Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

Η ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ Α΄ΕΩΣ ΤΗΝ Δ΄ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟ[Μέρος Β΄]

ΙΙ. Η εμφάνιση του Αρειανισμού 
Η νομιμοποίηση και η επιβολή της Χριστιανικής θρησκείας δε σήμαινε και τον καθορισμό των λεπτομερειών της δογματικής της υπόστασης.[13]Η Εκκλησία τον τέταρτο αιώνα μπόρεσε να μεγαλουργήσει στον δογματικό τομέα, αντιμετωπίζοντας μεγάλες αιρέσεις όπως τον Αρειανισμό, τον Απολιναρισμό, τη διδασκαλία του Ευνομίου κ.α. με το να περιχαρακώσει με σαφήνεια τις δογματικές αλήθειες της χριστιανικής πίστεως. Η πρώτη μεγάλη απειλή για την επίσημη πλέον χριστιανική θρησκεία ήταν η διδασκαλία του Αρείου.
Ο Άρειος γεννήθηκε γύρω στο 260 στη Λιβύη, αλλά σπούδασε στην Αλεξάνδρεια και στην Αντιόχεια. Η λιβυκή του καταγωγή, οι σπουδές του στην Αλεξάνδρεια και η μαθητεία του στο μάρτυρα Λουκιανό στην Αντιόχεια, έγιναν οι αιτίες για να γνωρίσει πολλαπλές ισχυρές εκκλησιαστικές παραδόσεις και μη,[14] τις οποίες αντιμετώπισε επιλεκτικά.[15]
Το πρόβλημα που απασχολούσε τον Άρειο ήταν η αίδια-αιώνια γέννηση του Θείου Λόγου. Δίδασκε λοιπόν, ότι ο Υιος δεν είναι κατά φύση και κατ' ουσίαν αληθινός Θεός. Δημιουργήθηκε από το Θεό - Πατέρα κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή «εν χρόνω». Για το λόγο αυτό δεν μπορούσε να χαρακτηρισθεί αγέννητος, ούτε μέρος αγεννήτου. Ήταν επομένως, ένα απλό κτίσμα του Θεού. Ως κτίσμα, λοιπόν, ο Υιος και ο Λόγος του Θεού δεν είναι συνάναρχος και συναίδιος προς τον Πατέρα, αλλά δημιουργήθηκε αμέσως «θελήσει» του Πατρός, ενώ τα άλλα δημιουργήματα δημιουργήθηκαν από το Θεό δια μέσου του Υιού. Η συνδημιουργία του κόσμου από το Θεό και τον Υιό δε σημαίνει ότι ο δεύτερος μετείχε στη φύση η στην ουσία του Θεού και ήταν κατά φύση αληθινός Θεός. Ο Άρειος υποστήριζε την απόλυτη μοναρχία της Θεότητας και δεχόταν ένα Θεό αγέννητο και άναρχο. Επομένως, πριν από τη δημιουργία του Υιού ήταν απόλυτη η «μοναρχία» του μόνου αγέννητου και άναρχου Θεού, γι' αυτό και ο μεν Θεός δεν ήταν Πατήρ, πριν να δημιουργήσει τον Υιό και ο Υιος δεν υπήρχε πριν δημιουργηθεί από τον Πατέρα.[16]
Ο Άρειος και οι οπαδοί του χρησιμοποιούν αυστηρά την ιστορικογραμματική ερμηνευτική μέθοδο της Αντιοχειανής Σχολής για να τεκμηριώσουν την απόλυτη μοναρχία του Θεού - Πατρός, τη κτιστή φύση του Υιού - Λόγου και τη δημιουργία του από τον Πατέρα, την ατελή γνώση του για τον Πατέρα και την ηθική θεοποίηση του Υιού.
Την αιρετική διδασκαλία του Αρείου ανέλαβε να ανασκευάσει ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας, Αλέξανδρος[17] με τη βοήθεια του Μεγάλου Αθανασίου. Στην πραγματικότητα ο Μέγας  Αθανάσιος[18] ήταν ο μοναδικός θεολογικός αντίπαλος του Άρείου. Ο επίσκοπος Αλεξανδρείας απέκλεισε τον Άρειο από το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Η διδασκαλία όμως του αιρεσιεράρχη Αρείου είχε αρχίσει να εξαπλώνεται και πολλοί άνθρωποι είτε λαϊκοί είτε κληρικοί είχαν αρχίσει να την υιοθετούν. Η καταδίκη της αίρεσης από τις τοπικές σύνοδους της Αλεξάνδρειας το 320 και το 324, της Αντιόχειας το 325, καθώς και οι εγκύκλιες επιστολές του Αλεξάνδρου προς τους απανταχού επισκόπους της Καθολικής Εκκλησίας δεν κατόρθωσαν να πετύχουν τη νουθεσία του Αρείου στο ορθόδοξο τριαδικό δόγμα και να ειρηνεύσουν την Εκκλησία.
Αναγκαία κρίθηκε η σύγκληση μίας μεγαλύτερης συνόδου, στην οποία θα μπορούσαν να απολογηθούν οι αρειανόφρονες επίσκοποι και ο ίδιος ο Άρειος και να διατυπωθεί ορθά η διδασκαλία της Εκκλησίας για την αίδια, άτρεπτη, τέλεια υιότητα και θεότητα του Υιού και Λόγου του Θεού, του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδας. Η σύνοδος αυτή αρχικά προετοιμάστηκε ως  άλλη μία τοπική σύνοδος, αλλά η συμμετοχή επισκόπων τόσο από τη Δύση όσο και από την Ανατολή καθώς και η θεολογική θεμελίωση του Τριαδικού δόγματος έδωσαν στη σύνοδο έναν οικουμενικό χαρακτήρα. Η Σύνοδος αυτή είναι η Α' Οικουμενική Σύνοδος της Εκκλησίας του Χριστού, η οποία έγινε το 325 στη Νίκαια της Βιθυνίας.
 
ΙΙΙ. Η Α' Οικουμενική Σύνοδος 


Ο Κωνσταντίνος, ο οποίος μόλις είχε νικήσει το Λικίνιο, αποκτώντας έτσι όλη την εξουσία στα χέρια του, έφθασε το 324 στη Νικομήδεια όπου άκουσε πολλά παράπονα τόσο από τους αιρετικούς, όσο και από τους ορθοδόξους. Ο αυτοκράτορας διακαώς επιθυμούσε μία θρησκευτική ειρήνη στην αυτοκρατορία και μη κατανοώντας τις δογματικές διαφορές της αρειανικής διδασκαλίας από την ορθόδοξη προσπάθησε να κατευνάσει τα πνεύματα των θεολογικών αντιπάλων. Ο Μέγας Κωνσταντίνος δεν μπορούσε να διεισδύσει στη βαθύτερη σημασία της αϊδιότητας της γεννήσεως του Υιού. Για το λόγο αυτό προέτρεπε και τον Άρειο και τον Αλέξανδρο να συνυπάρξουν ειρηνικά παρά τη διαφορετική τους διδασκαλία για τον τριαδικό Θεό. Το μεγάλο θεολογικό κίνδυνο τον εξέθεσε στον αυτοκράτορα ο όσιος Κορδούης. Ο τελευταίος παρότρυνε τον Κωνσταντίνο για τη σύγκληση μίας Συνόδου με σκοπό την επίλυση της θεολογικής αυτής διαμάχης.
Ο μονοκράτορας Κωνσταντίνος αποφάσισε αρχικά να συγκαλέσει μία νέα τοπική σύνοδο με τους επισκόπους της Ανατολής στην Άγκυρα της Γαλατίας. Κατά τη διάρκεια των συζητήσεων του Κωνσταντίνου με τον όσιο Κορδούης, ο τελευταίος πρότεινε στον αυτοκράτορα να συγκληθούν στη σύνοδο και οι επίσκοποι της Δύσεως. Ο αριθμός των επισκόπων της Ανατολής αυξήθηκε με τη συμμετοχή των επισκόπων της Δύσης. Κρίθηκε λοιπόν, απαραίτητη η μεταφορά του τόπου για τη συγκλήση της συνόδου από την Άγκυρα της Γαλατίας στη Νίκαια της Βιθυνίας.
Η Νίκαια κρίθηκε καταλληλότερη για τη διεξαγωγή των εργασιών της συνόδου, αφού εξασφάλιζε την ευχερέστερη πρόσβαση των επισκόπων της Αιγύπτου και της Δύσης. Ταυτόχρονα όμως η πόλη αυτή έδινε τη δυνατότητα στον ίδιο τον Κωνσταντίνο να παρακολουθήσει ο ίδιος τις εργασίες της συνόδου. Μάλιστα ο αυτοκράτορας επιμελήθηκε όλες τις προετοιμασίες για την οργάνωση, ώστε να εξασφαλίσει όχι μόνο γρήγορη και άνετη μεταφορά των επισκόπων στη Νίκαια με την χρήση όλων των δημοσίων μεταφορικών μέσων, αλλά και να δημιουργήσει όλες τις προϋποθέσεις για άνετη διαμονή και πλούσια διατροφή τόσο του μεγάλου αριθμού των επισκόπων, όσο και του εξίσου μεγάλου πλήθους  των συνοδών κληρικών. Υπήρξε άμεση ανταπόκριση από την πλειονότητα των προσκεκλημένων επισκόπων.
Η Σύνοδος άρχισε τις εργασίες της στις 20 Μαίου του 325. Οι προσυνοδικές συσκέψεις των επισκόπων, όπως και ορισμένες συσκέψεις κατά την περίοδο των εργασιών της συνόδου πραγματοποιήθηκαν  στον «ευκτήρον οίκον», ενώ οι τακτικές συνεδρίες της συνόδου έγιναν στην αίθουσα του «βασιλείου οίκου», η οποία ήταν κατάλληλα προετοιμασμένη για να δεχθεί το μεγάλο αριθμό των μελών της συνόδου και των συμβούλων τους.[19] Πρακτικά της Συνόδου δεν κρατήθηκαν. Αυτό επιβεβαιώνεται μέσα από τα έργα του Μεγάλου Αθανασίου, στα οποία ο ιερός πατήρ καταφεύγει στη μνήμη του για να περιγράψει γεγονότα που έλαβαν χώρα στη Σύνοδο η λόγια που ειπώθηκαν από τους υποστηρικτές και τους επικριτές του Αρείου.
Ο Κωνσταντίνος θεωρώντας ότι η καταδίκη του Αρειανισμού θα έφερνε την πολυπόθητη ειρήνη στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας έγραψε: «Ο διάβολος δεν έχει πια καμιά δύναμη εναντίον μας εφ' όσον εκείνο, το οποίο με κακοήθεια είχε επινοήσει για την καταστροφή μας, χτυπήθηκε γερά στη ρίζα του. Η Αλήθεια, με τη βοήθεια του Θεού, σκόρπισε όλες τις διαφωνίες, τα σχίσματα, τις οχλαγωγίες, και τα θανάσιμα δηλητήρια της ασυμφωνίας».[20] Η εξέλιξη όμως των πραγμάτων διέψευσε τις ελπίδες του Κωνσταντίνου και η καταδίκη του Αρειανισμού δεν κατόρθωσε να δώσει ένα οριστικό τέλος στις θεολογικές έριδες που είχαν ξεσπάσει στους κόλπους της χριστιανικής Εκκλησίας και κατ' επέκταση μέσα στην Αυτοκρατορία.
Ο ίδιος ο Μέγας Κωνσταντίνος λίγα χρόνια αργότερα θα αλλάξει στάση απέναντι στον Άρειο και τη διδασκαλία του, πράγμα που τον φέρνει σε σύγκρουση με τον Αθανάσιο.
 
ΙV. Οι διάδοχοι του Μεγάλου Κωνσταντίνου και
οι θρησκευτικές τους αντιθέσεις.
 
 
Ο Κωνσταντίνος, αν και προσπάθησε να φέρει την ηρεμία στην αυτοκρατορία, υπερασπίζοντας άλλοτε τους Ορθοδόξους και άλλοτε τους Αρειανούς, δεν τα κατάφερε. Ο αυτοκράτορας πέθανε ντυμένος στα λευκά στις 22 Μαίου του 337. Λίγους μήνες πριν, είχε δεχθεί το βάπτισμα και είχε γίνει και επίσημα μέλος της Εκκλησίας του Χριστού.
Το κράτος που κυβερνούσε ο Κωνσταντίνος πέρασε στους τρεις γιούς του Κωνστάντιο, Κωνσταντίνο Β' και Κώνστα. Οι τρεις γιοί απέκτησαν τον τίτλο του Αυγούστου και μοίρασαν μεταξύ τους τη διοίκηση της Αυτοκρατορίας.[21]Ο Κωνσταντίνος ο Β πήρε τη Γαλατία, τη Βρετανία και την Ισπανία, ο Κώνστας την Ιταλία, την Αφρική και το Ιλλυρικό, και ο Κωνστάντιος ολόκληρη την Ανατολή.[22]Διαμάχη και ανταγωνισμός υπήρχε ανάμεσα στους νέους Αυγούστους για το ποιος θα υποτάξει τους άλλους.Το 340 σκοτώνεται ο Κωνσταντίνος Β' σε μια μάχη εναντίον του αδερφού του Κώνστα και ο τελευταίος σκοτώνεται από το Μαξέντιο, ένα διεκδικητή του θρόνου, το 350. Οι δύο αυτοί Αύγουστοι ήταν υπέρμαχοι της Α' Οικουμενικής Συνόδου στη Νίκαια. Ο Κωνστάντιος, μετά το θάνατο των αδερφών του γίνεται κύριος της Αυτοκρατορίας. Ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζει όμως έως το τέλος της ζωής του είναι οι επαναστάσεις του ξάδερφού του, Ιουλιανού εναντίον του.
Ο Κωνστάντιος ήταν ικανός και συνειδητός κυβερνήτης αλλά και υπέρμαχος του αρειανισμού. Η θέλησή του να επιβάλλει τη διδασκαλία του Αρείου σε όλη την Αυτοκρατορία ήταν η αιτία να οξυνθούν επικίνδυνα οι σχέσεις του με τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας, Αθανάσιο. Ο πατριάρχης εξορίζεται, ενώ ο Κωνστάντιος πετυχαίνει με τις Συνόδους του Σιρμίου και του Ρίμινι το 359 την ανακήρυξη του Αρειανισμού σε κρατικό δόγμα. Ο Αρειανισμός προσωρινά φαίνεται ότι έχει κερδίσει στη μονομαχία του εναντίον της Ορθοδοξίας, όμως δεν έχει γραφτεί το τέλος του αντιαρειανικού αγώνα.
Ο Κωνστάντιος μην έχοντας παιδιά, γνώριζε ότι έπρεπε να φροντίσει για το μελλοντικό διάδοχό του, άλλωστε τα προηγούμενα χρόνια είχε επιδοθεί σε μία συστηματική εξόντωση των συγγενών του. Στη ζωή είχαν μείνει μόνο δύο ξαδέρφια του ο Γάλλος και ο Ιουλιανός. Η υποψία πιθανής δολοπλοκίας εναντίον του από το Γάλλο, τον οδηγεί στη δολοφονία του τελευταίου το 354. Στη συνέχεια έχρισε ως καίσαρα τον αδερφό του δολοφονημένου Γάλλου, τον Φλάβιο Κλαύδιο Ιουλιανό, που έμεινε στην Ιστορία ως Ιουλιανός ο Παραβάτης ή ο Αποστάτης.
 
  ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β':
ΟΙ ΑΡΕΙΑΝΙΚΕΣ ΕΡΙΔΕΣ ΣΥΝΕΧΙΖΟΝΤΑΙ
Ι. Ένας παγανιστής αυτοκράτορας, ο Ιουλιανός
 
Ο Ιουλιανός διορίσθηκε ως Καίσαρας στην Αυτοκρατορική Αυλή το 355. Ο Κωνστάντιος του έδωσε ως σύζυγό του την αδερφή του Ελένη και εξαδέρφη του Ιουλιανού. Ο τελευταίος είχε μείνει ορφανός σε πολλή μικρή ηλικία και από μητέρα και από πατέρα. Παρ' όλη όμως την ορφάνια του, έλαβε σπουδαία μόρφωση. Διδάχθηκε από το δάσκαλό του Μαρδόνιο την αρχαία κλασική φιλολογία, καθώς και από τον Ευσέβιο Νικομηδείας και αργότερα Κωνσταντινουπόλεως την Αγία Γραφή. Βαπτίστηκε χριστιανός σε πολύ μικρή ηλικία, αλλά ποτέ δεν αποδέκτηκε τη χριστιανική θρησκεία.
Επηρεασμένος από τη διδασκαλία της αρχαίας ζωροαστρικής θρησκείας και πιστός οπαδός του μυθικού Θεού των Περσών, Μίθρα, προσπάθησε να πετύχει την αναβίωση της ειδωλολατρίας με συγκερασμό Μιθραϊσμού και αρχαίων ελληνορωμαϊκών θεών. Η αγάπη του για την ειδωλολατρία θεωρείται μία από τις βασικές αιτίες εξορίας του Ιουλιανού στην Αθήνα. Εκεί ο Ιουλιανός φοίτησε στην περίφημη φιλοσοφική σχολή της εποχής και φημολογείται ότι μυήθηκε και στα Ελευσίνια μυστήρια. Άξιο λόγου είναι ότι στη φιλοσοφική σχολή των Αθηνών συνδέθηκε με φιλία με δύο σημαντικούς ανθρώπους και υπερασπιστές του Χριστιανισμού, το Μεγάλο Βασίλειο και το Γρηγόριο το Θεολόγο η Ναζιανζηνό.
Το 356, ο Κωνστάντιος στέλνει τον Ιουλιανό στη Γαλατία, για να αντιμετωπίσει τα γερμανικά φύλα. Ύστερα από μερικές αποτυχίες, ο Ιουλιανός κατόρθωσε να καταφέρει φοβερό πλήγμα στον εχθρό και να ισχυροποιήση της επαρχίες του βυζαντινού κράτους στην περιοχή. Η συνολική αποκατάσταση των συνόρων της αυτοκρατορίας κατά μήκος του Ρήνου και του Δουνάβη ολοκληρώθηκε το 359. Μέσα σε πέντε χρόνια η Γαλατία είχε γίνει αγνώριστη και αυτό οφειλόταν αποκλειστικά στον Ιουλιανό.
Το 360 ο στρατός στη Λουητία, το σημερινό Παρίσι, ανακηρύσσει τον Ιουλιανό βασιλιά. Ο Κωνστάντιος δεν καταφέρνει  να προβεί σε καμία ενέργεια σημαντική, γιατί τον προλαβαίνει ο θάνατος. Με την άνοδο του Ιουλιανού στο θρόνο ήλθε στο πρσκήνιο το πρόβλημα της συμβιώσεως της αρχαίας ελληνικής θρησκείας και του πολιτισμού των αρχαίων Ελλήνων με τις δογματικές αλήθειες και τον τρόπο ζωής που πρέσβευε ο Χριστιανισμός.
Στο σημείο αυτό, ο Γιάννης Κορδάτος[23] σημειώνει: «ο Ιουλιανός δεν έκανε καλούς υπολογισμούς, γιατί ο Χριστιανισμός είχε στα χρόνια αυτά ριζώσει μέσα στα λαϊκά στρώματα και δεν ήταν εύκολο να παραγκωνιστεί. Οι χριστιανοί γρήγορα κατάλαβαν τα σχέδιά του και γι' αυτό τον έβλεπαν ως εχθρό τους, με αποτέλεσμα να αντιδρούν στις διαταγές του». Ο Ιουλιανός δεν πτοείται. Γράφει υπέρ της αρχαίας ελληνικής θρησκείας, υμνεί την ειδωλολατρία, σατυρίζει και εμπαίζει τους χριστιανούς. Κατά τη βασιλεία του, οι ειδωλολάτρες εκτρέπονται σε βιαιότητες εναντίον των χριστιανών. Το αποτέλεσμα ήταν πολλοί χριστιανοί, χλιαροί στην πίστη τους, ασπάσθηκαν ξανά τα είδωλα. Η ειδωλολατρία φαινόταν να κερδίζει έδαφος και να σημειώνει νίκη εναντίον του Χριστιανισμού.
Ο Ιουλιανός δεν είχε λαϊκό έρεισμα. Στήριξη είχε από μία μικρή μερίδα φιλοσόφων και διανοουμένων. Η αγάπη του και η αφοσίωσή του προς τα είδωλα, τον οδηγούσε σε ακραίες καταστάσεις, κάνοντάς τον περίγελο στα μάτια τόσο των χριστιανών όσο και των ίδιων των εθνικών.[24]
Ενώ στα χρόνια της βασιλείας του, οι Χριστιανοί δέχθηκαν ύβρεις, απαγορεύσεις και παραγκωνισμό από τον κρατικό μηχανισμό, δε συνέβηκε το ίδιο και με τους Εβραίους. Ξανάκτισε το ναό του Σολομώντα, τον οποίο είχαν καταστρέψει οι Ρωμαίοι το 70 μ.Χ. και γενικότερα ευνόησε τους Εβραίους.
Φυσικά ο Ιουλιανός δεν ασχολήθηκε μόνο με την αναβίωση της ειδωλολατρίας, αλλά και με την ανόρθωση της οικονομίας και τη βελτίωση της οργάνωσης της διοίκησης.[25]Ένα επίσης από τα βασικά μελήματά του ήταν και η αναδιοργάνωση και ο ανεφοδιασμός του στρατού, αφού οι σχέσεις της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με τους Πέρσες συνέχιζαν να βρίσκονται σε κρίσιμη κατάσταση.
Το 363 ο Ιουλιανός φεύγει από την Αντιόχεια και λαμβάνει μέρος στην εκστρατεία κατά των Περσών. Στην αρχή σημειώθηκαν κάποιες νίκες των Βυζαντινών εναντίον των Περσών. Σε μία μάχη, ο Ιουλιανός τραυματίζεται θανάσιμα. Κανείς δεν γνωρίζει ποιος τραυμάτισε τον Αυτοκράτορα. Πολλοί υποστήριξαν ότι τον τραυμάτισε κάποιος χριστιανός, άλλοι ότι το τραύμα του αποτελούσε τιμωρία του Ιουλιανού από τον άγιο Μερκούριο, που πολλά χρόνια πριν είχε μαρτυρήσει στην Καισάρεια της Καππαδοκίας.[26] Τον τραυματισμένο αυτοκράτορα μετάφεραν στη σκηνή του οι στρατηγοί και οι στενοί συνεργάτες του και άρχισαν να τον θρηνούν. Ο Ιουλιανός αμετανόητος ακόμη και λίγο πριν ξεψυχήσει, τους επέπληξε και τους είπε ότι δεν έπρεπε να κλαίνε μια και αυτός επρόκειτο να ενωθεί με τα αστέρια. Μετά από λίγο ξεψύχησε. Πολλοί ιστορικοί σημειώνουν ότι ο Αυτοκράτορας ξεψύχησε φωνάζοντας: «Νενίκηκας, ω Ναζωραίε». Λίγο πριν πεθάνει δεν όρισε το διάδοχό του, αλλά είπε ότι αυτός που θα τον διαδεχτεί θα είναι εξίσου ικανός. Πέθανε στις 26 Ιουνίου του 363, τριανταδύο ετών. 
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.. 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου