Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

Ο ΤΥΦΩΝΑΣ [ΟΙ ΓΙΓΑΝΤΕΣ ΜΕΡΟΣ Δ΄]

Ο Απολλόδωρος αναφέρει ότι μετά την Γιγαντομαχία οι Ολύμπιοι θεοί αντιμετώπισαν και νίκησαν με ακομη μεγαλύτερη δυσκολία τον ασύλληπτα ισχυρό και τρομακτικό υιό του Ταρτάρου και της Γαίας, ερπετοειδή υπεργίγαντα Τυφώνα (ή Τυφωέα):



μέρος Δ΄  Ι.ΠΗΓΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΤΟΥ ΤΥΦΩΝΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΧΙΔΝΑΣ

«Όταν δε οι θεοί επικράτησαν των Γιγάντων, η Γή, χολωθείσα περισσότερο, σμίγει με τον Τάρταρο και γεννά στην Κιλικία1 τον Τυφώνα, ο οποίος είχε μικτή φύση ανδρός και θηρίου.Αυτός λοιπόν υπερείχε εις μέγεθος και δύναμη εξ όλων όσων γέννησε η Γή: Μέχρι μεν τους μηρούς είχε μορφή ανδρός τεραστίου μεγέθους, τόσυ ώστε ξεπερνούσε όλα τα όρη, ενώ η κεφαλή του άγγιζε συχνά ακόμη και τα άστρα.Το ένα χέρι του εκτεινόταν μέχρι την δύση και το άλλο μέχρι την ανατολή, ενώ εξείχαν εκ τούτων εκατό κεφαλές δρακόντων.Από τους μηρούς δε και κάτω είχε πελώριες σπείρες εχιδνών (οχιών), οι οποίες, όταν τις είλκυε πρός το μέρος του, εκτείνονταν μέχρι την ίδια την κορυφή του και εξέπεμπαν μέγα συριγμό.Όλο δε το σώμα του ήταν πτερωτό, εκ της κεφαλής και των μαγούλων ανέμιζαν τραχείες τρίχες και οι οφθαλμοί του ακτινοβολούσαν πύρ.Τέτοιος όντας ο Τυφών και τόσο μέγας, όρμησε με συριγμούς και κραυγές στον ίδιον τον ουρανό, ρίχνοντας φλεγομένους βράχους. Ξέβραζε δε εκ του στόματός του μεγάλη θύελλα πυρός.
Όταν δε οι θεοί είδαν αυτόν να ορμά στον ουρανό, τράπηκαν εις φυγή πρός την Αίγυπτο, και καταδιωκόμενοι απ’αυτόν μεταμορφώθηκαν εις ζώα.Ο Ζεύς δε, όσο μεν ο Τυφών ήσαν μακριά, του έριχνε κεραυνούς, ενώ όταν αυτός πλησίασε, τον έπληττε δυνατά δια αδαμαντίνου δρεπανιού.Και καθώς αυτός τράπηκε εις φυγή, τον κατεδίωξε μέχρι το Κάσιο όρος2, το οποίο υπέρκειται της Συρίας.Εκεί δε, βλέποντάς τον καταπληγωμένο, συνεπλάκη μαζί του δια των χεριών του.Αλλά ο Τυφών τον έπιασε περιτυλίσσοντάς τον δια των σπειρών του και, αφού άρπαξε το δρεπάνι του, έκοψε τα νεύρα των χεριών και των ποδιών του, ενώ στην συνέχεια τον ήγειρε επί των ώμων του και τον μετέφερε δια θαλάσσης στην Κιλικία, όπου πήγε και τον απέθεσε στο Κωρύκιο άντρο3.Ομοίως δε απέθεσε εκεί και τα νεύρα του, αφού τα έκρυψε εις δορά άρκτου, και κατέστησε φύλακά τους την δράκαινα Δελφύνη.Αυτή δε ήταν μισή θηρίο (δράκαινα) και μισή κόρη.Αλλά ο Ερμής και ο Αιγίπαν έκλεψαν τα νεύρα και τα προσάρμοσαν κρυφά στον Δία.Αφού δε ο Ζεύς ανέκτησε την ισχύ του, όρμησε ξαφνικά εκ του ουρανού επί άρματος ιπταμένων ίππων και ρίχνοντας κεραυνούς κατεδίωξε τον Τυφώνα μέχρι το όρος που ονομάζεται Νύσα4, όπου οι Μοίρες εξαπατάτησαν τον φυγάδα.Διότι αυτός, πεισθείς απ’εκείνες ότι θα γινόταν δυνατότερος γεύθηκε τους εφημέρους καρπούς.Δια τούτο, καταδιωκόμενος και πάλι (από τον Δία) ήλθε στην Θράκη, όπου μαχόμενος πέριξ του Αίμου έριχνε (κατά του Διός) ολόκληρα όρη.Αλλά καθώς αυτά ωθούνταν πίσω πρός αυτόν από τον κεραυνό, χύθηκε πολύ αίμα του επί του όρους.Και λέγουν ότι εκ τούτου το όρος ονομάσθηκε Αίμος.Και όταν ο Τυφών όρμησε να φύγη δια της Σικελικής θαλάσσης, ο Ζεύς έριξε επάνω του το όρος Αίτνα της Σικελίας.Τούτο δε είναι τεράστιο, και λέγουν ότι αποπνέει μέχρι και σήμερα πύρ από τους τότε βληθέντες κεραυνούς».(Βιβλιοθήκη, Α.6.3-4).
Η πρωταρχική πηγή του Απολλοδώρου για τον Τυφώνα είναι ο Ησίοδος, ο οποίος όμως, επειδή δεν αναφέρει καθόλου την Γιγαντομαχία, τοποθετεί την Τυφωνομαχία (όπως είναι γνωστή η σύγκρουσις των Ολυμπίων θεών με τον Τυφώνα) μετά την Τιτανομαχία:
«Αλλά αφού ο Ζεύς εξεδίωξε τους Τιτάνες από τον ουρανό,
η πελώρια Γαία γέννησε με την αγάπη του Ταρτάρου,
δια της χρυσής Αφροδίτης, τον νεότερο υιό της, τον Τυφωέα.
Ισχυρά ήσαν τα χέρια αυτού του κρατερού (=κραταιού) θεού,
κατορθώματα κάνοντας, και ακάματα τα πόδια του.Στους ώμους του δε
υπήρχαν εκατό κεφαλές όφεων, δεινών δρακόντων
που έγλειφαν με μαύρες γλώσσες.Και εξ όλων αυτών
των απεριγράπτων κεφαλών του πύρ ακτινοβολούσε υπό των φρυδιών τους.
[Καθώς αυτός κοιτούσε διαπεραστικά, πύρ ανέβλυζε εξ όλων των κεφαλών του].
Και υπήρχαν φωνές εις όλες αυτές τις δεινές κεφαλές,
οι οποίοι φώναζαν με παντοειδείς απερίγραπτες φωνές.
Διότι άλλοτε μεν φώναζαν ούτως ώστε να καταλαβαίνουν οι θεοί,
άλλοτε με φωνή αγέρωχη σαν δυνατά βρυχωμένου ταύρου με ακατάσχετο μένος,
άλλοτε σαν λέων που έχει ανηλεή ψυχή
και άλλοτε σαν σκυλάκια, θαύμα να τα ακούς,
και άλλοτε σύριζαν, και αντηχούσαν τα μακρά όρη.
Και ανεπανόρθωτο έργο θα τελούταν εκείνη την ημέρα,
καθώς αυτός (ο Τυφωεύς) θα γινόταν βασιλεύς θνητών και αθανάτων,
αν δεν τον αντιλαμβανόταν ταχέως ο πατήρ θνητών και αθανάτων (ο Ζεύς).
Σκληρά δε και δυνατά βρόντησε (ο Ζεύς),
και φρικτά αντήχησαν η γαία ολόγυρα και ο υπεράνω της ευρύς ουρανός,
καθώς και ο πόντος, τα ρεύματα του Ωκεανού και τα Τάρταρα της γαίας.
Και καθώς εγειρόταν ο άναξ (ο Ζεύς), σειόταν κάτωθεν
των αθανάτων ποδιών του ο μέγας Όλυμπος, και αναστέναζε η γαία.
Και καύμα απ’αμφοτέρους κατείχε τον ιοειδή πόντο,
από την βροντή και την αστραπή, και από το πύρ τέτοιου τέρατος
[καθώς και από θυελλώδεις ανέμους και τον φλογερό κεραυνό].
Και κόχλαζαν πάσα η χθών και ο ουρανός και η θάλασσα.
Και μεγάλα κύματα μαίνονταν πανταχόθεν εις όλες τις ακτές, από την ορμή
των αθανάτων (του Διός και του Τυφωέως), και άρχισε ατελείωτος σεισμός.
Και έτρεμαν ο Άδης, ο οποίος άρχει των υποχθονίων νεκρών,
και οι υποταρτάριοι Τιτάνες, οι οποίοι ευρίσκονται πέριξ του Κρόνου
[από την ατελείωτη βοή και την δεινή μάχη].
Ο Ζεύς δε, όταν κορυφώθηκε η ορμή του και έλαβε τα όπλα του,
την βροντή, την αστραπή και τον φλογώδη κεραυνό,
έπληξε πηδώντας από τον Όλυμπο το δεινό τέρας
και έκαψε ολόγυρα όλες τις απερίγραπτες κεφαλές του.
Αφού λοιπόν τον δάμασε πλήττοντάς τον μαστιγωτά,
αυτός έπεσε ακρωτηριασμένος, και στέναζε η πελώρια γαία.
Και από τέτοιον κατακεραυνωθέντα άνακτα, φλόγες ανέβλυσαν
στα φαράγγια του βραχώδους όρους της Αίτνας, όπου είχε πληγεί αυτός.
Και εις μεγάλη έκταση καιγόταν η πελώρια γαία,
με απεριγράπτους ατμούς, και τήκοταν σαν κασσίτερος
θερμανθείς από ευρώστους τεχνίτες εις εύτρητες χοάνες,
ή σαν σίδηρος-ο οποίος είναι κρατερότατος (=σκληρότατος, ανθεκτικότατος)-
που δαμαζόμενος από καυστικό πύρ στα φαράγγια του όρους (Αίτνα)
τήκεται στην θεϊκή χθόνα από την τέχνη του Ηφαίστου.
Ούτως λοιπόν τήκοταν και η πελώρια γαία από την λάμψη του φλογερού πυρός.
Και ο Ζεύς, με θυμό στην ψυχή του, έριξε τον Τυφωέα στον ευρύ Τάρταρο.
Από τον Τυφωέα δε προέρχεται το υγρό μένος των θυελλωδών ανέμων,
πλήν του Νότου, του Βορέως και του αιθρίου Ζεφύρου (του δυτικού ανέμου)». (Θεογονία, 820-870).
Επίσης, ο Ησίοδος αναφέρει ότι πρό της Τυφωνομαχίας ο Τυφών γέννησε με ένα άλλο φρικτό ερπετοειδές όν, την Έχιδνα, τέσσερα φοβερά όντα, τον Όρθο, τον Κέρβερο, την Λερναία Ύδρα και την Χίμαιρα, ενώ έπειτα η Έχιδνα γέννησε με τον Όρθο αλλά δύο φοβερά όντα, την Σφίγγα και τον λέοντα της Νεμέας:
«Αυτή δε (η Κητώ με τον Φόρκυν) γέννησε εις κοίλο σπήλαιο
και άλλο ακαταμάχητο τέρας, το οποίο δεν μοιάζει καθόλου
με τους θνητούς ανθρώπους, ούτε με τους αθανάτους θεούς,
την θεία και κρατερόφρονα (=ισχυρόψυχη) Έχιδνα,
η οποία κατά το ήμισυ μεν είναι καλλιμάγουλη νύμφη με ζωηρό βλέμμα
και κατά το έτερο ήμισυ πελώριος όφις, δεινός και μέγας,
διάστικτος και ωμοβόρος, στα έγκατα της ιερής γαίας.
Εκεί δε είναι το σπήλαιό της, κάτωθεν κοίλου βράχου,.
μακριά από τους αθανάτους θεούς και τους θνητούς ανθρώπους.
Εκεί λοιπόν της όρισαν οι θεοί να έχη τα ξακουστά δώματά της.
Στους Αρίμους λοιπόν, υπό της χθονός, περιορίσθηκε η δεινή Έχιδνα,
η αθάνατη και επί όλες τις ημέρες αγέραστη νύμφη.
Λέγουν δε ότι ο δεινός, υβριστής και άνομος Τυφών
έσμιξε με αγάπη με αυτή την ζωηροβλέμματη κόρη.
Και αφού αυτή συνέλαβε, γέννησε κρατερόφρονα τέκνα:
Πρώτα μεν γέννησε τον Όρθο, τον κύνα του Γηρυόνη.
Δεύτερο δε γέννησε τον ακαμάχητο, ακατανόμαστο
και ωμοβόρο Κέρβερο, τον χαλκόφωνο, πεντηκοντακέφαλο,
ανηλεή και κρατερό κύνα του Άδη.
Τρίτη δε γέννησε την έμπειρη των δεινών Λερναία Ύδρα,
την οποία ανέθρεψε η λευκοχέρα θεά Ήρα,
απλέτως οργισμένη με την ρώμη του Ηρακλέους.
Και αυτή την φόνευσε δια ανηλέους χαλκού ο υιός του Διός,
Αμφιτρυωνιάδης Ηρακλής, μαζί με τον φιλοπόλεμο Ιόλαο
και με τις συμβουλές της λαφυραγωγού Αθηνάς.
Επίσης, η Έχιδνα γέννησε την δεινή, μεγάλη, ταχύποδα και κρατερή Χίμαιρα,
η οποία απέπνεε ακαταμάχητο πύρ.
Αυτή είχε τρείς κεφαλές: Μία μεν λαμπροφθάλμου λέοντος,
μία χιμαιρας (=αιγός) και μία όφεως, κρατερού δράκοντος
[έμπροσθεν λέων, όπισθεν δράκων και στη μέση χίμαιρα,
αποπνέουσα δεινό μένος φλογερού πυρός]
Αυτή δε την φόνευσαν ο Πήγασος και ο αγαθός Βελλερεφόντης.
Επίσης, η Έχιδνα, αφού ενέδωσε στον Όρθο, γέννησε την ολέθρια Φίκα (Σφίγγα), τον όλεθρο των Καδμείων (των Θηβαίων) και τον λέοντα της Νεμέας, τον οποίον η Ήρα, η ευγενής παρακοιμωμένη του Διός, αφού τον ανέθρεψε, τον εγκατέστησε στα υψώματα της Νεμέας, ως συμφορά για τους ανθρώπους.
Εκεί λοιπόν κατοικώντας αυτός, έβλαπτε τα φύλα των ανθρώπων,
όντας κυρίαρχος του Τρητού, της Νεμέας και του Απέσαντος5.
Αλλά τον δάμασε η ρώμη του Ηρακλέους».(Θεογονία, 295-332).
Επίσης, ο Ησίοδος αναφέρει ότι ο Όρθος φονεύθηκε από τον Ηρακλή στην Ερύθεια, όταν εκείνος άρπαξε από εκεί τις αγελάδες του Γηρυόνη.(Θεογονία 293-294), ενώ αναφέρεται πάλι στον Κέρβερο κατά την περιγραφή του Άδη:
«Εκει μπροστά (στον Άδη) ίστανται τα βροντερά δώματα του χθονίου θεού
[του ισχυρού Άδη και της δεινοτάτης Περσεφόνης],
και δεινός και ανηλεής κύων (ο Κέρβερος) τα φυλάσσει από μπροστά,
ο οποίος κακό τέχνασμα έχει: Εις όσους έρχονται
φιλικά σείει την ουρά και αμφότερα τα αυτιά του,
δεν τους αφήνει όμως να εξέλθουν πάλι,
αλλά παραφυλά και τρώει όποιον αντιληφθή να εξέρχεται από τις πύλες
[του ισχυρού Άδη και της δεινοτάτης Περσεφόνης]».(Θεογονία, 767-774).
Εις αυτούς τους φοβερούς γόνους του Τυφώνος και της Έχιδνας αναφέρεται εκτενέστερα ο Απολλόδωρος:
«Όταν δε ο Ιοβάτης ανέγνωσε (την επιστολή του Προίτου)6, διέταξε τον Βελλερεφόντη να φονεύση την Χίμαιρα, νομίζοντας ότι αυτός θα φονευόταν απ’αυτό το θηρίο.Διότι αυτή ήταν μη ευάλωτη όχι μόνο από έναν, αλλά και από πολλούς, καθώς είχε πρόσθιο μέρος λέοντος, δράκοντα ως ουρά και στην μέση μία τρίτη κεφαλή, αιγός, δια της οποίας απέπνεε πύρ.Και κατέστρεφε την χώρα (την Λυκία), και λυμαινόταν τα βοσκήματα.Διοτι είχε εις μία φύση την δύναμη τριών θηρίων.Λέγεται δε ότι αυτή η Χίμαιρα ανετράφη από τον Αμιοώδαρο-όπως είπε και ο Όμηρος-και ότι γεννήθηκε από τον Τυφώνα και την Έχιδνα-όπως εξιστορεί ο Ησίοδος.Αφού λοιπόν ο Βελλερεφόντης ανήλθε στον Πήγασο, τον γεννημένο από την Μέδουσα και τον Ποσειδώνα πτερωτό ίππο που είχε, ηγέρθη ψηλά και από εκεί φόνευσε τοξεύοντας την Χίμαιρα».(Βιβλιοθήκη, Β.3.1-2).
«Πρώτα λοιπόν (ο Ευρυσθεύς) διέταξε τον Ηρακλή να του φέρη την δορά του λέοντος της Νεμέας.Αυτός δε ήταν άτρωτο ζώο, γεννημένο από τον Τυφώνα. Κατευθυνόμενος λοιπόν ο Ηρακλής πρός τον λέοντα, ήλθε στις Κλεωνές7, οπου φιλοξενήθηκε από έναν χειρώνακτα ονόματι Μόλορχο. Και όταν εκείνος θέλησε να θυσιάση σφάγιο, ο Ηρακλής του είπε να περιμένη επί τριάντα ημέρες και, αν μεν αυτός επανέλθη σώος από το κυνήγι, να θυσιάση στον Δία Σωτήρα, ενώ αν πεθάνη, να τον εναγίζη (=να του προσφέρη νεκρικές θυσίες) ως ήρωα.Όταν έφθασε δε στην Νεμέα και ευρήκε τον λέοντα, αρχικά τον τόξευσε.Όταν όμως κατάλαβε ότι εκείνος ήταν άτρωτος, ήγειρε το ρόπαλό του και τον κατεδίωκε.Και όταν εκείνος κατέφυγε εις αμφίστομο σπήλαιο, έκτισε την μία εκ των εισόδων του και δια της άλλης εισήλθε κατά του θηρίου, έθεσε το χέρι του πέριξ του λαιμού του και το κράτησε σφικτά μεχρι που το έπνιξε.Και έπειτα, το έθεσε επί των ώμων του και το μετέφερε στις Κλεωνές, όπου, αφού ευρήκε τον Μόλορχο την τελευταία ημέρα (της προθεσμίας), ενώ αυτός ετοιμαζόταν να θυσιάση σφάγιο πρός τιμή του ως νεκρού, θυσίασε στον Δία Σωτήρα.Και έπειτα, μετέφερε τον λέοντα στις Μυκήνες…». (Βιβλιοθήκη, Β.5.1).
«Ως δεύτερο άθλο (ο Ευρυσθεύς) διέταξε τον Ηρακλή να φονεύση την Λερναία Ύδρα.Αυτή δε είχε εκτραφεί στο έλος της Λέρνης8, απ’οπου εξερχόταν στην πεδιάδα και κατέστρεφε τα βοσκήματα και την χώρα. Είχε δε η Ύδρα πελώριο σώμα με εννέα κεφαλές, οι μεν οκτώ θνητές, ενώ η μεσαία αθάνατη.Ο Ηρακλής λοιπόν ανήλθε εις ένα άρμα, με ηνίοχο τον Ιόλαο, και ήλθε στην Λέρνη, όπου σταμάτησε τους ίππους του.Και όταν ευρήκε την Ύδρα εις έναν λόφο πλησίον των πηγών της Αμυμώνης, οπου ήταν η φωλιά της, ρίχνοντάς της διάπυρα βέλη την ανάγκασε να εξέλθη, και καθώς αυτή εξερχόταν, την έπιασε και την κρατούσε.Αλλά αυτή έπιασε περιτυλίσσοντάς το το ένα εκ των ποδιών του.Και ο Ηρακλής ουδέν μπορούσε να πετύχη κόβοντας τις κεφαλές της δια του ροπάλου του, διότι όταν κοβόταν μία κεφαλή της, φύτρωναν στην θέση της δύο.Βοηθούσε δε την Ύδρα ένας πελώριος κάβουρας, ο οποίος δάγκωνε το πόδι του Ηρακλέους.Δια τούτο, ο Ηρακλής, αφού φόνευσε εκείνον, κάλεσε ως δικό του βοηθό τον Ιόλαο, ο οποίος, αφού πυρπόλησε ένα μέρος του εγγύς δάσους, έκαιγε δια δαυλών τις αναδυόμενες κεφαλές και τις εμπόδιζε να αναπτυχθούν.Και αφού ο Ηρακλής επικράτησε δια τούτου του τρόπο των αναφυομένων κεφαλών, απέκοψε την αθάνατη κεφαλή, την έθαψε και έθεσε πάνω της βαριά πέτρα, δίπλα στον δρόμο που οδηγεί δια της Λέρνης στον Ελαιούντα9.Και έπειτα ξεκοίλιασε το σώμα της Ύδρας και εμβάπτισε τα βέλη του στην χολή της…». (Βιβλιοθήκη, Β.5.2).
«Είχε δε (ο Γηρυόνης) βαθυέρυθρες αγελάδες, των οποίων βουκόλος ήταν ο Ευρυτίων και φύλαξ ο Όρθος, ο δικέφαλος κύων που είχε γεννηθεί από την Έχιδνα και τον Τυφώνα…Και όταν (ο Ηρακλής) έφθασε στην Ερύθεια, κατέλυσε στο όρος Άβαντα.Όταν δε ο κύων (ο Όρθος) τον αντιλήφθηκε, όρμησε εναντίον του.Τότε ο Ηρακλής και αυτόν κτύπησε δια του ροπάλου του και τον βουκόλο Ευρυτίωνα, ο οποίος βοηθούσε τον κύνα, φόνευσε…».(Βιβλιοθήκη, Β.5.10).
«Ως δωδέκατος άθλος ορίσθηκε (από τον Ευρυσθέα στον Ηρακλή) να φέρη τον Κέρβερο από τον Άδη.Αυτός δε είχε τρείς κεφαλές κυνών και δράκοντα ως ουρά, ενώ στα νώτα του είχε παντοειδείς κεφαλές όφεων…Όταν δε ο Ηρακλής ζήτησε από τον Πλούτωνα τον Κέρβερο, ο Πλούτων τον διέταξε να τον πάρη καταβάλλοντάς τον χωρίς τα όπλα που είχε.Ο Ηρακλής λοιπόν ευρήκε τον Κέρβερο πλησίον των πυλών του Αχέροντος και, προστατευόμενος από τον θώρακά του και σκεπασμένος από την λεοντή του, τύλιξε τα χέρια του πέριξ της κεφαλής του θηρίου και δεν το άφηνε, κρατώντας το και σφίγγοντάς το, έως ότου το κατέβαλε, παρ’ότι δαγκωνόταν από τον δράκοντα-ουρά του.Αφού λοιπόν έπιασε αυτόν, επέστρεψε ανερχόμενος διαμέσου της Τροιζήνος. Η Δήμητρα δε έκανε τον Ασκάλαφο μπούφο, ενώ ο Ηρακλής, αφού έδειξε τον Κέρβερο στον Ευρυσθέα, τον έφερε πάλι στον Άδη».(Βιβλιοθήκη, Β.5.12).
«Ενώ βασίλευε ο Κρέων, ευρήκε τις Θήβες όχι μικρή συμφορά.Διότι η Ήρα έστειλε εκεί την Σφίγγα, της οποίας μήτηρ ήταν η Έχιδνα και πατήρ ο Τυφών10, και η οποία είχε πρόσωπο γυναικός, στήθος, πόδια και ουρά λέοντος και πτέρυγες όρνιθος.Αυτή είχε μάθει ένα αίνιγμα από τις Μούσες, και καθόταν επί του Φικίου όρους και έθετε τούτο στους Θηβαίους.Το αίνιγμα δε ήταν: “Τι είναι αυτό που, ενώ έχει μία φωνή, γίνεται τετράπουν, δίπουν και τρίπουν;” Επειδή δε υπήρχε ένας χρησμός για τους Θηβαίους ότι θα απαλλάσσονταν από την Σφίγγα όταν έλυναν το αίνιγμα, συνέρχονταν συχνά στο ίδιο σημείο και αναζητούσαν την απάντηση, αλλά επειδή κάθε φορά δεν την εύρισκαν, η Σφίγξ άρπαζε έναν εξ αυτών και τον κατεβρόχθιζε. Αφού δε χάθηκαν πολλοί, και τελευταίος ο υιός του Κρέοντος, Αίμων, ο Κρέων διεκήρυξε ότι θα έδινε εις όποιον έλυνε το αίνιγμα τόσο την βασιλεία, όσο και την χήρα του Λαϊου (την Ιοκάστη) ως σύζυγο.Όταν δε ο Οιδίπους άκουσε τούτο, έλυσε το αίνιγμα που έθετε η Σφίγξ, λέγοντας ότι η απάντησις εις αυτό ήταν “ο άνθρωπος”. Διότι γίνεται τετράπους όταν είναι βρέφος και βαδίζει στα τέσσερα και δίπους όταν μεγαλώνει, ενώ όταν γερνά, αποκτά και τρίτο πόδι, την μαγκούρα.Τότε λοιπόν, η Σφίγξ έπεσε από την ακρόπολη, ενώ ο Οιδίπους παρέλαβε την βασιλεία και νυμφεύθηκε εν αγνοία του την μητέρα του (την Ιοκάστη), με την οποία γέννησε δύο υιούς, τον Πολυνείκη και τον Ετεοκλή, και δύο θυγατέρες, την Ισμήνη και την Αντιγόνη…».(Βιβλιοθήκη, Γ.5.8).
Επίσης, ο Απολλόδωρος αναφέρει ότι κατά κάποιους ήταν τέκνο του Τυφώνος και της Έχιδνας και η κάπραινα Φαιά «Τρίτη δε φόνευσε (ο Θησεύς) στον Κρομμυώνα11 την κάπραινα που ονομαζόταν Φαιά, από την γριά που την ανέθρεψε.Κάποιοι δε λέγουν ότι αυτή ήταν τέκνο του Τυφώνος και της Έχιδνας».(Βιβλιοθήκης Επιτομή, 1.1).
O παμμέγιστος Έλλην ποιητής Όμηρος (ο οποίος θεωρείται ότι έζησε τον 9ο ή τον 8ο αιώνα π.Χ, αλλά πιθανότατα είναι πολύ αρχαιότερος) αναφέρει ότι από την ήττα του ο Τυφών κείται φυλακισμένος στο υπέδαφος της περιοχής των Αρίμων:
«Στέναζε δε κάτωθεν η γαία, όπως όταν ο τερψικέραυνος Ζεύς
μαστιγώνει οργισμένος (δια των κεραυνών του) την γαία πέριξ του Τυφωέος
στους Αρίμους, εντός των οποίων λέγουν ότι είναι η κοίτη του Τυφωέως».(Ιλιάς, Β.781-783).
Επίσης, ο Όμηρος αναφέρει για την Χίμαιρα τα εξής:
«Όταν λοιπόν (ο Ιοβάτης) έλαβε το κακό σήμα του γαμπρού του (του Προίτου), πρώτα μεν διέταξε (τον Βελλερεφόντη) να φονεύση την ακαταμάχητη Χίμαιρα.
Αυτή λοιπόν ήταν θείος γόνος, και όχι ανθρώπινος,
έμπροσθεν λέων, όπισθεν δράκων και στην μέση χίμαιρα,
αποπνέουσα δεινό μένος φλογερού πυρός.
Και ο Βελλερεφόντης, υπακούοντας στους οιωνούς των αθανάτων, φόνευσε αυτή». (Ιλιάς, Ζ.178-183).
«Και αφού δαμάσθηκαν ούτως από τους δύο αδελφούς (τους υιούς του Νέστορος, Αντίλοχο και Θρασυμήδη), στο Έρεβος μετέβησαν οι αγαθοί εταίροι του Σαρπηδόνος (οι Λύκιοι Ατύμνιος και Μάρις), οι ακοντιστές υιοί του Αμισωδάρου12, ο οποίος ανέθρεψε την ακαταμάχητη Χίμαιρα, κακό για πολλούς ανθρώπους».(Ιλιάς, 326-329).
Ο Έλλην ποιητής του 5ου αιώνος π.Χ. Πίνδαρος αναφέρει ότι ο Ζεύς συνέτριψε τον Τυφώνα στους Αρίμους:
«Αλλά ο πατήρ Ζεύς, εξ ανάγκης μόνος εκ των θεών,
συνέτριψε κάποτε στους Αρίμους τον απλησίαστο και πεντηκοντακέφαλο Τυφώνα». (Απόσπασμα 93).
Επίσης, ο Πίνδαρος αναφέρει ότι από την ήττα του ο Τυφών κείται φυλακισμένος στον Τάρταρο, κάτωθεν της Αίτνας:
«Όσα όμως στην γή και τον ακαταμάχητο πόντο δεν είναι προσφιλή στον Δία ταράσσονται όταν ακούουν την δυνατή φωνή των Πιερίδων (των Μουσών),
αλλά και αυτός ο πολέμιος των θεών που κείται στον δεινό Τάρταρο,
ο εκατοντακέφαλος Τυφών.Αυτόν ανέθρεψε κάποτε ξακουστό Κιλίκιο άντρο.
Αλλά σήμερα πιέζουν το δασύτριχο στέρνο του
οι θαλασσόφρακτοι γκρεμοί της Κύμης και η Σικελία.
Και ουράνιος κίων τον συγκρατεί, η χιονοσκέπαστη Αίτνα,
η οποία οξύ χιόνι τρέφει καθ’όλο το έτος.
Και ατόφιες πηγές απλησιάστου πυρός εκχέονται εκ των μυχών της:
Την ημέρα λοιπόν ποταμοί φλογώδους καπνού εκχέουν πρός τα εμπρός
το ρεύμα τους, αλλά την νύκτα πορφυρά κυλιομένη φλόγα
φέρνει με πάταγο βράχους στα πλάτη του βαθέος πόντου.
Εκείνο δε το ερπετό (ο Τυφών) στέλνει πρός τα πάνω τους δεινοτάτους κρουνούς του Ηφαίστου, εκπληκτικό θαύμα να το παρατηρήσης,
θαύμα δε και να το ακούσης απ’ όσους το είδαν.
Τέτοιο τέρας έχει δεθεί μεταξύ των κατασκίων κορυφών της Αίτνας και της πεδιάδος, ενώ το στρώμα όπου είναι ξαπλωμένος χαράσσει και κεντρίζει άπαντα τα νώτα του». (Α΄Πυθιόνικος, 13-29).
Ο Απολλώνιος Ρόδιος αναφέρει ως τέκνο του Τυφώνος και τον δράκοντα της Κολχίδος, τον οφιοειδή δράκοντα που φύλασσε το χρυσόμαλλο δέρας, καθώς και ότι από την ήττα του ο Τυφών κείται καταποντισμένος στην Σερβωνίδα λίμνη, μία τεναγώδη λίμνη εγγύς του όρους Νύσα:
«Τόσο μέγας όφις ίσταται ως φρουρός εκατέρωθεν και πέριξ (του χρυσομάλλου δέρατος), αθάνατος και άϋπνος, τον οποίον γέννησε η ίδια η Γαία
στις υπώρειες του Καυκάσου, στον Τυφώνιο βράχο,
όπου λέγουν ότι ο Τυφών, κτυπημένος από τον κεραυνό
του Κρονίδου Διός, όταν ήγειρε εναντίον του τα στιβαρά χέρια του,
έσταξε από την κεφαλή του θερμό αίμα.Και έφθασε ούτως
στα όρη και την πεδιάδα της Νύσας, όπου κείται μέχρι και σήμερα καταποντισμένος
στα ύδατα της Σερβωνίδος λίμνης».(Αργοναυτικά, 1208-1215).
Ο Διόδωρος Σικελιώτης αναφέρει για τον λέοντα της Νεμέας και την Λερναία Υδρα τα εξής:
«Και ως πρώτο άθλο (ο Ηρακλής) ανέλαβε να φονεύση τον λέοντα της Νεμέας.Αυτός δε είχε τεράστιο μέγεθος και, επειδή ήταν άτρωτος από σίδηρο, χαλκό και λίθο, ήταν αναγκαίο να καταβληθή δια της δυνάμεως των χεριών.Σύχναζε δε κυρίως μεταξυ των Μυκηνών και της Νεμέας, πέριξ του όρους που ονομάζεται από το τότε συμβάν Τρητός.Διότι είχε εγγύς της βάσεώς του διαμπερή σήραγγα, στην οποία συνήθιζε να φωλιάζη το θηρίο.Ο Ηρακλής λοιπόν ήλθε εις εκείνον τον τόπο και επιτέθηκε στο θηρίο, και όταν αυτό κατέφυγε στην σήραγγα, έφραξε το ένα εκ των στομίων και το ακολούθησε, και στην συνέχεια συνεπλάκη μαζί του και σφίγγοντάς τον λαιμό του δια των χεριών του το έπνιξε.Έπειτα δε, φόρεσε την δορά αυτού, καλύπτοντας χάριν στο μέγεθός της ολόκληρο το σώμα του, και την είχε ως προστασία από τους μετέπειτα κινδύνους.
Ως δεύτερο δε άθλο (ο Ηρακλής) ανέλαβε να φονεύση την Λερναία Ύδρα, από το ένα σώμα της οποίας είχαν διαμορφωθεί εκατό λαιμοί που είχαν κεφαλές όφεων.Εάν δε καταστρεφόταν μία εκ τούτων, το κοπέν μέρος ανέπτυσσε δύο.Γι’αυτή την αιτία, η Λερναία Ύδρα θεωρούταν-όπως ήταν λογικό-αήττητη, αφού το καταβληθέν μέρος της απέδιδε διπλάσια βοήθεια.Επινοώντας λοιπόν ο Ηρακλής κατ’αυτής της δυσκολίας ένα τέχνασμα, προσέταξε τον Ιόλαο να καίη δια αναμμένου πυρσού τα κοπτόμενα μέρη (της Λερναίας Ύδρας), για να εμποδίζη την ροή του αίματος.Αφού λοιπόν κατέβαλε ούτως αυτό το ζώο, εμβάπτισε τις αιχμές των βελών του στην χολή του, ώστε να προκαλούν τα εκτοξευόμενα βέλη δια των αιχμών τους ανίατες πληγές». (Βιβλιοθήκη Ιστορική, Δ.11).
Ο Στράβων αναφέρει ότι κατά μία εκδοχή ο Τυφών κείται από την ήττα του φυλακισμένος κάτωθεν των Πιθηκουσσών, μίας σεισμογενούς και ηφαιστειώδους νήσου στα ανοικτά της Ιταλικής Κύμης: «Εκ τούτου (από τα τεκτονικά φαινόμενα των Πιθηκουσσών) προέρχεται ο μύθος που λέγουν, ότι δηλαδή ο Τυφών κείται κάτωθεν αυτής της νήσου (των Πιθηκουσσών) και, όταν στρέφεται, αναδίδονται οι φλόγες και τα ύδατα, ενίοτε δε ακόμη και νησίδες που έχουν βράζον ύδωρ. Πιθανότερο όμως είναι αυτό που είπε ο Πίνδαρος βασιζόμενος στα φαινόμενα, ότι δηλαδή όλος αυτός ο πόρος, ο οποίος αρχίζει από την Κυμαία και εκτείνεται μέχρι την Σικελία, είναι διάπυρος και έχει στο βάθος του κάποιες κοιλότητες που ενώνονται μεταξύ τους και με την ηπειρωτική χώρα.Δια τούτο η Αίτνα έχει εμφανώς αυτή την φύση που εξιστορούν άπαντες, το ίδιο δε και οι νήσοι των Λιπαραίων, οι περιοχές της Δικαιάρχειας, της Νεαπόλεως και των Βαιών και οι Πιθηκούσσες.Ταύτα λοιπόν σκεπτόμενος (ο Πίνδαρος) λέγει ότι ο Τυφών κείται κάτωθεν όλου αυτού του τόπου:
“Αλλά σήμερα πιέζουν το δασύτριχο στέρνο του
οι θαλασσόφρακτοι γκρεμοί της Κύμης και η Σικελία”».(Γεωγραφικά, Ε.4.9)
Επίσης, ο Στράβων αναφέρει διάφορες εκδοχές περί της τοποθεσίας των Αρίμων και της ήττας του Τυφώνος:
«Και μάλιστα, τοποθετούν εκεί (στα ηφαιστειώδη εδάφη εγγύς της πόλεως Φιλαδέλφειας της Λυδίας13) τα πάθη του Τυφώνος και τους Αρίμους και λέγουν ότι αυτή είναι η Κατακεκαυμένη…».(Γεωγραφικά, ΙΒ.7.19).
«Προσθέτουν δε ότι αυτός ο τόπος (η περιοχή της πόλεως Ύδης της Λυδίας) είναι δασώδης και κεραυνόπληκτος και ότι εκεί είναι οι Άριμοι.Διότι στο “στους Αρίμους, εντός των οποίων λέγουν ότι είναι η κοίτη του Τυφωέως” προσθέτουν το “εις δασώδη τόπο, στον εύφορο δήμο της Ύδης”.Αλλοι δε τοποθετούν τούτον τον μύθο στην Κιλικία, άλλοι στην Συρία και άλλοι στις Πιθηκούσσες, λέγοντας ότι οι πίθηκοι ονομάζονται από τους Τυρρηνούς άριμοι.Άλλοι δε ονομάζουν Ύδη τις Σάρδεις14 και άλλοι την ακρόπολη τους.Ο Σκήψιος δε θεωρεί πειστικοτάτους αυτούς που τοποθετούν τους Αρίμους στην Κατακεκαυμένη της Μυσίας15.Ο Πίνδαρος δε συνδέει με την Κιλικία τις Πιθηκούσσες, οι οποίες ευρίσκονται εμπροσθεν της Κυμαίας, και την Σικελία.Διότι λέγει ότι ο Τυφών κείται κάτωθεν της Αίτνας:
“Αυτόν ανέθρεψε κάποτε ξακουστό Κιλίκιο άντρο.
Αλλά σήμερα πιέζουν το δασύτριχο στέρνο του
οι θαλασσόφρακτοι γκρεμοί της Κύμης και η Σικελία”.
Και πάλι: “Πέριξ εκείνου κείται η Αίτνα, πανίσχυρα δεσμά”.
Και πάλι: “Αλλά ο πατήρ Ζεύς, εξ ανάγκης μόνος εκ των θεών, συνέτριψε κάποτε στους Αρίμους τον απλησίαστο και πεντηκοντακέφαλο Τυφώνα”
Άλλοι δε δέχονται ως Αρίμους τους Σύρους, τους οποίους σήμερα ονομάζουν Αραμαίους, και ότι οι Κίλικες της Τροίας μετανάστευσαν και εγκατεστάθησαν στην Συρία, όπου απέσπασαν από τους Σύρους την σήμερα ονομαζομένη Κιλικία.Ο Καλλισθενης δε λέγει ότι οι Άριμοι είναι εγγύς του Καλυκάδνου και του ακρωτηρίου Σαρπηδόνος, πλησίον του ιδίου του Κωρυκίου άντρου, και ότι απ’αυτούς τα εγγύς όρη ονομάζονται Άριμα».(Γεωγραφικά, ΙΓ.4.6).
«Μετά δε (την Φιλαδέλφεια της Λυδίας) είναι η χώρα που ονομάζεται Κατακεκαυμένη, η οποία έχει μήκος 500 στάδια (92,5 χιλιομετρα) και πλάτος 400 (74 χιλιόμετρα), είτε Μυσία πρέπει να αποκαλείται, είτε Μαιονία (διότι λέγονται και τα δύο).Είναι άπασα άδενδρη, πλήν των αμπελιών που παράγουν τον Κατακεκαυμενίτη οίνο, ο οποίος δεν υπολείπεται εις ποιότητα ουδενός των αξιολόγων οίνων.Η επιφάνεια δε των πεδιάδων της είναι τεφρώδης, ενώ η ορεινή και πετρώδης χώρα είναι μαύρη, σαν να έχη καεί.Εικάζουν λοιπόν κάποιοι ότι τούτο συνέβη από πτώσεις κεραυνών και θύελλες και δεν διστάζουν να τοποθετούν εκεί τα περί τον Τυφώνα.Ο Ξάνθος δε αναφέρει και κάποιον Άριμο, βασιλέα τούτων των τόπων…». (Γεωγραφικά, ΙΓ.4.11).
«Αυτός (ο ποταμός Ορόντης16) έλαβε το όνομά του από τον Ορόντη, ο οποίος τον γεφύρωσε, ενώ παλαιότερα ονομαζόταν Τυφών.Τοποθετούν δε κάπου εκεί τα περί της κατακεραυνώσεως του Τυφώνος και τους Αρίμους, περί των οποίων είπαμε και πρίν. Λέγουν δε ότι, ενώ ο Τυφών πλήττοταν από τους κεραυνούς (ήταν δε δράκων), τράπηκε εις φυγή ζητώντας να καταδυθή.Διάνοιξε λοιπόν δια της έρψεώς του την γή και δημιύργησε την κοίτη του ποταμού, και καταδυθείς στην γή άνοιξε την πηγή αυτού.Εκ τούτου δε προήλθε το (αρχικό) όνομα του ποταμού…». (Γεωγραφικά, ΙΣΤ.2.7).
«Αναφέρει δε ο ποιητής (ο Όμηρος) και τους Αρίμους, για τους οποίους ο Ποσειδώνιος λέγει ότι δέχεται ότι κατοικούν όχι εις κάποιον τόπο της Συρίας ή της Κιλικίας ή κάποιας άλλης χώρας, αλλά στην ίδια την Συρία.Διότι οι κάτοικοι αυτής ονομάζονται Αραμαίοι, και πιθανώς οι Έλληνες τους ονόμαζαν Αριμαίους ή Αρίμους…».( Γεωγραφικά, ΙΣΤ.4.27).
Ο Πτολεμαίος Χέννος αναφέρει ότι «ο Αριστόνικος ο Ταραντίνος λέγει ότι η μεσαία κεφαλή της Ύδρας ήταν χρυσή».(Φώτιος, Επιτομή της Καινής Ιστορίας του Πτολεμαίου Xέννου, 13).
Ο Έλλην μυθογράφος του 2ου αιώνος μ.Χ. Αντωνίνος Λιβεράλης περιγράφει την Τυφωνομαχία ως εξής: «Ο Τυφών ήταν υιός της Γής, δαίμων εκπληκτικής ισχύος και αλλόκοτος στην όψη.Διότι αναδύονταν απ’αυτόν πλείστες κεφαλές, χέρια και πτέρυγες, καθώς και μέγιστες σπείρες δρακόντων εκ των μηρών του, εξέπεμπε παντοειδείς φωνές και ουδέν άντεχε την ισχύ του.Αυτός επεθύμησε να αρπάξη την εξουσία του Διός, και όταν επιτέθηκε, δεν άντεξε κανείς εκ των θεών, αλλά τρομοκρατήθηκαν όλοι και τράπηκαν εις φυγή πρός την Αίγυπτο, και απέμειναν μόνο η Αθηνά και ο Ζεύς.Ο Τυφών δε κατεδίωκε κατά πόδας τους φυγάδες, οι οποίοι, όταν διεφυγαν, μεταμορφώθηκαν από πρόνοια εις ζώα: Ο Απόλλων λοιπόν έγινε γεράκι, ο Ερμης ίβις, ο Άρης λεπιδωτός ιχθύς και η Άρτεμις αίλουρος, ενώ ο Διόνυσος μεταμορφώθηκε εις τράγο, ο Ηρακλής εις ελάφάκι, ο Ήφαιστος εις βόδι και η Λητώ εις μυγαλή.Και έκαστος των υπολοίπων θεών μεταμορφώθηκε όπως έτυχε.Έπειτα δε, ο Ζεύς έπληξε τον Τυφώνα δια κεραυνού, αλλά εκείνος κρύφθηκε καιόμενος στην θάλασσα και έσβησε την φλόγα.Ο Ζεύς όμως δεν υπεχώρησε, αλλά έριξε επάνω στον Τυφώνα το μέγιστο όρος, την Αίτνα, και έστησε στις κορυφές της ως φύλακα αυτού τον Ήφαιστο.Εκείνος δε, αφού έστησε τα αμόνια του, κατεργάζεται (έκτοτε) διάπυρο σίδηρο επί του τραχήλου του Τυφώνος…». (Μεταμορφώσεων Συναγωγή, 28).
Ο Κλαύδιος Αιλιανός αναφέρει ότι κατά μία εκδοχή ο λέων της Νεμέας έπεσε από την Σελήνη: «Λέγουν μάλιστα και ότι ο λέων της Νεμέας έπεσε από την σελήνη.Εν πάση περιπτώσει, και τα έπη του Επιμενίδη17 αναφέρουν:
“Διοτι γόνος είμαι και εγώ (ο υιός του Ορφέως, Μουσαίος) της καλλικόμου Σελήνης,
η οποία φρικτά τρέμοντας απέσεισε τον θηριώδη λέοντα στην Νεμέα,
φέρνοντάς τον για την σεβάσμια Ήρα”».(Περί ζώων ιδιότητος, ΙΒ.7).
Ο Κόϊντος Σμυρναίος αναφέρει ως τέκνα του Τυφώνος και τους δράκοντες της Τροίας, τους δύο οφιοειδείς δράκοντες που φόνευσαν τον Τρώα ιερέα Λαοκόοντα και τους δύο υιούς του λίγο πρό της αλώσεως της Τροίας:
«Διότι ένα άντρο υπήρχε κάπου κοντά, κάτωθεν τραχέος βράχου,
σκοτεινό και άβατο στους θνητούς, στο οποίο τρομερά θηρία
κατοικούσαν, από το ολέθριο γένος του Τυφώνος,
στις πτυχές της νήσου που Καλύδνη ονομάζουν οι λαοί,
η οποία αντικρύζει την Τροία από την θάλασσα.
Από εκεί ήγειρε (η Αθηνα) την δύναμη αυτών των δρακόντων και την κάλεσε
στην Τροία.Και κινηθέντες αυτοί αιφνιδίως από την θεά
έσεισαν όλη την νήσο.Βόησε δε ο πόντος
καθώς έρχονταν, και διαχωρίσθηκαν τα κύματα.
Φρικτά γλείφοντας έσπευσαν λοιπόν, και έφριξαν τα κήτη του πόντου».(Τα μεθ’Όμηρον, ΙΒ.449-458).
O Nόννος-ο οποίος μας δίνει την εκτενέστερη παραλλαγή της Τυφωνομαχίας-αποκαλεί τον Τυφώνα Κίλικα (Διονυσιακά, Α.155-ΚΔ.108) και τον περιγράφει ως εξής:
«Και εκτείνοντας (ο Τυφών) τις σειρές των βαρυβόων λαιμών του
αλάλαζε με παντοειδείς φωνές ομοφωναζόντων θηρίων:
Οι συμφυείς (=φυόμενοι εκ του σώματός του) δράκοντές του κυμάτιζαν
επί προσώπων λεοπαρδάλεων, έγλειφαν βλοσυρές χαίτες λεόντων,
περιέζωναν σπειροειδώς δια των ελικοειδών ουρών τους
κέρατα βοδιών και ανεμίγνυαν το εξακοντιζόμενο δηλητήριο
των μακρογλώσσων σαγονιών τους με αφρό κάπρων».(Διονυσιακά, Α.156-162).
«Και αφήνοντας (ο Τυφών) δια των οφιωδών ταρσών του τα αγκυλωτά ίχνη
των ποδιών του έφτυνε από τα σαγόνια του εξακοντιζόμενο δηλητήριο.
Και καθώς ο υψικέφαλος Γίγας έριχνε από τα εδιχνώδη μαλλιά του
καταιγισμό πιδάκων (δηλητηρίου), κυμάτιζαν οι χείμαρροι».(Διονυσιακά, Β.30-34).
«Και καθώς (ο Τυφών) ήγειρε την πολυειδή μορφή της διαπλάσεώς του,
ουρλιαχτό λύκων ήχησε, καθώς και βρυχηθμός λεόντων,
λαχάνιασμα κάπρων, μυκηθμός βοδιών, σύριγμα δρακόντων,
θαρραλέο χάξιμο λεοπαρδάλεων, σαγόνια εγειρομένων άρκτων
και λύσσα κυνών.Και δια της μεσοτάτης ανθρωποειδούς μορφής του
απειλητικά λόγια κραύγασε ο Γίγας κατά του Ζηνός (του Διός)…». (Διονυσιακά, Β.252-257).
«Υποτάξου στους επουρανίους γητραφή (ο Ζεύς λοιδωρεί τον συντριβέντα Τυφώνα),
αφού δια ενός χεριού νίκησα τις σειρές των διακοσίων χεριών σου!
Αλλά ας δεχθή η τρικέφαλος Σικελία, περισφίγγοντάς τον
δια των βαθυκρήμνων υψωμάτων της, όλον τον Τυφώνα
με τις εκατό οικτρά σκονιζόμενες μακρύκομες κεφαλές του».(Διονυσιακά, Β.620-624).
Κατά τον Νόννο, ο Τυφών άρχισε την επίθεσή του στους Ολυμπίους θεούς κλέβοντας τα αστραφτερά όπλα του Διός-τον κεραυνό, την αστραπή και την βροντή-τα οποία εκείνος είχε κρύψει στο υπέδαφος της Ασιατικής Μυγδονίας18, όταν ετοιμαζόταν να συνευρεθή με την Ωκεανίδα Πλουτώ-με την οποία γέννησε τον Τάνταλο.(Διονυσιακά, Α.140-156).Στην συνέχεια δε, ο Τυφών επιτέθηκε με μανία στον ουρανό:
«Αφού δε (ο Τυφών) έθεσε τα όπλα του Κρονίδη (του Διός) κάτωθεν κοίλου σαν φωλιά βράχου (στο Κωρύκιο άντρο), έτεινε στον αιθέρα την συγκομιδή των πανυψήλων χεριών του:
Με την επιδέξια φάλαγγα των χεριών του πέριξ των προπόδων του Ολύμπου,
δια ενός χεριού του έσφιγγε την Κυνοσουρίδα (τον αστερισμό της Μικρής Άρκτου),
δια άλλου λοξοδρόμησε πιέζοντας την κεκλιμένη στον άξονα (του ουρανού)
χαίτη της Παρρασίας Άρκτου (του αστερισμού της Μεγάλης Άρκτου), δια άλλου έπιασε και ανέκοψε τον Βοώτη (τον αστερισμό του Βοώτη) και δια άλλου είλκε τον Φώσφορο (τον πλανήτη Αφροδίτη ως Αυγερινό), και μάταια ήχησε υπό του κυκλοτερούς σημείου καμπής του το μαστίγιο του πρωϊνού αιθέρος.
Έσυρε την Ηριγένεια (την θεά της αυγής, Ηώ), και καθώς αναχαιτιζόταν ο Ταύρος (ο αστερισμός του Ταύρου), εκτός χρόνου και ημιτελής αναπαυόταν η ιππότισσα Ώρα.
Και από τους σκιερούς βοστρύχους των εχιδνοκόμων κεφαλών του
με σκότος ήταν αναμεμιγμένο το φώς, ενώ συνανατέλλοντας
με τον Ήλιο την ημέρα έλαμπε η Σελήνη.
Αλλά ο Γίγας (ο Τυφών) δεν σταματούσε: Με παλινδρομική πορεία
από τον Βορρά στον Νότο άφηνε τον έναν πόλο και ίστατο στον άλλον.
Και έχοντας αδράξει δια μακράς παλάμης του τον Υδροχόο (τον αστερισμό του Υδροχόου), μαστίγωνε τα νώτα του χαλαζώδους Αιγοκέρου (του αστερισμού του Αιγκέρου).Και έλκοντας από τον αιθέρα στον πόντο τους διδύμους Ιχθύες
(τον αστερισμό των Ιχθύων) κατακτυπούσε τον Κριό (τον αστερισμό του Κριού),
το μεσόμφαλο (=ευρισκόμενο στο μέσον σαν ομφαλός) άστρο του Ολύμπου,
άνωθεν του γειτονικού του εαρινού πυραυγούς κύκλου (της εαρινής ισημερίας),
ο οποίος ισοσταθμίζει την ημέρα με το σκότος.
Και έπειτα, ο Τυφωεύς ανήλθε δια των ερπόντων ποδιών του
πλησίον των συννέφων.Και απλώνοντας το πολυδιάσπαρτο πλήθος των χεριών του
κατεκάλυψε την αργυρόλευκη λάμψη του ανεφέλου αιθέρος,
διεγείροντας τον σκολιό στρατό των όφεών του:
Ένας εξ αυτών διέτρεχε όρθιος την περιφέρεια του πολικού κύκλου
και σκίρτησε επί της αγκαθωτής ράχης του ουρανίου Δράκοντος (του αστερισμού του Δράκοντος), πολεμοχαρώς συρίζοντας.Άλλος, διαγράφοντας εγγύς της κόρης του Κηφέως (του αστερισμού της Ανδρομέδας) κύκλο ισόζυγο με
τις αστρικές παλάμες της, με δεύτερα δεσμά περιέσφιξε λοξά υπό των σπειρών του
την ήδη δέσμια Ανδρομέδα.Άλλος, δράκων, κερασφόρος,
περικύκλωνε τα ομόμορφα με τα δικά του αιχμηρά κέρατα του Ταύρου,
κεντρίζοντας ελικοειδώς υπεράνω του βοείου μετώπου του,
με ανοικτά τα σαγόνια του, τις αντιπάλους του Υάδες,
ομοίωμα της κερασφόρου Σελήνης, Και ιοβόλες λωρίδες
περιπλεγμένων δρακόντων περιέζωσαν τον Βοώτη.Και άλλος όφις όρμησε με θάρρος, όταν είδε τον άλλον Όφιν του Ολύμπου, σκιρτώντας πέριξ του εχιδνώδους πήχεως του Οφιούχου (του αστερισμού του Οφιούχου, και αφού περιέπλεξε κυρτώνοντας τον αυχένα του δεύτερο στεφάνι στο στεφάνι της Αριάδνης (στον αστερισμό του Στεφάνου), ελισσόταν δια της έρπουσας κοιλιάς του.....ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου