Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου 2017

ΑΥΤΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ Ο ΜΙΚΡΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ..[Μέρος Γ΄]

… Αυτός ο Κόσμος, ο μικρός ο Μέγας…
Γράφει ο Δημήτριος Μάρκου
Τα πράγματα είναι περίπλοκα. Δεν είναι τόσο απλοϊκά, όσο θέλουν να τα παρουσιάσουν οι θεολόγοι και οι θρησκείες του Δυτικού κόσμου. Βασίζονται στο εσφαλμένο απόσπασμα της “Γένεσης”: « και συνετελέσθησαν ο ουρανός και η γη και πας ο κόσμος αυτών. και συνετέλεσεν ο Θεός εν τη ημέρα τη έκτη τα έργα αυτού, α εποίησεν, και κατέπαυσεν τη ημέρα τη εβδόμη από πάντων των έργων αυτού, ων εποίησεν. και ηυλόγησεν ο Θεός την ημέραν την εβδόμην και ηγίασεν αυτήν. ότι εν αυτή κατέπαυσεν από πάντων των έργων αυτού, ων ήρξατο ο Θεός ποιήσαι.»
Οι αστροφυσικοί και οι αστρονόμοι γίνονται μάρτυρες δημιουργίας νέων αστεριών κι αστρικών συστημάτων στο αχανές για τον άνθρωπο Σύμπαν. Κι όλα αυτά στον τετραδιάστατο χωροχρονικό μας Κόσμο- τρεις διαστάσεις για τον χώρο και μία για τον χρόνο- που είναι παρατηρήσιμος με τα όργανα που έχουν επινοηθεί μέχρι σήμερα. Υπάρχουν όμως πολλοί επιστήμονες που μιλάνε για Κόσμο δεκατριών διαστάσεων και όχι για ένα Σύμπαν, αλλά για πολλά παράλληλα Σύμπαντα. Ακόμα κι αν περιοριστούμε στον τετραδιάστατο απτό Κόσμο, διαπιστώνουμε ένα συνεχές γίγνεσθαι, μια συνεχή δημιουργία. Στα αστέρια από απλά στοιχεία φτιάχνονται συνθετότερα για να φτάσουν στο επιθυμητό στάδιο, να εμφανιστούν τα αναγκαία για την ευφυή ζωή στοιχεία. Γιατί τι νόημα θα είχε ένα κόσμος χωρίς τον παρατηρητή του, χωρίς τα νοήμονα όντα που θα τον μελετούσαν. Χωρίς όντα που θα αισθάνονταν δέος και άφατη αγαλλίαση, εκστατική ανάταση μπροστά στο κάλλος και την αρμονία του με μαθηματικές αναλογίες Κόσμου; Παρακολουθούν οι παρατηρητές του ουρανού τις εντυπωσιακές εκρήξεις των supernova, που δίνουν το κατεργασμένο υλικό για τη δημιουργία νέων αστεριών, αστεριών νέας, πιο εξελιγμένης ζωής. Το Σύμπαν είναι ένα καθημερινό εργαστήριο. Πώς μπορεί ο Θεός να «κατέπαυσεν από πάντων των έργων»; Αντίθετα, ο Θεός ποτέ δεν αναπαύεται. Καθημερινά δρα και δημιουργεί…
Δύο τόξα ενέργειας και δύναμης συναγωνίζονται σε όλο το Σύμπαν. Το κατιόν τόξο, με ενέργεια που υποβιβάζει τη συχνότητα, δηλ. πνεύμα που γίνεται ύλη, και το ανιόν τόξο, με ενέργεια που ανυψώνει τη συχνότητα, δηλ. ύλη που γίνεται πνεύμα. Παντού υπάρχουν πνευματομονάδες, κύτταρα πνεύματος, προερχόμενα από το Αιώνιο κι Άφατο Πνεύμα, που ονομάζουμε Θεό, που δρουν κι εργάζονται με βάση ένα σχέδιο, που αποκαλείται Κοσμικό Σχέδιο. Τίποτα δεν είναι άχρηστο, τίποτα δεν είναι ασήμαντο. Γι’ αυτό πρέπει να σεβόμαστε κάθε μορφή ζωής που συναντούμε στη φύση. Όλα αποτελούν μια ενότητα! Όλα βρίσκονται σε ένα συνεχές κι αδιάλειπτο γίγνεσθαι.
O Ηράκλειτος μας λέει: « κόσμον τόνδε, τον αυτόν απάντων, ούτε τις θεών ούτε ανθρώπων εποίησεν, αλλ’ ην αεί και εστίν πυρ αείζωον » [ μετάφρ.: αυτόν τον κόσμο, που είναι όλα ένα, ούτε κάποιος θεός, ούτε άνθρωπος δημιούργησε, αλλά πάντα υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει, μια φωτιά που ζει αιωνίως ]. Υπονοεί ότι το Σύμπαν, που σήμερα αντικρίζουμε, προέρχεται από κάποιο άλλο Σύμπαν, που υπήρξε πριν το δικό μας. Αλλά και το δικό μας, όταν φτάσει στο τέλος του, κι αφού μεσολαβήσει μια περίοδος αδράνειας, μια “Νύχτα του Μπράχμα”, θα δώσει την ύλη- ενέργεια για ένα άλλο, το επόμενο Σύμπαν. Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να ζούμε σ’ ένα “παλλόμενο Σύμπαν”, όπως ονομάζεται το μοντέλο που επινόησαν οι αστρονόμοι, για να περιγράψουν το κλειστό Σύμπαν, που ξεκινά από μια απειροελάχιστη περιοχή, η οποία δεν μπορεί να περιγραφεί με φυσικές και μαθηματικές έννοιες, πραγματοποιείται η “μεγάλη έκρηξη” και μέσα από μια διαδικασία συνεχούς “γίγνεσθαι” διαστέλλεται, φτάνει σε μια οριακή κατάσταση και μετά συστέλλεται, για να επανέλθει και πάλι στην πρότερη κατάσταση. Με μία όμως, διαφορά, θα τονίζαμε, από μεταφυσική άποψη. Περικλείει την συσσωρευμένη γνώση κι εμπειρία όλων των όντων που έζησαν σ’ αυτό. Αυτή η εμπειρία θα δώσει νέες δυνατότητες, ανώτερες, στο νέο Σύμπαν, που θα συμπεριλάβει μορφές πιο εξελιγμένες απ’ ό,τι περιελάμβανε το προηγούμενο. Έτσι σ’ αυτό το άχρονο παλλόμενο Σύμπαν εκδηλώνεται η Συμπαντική Ενέργεια- Πνεύμα, η Υπερδιάνοια που ονομάζουμε θεότητα, αυτοεξελισσόμενη!
Ο ποιητής στέκει εκστατικά μπροστά το κάλλος, την ισχύ και την σοφία που συναντάμε στο Σύμπαν και το υμνεί με τους στίχους:
« Το Σύμπαν είναι αυτοδημιούργητο και δημιουργό,
της Αιωνιότητας και Απειρότητας φωτοστέφανο φαντασμαγορικό
Ζωή και θάνατος είν' επεξεργασία του ίδιου πράγματος .
Εβγα στον εξώστη το Γεναριάτικο πρωινό,
με ανέφελο και καθάριο τον Ουρανό , κ' όρα ψηλά
να γευθείς την πιο αφάνταστη Αρμονία,
μέσα στην πιο ακατανόητη δυσαρμονία.
Την ανοικτίρμονα πάλη των αλλαγών,
και των προσθέσεων και αφαιρέσεων,
μέσα στον αιώνιο Πόλεμο των Αντιθέσεων.
Τό πε ο θείος Ηράκλειτος ,
που στο Σύμπαν η σκέψη του,
σαν ακτίνα φωτός απλώθηκε,
σαν κεραυνός του Δία ξεδιπλώθηκε,
και το Σύμπαν ολόκληρο μέσ' στο Είναι του συμπυκνώθηκε.»
Δεν μπορείς να βρεις τον αρχιτέκτονα αυτού του Κόσμου, να συναντήσεις τον οραματιστή του. Μπορείς όμως να τον ανακαλύψεις πίσω από τις αναλογίες και τα τέλεια γεωμετρικά σχήματα, κρυμένον στους τέλειους νόμους Του.
Γι’ αυτό Πλάτων λέει: « τον μεν ουν ποιητήν και πατέρα τούδε του παντός ευρείν τε έργον και ευρόντα εις πάντας αδύνατον λέγειν·» [ είναι όμως δύσκολο να βρει κανείς τον δημιουργό και πατέρα του σύμπαντος, κι αν ακόμα τον βρει δεν θα μπορέσει να τον αποκαλύψει σε όλους. ] ( Πλάτων, “Τίμαιος”, 28 c )
Η ενοποιός δύναμη στο Σύμπαν είναι ο Έρωτας. Στο πλανητικό σύστημα εκδηλώνεται σαν ελκτική βαρυτική δύναμη (νόμος παγκόσμιας έλξης), στο ατομικό σύστημα σαν ηλεκτρική ελκτική δύναμη, στον πυρήνα σαν ισχυρή πυρηνική δύναμη, στο ζωικό βασίλειο σαν ενστικτώδης σεξουαλική δύναμη και στον άνθρωπο σαν έρωτας. Στο θέμα του έρωτα οι πρόγονοί μας είχαν δώσει άλλες διαστάσεις.
Ο Έρωτας για το Σωκράτη είναι η επιθυμία της ψυχής να ενωθεί με το πραγματικό της καλό. Ο στόχος του έρωτα, όπως τον συλλαμβάνει, ο μεγάλος Δάσκαλος, δεν είναι η σωματική ένωση με σύντροφο από σάρκα και οστά, δεν είναι καν ο ισόβιος “γάμος” με ένα “συγγενές πνεύμα”, αλλά ο ιερός γάμος της ψυχής με την “αιώνια σοφία” σε μια περιοχή “πολύ πιο πάνω από την ανάσα του ανθρώπινου πάθους”. Με μεγάλη δεξιοτεχνία ο Πλάτωνας μας οδηγεί να καταλάβουμε πως ο μόνος έρωτας, που αξίζει τα εγκώμιά μας, είναι ένας ανοδικός έρωτας ( amor ascendens ), που αποτελεί προχώρημα της ψυχής, η οποία ποθεί και αναζητά κάποιο καλό, που βρίσκεται ψηλότερά της.
Ο τρόπος ύπαρξης των ανθρώπων είναι διαφορετικός απ’ αυτόν των θεών, εφόσον τα θεία όντα απολαμβάνουν την αιώνια ύπαρξη, οπότε γι’ αυτά είναι δυνατή η “αεί παρουσία των αγαθών”. Τα ανθρώπινα όντα ως θνητά δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα και η αιώνια διάρκεια, μέσα στη θνητή φύση του επιτυγχάνεται με άλλο τρόπο. Η αιώνια διάρκεια, κατά τη Διοτίμα, στο στόμα της οποίας ο Πλάτωνας βάζει τις σκέψεις του, σαν ιδιότητα της θείας ουσίας, αυτό το θείο στοιχείο μέσα στηνανθρώπινη ζωή, είναι η κύηση και η γέννηση. Είναι θαυμάσιο αυτό το τμήμα και γι’ αυτό το παραθέτουμε:
« Κυούσι γαρ, έφη, ω Σώκρατες, πάντες άνθρωποι και κατά το σώμα και κατά την ψυχήν, και επειδάν εν τινι ηλικία γένωνται, τίκτειν επιθυμεί ημών η φύσις. Τίκτειν δε εν μεν αισχρώ ου δύναται, εν δε τω καλώ. Η γαρ ανδρός και γυναικός συνουσία τόκος εστίν. Έστι δε τούτο θείον το πράγμα, και τούτο εν θνητώ όντι τω ζώω αθάνατον ένεστιν, η κύησις και η γέννησις. Τα δ’ εν αναρμόστω αδύνατον γενέσθαι. Ανάρμοστον δ’ εστί το αισχρόν παντί τω θείω, το δε καλλόν αρμόττον. Μοίρα ουν και Ειλείθυια η Καλλονή εστί τη γενέσει. Δια ταύτα όταν μεν καλώ προσπελάζει το κυούν, ίλεώ ντε γίγνεται και ευφραινόμενον διαχείται και τίκτει τε και γεννά. Όταν δε αισχρώ, σκυνθρωπόν τε και λυπούμενον συσπειράται και αποτρέπεται και ανείλλεται και ου γεννά, αλλά ίσχον το κύημα χαλεπώς φέρει. Όθεν δη τω κυούντι τε και ήδη σπαργώντι πολλή η πτοίησις γέγονε περί το καλόν δια το μεγάλης ωδίνος απολύειν τον έχοντα. Έστι γαρ, ω Σώκρατες, έφη, ου του καλού ο έρως, ως συ οίει. Αλλά τι μην; Της γεννήσεως και του τόκου εν τω καλώ. Είεν, ην δ’ εγώ. Πάνυ μεν ουν, έφη, τι δη ουν της γεννήσεως; Ότι αειγενές εστι και αθάνατον ως θνητώ η γέννησις, αθανασίας δε αναγκαίον επιθυμείν μετά αγαθού εκ των ωμολογημένων, είπερ του ταγαθόν εαυτώ είναι αεί έρως εστίν. Αναγκαίον δη εκ τούτου του λόγου, και της αθανασίας τον έρωτα είναι ». [ Μετάφρ.: Όλοι οι άνθρωποι, Σωκράτη, εγκυμονούν και στο σώμα και στην ψυχή, κι άμα φτάσουνε σε μια ορισμένη ηλικία η φύση μας επιθυμεί να γονιμοποιεί. Αλλά, εννοείται, να γονιμοποιεί σε ασχήμια δε μπορεί, παρά μόνο στην ομορφιά. Η συνουσία λόγου χάρη του άντρα και της γυναίκας είναι γονιμοποίηση. Κι αυτό το πράγμα είναι θεϊκό, και τούτο μόνο το είδος αθανασίας υπάρχει στο θνητό- όπως είναι το ζωντανό πλάσμα- δηλ. η εγκυμοσύνη και η γέννα. Αυτά όμως είναι αδύνατο να γίνουν στο ανάρμοστο, και το άσχημο είναι ανάρμοστο για κάθε θεϊκό, ενώ το ωραίο είναι ταιριαστό. Λοιπόν Μοίρα και Ειλείθυια για την αναπαραγωγή είναι η Καλλονή. Γι’ αυτό όταν ένα ον που είναι στις ορμές του ζυγώσει σε κάτι όμορφο, γίνεται ολόχαρο κι ευφρένεται, ξεχύνεται και γονιμοποιεί και γεννάει. Όταν όμως ζυγώσει σε κάτι άσχημο, τότε γίνεται σκυθρωπό και στενοχωριέται και συμμαζεύεται στον εαυτό του και με αποστροφή γυρίζει αλλού και δε γεννάει, παρά συγκρατώντας τις ορμές του υποφέρει άσχημα. Να λοιπόν γιατί όποιο εγκυμονεί και είν’ απάνω στις ορμές του, αισθάνεται δυνατή συγκίνηση και λαχτάρα για την ομορφιά, γιατί αυτή το ξελαφρώνει από μεγάλο πόνο. Δεν είναι δηλ. η ομορφιά το αντικείμενο του έρωτα, όπως εσύ νομίζεις, Σωκράτη, είπε η Διοτίμα.
- Αλλά ποιο;
- Είναι η γέννα και η γονιμοποίηση στην ομορφιά.
- Πάει καλά.
- Βεβαιότατα. Και ξέρεις γιατί είναι η γέννα; Γιατί η γέννα διαιωνίζεται και είναι για το θνητό, κάτι αθάνατο. Και σύμφωνα με όσα έχομε παραδεχθεί, εφ΄ όσον πραγματικά το αντικείμενο του έρωτα είναι η παντοτινή κατοχή του αγαθού, μαζί με το αγαθό επιθυμεί κατ’ ανάγκη και την αθανασία. Λοιπόν αναγκαίο συμπέρασμα από τη συζήτησή μας βγαίνει ότι ο σκοπός του έρωτα είναι η αθανασία ]. ( Πλάτωνας, “Συμπόσιο”, 206 C-D-E ) (74)
Ο άνθρωπος όταν φτάσει σε σωματική, αλλά και πνευματική ωριμότητα, αισθάνεται την ανάγκη και την επιθυμία της αναπαραγωγής, που είναι τόσο υλική όσο και πνευματική. Η επιθυμία αυτή είναι βαθιά ριζωμένη μέσα μας, γιατί αφ’ ενός μεν συντελεί στη διαιώνιση της ανθρωπότητας κι αφ’ ετέρου δε συμβάλει στην εξέλιξή της. Είναι επιπλέον καθολική, γιατί τα πάντα στη φύση βρίσκονται σε διαρκή γένεση κι εξέλιξη. Προφανώς η ωραιότητα μας ελκύει, ξυπνώντας μέσα μας την ορμή της αναπαραγωγής, ενώ συγχρόνως την καλλιεργεί και την προάγει. Αντίθετα η ασχήμια ανακόπτει αυτή την ορμή. Η έλξη και η αγάπη, που νιώθουμε για τον ερωτικό μας σύντροφο, δεν ωθείται μόνον από πόθο για ερωτική συνεύρεση, αλλά από επιθυμία για γονιμοποίηση και τεκνοποίηση μαζί του ( πόθο της γεννήσεως και του τόκου εν καλώ ). Έτσι η επιθυμία για τη σωματική κατάκτηση μιας ωραίας γυναίκας, κατά βάθος είναι ο “μεταμφιεσμένος” πόθος ν’ αποκτήσουμε παιδιά από μητέρα σωματικά “εκλεκτή”. Θα μπορούσαμε να πούμε πως η σεξουαλική ορμή δεν είναι επιθυμία για ηδονή, αλλά πάθος για πατρότητα ή μητρότητα. Μ’ αυτό τον τρόπο το άτομο δίνει “μια μορφή αιωνιότητας” στο ίδιο του το είναι, προσεγγίζει την αιωνιότητα διαμέσου της εναλλαγής των γενεών. Εφ’ όσον υπόκειται σε χρονικό περιορισμό, λόγω της θνητής του φύσης, όντας έγχρονο όν, προσεγγίζει την ιδιότητα του αιώνιου με τη δημιουργία ενός νέου όντος, που θα πάρει τη θέση του, όταν το παλιό χαθεί. Μόνο με το να φέρουμε στον κόσμο ένα νέο άτομο, μπορούμε να συμμετάσχουμε στην αθανασία! Η τάση της θνητής μας φύσης είναι να ανεβάσει τον εαυτό της στον ορίζοντα της αθανασίας, να μετέχει στην αιώνια διάρκεια μέσα από την ανανέωση και την αναγέννηση.
Ο αρχικά ερμαφρόδιτος ή ανδρόγυνος άνθρωπος ( έτσι ήταν ο βιβλικός Αδάμ πριν πλάσει από το πλευρό του την Εύα), κάποτε διαχωρίστηκε στα αντίθετα φύλα, παρουσιάζοντας μια αντίθετη πολικότητα, αρσενικό- θηλυκό. Τα δύο αυτά αντίθετα πολικά όντα με την ένωσή τους, τη σύνθεση που αναφέραμε παραπάνω, παράγουν ένα νέο άτομο, ένα πανομοιότυπο, το παιδί τους. Για να επιτελεστεί όμως η ένωση, τα δύο άτομα πρέπει να έρθουν σε γάμο. Αυτός ο γάμος επιτελείται σε ολόκληρο το Σύμπαν, για να γεννηθούν οι νέες κοσμικές όψεις.
Η αλληλενέργεια μεταξύ Πατρός- Πνεύματος και Μητρός- Ύλης δημιουργεί μια Τρίτη όψη , που είναι ο Υιός, η όψη συνείδηση. O πραγματικό γάμος είναι η συνύπαρξη της ψυχής με το σώμα. Στα “Ορφικά” αναφέρεται: « Την ένωσιν και συμπλοκήν των δυνάμεων αδιαίρετον- ειώθασι γάμον οι θεολόγοι προσαγορεύειν- καθ’ ά φησίν ο θεολόγος. Πρώτην γαρ νύμφην αποκαλεί την γην, και πρώτιστον γάμον την ένωσιν αυτής προς τον ουρανόν ». Επομένως, ένας συμπαντικός γάμος είναι η δημιουργία! Αυτό που την ωθεί και την εξελίσσει είναι ο έρωτας. Ο έρωτας που αρχίζει από γήινος και παίρνει τις διαστάσεις θείου έρωτα. Έρωτα που μεταρσιώνει την ψυχή και την φέρνει σε επαφή με το θείο. Τότε η ψυχή μπορεί να έρθει σε επαφή με τον κόσμο των Ιδεών. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, πέρα από τον κόσμο των φυσικών αντικειμένων υπάρχει η υψηλότερη, πνευματική σφαίρα, των Ιδεών, όπως της Ιδέας της Δικαιοσύνης και της Ιδέας του Κάλλους. Η σφαίρα των Ιδεών έχει, επί πλέον, ιεραρχική τάξη, με υψίστη Ιδέα, που διέπει και περιλαμβάνει όλες τις άλλες, την Ιδέα του Αγαθού. Ο φυσικός κόσμος, τον οποίο αντιλαμβανόμαστε και προσλαμβάνουμε με τη βοήθεια των αισθήσεων, βρίσκεται σε κατάσταση συνεχών αλλαγών και διακυμάνσεων, οπότε η γνώση που προέρχεται απ’ αυτόν είναι περιορισμένη και υπόκειται σε μεταβολές. Αντίθετα, η σφαίρα των Ιδεών, την οποία αντιλαμβανόμαστε μόνο με το νου, είναι αιώνια και αναλλοίωτη. Κάθε ιδέα είναι το πρότυπο μιας ιδιαίτερης κατηγορίας πραγμάτων του επίγειου κόσμου. Έτσι υπάρχει η ιδέα του ανθρώπου, του αλόγου, του βράχου, του τριγώνου, του γαλάζιου χρώματος, του κάλλους, της ισχύος, της δικαιοσύνης. Όμως τα αντικείμενα αυτού του κόσμου είναι, ουσιαστικά, ατελείς απομιμήσεις ( ή είδωλα ) των τέλειων αυτών Ιδεών. Στην “Πολιτεία” αναφέρει: « Και αυτό δη καλόν και αυτό αγαθόν, και ούτω περί πάντων ά τότε ως πολλά ετίθεμεν, πάλιν αύ κατ’ ιδέαν μίαν εκάστου ως μιάς ούσης τιθέντος, « ό έστιν » έκαστον προσαγορεύομεν ». [ Μετάφρ.: Υπάρχει όμως και το καθαυτό ωραίο και το καθαυτό αγαθό κι έτσι κι όλα τ’ άλλα, όσα θεωρούσαμε τότε ως πολλά, και αντίστροφα τώρα σύμφωνα με την ιδέα του καθενός των, που είναι μια, προσθέτουμε αυτό το όνομα και ονομάζουμε το καθένα «εκείνο που είναι ».]( Πλάτωνος “Πολιτεία”, βιβλίο ΣΤ’, 507b ).
Οι ιδέες μας έχουν τα αρχέτυπα στον Κόσμο των Ιδεών, ο κόσμος μας είναι προβολή και υλοποίηση της Ιδέας του Κόσμου, οι νόμοι της φύσης είναι αντανακλάσεις του ενός αναλοίωτου Νόμου που είχε στο Νου Του ο Μέγας Νομοθέτης. Ο αισθητός μας κόσμος είναι υλοποίηση του Νοητικού κόσμου. Ο άνθρωπος αποτελεί σμικρογραφία του Σύμπαντος, είναι ο μικρόκοσμος του μεγάκοσμου.
Αναρωτιέται ο Γκαίτε:
Εάν το μάτι δεν ήταν όπως ο Ήλιος
πώς θα μπορούσαμε να βλέπομε το φως;
Εάν η δύναμη του Θεού και η δική μας δεν ήταν ένα,
Πώς θα μπορούσε το έργο Του να γοητεύει τη ματιά μας;
Ο Τζών Κητς στις “Ωδές” του γράφει:
Η ομορφιά είναι αλήθεια, και η αλήθεια ομορφιά.
Αυτό είναι που μαθαίνουμε στη γη, τι άλλο να ζητάμε;
Ταπεινοί και συνάμα σημαντικοί μελετητές αυτής της αλήθειας και της ομορφιάς είμαστε οι ασήμαντοι αλλά με υψηλή καταγωγή άνθρωποι. Και αναφέρω ασήμαντοι, γιατί οι εξουσιαστές, οικονομικοί, πολιτικοί και κυρίως θρησκευτικοί, μας θέλουν αδύναμους και ασήμαντους, μας διαπαιδαγωγούν έτσι, μας μπολιάζουν την ασημαντότητα, για να μας έχουν υποχείριο και υποπόδιο. Να μη σηκώσουμε κεφάλι να δούμε την σημαντικότητά μας, να καταλάβουμε τις δυνατότητές μας. Αν γίνουν αυτά παύει η παντοδυναμία τους. Πλην όμως το μάθημα που υπαινίσσεται ο Κήτς παραπάνω, το μαθαίνουν ελάχιστοι. Οι ανήσυχοι κι ανυπόταχτοι στις κατεστημένες ιδεολογίες. Όσοι έχουν το θάρρος να αποτινάξουν από πάνω τους ιδεολογικούς μανδύες και τους θρησκευτικούς δογματισμούς. Όσοι πήραν νερό να σβήσουν από την ψυχή τους το φόβο της κόλασης και δαδί να κάψουν την ματαιότητα του παράδεισου.
Γιατί όλα είναι μέσα μας, και η κόλαση και ο παράδεισος. Είμαστε ο ναός του Θεού, που δεν φοβάται το πυρ το εξώτερον, ούτε εναποθέτει τις ελπίδες του σε έναν ουτοπικό παράδεισο. Μέσα μας κατοικεί το πρόσωπο του Θεού. Αν αφήσουμε να εκδηλωθεί το πραγματικό Του πρόσωπο, αποτελούμε όαση καλοσύνης. Είμαστε βοηθοί στην κοσμική εξέλιξη. Αν εμποδίσουμε την εκδήλωση του πραγματικού προσώπου, και εκδηλώσουμε την σκιά του, γινόμαστε αρνητές του καλού κι εμποδίζουμε την εξέλιξη. Και τότε ενεργοποιείται ο νόμος της ανταπόδοσης, ώστε η δύναμη αντίδρασης να μας επαναφέρει στο δρόμο μας, από τον οποίο εκτροχιαστήκαμε. Στην αρνητική δράση μας ενεργεί η επανορθωτική αντίδραση γιατί «τα πάντα εν σοφία εποιήθησαν».
Μάθημα στο μάθημα αποκτούμε τη γνώση. Τη γνώση που θα μας καταστήσει συνδημιουργούς. Αυτούς που θα βοηθήσουν τις κατώτερες μορφές ζωής να ανέβουν, να πνευματοποιηθούν και να γίνουν όλα στο τέλος φως. Όλες οι μικρές πυγολαμπίδες, τα μικρά άστρα, οι εκθαμβωτικοί ήλιοι στο τέλος θα ενοποιηθούν και θα σμίξουν με την Αιώνια Πηγή τους, τον Ανεκδήλωτο μέρος του Θεού, από το οποίο απέρρευσαν…
Ο Γ.Γραμματικάκης στην Αυτοβιογραφία του Φωτός βάζει το φως να απολογείται:
[ ΕΡΩΤΗΜΑ: Μόνον στη Γη άνθησε η ζωή;
- Από γενέσεως Κόσμου, περιπλανιέμαι ανάμεσα σε αστέρες και είναι αναρίθμητοι οι πλανήτες που συνάντησα. Είμαι σε θέση να γνωρίζω αν σήμερα υπάρχει κάπου αλλού ζωή• αν κάποιοι από τους πλανήτες κατοικούνται• επίσης πόσο εξελιγμένη ή διαφορετική είναι η άλλη αυτή ζωή. Τη γνώση μου όμως αυτή αποκλείεται να την κοινολογήσω. Όχι επειδή, όπως σε άλλα πράγματα, δεν επιτρέπεται. Φοβούμαι απλώς ότι οι απαντήσεις μου δεν θα γίνονταν πιστευτές! Είναι σκληρή και αναπάντεχη συχνά η αλήθεια. Ακόμη σκληρότερη ωστόσο είναι η θέση όσων γνωρίζουν την αλήθεια, και επέλεξαν την σιωπή.]
Από την εποχή του Γαλιλαίου πολλοί επιστήμονες δίσταζαν να πάνε κόντρα στην εκκλησία και να ταράξουν την απατηλή γαλήνη του πνευματικού ύπνου του πλήθους. Δεν ανήκουμε στην κατηγορία εκείνων που γνωρίζουν και επιλέγουν τη σιωπή. Σαν την χρυσαλίδα, θα σπάσουμε τα κουκούλι για να πετάξει η σκέψη, να πει κάποιες αλήθειες απ’ αυτές που μπορούν να φανερωθούν. Γιατί κι ο Διδάσκαλος που ήρθε να φανερώσει την αλήθεια, δεν μπόρεσε να την αποκαλύψει όλην. Είπε: « έτι πολλά έχω λέγειν υμίν, αλλ’ ου δύνασθε βαστάζειν άρτι».
Σημασία έχει ότι ο άνθρωπος, ο εξόριστος από τον Θεό και το κέντρο του Σύμπαντος, τολμά να θέτει ερωτήματα που αγγίζουν την ίδια του την ύπαρξη και την ύπαρξη του Κόσμου. Και λέξη τη λέξη δίνει απαντήσεις. Κυρίως όμως θαυμάζει αυτόν τον Κόσμο τον μικρό, τον Μέγα, για τον οποίο έχει γραφεί «εν αυτώ γαρ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν, ως και τινες των καθ’ υμάς ποιητών ειρήκασι• του γαρ και γένος εσμέν»…http://vagiablog.blogspot.gr/2009/12/blog-post_16.html

ΤΕΛΟΣ

ΤΙΤΑΝΟΜΑΧΙΑ...[Μέρος Γ΄]


Γράφει οΔημήτριος Μάρκου
Γ΄. Τιτανομαχία- κυριαρχία του Δία
Τα παιδιά του Κρόνου δεν συγχώρεσαν στον πατέρα τους την κατάποσή τους. Γι’ αυτό συντάχθηκαν εναντίον του. Μια πολύχρονη μάχη έμελλε να ξεσπάσει, που έμεινε στη μνήμη της ανθρωπότητας σαν Τιτανομαχία! Αν και νικήθηκε ο Κρόνος από τον Δία, ο γιος της Ρέας δεν έγινε αμέσως κύριος του Ολύμπου. Πριν να γίνει ο βασιλιάς του κόσμου, έπρεπε να υπερπηδήσει πολλές τρομερές δυσκολίες. Να πολεμήσει σκληρά. Γιατί χρειάστηκε να αντιμετωπίσει την επίθεση των παλαιών θεοτήτων, που δεν ανέχονταν να στερηθούν την εξουσία. Παλαιοί και νέοι θεοί, αρσενικοί και θηλυκοί πήραν μέρος σ’ αυτό τον πόλεμο, που διήρκεσε δέκα ολόκληρα χρόνια. Αντίπαλοι ήσαν τα παιδιά του Κρόνου, δηλαδή ο Δίας με τους αδελφούς και τις αδελφές του και ο Κρόνος με τ’ αδέλφια του τους Τιτάνες. Ο Ωκεανός κράτησε ουδέτερη στάση. Κάποιοι λένε πως υποστήριξε τον Δία. Η φοβερή, όμως, Ωκεανίδα, η Στύγα, μαζί με τα παιδιά της συμπαρατάχθηκε με τα παιδιά του Κρόνου.
[[ Και η Στύγα, του Ωκεανού η κόρη, έσμιξε με τον Πάλλαντα
και γέννησε μες στο σπίτι της το Ζήλο και τη Νίκη που ωραίους αστραγάλους έχει,
το Κράτος και τη Βία, παιδιά περίφημα.
Σπίτι γι’ αυτούς μακριά απ’ το Δία δεν υπάρχει, ούτε κάθισμα,
ούτε και δρόμος που ο θεός να μην τους οδηγεί,
μα κάθονται πάντα πλάι στο Δία το βαρύβροντο.
Αφού έτσι αποφάσισε η Στύγα, η άφθαρτη Ωκεανίδα,
τη μέρα εκείνη που ο Ολύμπιος αστραπορίχτης
όλους τους αθανάτους κάλεσε στον υψηλό τον Όλυμπο.
Κι είπε πως όποιος από τους θεούς μαζί του τους Τιτάνες θα πολέμαγε,
αυτός δε θα ‘χανε τα προνόμιά του, πως ο καθένας θα ‘χει τις τιμές
που ‘χε και πριν μες τους αθάνατους θεούς.
Εκείνον πάλι που χωρίς τιμή, χωρίς προνόμια, απ’ τον Κρόνο ήταν,
είπε πως θα του έδινε μερίδιο στις τιμές και τα προνόμια καθώς του αρμόζει.
Και πρώτη η Στύγα η άφθαρτη ανέβηκε στον Όλυμπο
μαζί με τα παιδιά της, με του πατέρα της τη συμβουλή.
Κι αυτήν ο Δίας την τίμησε και δώρα περισσά της έδωσε.
Γιατί την ίδια όρισε να είναι των θεών ο μέγας όρκος
και τα παιδιά της για όλους τους καιρούς συγκάτοικοί του να ‘ναι.
Κι ο Δίας όπως τα υποσχέθηκε, έτσι και σ’ όλους ακριβώς τα εκπλήρωσε
πέρα ως πέρα. Κι ο ίδιος μέγας είναι κυρίαρχος και βασιλιάς. ]] (Ησίοδος, “Θεογονία”, 383- 403)
Ακόμη μερικοί αναφέρουν πως και ο Προμηθέας, ο γιος του τιτάνα Ιαπετού, συμπαρατάχθηκε με τον Δία και έδρασε σαν πρωτοπαλίκαρό του, ή ακόμη και σαν σύμβουλός του γιατί είχε κοφτερό μυαλό. Αμφίρροπος, όμως, ο αγώνας γιατί οι Τιτάνες δεν ήσαν εύκολοι αντίπαλοι. Τα παιδιά του Κρόνου ήταν ταμπουρωμένα στον υπερήφανο Όλυμπο και τα παιδιά του Ουρανού ταμπουρωμένα στην υψηλή την Όθρη. Δέκα χρόνια λυσσαλέες μάχες και κανείς δε χάρηκε τη νίκη. Ο Ησίοδος μας λέει:
[[ Γιατί καιρό πολέμαγαν κι είχανε πόλεμο που θλίβει την ψυχή,
ενάντια μεταξύ τους σε μάχες κρατερές,
οι θεοί Τιτάνες κι όσοι απ᾽ τον Κρόνο γεννηθήκανε,
οι ένδοξοι Τιτάνες από την Όθρη την ψηλή,
κι από τον Όλυμπο οι θεοί, των αγαθών οι χορηγοί,
αυτοί που η Ρέα γέννησε σαν πλάγιασε με τον Κρόνο.
Κι εκείνοι πολέμαγαν μεταξύ τους συνεχώς για δέκα ολόκληρα χρόνια
κι είχανε μάχη που θλίβει την ψυχή.
Της φοβερής της έριδας λύση καμία και τέλος δεν υπήρχε
και για τις δυο πλευρές, και του πολέμου η έκβαση ήταν ισόρροπη. ]] (Ησίοδος, “Θεογονία”, 630- 639)
Τότε η Γη μήνυσε με χρησμό στον Δία πως η νίκη θα κλίνει στη μεριά εκείνου που θα ελευθερώσει τους φυλακισμένους θεούς στα Τάρταρα. Ο Κρονίδης αμέσως κατάλαβε πως ήταν ανάγκη να λύσει τις αλυσίδες των Κυκλώπων, του Βρόντη, του Στερόπη και του Άργη. Αυτούς τους φρουρούσε ένα τερατώδες όν, η Κάμπη. Ο Δίας σκότωσε το τέρας και ξανάφερε στο φως τους τρεις Κύκλωπες. Αυτοί, δείχνοντας την ευγνωμοσύνη για τη λύτρωσή τους, για να τον ευχαριστήσουν του χάρισαν τη βροντή, τον αστραπή και τον κεραυνό, τα τρομερά όπλα που είχε στη συνέχεια ο μετέπειτα βασιλιάς θεών κι ανθρώπων. Ακόμη, στον Ποσειδώνα χάρισαν την τρίαινα και στον Πλούτωνα την “κυνέην”, η οποία ήταν ένας σκούφος από σκυλοτόμαρο, που τον έκανε αόρατο. Με τη συμμετοχή των Κυκλώπων στις τάξεις των μαχητών του Δία, οι φίλοι του πήραν περισσό θάρρος.
Ο Απολλόδωρος μας γράφει: μαχομένων δὲ αὐτῶν ἐνιαυτοὺς δέκα ἡ Γῆ τῷ Διὶ ἔχρησε τὴν νίκην, τοὺς καταταρταρωθέντας ἂν ἔχῃ συμμάχους· ὁ δὲ τὴν φρουροῦσαν αὐτῶν τὰ δεσμὰ Κάμπην ἀποκτείνας ἔλυσε. καὶ Κύκλωπες τότε Διὶ μὲν διδόασι βροντὴν καὶ ἀστραπὴν καὶ κεραυνόν, Πλούτωνι δὲ κυνέην, Ποσειδῶνι δὲ τρίαιναν· οἱ δὲ τούτοις ὁπλισθέντες κρατοῦσι Τιτάνων, καὶ καθείρξαντες αὐτοὺς ἐν τῷ Ταρτάρῳ τοὺς ἑκατόγχειρας κατέστησαν φύλακας. (Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη Α΄, ΙΙ, 1-2)
(Μετ.: Μετά από πόλεμο που κράτησε δέκα χρόνια η Γη έδωσε στον Δία χρησμό ότι θα νικήσει, αν έχει για συμμάχους του τους ριγμένους στα Τάρταρα. Αυτός τότε τους ελευθέρωσε, σκοτώνοντας την Κάμπη, που τους φρουρούσε στη φυλακή τους. Οι Κύκλωπες τότε δίνουν στον Δία τη βροντή, την αστραπή και τον κεραυνό, στον Πλούτωνα μια περικεφαλαία και στον Ποσειδώνα την τρίαινα. Αυτοί με τούτα τα όπλα νικούν τους Τιτάνες και φυλακίζοντάς τους στα Τάρταρα έβαλαν φρουρούς τους Εκατόγχειρες.)
Ο Ησίοδος αναφέρει τα ακόλουθα για την συμπαράταξη των Κυκλώπων:
[[ Και τα αδέλφια του πατέρα του τα έλυσε απ’ τα ολέθρια δεσμά τους,
τους γιους του Ουρανού, που ο πατέρας του τους έδεσε από την αφροσύνη του.
Κι εκείνοι του αναγνώρισαν τη χάρη της ευεργεσίας του
και του ‘δωσαν τη βροντή, τον κεραυνό που καίει
και την αστραπή. Πριν η πελώρια Γη τα έκρυβε.
Σ’ αυτά στηρίζεται και κυβερνά θνητούς και αθανάτους. ]] (Ησίοδος, “Θεογονία”, 501- 506)
Η νίκη άρχισε να γέρνει προς το μέρος των παιδιών του Κρόνου όταν μαζί τους συμπαρατάχθηκαν οι τρεις Εκατόγχειρες. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει ήσαν φοβεροί σε δύναμη. Σαν τους ελευθέρωσε ο Δίας τους πρόσφερε τα θεϊκά εδέσματα, την αμβροσία και το νέκταρ και στη συνέχεια τους ζήτησε την πολύτιμη βοήθειά τους. Και οι Εκατόγχειρες, γνωρίζοντας τη σοφία του Δία, που ήταν θεμέλιο για μια καλύτερη διακυβέρνηση του κόσμου, δεν την αρνήθηκαν. Την στιχομυθία στον Όλυμπο μεταξύ του Δία και του Εκατόγχειρα Κόττου, που μίλησε εξ ονόματος και των άλλων δύο αδελφών του, μας μεταφέρει ο Ησίοδος:
[[ Και το Βριάρεω, τον Κόττο και το Γύγη, απαρχής
μες στην καρδιά του τους μίσησε ο πατέρας τους, τους έδεσε με ισχυρά δεσμά,
γιατί φθονούσε την υπερβολικά ανδρεία τους, το ανάστημα,
τον όγκο τους. Και κάτω από τη γη τούς εγκατέστησε με τους πλατιούς τους δρόμους.
Εκεί μένανε αυτοί κάτω απ᾽ τη γη υποφέροντας
και κάθονταν στα έσχατα, στα πέρατα της μεγάλης γης
καιρό πολύ θλιμμένοι, κι είχανε πένθος μέγα στην καρδιά τους.
Μα αυτούς ο γιος του Κρόνου και οι αθάνατοι θεοί οι άλλοι,
που γέννησε η Ρέα η καλλίκομη από τον έρωτα του Κρόνου,
και πάλι τους ανέβασαν στο φως με συμβουλές της Γης.
Γιατί αυτή λεπτομερώς τους τα εξέθεσε όλα,
πως δηλαδή μ᾽ αυτούς τη νίκη και τη δόξα τη λαμπρή θα πάρουν.
…………………………….
Μα όταν πια σ᾽ εκείνους ο Δίας πρόσφερε όλα τα απαραίτητα,
νέκταρ και αμβροσία, αυτά που και οι ίδιοι οι θεοί τα τρώνε,
και σ᾽ όλων τα στήθη η καρδιά δυνάμωσε η γενναία,
[σαν φάγανε νέκταρ και ποθητή αμβροσία,]
τότε τους είπε των θεών και των ανθρώπων ο πατέρας:
«Ακούστε με τέκνα λαμπρά της Γης και τ᾽ Ουρανού,
για να σας πω αυτά που μες στα στήθη μου η καρδιά προστάζει.
Γιατί είναι πια καιρός πολύς που ενάντια μεταξύ μας
την κάθε μέρα για τη νίκη και την εξουσία πολεμάμε,
οι θεοί Τιτάνες κι όσοι εμείς από τον Κρόνο γεννηθήκαμε.
Μα εσείς τη μεγάλη δύναμη και τ᾽ απλησίαστα τα χέρια σας
να δείξετε ενάντια στους Τιτάνες μες στην ολέθρια μάχη,
την προσηνή φιλία μας έχοντας στο νου και πόσα αφού υποφέρατε
ήρθατε ξανά στο φως απ᾽ τα ανήλεα δεσμά σας,
από το νεφελώδη ζόφο, με τη δική μας θέληση.»
Έτσι είπε. Κι αμέσως του απάντησε ο άψογος ο Κόττος:
«Θεϊκέ, πράγματα άγνωστα δε μας φανερώνεις. Κι εμείς
οι ίδιοι ξέρουμε ότι πολλή είναι η σοφία, πολύς και ο νους σου,
πως έγινες προστάτης στους αθάνατους από την παγερή τη συμφορά,
και πως με τη δική σου σύνεση από το νεφελώδη ζόφο
και πάλι πίσω ήρθαμε από τ᾽ αμείλικτα δεσμά μας,
βασιλιά, του Κρόνου γιε, καλό ανέλπιστο παθαίνοντας.
Γι᾽ αυτό και τώρα με νου ακλόνητο και πρόθυμη ψυχή
θα προασπίσουμε την εξουσία σου στο φοβερό αγώνα,
με τους Τιτάνες πολεμώντας στις κρατερές τις μάχες.»
Έτσι είπε. Κι επαίνεσαν οι θεοί, των αγαθών οι χορηγοί,
το λόγο σαν ακούσανε. Και η ψυχή τους ακόμη πιο πολύ από πριν
τον πόλεμο ποθούσε. Και μάχη αζήλευτη σηκώσανε όλοι,
αρσενικοί και θηλυκοί θεοί, τη μέρα εκείνη,
οι θεοί Τιτάνες κι όσοι απ᾽ τον Κρόνο γεννηθήκανε,
μα κι όσοι ο Δίας απ᾽ το έρεβος, κάτω απ᾽ τη γη, στο φως τούς έφερε,
δεινοί και κρατεροί, που δύναμη υπερβολική κατείχαν.
Από τους ώμους τους χέρια εκατό σαλεύανε,
σε όλους όμοια, και στον καθένα κεφαλές πενήντα
φυτρώνανε απ᾽ τους ώμους πάνω στα στιβαρά τους μέλη.]] (Ησίοδος, “Θεογονία”, 617- 629 και 640- 673)
Η τελική μάχη ήταν ολέθρια. Ο Δίας χρησιμοποίησε τα φοβερά όπλα, που του χάρισαν οι Κύκλωπες. Από τον Όλυμπο εκσφενδόνιζε τους κεραυνούς του. Με αστραπές και βροντές βούιζε ο απέραντος ο πόντος κι αντηχούσε η γη. Στέναζε ο ουρανός και συνθέμελα σειόταν ο Όλυμπος και τα άλλα τα ψηλά βουνά. Η αντάρα έφτασε μέχρι το νεφελώδη Τάρταρο. Γέμισε ο αέρας άγριους αλαλαγμούς κι οι λάμψεις τύφλωναν τα μάτια. Όλη η γη κι ο ουρανός έβραζαν από τη φωτιά, μαζί κι ο βαθύς ωκεανός. Τότε οι Εκατόγχειρες με τα τριακόσια χέρια που είχαν συνολικά, τριακόσιους θεόρατους βράχους σήκωσαν με ορμή και μεμιάς τους έριξαν και καταπλάκωσαν τους Τιτάνες. Έτσι οι γενναιόψυχοι εχθροί βρέθηκαν στα έγκατα της γης, πλακωμένοι με τεράστιο βάρος.
Ας αφήσουμε, όμως, τον Βοιωτό ποιητή να μας περιγράψει με τους στίχους με κάθε λεπτομέρεια αυτή την φοβερή μάχη:
[[ Και τότε αυτοί ενάντια στους Τιτάνες στάθηκαν μες στην ολέθρια μάχη
και βράχια απόκρημνα στα στιβαρά τα χέρια τους βαστούσαν.
Μα οι Τιτάνες πρόθυμα απ᾽ την άλλη τις φάλαγγές τους δυναμώνανε.
Κι οι δυο πλευρές φανέρωναν της δύναμης και των χεριών τους
κατορθώματα κι ο πόνος ο απέραντος ολόγυρα φοβερά αντηχούσε,
αντιβοούσε δυνατά η γη και στέναζε μαζί κι ο ουρανός ο ευρύς
καθώς σειόταν, κι απ᾽ τα θεμέλια τιναζότανε ο ψηλός ο Όλυμπος
απ᾽ την ορμή των αθανάτων, και των ποδιών η δόνηση ισχυρή
στο νεφελώδη Τάρταρο έφτανε και η βοή η οξεία
από την άφατη την καταδίωξη κι από τις δυνατές ριξιές.
Έτσι ο ένας στον άλλο έριχναν βλήματα που φέρνουν στεναγμούς.
Κι έφτανε και των δυο η φωνή στον έναστρο ουρανό
καθώς φωνάζανε. Και με μεγάλο αλαλαγμό συγκρούστηκαν.
μα γέμισαν τα στήθη του ευθύς με ορμή και όλη του
τη δύναμη φανέρωσε. Κι εξίσου από τον ουρανό κι από τον Όλυμπο
προχώραγε και άστραφτε συνέχεια, και οι κεραυνοί
ευθύς μαζί με τη βροντή και με την αστραπή πετούσαν
από το στιβαρό του χέρι, την ιερή στριφογυρνώντας φλόγα,
απανωτοί. Κι ολόγυρα η ζωοδότρα η γη αντιβούιζε,
καθώς καιγότανε, κι έτριζε δυνατά από γύρω δάσος αμέτρητο.
Έβραζε όλη η γη και του Ωκεανού τα ρείθρα
κι ο πόντος ο ατρύγητος. Θερμή πνοή τους χθόνιους Τιτάνες
κύκλωνε κι άφατη φλόγα στο θεϊκό αιθέρα έφτανε,
και η ακτινοβόλα λάμψη του κεραυνού και της αστραπής
τους τύφλωνε τα μάτια, κι ας ήταν δυνατοί.
Άφατη πύρα το χάος γέμιζε. Φαινότανε σαν να ᾽βλεπαν τα μάτια
και ν᾽ άκουγαν τ᾽ αυτιά ήχο παρόμοιο,
όπως εάν ζυγώνανε η γη κι ο ουρανός ο ευρύς από πάνω.
Γιατί τόσο μεγάλος θα σηκωνόταν γδούπος,
αν έπεφτε σ᾽ ερείπια η γη και γκρεμιζόταν από ψηλά ο ουρανός.
Τόσος γινόταν γδούπος καθώς συγκρούονταν οι θεοί στη μάχη.
Και οι άνεμοι σηκώνανε με θόρυβο μαζί σεισμό, σκόνη,
βροντή, αστραπή, το φλογερό τον κεραυνό,
του μέγα Δία τα βέλη, και φέρνανε κραυγές και ιαχές
καταμεσής στα δύο μέτωπα. Κι ο θόρυβος της φοβερής της μάχης
σηκωνότανε άπλετος και φανερώνονταν της δύναμης τα έργα.
Η μάχη έκλινε. Πριν, όμως, ο ένας στον άλλο αντιστέκονταν
και μάχονταν σταθερά στην κρατερή τη μάχη.
Κι ανάμεσα στους πρώτους δριμεία μάχη σήκωναν
ο Κόττος, ο Βριάρεως κι ο Γύγης, ο ακόρεστος για πόλεμο.
Τριακόσια βράχια εκείνοι από τα στιβαρά τους χέρια
στέλνανε απανωτά και με τα βλήματά τους τους Τιτάνες
κατασκέπασαν. Και τους Τιτάνες στείλανε κάτω από τη γη
με τους πλατιούς τους δρόμους και σε δεσμά σκληρά τους δέσανε,
αφού με τα χέρια τους τους νίκησαν κι ας ήσαν γενναιόψυχοι. ]] (Ησίοδος, “Θεογονία”, 674- 720)
Αφού, λοιπόν, νικήθηκαν οι τρομεροί Tιτάνες, ρίχτηκαν στον Τάρτατο (*4), τόσο βαθιά, όσο απέχει ο ουρανός από τη γη. Λένε πως όταν αφήσεις ένα αμόνι από τον ουρανό θα πέφτει εννιά μέρες και νύχτες και θα φτάσει την δέκατη στη γη. Τον ίδιο χρόνο θα κάνει να πέσει το αμόνι από τη γη στον Τάρτατο. Εκεί στο σκοτεινό και μουχλιασμένο Τάρτατο είναι δεμένοι με βαριά δεσμά. Γύρω- τριγύρω έβαλαν χάλκινο τείχος και γύρω απ’ αυτόν, όπου είναι οι ρίζες της γης και της θάλασσας, τρία στρώματα νύχτας, σαν τριπλός τείχος, περιβάλλει το χάλκινο πρωταρχικό τείχος, που έφτιαξε ο Ποσειδώνας. Εκεί κρατούνται μέχρι σήμερα οι Τιτάνες, εκτός από τον Άτλαντα.
Κάποιοι λένε πως αρχηγός των Τιτάνων ήταν ο Άτλαντας. Έτσι, για να τον τιμωρήσει περισσότερο ο Δίας, τον έβαλε στη δυτική εσχατιά της γης, έξω από τον κήπο των Εσπερίδων- τον κήπο της Ήρας- να κρατά στους ώμους του τον ουρανό, έχοντας τον ήλιο από πάνω του σαν μία πυρακτωμένη πέτρα.
Και πάλι ο Ησίοδος περιγράφει την φυλακή των Τιτάνων:
[[ Και τόσο κάτω απ᾽ τη γη τούς ρίξανε, όσο απέχει από τη γη ο ουρανός.
Γιατί τόση είναι η απόσταση απ᾽ τη γη μέχρι το νεφελώδη Τάρταρο.
Μέρες εννιά και νύχτες αμόνι χάλκινο
από τον ουρανό αν έπεφτε, τη δέκατη στη γη θα έφτανε.
[Κι εξίσου πάλι από τη γη στο νεφελώδη Τάρταρο:]
Νύχτες και πάλι εννιά και μέρες χάλκινο αμόνι
από τη γη αν έπεφτε, τη δέκατη στον Τάρταρο θα έφτανε.
Χάλκινο φράγμα από γύρω τον κυκλώνει. Και γύρω του,
στο λαιμό του, τρίδιπλη νύχτα είναι χυμένη. Κι απάνω
της γης οι ρίζες και της ατρύγητης της θάλασσας φυτρώνουνε.
Εκεί οι θεοί Τιτάνες, κάτω απ᾽ το νεφελώδη ζόφο,
είναι κρυμμένοι μ᾽ απόφαση του Δία που τα σύννεφα μαζεύει,
σε τόπο μουχλιασμένο, στα έσχατα της πελώριας γης.
Έξοδο αποκεί δεν έχουν: χάλκινες θύρες ο Ποσειδώνας
έβαλε από πάνω τους και τείχος κι από τις δυο μεριές τούς ζώνει. ]] (Ησίοδος, “Θεογονία”, 720- 733)
Εκεί στο μαύρο και ζοφερό Τάρταρο, οι Εκατόγχειρες, ταγμένοι φύλακες από τον Δία, επιτηρούν την φυλάκιση των Τιτάνων:
[[ Εκεί μένουν ο Κόττος, ο Γύγης κι ο μεγαλόψυχος Βριάρεως,
φύλακες του Δία πιστοί που την αιγίδα του βαστάει.
Εκεί της ζοφερής της γης, του νεφελώδη Τάρταρου,
του πόντου του ατρύγητου και τ᾽ ουρανού του έναστρου
είναι στη σειρά οι πηγές και τα πέρατα όλων,
πικρά και μουχλιασμένα, που κι θεοί μισούνε.
Χάσμα μεγάλο που και σ᾽ ένα ολόκληρο έτος, αυτό που φέρνει των καρπών τ᾽ ωρίμασμα,
δε θα ᾽φτανες μέχρι τον πυθμένα του —αν πρώτα πέρναγες μέσα από τις πύλες—
μα εδώ κι εκεί θα σε παρέσερνε η μια πάνω στην άλλη η φοβερή η θύελλα.
Είναι φοβερό και για τους αθάνατους θεούς ακόμα. ]] (Ησίοδος, “Θεογονία”, 734- 743)
Μετά την πλήρη επικράτηση των παιδιών του Κρόνου, αναγνωρίστηκε η εξυπνάδα και η ισχύς του Δία και εκλέχτηκε βασιλιάς θεών και θνητών, έχοντας την εποπτεία όσων υπάρχουν πάνω από την επιφάνεια της γης.
Ο Ησίοδος αναφέρει:
[[ Αφού οι μακάριοι θεοί τον πόλεμο τελειώσανε
και με τη βία κέρδισαν απ᾽ τους Τιτάνες τ᾽ αξιώματα,
παρότρυναν, με συμβουλές της Γης, τον Ολύμπιο Δία το μακρύβροντο
να βασιλέψει και να κυβερνήσει τους αθάνατους.
Κι εκείνος τους μοίρασε καλά τα αξιώματα. ]] (Ησίοδος, “Θεογονία”, 881- 885)
Για το μοίρασμα της εξουσίας Απολλόδωρος γράφει: «αὐτοὶ δὲ διακληροῦνται περὶ τῆς ἀρχῆς, καὶ λαγχάνει Ζεὺς μὲν τὴν ἐν οὐρανῷ δυναστείαν, Ποσειδῶν δὲ τὴν ἐν θαλάσσῃ, Πλούτων δὲ τὴν ἐν Ἅιδου.» (Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη Α΄, ΙΙ, 2) (Μετ.: Στη συνέχεια έριξαν κλήρο για την εξουσία και τυχαίνει στον Δία η εξουσία στη γη, στον Ποσειδώνα στη θάλασσα και στον Πλούτωνα στον Άδη.)

Παραλλαγή του μύθου της Τιτανομαχίας:
Η Ήρα, η τελευταία γυναίκα του Δία, ήταν πολύ ζηλιάρα και πολλές φορές εναντιώθηκε στον σύζυγό της. Έτσι, σαν έμαθε πως γεννήθηκε ο Έπαφος- θεός με μεγάλη δύναμη- μετά από εξώγαμη σχέση του άντρα της, κάλεσε τους Τιτάνες να παραμερίσουν τον άστατο Δία από της εξουσία του κόσμου και να επαναφέρουν στον θρόνο του τον Κρόνο. Καθώς αυτοί όρμησαν στον Όλυμπο για να εκθρονίσουν τον Δία, αυτός με τη βοήθεια της Αθηνάς, του Απόλλωνα και της Άρτεμης, τους γκρέμισε στα Τάρταρα.

Σχόλια:
• Τιτάνες και Διόνυσος Ζαγρέας:
Οι Τιτάνες συνδέονται με τον φόνο του Διόνυσου Ζαγρέα (πρώτος Διόνυσος). Ο Ζαγρέας ήταν γιος του Δία, που είχε μεταμορφωθεί σε φίδι, και της κερασφόρου Περσεφόνης, της Κόρης δηλαδή του Δία και της Δήμητρας Ο Ζαγρέας γεννήθηκε έχοντας και ο ίδιος κέρατα, όπως και η μητέρα του και ο Δίας τον όρισε διάδοχό του, δίνοντάς του σκήπτρο, καθώς και τον κεραυνό και τον έλεγχο της βροχής.
Ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων εμπιστεύτηκε το βρέφος στον Απόλλωνα και εκείνος για να το κρύψει από τη ζηλόφθονο σύζυγο του Δία, Ήρα, το έδωσε στους Κουρήτες να το αναθρέψουν. Η Ήρα όμως ανακάλυψε το μικρό Ζαγρέα και έστειλε τους Τιτάνες για να τον εξοντώσουν. Αρχικά, προσπάθησαν να τον δελεάσουν δίνοντάς του διάφορα παιχνίδια: ρόμβο, αστράγαλο, χρυσά μήλα, σβούρα. Στο τέλος του έδωσαν ένα καθρέπτη, ο οποίος κέρδισε την προσοχή του μικρού κερασφόρου θεού. Τότε οι Τιτάνες βρήκαν την ευκαιρία και όρμησαν πάνω του να τον σκοτώσουν. Ο Ζαγρέας για να τους ξεφύγει, άρχισε να μεταμορφώνεται διαδοχικά σε έφηβο Δία, Κρόνο, λιοντάρι, τίγρη, άλογο, φίδι με κέρατα και τελικά πήρε τη μορφή του ταύρου. Εκείνη λοιπόν τη στιγμή, οι Τιτάνες κατάφεραν και τον έπιασαν, τον κομμάτιασαν και τον έφαγαν, αφού τον έβρασαν σε ένα καζάνι.
Ο Δίας, οργισμένος, κατακεραύνωσε τους Τιτάνες, ενώ ζήτησε από τον Απόλλωνα να μαζέψει τα λείψανα του Ζαγρέα και να τα θάψει στους Δελφούς. Από τη στάχτη των κεραυνωθέντων Τιτάνων δημιουργήθηκαν οι άνθρωποι. Εξ αυτού φέρουν μέσα τους τη θηριώδη «τιτανική φύση» , αλλά και το θεϊκό στοιχείο εφόσον οι Τιτάνες είχαν φάει το Διόνυσο Ζαγρέα, υιό του Διός. Ο άνθρωπος, γεννημένος από την τέφρα των Τιτάνων είναι ένα κράμα καλού και κακού. Ο Διόνυσος ο Ζαγρέας είναι η ανώτατη αρχή παντός πράγματος , επειδή «συνδύαζε μέσα του την θεϊκή αρχή, και πηγή της ζωής, την οποία είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του Δίας, όσο και την υποχθόνια την οποία είχε κληρονομήσει από την μητέρα του Περσεφόνη, την θεότητα του κάτω κόσμου.
Για την ανάσταση του Ζαγρέα, υπάρχουν διάφορες εκδοχές: μία θέλει την Αθηνά (ή τον Ερμή) να σώζει την καρδιά του Ζαγρέα και να την παραδίδει στο Δία. Εκείνος είτε κατάπιε την καρδιά είτε την εμφύτευσε στην αγαπημένη του Σεμέλη, την κόρη του Κάδμου και της Αρμονίας και πριγκίπισσα της Θήβας, είτε την έστυψε (ή κατ’ άλλους την έτριψε σε σκόνη) και της την έδωσε να την πιει μέσα σε κρασί. Έτσι γεννήθηκε ο Διόνυσος ο Νεώτερος- Διόνυσος Βάκχος.
Άλλη εκδοχή θέλει τη Δήμητρα (ή τη Ρέα) να συγκολλούν τα μέλη του Ζαγρέα και να τον ανασταίνουν ως Διόνυσο. Τέλος, σύμφωνα με μια ακόμα εκδοχή, ο Δίας έβαλε την καρδιά του Ζαγρέα σε ένα γύψινο ομοίωμα του θεού, το οποίο ζωντάνεψε. Με γύψο είχαν βάψει και τα πρόσωπά τους οι Τιτάνες, πριν επιτεθούν στο Ζαγρέα, κάτι που συνέβαινε κατά τη διάρκεια των ορφικών-διονυσιακών μυστηρίων.
Ο Ζαγρέας λοιπόν ήταν ο πρώτος Διόνυσος. Ο Βάκχος, ο γιος της Σεμέλης, ήταν ο δεύτερος, ο κυρίως Διόνυσος. Και τέλος, ο Ίακχος, ο γιος του Δία και της Δήμητρας (ή του Διονύσου και της νύμφης Αύρας), ήταν ο τρίτος Διόνυσος, σημαντική μορφή των ελευσινίων μυστηρίων. Οι τρεις αυτές μορφές του Διονύσου συνιστούν και την τρισυπόστατη φύση του.
Οι Τιτάνες συμβολίζουν τα ανθρώπινα πάθη που δεν αφήνουν την ψυχή να ανέλθει πρός το θεϊκό της λίκνο και την "τελείωση". Διαμέλισαν, λοιπόν, και κατασπάραξαν τον Διόνυσο, αφήνοντας άθικτη μόνο την καρδιά του, την οποία την πήρε η θεά Αθηνά και την παρέδωσε στον πατέρα της Δία. Για ποιό λόγο η Αθηνά σώζει την καρδιά του Διονύσου; H Αθηνά όπως γνωρίζουμε είναι η θεά της νόησης και της σοφίας. Η νόηση και η λογική αποτελεί το σπουδαιότερο θεϊκό δώρο στον άνθρωπο. Αρκεί όμως μόνο αυτό; Όχι, δεν αρκεί. Δίχως μία ‘ανοιχτή’ και ‘δεκτική’ καρδιά, δεν είναι δυνατόν να κατακτήσουμε την σοφία, καθώς για κάθε ένα πρόβλημα που λύνει ο νους δέκα νέα προκύπτουν. Για αυτό τον λόγο, τόσο ο νούς όσο και η καρδιά, αποτελούν τα δύο ιερότερα δώρα προς τον ισορροπημένο άνθρωπο..
Αυτό είναι ένα μυστικό που ο Προμηθέας κράτησε κρυφό από τον άνθρωπο, το έδειξε όμως με τις πράξεις του, την αγάπη του προς αυτόν..Την αγάπη που είναι ο δρόμος της καρδιάς. Η Αθηνά με την πράξη της, απλώς το επιβεβαιώνει...

• Για ορισμένους ερευνητές οι ρίζες του αρχαιοελληνικού πολιτισμού συνδέονται με τις συνέπειες των κλιματικών και γεωλογικών αλλαγών. Γι’ αυτούς, λοιπόν, η ελληνική μυθολογία δεν είναι παρά ένα περίβλημα που κρύβει τους θησαυρούς μιας μυστηριακής θρησκείας όπου οι πρώτοι φιλόσοφοι έκρυψαν τη γνώση τους των μεγάλων νόμων του φυσικού κόσμου. Μεγάλο τμήμα της ελληνικής μυθολογίας ταυτίζεται με την γεωλογική εξέλιξη του Ελλαδικού χώρου, με αποτέλεσμα να έχει και μία φυσικογεωλογική ή γεωμυθολογική διάσταση.
Πολυετής ερευνητική δραστηριότητα έχει δείξει ότι η Θεογονία του Ησιόδου, τα έργα του Ομήρου και των άλλων συγγραφέων, αντιπροσωπεύουν την φυσικο-γεωλογική εξέλιξη του Αιγαιακού και Περι-Αιγαιακού χώρου για το χρονικό διάστημα μεταξύ 18.000 και 6.000 χρόνια πριν από σήμερα κυρίως. Η μυθολογία δεν ήταν παρά το πραγματικό κεφάλαιο της ιστορίας της Ελλάδας.
Έτσι, στην Τιτανομαχία περιγράφονται έκτακτα μετεωρολογικά, γωλογικά και γενικότερα φυσικά φαινόμενα. Θύελλες, Τυφώνες, ξηρασίες και πυρκαγιές, ρήγματα στο φλοιό της γης και αλλαγές ρεύματος σε ποτάμια, σεισμοί και εκρήξεις ηφαιστείων, κατολισθήσεις, καταποντισμοί και βροχή από μετεωρίτες. Όλα αυτά οι άνθρωποι της εποχής εκείνης με τη φαντασία τους τα θεωρούσαν άγρια παιδιά της γης, που πολεμούσαν τους θεούς, οι οποίοι προσωποποιούσαν το μέτρο την αρμονία μέσα στη φύση. Ό,τι και να γινόταν στο τέλος θα επικρατούσαν η τάξη, η αρμονία, οι αθάνατοι θεοί.

• Παλαιότερα πίστευαν πως η Τιτανομαχία συμβολίζει την σύγκρουση των Ελλήνων με τους Προέλληνες και τον αγώνα των νεότερων να επιβάλλουν την ολυμπιακή θρησκεία έχοντας παραμερίσει ή υποτάξει οτιδήποτε λατρευόταν προγενέστερα στον ελλαδικό χώρο. Στις μέρες μας, βέβαια αυτή η υπόθεση έχει χάσει τη σημασία της.

• Στην Τιτανομαχία έχουμε την αναμέτρηση της προηγούμενης με τη νεότερη γενιά θεών. Αυτή αναμέτρηση δεν είναι φαινόμενο μόνο στην Ελλάδα. Αποτελεί κοινό γνώρισμα στις θρησκείες όλων των λαών. Μήπως δεν είχαμε μια μεγάλη αναμέτρηση μεταξύ της θρησκείας των Ολυμπίων με τον Χριστιανισμό, που συνοδεύτηκε με βιαιότητες; Ίσως ένας μυθογράφος του μέλλοντος να επινοήσει έναν μύθο για να παρουσιάσει την επικράτηση της νέας θρησκείας, σε σχέση με την αντικατασταθείσα.
Στο βαβυλωνιακό έπος “Ενούμα έλις”συναντούμε τη σύγκρουση του Μερδούκ, με τους νεώτερους θεούς συσπειρωμένους γύρω απ’ αυτόν, και της Τίαμακ, που είχε συγκεντρώσει τους παλαιότερους θεούς. Επίσης στους Φοίνικες συναντούμε την σύγκρουση του Βήλου με την Ομόρκα. Έχουμε, λοιπόν, στις διάφορες θρησκείες την σύγκρουση ανάμεσα στους νεότερους και τους παλαιότερους θεούς που απεικονίζουν την ιδέα για την εξέλιξη του κόσμου όπου ατελέστερες και αγριότερες φυσικές και ηθικές δυνάμεις αντικαθίστανται από τελειότερες και ημερότερες.
Στη θεογονική σημασία τόσο της Τιτανομαχίας, όσο και της Γιγαντομαχίας, διακρίνουμε τη δημιουργία και τη ρύθμιση του κόσμου από μια κυρίαρχη θεότητα που προϋποθέτει την αναμέτρησή της με αρχέγονες, τερατόμορφες και βίαιες δυνάμεις, αλλά και τον θρίαμβο πάνω σ’ αυτές. Ο νικητής θεός επιβάλει τη δική του τάξη και νομοτέλεια, αφού έχει υποτάξει «υπό τους πόδας αυτού πάντα εχθρόν και πολέμιον», όπως έγινε μετά την επικράτηση του Δία στους Τιτάνες.
--------------------------------------------------
(*4) Τάρταρος: πληθυντικός Τάρταρα. Είναι το κατώτερο τμήμα του μυθικού κόσμου. Κατά τον Ησίοδο ο Τάρταρος είναι η φυλακή του Κρόνου και άλλων Τιτάνων που σαν τόπος προσδιορίζεται στα έγκατα της Γης. Σημειώνει δε πως "χαλκούς άκμων" που ρίφθηκε από τη Γη έφθασε στον Τάρταρο μετά από 9 ημέρες και 9 νύκτες, αριθμός που λήφθηκε υπ’ όψη από την αρχαιότητα σε ταφικά έθιμα και που πέρασαν στη συνέχεια στα χριστιανικά. Μεταγενέστερα η λαϊκή φαντασία έπλασε τον Τάρταρο ως φυλακή και τόπο μαρτυρίου όλων των κακών ανθρώπων. Ο Αριστοφάνης στο έργο του "Βάτραχοι" περιγράφει τον Τάρταρο ως τόπο βασανιστηρίων για συγκεκριμένους εγκληματίες, όπως των πατροκτόνων, επιόρκων, προδοτών της πατρίδας καθώς κι εκείνων που παραβίασαν το άσυλο της Ξενίας. Ο Πλούταρχος και ο Λουκιανός αναφέρουν πολλά είδη τιμωρίας που συνέβαιναν στο Τάρταρο.
 
 

ΤΙΤΑΝΟΜΑΧΙΑ..[Μέρος Β΄]

Γράφει ο Δημήτριος Μάρκου

Β΄. Κυριαρχία του Κρόνου
Έτσι ο μικρότερος από τους Τιτάνες, ο Κρόνος, διαδέχτηκε τον Ουρανό στον θρόνο του σύμπαντος. Ο πατέρας του προείπε πως κι αυτός με τη σειρά του θα εκθρονιστεί από κάποιον απόγονό του. Μόλις ανέλαβε την εξουσία ο Κρόνος πρώτο μέλημά του ήταν να φυλακίσει στα Τάρταρα τους Κύκλωπες και τους Εκατόγχειρες, ενώ λευτέρωσε τους Τιτάνες.
Ο Κρόνος πήρε για γυναίκα του την αδελφή του Ρέα. Απ’ αυτήν απόχτησε πολλά παιδιά: Θυγατέρες την Εστία, τη Δήμητρα και την Ήρα, και γιούς τον Πλούτωνα ή Άδη, τον Ποσειδώνα και τον Δία. Ο νέος κυρίαρχος του κόσμου από την αρχή της βασιλείας του δεν μπορούσε να ησυχάσει. Αιτία ήταν η μαντεία των γονιών του, πως παρ’ ότι ήταν δυνατός, κάποιο από τα παιδιά του θα του άρπαζε τον θρόνο. Δεν ακολούθησε την ίδια τακτική με τον πατέρα του Ουρανό. Έτσι δεν τα έριχνε στον Τάρταρο. Ο Κρόνος κατάπινε τα παιδιά του. Έτσι, μόλις γεννιόταν κάποιο παιδί του, για να είναι σίγουρος πως δεν θα τολμήσει να τον βλάψει, το κατάπινε και το κρατούσε μέσα του, ώστε να έχει τον πλήρη έλεγχο.
Η Ρέα, όπως και κάθε μάνα, λαχταρούσε να κρατήσει στην αγκαλιά της και να αναθρέψει τα παιδιά της. Καθώς ήταν έγκυος στον Δία, δεν ανέχτηκε να συνεχιστεί η σκληρή τακτική του άντρα της. Συμβουλεύτηκε τους γονείς της πώς μπορεί να σώσει το βλαστάρι της. Ο Ουρανός και η Γη την συμβούλεψαν, σαν έρθει η ώρα του τοκετού να φύγει για την Κρήτη, όπου θα γεννήσει το παιδί της και μετά να το κρύψει. Γυρνώντας μετά, να καμωθεί πως γεννά, και ψεύτικο μωρό να δώσει στον σκληρό πατέρα. Υπακούοντας στων γονιών της τη συμβουλή, η Ρέα, σαν ήρθε η ώρα να γεννήσει, αποτραβήχτηκε στο Αιγαίο όρος της μεγαλοννήσου, όπου έφερε στον κόσμο τον τελευταίο γιο της, τον Δία. Εκεί σε μια σπηλιά μεγάλωσε ο μελλοντικός βασιλιάς του κόσμου. Το θεϊκό βρέφος τράφηκε με το γάλα μιας αίγας, που Αμάλθεια (*1) την έλεγαν. Απ’ έξω από τη σπηλιά στέκονταν πιστοί φύλακες οι Κουρήτες (*2) και μόλις το βρέφος έκανε πως κλαίει, αυτοί χόρευαν χτυπώντας τις χάλκινες ασπίδες του για να μην ακουστεί του βρέφους το κλάμα.
Ας δούμε, τώρα, πώς ο Ησίοδος περιγράφει τα γεγονότα, που αναφέραμε:
[[ Κι η Ρέα στον Κρόνο υποταγμένη γέννησε τέκνα λαμπρά,
την Εστία, τη Δήμητρα και τη χρυσοπέδιλη Ήρα,
το δυνατό τον Άδη, που κατοικεί παλάτια κάτω από τη γη
κι έχει καρδιά ανήλεη, τον Εννοσίγαιο το βαρύχτυπο,
το συνετό το Δία, πατέρα θεών και ανθρώπων,
που απ᾽ τη βροντή του τρέμει η πλατιά η γη.
Κι αυτούς ο μέγας Κρόνος τούς κατάπινε, όπως καθένας τους
από την ιερή της μάνας τους κοιλιά στα γόνατα κατέβαινε,
αυτό στο νου του έχοντας, πώς απ᾽ τους γόνους τ᾽ Ουρανού τους ένδοξους
άλλος κανείς βασιλικό αξίωμα ανάμεσα στους αθανάτους να μην έχει.
Γιατί έμαθε από τη Γη κι από τον έναστρο Ουρανό
πως ήταν πεπρωμένο του να νικηθεί από παιδί δικό του,
—κι ας ήταν κρατερός— με του μεγάλου Δία το θέλημα.
Γι᾽ αυτό ο Κρόνος τυφλά δεν παραφύλαγε, αλλά καραδοκούσε
και τα τέκνα του κατάπινε. Και πένθος δίχως λησμονιά κυρίευε τη Ρέα.
Μα όταν έμελλε το Δία, θεών κι ανθρώπων τον πατέρα, να γεννήσει,
τότε τους ακριβούς ικέτευε γονείς της,
τη Γη και τον γεμάτο άστρα Ουρανό,
να καταστρώσουνε μαζί της κάποιο σχέδιο, πώς να περάσει απαρατήρητη
σαν θα γεννά το γιο της, και πώς να ξεπληρώσει ο Κρόνος τις ερινύες
του πατέρα της και των παιδιών της που ο μέγας δολοπλόκος τα κατάπινε.
Κι αυτοί στη θυγατέρα τους έδιναν μεγάλη προσοχή και πείθονταν,
και της εξήγησαν όσα να γίνουν ήταν πεπρωμένο
σε σχέση με τον βασιλιά τον Κρόνο και το γιο του με τη γενναία την ψυχή.
Τη στείλανε στη Λύκτο, στην πλούσια της Κρήτης χώρα,
όταν το τελευταίο απ᾽ τα παιδιά της να γεννήσει έμελλε,
το Δία το μεγάλο. Κι αυτόν δέχτηκε η πελώρια Γη
στην Κρήτη να τον θρέψει την πλατιά και να τον μεγαλώσει. ]] (Ησίοδος, “Θεογονία”, 453- 480)
Αργότερα, σαν ο Δίας έγινε ο βασιλιάς των θεών, τίμησε την Αμάλθεια. Την τοποθέτησε ψηλά στου ουρανό, να λάμπει σαν άστρο. Με το δέρμα της έκανε την περίφημη “αιγίδα”, την απρόσβλητη ασπίδα στον πόλεμο με τους Τιτάνες, ενώ το κέρατό της έγινε το σύμβολο της αφθονίας.
Ο Απολλόδωρος μας λέει: «ὀργισθεῖσα δὲ ἐπὶ τούτοις ῾Ρέα παραγίνεται μὲν εἰς Κρήτην, ὁπηνίκα τὸν Δία ἐγκυμονοῦσα ἐτύγχανε, γεννᾷ δὲ ἐν ἄντρῳ τῆς Δίκτης Δία. καὶ τοῦτον μὲν δίδωσι τρέφεσθαι Κούρησί τε καὶ ταῖς Μελισσέως παισὶ νύμφαις, Ἀδραστείᾳ τε καὶ Ἴδῃ. αὗται μὲν οὖν τὸν παῖδα ἔτρεφον τῷ τῆς Ἀμαλθείας γάλακτι, οἱ δὲ Κούρητες ἔνοπλοι ἐν τῷ ἄντρῳ τὸ βρέφος φυλάσσοντες τοῖς δόρασι τὰς ἀσπίδας συνέκρουον, ἵνα μὴ τῆς τοῦ παιδὸς φωνῆς ὁ Κρόνος ἀκούσῃ.» (Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη Α΄, Ι, 6-7)
(Μετ.: Οργισμένη η Ρέα πάει στην Κρήτη τον καιρό που ήταν έγκυος στον Δία και γεννάει τον Δία σε μια σπηλιά της Δίρκης. Στη συνέχεια τον δίνει να τον αναθρέψουν οι Κουρήτες και οι κόρες του Μελισσέα, οι νύμφες Αδράστεια και Ίδη. Αυτές λοιπόν τάιζαν το παιδί με το γάλα της Αμάλθειας και οι Κουρήτες ένοπλοι φύλαγαν το βρέφος μες στη σπηλιά και χτυπούσαν με τα δόρατα τις ασπίδες τους, για να μην ακούσει ο Κρόνος τη φωνή του παιδιού.)
Έχοντας εξασφαλίσει το βρέφος η Ρέα στην Κρήτη, επέστρεψε στον Κρόνο. Καμώθηκε πως την έπιασαν οι οδύνες του τοκετού και πως γεννά. Σπαργάνωσε μια μεγάλη πέτρα και μ’ αυτήν ξεγέλασε τον άντρα της πως ήτανε τάχα το βρέφος. Ευθύς ο Κρόνος ανυποψίαστος την κατάπιε, πιστεύοντας πως ακόμη ένας κίνδυνος για την εξουσία του είχε εκλείψει.
Το θεϊκό βρέφος στη Κρήτη γρήγορα μεγάλωσε και στο κορμί και στο μυαλό. Σαν ένιωσε ο Δίας πως ήταν σε θέση να αναμετρηθεί με τον πατέρα του, πήγε και τον βρήκε. Πατέρας και γιος πάλεψαν. Μα ο γιος ήταν ανώτερος και σε τέχνη και σε δύναμη, οπότε νίκησε τον άκαρδο και σκληρό πατέρα, που κατάπινε τα παιδιά του. Τον ανάγκασε, λοιπόν, να τα ξεράσει. Κάποιοι λένε, πως ο ηττημένος από τον γιό του Κρόνος, τα εξήμεσε με φάρμακο, που του έδωσε η Μήτιδα. Ο Απολλόδωρος γράφει: «ἐπειδὴ δὲ Ζεὺς ἐγενήθη τέλειος, λαμβάνει Μῆτιν τὴν Ὠκεανοῦ συνεργόν, ἣ δίδωσι Κρόνῳ καταπιεῖν φάρμακον, ὑφ᾽ οὗ ἐκεῖνος ἀναγκασθεὶς πρῶτον μὲν ἐξεμεῖ τὸν λίθον, ἔπειτα τοὺς παῖδας οὓς κατέπιε·» (Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη Α΄, ΙΙ, 1) (Μετ.: Όταν ο Δίας έγινε σωστός άντρας, παίρνει συνεργό του τη Μήτι, κόρη του Ωκεανού, η οποία δίνει στον Κρόνο να πιει ένα φάρμακο, που τον έκανε να ξεράσει πρώτα την πέτρα και μετά τα παιδιά που είχε καταπιεί.)
Πρώτα- πρώτα, λοιπόν, βγήκε η πέτρα (*3), που είχε καταβροχθίσει τελευταία, και μετά τα παιδιά. Χάρηκαν πολύ αυτά, που ξανααντίκρισαν το φως και θαύμασαν τον μικρότερο, αλλά γενναίο αδελφό τους, τον Δία. Τάχτηκαν ,λοιπόν, στο πλευρό του γιατί είχαν μίσος με τον σκληρό πατέρα. Έτσι, ήταν αναπόφευκτή η μάχη ανάμεσα στον Κρόνο και τα αδέλφια του τους Τιτάνες από τη μια πλευρά και τον Δία με τ’ αδέλφια του από την άλλη για την κυριαρχία του Κόσμου.
Και πάλι θα ανατρέξουμε στην Ησίοδο για να δούμε την περιγραφή των γεγονότων που εξιστορήσαμε:
[[ Κι αφού σπαργάνωσε μεγάλο λίθο τον πρόσφερε σ᾽ εκείνον,
στο μέγα άνακτα, του Ουρανού το γιο, το βασιλιά των παλαιότερων θεών.
Στα χέρια του τον πήρε τότε ο Κρόνος και τον έριξε μες στην κοιλιά του,
ο άθλιος, και με το νου του δεν κατάλαβε πως πίσω του ᾽μενε,
στου λιθαριού τη θέση, δικός του γιος ανίκητος και δίχως έγνοιες
που έμελλε γοργά να τον νικήσει με τη βία και τα χέρια του,
να τον εκδιώξει από τ᾽ αξίωμα και μέσα στους αθάνατους να βασιλέψει.
Και γοργά κατόπιν η δύναμη και τα λαμπρά του βασιλιά τα μέλη
μεγαλώσανε. Και σαν ο χρόνος έφτασε,
παγιδευμένος απ᾽ τις παμπόνηρες τις προτροπές της Γης,
ο μέγας Κρόνος, ο δολοπλόκος, έβγαλε έξω και πάλι τα παιδιά του,
από τη δύναμη και τα τεχνάσματα του παιδιού του νικημένος. ]] (Ησίοδος, “Θεογονία”, 485- 496)

-----------------------------------
(*1) Αμάλθεια: Κάποιοι λένε πως η Αμάλθεια ήταν νύμφη και πως μαζί με την Ίδη και την Αδράστεια- ή και με άλλες νύμφες- ανάλαβαν την ανατροφή του μικρού Δία.

(*2) Κουρήτες: Ορεινοί δαίμονες (θεότητες) της Κρήτης, προστάτες του Δία στη βρεφική του ηλικία.

(*3) Αυτή την πέτρα ο Δίας την έστησε στο μαντείο των Δελφών, στον Παρνασσό, για να τη βλέπουν και οι θεοί και οι θνητοί για πάντα και να θαυμάζουν και να προσκυνούν τη δύναμή του.

ΤΙΤΑΝΟΜΑΧΙΑ [Μέρος Α΄]

Τιτανομαχία

Α΄ μέρος: Κυριαρχία του Ουρανού
Στην μυθολογία μας αναφέρεται μια μάχη που έγινε μεταξύ θεών στα πρώτα χρόνια της δημιουργίας. Σε αυτήν πήραν μέρος οι Ολύμπιοι θεοί και οι Τιτάνες και είναι γνωστή με το όνομα Τιτανομαχία.
Οι Τιτάνες αναφέρονται και σε δύο βιβλία της Π. Διαθήκης. Διαβάζουμε στο βιβλίο των Βασιλειών Β΄: « Καὶ ἤκουσαν οἱ ἀλλόφυλοι ὅτι κέχρισται Δαυὶδ βασιλεὺς ἐπὶ Ἰσραήλ, καὶ ἀνέβησαν πάντες οἱ ἀλλόφυλοι ζητεῖν τὸν Δαυίδ· καὶ ἤκουσε Δαυὶδ καὶ κατέβη εἰς τὴν περιοχήν. καὶ οἱ ἀλλόφυλοι παραγίνονται καὶ συνέπεσαν εἰς τὴν κοιλάδα τῶν Τιτάνων.» (Βασιλειών Β΄ , ε΄, 17-18) (Μετ: Όταν άκουσαν οι Φιλισταίοι ότι ο Δαβίδ χρίσθηκε βασιλιάς του Ισραήλ, ξεκίνησαν με όλο το στρατό τους για να έρθουν και να τον θέσουν υπό την εξουσία τους. Το πληροφορήθηκε ο Δαβίδ και κατέφυγε για ασφάλεια σ’ ένα οχυρό. Οι Φιλισταίοι ήρθαν και ξεχύθηκαν στην κοιλάδα των Τιτάνων.) Και λίγο παρακάτω: «καὶ καταλιμπάνουσιν ἐκεῖ τοὺς θεοὺς αὐτῶν, καὶ ἐλάβοσαν αὐτοὺς Δαυὶδ καὶ οἱ ἄνδρες οἱ μετ᾿ αὐτοῦ. καὶ προσέθεντο ἔτι ἀλλόφυλοι τοῦ ἀναβῆναι καὶ συνέπεσαν ἐν τῇ κοιλάδι τῶν Τιτάνων.» (Βασιλειών Β’ , ε΄, 21-22) (Μετ.: Οι Φιλισταίοι φεύγοντας άφησαν εκεί τα αγάλματα των θεών τους, και ο Δαβίδ και οι άντρες του τα πήραν. Οι Φιλισταίοι όμως ξαναγύρισαν και γέμισαν την κοιλάδα των Τιτάνων.)
Επίσης στο βιβλίο Ιουδίθ αναφέρεται: «οὐ γὰρ ὑπέπεσεν ὁ δυνατὸς αὐτῶν ὑπὸ νεανίσκων, οὐδὲ υἱοὶ τιτάνων ἐπάταξαν αὐτόν, οὐδὲ ὑψηλοὶ γίγαντες ἐπέθεντο αὐτῷ, ἀλλὰ Ἰουδὶθ θυγάτηρ Μεραρὶ ἐν κάλλει προσώπου αὐτῆς παρέλυσεν αὐτόν·» (Ιουδίθ, ιστ΄, 6) (Μετ.: Διότι ο στρατηγός των δεν έπεσε φονευθείς από νέους άνδρας, ούτε τέκνα των τιτάνων τον εφόνευσαν, ούτε τρομεροί γίγαντες επετέθησαν εναντίον αυτού. Αλλά η Ιουδίθ μόνη, η θυγάτηρ του Μεραρί παρέλυσεν αυτόν με το κάλλος του προσώπου της.)Πριν περιγράψουμε την Τιτανομαχία ας γνωρίσουμε τους αντίμαχους. Είναι η δεύτερη και η τρίτη γενιά θεοτήτων. Να δούμε πώς εμφανίστηκαν και γιατί βρέθηκαν αντίπαλοι. Θα στηριχθούμε στη “Θεογονία” του Βοιωτoύ ποιητή Ησίοδου. O Ησίοδος μας λέει πως πρώτα υπήρξε το Χάος και μετά η πλατύστερνη Γη. Το ησιόδειο “Χάος” με βάση τις σημερινές επιστημονικές γνώσεις, περιγράφει την αδιαμόρφωτη ύλη που βρισκόταν σε κατάσταση αταξίας αλλά και τον Χώρο, που περιέχονταν εν σπέρματι όλα όσα θα αποτελούσαν στη συνέχεια το Σύμπαν. Το κείμενο αναφέρει:
[[ Στ᾽ αλήθεια πρώτα‒πρώτα το Χάος έγινε. Κι ύστερα
η πλατύστερνη η Γη, η σταθερή πάντοτε έδρα όλων των αθανάτων
που την κορφή κατέχουνε του χιονισμένου Ολύμπου,
και τα ζοφώδη Τάρταρα στο μυχό της γης με τους πλατιούς τους δρόμους.]] (Ησίοδος, “Θεογονία”, 126- 128)
Ο Λατίνος ποιητής Οβίδιος, στο βιβλίο των “Μεταμορφώσεων”, γράφει για το Χάος:
[[ Πριν η θάλασσα κι η γη υπάρξει κι ο ουρανός που καλύπτει τα πάντα
γύρω σε όλη την οικουμένη μια όψη της φύσης υπήρχε,
που Χάος την είπαν· άμορφος όγκος κι ακατέργαστος και τίποτε άλλο,
παρά μόνον ακίνητο βάρος και σ’ ένα ήσαν συσσωρευμένα
διάφορα σπέρματα όντων, που δεν ήσαν καλά αρμοσμένα.
Ουδέ ένας Τιτάν έως τότε δεν παρείχε στον κόσμο το φως του,
ουδέ έδινε κέρατα νέα μεγαλώνοντας τότε η Φοίβη,
ούτε στον περιχυμένο αέρα αιωρούνταν η γη μας καθόλου….]] (Οβίδιος, “Μεταμορφώσεις”, βιβλ. Ι, 5- 12)
Η Γη, λοιπόν, γέννησε τα πάντα. Είναι η μήτρα όπου ξεπήδησε το κάθε τι. Η Γαία των προγόνων μας είναι η καθολική μητέρα και τροφός των πάντων. Από τη Γη γεννήθηκε ο Ουρανός:
[[ Και η Γη γέννησε πρώτα ίσον μ᾽ αυτή
τον Ουρανό που ᾽ναι γεμάτος άστρα, να την καλύπτει από παντού τριγύρω
και να ᾽ναι έδρα των μακαρίων θεών παντοτινά ασφαλής.]] (Ησίοδος, “Θεογονία”, 126- 128)
Έτσι Γη και Ουρανός είναι η πρώτη γενιά θεοτήτων. Ο Ουρανός βασίλευσε πρώτος σε ολόκληρο το σύμπαν. Ο Απολλόδωρος αναφέρει: «Ουρανός πρώτος του παντός εδυνάστευσε κόσμου· γήμας δε Γην ετέκνωσε πρώτους τους εκατόγχειρας…»
Η ένωση του Ουρανού με τη Γη ήταν γονιμότατη. Πρώτοι απόγονοι του θεϊκού ζεύγους οι Τιτάνες. Ήσαν δώδεκα, έξι αρσενικά παιδιά και έξι θηλυκά. Τα αρσενικά παιδιά, οι Τιτάνες, ήσαν: ο Ωκεανός, ο Κοίος, ο Κρείος, ο Υπερίων, ο Ιαπετός και ο νεότερος όλων ο Κρόνος. Αδελφές τους, οι λεγόμενες Τιτανίδες, ήσαν: η Τηθύς, η Θεία, η Θέμις, η Μνημοσύνη, η Φοίβη και η Ρέα.
Αδέλφια των Τιτάνων οι Κύκλωπες, που ήσαν τρεις: ο Βρόντης, ο Στερόπης και ο Άργης, οι οποίοι προσωποποιούσαν τη βροντή, την αστραπή και τον κεραυνό. Οι Κύκλωπες είχαν μόνο ένα μεγάλο μάτι στο μέσο του μετώπου τους. Είχαν μεγάλη δύναμη και επιδεξιότητα, αλλά ήσαν εγωιστές και γεμάτοι υπεροψία.
Μια ακόμη τριάδα παιδιών του Ουρανού με τη Γη είναι οι Εκατόγχειρες. Η δύναμή τους ήταν τεράστια, το ίδιο και τα σώματά τους. Ο καθένας τους είχε πενήντα κεφαλές κι από τους ώμους τους φύτρωναν εκατό ακατανίκητα χέρια. Οι Εκατόγχειρες ήσαν τρεις: ο Αιγαίων ή Βριάρεως, ο Κόττος και ο Γύγης.
Αν και ο Ουρανός συνέχεια έσπερνε απογόνους, γνώριζε πως κάποια μέρα θα έχανε τον θρόνο του από τους γιους του. Για να αποτρέψει τον κίνδυνο, τους έριχνε στα έγκατα της γης. Για την απέχθεια του Ουρανού προς τα παιδιά του ο Ησίοδος γράφει:
[[ Και τα παιδιά του βρίζοντας Τιτάνες τα ονόμαζε
ο πατέρας τους, ο μέγας Ουρανός, που τα γέννησε ο ίδιος.
Γιατί ισχυριζόταν πως τα χέρια τους τα άπλωσαν στην ασέβεια, να κάνουν
αμαρτία μεγάλη, και πως θα υπάρξει στο μέλλον πληρωμή γι᾽ αυτήν. ]] (Ησίοδος, “Θεογονία”, 207-210)
Όσα αναφέραμε πιο πάνω για τα τέκνα του Ουρανού και της Γης, ας τα διαβάσουμε από το έργο του Βοιωτού ποιητή:
[[ …………………………………………. Κι έπειτα
ξάπλωσε με τον Ουρανό και γέννησε τον Ωκεανό το βαθυδίνη
τον Κοίο, τον Κρείο, τον Υπερίονα, τον Ιαπετό,
τη Θεία, τη Ρέα, τη Θέμιδα, τη Μνημοσύνη,
τη χρυσοστέφανη τη Φοίβη και την εράσμια Τηθύ.
Μαζί μ᾽ αυτούς γεννήθηκε, πιο νέος απ᾽ όλους, ο δολοπλόκος Κρόνος,
ο πιο δεινός απ᾽ τα παιδιά. Και το γονιό του το θαλερό εχθρεύτηκε.
Γέννησε και τους Κύκλωπες, που ᾽χουν πανίσχυρη καρδιά,
το Βρόντη, το Στερόπη και τον Άργη με τη δυνατή ψυχή,
που δώσανε στο Δία τη βροντή και του ᾽φτιαξαν τον κεραυνό.
Αυτοί σε όλα τ᾽ άλλα με τους θεούς παρόμοιοι ήταν,
μα ένα μονάχα μάτι στη μέση του μετώπου τους βρισκόταν.
Και πήραν το φερώνυμο όνομα Κύκλωπες,
γιατί στο μέτωπό τους ένα βρισκόταν μάτι κυκλικό.
Και ισχύς, δύναμη και τεχνάσματα στα έργα τους υπήρχαν.
Και άλλοι πάλι από τη Γη κι από τον Ουρανό γεννήθηκαν
τρεις γιοι, μεγάλοι κι ισχυροί, ακατονόμαστοι,
ο Κόττος, ο Βριάρεως κι ο Γύγης, τέκνα αλαζονικά.
Από τους ώμους τους χέρια εκατό σαλεύανε,
απλησίαστοι, και στον καθένα κεφαλές πενήντα
φυτρώνανε απ᾽ τους ώμους πάνω στα στιβαρά τους μέλη.
Και δύναμη άπλετη και κρατερή στο μέγα ανάστημά τους.
τα φοβερότερα παιδιά, ήτανε στο γονιό τους μισητοί
απαρχής. Και μόλις γεννιόταν ο καθένας τους,
ευθύς όλους τους έκρυβε στης Γης τα σπλάχνα και δεν τους άφηνε
ν᾽ ανέβουνε στο φως. Κι ευχαριστιότανε ο Ουρανός
με το κακό του έργο….. ]] . (Ησίοδος, “Θεογονία”, 133- 158)
Στέναζε τόσο από το βάρος των παιδιών της όσο και από το στρίμωγμα στα σπλάχνα της η Γη. Έτσι και η ίδια επιζητούσε όχι μονάχα της δική της λύτρωση αλλά και των παιδιών της. Κι ενώ συνέχεια γεννοβολούσε, παιδιά δεν είχε να χαρεί, καθώς ο άντρας της τα φυλάκιζε στα έγκατά της. Αποφάσισε, λοιπόν, να εκδικηθεί τον σκληρό πατέρα των παιδιών της. Με χάλυβα έφτιαξε ένα μεγάλο δρεπάνι και κάλεσε τα παιδιά της να εκδικηθούν τον πατέρα τους για την απίστευτη σκληρότητά του. Ζήτησε να τον ακρωτηριάσουν κι έτσι να τον καταστήσουν ανίκανο να τεκνοποιεί. Οι Τιτάνες με τρόμο άκουσαν το δολερό σχέδιο της μάνας, κι αρνήθηκαν το αποτρόπαιο έγκλημα. Μόνον ο μικρότερος, ο Κρόνος, έδειξε να συμμερίζεται της μάνας του το σχέδιο. Κι αφού η μάνα του φανέρωσε με κάθε λεπτομέρεια το δόλιο σχέδιο και κατάλληλα τον δασκάλεψε, περίμεναν την ποθητή στιγμή. Σαν ήρθε η νύχτα, έφτασε ο Ουρανός γεμάτος πόθο ερωτικό. Κι όταν ξάπλωσαν κι απλώθηκε ο Ουρανός πάνω από το σώμα της Γης, σε όλο του το μήκος, πετάχτηκε ο Κρόνος από την κρυψώνα του και με το χαλύβδινο δρεπάνι θέρισε τα γεννητικά όργανα του πατέρα του. Έτσι χώρισε για πάντα το πρώτο ζευγάρι του κόσμου.
Από το αίμα του ακρωτηριασμένου Ουρανού, που έπεσε πάνω στο σώμα της Γης, γεννήθηκαν οι φοβερές Ερινύες, οι Γίγαντες και οι Μέλιες Νύμφες (οι νύμφες της φλαμουριάς). Από τα αιδοία που έπεσαν στη θάλασσα, γίνηκε λευκός αφρός, που ταξίδεψε από τα Κύθηρα στην Κύπρο. Εκεί βγήκε η τιμημένη όμορφη θεά, η Αφροδίτη.
Όσα περιγράψαμε παραπάνω, ας τα διαβάσουμε από το έργο του Ησίοδου:
[[ ………… Και μέσα της στέναζε στενεμένη
η πελώρια Γη και δόλιο τέχνασμα κακό στοχάστηκε.
Γέννησε αμέσως το γένος του γκρίζου αδάμαντα
και μέγα δρεπάνι έφτιαξε κι έδωσε οδηγίες στα παιδιά της.
Τους είπε θάρρος δίνοντας, θλιμμένη στην καρδιά της:
«Παιδιά δικά μου και μοχθηρού πατέρα, αν θέλετε
υπακούστε με. Την ύβρη την κακή μπορούμε να εκδικηθούμε
του πατέρα σας. Αφού πρώτος αυτός έργα απρεπή βουλεύτηκε.»
Έτσι είπε. Και όλους δέος τούς κυρίευσε, κανένας τους
δε μίλησε. Παίρνοντας θάρρος ο δολοπλόκος μέγας Κρόνος
ευθύς στη φρόνιμη μητέρα του απάντησε μ᾽ αυτά τα λόγια:
«Μητέρα, εγώ αν αναλάμβανα θα τέλειωνα αυτό το έργο,
αφού τον ακατονόμαστο πατέρα μου δεν υπολογίζω.
Γιατί νωρίτερα αυτός έργα απρεπή βουλεύτηκε.»
Έτσι είπε. Και χάρηκε πολύ η πελώρια Γη μες στην καρδιά της.
Τον έβαλε να κάθεται σ᾽ ενέδρα κρύβοντάς τον και του ᾽βαλε
στο χέρι του το κοφτερόδοντο δρεπάνι κι όλο το δόλιο σχέδιο του δίδαξε.
Ήρθε και έφερε τη νύχτα ο Ουρανός ο μέγας και γύρω απ᾽ τη Γη
απλώθηκε ποθώντας έρωτα και σ᾽ όλα τα μέρη της
τεντώθηκε. Κι ο γιος του απ᾽ την ενέδρα τ᾽ αριστερό του χέρι
άπλωσε και με το δεξιό του άδραξε το πελώριο δρεπάνι,
το μακρύ, το κοφτερό, κι ορμητικά τα αιδοία του πατέρα του
τα θέρισε και πάλι τα ᾽ριξε να πέσουν προς τα πίσω. (Ησίοδος, “Θεογονία”, 159-181)
Ο Ουρανός δεν υπέκυψε στο τραύμα του. Εξακολούθησε να ζει, αλλά ακρωτηριασμένος. Έτσι ο ρόλος του περιορίστηκε. Διατήρησε, όμως, το προνόμιο να προβλέπει το μέλλον. Με αυτό το χάρισμα αργότερα θα σώσει τον εγγονό του Δία κι αργότερα θα αποτρέψει τον εκθρονισμό του εγγονού. ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ....http://vagiablog.blogspot.gr/2017/09/blog-post_26.html

Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2017

ΑΥΤΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ Ο ΜΙΚΡΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ..[ΜΕΡΟΣ Β΄]

… Αυτός ο Κόσμος, ο μικρός ο Μέγας…( 2ο Μέρος )



Η μεταφυσική φιλοσοφία είναι το απάνθισμα όσων έχουν πει οι μεγάλο μύστες από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Βάση όλων είναι όσα ελέχθησαν από τον Πυθαγόρα και κατέγραψαν οι μαθητές του και όσα έγραψε ο Πλάτωνας.
Κατά τον Πλάτωνα αυτός ο κόσμος πρέπει να είναι εικόνα κάποιου άλλου, του θείου Κόσμου. Δημιουργήθηκε με πρότυπο το Αιώνιο κι αποτελεί την εικόνα Του. « Αγαθός ήν, αγαθώ δε ουδείς περί ουδενός ουδέποτε εγγίγνεται φθόνος. Τούτου δ’ εκτός ών πάντα ότι μάλιστα εβουλήθη γενέσθαι παραπλήσια αυτώ.» [ Μετάφρ.: Ήταν αγαθός ( ο δημιουργός ) και ο αγαθός δεν έχει κανένα φθόνο μέσα του για τίποτα. Γι’ αυτό θέλησε να γίνουν τα πάντα όσο το δυνατόν πιο όμοια με τον ίδιο.] Και συνεχίζει παρακάτω: « λογισάμενος ουν ηύρισκεν εκ των παρά φύσιν ορατών ουδέν ανόητον του νουν έχοντος όλον όλου κάλλιον έσεσθαί ποτέ έργον, νουν δ’ αυ χωρίς ψυχής αδύνατον παραγενέσθαι τω. Δια δη τον λογισμόν τόνδε νουν μεν εν ψυχή, ψυχήν δ’ εν σώματι συνιστάς το παν συνετεκταίνετο, όπως ότι κάλλιστον είη κατά φύσιν άριστόν τε έργον απειργασμένος.» [ Μετάφρ.: Αφού λοιπόν σκέφτηκε καλά, κατάλαβε πως οτιδήποτε ορατό από τη φύση και χωρίς λογικό δεν θα είναι ποτέ ωραιότερο από κάποιο άλλο σύνολο με νου χωρίς ψυχή. Με αυτή τη σκέψη έβαλε το λογικό στην ψυχή, και βάζοντας την ψυχή στο σώμα δημιούργησε το σύμπαν, ώστε το έργο του να είναι από τη φύση του το καλύτερο και το ωραιότερο.] ( Πλάτων, “Τίμαιος”, 29e-30b ). Αφού ο Αθηναίος φιλόσοφος περιγράψει τον τρόπο, που ο Θεός, δημιούργησε τον Κόσμο, καταλήγει: « Ως δε κινηθέν αυτό και ζων ενόησεν των αϊδίων θεών γεγονός άγαλμα ο γεννήσας πατήρ, ηγάσθη τε και ευφρανθείς έτι δη μάλλον όμοιον προς το παράδειγμα επενόησεν απεργάσασθαι. Καθάπερ ουν αυτό τυγχάνει ζώον αϊδιον όν, και τόδε το παν ούτως εις δύναμιν επεχείρησε τοιούτον αποτελείν. Η μεν ουν του ζώου φύσις ετύγχανε ούσα αιώνιος, και τούτο μεν δη τω γεννητώ παντελώς προσάπτειν ουκ ήν δυνατόν. Εικώ δ’ επενόει κινητόν τινα αιώνος ποήσαι, και διακοσμών άνα ουρανόν ποιεί μένοντος αιώνος εν ενί κατ’ αριθμόν ιούσαν αιώνιον εικόνα, τούτον ον δη χρόνον ωνομάκαμεν.» [ Μετάφρ.: Ο δημιουργός χάρηκε όταν διαπίστωσε ότι ο κόσμος κινείται και μοιάζει με τους αιώνιους θεούς και, ευχαριστημένος απ’ αυτό, σκέφτηκε να τον κάνει ακόμα πιο όμοιο με το πρότυπο που είχε χρησιμοποιήσει. Ξέροντας ότι το πρότυπό του είναι ζωντανό και αιώνιο, προσπάθησε να κάνει το ίδιο και με τον κόσμο. Επειδή όμως η φύση εκείνου του προτύπου είναι αιώνια και δεν μπορούσε να την μεταδώσει απόλυτα στον κόσμο, σκέφτηκε να τον κάνει σαν κινητή εικόνα της αιωνιότητας. Βάζοντας λοιπόν τάξη στον ουρανό, έφτιασε της σταθερής αιωνιότητας την εικόνα, η οποία κινείται σύμφωνα με τους νόμους των αριθμών, αυτό βέβαια που ονομάζουμε χρόνο.] ( Πλάτων, “Τίμαιος”, 37c-d)
O Πυθαγόρας θεωρούσε τον Κόσμο σαν ζώσα οντότητα, πλημμυρισμένη από το πνεύμα, έχουσα νοημοσύνη και σύμφυτη σοφία. Η Αρχή, που είχε την διακυβέρνηση του Κόσμου, ήταν το Πνεύμα, ο Παγκόσμιος Νους, η Παγκόσμια Διάνοια, που, όπως η ψυχή, υπερπλημμυρίζει και εμπεριέχει όλο το Σύμπαν.
Σας μεταφέρουμε, εδώ, σαν επιστέγασμα, τις σκέψεις ενός φωτεινού ορθόδοξου λειτουργού, που εκφράζει ότι σκέφτεται ο κάθε μύστης: « Σε κάθε γήινο υπάρχει κάτι το ουράνιο, σε κάθε φυσικό υπάρχει κάτι το υπερφυσικό. Στον κόκκο του σταριού υπάρχει ένα μέρος του ουρανού, γιατί ώσπου να γεννηθεί απορρόφησε μέσα του πολύ φως του ουρανού και θερμότητα και ανέμους. Κάτι από τ’ αστέρια υπάρχει σε κάθε φυτικό, σε κάθε ορυκτό, σε κάθε ζωντανό οργανισμό, αλλά ιδιαίτερα σε κάθε ανθρώπινο ον. Τα πάντα σ΄ αυτόν τον γήινο κόσμο είναι στενά δεμένα με τον επουράνιο κόσμο. Είναι αναμφισβήτητη αλήθεια ότι η γη συγκρατείται από τον ουρανό και υπάρχει δια του ουρανού, η γη και όλα όσα υπάρχουν επάνω της. Η δίοδος του φυσικού στο υπερφυσικό και του υπερφυσικού στο φυσικό είναι πολύ μυστική και ανεξιχνίαστη και δεν υπόκειται σε κανένα έλεγχο του ανθρώπινου ερευνητικού πνεύματος. Διαμέσου των αόρατων πρωτονίων και των φωτονίων τελείται η μυστηριώδης διάχυση του υπερφυσικού στο φυσικό, του αόρατου στο ορατό. Και μέσα στα μυστικά φωτόνια της ψυχής οι φωτεινές έλλογες ενέργειες του Θεού Λόγου διαχέονται στην ανθρώπινη ύπαρξη. Έτσι πράγματι δεν υπάρχουν στεγανά όρια μεταξύ υπερφυσικού και φυσικού, μεταξύ ορατών και αοράτων. Σε κάθε γήινο υπάρχει πολύς ουρανός.»
Η ποιητική αρχαία Κοσμογονία δίνεται από τον Βοιωτό ποιητή Ησίοδο:
« Στ’ αλήθεια πρώτα- πρώτα το Χάος έγινε. Κι ύστερα
η πλατύστερνη η Γη, η σταθερή πάντοτε έδρα όλων των αθανάτων
που την κορυφή κατέχουνε του χιονισμένου Ολύμπου,
και τα ζοφώδη Τάρταρα στο μυχό της γης με τους πλατιούς του δρόμους.
Αλλά κι ο Έρωτας που ο πιο ωραίος είναι ανάμεσα στους αθάνατους θεούς,
αυτός που παραλύει τα μέλη και όλων των θεών κι ανθρώπων την καρδιά
δαμάζει μες τα στήθη και τη συνετή τους θέληση.
Κι από το Χάος έγινε το Έρεβος κι η μαύρη Νύχτα.
Κι από τη Νύχτα πάλι έγιναν ο Αιθέρας και η Ημέρα:
αυτούς τους γέννησε αφού συνέλαβε σμίγοντας ερωτικά με το Έρεβος.
Και η Γη γέννησε πρώτα ίσον μ’ αυτή
τον Ουρανό που ΄ναι γεμάτος άστρα, να την καλύπτει από παντού τριγύρω
και να ’ναι έδρα των μακαρίων θεών παντοτινά ασφαλής. »
Σαν Χάος θεωρούμε το άμορφο Άπειρο, το ανεκδήλωτο Παν, την άποιο κατάσταση της Φύσης. Επομένως το Χάος δεν είναι κενός χώρος, αλλά ουσιαστικό- υπαρκτό Είναι, ανεκδήλωτο, που έχει, όμως, άπειρες δυνάμεις και δυναμικότητες σε λανθάνουσα κατάσταση. Η κατάσταση του Χάους είναι απροσπέλαστη στην ανθρώπινη διάνοια, γιατί ο νους γεννήθηκε μετά από το Χάος, οπότε δεν μπορεί να διεισδύσει σ’ αυτή την έννοια. Για να μπορέσουμε να το κατανοήσουμε, πρέπει να χρησιμοποιήσουμε το νόμο της αναλογίας, προέκταση του οποίου είναι: « το γενόμενο είναι όμοιο με τον γεννήτορά του ». Αφού το υλικό Σύμπαν προήλθε από το Χάος, θα πρέπει αυτό να έχει δομή ανάλογη με την υλική ουσία της Φύσης. Συνεπώς, αφού η υλική υπόσταση του Σύμπαντος προήλθε από το Χάος, θα πρέπει να έχει ίδια δομή κι ουσία μ’ αυτό, απλά, στο Χάος βρίσκεται σε ανεκδήλωτη κατάσταση.
Στο Χάος, που είναι μια κατάσταση παθητική, υπήρχαν “εν δυνάμει” οι ιδιότητες της τάξης, της αρμονίας και της μορφοποίησης, χωρίς, όμως, να μπορεί από μόνο του να προκαλέσει κάποιο αποτέλεσμα. Ο Θεός με την ενεργοποίηση των νόμων, που είχε στη Θεία Του Σκέψη, κατάργησε την κατάσταση αταξίας κι αδράνειας, που ενυπήρχαν σ’ αυτό, οπότε δημιουργήθηκαν οι συνθήκες για την εμφάνιση της Γαίας, που δεν είναι η Γη μας, αλλά το εκδηλωμένο Σύμπαν, η εκδηλωμένη Φύση. Με τη διείσδυση της θείας δύναμης, που το ταξινόμησε, το οργάνωσε και το μορφοποίησε, προέκυψε η δημιουργία του Κόσμου, και μεταφυσικά λέμε ότι επήλθε « τάξη από το χάος ». Επομένως η Δημιουργία ξεπήδησε από το Χάος. Όμως αυτό δεν είναι η αιτία της Δημιουργίας, ούτε, επίσης, ο Δημιουργός.
Η μεταφυσική φιλοσοφία αναφέρει ότι η Υπερκοσμική Οντότητα, η αΐδιος και Παντογνώστης, κατείχε την γνώση, όχι όμως την γνώση της γνώσης, δηλ. την εμπειρική γνώση. Είχε τη γνώση της ύλης, όχι όμως την εμπειρία της ύλης. Της διέφευγαν η απτή φύση των υλικών σωμάτων και οι ιδιότητες τους. Ενείχε στο Νου της τους νόμους των φαινομένων, μα τα φαινόμενα δεν είχαν εκδηλωθεί για να γνωρίσει την ισχύ των νόμων που είχε θεσπίσει η Διάνοιά της. Αρχικά λοιπόν, όπως λέει η Π. Διαθήκη, υπήρχε η Σοφία: « Εγώ η Σοφία, αγαπώ αυτούς που μ’ αγαπάνε κι όλοι με βρίσκουν, όσοι με αναζητούν…Ο Κύριος με δημιούργησε πριν απ’ τα έργα του όλα, το πρώτο από τα έργα του όλα, το πρώτο από τα έργα του από πολύ παλιά. Δημιουργήθηκα πριν από τους αιώνες, αρχή- αρχή, προτού να υπάρξει η γη. Γεννήθηκα όταν ακόμα δεν υπήρχαν οι άβυσσοι, προτού να γίνουν οι πηγές οι νερομάνες. Πριν να θεμελιωθούνε τα βουνά και πριν υπάρξουν τα βουνά και πριν υπάρξουν λόφοι, εγώ γεννήθηκα. Δεν είχε ακόμα κάνει ούτε τη γη ούτε τους κάμπους ούτε τον πρώτο κόκκο από το σύνολο του σύμπαντος. Ήμουν εκεί όταν στέριωνε τους ουρανούς, όταν χάραζε κύκλο τον ορίζοντα στο πρόσωπο του ωκεανού• όταν ψηλά τα νέφη στέριωνε κι ορμητικά αναβρύζαν της αβύσσου οι πηγές• όταν έβαζε όριο στη θάλασσα, ώστε να μην το ξεπερνάνε τα νερά• όταν της γης έβαζε τα θεμέλια. Τότε ήμουν κοντά του σαν μικρό παιδί κι ήμουν η καθημερινή του ευχαρίστηση…» ( Παροιμίαι, 8, 17 και 22-30 )
Η Υπερκόσμια Οντότητα, το Πνεύμα, ο ανεκδήλωτος Θεός, θέλησε να μετατρέψει την παθητικότητα σε ενεργητικότητα. Το άπειρο Πνεύμα κατά ένα μέρος του υποβάθμισε τη συχνότητα των δονήσεών του και μετατράπηκε σε ενέργεια, η οποία δημιούργησε τη μεγάλη Έκρηξη. Τότε άρχισε η δημιουργία που συνοδευόταν με το Χρόνο και τον Χώρο. Πριν, τόσο ο Χώρος όσο και ο Χρόνος δεν είχαν έννοια, γιατί αυτές οι δύο έννοιες συνδέονται με τα φαινόμενα. Πολύ χαρακτηριστικά το φως του Γ. Γραμματικάκη λέει στην αυτοβιογραφία του: « Γεννήθηκα πριν από αιώνες αιώνων, σε έναν Χώρο όπου δεν υπήρχε χώρος, και σε έναν Χρόνο όπου δεν υπήρχε χρόνος. Με έναν περίεργο ωστόσο τρόπο αισθάνομαι ότι προϋπήρχα της γενέσεώς μου. Κι ενώ από τότε όλα έχουν αλλάξει, εγώ αισθάνομαι ότι τίποτε δεν αλλάζει. Η παρουσία μου μετρά το αιώνιο. »
Από ένα μεγάλο ρεύμα ενέργειας, που υποβιβάζει τη συχνότητά της και γίνεται ύλη, δημιουργήθηκε στο Σύμπαν. Πρώτα εμφανίζονται τα αδρόνια, τα μεγάλα σωμάτια πρωτόνιο και νετρόνιο μαζί με τα φωτόνια. Μετά τα λεπτόνια, τα ηλεκτρόνια και τα μιόνια. Με την πάροδο του χρόνου αδρόνια και λεπτόνια σχηματίζουν τα άτομα κι αυτά ενώνονται και σχηματίζονται τα μόρια. Συνένωση των μορίων δίνει τα αστρικά σώματα και σε μερικά, εκεί που επικρατούν οι κατάλληλες συνθήκες, αρχίζει η έμβια ζωή.
Μονάδες Πνεύματος θα ενδυθούν τα υλικά σώματα για να πειραματιστούν με την ύλη, για να τη μελετήσουν, για να ανακαλύψουν τους νόμους της φύσης. Το Σύμπαν θα αποκτήσει τους παρατηρητές του, τους μελετητές του, τους στοχαστές του. Γι’ αυτό το φως γράφει στην αυτοβιογραφία του: «Αξίζει πάντως να υπογραμμιστεί ότι η ύπαρξη του ανθρώπου δεν οδήγησε μόνον στην δική μου αυτογνωσία, δεν έδωσε σε μένα μόνον όνομα και χαρακτηριστικά. Το ίδιο το Σύμπαν απέκτησε έτσι την αυτογνωσία του. Άρχισε πια να περιγράφεται με μύθους και θεωρίες, να προκαλεί ερωτήματα και δέος. Όσο κι αν είναι αλήθεια ότι ο Ήλιος εμφανίστηκε πριν από μερικά δισεκατομμύρια χρόνια, με κάποια έννοια άρχισε να υπάρχει όταν τα αρχέγονα μικροπλάσματα ένιωσαν την θέρμη των ακτίνων του• και απέκτησε ταυτότητα τότε που το έλλογο ον, ο άνθρωπος, ύμνησε το ευεργετικό του φως κι άρχισε να διερωτάται για τη φύση του. Η ύπαρξη των πάντων, έχω την υποψία, έχει ως προϋπόθεση κάποια καταγραφή τους. Η καταγραφή όμως προϋποθέτει αντίληψη και αισθήσεις, νευρικά συστήματα και νου. Χωρίς αυτά, χωρίς την γλώσσα που επινοεί και ονοματίζει, το Σύμπαν θα παρέμενε ένα παγερό, αδιάφορο άθροισμα ύλης και ακτινοβολίας. Θα έμοιαζε με μια θεσπέσια μουσική που δεν την άκουσε ποτέ αυτί, ένα τοπίο θανάτου όπου δεν ακούστηκε ποτέ λυγμός, ,ένα θεατρικό έργο που δεν παρακολούθησε κανένα την πλοκή του. »
Ο άνθρωπος είναι ο θεατής του έργου που η φύση παίζει στη σκηνή του Σύμπαντος, που συγκινείται από τα δρώμενα, άλλοτε γελάει κι άλλοτε κλαίει, που γεμίζει συγκινήσεις κι αυτές οι αισθήσεις, τα συναισθήματα γίνονται γνώση. Συμμετέχει στο θέατρο, γίνεται και ηθοποιός και η γνώση του γίνεται βιωματική κι άσβεστη, γίνεται αδιαμφισβήτητη. Το ενοικούν πνεύμα στον άνθρωπο αποκτά τη γνώση της γνώσης! Μέσα απ’ αυτό ο Θεός αισθάνεται την ισχύ των νόμων του! Επιβεβαιώνεται το Μεγαλείο του, η Παντοδυναμία του.
Επομένως, ο κόσμος δεν είναι αυθύπαρκτος, αλλά εξαρτάται από μία αυθύπαρκτη αιώνια οντότητα, τον Θεό, και πλάστηκε κατ’ εικόνα Του: « τόνδε τον κόσμο εικόνα τινός είναι ». Ας δούμε τι λέει με τον λόγο του Τίμαιου:
[[ Αν ο κόσμος γύρω μας είναι όμορφος και ο δημιουργός του αγαθός, τότε γίνεται φανερό ότι προς το αιώνιο απέβλεπε…Είναι όμως φανερό σε όλους ότι φτιάχτηκε σύμφωνα με το αιώνιο, επειδή ο κόσμος είναι ο ομορφότερος απ’ όλους όσοι γεννήθηκαν κι ο δημιουργός του είναι η ανώτερη απ’ όλες τις αιτίες. Αφού λοιπόν φτιάχτηκε έτσι, σύμφωνα με λόγους μας, καταλαβαίνουμε ότι φτιάχτηκε σύμφωνα με το αμετάβλητο πρότυπο που γίνεται αντιληπτό από τη λογική και τη σκέψη. Αφού, επομένως δεχόμαστε όλα αυτά, τότε αναγκαστικά αυτός ο κόσμος πρέπει να είναι εικόνα κάποιου άλλου… Έτσι οι συλλογισμοί που εξηγούν εκείνο που δημιουργήθηκε με πρότυπο το αιώνιο και αποτελεί εικόνα του… ]] ( Πλάτων, “Τίμαιος”, 29a-c )
Δηλαδή, κατά τον Πλάτωνα, όχι μόνον ο άνθρωπος είναι πλασμένος κατ’ εικόνα Θεού, αλλά ολόκληρο το Σύμπαν. Παντού ενοικεί η θεότητα, γι’ αυτό ο Θεός είναι πανταχού παρών. Η θεότητα ενυπάρχει από την ταπεινή χλόη μέχρι το λαμπρότερο άστρο, γιατί: « τούτου δ’ εκτός ων πάντα ότι μάλιστα εβουλήθη γενέσθαι παραπλήσια εαυτώ ». Ακόμη και οι ήλιοι, ακόμη και οι πλανήτες που θεωρούνται σαν νεκρά ουράνια σώματα εμψυχώνονται με Ψυχή ανώτερη αυτής του ανθρώπου! Σ’ έναν ήλιο ενοικεί ο Ηλιακός Λόγος, που έχει την ευθύνη για την δραστηριότητα και την εξέλιξη του ηλιακού συστήματος. Σ’ έναν πλανήτη ενοικεί ο Πλανητικός Λόγος, υπεύθυνος για την εξέλιξη των μορφών και των ψυχών του πλανήτη.
Για την δημιουργία του κόσμου, όπως είδαμε και παραπάνω, ο Πλάτωνας ακολουθεί όσα σήμερα δίνουν οι πυρηνικοί φυσικοί και οι αστροφυσικοί. Ας δούμε αυτή την αναλογία των λεγομένων του με τις νέες αντιλήψεις. Ο Αθηναίος φιλόσοφος αναφέρει πως ο Θεός: [[ πήρε όλη την ορατή ύλη που ποτέ δεν ησύχαζε, αλλά βρισκόταν σε άτακτη και ακανόνιστη κίνηση, και την έβαλε από την αταξία σε τάξη, πιστεύοντας ότι αυτή σε κάθε περίπτωση είναι καλύτερη. ]] ( Πλάτων, “Τίμαιος”, 30 a ) Ο Πλάτων υποστηρίζουμε πως πλησιάζει πολύ στις επιστημονικές θεωρίες, σύμφωνα με τις οποίες μετά τη “μεγάλη έκρηξη”, καθώς η θερμοκρασία ελαττωνόταν, πρώτα εμφανίστηκαν τα βαριά σωματίδια ( αδρόνια ) και μετά τα ελαφριά ( λεπτόνια ), που λόγω της υψηλής θερμοκρασίας βρίσκονταν σε μια άτακτη κίνηση. Με την επίδραση της βαρυτικής έλξης άρχισε μια στροβιλωειδής κίνηση και συμπύκνωση της ύλης. Αυτά τα συμπυκνώματα έκαναν τους πρωτοαστέρες, από τους οποίους προέκυψαν οι ήλιοι και οι πλανήτες, οι οποίοι όμως δεν ήσαν μόνον υλικά σώματα, γιατί όπως λέει ο αθηναίος φιλόσοφος: [[ Αφού λοιπόν σκέφτηκε ( ο Θεός ) καλά, κατάλαβε πως οτιδήποτε ορατό από τη φύση και χωρίς λογικό δεν θα είναι ποτέ ωραιότερο από κάποιο άλλο σύνολο με νου, αλλά και πως δεν είναι δυνατό να υπάρξει σε κάτι νους χωρίς ψυχή. Με αυτή τη σκέψη έβαλε το λογικό στην ψυχή, και βάζοντας την ψυχή στο σώμα δημιουργούσε το σύμπαν, ώστε το έργο του να είναι από τη φύση του το καλύτερο και το ωραιότερο. ]] ( Πλάτων, Τίμαιος, 30b )
Επομένως, κατά τον Πλάτωνα τα πάντα έχουν νου και ψυχή. Ο μεγάλος μύστης υποστήριξε αυτά που διδάσκονται σε όλες τις μυστηριακές σχολές, σε όλους τους αιώνες, δηλ. πως τα πάντα διέπονται από νου κι έχουν ψυχή. Έτσι η πλατωνική ρήση: « δια δη τον λογισμόν τόνδε νουν μεν εν ψυχή, ψυχήν δ’ εν σώματι συνιστάς το παν συνετεκταίνετο, όπως ότι κάλλιστον είη κατά φύσιν άριστόν τε έργον απειργασμένος » έχει παγκόσμια ισχύ. Ο “εσωτερισμός” τονίζει, αυτό που δεν τολμούν οι μονοθεϊστικές θρησκείες, και το οποίο έγραψε ο μύστης Πλάτωνας: « τόνδε τον κόσμον ζώον έμψυχον έννουν τε τη αληθεία δια του θεού γενέσθαι πρόνοιαν » [[ ο κόσμος αυτός δημιουργήθηκε ζωντανός, με ψυχή και με λογικό χάρη στην πρόνοια του θεού ]].
Στην υψηλή θερμοκρασία (= φωτιά ), που επικρατούσε, συμπυκνώθηκαν τα σωματίδια της ύλης (= χώμα ) για να ξεκινήσει η δημιουργία του σύμπαντος. Αυτή την έννοια έχει η πλατωνική φράση: [[ Όταν λοιπόν ο θεός άρχισε να φτιάχνει το σώμα του σύμπαντος, χρησιμοποίησε φωτιά και χώμα. ]] Στις πολύ υψηλές θερμοκρασίες η ύλη δεν έχει τη μορφή ατόμων και μορίων, αλλά είναι ένα μίγμα θετικά φορτισμένων σωματιδίων και ηλεκτρονίων, η κατάσταση πλάσματος, που είναι μια ρευστή κατάσταση ( νερό κατά τον Πλάτωνα ). Οι επιστήμονες λένε πως το 95% της ύλης του σύμπαντος βρίσκεται στην κατάσταση πλάσματος. Επίσης ένα μεγάλο μέρος αυτής βρίσκεται σε μορφή υδρογόνου ( αέριο ). Οι θεωρητικοί φυσικοί υποστηρίζουν πως μόλις το 4% του σύμπαντος είναι ορατό. Το υπόλοιπο 96% είναι αόρατο, αποτελούμενο από σκοτεινή ύλη και ενέργεια. Αυτό το ορατό σύμπαν, κατά τον Πλάτωνα και νεότερους φυσικούς έχει δημιουργηθεί με τη φυσική σχέση των αναλογιών: « τούτο πέφυκεν αναλογία κάλλιστα αποτελείν ». Η ανάμιξη των τεσσάρων στοιχείων φωτιάς- γης ( χώματος )- νερού- αέρα έγινε από το θεό- δημιουργό με αρμονική αναλογία: [[ Για τον λόγο αυτό ο θεός ανάμεσα στη φωτιά και το χώμα έβαλε το νερό και τον αέρα με την ίδια αναλογία, δηλαδή ο αέρας να αναλογεί με το νερό όσο η φωτιά με τον αέρα και το νερό με το χώμα όσο ο αέρας με το νερό, φτιάχνοντας έναν κόσμο ορατό και απτό. Με αρμονική λοιπόν αναλογία αυτών των τεσσάρων στοιχείων, που είναι τέτοιου είδους, δημιουργήθηκε το σώμα του κόσμου. ]] ( Πλάτων, Τίμαιος, 32 b-c ) Επομένως ισχύουν οι αναλογίες: φωτιά/αέρας= αέρας/ νερό= νερό/ γη.
Το σύμπαν είναι έμψυχο, όπως υποστηρίζει ο Πλάτωνας, με την ψυχή να το κατευθύνει, γιατί αυτή πλάστηκε νωρίτερα κι επομένως είναι ανώτερή του. Γράφει ο φιλόσοφος:
[[ Ο θεός όμως δημιούργησε την ψυχή πριν από το σώμα κι έτσι είναι ανώτερή του τόσο στην ηλικία όσο και στην αρετή, για να το εξουσιάζει και όχι να εξουσιάζεται απ’ αυτό…
Όταν ολοκληρώθηκε η σύνθεση της ψυχής με τη θέληση του δημιουργού, τότε εκείνος δημιούργησε και το σώμα. Έπειτα τα σύνδεσε και τα εναρμόνισε κέντρο με κέντρο. Η ψυχή, ξεκινώντας από το μέσον, απλώθηκε μέχρι τα τελευταία άκρα του ουρανού, τον κάλυψε κυκλικά απ’ έξω κι άρχισε να γυρίζει γύρω από τον εαυτό της, σε μια αιώνια και σώφρονα ζωή. Το σώμα του ουρανού είναι ορατό, ενώ της ψυχής αόρατο. Εκείνη όμως μετέχει στη λογική και στην αρμονία, ως ψυχή των νοητών και των αιώνιων όντων, και είναι ανώτερη απ’ όλα τα όντα που έχουν γεννηθεί, αφού δημιουργήθηκε από το άριστο. ]] ( Πλάτων, “Τίμαιος”, 34c και 36e )
Πιστεύουμε πως η κοσμολογία του Πλάτωνα, με όσα εκθέσαμε, είναι πολύ ανώτερη από την κοσμολογία της “Γένεσης”, και πολύ πιο κοντά στις σημερινές επιστημονικές απόψεις. Τόσο ο Μωυσής, όσο και ο Πλάτωνας υπήρξαν μύστες, έχοντας μυηθεί και σε κοινά μυστήρια, στα Αιγυπτιακά. Γιατί μόνο ο Μωυσής να είναι θεόπνευστος, κατά την εκκλησία μας, και να μην είναι και ο Πλάτωνας;