Γράφει η ΤΕΤΗ ΣΩΛΟΥ
Κατοχή – σκηνή σε πειραιώτικο δρόμο
Σ’ αυτή τη φωτογραφία, που δεν φαίνεται κανένα πρόσωπο και καμία έκφραση –ακόμα και το κεφάλι της γυναίκας και του παιδιού είναι κρυμμένα– αποτυπώνεται όλη η δυστυχία.
Η γυναίκα γονατισμένη ψάχνει στα σκουπίδια, μήπως βρει κάτι φαγώσιμο. Τα πόδια του αγοριού είναι λεπτά σαν καλάμια. Ο άντρας, πίσω από το αγόρι, είναι ξυπόλητος μέσα στο καταχείμωνο. Η ουρά του σκύλου είναι κάτω απ’ τα σκέλια, δείγμα του φόβου του.
Μαύρη Κατοχή!
Η γυναίκα γονατισμένη ψάχνει στα σκουπίδια, μήπως βρει κάτι φαγώσιμο. Τα πόδια του αγοριού είναι λεπτά σαν καλάμια. Ο άντρας, πίσω από το αγόρι, είναι ξυπόλητος μέσα στο καταχείμωνο. Η ουρά του σκύλου είναι κάτω απ’ τα σκέλια, δείγμα του φόβου του.
Μαύρη Κατοχή!
Αμέσως μόλις μπήκαν οι γερμανοί στον τόπο μας καταλήστεψαν αποθήκες, καταστήματα και αγροτική παραγωγή. Η πείνα ξέσπασε με μεγάλη σφοδρότητα. Οι συνεργάτες των κατακτητών, οι άθλιοι μαυραγορίτες, θησαύριζαν. Τον φοβερό χειμώνα του ’41-’42 η πείνα έγινε λιμός. Τα πρόσωπα των παιδιών ήταν μόνον μάτια. Η εξαθλίωση και ο θάνατος έγιναν καθημερινά φαινόμενα, κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα. Άνθρωποι πέθαιναν από την πείνα στη μέση του δρόμου. Τα πτώματα φορτώνονταν στο κάρο του δήμου.
Ο αγώνας για την επιβίωση ήταν σκληρός και από αυτόν δεν έλειψαν τα παιδιά, οι μικροί ήρωες, που έπαιζαν τη ζωή τους κορώνα-γράμματα και διαδραμάτισαν ηρωικά τον ρόλο τους στην Εθνική Αντίσταση.
Οι σαλταδόροι της Κατοχής
απ’ την κομαντατούρα,
στο ξύλο μας μουρλαίνουνε
και πάει η μαστούρα.
Τραγούδι της Κατοχής που τραγουδιόταν στον σκοπό του Σαλταδόρου.
Με την είσοδο των γερμανών στην Αθήνα στις 27 Απριλίου 1941, η πείνα ξέσπασε απότομα και με σφοδρότητα. Οι κατακτητές καταλήστεψαν αποθήκες, καταστήματα και αγροτική παραγωγή. Στη συνέχεια πουλούσαν τα προϊόντα στους συνεργάτες τους, τους μαυραγορίτες. Και οι μαυραγορίτες τα πουλούσαν σε αστρονομικές τιμές. Σπίτια, κοσμήματα, έργα τέχνης και κειμήλια άρχισαν να περνάνε στα χέρια των άθλιων μαυραγοριτών, για έναν ντενεκέ λάδι ή ένα σακί αλεύρι! Λόγω του πληθωρισμού το χρήμα δεν είχε καμία αξία. Το λάδι και το αλεύρι ήταν σαν νόμισμα. Η αξία των πραγμάτων που πουλούσαν οι άνθρωποι για να γλιτώσουν από την πείνα, καθοριζόταν σε ποσότητα λαδιού και αλευριού.
Ενώ η επαρχία κουτσά-στραβά τα βόλευε, τα μεγάλα αστικά κέντρα, και ιδιαίτερα η Αθήνα, δοκιμάστηκαν σκληρά. Ένα δέμα από την επαρχία αποτελούσε ανεκτίμητο δώρο.
Τι περιλάμβανε ένα γιορτινό κατοχικό τραπέζι; Πλούσια τα ελέη, αν είχαν παντζάρια σαλάτα αλάδωτη, κέικ από ρεβίθια και σταφιδίνη και λεμόνια για φρούτο. Οι καπνιστές, που διέθεταν χρήματα, είχαν την πολυτέλεια ν’ απολαύσουν τρία τσιγάρα την ημέρα.
Τον φοβερό χειμώνα του ’41-’42 η πείνα έγινε λιμός και ο θάνατος στα πεζοδρόμια της Αθήνας ήταν καθημερινό φαινόμενο. Μάζευαν τα πτώματα με το κάρο του δήμου.
Οι πλούσιοι πείναγαν και οι φτωχοί πέθαιναν από την πείνα. Το ψωμί μοιραζόταν με το δελτίο. Οι φτωχοί δεν είχαν χρήματα για το δελτίο.
Ο καπετάνιος του ΕΛΑΣ Βύρωνα Μάνος Ιωαννίδης καταθέτει μια συγκλονιστική μαρτυρία: Ένας νέος αδύνατος σαν σκελετός στεκόταν έξω από τον φρούρνο και ζητούσε απ’ αυτούς που έβγαιναν να του δώσουν ένα κομματάκι από το ψωμί τους. Τι να του δώσουν, που η ποσότητα ήταν υπολογισμένη με το δράμι! Πάνω στην απόγνωσή του άρπαξε το ψωμί μιας γριάς. Οι άνθρωποι τον κυνήγησαν και όταν εκείνος έπεσε κάτω εξαντλημένος, άρχισαν να τον χτυπούν. Ο νέος δεν νοιαζόταν για τα χτυπήματα, αλλά πώς θα φάει ψωμί. Έτρωγε ξύλο και ψωμί συγχρόνως.
Ο καπετάνιος του ΕΛΑΣ Βύρωνα Μάνος Ιωαννίδης καταθέτει μια συγκλονιστική μαρτυρία: Ένας νέος αδύνατος σαν σκελετός στεκόταν έξω από τον φρούρνο και ζητούσε απ’ αυτούς που έβγαιναν να του δώσουν ένα κομματάκι από το ψωμί τους. Τι να του δώσουν, που η ποσότητα ήταν υπολογισμένη με το δράμι! Πάνω στην απόγνωσή του άρπαξε το ψωμί μιας γριάς. Οι άνθρωποι τον κυνήγησαν και όταν εκείνος έπεσε κάτω εξαντλημένος, άρχισαν να τον χτυπούν. Ο νέος δεν νοιαζόταν για τα χτυπήματα, αλλά πώς θα φάει ψωμί. Έτρωγε ξύλο και ψωμί συγχρόνως.
Στην ταινία Ματωμένα Χριστούγεννα, που εκτυλίσσεται στην Κατοχή, ο αρχισαλταδόρος εξηγεί τη διαφορά μεταξύ ντου και κλεψιάς:
«Δηλονότι πρέπει να ξέρουμε ότι το ντου δεν είναι κλεψιά. Το ντου είναι επίταξη ειδών πρώτης ανάγκης και διανομή σ’ εκείνους που πεινάνε».
Οι σαλταδόροι της Κατοχής
Οι σαλταδόροι ήταν παιδιά και νέοι, ηλικίας 10 με 15 χρόνων, από προσφυγικούς συνοικισμούς και φτωχογειτονιές, χωρίς στηρίγματα στη ζωή. Η πείνα τα ανάγκασε να βγουν στους δρόμους, για ν’ αναζητήσουν τα στοιχειώδη για την επιβίωση. Οργανώθηκαν σε παρέες και δούλευαν σε μικρές ομάδες. Την ώρα που περνούσε κάποιο γερμανικό καμιόνι από κάποιο σημείο όπου έκοβε ταχύτητα (ανηφόρα, στροφή, γραμμές του τραμ), ο ένας σάλταρε πάνω και άρχιζε αμέσως να ρίχνει στον δρόμο ό,τι έβρισκε μπροστά του: κουραμάνες, κονσέρβες, μπιτόνια, σακιά, κιβώτια, ρεζέρβες, όπλα, χάρτες. Οι άλλοι έτρεχαν πίσω από το καμιόνι και τα μάζευαν. Ύστερα ο αρχισαλταδόρος πηδούσε από το φορτηγό και όλοι έσπευδαν να εξαφανιστούν σκορπίζοντας σε διαφορετικές κατευθύνσεις.
Οι σαλταδόροι ήταν παιδιά και νέοι, ηλικίας 10 με 15 χρόνων, από προσφυγικούς συνοικισμούς και φτωχογειτονιές, χωρίς στηρίγματα στη ζωή. Η πείνα τα ανάγκασε να βγουν στους δρόμους, για ν’ αναζητήσουν τα στοιχειώδη για την επιβίωση. Οργανώθηκαν σε παρέες και δούλευαν σε μικρές ομάδες. Την ώρα που περνούσε κάποιο γερμανικό καμιόνι από κάποιο σημείο όπου έκοβε ταχύτητα (ανηφόρα, στροφή, γραμμές του τραμ), ο ένας σάλταρε πάνω και άρχιζε αμέσως να ρίχνει στον δρόμο ό,τι έβρισκε μπροστά του: κουραμάνες, κονσέρβες, μπιτόνια, σακιά, κιβώτια, ρεζέρβες, όπλα, χάρτες. Οι άλλοι έτρεχαν πίσω από το καμιόνι και τα μάζευαν. Ύστερα ο αρχισαλταδόρος πηδούσε από το φορτηγό και όλοι έσπευδαν να εξαφανιστούν σκορπίζοντας σε διαφορετικές κατευθύνσεις.
Ο Στέλιος Καρδάρας, Ελασίτης, σαλταδόρος και αρχηγός της ΟΠΛΑ στην παλιά Κοκκινιά, είχε σαλτάρει σ’ ένα καμιόνι. Οι γερμανοί είχαν κρύψει έναν φρουρό στην καρότσα κάτω από τον μουσαμά, για να πυροβολήσει σε περίπτωση που γινόταν σαλτάρισμα. Τέτοια ήταν η γρηγοράδα κι η φούρια του Στέλιου όταν σάλταρε στο φορτηγό και άρχισε να πετάει τα πράγματα στον δρόμο, που χωρίς να το καταλάβει άρπαξε τον γερμανό και τον πέταξε κι αυτόν.
Τον σκότωσαν πάνω στα 18 του χρόνια, το καλοκαίρι του ’44, οι συνεργάτες των γερμανών.
Τον σκότωσαν πάνω στα 18 του χρόνια, το καλοκαίρι του ’44, οι συνεργάτες των γερμανών.
Ένας παλιός σαλταδόρος, που δρούσε στις δυτικές συνοικίες της Αθήνας, διηγήθηκε στον δημοσιογράφο Γιώργο Βλάχο ότι το σύνθημα για το σαλτάρισμα, αλλά και η περιγραφή της διαδικασίας της επιχείρησης (τουλάχιστον στις περιοχές Αιγάλεω και Περιστέρι) ήταν «ούπατις, ούπατις, ουπς».
ΕΔΩ μπορείτε να διαβάσετε για μια παρέα παιδιών που κάνει σαμποτάζ σε γερμανικό φορτηγό. Είναι απόσπασμα από το μεγάλο σπονδυλωτό αφήγημα του Δημήτρη Ψαθά με τίτλο «Οι πιτσιρίκοι», το οποίο αναφέρεται στην Αντίσταση, και ιδιαίτερα στη συμμετοχή των παιδιών σ’ αυτή.
Οι σαλταδόροι δούλευαν για να ζήσουν, για βοηθήσουν φίλους και δικούς τους ανθρώπους, για να συνδράμουν γείτονες. Διακινδύνευαν τη ζωή τους και, καθώς οι γερμανοί πυροβολούσαν αδίστακτα και αδιακρίτως, πολλοί σαλταδόροι έπεσαν νεκροί, χτυπημένοι από τις γερμανικές σφαίρες.
Το 1942 ο Μιχάλης Γενίτσαρης έγραψε το ζεϊμπέκικο «Ο σαλταδόρος», που τραγουδήθηκε όσο κανένα άλλο ρεμπέτικο στα χρόνια της Κατοχής.
Θα το βρείτε ΕΔΩ μαζί με μερικές ενδιαφέρουσες παραλλαγές του, καθώς και άλλους στίχους για τους σαλταδόρους της Κατοχής.
Θα το βρείτε ΕΔΩ μαζί με μερικές ενδιαφέρουσες παραλλαγές του, καθώς και άλλους στίχους για τους σαλταδόρους της Κατοχής.
Στην κομαντατούρα
Για δες τονε τον κερατά
ρεζέρβα που την έχει·
να του τη φάω δεν μπορώ,
τα ενενήντα τρέχει.
Αν τύχει και μας πιάσουνεΓια δες τονε τον κερατά
ρεζέρβα που την έχει·
να του τη φάω δεν μπορώ,
τα ενενήντα τρέχει.
απ’ την κομαντατούρα,
στο ξύλο μας μουρλαίνουνε
και πάει η μαστούρα.
Τραγούδι της Κατοχής που τραγουδιόταν στον σκοπό του Σαλταδόρου.
Σαλταδόροι και υπόκοσμος
Παραθέτω το παραπάνω τραγούδι, γιατί πολλές φορές έχουμε την τάση να σκηνοθετούμε το παρελθόν σαν ταινία και να το φέρνουμε στα μέτρα μας. «Πανέξυπνοι γαβριάδες», «κατεργάρικη πιτσιρικαρία» είναι μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που βρήκα για τους σαλταδόρους. Ας θυμόμαστε όμως ότι οι σαλταδόροι ήταν παιδιά χωρίς στηρίγματα, που αναγκάστηκαν να μεγαλώσουν γρήγορα και στους δρόμους σε μια μαύρη και σκληρή εποχή. Και ναι, κάποιοι είχαν πάρε-δώσε με τον υπόκοσμο. Και ναι, κάποιοι έπιναν. Και ναι, κάποιοι ξάπλωναν κάτω απ’ το ραδίκι και κάπνιζαν τσίκες, όπως λέει η εκδοχή του τραγουδιού που ηχογράφησε ο Κατσαρός στην Αμερική.
Μήπως αφαιρεί κάτι από τη γενναιότητα και τον ηρωισμό τους αυτό;
Ο Γιώργος Μητσάκης στο τραγούδι του «Κατοχή στην Τρούμπα» αναφέρει μερικά ονόματα σαλταδόρων. Ο μπουκαδόρος ο Κοσμάς και ο Τζιμίσκουλας, που τον φάγανε για ψίχουλα, φαίνεται πως ήταν άνθρωποι της φάρας.
Ο Γενίτσαρης γράφει στην αυτοβιογραφία του ότι το 1942, που έπαιζε στο μπουζουξίδικο του Αντώνη Βλάχου στην οδό Ζήνωνος, βοηθούσε έναν συνάδελφο που είχε παιδιά να γεμίσει το κατσαρόλι που έφερνε μαζί του κάθε βράδυ. «Εγώ που κατέβαινα στις παρέες που ήταν σαλταδόροι και κονομισμένοι, τρώγαν κρέας, μάγκωνα ένα κομμάτι και έλεγα: ‘Παιδιά, το πάω για τους γέρους».
Παραθέτω το παραπάνω τραγούδι, γιατί πολλές φορές έχουμε την τάση να σκηνοθετούμε το παρελθόν σαν ταινία και να το φέρνουμε στα μέτρα μας. «Πανέξυπνοι γαβριάδες», «κατεργάρικη πιτσιρικαρία» είναι μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που βρήκα για τους σαλταδόρους. Ας θυμόμαστε όμως ότι οι σαλταδόροι ήταν παιδιά χωρίς στηρίγματα, που αναγκάστηκαν να μεγαλώσουν γρήγορα και στους δρόμους σε μια μαύρη και σκληρή εποχή. Και ναι, κάποιοι είχαν πάρε-δώσε με τον υπόκοσμο. Και ναι, κάποιοι έπιναν. Και ναι, κάποιοι ξάπλωναν κάτω απ’ το ραδίκι και κάπνιζαν τσίκες, όπως λέει η εκδοχή του τραγουδιού που ηχογράφησε ο Κατσαρός στην Αμερική.
Μήπως αφαιρεί κάτι από τη γενναιότητα και τον ηρωισμό τους αυτό;
Ο Γιώργος Μητσάκης στο τραγούδι του «Κατοχή στην Τρούμπα» αναφέρει μερικά ονόματα σαλταδόρων. Ο μπουκαδόρος ο Κοσμάς και ο Τζιμίσκουλας, που τον φάγανε για ψίχουλα, φαίνεται πως ήταν άνθρωποι της φάρας.
Ο Γενίτσαρης γράφει στην αυτοβιογραφία του ότι το 1942, που έπαιζε στο μπουζουξίδικο του Αντώνη Βλάχου στην οδό Ζήνωνος, βοηθούσε έναν συνάδελφο που είχε παιδιά να γεμίσει το κατσαρόλι που έφερνε μαζί του κάθε βράδυ. «Εγώ που κατέβαινα στις παρέες που ήταν σαλταδόροι και κονομισμένοι, τρώγαν κρέας, μάγκωνα ένα κομμάτι και έλεγα: ‘Παιδιά, το πάω για τους γέρους».
Οι σαλταδόροι συνέχισαν τη δράση τους και μετά την Κατοχή. Τα λάστιχα ήταν ακριβά και η επιχείρηση άξιζε τον κίνδυνο.
Η λέξη σαλταδόρος πήρε τη σημασία του αφερέγγυου, εκείνου που κάνει δουλειές του ποδαριού και μικροαπατεωνιές.
Οι σαλταδόροι της Κατοχής ριψοκινδύνευαν με την παράτολμη δύναμη που δίνει η νιότη και η ανάγκη για επιβίωση και δεν άφηναν τον εχθρό να νιώθει ασφαλής. Οι γερμανοί και αργότερα οι εγγλέζοι τους πυροβολούσαν στο ψαχνό. Οι σαλταδόροι της Κατοχής διαδραμάτισαν ηρωικά τον ρόλο τους στην Εθνική Αντίσταση, όπως οι αντιστασιακές οργανώσεις, οι μαχητές των πόλεων και οι αντάρτες στο βουνό.
Ευχαριστώ τον Γιώργο Βλάχο για το «ούπατις, ούπατις, ουπς» και τον Νίκο Σαραντάκο για το κείμενο «Οι πιτσιρίκοι».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου