Η ποίηση θεωρεί τον θάνατο
Η επιθετική εφόρμηση τής ζωής σε μια μόνο σωματική διαπίστωση μπορεί να οδηγήσει: «είναι όλα τόσο ζωντανά που δεν αντέχονται!». Τόσο ζωντανά που μάς πεθαίνουν. Μοιρασμένος μεταξύ εκπνοής και εισπνοής, ιδού! ο καθοδηγητής στο Αδύνατο, μόνιμος κάτοικος τής ανάσας μας. Θάνατος, ο οξύηχος επισκέπτης «με σημαίες και με ταμπούρλα». Ο εισερχόμενος προς συνάντηση ως Διόνυσος Ωμηστής, προσφέροντας ακατέργαστη βακχεία. Θάνατος, ο αεί καταληψίας του ώμου μου, ο πιο κολλητός πάνω μου κι απ’ τό πετσί μου. Η πιο ζεστή ανάσα στο στόμα μου. Ο οινοχόος στις πλάγιες νύχτες μου. Ο παρακοιμώμενος στις φωτολάγνες καταδύσεις μου. Ο λυτρωτής απ’ την αυτάρκεια των παιδικών μου παιχνιδιών, καθότι τα μετατόπιζε, τα ρηγμάτωνε, τα επισημοποιούσε.
Μιλώντας για το Θάνατο, μιλώ για τον κλειδοκράτορα τής επικράτειας τής εφηβείας ή ακόμη, και με απαιτητικότερους εντοπισμούς, για τον συμπαίκτη στο κρυφτό της παιδικής μου ηλικίας. Μιλώ για κάποιον κατάδικο μου. Μιλώ για μένα τον ίδιο. Αναγκαστικά αυτοβιογραφούμαι. Μιλώ τρυφερά και απολαυστικά για τον επιστήθιο φίλο μου. Τον λατρευτικό, νυχθημερόν, προστάτη μου. Τον αεί κυκλικό βηματοδότη μου. Τον αχώριστο συνοδοιπόρο, συνομιλητή και συμπαίκτη μου (συμμαρτυρεί ιπποτικά γι αυτό ο Dürer και σκακιστικά ο Bergmann). Αληθινά, για το οικειότατό μου Πρόσωπο.
Οι διαχωριστικές γραμμές εξασφαλίζουν ένα είδος φυγής, «Flucht vor ihm» (φυγή προ αυτού): Από εκεί ο θάνατος, από εδώ η ζωή. Ω, μα εμείς καιγόμαστε να ζήσουμε. Γίνεται ζωντανός ο θάνατος ; Αφορά ολοζώντανα την αγωνία και τη δίψα μας; Γεμίζει ζωτικά την ξαγρύπνια μας;
Ουσιωδώς είμαστε οι Οδυσσείς του Νοήματος, οι σαρκοβόροι μεταφραστές των γεγονότων σε Νόημα, και γι αυτό τα απαιτούμε όλα, παίζουμε με όλα. Η φιλοσοφία τί λέει για όλα αυτά; Ω, η πειθήνια φιλοσοφία άρθρωσε λόγο, κυρίως, διαιρετικό και αποξενωτικό. Συνταυτίστηκε με τη θεολογία.
Η πλατωνική «μελέτη θανάτου» είναι ένα πνευματικό «γκάζι» για να αφήσουμε οριστικά πίσω μας μια κυριαρχική πραγματικότητα της Ζωής: το Σώμα. Τολμώ να προσάψω την κατηγορία της ύβρεως. Παράλληλα, όμως, υπενθυμίζω την πλατωνική αντίληψη, πως ο θάνατος συνιστά μέσον για τη γνώση της αλήθειας. Προσθέτω: αναντικατάστατο. Αποποιούμαι, όμως, κάθε θέαση που τον αντικρίζει ως μιας χρήσεως αναλώσιμο υλικό και μάλιστα καταργώντας την ιερή οντότητα του σώματος. Συνταυτίζομαι απολύτως με τον Αρτώ, όταν λέει πως «υπάρχει πνεύμα στη σάρκα, ένα πνεύμα γοργό σαν αστραπή».
Στέκομαι στον Επίκουρο. Για να πλήξω το Das Man, την αποποίηση δηλ. της προσωπικής διακινδύνευσης έναντι της Ζωής που στήνει την αιώρα της στο νου μας, ώστε να ξεμπερδέψει με την Ομορφιά και τους κοπτήρες της, θυμιάζοντας το υπόδειγμα ταχυφαγίας που έστησε ο 20ος αιώνας.
Η γνωστή επικούρεια καισαρική τομή, μεταξύ υποκειμένου και ζωής και υποκειμένου και θανάτου, είναι ακραιφνώς παιδαριώδης και, ως εκ τούτου, ανίκανη να κάνει υψηλών προδιαγραφών παιχνίδι με το άκρας εμπειρικής συνθετότητας Παίγνιον που έχει συστήσει η Ζωή. Η Ζωή ως αδιάσπαστο Ενιαίο, η Ζωή ως θάνατος και ζωή, «Könnten wir sein ohne sie [die Toten]?» (θα μπορούσαμε να υπάρχουμε, τάχα, χωρίς τους πεθαμένους;), αναρωτιέται δυναμικά και πάλι η Ποίηση ή «Άοσμος κι όμως πιάνεται / όπως ανθός από τα ρουθούνια / ο θάνατος», παίρνοντας απ’ το χέρι την απείθαρχη φιλοσοφία, που αξίως δηλώνει «Das Sein zum Ende… gehört wesenhaft zur Geworfenheit des Daseins» (Το Είναι-προς-το-τέλος …ιδιάζει ουσιαστικά στο ερριμένον του Dasein). Ο Επίκουρος δεν τα υπολήπτεται αυτά και χωρίζει το ΕΝΙΑΙΟ επιπόλαια παιγνιωδώς και με αβαθή ευθυμία, στερώντας, ολωσδιόλου αντιρεαλιστικά, από το υποκείμενο την όντως απολαυστική εμβίωση αμφοτέρων των καταστάσεων. Ωστόσο, αν ελαφρά ρίξουμε τον προβολέα της Μνήμης στη δημοτική μας ποίηση, φερ’ ειπείν, βλέπουμε πως απολύτως ΦΥΣΙΚΑ, δεν παραδέχεται, ούτε αναγνωρίζει τέτοιους περιορισμούς και στενότητες. Το υποκείμενο είναι παρόν και στις δύο καταστάσεις υπακούοντας αφεύκτως στο Ενιαίο του Είναι.
«…φκιάστε μ’ ωριό κιβούρι…
και στη δεξιά μου τη μεριά ν’αφήστε παραθύρι,
να μπαίνει ο ήλιος το πρωί και το δροσό το βράδυ,
να μπαινοβγαίνουν τα πουλιά, της άνοιξης τ’αηδόνια,
και να περνούν οι γέμορφες, να με καλημεράνε».
Το ίδιο και αν στρέψουμε ευλαβικά το βλέμμα στον Ντουίνο: «Aber Lebendige machen alle den Fehler, daß sie zu stark unterscheiden. Engel wüßten oft nicht, ob sie unter Lebenden gehn oder Toten» (Μα οι ζωντανοί, όλοι, πέφτουν στο λάθος, περίσσια να τους ξεχωρίζουν. Οι Άγγελοι, (λένε), δε θα ’ξεραν, πολλές φορές, αν περπατάνε ανάμεσα σε ζωντανούς ή πεθαμένους). Ο Επίκουρος - αναμενόμενος και ανεπιτυχής παρηγορητής. Τεμαχιστής του ΕΝΙΑΙΟΥ, όπως όλες οι θρησκευτικές παραδόσεις. Η ζωή όμως κινείται αλλιώς: πάντα στα άκρα σχοινοβατώντας στο μέσον. Έτσι, δηλώνω με εφηβικό πάθος, πως κάνουμε τον θάνατο «Und das Totsein ist mühsam und voller Nachholn…» (Κοπιαστικό ’ναι και το νεκρός νά ’σαι κ’είναι επανόρθωση γεμάτο…), πως ο Θάνατος συνιστά Πράξη και μάλιστα στη θήρα της Ζωής, Πράξη Ποιητική.Δεν ομιλούμε θεωρητικά γι αυτόν, ούτε τον αντιμετωπίζουμε, με μια χρονική μετάθεσή του, ως ένα μελλοντικό γεγονός, όπως ακαλαίσθητα και απωθητικά έπραττε ο Ιβάν Ίλιτς του Τολστόη, για τον οποίον γράφτηκε μια από τις εξοχότερες, κατά τη γνώμη μου, φράσεις της οντολογίας του κοινότοπου, της οντολογίας του υπαρκτικού μικροαστισμού : «прошедшая история жизни ивана ильича была самая простая и обыκновенная и самая ужасная» (Η ιστορία της ζωής του Ιβάν Ίλιτς ήταν η πιο απλή και συνηθισμένη, γι' αυτό και η πιο τρομαχτική). Προσπαθούμε να πεθάνουμε. Το κατορθώνουμε αυτό, δεν παρέχεται ευκόλως και δωρεάν, ακόπως, υπό την έννοια ότι θέλουμε να τεντώσουμε τη Ζωή μέχρι τα έσχατα όριά μας, μέχρι να τεντωθούμε και να «σπάσει»… Καθίσταμαι ο εαυτός μου μόνον εν όψει του θανάτου μου. Ο Θάνατος μάς εντάσσει στον εαυτό μας.
Όπως ακριβώς λέει ο ποιητής των καυτών ροκ βραδιών του ’60 «Τhe nights we tried to die» ή ο, κατά αντανάκλασή του, επιτυχέστατος στιχουργός «and our love become a funeral pyre». Ο Χάιντεγκερ σημειώνει «Im Sein zum Tode verhält sich das Dasein zu ihm selbst als einem ausgezeichneten Seinkönnen» (Μέσα στο Είναι προς τον θάνατο το Dasein σχετίζεται με τον εαυτό του όπως προς μια έξοχη δυνατότητα ύπαρξης). Ο θάνατος αξίζει να προκαλεί το ενδιαφέρον ως μπαγκέτα μαεστρική της Ζωής. Με χαρακτήρα μάλιστα επενέργειας ανα στιγμήν και μόνο. Για να τινάζει αίμα και παλμό η ζωή. Αλλιώς είναι ανούσια κάθε ενασχόληση μαζί του, αν δεν αποφασίσουμε να το πάρουμε απόφαση, πως ιστάμεθα δια παντός ενώπιον του θανάτου, πως ο θάνατος είναι προ-κείμενος, «ein Bevorstand» (ένα προ-κείμενο) κατά Χάιντεγκερ.
Ο Θάνατος λειτουργεί όπως η Αλήθεια. Κρύβεται. Όπως ακριβώς και η ζωή. Η Ποίηση αυτή την κρυπτική διάθεση της ζωής ξεσκεπάζει. Τελούμε υπό τον ορίζοντα της Κρυπτότητας του Κοσμικού φαινομένου. Αρμονία αφανής. Με άλλα λόγια, τα όντα Κρύβονται διότι επιθυμούν την προσωπική εμπειρία και μετοχή τού θεωρούντος αυτά. Ζούμε σ’έναν προσωπικό κόσμο που κρύβεται. Συνεπώς, επιζητείται η ανάδυσή του από την κρυπτότητα και η «ενεργοποίησή» του, η εργαλειακή χρήση του, ώστε να προκύψει μείζων Αυθεντικότης.-
Μιλώντας για το Θάνατο, μιλώ για τον κλειδοκράτορα τής επικράτειας τής εφηβείας ή ακόμη, και με απαιτητικότερους εντοπισμούς, για τον συμπαίκτη στο κρυφτό της παιδικής μου ηλικίας. Μιλώ για κάποιον κατάδικο μου. Μιλώ για μένα τον ίδιο. Αναγκαστικά αυτοβιογραφούμαι. Μιλώ τρυφερά και απολαυστικά για τον επιστήθιο φίλο μου. Τον λατρευτικό, νυχθημερόν, προστάτη μου. Τον αεί κυκλικό βηματοδότη μου. Τον αχώριστο συνοδοιπόρο, συνομιλητή και συμπαίκτη μου (συμμαρτυρεί ιπποτικά γι αυτό ο Dürer και σκακιστικά ο Bergmann). Αληθινά, για το οικειότατό μου Πρόσωπο.
Οι διαχωριστικές γραμμές εξασφαλίζουν ένα είδος φυγής, «Flucht vor ihm» (φυγή προ αυτού): Από εκεί ο θάνατος, από εδώ η ζωή. Ω, μα εμείς καιγόμαστε να ζήσουμε. Γίνεται ζωντανός ο θάνατος ; Αφορά ολοζώντανα την αγωνία και τη δίψα μας; Γεμίζει ζωτικά την ξαγρύπνια μας;
Ουσιωδώς είμαστε οι Οδυσσείς του Νοήματος, οι σαρκοβόροι μεταφραστές των γεγονότων σε Νόημα, και γι αυτό τα απαιτούμε όλα, παίζουμε με όλα. Η φιλοσοφία τί λέει για όλα αυτά; Ω, η πειθήνια φιλοσοφία άρθρωσε λόγο, κυρίως, διαιρετικό και αποξενωτικό. Συνταυτίστηκε με τη θεολογία.
Η πλατωνική «μελέτη θανάτου» είναι ένα πνευματικό «γκάζι» για να αφήσουμε οριστικά πίσω μας μια κυριαρχική πραγματικότητα της Ζωής: το Σώμα. Τολμώ να προσάψω την κατηγορία της ύβρεως. Παράλληλα, όμως, υπενθυμίζω την πλατωνική αντίληψη, πως ο θάνατος συνιστά μέσον για τη γνώση της αλήθειας. Προσθέτω: αναντικατάστατο. Αποποιούμαι, όμως, κάθε θέαση που τον αντικρίζει ως μιας χρήσεως αναλώσιμο υλικό και μάλιστα καταργώντας την ιερή οντότητα του σώματος. Συνταυτίζομαι απολύτως με τον Αρτώ, όταν λέει πως «υπάρχει πνεύμα στη σάρκα, ένα πνεύμα γοργό σαν αστραπή».
Στέκομαι στον Επίκουρο. Για να πλήξω το Das Man, την αποποίηση δηλ. της προσωπικής διακινδύνευσης έναντι της Ζωής που στήνει την αιώρα της στο νου μας, ώστε να ξεμπερδέψει με την Ομορφιά και τους κοπτήρες της, θυμιάζοντας το υπόδειγμα ταχυφαγίας που έστησε ο 20ος αιώνας.
Η γνωστή επικούρεια καισαρική τομή, μεταξύ υποκειμένου και ζωής και υποκειμένου και θανάτου, είναι ακραιφνώς παιδαριώδης και, ως εκ τούτου, ανίκανη να κάνει υψηλών προδιαγραφών παιχνίδι με το άκρας εμπειρικής συνθετότητας Παίγνιον που έχει συστήσει η Ζωή. Η Ζωή ως αδιάσπαστο Ενιαίο, η Ζωή ως θάνατος και ζωή, «Könnten wir sein ohne sie [die Toten]?» (θα μπορούσαμε να υπάρχουμε, τάχα, χωρίς τους πεθαμένους;), αναρωτιέται δυναμικά και πάλι η Ποίηση ή «Άοσμος κι όμως πιάνεται / όπως ανθός από τα ρουθούνια / ο θάνατος», παίρνοντας απ’ το χέρι την απείθαρχη φιλοσοφία, που αξίως δηλώνει «Das Sein zum Ende… gehört wesenhaft zur Geworfenheit des Daseins» (Το Είναι-προς-το-τέλος …ιδιάζει ουσιαστικά στο ερριμένον του Dasein). Ο Επίκουρος δεν τα υπολήπτεται αυτά και χωρίζει το ΕΝΙΑΙΟ επιπόλαια παιγνιωδώς και με αβαθή ευθυμία, στερώντας, ολωσδιόλου αντιρεαλιστικά, από το υποκείμενο την όντως απολαυστική εμβίωση αμφοτέρων των καταστάσεων. Ωστόσο, αν ελαφρά ρίξουμε τον προβολέα της Μνήμης στη δημοτική μας ποίηση, φερ’ ειπείν, βλέπουμε πως απολύτως ΦΥΣΙΚΑ, δεν παραδέχεται, ούτε αναγνωρίζει τέτοιους περιορισμούς και στενότητες. Το υποκείμενο είναι παρόν και στις δύο καταστάσεις υπακούοντας αφεύκτως στο Ενιαίο του Είναι.
«…φκιάστε μ’ ωριό κιβούρι…
και στη δεξιά μου τη μεριά ν’αφήστε παραθύρι,
να μπαίνει ο ήλιος το πρωί και το δροσό το βράδυ,
να μπαινοβγαίνουν τα πουλιά, της άνοιξης τ’αηδόνια,
και να περνούν οι γέμορφες, να με καλημεράνε».
Το ίδιο και αν στρέψουμε ευλαβικά το βλέμμα στον Ντουίνο: «Aber Lebendige machen alle den Fehler, daß sie zu stark unterscheiden. Engel wüßten oft nicht, ob sie unter Lebenden gehn oder Toten» (Μα οι ζωντανοί, όλοι, πέφτουν στο λάθος, περίσσια να τους ξεχωρίζουν. Οι Άγγελοι, (λένε), δε θα ’ξεραν, πολλές φορές, αν περπατάνε ανάμεσα σε ζωντανούς ή πεθαμένους). Ο Επίκουρος - αναμενόμενος και ανεπιτυχής παρηγορητής. Τεμαχιστής του ΕΝΙΑΙΟΥ, όπως όλες οι θρησκευτικές παραδόσεις. Η ζωή όμως κινείται αλλιώς: πάντα στα άκρα σχοινοβατώντας στο μέσον. Έτσι, δηλώνω με εφηβικό πάθος, πως κάνουμε τον θάνατο «Und das Totsein ist mühsam und voller Nachholn…» (Κοπιαστικό ’ναι και το νεκρός νά ’σαι κ’είναι επανόρθωση γεμάτο…), πως ο Θάνατος συνιστά Πράξη και μάλιστα στη θήρα της Ζωής, Πράξη Ποιητική.Δεν ομιλούμε θεωρητικά γι αυτόν, ούτε τον αντιμετωπίζουμε, με μια χρονική μετάθεσή του, ως ένα μελλοντικό γεγονός, όπως ακαλαίσθητα και απωθητικά έπραττε ο Ιβάν Ίλιτς του Τολστόη, για τον οποίον γράφτηκε μια από τις εξοχότερες, κατά τη γνώμη μου, φράσεις της οντολογίας του κοινότοπου, της οντολογίας του υπαρκτικού μικροαστισμού : «прошедшая история жизни ивана ильича была самая простая и обыκновенная и самая ужасная» (Η ιστορία της ζωής του Ιβάν Ίλιτς ήταν η πιο απλή και συνηθισμένη, γι' αυτό και η πιο τρομαχτική). Προσπαθούμε να πεθάνουμε. Το κατορθώνουμε αυτό, δεν παρέχεται ευκόλως και δωρεάν, ακόπως, υπό την έννοια ότι θέλουμε να τεντώσουμε τη Ζωή μέχρι τα έσχατα όριά μας, μέχρι να τεντωθούμε και να «σπάσει»… Καθίσταμαι ο εαυτός μου μόνον εν όψει του θανάτου μου. Ο Θάνατος μάς εντάσσει στον εαυτό μας.
Όπως ακριβώς λέει ο ποιητής των καυτών ροκ βραδιών του ’60 «Τhe nights we tried to die» ή ο, κατά αντανάκλασή του, επιτυχέστατος στιχουργός «and our love become a funeral pyre». Ο Χάιντεγκερ σημειώνει «Im Sein zum Tode verhält sich das Dasein zu ihm selbst als einem ausgezeichneten Seinkönnen» (Μέσα στο Είναι προς τον θάνατο το Dasein σχετίζεται με τον εαυτό του όπως προς μια έξοχη δυνατότητα ύπαρξης). Ο θάνατος αξίζει να προκαλεί το ενδιαφέρον ως μπαγκέτα μαεστρική της Ζωής. Με χαρακτήρα μάλιστα επενέργειας ανα στιγμήν και μόνο. Για να τινάζει αίμα και παλμό η ζωή. Αλλιώς είναι ανούσια κάθε ενασχόληση μαζί του, αν δεν αποφασίσουμε να το πάρουμε απόφαση, πως ιστάμεθα δια παντός ενώπιον του θανάτου, πως ο θάνατος είναι προ-κείμενος, «ein Bevorstand» (ένα προ-κείμενο) κατά Χάιντεγκερ.
Ο Θάνατος λειτουργεί όπως η Αλήθεια. Κρύβεται. Όπως ακριβώς και η ζωή. Η Ποίηση αυτή την κρυπτική διάθεση της ζωής ξεσκεπάζει. Τελούμε υπό τον ορίζοντα της Κρυπτότητας του Κοσμικού φαινομένου. Αρμονία αφανής. Με άλλα λόγια, τα όντα Κρύβονται διότι επιθυμούν την προσωπική εμπειρία και μετοχή τού θεωρούντος αυτά. Ζούμε σ’έναν προσωπικό κόσμο που κρύβεται. Συνεπώς, επιζητείται η ανάδυσή του από την κρυπτότητα και η «ενεργοποίησή» του, η εργαλειακή χρήση του, ώστε να προκύψει μείζων Αυθεντικότης.-
Στάθης Κομνηνός
Καλησπέρα Φωτεινή...
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ θάνατος , είναι η κινητήρια δύναμη της ζωής μας, αυτός που δίνει νόημα στο εφημερο πέρασμά μας από την συνειδητότητα της αμφιλεγόμενης πραγματικότητάς μας...
Ο θάνατος δίνει νόημα στην ζωή μας, χωρίς το τέλος δεν θα υπήρχε νόημα για να ζήσεις....δεν θα υπήρχε σκοπός να τρέξεις ούτε και να επισπεύσεις....
Είναι όπως είχα γράψει πριν λίγο καιρό σε μια δική μου ανάλογη ανάρτηση , ο καλύτερός μας φίλος, αφού μας διεγείρει και μας υποκινεί να δημιουργήσουμε και να πραγματοποιήσουμε...
Καλημέρα Χρηχρα μου,οπως πάντα ενδιαφερουσα και σαφής η κατάθεσή σου..να εισαι πάντα καλά
ΑπάντησηΔιαγραφή