ένσημα», η ικανότητά του για ανάλυση της τόσο δύσκολης πολιτικής κατάστασης εκείνων των χρόνων, κάθε άλλο παρά μεγάλη ήταν.
Όπως και νάχει, το ΚΚΕ παρά τις ανεπάρκειες των στελεχών του και τις τρομερές δυσκολίες που αντιμετώπιζε, κατόρθωσε να ανασυγκροτηθεί ταχύτατα με εντελώς εκπληκτικό τρόπο και ήδη ένα μήνα μετά από την έναρξη της Κατοχής, δηλαδή στις 28 Μαϊου 1941 δημιούργησε την πρώτη, «ξεχασμένη» σήμερα αλλά πάρα πολύ σημαντική κι επιδραστική αντιστασιακή οργάνωση, δηλαδή την Εθνική Αλληλεγγύη.
Η οργάνωση αυτή προηγήθηκε της δημιουργίας του ΕΑΜ, για την οποία θα μιλήσουμε αργότερα. Σκοπός της ήταν η περίθαλψη των αναπήρων του πολέμου και η ανακούφιση του λαού από την πείνα. Στο επόμενο διάστημα, ιδιαίτερα από το φθινόπωρο του 1941, όταν η πείνα άρχισε να γίνεται μάστιγα, απέκτησε πολύ μεγάλη μαζικότητα (έφτασε τα 3 εκατομμύρια μέλη με πάρα πολλές γυναίκες ανάμεσά τους!) οργανώνοντας συσσίτια και κάθε άλλη δραστηριότητα που είχε σκοπό την επιβίωση του λαού και διασώζοντας εκατοντάδες χιλιάδες. Η Εθνική Αλληλεγγύη με τη δραστηριότητά της αυτή είναι η οργάνωση η οποία «έστειλε» εκατομμύρια κόσμο στο ΕΑΜ, ιδιαίτερα στην πρώτη περίοδο της Εθνικής Αντίστασης και συνέβαλε όσο καμιά άλλη οργάνωση στη μαζικοποίησή του. Οι στίχοι στον ύμνο του ΕΑΜ «το ΕΑΜ μας έσωσε απ’ την πείνα» σε μεγάλο βαθμό αντικατοπτρίζουν το έργο της.
Στις 16 Ιουλίου του 1941 ιδρύθηκε από το ΚΚΕ το Εργατικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΕΑΜ), το οποίο είχε σκοπό την οργάνωση των συνδικαλιστικών αγώνων των εργαζομένων μέσα στις πολύ δύσκολες συνθήκες της Κατοχής και απέκτησε γρήγορα κι αυτό μεγάλη απήχηση.
Στις 27 Σεπτέμβρη του 1941 ιδρύθηκε τέλος και η πολιτική – μετωπική οργάνωση με κύρια δύναμη το ΚΚΕ, δηλαδή το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ), στην οποία ενσωματώθηκαν και η Εθνική Αλληλεγγύη και το ΕΕΑΜ. Εκτός από το ΚΚΕ στην ίδρυση του ΕΑΜ πήραν μέρος και τρία μικρά σοσιαλιστικά κόμματα: το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας, το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας και η Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας, πιο σημαντική από τα άλλα δυο, διότι είχε αρχηγό της τον Ηλία Τσιριμώκο, σοσιαλδημοκράτη γιο παλιού βενιζελικού πολιτικού, ο οποίος με τις «συμβουλές» και την επιρροή του, ιδιαίτερα πάνω στον Σιάντο, πάντα «τραβούσε» το ΕΑΜ προς τη συνεργασία και τελικά την υποταγή στους Βρετανούς. Αργότερα έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή της μετεμφυλιακής Ελλάδας, ο οποίος τελείωσε άδοξα όταν έγινε για λίγες μέρες πρωθυπουργός των «αποστατών» του 1965.
Με άξονα τους αγώνες για την επιβίωση του ελληνικού λαού από την πείνα, τη διεκδίκηση των συνδικαλιστικών κι εργατικών δικαιωμάτων και τις εθνικές και πατριωτικές εκδηλώσεις, όποτε δινόταν η ευκαιρία, όπως π.χ. στις 28 Οκτωβρίου 1941 μπροστά στα μάτια των έκπληκτων Ιταλών και Γερμανών, το ΕΑΜ αναπτύχθηκε ταχύτατα και δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι σε αυτή την πρώτη περίοδο της Κατοχής έφτασε να έχει την υποστήριξη ή την ευμενή αντιμετώπιση της απόλυτης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Αργότερα, όταν θα έμπαιναν κι άλλες δυνάμεις στον πολιτικό αγώνα, τα πράγματα θα γινόντουσαν πιο περίπλοκα.
Αξιοσημείωτο είναι ότι το ΚΚΕ προκειμένου να δώσει μεγαλύτερη «πλατύτητα» στο ΕΑΜ απευθύνθηκε σε γνωστούς αστούς πολιτικούς της εποχής, ακόμα και σε κάποιους… διαβόητους για τον προπολεμικό αντικομμουνισμό τους, όπως ο παλιός «επαναστάτης» του 1922 στρατηγός Γονατάς και αργότερα ακόμα και στον δικτάτορα του 1925-26 Θεόδωρο Πάγκαλο (!!!) και τους πρότεινε να συμμετέχουν στην ηγεσία του – όμως συνάντησε από άρνηση με τη δικαιολογία ότι «είναι τρέλα η οργανωμένη αντίσταση και πρέπει να περιμένουμε το τέλος του πολέμου» ως απροκάλυπτη εχθρότητα.
Επίσης στο πρόγραμμα του ΕΑΜ σε καμιά περίπτωση δεν γινόταν λόγος για σοσιαλισμό και πολύ περισσότερο για… «δικτατορία του προλεταριάτου» και κομμουνισμό. Αντίθετα διακηρυσσόταν ότι σκοπός του ήταν η απελευθέρωση, η λύση του πολιτειακού (βασιλεία ή αβασίλευτη δημοκρατία) με δημοψήφισμα και οι ελεύθερες εκλογές με την ισότιμη συμμετοχή όλων των πολιτικών δυνάμεων με στόχο «τη δημοκρατία και την κοινωνική δικαιοσύνη» – ενώ δεχόταν στις τάξεις του τον καθένα που ήθελε να αντισταθεί στην Κατοχή, ακόμα και οπαδούς της βασιλείας. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι άλλες αντιστασιακές οργανώσεις του αστικού πολιτικού χώρου και ιδιαίτερα ο ΕΔΕΣ του Ναπολέοντα Ζέρβα για τον οποίο θα μιλήσουμε παρακάτω, ξεκίνησαν με πολύ πιο «σοσιαλιστικές» διακηρύξεις.
Ασφαλώς ήταν γνωστό ότι κύρια δύναμη του ΕΑΜ ήταν το ΚΚΕ, με τις πολύ πιο «προωθημένες» πολιτικές θέσεις του, το οποίο όμως σε εκείνη τη φάση προσπαθούσε να «συμμορφώνεται» προς το γενικότερο πρόγραμμα του ΕΑΜ.
Η μαζικότητα που απέκτησε το ΕΑΜ το οδήγησε να περάσει σύντομα και στο επόμενο στάδιο. Έτσι στις 16 Φεβρουαρίου 1942 ιδρύθηκε και ο Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ΕΛΑΣ), δηλαδή το στρατιωτικό σκέλος του ΕΑΜ. Αρχικά η ηγεσία του ΚΚΕ, η οποία προσανατολιζόταν περισσότερο προς τις μαζικές κινητοποιήσεις στις πόλεις, ήταν διστακτική ως προς την ανάπτυξη του ΕΛΑΣ.
Όμως, σύντομα ψυχή και ηγέτης του ΕΛΑΣ έγινε ο παλιός κομμουνιστής (αν και είχε το στίγμα του «δηλωσία» στη δικτατορία του Μεταξά), Θανάσης Κλάρας, ο πασίγνωστος Άρης Βελουχιώτης. Ξεκινώντας το Μάιο του 1942 με μόνο 15 άντρες από το χωριό Δομνίστα της Ευρυτανίας και χρησιμοποιώντας εντελώς ανορθόδοξες από… κομμουνιστική άποψη μεθόδους, όπως την προσέλκυση ένοπλων ομάδων που επιδίδονταν στη ληστεία σε στυλ… Ρομπέν των Δασών, σύντομα άρχισε να προσελκύει πολλούς νέους από την αστείρευτη τότε πηγή της ρουμελιώτικης αγροτιάς, που ήθελαν να πολεμήσουν τον κατακτητή.
Στις 9 Ιουνίου του 1942 ο Άρης επιτέθηκε με τους άντρες του στο τσιφλίκι του σκληρού τσιφλικά και συνεργάτη των Ιταλών Νίκου Μαραθέα στην περιοχή του Δομοκού. Ο Μαραθέας ήταν διαβόητος για την καταπίεση των χωρικών – κολλήγων που είχε στη «δούλεψή του» σε συνεργασία με τους Ιταλούς. Λίγες μέρες προηγουμένως είχε καλέσει τους Ιταλούς να τιμωρήσουν τους κολλήγους του για «απειθαρχία» επειδή του είχαν κλέψει λίγα τρόφιμα και οι Ιταλοί σκότωσαν ένδεκα από αυτούς και έκαψαν σαράντα από τα σπίτια τους. Οι αντάρτες του Άρη σκότωσαν τον Μαραθέα, έκαψαν το «κονάκι» του και απήγαγαν τον 14χρονο γιο του ως όμηρο ζητώντας με επιστολή του Άρη προς τη σύζυγο του Μαραθέα ένα μεγάλο χρηματικό ποσό για να αποζημιωθούν οι κολλήγοι από τη ζημιά που είχαν υποστεί από τους Ιταλούς.
Η Κλεοπάτρα Μαραθέα καθυστέρησε να βρει τα χρήματα, τα οποία στο τέλος εξασφάλισε με δάνειο από τράπεζα, όμως είναι άγνωστο αν αυτά τελικά έφτασαν ποτέ στους αντάρτες. Παράλληλα, μέσω των τοπικών προπολεμικών βουλευτών της περιοχής προσπάθησε να βρει πρόσβαση προς την ηγεσία του ΚΚΕ για να μεσολαβήσει ώστε να απελευθερωθεί ο γιος της. Όταν η υπόθεση έγινε γνωστή στον Σιάντο και στην υπόλοιπη ηγεσία του ΚΚΕ, ο τρόπος δράσης του Άρη τους φάνηκε «ακραίος» - αλλά τα πράγματα χειροτέρεψαν πάρα πολύ όταν το παιδί βρέθηκε σφαγμένο και κακοποιημένο. Όπως γρήγορα έγινε γνωστό, ο υπεύθυνος του εγκλήματος ήταν κάποιος από τους άντρες του Άρη ονόματι Αχιλλέας, που πάντως δεν τιμωρήθηκε από τον Άρη γι’ αυτή την πράξη του, η οποία σύντομα ξεχάστηκε μέσα στα θυελλώδη γεγονότα που επακολούθησαν.
Σε αυτό το περιστατικό βρίσκονται όλες οι αντιφάσεις του Άρη Βελουχιώτη: από τη μια ήταν τολμηρός και δραστήριος επαναστάτης, που δεν έμενε κολλημένος στον «μαρξισμό – λενινισμό» αλλά είχε το ανεκτίμητο χάρισμα της επικοινωνίας με τους σκληροτράχηλους χωρικούς της Ρούμελης και της κατανόησης των αναγκών τους, όπως και την ικανότητα να τους ενθουσιάζει με απλά λόγια και με το αληθινά πατριωτικό κι απελευθερωτικό του κήρυγμα – ο φόνος δηλαδή του Μαραθέα θεωρήθηκε από όλο τον αγροτικό περίγυρο ως πράξη πατριωτικής αντίστασης και δίκαιας εκδίκησης (και τέτοια ήταν) και έφερε πολλούς νέους μαχητές στον ΕΛΑΣ. Από την άλλη όμως παρασυρόταν ο ίδιος σε πράξεις αδικαιολόγητης σκληρότητας ή συγχωρούσε τέτοιες πράξεις των ανθρώπων του. Όπως και νάχει, η εποχή εκείνη σίγουρα δεν σήκωνε «αβρότητες» και η επαναστατική σκληρότητα ήταν επιβεβλημένη, χωρίς όμως αυτό να αποτελεί δικαιολογία για εγκλήματα όπως η δολοφονία του παιδιού του Μαραθέα. Αργότερα αυτή η τακτική, δηλαδή να μην τιμωρούνται οι αδικαιολόγητες αντεκδικήσεις όταν τα θύματα ήταν «αντιδραστικοί», θα έβλαπτε καθοριστικά το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ.
Η ηγεσία του ΚΚΕ, Σιάντος και Ιωαννίδης αγανάκτησαν τόσο πολύ με την υπόθεση του Μαραθέα ώστε έστειλαν ένα στέλεχος του ΚΚΕ, τον Βαγγέλη Παπαδάκη, που είχε το αντάρτικο ψευδώνυμο Τάσος Λευτεριάς για να… αντικαταστήσει τον Άρη στην ηγεσία του ΕΛΑΣ – όμως όταν αυτός έφτασε στη Ρούμελη και στην περιοχή όπου δρούσε ο Άρης και είδε το πόσο είχε εξελιχθεί ο ΕΛΑΣ και ποια ήταν η λατρεία των ανταρτών προς το πρόσωπο του Άρη, κατάλαβε ότι αυτά που του ζητούσαν οι «αρχηγοί» του κόμματος ήταν εντελώς ανέφικτα και τους περιέγραψε την πραγματική κατάσταση. Έτσι, οι τελευταίοι αναγκάστηκαν να αποδεχτούν τα τετελεσμένα γεγονότα και να βάλουν στην άκρη τους δισταγμούς τους για τον ΕΛΑΣ. Τελικά έστειλαν στον ΕΛΑΣ ως «κομματικό επιβλέποντα» ένα στέλεχος του ΚΚΕ, τον Ανδρέα Τζήμα (με το αντάρτικο ψευδώνυμο Σαμαρινιώτης), ο οποίος είχε ευνοϊκή στάση προς τον Άρη.
Ο ίδιος ο Άρης φρόντισε να ενισχύσει τη θέση του δημιουργώντας το στρατιωτικό σώμα των περίφημων «μαυροσκούφηδων», οι οποίοι ήταν οι πιο σκληροτράχηλοι άντρες του ΕΛΑΣ, πολύ περισσότερο αφοσιωμένοι στον ίδιο τον Άρη, παρά στην… κομματική πειθαρχία.
Πάρα πολύ γρήγορα ο ΕΛΑΣ με τη συμμετοχή του λαού αλλά και με την όλο και μεγαλύτερη προσέλκυση πολλών αξιωματικών του προπολεμικού ελληνικού στρατού έγινε πανίσχυρος φθάνοντας να απελευθερώσει στην πράξη εκτεταμένα τμήματα της κατεχόμενης Ελλάδας, ιδιαίτερα της ορεινής αλλά ακόμα και μεγάλες πόλεις, όπως π.χ. το Καρπενήσι. Για την ιδιαίτερη περίπτωση του στρατηγού Στέφανου Σαράφη, ο οποίος από αντίπαλος του ΕΛΑΣ έγινε τελικά στρατιωτικός αρχηγός του, θα μιλήσουμε σε άλλη από αυτές τις συνέχειες.
Τέλος, στις 23 Φεβρουαρίου 1943 ιδρύθηκε και η Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων, η γνωστή ΕΠΟΝ, που και αυτή απέκτησε τεράστια μαζικότητα ανάμεσα στην ελληνική νεολαία και συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση. Για την ΕΠΟΝ υπάρχει η εξής περιγραφή του Πέτρου Ανταίου, ενός από τους ιδρυτές της:
«Η ΕΠΟΝ είχε μεγάλη συμβολή στον ένοπλο αγώνα, εξίσου σημαντική με τη μαζική δουλειά που έκανε στις πόλεις, με τις διαδηλώσεις. Χάσαμε 1.100 επονίτες αντάρτες σε μάχες. Η ΕΠΟΝ όμως δημιούργησε και ένα θαυμάσιο πολιτιστικό κίνημα, με τον Ρώτα και το θίασο της ΕΠΟΝ. Όπου πήγαιναν ομάδες ανταρτών της ΕΠΟΝ γινόταν πανηγύρι το βράδυ, γιατί πραγματικά αυτός ο πόλεμος, ο αντάρτικος, του ΕΛΑΣ, είχε τη χαρά της επανάστασης, δεν είχε τη θλίψη και την κατάρα του Εμφυλίου. Έμπαιναν οι επονίτες σε ένα χωριό και γινόταν πανζουρλισμός, ερχόταν όλο το χωριό, με τις χωριατοπούλες να μας κερνάνε ούζο, να μας περιποιούνται, να μας παίρνουν στα καταλύματα. Ήταν μια ανθοφορία του λαού μας, ήταν πολύ όμορφη αυτή η περίοδος της αντίστασής μας, όλων όσοι πολέμησαν στα βουνά, χωρίς διακρίσεις».
Σχηματικά μπορούμε να πούμε ότι η πρώτη περίοδος ύστερα από την ίδρυση του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ ήταν η πιο «αγνή» και δυναμική της Εθνικής Αντίστασης – με τον ΕΛΑΣ να απελευθερώνει όπως είπαμε εκτεταμένα τμήματα της ελληνικής επαρχίας, να φτάνει να εγκαθίσταται για περισσότερο ή λιγότερο ακόμα και σε μεγάλες πόλεις, να εγκαθιστά θεσμούς λαϊκής αυτοδιοίκησης και εξουσίας και να φέρνει για πρώτη φορά την τέχνη και τον πολιτισμό στις απομακρυσμένες αγροτικές περιοχές.
Παράλληλα το ΕΑΜ οργάνωνε τεράστιες, μαζικές και δυναμικές διαδηλώσεις στην Αθήνα (με πολλά θύματα από την άγρια καταστολή των Γερμανών) εναντίον των μέτρων που ήθελαν να επιβάλουν οι δυνάμεις της Κατοχής, όπως η παραχώρηση μεγαλύτερης «ζώνης ευθύνης» της Μακεδονίας στους Βούλγαρους και η επιστράτευση των Ελλήνων για να εργαστούν υποχρεωτικά για τους Γερμανούς. Ενώ στην επαρχία αγωνιζόταν για να εμποδίσει την αρπαγή της αγροτικής παραγωγής, της σοδειάς, από τις κατοχικές αρχές και να τη διαθέσει προς όφελος του λαού.
Οι αγώνες αυτοί είχαν σοβαρότατα θετικά αποτελέσματα και πέτυχαν μεγάλα πράγματα, όπως τη ματαίωση της πολιτικής επιστράτευσης για υποχρεωτική εργασία για τους Γερμανούς, τη ματαίωση των σχεδίων των Βουλγάρων για προσάρτηση της Μακεδονίας, τη ματαίωση κάθε σκέψης για να… οργανωθεί στρατιωτικό σώμα από Έλληνες για να πολεμήσει στο πλευρό των Γερμανών στο ανατολικό μέτωπο, τη συγκέντρωση της σοδειάς κλπ. Όλα αυτά ενίσχυσαν το κύρος του ΕΑΜ και το έκαναν τη μαζική, πλειοψηφική οργάνωση του ελληνικού λαού εκείνη την πρώτη περίοδο, περίπου ως το τέλος του 1942 – αρχές 1943.
Πρέπει μάλιστα να τονιστεί εδώ ότι σε καμιά περίπτωση δεν ισχύει η θεωρία «ο άγιος Άρης/το κακό ΚΚΕ» που έχουν «διακινήσει» με τα βιβλία τους αρχικά ο Χάιντς Ρίχτερ και ο Ντομινίκ Εντ και στη συνέχεια ο Διονύσης Χαριτόπουλος κι άλλοι συγγραφείς. Ασφαλώς η αξία του Άρη ήταν πολύ μεγάλη και θα μπορούσε να παραλληλιστεί με εκείνη του Οδυσσέα Ανδρούτσου κατά την Επανάσταση του 1821! Ασφαλώς επίσης ήταν τεράστιο το κατόρθωμα της απελευθέρωσης τόσο εκτεταμένων περιοχών της Ελλάδας από τον ΕΛΑΣ και η δημιουργία ενός ελεύθερου ελληνικού κράτους, με κυμαινόμενα ασφαλώς «σύνορα» μέσα στην κατεχόμενη χώρα!
Αλλά ο ΕΛΑΣ δεν ήταν μόνο ο Άρης, έστω κι αν ο τελευταίος ήταν ο αναμφισβήτητος ηγέτης του. Υπήρχαν όμως κι άλλοι ηγέτες με μεγάλη επιρροή, όπως π.χ. ο Κώστας Καραγιώργης στη Θεσσαλία. Ενώ επίσης εξίσου σημαντικοί με το αντάρτικο των βουνών και σε πολλές περιπτώσεις πολύ πιο δύσκολοι για εκείνους που συμμετείχαν, καθώς αντιμετώπιζαν την πιο άγρια καταστολή και την άμεση απειλή εκτέλεσης, ήταν οι αγώνες που έγιναν στις μεγάλες πόλεις, ιδιαίτερα στην Αθήνα – και αυτοί οι αγώνες πρέπει να «πιστωθούν» στην ηγεσία του ΚΚΕ, παρ’ όλες τις ανεπάρκειές της.
Στο μεταξύ, αφού πέρασε ο τραγικός χειμώνας του 1941-42 έγινε επιτέλους δυνατή και η εισαγωγή τροφίμων στην Αθήνα μέσω Τουρκίας, καθώς οι Βρετανοί κατάλαβαν ότι το μόνο αποτέλεσμα που θα είχε ο αποκλεισμός κάθε ανθρωπιστικής βοήθειας στον ελληνικό λαό δεν θα ήταν το δυνάμωμα της αντίστασής του αλλά το να αφανιστεί από την πείνα. Έτσι η κατάσταση βελτιώθηκε αισθητά κι ο ελληνικός λαός αισθάνθηκε πιο δυνατός και πιο αποφασισμένος στην πάλη του κατά της Κατοχής.
Αλλά το ΕΑΜ κι ο ΕΛΑΣ δεν ήταν οι μόνες αντιστασιακές οργανώσεις. Υπήρξαν και άλλες προερχόμενες από τον αστικό πολιτικό χώρο. Όπως επίσης σύντομα ξεκίνησε και η ανάμιξη των Βρετανών στην Εθνική Αντίσταση. Γι’ αυτά όλα όμως, πηγαίνοντας αναγκαστικά «μπρος – πίσω» στη χρονική αφήγηση, θα μιλήσουμε στην επόμενη συνέχεια.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ......

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου