Πέμπτη 18 Ιουλίου 2013

Η ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ Α΄ΕΩΣ ΤΗΝ Δ΄ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟ[Μέρος Γ΄]

ΙΙ. Ιοβιανός, Βαλεντινιανός, Βάλης 
 
Ο θάνατος του Ιουλιανού του Παραβάτη άφησε το στράτευμα ακέφαλο σε μία εχθρική χώρα. Η κατάσταση ήταν κρίσιμη και η εκλογή νέου αυτοκράτορα επιτακτική ανάγκη. Στο τέλος μετά από πολλή σκέψη ο στρατός εξέλεξε για αυτοκράτορα έναν νέο αξιωματούχο χριστιανό τον Ιοβιανό. Εκείνος ήταν υπέρμαχος του Συμβόλου της Νικαίας.  
Πιεζόμενος από την άσχημη κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο στρατός στη Μεσοποταμία, υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με τους Πέρσες με όρους ταπεινωτικούς για το κράτος του Βυζαντίου. Οι Βυζαντινοί ήταν υποχρεωμένοι να παραχωρήσουν πέντε επαρχίες στην περιοχή του Τίγρητος ποταμού.
Ο Ιοβιανός αναγκάστηκε να προχωρήσει στην υπογραφή μίας τέτοιας ταπεινωτικής συνθήκης, γιατί έπρεπε να επιστρέψει το δυνατόν γρηγορότερα με το στράτευμα στη Βασιλεύουσα, να αναγνωρισθεί ως αυτοκράτορας και από τα στρατεύματα της Δύσεως και γεικά να στερώσει την εξουσία του. Φυσικά η ενέργεια του αυτή και το μικρό χρονικό διάστημα που βασίλεψε δε μας δίνει τη δυνατότητα να τον αξιολογήσουμε σαν ηγεμόνα. Ο Ιοβιανός βασίλεψε μόνο ένα έτος γιατί πέθανε ξαφνικά[27].
Βρέθηκε στο τιμόνι της αυτοκρατορίας μόνο για οχτώ μήνες και δεν μπόρεσε να επιδείξει τις όποιες διοικητικές ικανότητες που ίσως είχε. Το μόνο που κατόρθωσε να κάνει όσον αφορά στο θέμα του Χριστιανισμού, ήταν η διακήρυξη ανεξιθρησκίας και η κατάργηση των μέτρων εναντίον των χριστιανών και των εκκλησιών τους.
Μετά το θάνατο του Ιοβιανού στις 17 Φεβρουαρίου 364, στο θρόνο της αυτοκρατορίας ανέβηκε ο Φλάβιος Βαλεντινιανός, που εκλέκτηκε δια βοής από το στρατό. Εκείνος με τη σειρά του εκλέγει συναυτοκράτορα τον αδερφό του, Βάλη. Τα δύο αδέρφια κατάγονταν από φτωχή οικογένεια. Ο πατέρας τους ήταν αρχικά σχοινοποιός. Ήταν αγράμματοι και με φρικτή εμφάνιση, κυρίως ο Βάλης.
Ο Βαλεντιανός ήταν οπαδός της Νίκαιας, δηλαδή ορθόδοξος, ενώ ο Βάλης οπαδός του αρειανισμού. Οι θρησκευτικές τους πεποιθήσεις έγιναν φανερές στα μέρη της αυτοκρατορίας στα οποία είχαν την εξουσία. Ο Βαλεντινιανός είχε αναλάβει τη Δυτική πλευρά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και ο Βάλης την Ανατολική, ώστε να μπορούν να υπερασπισθούν ευκολότερα και αποτελεσματικότερα όλα τα σύνορα του Βυζαντίου.
Ο πρώτος, αν και έδειξε φανερά την εύνοιά του απέναντι στους υπέρμαχους του συμβόλου της Νίκαιας, δεν ενόχλησε τους παγανιστές. Αντίθετα ο Βάλης εξεδίωξε τους ορθόδοξους χριστιανούς που δεν υιοθετούσαν τις διδασκαλίες του Αρείου. Η αντίθεση στο πεδίο της πίστεως μεταξύ Ανατολής και Δύσης έγινε η αιτία για άλλη μία φορά να χαλαρώσουν οι δεσμοί μεταξύ των δύο τμημάτων της Αυτοκρατορίας. Ωστόσο δεν στάθηκε εμπόδιο για το σχεδιασμό μίας κοινής εξωτερικής πολιτικής, που ήταν η άμυνα απέναντι σε οποιονδήποτε εχθρό. Οι πιο επικίνδυνοι εχθροί για ολόκληρη την Αυτοκρατορία και απειλή για την υπόστασή της στάθηκαν οι Γότθοι και γενικότερα τα γερμανικά φύλα.
Το γερμανικό ζήτημα πάλαιψε να αντιμετωπίσει για έναν ολόκληρο αιώνα το ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας, γιατί το δυτικό γρήγορα υπέκυψε λίγο μετά την αντικατάσταση του Βαλεντινιανού από τους γιούς του, Γρατιανό και Βαλεντινιανό Β'. Ο Βάλης αφού κατόρθωσε να εξουδετερώσει ένα σφετεριστή του θρόνου τον Προκόπιο, στράφηκε εναντίον των Γότθων, των Βησιγότθων και των Οστρογότθων. Χρόνια έδινε μάχες εναντίον των Περσών αλλά και των Γερμανικών φύλων. Το 378 στη μάχη των Βυζαντινών με τους Βησιγότθους κοντά στην Ανδριανούπολη, οι πρώτοι υπέστησαν συντριπτική ήττα και ο Βάλης σκοτώθηκε. Ταυτόχρονα τα δύο τρίτα του στρατού χάθηκαν μαζί του.
Ο Βάλης δε φρόντισε μόνο για την προστασία του κράτους από τους εξωτερικούς εχθρούς, αλλά και για την εσωτερική αναδιοργάνωση της Αυτοκρατορίας. Ειπώθηκε παραπάνω ότι ασκούσε φιλοαρειανική πολιτική, παρ' όλα όμως τα θρησκευτικά του θεωρείται ότι τήρησε ήπια στάση απέναντι στους ειδωλολάτρες, φροντίζοντας να μην προκαλούν τους χριστιανούς. Όσον αφορά στους χριστιανούς, αντιτάχθηκε σθεναρά απέναντι στους οπαδούς της Συνόδου της Νίκαιας και καταδίωξε τους μοναχούς.
Στα κοινωνικά θέματα προσπάθησε να πατάξει τις αυθαιρεσίες των κρατικών οργάνων, να μην προβεί σε αύξηση των φόρων και γενικότερα να προστατεύσει τους αδύναμους και τους φτωχούς του Βυζαντίου. Φρόντισε για τη βιβλιοθήκη της Κωνσταντινούπολης, ενώ έφτιαξε πολλά δημόσια έργα τόσο στην Πόλη, όσο και σε άλλες πόλεις της Αυτοκρατορίας.
 
Η «ΙΣΧΥΡΟΠΟΙΗΣΗ» ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ
  
Ι. Η άνοδος του Μεγάλου Θεοδοσίου στο θρόνο της αυτοκρατορίας και η θρησκευτική πολιτική του.
 
Μετά το θάνατο του Βάλη, ο Γρατιανός, γιός του Βαλεντινιανού ήταν μόλις δεκαεννέα χρόνων. Επειδή ήταν αδύνατο για εκείνον να εγκαταλείψει τη Δύση, στράφηκε σε κάποιο Θεοδόσιο, γιό ενός από τους κορυφαίους στρατηγούς του πατέρα του, που μέσα σε λίγους μήνες αποδείχθηκε ένας τόσο ξεχωριστός ηγέτης, ώστε, τον Ιανουάριο του 379, ο Γρατιανός τον ανακήρυξε συναύγουστό του.[28]
Το 380 βαφτίζεται χριστιανός στη Θεσσαλονίκη από τον επίσκοπο Ασχόλιο, οπαδό της Α' Οικουμενικής Συνόδου.  Το 380 εξέδωσε ένα Διάταγμα, σύμφωνα με το οποίο αληθινά μέλη της Καθολικής[29] του Χριστού Εκκλησίας ήταν όσοι πίστευαν στα Τρία ίσα και προαιώνια πρόσωπα της Αγίας Τριάδας, σύμφωνα με αυτά που διδάσκονται από τους Αποστόλους και τα ιερά Ευαγγέλια. Οι αρετικοί και οι ειδωλολάτρες είχαν να υποστούν τιμωρίες. Δεν είχαν το δικαίωμα να συγκεκτρώνονται σε δημόσιο η ιδιωτικό χώρο. Το προνόμιο αυτό υπήρχε μόνο στους οπαδούς των αποφάσεων της Νίκαιας.
Ο αυτοκράτορας έδωσε αρκετά προνόμια στους κληρικούς, οι οποίοι πρέσβευαν τα δόγματα της Α' Οικουμενικής Συνόδου. Παρά τα δικαιώματα όμως που τους παρείχε, ήταν πάντα επιφυλακτικός απέναντί τους. Ο λόγος ήταν ότι ο Θεοδόσιος δεν ήθελε οι κληρικοί να αποκτήσουν τόσες αρμοδιότητες που να αποτελούν τροχοπέδη στα συμφέροντα και στις ενέργειες του κράτους.


Ο A. Vasiliev[30] σημειώνει ότι: «ο Θεοδόσιος ήθελε να είναι ο μοναδικός ρυθμιστής των εκκλησιαστικών υποθέσεων της Αυτοκρατορίας και, γενικά, πέτυχε το σκοπό του αυτό. Σε μία περίπτωση όμως ήλθε σε έντονη αντίθεση με τον εκλεκτό ηγέτη της Εκκλησίας της Δύσεως Αμβρόσιο, Επίσκοπο Μεδιολάνων (Μιλάνου). Ο Θεοδόσιος και ο Αμβρόσιος είχαν τελείως αντίθετες απόψεις για τη ρύθμιση των σχέσεων Εκκλησίας και Κράτους. Ο πρώτος πίστευε στην υπεροχή του Κράτους, ενώ ο δεύτερος επέμενε ότι η Εκκλησία δεν έπρεπε ποτέ να υποταχθεί σε μια πρόσκαιρη δύναμη. Η διάσταση του Αυτοκράτορος και του Αμβροσίου είχε ως κύριά της αφορμή τις σφαγές της Θεσσαλονίκης. Στην πλούσια αυτή και μεγάλη πόλη είχε εγκατασταθεί ένας μεγάλος αριθμός Γερμανών στρατιωτών με αρχηγό έναν πολύ αγενή και ανίκανο διοικητή, που δεν προσπαθούσε καθόλου να εμποδίσει τις βίαιες πράξεις των στρατιωτών του.» Το αποτέλεσμα ήταν να εξαγριωθούν οι Θεσσαλονικείς και να σκοτώσουν τους Γερμανούς. Ο Αυτοκράτορας με τη σειρά του έβαλε Γερμανούς, οι οποίοι έχαιραν ιδιαίτερης τιμής από το Θεοδόσιο, να σφάξουν αδιακρίτως τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης. Η πράξη του αυτή έγινε η αιτία ο Αμβρόσιος να τον αφορίσει και να τον αναγκάσει να μην φορεί το μανδύα του Αυτοκράτορα κατά την περίοδο της μετανοίας του.[31]
Ο Θεοδόσιος εξέδωσε διάταγμα για το κλείσιμο της φιλοσοφικής Σχολής των Αθηνών[32], στην οποία είχαν φοιτήσει ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, ο Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός και πολλοί άλλοι εθνικοί και χριστιανοί. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η στάση του Θεοδοσίου απέναντι στους ειδωλολάτρες και στους ετερόδοξους ήταν διαλλακτικότερη σε σχέση με εκείνη που τήρησε απέναντι στους αιρετικούς, οι οποίοι δημιουργούσαν προβλήματα τόσο στη Χριστιανική Εκκλησία, όσο και στην ίδια την ενότητα του Κράτους.
Στα υπολείμματα των αρειανικών δοξασιών, νέες αιρέσεις ήρθαν να προστεθούν. Οι αιρετικές διδασκαλίες του Απολιναρίου και του Ευνομίου, αλλά και οι κακοδοξίες της αίρεσης των Μακεδονιανών ήταν μεγάλη απειλή τόσο για τη συνοχή της Αυτοκρατορίας όσο και για την Ενότητα της Καθολικής Εκκλησίας. Η μόνη λύση ήταν η ενεργοποίηση του συνοδικού θεσμού της Εκκλησίας για άλλη μία φορά. Ο Θεοδόσιος συγκάλεσε τη Β' Οικουμενική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη το 381.
Ο Θεοδόσιος ήταν σπουδαίος αυτοκράτορας. Κατάφερε να αντιμετωπίσει με επιτυχία τους εχθρούς της Αυτοκρατορίας, Γότθους και Πέρσες. Ήταν ο τελευταίος Αυτοκράτορας που κυβέρνησε την ενωμένη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ο Θεοδόσιος πέθανε το 395, αφού κληροδότησε την Αυτοκρταορία του στους γιούς του Αρκάδιο και Ονώριο. Ο Αρκάδιος πήρε το ανατολικό τμήμα και ο Ονώριος το δυτικό.
 
ΙΙ. Η αίρεση του Απολιναρισμού
 
Ο Απολινάριος θεμελιωτής της νέας αιρέσεως, που θα απασχολούσε το δεύτερο μισό του τέταρτου αιώνα και θα έβαζε σε κίνδυνο την ενότητα της Εκκλησίας, γεννήθηκε το 315 στη Λαοδικεία. Ο πατέρας του ονομαζόταν και αυτός Απολινάριος και ήταν γραμματικός. Πατέρας και υιος έγραψαν το κείμενο της Καινής Διαθήκης σε ομηρικό μέτρο. Θεωρούσαν απαραίτητο οι χριστιανοί να γνωρίζουν τον Όμηρο, τον Πίνδαρο και τους τραγικούς ποιητές της αρχαίας Ελλάδας. Ήταν τόσο μορφωμένος όσο και οι Καππαδόκες πατέρες, χωρίς όμως σωστή θεολογική κρίση και εμμονή στην παράδοση της Εκκλησίας μας.
Ο Απολινάριος θέλοντας να αντιμετωπίσει τη διδασκαλία του Αρείου, αρχικά φαίνεται να συμφωνεί με το Σύμβολο της Νίκαιας και τη διδασκαλία του Μεγάλου Αθανασίου. Προσπαθεί να αντιμετωπίσει το «πρόβλημα» της ενσάρκωσης του Θείου Λόγου. Είχε όμως ήδη αρνηθεί ενσυνείδητα την πίστη της Εκκλησίας ότι ο θείος Λόγος είναι «ενανθρωπήσας», δηλαδή προσέλαβε συγχρόνως την σάρκα και το πνεύμα (νού -ψυχή) του ανθρώπου.[33] Η θεολογική του διδασκαλία στηρίχτηκε στην άποψη του φιλόσοφου Αριστοτέλη «αδύνατον γαρ είναι εκ δύο (=ουσιών με εντελέχεια) εν η ενός δύο γενέσθαι».[34] Επομένως κατά τον Απολινάριο ο Χριστός δεν μπορούσε να έχει δύο φύσεις, θεία και ανθρώπινη, τέλειες, γιατί τότε θα είχαμε δύο τέλεια όντα, δύο Χριστούς και όχι έναν.
Ο Απολινάριος υποστήριζε ότι ο Υιος και Λόγος του Θεού κατά την ενανθρώπηση προσέλαβε μόνο το σώμα και την άλογη ψυχή του ανθρώπου, τη θέση της λογικής ψυχής[35] η του νού κατέλαβε ο θείος Λόγος.[36] Ο Απολινάριος δηλαδή αφαιρούσε ποσότητα από την ανθρώπινη φύση, η οποία χωρίς το νού δεν μπορούσε να θεωρείται φυσικό πρόσωπο, προβάλλοντας έτσι την προσωπική ενότητα του Χριστού.[37]
Η θεολογική αυτή άποψη του Απολιναρίου σχετικά με την πρόσληψη από το θείο Λόγο της ανθρώπινης, χωρίς υπόστασης, σάρκας δημιουργεί σωτηριολογικά προβλήματα. Το πρόβλημα ήταν ότι μένει αθεράπευτο οτιδήποτε δεν ενώνεται με το Θεό.[38] Ο καθηγητής Στυλιανός Γ. Παπαδόπουλος σημειώνει: «η αποτυχία του Απολιναρίου να δώσει απάντηση στο πρόβλημα της σωτηρίας του ανθρώπου υπογραμμίζει ότι ένα μόνο ήταν το αρχικό του κίνητρο και ένας μόνο ο τελικός του σκοπός: να δείξει τη διαδικασία της ενσαρκώσεως, για να εξηγήσει πως έγινε δυνατή η μίξη θείου και ανθρωπίνου. Η θεολογία όμως, όταν και όσο δεν έχει ως πρώτο κίνητρο την σωτηρία, μεταβάλλεται σε φιλοσοφία, που απλώς διατηρεί λίγα η πολλά θεολογικά στοιχεία. Το αποτέλεσμα φυσικά δεν είναι ούτε γνήσια φιλοσοφία, εφόσον δεν κινείται απροϋπόθετα και δεν έχει εσωτερική συνέπεια.»
Εξαιτίας της διδασκαλίας αυτής ο Απολινάριος όξυνε τις σχέσεις του με το Γρηγόριο το Θεολόγο και το Βασίλειο τον Καισαρείας. Οι τελευταίοι προσπάθησαν με επιστολές τους να τον νουθετήσουν. Η εκτίμησή τους προς το πρόσωπο του Απολιναρίου, τους έκανε να καταβάλουν κάθε προσπάθεια για να του δείξουν την πλάνη στην οποία βρισκόταν και να σταματήσουν την «αδελφική ζυγομαχίαν[39]».
Ο Απολινάριος παρά τις προσπάθειες που κατέβαλε να εξηγήσει με λογικό τρόπο τη διδασκαλία του για την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού, δεν κατάφερε να δώσει μία ευλογοφανή εξήγηση της ενότητας στο πρόσωπο του Χριστού, γιατί ταύτιζε τη φύση με την υπόσταση. Οι Καππαδόκες αντίθετα, κινούμενοι από την ανάγκη σωτηρίας ολόκληρου του ανθρώπου, διέκριναν γενικά φύση και υπόσταση και διαπίστωναν στο Χριστό ενωμένες τη θεία και την ανθρώπινη φύση. Οι φύσεις διασώζονταν ενωμένες και η υπόσταση που είναι ύπαρξη, ον και πρόσωπο, ήταν μία, του Χριστού.[40]
Η διδασκαλία του Απολιναρίου είχε αρχίσει να κερδίζει υποστηρικτές σε όλη την Αυτοκρατορία. Έβαζε σε κίνδυνο για άλλη μία φορά την ενότητα της Εκκλησίας και ταυτόχρονα την ενότητα της Αυτοκρατορίας. Επιτακτική γινόταν η ανάγκη για την αντιμετώπισή της από το Συνοδικό θεσμό της Εκκλησίας.
ΙΙΙ. Η Β' Οικουμενική Σύνοδος
Ο Θεοδόσιος παρά τις προσπάθειές του να επιβάλει την πίστη στην Τριαδική Θεότητα (Πατήρ, Υιος και Άγιο Πνεύμα) με την έκδoση του Θεοδοσιανού Κώδικα (Codex Theodosianus 16, 1, 2) το Φεβρουάριο του 380, και με την καταδίκη όσων αρνούνταν τη θεότητα και ομοουσιότητα του Αγίου Πνεύματος[41] με το διάταγμα του Ιανουαρίου του 381 (Codex Theodosianus 16, 5, 6) δεν κατόρθωσε να σταματήσει τις νέες αιρετικές διδασκαλίες που είχαν αρχίσει να εκδηλώνονται μέσα στα όρια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Το Μάιο του 381 ο Μέγας Θεοδόσιος συγκάλεσε τη Β' Οικουμενική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη[42]. Η σύνοδος αυτή επρόκειτο να δώσει οριστικό τέλος στα υπολείμματα της διδασκαλίας των αρειανοφρόνων (Ευνόμιο), να καταδικάσει την αιρετική διδασκαλία του Απολιναρίου και των Μακεδονιανών. Στη σύνοδο μετείχαν εκατό πενήντα ανατολικοί επίσκοποι. Ανάμεσά τους ήταν ο Γρηγόριος Νύσσης, αδερφός του Μεγάλου Βασιλείου[43], ο Κύριλλος Ιεροσολύμων, ο Αμφιλόχιος Ικονίου, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, ο Διόδωρος Ταρσού και πολλοί άλλοι.
Πρόβλημα δημιουργήθηκε σχετικά με την άσκηση της προεδρίας της Συνόδου. Κατά τη σύγκληση της συνόδου ο μόνος κενός επισημότατος θρόνος ήταν ο θρόνος της Κωνσταντινουπόλεως μετά την απομάκρυνση του αιρετικού Δημοφίλου και την αντικανότητα της εκλογής του Μαξίμου του Κυνικού.[44] Πρόεδρος αρχικά της Συνόδου ορίστηκε ο Μελέτιος Αντιοχείας, ο οποίος πέθανε λίγο αμέσως μετά την έναρξη των εργασιών της Συνόδου. Στη συνέχεια εκλέχτηκε πρόεδρος της Συνόδου και πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ο Γρηγόριος Θεολόγος. Παραιτήθηκε όμως και από τον Πατριαρχικό θρόνο της Βασιλεύουσας, αλλά και από την προεδρία της Συνόδου, γιατί δεν μπορούσε να υποφέρει τις αντιδράσεις μερικών επισκόπων για την ειρηνική πολιτική του, αλλά και τις αμφισβητήσεις τους σχετικά με την κανονικότητα της εκλογής του.[45] Πριν την παραιτησή του είχε διαμορφώσει την πορεία της Συνόδου, η οποία τώρα πια δε θα ασχολόταν μόνο με τις κανονικές αλλά και θεολογικές προϋποθέσεις της ενότητας και της ειρήνης της Εκκλησίας με κριτήριο τη θεολογική ερμηνεία της πίστεως με βάση τη διδασκαλία του ίδιου, του Μεγάλου Βασιλείου και του Γρηγορίου Νύσσης.
Η Σύνοδος καταδίκασε τον Απολινάριο, τον Ευνόμιο, τον Μακεδόνιο και τις διδασκαλίες τους. Αναγνώρισε το Σύμβολο της Νίκαιας (325), στο οποίο πρόσθεσε και άλλα πέντε δογματικά άρθρα. Το Σύμβολο αυτό έμεινε γνωστό στην Ιστορία ως Σύμβολο της Νίκαιας - Κωνσταντινουπόλεως (η με απλά λόγια το σύμβολο αυτό είναι το γνωστό σε όλους τους Χριστιανούς ως Πιστεύω). Η Σύνοδος τελείωσε τις εργασίες της στις 30 Ιουλίου του 381.
 
ΙV. Ο θάνατος του Μεγάλου Θεοδοσίου
και οι αυτοκράτορες Αρκάδιος και Ονώριος
 
Όπως προαναφέρθηκε, ο Θεοδόσιος πέθανε στο Μιλάνο το 395. Η αυτοκρατορία κληροδοτήθηκε στους γιούς του, Ονώριο και Αρκάδιο. Ο Ονώριος πήρε το δυτικό τμήμα και ο Αρκάδιος το ανατολικό. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η Αυτοκρατορία θεωρούνταν μία, και για το λόγο αυτό, όποιος από τους δύο Αυτοκράτορες εξέδιδε διάταγμα, έφερε και το όνομα και του άλλου.
Μπορεί η Αυτοκρατορία να θεωρούνταν μία, στην πραγματικότητα υπήρχε βαθιά διαφορά ανάμεσα στα δύο τμήματα, η οποία σιγά-σιγά έγινε αγεφύρωτο χάσμα. Ο καθηγητής Ιω. Καραγιαννόπουλος[46] σημειώνει: «Αι ρίζαι του χάσματος τούτου ωφείλοντο εις την διαφορετικήν πολιτιστικήν και γλωσσικήν αφετηρία των δύο μερών: εις το δυτικό τμήμα ωμιλείτο η λατινική και συνεχίζετο η πολιτιστική παράδοση της Ρώμης. Στο ανατολικό τμήμα ο συνδετικός γλωσσικός κρίκος ήταν η ελληνική γλώσσα και οι δημιουργούμενες πολιτιστικές ζυμώσεις αφορμώντο εκ της ελληνιστικής πολιτιστικής παραδόσεως».
Οι δύο συναυτοκράτορες ήταν ανήλικοι. Στο πλευρό τους είχαν δύ ικανότατους αλλά και φιλόδοξους συμβούλους. Ο έπαρχος των πραιτωρίων, ο Ρουφίνος ήταν στο πλευρό του Αρκαδίου, ενώ στο πλευρό του Ονωρίου υπήρχε ο στρατηγός Στηλίχωνας. Στην πραγματικότητα οι δύο αυτοί σύμβουλοι ήταν οι κύριοι ηγεμόνες της Αυτοκρατορίας.
Ο Ρουφίνος απέβλεπε στο σταδιακό παραγκωνισμό του Αρκαδίου και στην αναρρίχηση του ίδιου στο θρόνο της αυτοκρατορίας. Αυτό φαινόταν σχετικά εύκολο, γιατί ο Αρκάδιος είχε αδύναμο χαρακτήρα και κινητικές δυσκολίες. Επίσης είχε μεγάλα προβλήματα στην άρθρωση του λόγου. Υπήρχε ένα εμπόδιο στα σχέδια του Ρουφίνου, ο ευνούχος υπηρέτης του Ευτρόπιος. Ο τελευταίος ήταν εξίσου διεφθαρμένος και φιλόδοξος όσο ο αφέντης του, Ρουφίνος. Ο Ευτρόπιος γρήγορα αντιλήφθηκε ότι ο Ρουφίνος σκόπευε να παντρέψει τον Αρκάδιο με μία ανιψιά του. Τότε ο δρόμος προς το θρόνο θα ήταν πολύ εύκολη υπόθεση. Ο Ευτρόπιος έπρεπε να δράσει γρήγορα. Κάποτε, όταν έλειπε ο Ρουφίνος, παρουσίασε μπροστά στον Αρκάδιο μία πανέμορφη κοπέλα την Ευδοξία. Εκείνος την ερωτεύθηκε παράφορα και πριν γυρίσει ο Ρουφίνος την αρραβωνιάστηκε. Στο γάμο αυτό οφείλεται η γρήγορη άνοδος του Ευτροπίου στα ανώτατα κλιμάκια της Αυτοκρατορίας. Ταυτόχρονα ήταν ο κύριος πρωτεργάτης της δολοφονίας του Ρουφίνου στις 27 Νοεμβρίου του 395.
Η αυτοκράτειρα Ευδοξία ήταν μία προληπτική, ασεβής και φιλόδοξη γυναίκα. Την αναιδή και προκλητική συμπεριφορά της φρόντιζε να την κάνει φανερή ακόμα και στις δημόσιες εμφανίσεις της. Χαρακτηριστικό είναι ότι στα μαλλιά της υπήρχε φράντζα, χτένισμα γυναίκας εταίρας. Η αυτοκράτειρα Ευδοξία είχε κάτω από την προστασία της τον ευνούχο Ευνόμιο. Ο τελευταίος δεν έπαυε στιγμή να της υπενθυμίζει ότι σε εκείνον όφειλε τη θέση της.
Ο τρόπος ζωής της Ευδοξίας προκάλεσε την αυστηρή κριτική του ιερού Χρυσοστόμου, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και κατά συνέπεια την εξορία του. Η Ευδοξία ήθελε να επαναφέρει τη λατρεία του αυτοκράτορα και της αυτοκράτειρας, για το λόγο αυτό κρέμασε την εικόνα της απέξω από το ναό της Αγίας Σοφίας, πράγμα που προκάλεσε τη δριμύ κριτική του Χρυσοστόμου. Κατά τη «βασιλεία» του Αρκαδίου, δεν είχαμε καμιά ιδιαίτερη θρησκευτική πολιτική. Βέβαια υπήρχε ένα κλίμα έχθρας μεταξύ του αυτοκρατορικού ζεύγους και του Πατριάρχη Αλεξανδρείας, το οποίο οφειλόταν στην αυστηρή και όχι άδικη κριτική του Ιωάννη του Χρυσοστόμου εναντίον τους.
Ο Ονώριος, όπως προαναφέρθηκε βρισκόταν υπό την επιροή του Στηλίχωνα, γιό Βανδάλου και νυμφευμένου με τη Σειρήνα, ανηψιά και υιοθετημένη κόρη του Μεγάλου Θεοδοσίου. Ο Στηλίχων ήταν αυτός που καθόριζε την πολιτική του δυτικού τμήματος της Αυτοκρατορίας εναντίον των Γότθων και έναντι των άλλων εχθρών.Ο Στηλίχωνας μετά το θάνατο του Αρκαδίου πίστεψε ότι ο δρόμος για την απόλυτη εξουσία ήταν ανοικτός. Τα σχέδιά του διαψεύστηκαν. Στις 23 Αυγούστου 408 εκτελέστηκε στη Ραβένα.
Ο Ονώριος είχε να αντιμετωπίσει τους Γότθους με κυριότερο αρχηγό τον Αλάριχο. Ως αυτοκράτορας δεν ενδιαφέρθηκε πολύ για το λαό του, αλλά ούτε για το κράτος του. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η εκτροφή των πουλερικών του. Γενικά η βασιλεία του Ονωρίου χαρακτηρίζεται άθλια και χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη θρησκευτική πολιτική της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.[47] ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ....
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου