Δευτέρα 12 Μαΐου 2014

ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ[Μέρος Β΄]

Μερικοί από τούς πιο ένθερμούς υποστηρικτές του ΟΗΕ έθεταν συχνά όρούς σε αυτή την υποστήριξη. Επειδή θεωρούσαν ότι ο ΟΗΕ αποτελούσε μέσο για την επίτεύξη ενός ανώτερού ηθικού στόχου, υπήρχε πάντα η δυνατότητα να στραφούν αλλού για να διαφυλάξουν το πνεύμα του διεθνισμού εάν ο διεθνής οργανισμός θα αποτύγχανε... Όταν η νέα γενιά των Αμερικανών υποστηρικτών του διεθνούς ρόλου των ΗΠΑ απογοήτευτηκε από τον ΟΗΕ, υιοθέτησε αυτήν τη συλλογιστική και άρχισε να σκέφτεται για μια «συμμαχία των δημοκρατιών» ως συσπείρωση είτε εντός είτε εκτός τον ΟΗΕ, αν αυτό ήταν αναγκαίο. Ήδη το 1980 μέλη του Συνασπισμού για τη Δημοκρατική Πλειοψηφία, φυτώριο των μελλοντικών νεοσυντηρητικών, πίεζε τον Κάρτερ προς αυτή την κατεύθυνση. Είκοσι χρόνια αργότερα η Μαντλήν Ώλμπραίτ εγκαινίασε στη Βαρσοβία την Κοινότητα των Δημοκρατιών, η οποία τέσσερα χρόνια αργότερα συγκροτήθηκε ως ομάδα εντός τον ΟΗΕ. (Υπάρχει ακόμα, και κατά τη συγγραφή αυτού του βιβλίού την προεδρία της είχε η Μογγολία.) Όμως μολονότι ο Κόφι Ανάν εγκωμίασε τη συγκρότηση της Κοινότητας των Δημοκρατιών και δήλωσε πως προσβλέπει στην ημέρα πού «τα Ηνωμένα Έθνη θα μπορούν πραγματικά να αποκαλούνται κοινότητα δημοκρατιών», στην πραγματικότητα η εξέλιξη ήταν δίκοπο μαχαίρι, επειδή εμπεριείχε την απειλή δημιουργίας ενός εναλλακτικού συνασπισμού εκτός του ΟΗΕ. Τα επόμενα χρόνια Αμερικανοί σχολιαστές, τόσο νεοσυντηρητικοί όσο και φιλελεύθεροι διεθνιστές, πρότειναν σχέδια για μια Συμφωνία των Δημοκρατιών που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως πόλος της αμερικανικής δύναμης και επιρροής' τέτοια σχέδια περιλαμβάνονταν στην πολιτική πλατφόρμα των δύο κύριων υποψηφίων στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2008.
Για να αποκρούσούν αυτές τις εκκλήσεις, κυρίως από τούς Αμερικανούς, οι οποίες ήταν δυνητικά πολύ επιβλαβείς για το κύρος του ΟΗΕ, δυτικές δυνάμεις μεσαίας δύναμης όπως ο Καναδάς και η Αυστραλία διερεύνησαν αν υπήρχε τρόπος να καθιερωθεί εντός του ΟΗΕ μια νέα αντίληψη για την κυριαρχία. Σύμφωνα με την αρχική αντίληψη του 20ου αιώνα η κυριαρχία ήταν δικαίωμα πού αναγνωρίζεται ντε γιούρε. Εναλλακτικά σημασία δεν είχε τόσο η νομική αναγνώριση όσο η απόδειξη της ικανότητας της κυβέρνησης να φροντίζει τους πολίτες της. Το 1996 στο βιβλίο του Η κυριαρχία ως ευθύνη ο Σουδανός διπλίωμάτης Φράνσις Ντενγκ και οι συνεργάτες του υποστήριξαν πως δεν μπορούσε πια να θεωρείται ότι στην Αφρική η κυριαρχία προστάτευε απόλυτα από τις εξωτερικές επεμβάσεις, αλλά συνιστούσε μάλλον ευθύνη που θα μπορουσε να αφαιρείται σε περιπτώσεις τεράστιας παραμέλησης των πολιτών ή αδιαμφησβήτητης εγκληματικότητας. Ο έλεγχος μιας επικράτειας, το παραδοσιακό κριτήριο της κυριαρχίας, είχε μικρότερη σημασία απο την εξασφαλιση των «ζωτικών λειτουργιων» για τους κατοίκους της. Έτσι όσα κράτη δεν φρόντιζαν τον λαό τούς μπορεί να έχαναν τη νομιμοποιησή τους. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο ΟΗΕ θα είχε το δικαίωμα και ίσως το καθήκον να παρέμβει.
Όταν η καναδική κυβέρνηση δημιούργησε μια επιτροπή υψηλού επιπέδού με στόχο να καθορίσει μια κανονιστική βάση για τη μελλοντική δράση του ΟΗΕ έτσι ώστε να αποφεύγονται τα νομικά προβλήματα που είχε θέσει η επέμβαση στο Κοσυφοπέδιο, τότε υιοθετήθηκε η πρόταση τον Ντενγκ. Ήδη στην ομιλία του το 1999 ο Μπλαιρ είχε υπονοήσει την ιδέα για την Ευθύνη Προστασίας (R2P στο ιδίωμα των επίσημων κύκλων). Το 2001 στην καναδική έκθεση προτεινόταν μια μέθοδος για τη νομιμοποίηση των μελλοντικών επεμβάσεων και μάλιστα η εγκατάλειψη οποιασδήποτε χρήσης της λέξης «επέμβαση». Όμως τα κριτήρια που έθετε ήταν ασαφή και η ιδέα έμοιαζε λιγότερο ελκυστική αφότού η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ είχε εγκωμιαστεί ως πρακτικό παράδειγμα της Ευθύνης Προστασίας... Η Ευθύνη Προστασίας, αξιώνοντας το δικαίωμα του ΟΗΕ να αποφασίζει την άσκηση τέτοιας βίας στο όνομα μιας υψηλότερης ηθικής, συνηγορούσε υπέρ της διεθνούς ευθύνης για την προστασία των πληθυσμών που υφίστανται σοβαρές παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Ώστόσο, παρότι η Ευθύνη Προστασίας επανεπιβεβαίωνε τον κεντρικό ρόλο του ΟΗΕ, τα επακόλούθα των πρώτων επεμβάσεων στα Βαλκάνια έδειξαν πόσο απρόβλεπτες μπορούσαν να είναι οι συνέπειές τούς. Η ανατροπή δικτατόρων και η ήττα τυραννικών πολιτοφυλακών δεν συνεπάγονταν αυτομάτως τη μετάβαση σε μια δημοκρατική ειρήνη. Μερικές φορές βοηθούσαν άλλούς δικτάτορες να ανέβούν στην εξουσία ή ανοιγαν τον δρόμο για την ανάπτυξη καρτέλ ναρκωτικών.
Όπως συνέβη σε όλη την ιστορία των μεταπολεμικών στρατηγικών διεθνούς κοινωνικής αναμόρφωσης, πρώτα με την ανάπτυξη, κατόπιν με τον νεοφιλελευθερισμό και τώρα με τις ανθρωπιστικές επεμβάσεις, η πραγματικότητα ήταν πιο μπελαλίδικη από τη θεωρία και η «μετάβαση» -αγαπημένος όρος των πολιτικών επιστημόνων στα τέλη του 2Οου αιώνα— αποδείχθηκε μια διαδικασία πού μπορούσε να παρατείνεται επ' άπειρον χωρίς σαφή έκβαση. Έπειτα από μία δεκαετία οι διεθνείς διοικητές δεν είχαν καταφέρει στη Βοσνία να ενώσουν μια χώρα κατακερματισμένη από τον πόλεμο. Στο Κοσυφοπέδιο η πρώτη επιτυχία των υποστηρικτών της επέμβασης, η αποχώρηση του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, άφησε πίσω της χάος και εγκληματικότητα. Όταν ο νεοεκλεγμένος πρόεδρος Τζωρτζ Μπους επισκέφτηκε την τεράστια αμερικανική στρατιωτική βάση Μπόντστιλ στο Κοσυφοπέδιο, το Time έγραφε με φανερή έκπληξη: «Φαίνεται πως η ύπαρξη δημοκρατικών θεσμών δεν σημαίνει αναγκαστικά την κυριαρχία μιας δημοκρατικής και πολυεθνοτικής πολιτικής κουλτούρας. Και αυτό θα σήμαινε ότι το σχέδιο για την οικοδόμηση εθνών μπορεί να είναι τόσο μακροπρόθεσμο ώστε να καθιστά την παρουσία ειρηνευτικών στρατιωτικών δυνάμεων στα Βαλκάνια σχετικά μόνιμη υπόθεση». Και όλα αυτά γράφονταν πριν από την εισβολή και την κατοχή του Αφγανιστάν και τον Ιράκ.
Σε μια εποχή κατά την οποία η προώθηση της δημοκρατίας κέρδιζε νέους υποστηρικτές και ζητούνταν από τον ΟΗΕ να βοηθήσει να οικοδομηθούν κοινοβουλευτικές δημοκρατίες σε περιοχές του κόσμού όπού δεν είχαν υπάρξει ποτέ προηγουμένως, αυτές οι περιπτώσεις είχαν ανησυχητικές συνέπειες για εκείνούς πού τούς απασχολούσαν τα «αποτυχημένα κράτη»... Μέρος του προβλήματος ήταν το γεγονός ότι εξαιτίας της εμμονής της Δύσης με τις επεμβάσεις η συζήτηση περί κυριαρχίας, πού ήταν πίσω από την Ευθύνη Προστασίας, είχε προχωρήσει πολύ πέρα από τις αρχικές καταβολες της. Το αρχικό μέλημα του Φράνσις Ντένγκ δεν ήταν η στρατιωτική δράση, αλλά απλώς ο τρόπος να αποτραπεί εκείνο το είδος κατάρρευσης του κράτους που είχε οδηγήσει μερικά κεντροαφρικανικά κράτη σε υψηλά επίπεδα εσωτερικού εκτοπισμού. Ωστόσο μετά το Κοσυφοπέδιο [Σημ. Δ`~. του οποίου τη σημαντικότητα για τα διεθνή πράγματα δεν έχουν κατανοήσει οι κάτοικοι της Ελλάδας, μιας και ασχολούνται με την «Ευρώπη» και όχι με τα... «Βαλκάνια»] μεγάλο μέρος της συζήτησης περιστράφηκε γύρω από τον καθορισμό των λόγων που νομιμοποιούσαν τη διεθνή στρατιωτική δράση - και ο αμερικανικός παρεμβατισμός στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας θα επέτεινε αυτή την τάση... Για τους υποστηρικτές των ανθρωπιστικών επεμβάσεων, η Ευθύνη Προστασίας ήταν το ιδανικό ρητορικό σχήμα, επειδή μιλούσε τη γλώσσα μάλλον του οικουμενικού ανθρωπισμού και της διεθνούς κοινότητας παρά της βίας και του πολέμου. Αυτό την καθιστούσε ανεκτίμητη για τους Αμερικανούς φιλελεύθερους που επιδίωκαν να επαναφέρουν στην πολυμερή διαχείριση των παγκοσμίων υποθέσεων την κυβέρνηση Μπούς, η οποία ταλανιζόταν από την πρόκληση να διοικήσει το Ιράκ μετά την εισβολή.
ΙV
Δύο πρόσωπα, που απέκτησαν δημοσιότητα μετά την 11η Σεπτεμβρίου και στη συνέχεια βρέθηκαν στον Λευκό Οίκο επί Ομπάμα, εξέφραζαν τον εργαλειακό χαρακτήρα αυτού του τρόπου σκέψης. Η δημοσιογράφος Σαμάνθα Πάουερ είχε κερδίσει το βραβείο Πούλιτζερ για το έργο της, στο οποίο καταδίκαζε την ιστορική αποτυχία των Ηνωμένων Πολιτειών να εμποδίζουν γενοκτονίες. Ασκούσε κριτική στην εισβολή στο Ιράκ επιχειρηματολογώντας ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν αποτύχει να εξασφαλίσουν την υποστήριξη του ΟΗΕ και ήλπιζε πως η ισχυρή ηγεσία του γραφείου του γενικού γραμματέα του θα επέτρεπε τελικά στον οργανισμό να παίξει τον δραστήριο ρόλο πού η ίδια θεωρούσε ότι θα εμπόδιζε γενοκτονίες και θα προλάμβανε σοβαρές παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Όμως όταν η υπόθεση ήταν δίκαιη, η Πάουερ πίστευε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έπρεπε να ηγούνται, ακόμη και αν ο ΟΗΕ δεν ακολουθούσε. Φοβούμενη το «κενό ηγεσίας για τα ανθρώπινα δικαιώματα» μετά το φιάσκο στο Ιράκ, η Πάουερ υποστήριζε έναν «συνασπισμό των ενδιαφερομένων» για να κρατήσει αναμμένη τη φλόγα αν ο ΟΗΕ τούς απογοήτευε.
Η Αν-Μαρί Σλώτερ, πολιτική επιστήμονας στο Πρίνστον, προχώρησε αυτή την εργαλειακή αντίληψη ένα στάδιο παραπέρα. Σε αντίθεση με την Πάουερ, το κύριο μέλημα της Σλώτερ δεν ήταν αυτή καθαυτή η παρεμπόδιση των γενοκτονιών, αλλά η αποτελεσματικότερη ανάπτύξη της αμερικανικής δύναμης. Κατά την άποψή της, κινήσεις όπως ο επίμαχος διορισμός από τον Μπους του Τζον Μπόλτον στη θέση του πρεσβευτή τον ΟΗΕ έδειχναν τι δεν έπρεπε να κάνούν οι Ηνωμένες Πολιτείες σε έναν δικτυωμένο κόσμο. Όμως η Ευθύνη Προστασίας πρόσφερε έναν δρόμο πού θα επέτρεπε στις Ηνωμένες Πολιτείες να τοποθετηθούν εκ νέου σε υψηλή ηθική θέση διεθνώς. Μάλιστα η Σλώτερ πρότεινε να δοκιμάσούν ένα νέο «συλλογικό "καθήκον παρεμπόδισης" όσων εθνών κυβερνιούνται από δικτάτορες να αποκτήσούν ή να χρησιμοποιήσούν όπλα μαζικής καταστροφής». Αυτή η πρόταση έδειχνε ότι στα σωστά χέρια μπορούσε να δοθεί στη γλώσσα της ηθικής υποχρέωσης τέτοια διασταλτική ερμηνεία πού να βολεύει ουσιαστικά οποιαδήποτε ανάγκη της εθνικής ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών.
Προεδρία Μπους
Επί προεδρίας Μπους η Σλώτερ συνδιηύθυνε στο Πρίνστον ένα υψηλού επιπέδού δικομματικό Πρόγραμμα για την Εθνική Ασφάλεια, το οποίο στόχεύε να επεξεργαστεί έναν νέο μακροπρόθεσμο σχεδιασμό για τις εξωτερικές υποθέσεις. Το εντυπωσιακό με τα συμπεράσματα αυτού του Προγράμματος το 2006 ήταν ο τρόπος με τον οποίο συνένωναν τα ενδιαφέροντα εθνικής ασφαλειας της εποχής του Μπους με τη γλώσσα της ηθικής ευθύνης. Το Πρόγραμμα του Πρίνστον, στο οποίο συμμετείχαν πολλά σπουδαία πρόσωπα, έδειξε ότι έξι δεκαετίες μετά την ανάληψη διεθνούς ρόλού από τις Ηνωμένες Πολιτείες οι ευσεβείς πόθοι κυριαρχούσαν στον τρόπο σκέψης της αμερικανικής ελίτ για θέματα εξωτερικής πολιτικής. Οι συντάκτες του επικαλούνταν το φάντασμα του Τζώρτζ Κέναν, ο οποίος είχε πεθάνει σε ηλικία 101 ετών μια χρονια πριν απο τη δημοσιοποίηση του Προγράμματος... Εντούτοις, οι απόψεις τούς δεν είχαν καμιά σχέση με του Κέναν. Ο Κέναν δεν είχε υποστηρίξει ποτέ ότι οι αμερικανικές αξίες ήταν παγκόσμιες' η προσέγγισή του βασιζόταν απλώς στο εθνικό συμφέρον και ο ίδιος θεωρούσε προφανές ότι τα διάφορα κράτη θα όριζαν τα συμφέροντά τους με διαφορετικούς τρόπούς. Αντίθετα η έκθεση του Πρίνστον θεωρούσε ότι «ένας κόσμος της ελευθερίας με βάση το δίκαιο» (χωρίς να διευκρινίζει πουθενά τι είδούς ελευθερία και ποια αντίληψη δικαίού εννοούσε) ήταν οικουμενική απαίτηση. «Τι επιδιώκούν οι Ηνωμένες Πολιτείες για όλούς τούς Αμερικανούς και όλούς τούς ανθρώπούς;» ήταν η αποκαλυπτική διατύπωση της έκθεσης. Ο Κέναν ασκούσε σταθερά κριτική στούς υπερβολικά εύρείς ορισμούς του εθνικού συμφέροντος [Περί εθνικής ή διεθνούς προπαγάνδας - εθνικού συμφέροντος και οικουμενικού καλού] και, επειδή δεν πίστεύε ότι η αμερικανική ασφάλεια κινδύνεύε σε περιοχές όπως η Ασία και η Αφρική, διαφωνούσε έντονα με τον πολλαπλασιασμό των δεσμεύσεων τις οποίες είχε αναλάβει η Ουάσινγκτον σε όλο τον κόσμο μετά το 1949. Αντίθετα η έκθεση τον Πρίνστον εξέφραζε απόλύτα τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή και το περιβάλλον της βλέποντας παντού ζωτικά αμερικανικά συμφέροντα και θεωρώντας ότι έπρεπε να δοθούν επειγόντως μάχες σε πολλαπλά μέτωπα, από την υπεθέρμανση του πλανήτη και την τρομοκρατία μέχρι την προώθηση της δημοκρατίας και την επέκταση των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Όμως ταυτοχρόνως περιέγραφε ως «διαλυμένο» το μεταπολεμικό σύστημα των διεθνών οργανισμών. Η έκθεση πρότεινε από τη μια να εξαναγκαστούν τα κράτη-μέλη του ΟΗΕ να αποδεχθούν την Ευθύνη Προστασίας και από την άλλη να αναπτυχθεί μια παγκόσμια «Συμφωνία Δημοκρατιών» εφόσον αποδεικνυόταν ότι ο ΟΗΕ δεν μπορούσε να μεταρρυθμιστεί. Μιλούσε για ηγεσία στη βάση της ελπίδας και όχι του φόβου, αλλά κατόπιν επέμενε ότι χρειαζόταν η χρήση βίας για να στηρίζει τόσο την ελευθερία όσο και το δίκαιο. Έκανε λόγο για συνεργασία με άλλα έθνη, αλλά και για τον «καθορισμό της προστασίας των συνόρων μας πολύ πέρα από τα φυσικά σύνορά μας».
Προεδρία Ομπάμα
Επί προεδρίας Ομπάμα γνώρισαν άνοδο οι ηθικολόγοι-ρεαλιστές, υπερασπιστές αυτής της νέας εκδοχής. Η Σαμάνθα Πάουερ έγινε βοηθός του Ομπάμα και μέλος του Συμβουλίού Εθνικής Ασφάλειας, υπεύθυνη για την πρόληψη γενοκτονιών. Διορίστηκε στην παλιά θέση του Τζωρτζ Κέναν, επικεφαλής τον Προσωπικού για τον Σχεδιασμό της Πολιτικής, ενώ και τέσσερις άλλοι πού συμμετείχαν στο Πρόγραμμα της στο Πρίνστον τοποθετήθηκαν σε κυβερνητικές θέσεις. Ήταν φυσικό η Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας του Ομπάμα το 2010 να αντανακλά την επιρροή τούς. Μιλούσαν λιγότερο περί στρατιωτικής υπεροχής από ό,τι επί προκατόχού του Ομπάμα και πολύ περισσότερο περί αξιών που είναι (όπως πάντα) όχι μόνο αμερικανικές αλλά και οικουμενικές. Σταθερά προσηλωμένος (σε εμφανή αντίθεση με τον προκάτοχό του) στην υποστήριξη «μιας διεθνούς αρχιτεκτονικής νόμων και θεσμών», ο Ομπάμα υπενθύμιζε στούς Αμερικανούς ότι «τα έθνη ακμάζουν όταν ανταποκρίνονται στις ευθύνες τούς και αντιμετωπίζουν τις συνέπειες όταν δεν το κάνουν». Το «έθνος που βοηθησε να, πραγματοποιηθεί η παγκοσμιοποίηση» πρέπει να παλέψει για τα δικαιώματα που έκαναν σπουδαία χώρα τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλοι τα «υιοθέτησαν ως δικά τους». Αυτή ήταν μια σαφής υποστήριξη της εφαρμογής της Ευθύνης Προστασίας και δεν εξεταζόταν καθόλού η πιθανότητα ότι άλλα έθνη μπορεί να επέλεγαν εντελώς διαφορετικά σύνολα δικαιωμάτων και ενθυνών.
Τώρα το χάσμα που είχε δημιουργηθεί το 2003 ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και στον ΟΗΕ γεφυρώθηκε και πάλι, τουλάχιστον όσον αφορά το γραφείο του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ. Το πόσο σύγκλιναν οι απόψεις της κυβέρνησης Ομπάμα και του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ, Μπαν Κι-μουν, φάνηκε καθαρά στη διάρκεια της κρίσης στη Λιβύη τον Μάρτιο του 2011. Αφού το Συμβούλιο Ασφαλείας στήριξε την επέμβαση του ΝΑΤΟ για την προστασία των αμάχων, οι δύο άνδρες χαιρέτισαν αυτή την ενέργεια ως τη στιγμή κατά την οποία η Ευθύνη Προστασίας αποτέλεσε έναν νέο κανόνα στην παγκόσμια πολιτική. Όμως άλλοι στο Συμβούλιο Ασφαλείας διαφώνησαν. Μολονότι η Ρωσία και η Κίνα απείχαν και δεν χρησιμοποίησαν το δικαίωμα βέτο για την επέμβαση στη Λιβύη, και οι δύο χώρες αποδοκίμασαν έντονα την ενέργεια και εξέφρασαν την ανησυχία τούς για το πού μπορεί να οδηγούσε η περιφρόνηση απέναντι στην κυριαρχία της Λιβύης. Η Κίνα, το Πακιστάν και η Ινδία τάχθηκαν ανοιχτά εναντίον της χρησιμοποίησης της νέας αρχής ως δικαιολογίας για την επέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις κάποιου κράτούς. Εντούτοις αυτό ακριβώς έγινε, με το επιχείρημα ότι έπρεπε να αποτραπεί η σφαγή αμάχων στη Βεγγάζη.
Έτσι η στενή συνεργασία ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και στον ΟΗΕ για την εφαρμογή μιας προληπτικής πολιτικής χάριν των ανθρώπινων δικαιωμάτων (ή, πιο ευγενικά, για την αποτροπή γενοκτονίας) κινδύνεύε να διαβρωσει ακόμη περισσότερο την εμπιστοσύνη άλλων ισχυρών μελών του ΟΗΕ, εμπιστοσύνη που είχε πληγεί ήδη εξαιτίας της αμερικανικής πολιτικής στο Κοσυφοπέδιο και το Ιράκ. Υπήρχαν πολλές εμφανείς διαφορές ανάμεσα στην επίκληση της Ευθύνης Προστασίας από τον Ομπάμα και στη Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας του προέδρου Τζώρτζ Μπους το 2002. Ωστόσο είχαν ένα κοινό στοιχείο: και οι δύο θεωρούσαν πως ένα μόνο ζήτημα -η γενοκτονία στη μια περίπτωση, τα όπλα μαζικής καταστροφής στην άλλη- συνιστούσε απειλή με τέτοιες συνέπειες ώστε απαιτούνταν προληπτική δράση για το ξερίζωμα της. Και στις δύο περιπτώσεις οι πολιτικές συνέπειες δεν συγκεκριμενοποιούνταν, αλλά υπονοούνταν. Ακριβώς όπως η έρευνα για την ανεύρεση όπλων μαζικής καταστροφής δεν περιλάμβανε την εκτέλεση του Σαντάμ Χουσείν έτσι και η Ευθύνη Προστασίας δεν εξουσιοδοτούσε για την απομάκρυνση του συνταγματάρχη Μουαμάρ Καντάφι, όπως παραδέχθηκε ο Ομπάμα.
V
Η ιστορία μας προειδοποιεί. Η Ευθύνη Προστασίας μοιάζει παρά πολύ με την επάνοδο της εκπολιτιστικής αποστολής και των «ανθρωπιστικών» επεμβάσεων των προηγούμενων αιώνων -όπως η χρήση από τη Βρετανία της κατάργησης της δουλείας ως μέσον για να νομιμοποιήσει την επιθετική πολιτική των ανοιχτών θαλασσών ή ο κυνικός εξορθολογισμός από τη φασιστική Ιταλία της εισβολής της στην Αιθιοπία το 1935- παρουσιάζοντάς την ως επέμβαση στο όνομα του πολιτισμού για την κατάργηση του δουλεμπορίου. Πριν από το 1914 οι εξεγερμένοι στα Βαλκάνια επικαλούνταν τακτικά τις ανθρωπιστικές ευαισθησίες της Δύσης για να αποτινάξούν τον ζυγό των Οθωμανών, σε μεγάλο βαθμό όπως ο Απελευθερωτικός Στρατός τον Κοσυφοπεδίου (UCK) εξασφάλισε τη βοήθεια και τη στήριξη του ΝΑΤΟ για να απαλλαγεί από την εξουσία του Βελιγραδίού. Όμως τα προβληματικά ιστορικά προηγούμενα των δικών τούς επεμβάσεων δεν ήταν ένα ζήτημα πού απασχόλησε τούς πολιτικούς. Ελάχιστοι -ή ίσως και κανένας- από όσούς υποστήριζαν τον από αέρος πόλεμο του ΝΑΤΟ στη Λιβύη το 2011 θυμήθηκαν την ιταλική εισβολή σε αυτήν τη χώρα ακριβώς έναν αιώνα νωρίτερα, εισβολή με την οποία εγκαινιάστηκαν η θεωρία και η πρακτική των μαζικών βομβαρδισμών. Αυτή η αμνησία της Δύσης ήταν από μόνη της πρόβλημα. Οι αντιρρήσεις άλλων κρατών για την Ευθύνη Προστασίας θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι δεν εξέφραζε αγάπη προς την απολυταρχία και τη δικτατορία ή αδιαφορία απέναντι στα ατομικά δικαιώματα, αλλά μάλλον φανέρωνε το γεγονός ότι, όπως έλεγε το 1989 ο Τενγκ Σιάο-πινγκ στον Αμερικανό σύμβούλο Εθνικής Ασφάλειας Μπρεντ Σκόου-κροφτ για τούς Κινέζους, είχαν παλιές και πικρές αναμνήσεις από προγενέστερες παρεμβάσεις της Δύσης στις εσωτερικές υποθέσεις τούς και πίστεύαν πως η χρήση βίας για ανθρωπιστικούς σκοπούς είναι εγγενώς ανεξέλεγκτη και προσαρμόσιμη στις κάθε φορά ανάγκες. Με λίγα λόγια, έβλεπαν αυτό πού είχε διαφύγει εμφανώς από τους Ευρωπαίούς και τούς Αμερικανούς διαμορφωτες της πολιτικής:
ότι το παλιό φάντασμα του κριτηρίού του πολιτισμού,
πού το είχε εξορκίσει μετά το 1945 ο ΟΗΕ είχε βγει από τον τάφο του.
Απομένει να δούμε αν αυτό δήλωνε τον επιθανάτιο ρόγχο των ευρωπαϊκών πολιτιστικών βεβαιοτήτων του 19ου αιώνα ή την απαρχή για μια νέα παράταση της ζωής μιας άλλοτε δυσφημισμένης έννοιας.

Mark Mazower
Κυβερνώντας τον Κόσμο. Η Ιστορία μιας Ιδέας
Εκδ. Αλεξάνδρεια

*
Τη δεκαετία του 1880 ο σκοτσέζος νομικός του φυσικού δικαίου James Lorimer εξέφρασε το ορθόδοξο δόγμα της εποχής, όταν έγραψε ότι η ανθρωπότητα διαιρείτο στην πολιτισμένη ανθρωπότητα, στη βάρβαρη ανθρωπότητα και στην πρωτόγονη ανθρωπότητα. Η πολιτισμένη ανθρωπότητα περιελάμβανε τα έθνη της Ευρώπης και της Αμερικής, που είχαν το δικαίωμα πλήρους αναγνώρισης τους ως μέλη της διεθνούς κοινωνίας. Η βάρβαρη ανθρωπότητα περιελάμβανε τα ανεξάρτητα κράτη της Ασίας -την Τουρκία, την Περσία, το Σιάμ, την Κίνα και την Ιαπωνία-, που είχαν δικαίωμα σε μερική αναγνώριση. Και η πρωτόγονη ανθρωπότητα ήταν η υπόλοιπη, που ήταν απόβλητη από την κοινωνία των κρατών, αν και είχε δικαίωμα «φυσικής και ανθρώπινης αναγνώρισης».
Παρεπιμπτόντως αξίζει να σημειώσουμε ότι η διάκριση του Lorimer είναι στην πραγματικότητα η ίδια με εκείνη που κάνουν οι κοινωνικοί επιστήμονες σήμερα, όταν κάνουν διάκριση ανάμεσα στις σύγχρονες κοινωνίες, στις παραδοσιακές και στις πρωτόγονες.
Αυτό που ο 19ος αιώνας ονόμαζε Ανθρωπότητα (έτσι οι Δυτικοευρωπαίοι ονόμαζαν τον εαυτό τους) ξύπνησε ξαφνικά από το ρόδινο όνειρο της Προόδου και βρέθηκε σε μια εποχή μες στην οποία η πιο μοντέρνα τεχνική του κεραυνοβόλου βιομηχανικού πολέμου και της αστραπιαίας βιομηχανοποίησης συνδυάστηκε με την πανάρχαιη ασσυριακή τακτική των μαζικών εκτοπισμών και η πιο μοντέρνα τεχνική της ''μεταμόρφωσης του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο'' και αντίστοιχα της μεταμόρφωσης του εμφύλιου πολέμου σε παγκόσμιο, ξανάφερε στην επιφάνεια τις πανάρχαιες μεθόδους των μαζικών προγραφών του Μάριου και του Σύλλα.
Κώστας Παπαϊωάννου
http://cosmoidioglossia.blogspot.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου