Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2018

«Πώς μπορούσαν κι έδειχναν τόσο ευχαριστημένοι με τόσο λίγα οι άνθρωποι τη δεκαετία του ’60;» ]

«Πώς μπορούσαν κι έδειχναν τόσο ευχαριστημένοι με τόσο λίγα οι άνθρωποι τη δεκαετία του ’60;» ]

Κωνσταντίνος Μάνος, «Τρίκερι Μαγνησίας. Ψαράς με την οικογένειά του» (1964).Scripta manent<<...Πώς μπορούσαν κι έδειχναν τόσο ευχαριστημένοι με τόσο λίγα; Μερικές μερίδες συκωτάκια και δυο κιλά κοκκινέλι τούς είχαν ανεβάσει στους γαλαξίες, αν ήταν δυνατόν. Το σφάλμα στη σκέψη μου βρισκόταν ήδη στην αφετηρία: χαρακτήριζα λίγο αυτό που οι ίδιοι, τις στιγμές εκείνες, δεν το μετρούσαν καθόλου με όρους ποσότητας. «Τίποτε δεν είναι απλό όταν έχεις προηγουμένως υποφέρει. Τότε το κάθε τι που ξεφεύγει από την τανάλια του πόνου γίνεται τόσο πολύτιμο όσο εκείνα που θεωρούμε εκλεκτά επειδή σπανίζουν

Εξίσου όμως λαθεμένο θα ήταν να νομίσει κανείς ότι μπροστά μου φανερωνόταν τότε η συνετή στάση κάποιων ολιγαρκών. Σχεδόν ανύπαρκτη η αρετή αυτή σε τούτο τον τόπο. Απρόθυμοι όλοι να αρκεστούν στα λίγα και να μην προσδοκούν διακαώς τα περισσότερα. Ωσότου έρθει όμως η ώρα της δαψίλειας, το κάθε τερπνό που προέκυπτε ήταν για κείνους τους καλοφαγάδες, τους ανεκπαίδευτους στην επιτήδευση, ευπρόσδεκτο όσο και το πολλαπλάσιο και καλύτερό του· ήταν ικανοί να το νιώθουν αυτό. Να απολαμβάνουν ό,τι βρισκόταν στο πιάτο τους, αναγνωρίζοντας εκεί μέσα τους κόπους των προηγούμενων ωρών. Δικαιωματικά το πιρούνι λάμβανε την ανταμοιβή τους σε μορφή ριγανάτου νεφρού ή σπλήνας. Είχαν δώσει ζωή με τον μόχθο τους και τώρα την έπαιρναν πίσω. Και θα την ξανάδιναν, το επόμενο πρωί, ήταν αναπόφευκτο αυτό. Στο βιβλίο αυτό –διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο– καταγράφεται η µαρτυρία ενός ανθρώπου για µια εποχή που κάποιος δεν το έβαζε εύκολα στα πόδια ούτε αρεσκόταν να ανακυκλώνει τα παράπονά του. Για μέρες γερά στυλωµένες στη ζωή. Χαίρονταν λοιπόν με κάτι τόσο πρόσκαιρο; Ήμουν πολύ μικρός για να καταλάβω ότι όπως κάρφωναν το νεφρό έτσι ακινητοποιούσαν κι εκείνες τις στιγμές· επρόκειτο για αγκυροβόλημα μέσα στο παρόν. Άφηναν κατά μέρος τα περασμένα και τα μελλούμενα για να μην εισχωρήσουν στην αυλή τους, με το τραπέζι στο κέντρο, ούτε ο φόβος ούτε η θλίψη, ούτε κι η ελπίδα. Χώρος διαθέσιμος υπήρχε μόνο για τη χαρά. Την τάιζαν με μερικές πιρουνιές, την πότιζαν με δυο-τρία ποτηράκια, κι εκείνη ξεπεταγόταν για να βάψει τα πρόσωπα των οπαδών της με τα χρώματα του ροδάκινου και του βερίκοκου. Ακτινοβολούσαν. Και χωρίς να έχουν ιδέα, δάνειζαν σ’ εμένα που στεκόμουν απ’ έξω και τους έβλεπα ένα αίσθημα με τη βοήθεια του οποίου θα αποτιμούσα αργότερα την αξία που έχουν τα γαρνιρίσματα της ζωής. […]   //Απόσπασμα από το βιβλίο «Η εποχή της όρεξης – Ακολουθώντας τα ίχνη του ’60» του συγγραφέα και καθηγητή Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Βασίλη Καραποστόλη, εκδόσεις Πατάκη, 2012.  



Τι δεν είπαν οι μεγαλύτεροι στους νεότερους
«Η ανθρώπινη ύπαρξη δεν εξαντλείται σε όσα της τυχαίνουν. Ουσιαστικά αυτό ήταν το απόσταγμα από τις διηγήσεις των σκληραγωγημένων γερόντων», γράφει ο Βασίλης Καραποστόλης. (Φωτογραφία: Από το λεύκωμα «Η άλλη Ελλάδα, 1950-1965, Φωτογραφικό Αρχείο Κ. Μεγαλοκονόμου», εκδόσεις Τόπος).
«Η ανθρώπινη ύπαρξη δεν εξαντλείται σε όσα της τυχαίνουν. Ουσιαστικά αυτό ήταν το απόσταγμα από τις διηγήσεις των σκληραγωγημένων γερόντων», γράφει ο Βασίλης Καραποστόλης. (Φωτό: Από το λεύκωμα «Η άλλη Ελλάδα, 1950-1965, Φωτογραφικό Αρχείο Κ. Μεγαλοκονόμου», εκδ. Τόπος).
Σκληρό να πρέπει κάποιος να σηκώνει ασήκωτα βάρη, χειρότερο όμως να μην έχει κανέναν για να του ανακοινώσει το τι κρατάνε οι πλάτες του. Η χωρίς κλαψουρίσματα διήγηση των βασάνων λειτουργούσε κάποτε στην Ελλάδα σαν φάρμακο και μαζί σαν μάθημα για τους πρωτόβγαλτους. Στη συνέχεια, το φάρμακο απεσύρθη, το μάθημα διακόπηκε. Τις συνέπειες της αλλαγής τις βλέπουμε σήμερα ολοκάθαρα πάνω στα πρόσωπα των νεότερων. Έχουν μείνει εμβρόντητοι, παραλυμένοι από το πλήγμα της κρίσης που ήρθε για να διαψεύσει βάναυσα τις βεβαιότητες με τις οποίες τους τάιζαν οι γονείς τους. Ήταν όμως, πράγματι, τόσο βέβαιοι οι γονείς ότι τα πράγματα θα κυλούσαν συνεχώς ομαλά; Ή μήπως έκρυβαν τις λιγότερο αισιόδοξες σκέψεις τους, για να μην ανησυχήσουν τα λεπτεπίλεπτα παιδιά τους;
«Οι παππούδες θεωρούσαν αρκετά διδακτικό να διηγηθούν στα εγγόνια για την τρομάρα της Μικρασιατικής Καταστροφής, για τις αγωνίες των προσφύγων, για την έξαρση του ’40, για τους αγώνες, τις περιπέτειες και τις συμφορές που ακολούθησαν με την Κατοχή και τον Εμφύλιο». (Στη φωτογραφία συσσίτιο στις μέρες της Κατοχής)
«Οι παππούδες θεωρούσαν αρκετά διδακτικό να διηγηθούν στα εγγόνια για την τρομάρα της Μικρασιατικής Καταστροφής, για τις αγωνίες των προσφύγων, για την έξαρση του ’40, για τους αγώνες, τις περιπέτειες και τις συμφορές που ακολούθησαν με την Κατοχή και τον Εμφύλιο». (Στη φωτογραφία, συσσίτιο στις μέρες της Κατοχής)
Η απάντηση βρίσκεται στη μέση. Οι γονείς είχαν αρχίσει να σβήνουν τις τραχιές εμπειρίες από τη μνήμη τους, ανυπόμονοι να τις αντικαταστήσουν με τερπνές προσδοκίες, με ελπίδες, με ένα άπλωμα της φαντασίας που έστηνε πλούσια σκηνικά για το μέλλον και όπου στο κέντρο τους τοποθετούσε τη νέα γενιά. Επιτέλους, μια φουρνιά άκαπνη, αμουντζούρωτη για πρώτη φορά. Προσπαθούσαν να ξεχάσουν οι πρεσβύτεροι τις παλιές στερήσεις τους, για να ξορκίσουν το κακό. Δεν μιλούσαν γι’ αυτές, για να μη ζαρώσουν οι βλαστοί τους από φόβο, καθώς θα τις άκουγαν.
«Αντίθετα με τους προγενέστερους, οι οικογενειάρχες από τη δεκαετία του ’80 και μετά δείχνουν όλο και περισσότερο να ντρέπονται για τις τρικλοποδιές της ζωής και τα εμπόδια που συνάντησαν».
Το αποτέλεσμα ήταν να ζαρώσουν οι νέοι από κατάπληξη με το που ήρθε η κρίση. Γλίτωσαν από τον φόβο, αλλά τώρα υποκύπτουν στο δέος. Στα μάτια τους, το πρόβλημα μεγεθύνεται κατά τρόπο τερατώδη και η κρίση παίρνει τη μορφή ενός μυθικού δράκου με λέπια από χαρτονομίσματα, αδίστακτου, με ακατανόητες προθέσεις, και, το πιο δυσοίωνο, μάλλον άτρωτου. Γιατί απέναντί του δεν φαίνεται να ορθώνεται κανένας αντιμύθος, κανένας καβαλάρης με ξίφος τιμωρό. Μαχητές, πολεμιστές, ημίθεοι και άγιοι της εξέγερσης και του σθένους, κάθε πρωταγωνιστής της ανθρώπινης εποποιίας εξαφανίστηκε από την οθόνη του νεανικού μυαλού, για να κυριαρχήσουν τα κινούμενα σχέδια μιας ρώμης και μιας τόλμης υπερφυσικής και εξωπραγματικής, που ξεφουσκώνει αμέσως με το που σβήνει η τηλεόραση ή ο υπολογιστής.
Δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί να κάνει τα παιδιά να πιστέψουν ότι το θάρρος είναι για τους πραγματικούς και ζωντανούς ανθρώπους. Οι μόνοι που θα μπορούσαν να τους το έχουν διδάξει αυτό πειστικά είναι οι γονείς, αλλά αυτοί εσιώπησαν. Μπορεί να είπαν βέβαια κάτι περιληπτικό για τις δυσκολίες «άλλων εποχών», απέφυγαν όμως να ξετυλίξουν το κόκκινο νήμα που περνάει από τη φτώχεια, την αβεβαιότητα, τους κατατρεγμούς, τις μάχες.
«Το αποτέλεσμα ήταν να ζαρώσουν οι νέοι από κατάπληξη με το που ήρθε η κρίση. Γλίτωσαν από τον φόβο, αλλά τώρα υποκύπτουν στο δέος».
Δεν είχαν τηρήσει την ίδια στάση οι προγενέστεροι. Το θεωρούσαν αρκετά διδακτικό οι παππούδες να διηγηθούν στα εγγόνια για την τρομάρα της Μικρασιατικής Καταστροφής, για τις αγωνίες των προσφύγων, για την έξαρση του ’40, για τους αγώνες, τις περιπέτειες και τις συμφορές που ακολούθησαν με την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Επειδή οι ίδιοι οι ιστορητές πίστευαν στην εξιστόρησή τους, αιχμαλώτιζαν και το ενδιαφέρον των μικρών ακροατών. Από τα χείλη του παππού κρεμάστηκαν εγγόνια που αργότερα θα αναγνώριζαν ότι τα κατορθώματα και τα βάσανα που είχαν ακούσει δεν ήταν παραμύθια για να περνάει η ώρα, ήταν λόγια που τους μετάγγιζαν ακατάπαυστα δύναμη: μπορούμε να ονομάσουμε τη δύναμη αυτή «ενεργό πείρα». Είναι το υλικό που σχηματίζεται όταν η εμπειρία ζυμώνεται με τον αναστοχασμό κι όταν η ζύμη αυτή προσφέρεται στο παιδί ψημένη καλά σαν κουλουράκι. Το μικρό απλώνει το χέρι, παίρνει αυτό που του δίνουν. Με την πρώτη δαγκωνιά νιώθει το πικρό μέσα στο γλυκό, κυριαρχεί όμως το γλυκό και γι’ αυτό συνεχίζει να τρώει, συνεχίζει να μεταλαβαίνει.
«Δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί να κάνει τα παιδιά να πιστέψουν ότι το θάρρος είναι για τους πραγματικούς και ζωντανούς ανθρώπους. Οι μόνοι που θα μπορούσαν να τους το έχουν διδάξει αυτό πειστικά είναι οι γονείς, αλλά αυτοί εσιώπησαν». (Φωτογραφία: Από το λεύκωμα «Η άλλη Ελλάδα, 1950-1965, Φωτογραφικό Αρχείο Κ. Μεγαλοκονόμου», εκδόσεις Τόπος).
«Δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί να κάνει τα παιδιά να πιστέψουν ότι το θάρρος είναι για τους πραγματικούς και ζωντανούς ανθρώπους. Οι μόνοι που θα μπορούσαν να τους το έχουν διδάξει αυτό πειστικά είναι οι γονείς, αλλά αυτοί εσιώπησαν». (Φωό: Από το λεύκωμα «Η άλλη Ελλάδα, 1950-1965, Φωτογραφικό Αρχείο Κ. Μεγαλοκονόμου», εκδ. Τόπος).

Ναι, είναι γλυκό να ξέρει κάποιος ότι, παρά τις δυστυχίες, υπήρξαν άνθρωποι που δεν σύρθηκαν σαν τα σκουλήκια στο έδαφος. Είναι πικρό που οι δυστυχίες παραμονεύουν αδιάκοπα τη ζωή, ωστόσο η γεύση κάπως καλυτερεύει με τη σκέψη ότι χάρη στο μυαλό, στην καρδιά και στα χέρια τους οι άνθρωποι έχουν συχνά τη δυνατότητα να περιορίζουν τις βλάβες που υφίστανται, και αν όχι, τουλάχιστον να μη βουλιάζουν ολόκληροι, ψυχή τε και σώματι, μες στην απόγνωση.
Η ανθρώπινη ύπαρξη δεν εξαντλείται σε όσα της τυχαίνουν. Ουσιαστικά αυτό ήταν το απόσταγμα από τις διηγήσεις των σκληραγωγημένων γερόντων. Οι άνδρες προσπαθούσαν να μεταδώσουν ένα αίσθημα υπερηφάνειας για την ίδια τους τη θέληση, αυτήν την ξεροκεφαλιά που ήξερε να μετριάζεται από μόνη της με την προσαρμοστικότητα. Όσο για τις γιαγιάδες, μιλούσαν για τη δική τους αμυντική τακτική: τη δουλειά στο σπιτικό οχυρό, τη διαχείριση των εφοδίων, το μεγάλωμα των παιδιών.
«Είναι γλυκό να ξέρει κανείς ότι, παρά τις δυστυχίες, υπήρξαν άνθρωποι που δεν σύρθηκαν σαν τα σκουλήκια στο έδαφος».
Συγκρίνετε τις διηγήσεις εκείνες με τις αντίστοιχες κατοπινές, στις επόμενες γενιές. Τι βρίσκετε; Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόκρυψη των δυσκολιών και, εμμέσως, περισσότερη αδικαιολόγητη καυχησιά; Αντίθετα με τους προγενέστερους, οι οικογενειάρχες από τη δεκαετία του ’80 και μετά δείχνουν όλο και περισσότερο να ντρέπονται για τις τρικλοποδιές της ζωής και τα εμπόδια που συνάντησαν. Απ’ αυτήν την άποψη είναι βαθιά προληπτικοί. Αυτοί, οι τόσο ανοιχτοί σε όλα, οι τόσο εύγλωττοι όταν δηλώνουν την «ανοχή» και την «κατανόησή» τους σε οτιδήποτε ασυνήθιστο και διαφορετικό (σε σημείο μερικοί να μη ρωτάνε τα παιδιά τους τι σκέφτονται και τι σχεδιάζουν, για να μην «τα πιέσουν» υπερβολικά!), αυτοί οι μεταμοντέρνοι κηδεμόνες με την τόσο ευέλικτη νοημοσύνη έχουν κλειστό το στόμα τους σχετικά με το παρελθόν τους, μην τυχόν και φανεί ότι ήταν κάπως σαν «σημαδεμένοι» από τη μοίρα. Μεγάλωσαν δύσκολα… Θα μπορούσαν όμως να είναι από τους άλλους, τους ευνοημένους, τους εκλεκτούς που προχώρησαν άνετα. Ποιος ο λόγος να σκαλίζουν το ζήτημα; Η ζωή δεν είναι αγώνας, δεν είναι δράση, είναι να έχεις ή να μην έχεις ένα άστρο εκεί ψηλά να σε προστατεύει.
Μετά το έξοχο «Η εποχή της όρεξης –Ακολουθώντας τα ίχνη του ’60», ο Βασίλης Καραποστόλης επανέρχεται με το «Η ζωή σαν τιμολόγιο» (εκδόσεις Πατάκη), που περιλαμβάνει κείμενά του που γράφτηκαν τα τελευταία 25 χρόνια.
Μετά το έξοχο «Η εποχή της όρεξης –Ακολουθώντας τα ίχνη του ’60», ο Βασίλης Καραποστόλης επανέρχεται με το «Η ζωή σαν τιμολόγιο» (εκδ. Πατάκη), που περιλαμβάνει κείμενά του που γράφτηκαν τα τελευταία 25 χρόνια.
Δίχως να το ομολογούν αυτά φρονούσαν οι περισσότεροι κηδεμόνες. Αφού εκείνοι δεν είχαν τύχει καμιάς προστασίας, έπρεπε τώρα να προστατεύσουν απολύτως τα παιδιά τους. Απαγορευόταν να κάνουν λόγο για πιθανές κακοκαιρίες, για θύελλες. Έπρεπε να δείχνουν μόνο με το δάχτυλο κάπου πέρα, όμως όχι και πολύ μακριά. Έλαμπε εκεί ένα άλλο άστρο. Ήταν η «επιτυχία», ήταν το τέρμα. Μια λάμψη υποσχέσεων ερχόταν, και κάτω από μια τέτοια λάμψη τα λόγια μοιάζουν περιττά. Τείνει κάποιος να μείνει βουβός. Κοιτάει μόνο, θαμπώνεται, εύχεται, και περιμένει. Πώς να μην αλαφιαστεί, έτσι, όταν ξαφνικά δει τα πρώτα σύννεφα εκ Δυσμών;
⇒ Το κείμενο που φιλοξενεί η στήλη είναι από το βιβλίο του συγγραφέα και καθηγητή Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Βασίλη Καραποστόλη «Η ζωή σαν τιμολόγιο», εκδ. Πατάκη.Πηγή : Andro.gr [ http://www.andro.gr/empneusi/vasilis-karapostolis

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου