Τρίτη 9 Ιανουαρίου 2018

ΚΑΦΕ ΑΜΑΝ ΚΑΙ ΚΑΦΕ ΣΑΝΤΑΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΡΗΤΗ[ΝΕΡΟΣ Α΄]

Καφέ Αμάν και Καφέ Σαντάν στην Ελλάδα και την Κρήτη (Μέρος Α’)

Γράφει ο Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης // *



Εισαγωγή
Τα καφέ αμάν και τα καφέ-σαντάν ήταν χώροι ψυχαγωγίας, οι οποίοι ξεκίνησαν από διαφορετικές γεωγραφικές, πολιτισμικές και κοινωνικές αφετηρίες, αλλά κατέληξαν να συνυπάρχουν σε πολλές μεγάλες πόλεις της Ανατολής και της Δύσης. Τα καφέ αμάν εμφανίζονται στα μέσα του 19ου αιώνα στις μεγάλες πόλεις της Οθωμανικής αυτοκρατορίας Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, κ.λπ., ενώ τα καφέ-σαντάν ιδρύονται την ίδια χρονική περίοδο στο Παρίσι.
Στην Αθήνα εμφανίζονται την ίδια χρονική περίοδο, ενώ στην Κρήτη στα τέλη του 19ου αιώνα και ακμάζουν μέχρι το 1913 περίπου, δηλαδή την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας. Η παρούσα μελέτη ερευνά το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο δημιουργίας των καφέ αμάν και καφέ-σαντάν στα Χανιά και το Μεγάλο Κάστρο, καθώς και την συνεισφορά τους στην τοπική πολιτισμική δραστηριότητα και την καθημερινή ζωή.

ΚΑΦΕ ΑΜΑΝ
Η ποικιλία και η πολυγλωσσία στο ρεπερτόριο του καφέ αμάν, δηλαδή μουσικές από ολόκληρο το πολυεθνοτικό φάσμα της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η καταγωγή των μουσικών ήταν κυρίως Έλληνες της Ανατολής και Αρμένιοι, λιγότερο Εβραίοι και Ρομά. Στο καλλιτεχνικό πρόγραμμα υπήρχαν τα ταξίμια, μουσική και τραγούδι, καθώς και ο χορός.  Αυτή η μουσική άκμασε το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα στα λιμάνια της Μικράς Ασίας και των νησιών του Αιγαίου. Η μουσική που παιζόταν σε αυτά ήταν προϊόν των φτωχότερων κοινωνικών ομάδων των ελληνόφωνων κοινοτήτων και έδραζε σε γειτονιές του υποκόσμου όπου γινόταν χασισοποσία, έπαιζαν χαρτιά και υπήρχαν οίκοι ανοχής. Οι άνθρωποι που σύχναζαν στις γειτονιές αυτές ήταν συνήθως ναυτικοί, ψαράδες, εργαζόμενοι στις αγορές κρέατος, λαχανικών και ψαριών, φορτοεκφορτωτές, ιδιοκτήτες μικρών καφενείων και έμποροι.[1]
Η μουσική του καφέ αμάν, σύμφωνα με το Conway,  ήταν βασισμένη στο σύστημα «makam» της παραδοσιακής αραβοπερσικής ή οθωμανικής κλασικής μουσικής, ενώ το ρεπερτόριο είχε ως βάση τα ταξίμια, ένα μεγάλο απόθεμα από παραδοσιακές μελωδίες της ταβέρνας και των μουσικών καφενείων, λαϊκές μελωδίες, καθώς και μουσική των δερβίσηδων. Εδώ πρέπει να διευκρινιστεί ότι η μουσική της ανατολής γενικότερα έλκει την καταγωγή από τους αρχαίους ελληνικούς τρόπους (μουσικές κλίμακες): Υποδώριος, Δώριος, Υπερδώριος, Υποϊάστριος, Ιάστριος, Υπεριάστριος, Υποφρύγιος, Φρύγιος, Υπερφρύγιος, Αιόλιος, Λύδιος, κ.λπ.[2] Ακολουθεί η βυζαντινή μουσική (μονοφωνία σε ομοτονία), στην οποία η κάθε μια από τις 12 κλίμακες αντιστοιχεί σε ένα αραβικό makamat.[3] Όταν τα καφέ αμάν ήταν σε περιοχές με σχεδόν αποκλειστικά ελληνικό πληθυσμό, υπήρχε μια τάση να εισάγονται ελληνικοί στίχοι σε τούρκικα τραγούδια, χωρίς όμως να  θίγεται η τροπικότητα της μουσικής, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις συμπεριλαμβάνονταν στο πρόγραμμά τους μια σειρά από κομμάτια του «δημοτικού» ρεπερτορίου της νησιωτικής και ηπειρωτικής Ελλάδας.
Τα όργανα που χρησιμοποιούνταν στα καφέ αμάν προέρχονταν από μουσικά σύνολα της οθωμανικής κλασικής και λαϊκής αστικής μουσικής, ενώ ανήκαν στο είδος ορχήστρας που αποδίδεται με την τούρκικη λέξη «incesaz» («ψηλά όργανα») ή κομπανία (Ελληνικά), στην οποία περιλαμβάνονται όργανα ορχήστρας δωματίου. Τα όργανα αυτά ήταν το ούτι, το κανονάκι, το σαντούρι, η λύρα (Kemence), το ντέφι και τα ζίλια. Η λύρα πολλές φορές αντικαθίσταται από το βιολί, το ούτι από το τσουμπούς, ενώ το κανονάκι δεν έπαιζε ποτέ μαζί με το σαντούρι. Τα δύο κύρια κρουστά, το ντέφι και τα ζίλια, τα  έπαιζαν αποκλειστικά γυναίκες που χόρευαν. Τα ζίλια επίσης αντικαθίσταντο κάποιες φορές από ξύλινα κουτάλια που παίζονταν σαν καστανιέτες. Όσον αφορά το χορό, ο πιο δημοφιλής γυναικείος χορός, τόσο από την πλευρά των τραγουδιστριών όσο και των χορευτριών, ήταν το τσιφτετέλι. Από τη μεριά των ανδρών ο πιο δημοφιλής χορός ήταν το ζεϊμπέκικο, ενώ επίσης από τους άντρες χορευόταν και το χασάπικο. Εκτός των παραπάνω χορών υπήρχαν και οι αντικριστοί χοροί όπως ο μπάλος και ο καρσιλαμάς.[4]
Ο Γιώργος Κοκκώνης αναφέρει για το ίδιο θέμα ότι τα καφέ αμάν αποτέλεσαν τα πρώτα τακτικά θέατρα μουσικής πράξης των αστικών κέντρων, γνωρίζοντας παράλληλα τεράστια επιτυχία ως χώροι λαϊκής έκφρασης. Η αφετηρία τους, όσον αφορά την Ελλάδα, προσδιορίζεται στις τρεις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, ως απόρροια των καφωδείων που άκμασαν στα μεγάλα αστικά κέντρα του Δυτικού κόσμου και της Οθωμανικής επικράτειας. Επίσης, σύμφωνα με τις γραπτές πηγές και μουσικές ηχογραφήσεις, υποστηρίζει μια διαφορετική δομή της καφέ αμάν ορχήστρας δηλαδή την επικράτηση του ζεύγους βιολί- σαντούρι, ενίοτε και με συνοδεία κιθάρας, ενώ το ούτι και το κανονάκι αποτελούν μάλλον εξαίρεση. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από την ύπαρξη των όρων «σαντουρόβιολα» και «καφέ σαντούρ», ενώ ο τελευταίος όρος προηγείται χρονικά του όρου καφέ αμάν.[5]
Σημαντικοί καλλιτέχνες που σταδιοδρόμησαν στα καφέ αμάν της Αμερικής ήταν η Μαρίκα Παπαγκίκα (ιδιοκτήτρια και τραγουδίστρια του πρώτου καφέ αμάν που άνοιξε το 1925 στη Νέα Υόρκη), η Αμαλία Βάκα (Mazaltov Mally Matsa, Γιαννιώτισσα Εβραϊκής καταγωγής). Πολύ δημοφιλής τραγουδίστρια του καφέ αμάν στην Αμερική υπήρξε και η «κυρία Κούλα» ή Κυριακή Γιόρτζη Αντωνοπούλου (περίπου 1880-1954) όπως ήταν το κανονικό της όνομα. Σύμφωνα με το Steve Frango, η «κυρία Κούλα» ηχογράφησε μουσική είτε τύπου ελληνικού καφενείου, είτε τύπου «καφέ αμάν», ενώ  οι δίσκοι της τόσο ελληνικής όσο και τούρκικης μουσικής, κατείχαν την πρώτη θέση σε πωλήσεις σε σύγκριση με τις άλλες συναδέλφους της. Επίσης, η «κυρία Κούλα» ήταν η πρώτη γυναίκα που ηχογράφησε τούρκικα τραγούδια και η πρώτη από άντρες και γυναίκες Ελληνίδες μουσικούς που ίδρυσε το 1920 δική της δισκογραφική εταιρία (Panhellenion Record Company), η οποία παρήγαγε δίσκους αποκλειστικά ελληνικής και τούρκικης παραδοσιακής μουσικής.[6] Οι σημαντικότεροι άντρες μουσικοί των αμερικανικών καφέ αμάν ήταν ο Αχιλλέας Πούλος από την Κωνσταντινούπολη, ο Κρητικός Χαρίλαος Πιπεράκης και ο Αρμένιος ουτίστας Marko Melkon Alemsherian.
Η ακμή των καφέ αμάν είναι μέχρι το 1930 περίπου, στη συνέχεια συνεχίζει το ρεμπέτικο με βασικό όργανο το μπουζούκι.



ΚΑΦΕ-ΣΑΝΤΑΝ
Στα τέλη του 19ου αιώνα τα παραδοσιακά ζυθοπωλεία στο κέντρο των Αθηνών μετατρέπονταν σε χώρους θεάματος και νέων ειδών διασκέδασης. Είτε με παραστάσεις μπουλουκιών, είτε με μετατροπή σε «καφωδεία». Πρόκειται βεβαίως για τον εξελληνισμό του γαλλοφερμένου καφέ-σαντάν (cafés chantant), τα οποία αρχικά ονομάζονται café-concerts, αργότερα café-cons. Συχνά διαπιστώνεται σύγχυση μεταξύ ζυθοπωλείων (μπιραριών) και καφωδείων (cafés chantants ή cafés concerts), επειδή διαθέτουν κοινά χαρακτηριστικά (μπίρα, σερβιτόρες, σεπαρέ, μουσική). Ωστόσο, λειτουργούσαν διαφορετικές ώρες∙ οι μπιραρίες την ημέρα, ενώ τα καφωδεία μετά τις εννέα το βράδυ, τα τελευταία διέθεταν επίσης ζωντανά χορευτικά νούμερα και μουσική. Το ίδιο ίσχυε και για καφενεία, που προσέθεταν στα μουσικά συγκροτήματα διάφορα θεάματα μεταπηδώντας στην κατηγορία των καφωδείων, τα οποία διέφεραν από τα «καφέ αμάν» και τα «καφέ σαντούρ».
Στη σύσταση και το ρίζωμα των καφωδείων στην Αθήνα οδήγησε η ανάγκη για ελαφρό σατιρικό και χορευτικό θεατρικό είδος διασκέδασης. Αγαπημένος χορός το γαλλικό καν-καν που επιδείκνυε γυμνές γάμπες και προκαλούσε τα ήθη της εποχής. Η πρώτη εμφάνισή τους, το 1863, συνοδεύτηκε από σφοδρές επικρίσεις, αφού θεωρούντο θεάματα αναιδή και σκανδαλώδη. Αυστριακές σαντέζες απαγάγονται και κακοποιούνται φρικτά, προκαλώντας διπλωματικό επεισόδιο μεταξύ Αυστρίας–Ελλάδας και την παρέμβαση Στρατού και Αστυνομίας.[7]


 Ο Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης είναι ιατρός ορθοπεδικός και πολιτισμολόγος. Κατάγεται από τα Χανιά και εργάζεται στο ιατρείο του στο Ηράκλειο Κρήτης. Είναι συγγραφέας πέντε ερευνητικών βιβλίων για την μουσικοχορευτική παράδοση της Κρήτης και χορευτής ελληνικών παραδοσιακών χορών για 36 χρόνια.   http://fractalart.gr/cafe-aman-cafe-santan-b/

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου