Πέμπτη 5 Απριλίου 2012

ΟΙ ΒΟΓΟΜΙΛΟΙ..[Μέρος ΣΤ΄]

Οι Βογομίλοι κατηγορήθηκαν πολλές φορές για συμμετοχή σε οργιαστικές τελετές. Πολλοί ιστορικοί δυσφορούν ότι πρόκειται για κοινό θέμα στις αιρέσεις και είναι αλήθεια ότι για τις ίδιες κατηγορίες βρέθηκαν ένοχοι οπαδοί πολλών αιρέσεων, κυρίως αντινομικών. Είναι, όμως γεγονός ότι ο αντινομισμός, απορρέων από την απόρριψη της Παλαιάς Διαθήκης και του μωσαϊκού νόμου, είναι χαρακτηριστικό και του βογομιλισμού, όπως ήταν και του μανιχαϊσμού. Επίσης είναι γεγονός ότι αναφέρεται δίκη, με κατηγορούμενο τον Τζουρίλα, η οποία αναφέρθηκε παραπάνω. Στην δίκη αυτή ο Τζουρίλας βρέθηκε ένοχος για φθορά παρθένου. Παρόμοιες δίκες έγιναν κατά την μαρτυρία του αγίου Αυγουστίνου στην επαρχία του και βρέθηκαν ένοχοι μανιχαίοι, για την ίδια κατηγορία. Λοιπόν, δεν αρκεί η δυσφορία του τάδε και του τάδε, για να γίνει η μαρτυρία που διασταυρώνεται σε πολλές πηγές, φαντασιά ή πολεμική κακεντρέχεια.

Η τελετή περιγράφεται πλήρως στο Περί δαιμόνων του Ψελλού:

«Ἑσπέρας γάρ περί λύχνων ἁφάς ὁπόθ’ ἡμῖν τό σωτήριον ἐξυμνεῖται πάθος, εἰς ἀποτεταγμένον δωμάτιον ἀγηοχότες τάς παρ’ αὐτοῖς ἐνασκουμένας κόρας, τούς τε λύχνους ἀποσβέννυντες, ἵνα μή τό φῶς τοῦ γινομένου μύσους ἔχωσι μάρτυρα, ταῖς κόραις ἐνασελγαίνουσιν ὁποίᾳ ἄν ἕκαστος, κἄν ἀδελφῇ, κἄν ἰδίᾳ θυγατρί ξυντύχῃ˙ οἴονται γάρ κἀν τούτῳ χαριεῖσθαι τοῖς δαίμοσιν, εἰ παραλύουσι τούς θείους θεσμούς, ἐν οἷς τά περί τῶν ἐξ αἵματος ὁμογνίου γάμων ἀπαγορεύουσι. Καί τότε μέν ταυτί τελέσαντες ἀπαλλάττονται[vii]»

Στην συνέχεια της διήγησης περιγράφεται σατανιστική θυσία βρέφους. Σκοπός και αυτών των τελετών κατά τον Θράκα του διαλόγου είναι η εξάλειψη από την ψυχή των θείων συμβόλων, ώστε να λάβει την ευκαιρία ο δαίμονας να εγκατοικίσει.


ε. Ασκητισμός.

Σημαντική διαφορά του βογομιλισμού από τον παυλικιανισμό είναι η αποδοχή του μοναχισμού από τον πρώτο. Θέλοντας κάποιοι ιστορικοί να δείξουν ότι ο ασκητισμός των βογομίλων ακολουθούσε την μανιχαϊκή παράδοση, ξεκίνησαν μια άστοχη συζήτηση για το πώς η παράδοση έφτασε στους Βογομίλους από τους Μανιχαίους. Έτσι υπέθεσαν ότι, αν και ο μανιχαϊσμός έσβησε από την Ρωμανία περίπου το 600, επέζησε στον Ισλαμικό κόσμο. Ο χαλίφης αλ-Μουχταδίρ (908-932) εδίωξε τους Μανιχαίους. Την ίδια εποχή ο μανιχαϊσμός ήταν η επίσημη θρησκεία στο βασίλειο των Ουιγούρων στο Τουρφάν, ενώ στην Κίνα υπήρχε ισχυρή μανιχαϊκή κοινότητα. Σε θεωρητικό επίπεδο, λοιπόν, προτείνουν ότι ο ασκητισμός πέρασε στους Βογομίλους από τους Μανιχαίους[viii].

Σε πρακτικό επίπεδο κάτι τέτοιο ήταν απίθανο. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς τις τεράστιες αποστάσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων, οι οποίες με τα μέσα της εποχής καθιστούσαν την επικοινωνία ανέφικτη, τις διαφορές της γλώσσας, οι οποίες μεγαλοποιούνται, όταν πρόκειται για εξειδικευμένους όρους, θρησκευτικού ή φιλοσοφικού περιεχομένου, και βέβαια, θα πρέπει να εξηγηθεί, γιατί οι Βογομίλοι υιοθέτησαν επιλεκτικά στοιχεία από τον Μανιχαϊσμό.

Τα πράγματα είναι πιο απλά. Ασκητισμό είχαν και οι Μεσσαλιανοί, και είναι πιθανότερο οι Βογομίλοι να επηρεάστηκαν σε αυτό το ζήτημα από τους γείτονές τους παρά από του απόμακρους Κινέζους ή Ουιγούρους ομοϊδεάτες τους. Στα Βαλκάνια δρούσαν οι Μεσσαλιανοί, όπως και οι Παυλικιανοί, και το μόνο που μένει να συζητηθεί είναι ο βαθμός επιρροής της κάθε σέκτας στην άλλη. Δεν είναι αναγκαίες εξωτικές θεωρίες.

Υπάρχει πάντα και η εξήγηση των εκκλησιαστικών συγγραφέων:

«Στολίζονται κατά μοναχούς, καί τό σχῆμα τούτων ὡς δέλεαρ, περιβάλλονται, τῷ κωδίῳ τόν λύκον ὑποκρύπτοντες, ὡς ἄν εὐλαβῶς διά τό σχῆμα παραδεχόμενοι, καί χώραν ὀμιλίας λαμβάνοντες, ἀνυπόπτως διά της χρηστολογίας ἐναποπτύωσι τον ἰόν ταῖς ἀκοαῖς τῶν ἀκροωμένων[ix]»

Για την ειλικρίνια του ασκητισμού τους αμφιβάλει ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός με παραδείγματα:

«Πάσης ἐβδομάδος δευτέραν, καί τετράδα, καί παρασκευήν παραγγέλλουσι νηστεύειν ἕως ὤρας ἐνάτης. Εἰ δέ τις αὐτούς ἐπί τράπεζαν καλέσειεν, εὐθύς ἐκλαθόμενοι τῆς παραγγελίας ἐσθίουσι, καί πίνουσιν ὡς ἐλέφαντες. Ἐκ τούτου δέ πρόδηλον, ὅτι ἀσελγαίνουσιν, εἰ καί πορνείαν καί τήν ἄλλην ἀκαθαρσίαν λόγῳ κολάζουσιν, ὡς ἄσαρκοι καί ἀσώματοι[x]».

Η ασκητική ηθική των Βογομίλων είχε την ίδια βάση με την ηθική όλων των δυαρχικών συστημάτων, την θεώρηση της κακότητας της ύλης. Έτσι απέρριπταν την συζυγική ζωή, την κρεωφαγία και την οινοποσία. Αναγκαστικά η αυστηρότητα δημιουργούσε δύο τάξεις πιστών. Ο βογομιλικός ασκητισμός υποθετικά εφαρμοζόταν στην τέλεια μορφή του από τους εκλεκτούς.


στ. Προσευχή.

Παρά την απόρριψη της ιερωσύνης, της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, της αποστολικής και της ιεράς Παράδοσης, παρά την αντιεκκλησιαστική και αντικληρικαλιστική οπτική τους, οι Βογομίλοι ήταν υποχρεωμένοι να προσεύχονται. Ως μόνη προσευχή αναγνώριζαν το Πάτερ ημών, ενώ απέρριπταν όλες τις άλλες ακολουθίες και προσευχές της Εκκλησίας:

«Μόνην ὁνομάζουσι προσευχήν τήν ὑπό του Κυρίου παραδοθείσαν ἐν τοῖς εὐαγγελίοις, ἥγουν τό Πάτερ ἡμῶν, καί τά ἐξῆς. Καί ταύτην μόνην προσεύχονται ἐπτάκις τῆς ἡμέρας, πεντάκις δέ τη νυκτός[xi]».


ζ. Επαιτία.

Κάθε κίνημα, ομάδα, σέκτα, αίρεση, η οποία θέλει ν’ αποσπάσει πιστούς από την Εκκλησία και να τους προσκολλήσει στην δική της οργάνωση, οφείλει να εμφανίζει αντιεκκλησιαστική συμπεριφορά. Οφείλει επίσης να αιτιολογεί αυτή την συμπεριφορά. Η πιο συνηθισμένη δικαιολογία είναι ο υποτιθέμενος ξεπεσμός της Εκκλησίας, προβαλλόμενος σε συνδυασμό με πραγματικές ή φανταστικές ατοπίες του κλήρου. Σε αυτήν την περίπτωση προβάλλεται το αίτημα της επιστροφής στην πρώτη αποστολική εποχή, το αίτημα της μίμησης της ζωής της πρώτης Εκκλησίας (vita apostolici). Αυτό το αίτημα ακούγεται αντιφατικό, ειδικά όταν προβάλλεται από οργανώσεις, οι οποίες απορρίπτουν την αποστολική διαδοχή και Παράδοση. Κι όμως συμβαίνει ακόμη και σήμερα.
Στην περίπτωση του βογομιλισμού, έχουμε την «κλασσική» λύση της επαιτίας. Στον Μεσαίωνα η επαιτία είχε καταντήσει θρησκευτικό κίνημα κυρίως στην Δύση, και αντιμετωπίστηκε από τον Παπισμό με την δημιουργία των επαιτικών ταγμάτων (π.χ. Φραγκισκανών). Το θέμα θα αναλυθεί εκτενέστερα σε επόμενο κείμενο. Εδώ δίνεται μια εισαγωγική πληροφόρηση για την κατανόηση της υιοθέτησης της επαιτίας από τους Βογομίλους. Όλοι οι θρησκευτικοί επαίτες κήρυτταν την λεγόμενη «μίμηση του Χριστού» μέσω αυτής, αλλά είναι πιθανό πίσω από την δικαιολογία να κρύβονταν στυγνοί εκμεταλλευτές. Για την εφαρμογή της επαιτίας και την αγιογραφική παρελκυστική αιτιολόγησή της από τους Βογομίλους, καταγράφει ο πρεσβύτερος Κοσμάς:
«Θα ήθελα ν’ αναφέρω σ’ εσάς τις απόψεις τους, τις οποίες χρησιμοποιούν για να παγιδεύσουν ψυχές˙ “Δεν πρέπει ν’ απασχολείσθαι με ανθρώπινες δραστηριότητες, διότι ο Κύριος λέγει, μή οὖν μεριμνήσητε λέγοντες, τί φάγωμεν ἤ τί πίωμεν ἤ τί περιβαλώμεθα; πάντα γάρ ταῦτα τά ἔθνη ἐπιζητεῖ. (Ματθ. 6.31) Γι’ αυτό τον λόγο κάποιοι από αυτούς ζουν σε αργία και είναι απρόθυμοι να εμπλακούν με χερωνακτικές εργασίες˙ πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι και τρώνε από τα αγαθά των άλλων, αυτών που έχουν εξαπατήσει. Ας ακούσουν τον απ. Παύλο, εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδέ ἐσθιέτω. (Β’ Θεσσ. 3.10) Οι αιρετικοί έτσι πετυχαίνουν διπλή καταδική, για την διάδοση αιρετικών δογμάτων και διότι γίνονται οι νέοι απόστολοι και πρόδρομοι του αντιχρίστου, ετοιμάζοντας τον κόσμο να δεχθεί τον υιό της απωλείας».
Όπως πολύ ωραία το τοποθετεί ο παπα-Κοσμάς, οι αιρετικοί με τν ψευδαίσθηση ότι μιμούνται τους αποστόλους, γίνονται ψευδο-απόστολοι του αντιχρίστου.
Στην Βουλγαρία η συγκεκριμένη πρακτική έβρισκε απήχηση εξαιτίας της καταπίεσης των χωρικών από τος βογιάρους[xii]. Στα εδάφη της Ρωμανίας, όπου η φεουδαρχία δεν ευδοκίμησε, δεν υπήρξαν αντίστοιχα κοινωνικά ερεθίσματα. Αυτό προκύπτει από το γεγονός της αποδοχής του Βογομιλισμού και από μέλη της πρωτευουσιάνικης αριστοκρατίας.
η. Αποφυγή όρκου.
Τέλος, οι Βογομίλοι απέφευγαν τους όρκους. Η πληροφορία δεν υπάρχει ούτε στην Ομιλία του Κοσμά, ούτε στην Πνευματική Πανοπλία του Ζιγαβηνού. Την αναφέρει ο Ούγο Ετεριάνο στο Contra Patarenos:
«Πάλι, μιλάνε καθαρά και απροκάλυπτα κατά του Χριστού και της ίδιας της αλήθειας όταν αφαιρούν τους όρκους από την εκκλησία, αδυνατώντας να κατανοήσουν τι διέταξε ο Χριστός στο Ευαγγέλιο και ο Ιάκωβος στην Επιστολή του, καθώς επαναλαμβάνει τον Κύριο. Δεν απαγόρευσαν ποτέ τον όρκο στον Θεό αλλά μόνο στα πλάσματα, λέγοντας Ἐγώ δέ λέγω ὑμῖν μή ὀμόσαι ὅλως˙ μήτε ἐν τῷ οὐρανῷ, ὅτι θρόνος ἐστι τοῦ Θεοῦ˙ μήτε ἐν τῇ γῇ, ὅτι ὑποπόδιον ἐστι τῶν ποδῶν αὐτοῦ (Ματθ. 5.35), ούτε σε κανένα άλλο πλάσμα, και αυτό για τον λόγο ότι δεν θα πρεπε να υπάρχει χώρος για την ειδωλολατρία, διότι θεοποιούσαν τον ουρανό και τη γη και τα άλλα κτιστά, στα οποία ορκίζονταν. Μόνο ο Θεός, ο οποίος δεν είναι υποκείμενος κανενός, ορκίζεται στον εαυτό του, αλλά εμείς που δεν έχουμε καμιά εξουσία δική μας, πως θα μπορούσαμε να ορκιστούμε στο κεφάλι μας – αφού ανήκει σε άλλον – αν σου ανήκει το κεφάλι σου άλλαξε, αν μπορείς, το φυσικό χρώμα μιας τρίχας. Ο όρκος δεν πρέπει ν’ απαγορεύεται, ούτε να επιθυμείται, σαν να είναι κάτι καλό. Το να ορκίζεται κανείς ελέυθερα και χωρίς ενδοιασμό, η να ορκίζεται ψευδώς, είναι αμαρτία, αλλά ο όρκος από ανάγκη, προς απόδειξη της αθωότητας ή προς επικύρωση μια συνθήκης ειρήνης ή για να πεισθούν οι ακροατές για το συμφέρον τους είναι καλό και αναγκαίο[xiii]».
Το σκεπτικό του Ούγου περί όρκου προέρχεται από τις αντίστοιχες απόψεις του Paschasius Radbertus[xiv] (Θ’ αι.). Ο αναγνώστης μπορεί να βρει την ορθόδοξη άποψη στην Θ’ Ομιλία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου στις Πράξεις των Αποστόλων, κεφ. ε’-στ’ (PG 60.81-84). Συμπληρωματικά, για την ερμηνευτική του χωρίου τον Ι’ αι. Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Σχόλια εις το Κατά Ματθαίον, κεφ. ε’[xv].Κανόνας Αγίας Γραφής.
Η άποψη των Βογομίλων για τον Κανόνα της Αγίας Γραφής δεν ήταν ενιαία. Στην Βουλγαρία απέρριπταν το σύνολο της Παλαιάς Διαθήκης[1]. Στην Ρωμανία, όμως, απέρριπταν μονο τον μωσαϊκό νόμο και την Πεντάτευχο. Η περιφρόνηση προς τον Μωυσή είχε δύο πρακτικούς λόγους. Πρώτον μέσα από την Γένεση καταρρίπτονταν ο βογομιλικός μύθος της δημιουργίας. Δεύτερον, κάθε γνωστικό κίνημα με εμφανή σημάδια αντινομισμού, έπρεπε ν’ απορρίπτει τον Νόμο.
Από την Παλαιά Διαθήκη δέχονταν τους Ψαλμούς και τα βιβλία των Προφητών. Ισχυρίζονταν ότι ο δικός τους Κανόνας της Αγίας Γραφής αποτελούνταν από τους επτά στύλους του οίκου της Σοφίας κατά το Ἡ σοφία ὠκοδόμησεν ἑαυτῇ οἶκον καί ὑπήρεισε στύλους ἑπτά (Παρ. 9.1).
Έτσι ο Κανόνας που αποδέχονταν αποτελούνταν από τους Ψαλμούς, τους Προφήτες, τα τέσσερα Ευαγγέλια, τις Πράξεις των Αποστόλων, τις Επιστολές και την Αποκάλυψη. Η διεύρυνση του Κανόνα οφείλονταν πιθανόν στην επίδραση των πιο μορφωμένων Βυζαντινών Βογομίλων[2]. Σημαντικό ρόλο διεδραμάτισε και η αποδοχή της αλληγορικής ερμηνείας από τους αιρετικούς:
«Παρερμηνεύουσιν ὅλας τάς προειρημένας ἑπτά βίβλους, τά ῥήματα τούτων διαστρεβλοῦντες, καί τῆς ὀρθῆς ἐκτρέποντες ἐννοίας, καί πρός τό δοκοῦν αὐτοῖς μεταφέροντες[3]»
Διάβαζαν την Αγία Γραφή σε παλαιοσλαβονική μετάφραση. Δεν έχει νόημα ο ισχυρισμός της ένθερμης υποστήριξης της μετάφρασης της Αγίας Γραφής. Ο Βογομιλισμός στην Βουλγαρία, διαδίδονταν στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα και στους αγροτικούς πληθυσμός, οι οποίοι ήταν φυσικό να μην γνωρίζουν τα ελληνικά. Γι’ αυτό και η Εκκλησία μερίμνησε εξαρχής για την μετάφραση της Αγίας Γραφής στην παλαιοσλαβονική. Συγκεκριμένα, η μετάφραση είχε γίνει ήδη από τον Άγιο Κλήμη επίσκοπο Αχρίδος (840-916), μαθητή των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, ενώ στην σχολή που ο ίδιος ίδρυσε στην μητρόπολή του, ετοιμάζονταν μεταφράσεις πατερικών κειμένων[4]. Συνεπώς η έκφραση του Henry Cooper:

«Η Ανατολική Εκκλησία επίσης αποδέχτηκε αρχικά την σλαβονική μετάφραση της Γραφής (αν και έχουμε μόνο την μαρτυρία του Βίου του Αγίου Μεθοδίου για να προχωρήσουμε στο θέμα). Αλλά σύντομα άρχισε να υποψιάζεται την αξιοπιστία της σλαβονικής, διότι οι Βογομίλοι ήταν ένθερμοι υποστηρικτές της Βίβλου στην καθομιλουμένη. Μπορούμε να θεωρήσουμε την μακροπρόθεσμη τάση για εξελληνισμό της σλαβονικής μετάφρασης της Βίβλου ως την ορθόδοξη απάντηση – ανάμεσα στους Σλάβους και τους Βυζαντινούς – στον ιδιωματισμό των αιρετικών κινημάτων εν γένει[5]».

δεν είναι τίποτα παραπάνω, παρά σοφιστική χρήση της γραφής για την δημιουργία εντυπώσεων. Διατυπώνει δηλαδή αδιαμφισβήτητα γεγονότα, όπως μετάφραση της Αγίας Γραφής στην σλαβονική και η χρήση της από τος Σλάβους για να κάνει υποθέσεις χωρίς αντίκρυσμα. Η αντίδραση της Ορθόδοξης εκκλησίας στην διάδοση της αίρεσης δεν ασχολήθηκε με την μετάφραση. Πουθενά στα έργα των εκκλησιαστικών συγγραφέων δεν υπάρχει κάποια αναφορά στο θέμα, αντίθετα γίνεται συστηματική αναίρεση των αιρετικών διδασκαλιών. Μέτρα λήφθηκαν μέσα από τις συνόδους και στα αναθέματά τους δεν υπάχει η παραμικρή νύξη που να στηρίζει την διατύπωση του H. Cooper. Δεν μπορούμε να θεωρήσουμε τους Βογομίλους ως ενθερμους υποστηρικτές της μετάφρασης, διότι αυτή είχε ήδη γίνει και η χρήση της ήταν δεδομένη έτσι κι αλλιώς από όλους τους Σλάβους Χριστιανούς, όχι μόνο τους Βογομίλους. Και βέβαια δεν μπορούμε να μιλήσουμε για τάση εξελληνισμού της μετάφρασης, διότι η ελληνική ρίζα της κουλτούρας και του πολιτισμού των Σλάβων είναι επίσης δεδομένη. Εξάλλου στην Ορθοδοξία, η αίρεση των τριών ιερών γλωσσών του Παπισμού δεν είχε αντιστοιχία.
β. Η Μαύρη Λίστα των βογομιλικών κειμένων.
Πολλές από τις πεποιθήσεις των Βογομίλων, βρίσκονται στην απόκρυφη γραμματεία. Την εποχή του Αθανάσιου Ιεροσολύμων, οι αιρετικοί διάβαζαν αχόρταγα τα έργα κάποιου ιερέα Ιερεμία. Στον Νομοκανόνα, κείμενο του ΙΔ’ αι. που προέρχεται από τους κόλπους της Ρωσικής Εκκλησίας, υπάρχει λίστα ψευδεπίγραφων και απόκρυφων βιβλίων[6]. Σε έκδοσή του ΙΣΤ’ αι. αναφέρεται ότι «οι συγγραφείς των αιρετικών βιβλίων στην Βουλγαρία ήταν ο ιερέας Ιερεμίας και ο Βογόμιλος καί ο Ισίδωρος Friazin)[7]». Σε μια μεταγενέστερη έκδοση ο Ιερεμίας και ο Βογόμιλος ταυτίζονται, άποψη δεκτή από πολλούς ιστορικούς.
Η Ιερεμίας αποδείχθηκε πολυγραφώτατος. Η λίστα του αποδίδει τα εξής έργα,

- Το ξύλο του Σταυρού

- Πως ο Χριστός έγινε ιερέας

- Η Αγία Τριάδα

- Πως ο Χριστός όργωσε με το άροτρο

- Πως ο Χριστός αποκάλεσε τον Πρόβο φίλο Του

- Οι ερωτήσεις του Ιερεμία στην Μητέρα του Θεού

- Ερωταποκρίσεις στο από πόσα μέρη ατασκευάστηκε ο Αδάμ

- Σφάλματα σχετικά με τον πυρετό και άλλες αρρώστιες (η ιστορία του Σισίννιου του αγγέλου Σαχιήλ και των ασθενειών της κόρης του Ηρώδη).

Ο Αθανάσιος Ιεροσολύμων του αποδίδει εκτός από το πρώτο και το τρίτο που αναφέρθηκαν στον κατάλογο, το Εις ανάμνησιν Μωυσέως. Το πώς ο Χριστός έγινε ιερεας αναφέρεται στο λεξικό του Σουΐδα στο λήμμα Ιησούς[8]. Στην συνέχεια μεταφράστηκε στα λατινικά από τον Ροβέρτο Grosseteste, επίσκοπο της Lincoln και είχε μεγάλη απήχηση στην Γαλλία, όπου μεταφράστηκε και στην τοπική ρομανική. Το είχε υπόψη του ο Μιχαήλ Γλυκάς όταν έγραψε:

«Εἰ δέ ταῦτα οὕτως ἔχει, εἰ πρό τοῦ βαπτισθῆναι παντάπασιν ἄγνωστος ἦν, τάς εὑρισκομένας ὁπουδήποτε λοιπόν ἱστορίας, περί τε τοῦ ὕδατος δηλαδή τοῦ ἐλεγμοῦ καί περί τῆς ἀρχιιερωσύνης αὐτῆς, ἥν λέγουσι παρά τῶν Ἰουδαίων δέξασθαι τόν Χριστόν, ὡς οὐδέν ἡγοῦ καί ἀπόρριπτε[9]»

Το Ξύλο του Σταυρού έγινε ένας από τους πιο φημισμένους μεσαιωνικούς μύθους. Τον χρησιμοποίησαν ποιητές όπως ο Γοδεφρείδος του Βιτερμπώ και ο Chalderón. Η προέλευσή του βρίσκεται στο Ευαγγέλιο του Νικοδήμου[10], έργο γνωστικής γραφίδας. Ο Σισίννιος αναφέρεται ως Πάρθος ευγενής, ο οποίος αρχικά υπήρξε ακόλουθος του Μάνη, αλλά στη συνέχεια έγινε Χριστιανός. Υποτίθεται ότι παρείχε στον επίσκοπο Αρχέλαο, το απαραίτητο υλικό για την αντιμετώπιση του αιρεσιάρχη[11].

Το γεγονός ότι η παραπάνω γραμματεία διατηρήθηκε στη Ρωσία είναι ευκολονόητο. Στις περιοχές εξάπλωσης του Βογομιλισμού και Καθαρισμού, οι εκκλησιαστικές αρχές παρέδωσαν τα αιρετικά βιβλία στην πυρά. Στην Ρωσία όμως, δεν έγινε διείσδυση του Βογομιλισμού, με αποτέλεσμα τα βιβλία να διακινούνται χωρίς να εγείρουν υποψίες.

γ. Το Μυστικό Δείπνο (Interrogatio Iohannis).
Το μόνο βιβλίο, για το οποίο υπάρχει συμφωνία ότι το χρησιμοποιούσαν οι Βογομίλοι αποκλειστικά είναι το Το Μυστικό Δείπνο ή αλλιώς γνωστό με τον λατινικό του τίτλο Interrogatio Iohannis. Είναι γνωστό μόνο από δυτικές πηγές και σώζεται μόνο στα λατινικά:

«αυτό είναι το μυστικό βιβλίο των αιρετικών του Concorezzo, που το έφερε από την Βουλγαρία ο επίσκοπός τους Ναζάριος, και είναι γεμάτο πλάνες[12]».

σημειώνεται στο περιθώριο του χειρογράφου, πιθανόν από Φράγκους Ιεροεξεταστές. Το κείμενο εκδόθηκε από τον Benoist[13].

Το έργο είναι ένας φανταστικός διάλογος κατά την διάρκεια του Μυστικού Δείπνου, μεταξύ του Ιωάννη και του Κυρίου, στον οποίο αποκαλύπτεται ο βογομιλικός μύθος της δημιουργίας, της πτώσης του διαβόλου, και των εσχάτων ημερών. Παρότι δανείζεται στοιχεία και από άλλα απόκρυφα, ο βογομιλικός χαρακτήρας του είναι ξεκάθαρος[14]. Ο Ναζάριος πρέπει να έφερε το βιβλίο στην Ιταλία το 1190 μ.Χ.

δ. Το Όραμα Ησαΐα.
Ένα δεύτερο έργο που έφθασε μέχρι τις μέρες μας μέσω των Καθαρών και πρέπει να το πήραν από τους Βογομίλους είναι το Οραμα Ησαΐα. Πρόκειται για απόκρυφο που προηγείται κατά πολύ της εποχής της γέννησης του Βογομιλισμού και πρέπει επίσης να προέρχεται από γνωστικό συγγραφέα. Πρι το 300 μ.Χ. είχε συμπληρωθεί από δύο άλλα ανεξάρτητα κείμενα του ίδιου κύκλου, το Ανάληψις Ησαΐου και Εξαγγελία Εζεκίου περί της ελεύσεως του Χριστού[15].
Έξι χειρόγραφα είναι γνωστά και περιέχουν την Όραση Ησαΐου, γραμμένα σε διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες. Το παλαιότερο είναι του ΙΒ’ αι. Αυτά μεταδίδουν την αίσθηση ότι πρόκειται για μεταφράσεις σλαβονικού κειμένου. Η λατινική μετάφραση εκδόθηκε το 1522 στην Βενετία, όμως το χειρόγραφο έχει χαθεί[16].
Στο έργο ο Ησαΐας καθοδηγούμενος από άγγελο ανεβαίνει μέσω του αέρα, όπου αγγελικές και σατανικές δυνάμεις βρίσκονται σε πόλεμο, και φτάνει στον έβδομο ουρανό στον θρόνο του Θεού. Εκεί βλέπει τους δίκαιους, τους μόνους που μπορούν ν’ ατενίζουν το πρόσωπο του Θεού. Εκεί ακούει τον Πατέρα να προστάζει τον Υιό να κατέβει στην γη και στον άδη για να κρίνει τους άρχοντες του κόσμου. Στην συνέχεια παρατηρεί τον Υιό στην γη να κρεμάται επί ξύλου, να κατεβαίνει στον άδη – στο σημείο αυτό θεωρείται ότι έχουν γίνει προσθήκες στο αρχικό κείμενο από τους Βογομίλους – να του αφαιρεί την εξουσία, ν’ ανασταίνεται την τρίτη ημέρα και ν’ αναλαμβάνεται στους ουρανούς. Κατόπιν, άκουσε φωνή που του έλεγε ότι όσα παρακολούθησε δεν μπορούν να τα δουν ανθρώπινα μάτια, και πως όταν έρθει η ώρα οι δίκαιοι θα λάβουν ενδυμασία, θρόνο και στέφανο δόξας από τον Θεό.

Η ιστορία ήταν ιδιαίτερα προσφιλής στους Βογομίλους διότι περιέγραφε έναν κόσμο σε αταξία υπό την διακυβέρνηση του Σατανά, πόλεμο μεταξύ των αγγελικών και δαιμονικών δυνάμεων, Πατέρα ανώτερο από τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Στην ιστορία ο Υιός δεν γίνεται πραγματικά αλλά φαινομενικά άνθρωπος, οι ψυχές των δικαίων σώζονται, όχι όμως και τα σώματα. Με τις κατάλληλες προσθήκες, το γνωστικό κείμενο εξέφραζε άνετα τις απόψεις των Βογομίλων.

Το έργο αναφέρεται από τους Durand de Huesca[17] (1222-3), Ιάκωβο Capelli[18], Φραγκισκανό μοναχό του Μιλάνου (1240) καί από τον καθηγητή φιλοσοφίας του πανεπιστημίου της Μπολόνια Moneta de Cremona[19].

ε. Το Ευαγγέλιο Βαρθολομαίου.

Τέλος η χρήση του ονόματος Σαταναήλ παραπέμπει στο απόκρυφο Ευαγγέλιο Βαρθολομαίου. Το συγκεκριμένο κείμενο δεν σώζεται παρά μόνο αποσπασματικά σε ελληνικά και λατινικά τεμάχια, τα οποία εκδόθηκαν από τους Eugene Tisserant και A. Wilmart[20]. Αναφέρεται για πρώτη φορά από τον άγιο Ιερώνυμο στο Decretum Gelasianum. Λόγω του αποσπασματικού χαρακτήρα του είναι δύκολη η χρονολόγηση. Γενικά, δεν τοποθετείται μεταγενέστερα του Στ’ αι[21]. Ωστόσο δεν είναι δυνατόν να ειπωθεί με σιγουριά αν οι Βογομίλοι το γνώριζαν. Πάντως η χρήση γνωστικών και απόκρυφων κειμένων από αυτούς είναι αναντίρρητη.


στ. Ερωτήσεις Βαρθολομαίου – Ο μύθος του «αδικημένου» διαβόλου.

Πολλοί ερευνητές ταυτίζουν το Ευαγγέλιο Βαρθολομαίου με τις Ερωτήσεις. Το δεύτερο αυτό κείμενο ανήκει στον ίδιο κύκλο. Εκδόθηκε στην συλλογή του A. Vassiliev[22]. Σ’ αυτό επίσης ο διάβολος ονομάζεται Σαταναήλ:

«Ἀποκριθείς ὁ Βελίαρ λέγει. εἰ θέλεις μαθεῖν τό ὄνομά μου, πρῶτον ἐλεγόμην σαταναήλ, ὅ ἑρμηνεύεται ἐξάγγελος Θεοῦ. τότε δέ ἀγνοῶν ἀντίτυπον τοῦ Θεοῦ, καί ἐκλήθη τό ὄνομά μου σατανᾶς, ὅ ἐστιν ἄγγελος ταρταροῦχος[23]».

Το έργο αυτό ήταν ιδιαίτερα προσφιλές ανάγνωσμα των Βογομίλων, και όχι μόνο, διότι παρουσίαζε τον διάβολο αδικημένο από τον Θεό, δικαιολογώντας την πτώση του. Πρόκειται για την δεύτερη μεγαλύτερη απάτη, μετά την άρνηση της ύπαρξης του διαβόλου. Η πρόκληση του συναισθήματος της συμπάθειας προς τον Μεγάλο Ψεύτη αποτελεί ακόμη και σήμερα ένα από τα αγαπημένα θέματα της σατανιστικής λογοτεχνίας. Η διήγηση έχει ως εξής:

«ἄφες διηγήσομαί σοι, πῶς ἐ(ῤ)ῥίφην ἐνταῦθα ἤ πῶς ἐποίησεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον. ἐγώ ἐν τῷ κόσμῳ /μην περιερχόμενος, καί εἶπεν (ὁ Θεός) τῲ Μιχαήλ. ἄγαγέ μοι βῶλον ἐκ τῶν τε(σ)σάρων περάτων τῆς γῆς καί ὕδωρ ἐκ τῶν τε(σ)σάρων ποταμῶν τοῦ παραδείσου. καί ὥς ἤγαγεν αὐτά Μιχαήλ, ἔπλασεν κατά μέρη τῆς ἀνατολῆς τόν Ἀδάμ, μορφώσας τόν ἄμορφον βῶλον, τανύσας νεῦρα καί φλέβας καί ἁρμονίᾳ συνστησάμενος καί προσεκύνησεν αὐτόν, αὐτός δέ δι’ αὐτόν πρῶτον, ὅτι ἦν εἰκόνα αὐτοῦ καί ἐπροσεκύνη. ἐμοί δέ ἐλθόντι ἐκ τῶν περάτων λέγει Μιχαήλ. προσκύνησον τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἥν ἔπλασεν καθ’ ὁμοιώτητα αὐτοῦ. ἐγώ δέ εἶπον. ἐγώ πῦρ ἐκ πυρός, πρῶτος ἄγγελος πλασμένος ἤμην καί πηλά καί ὕλην μέλλω προσκυνεῖν; Καί λέγει μοι ὁ Μιχαήλ. προσκύνησον, μή ποτε ὀργισθείς ὁ Θεός ἐπί σε. ἐγώ δέ εἶπον αὐτόν. οὐκ ὀργισθήσεται ὁ Θεός ἐπ’ ἐμοί, ἀλλά θήσω τόν θρόνον μου ἐξ ἐναντίας τοῦ θρόνου αὐτοῦ κί εἰμί ὡς αὐτός. τότε ὀργισθείς ὁ Θεός ἐπ’ ἐμοί ἔῤῥιψεν κάτω κελεύσας ἀνοιγῆναι τούς καταράκτας τοῦ οὐρανοῦ. ἐμοῦ δέ ῥιφθέντος ἠρώτησεν καί τούς ἑξακοσίους τούς ὑπ’ ἐμέ εἰ θέλουσιν προσκυνῆσαι. οἱ δέ εἶπον. καθώς ἴδομεν τόν πρῶτον οὐδέ ἡμεῖς προσκυνοῦμεν τόν ἐλαχιστότερον ἡμῶν. τότε ἐῤῥίφησαν καί οἱ ἑξακόσιοι ὑπ’ αὐτοῦ μετ’ ἐμοῦ[24]».

Το ελληνικό κείμενο βρίσκεται σε έναν μόνο κώδικα του ΙΓ’ αι. τον Vindobonensi historico 67 (Lamb. XXXIII) ff 9-15. Το λατινικό προέρχεται από την σλαβονική μετάφραση του κειμένου, σε κώδικα του ΙΔ’ αι[25].

Η θέση αυτή των αιρετικών ήταν γνωστή στον άγιο Αναστάσιο Σιναΐτη. Στις Ερωταποκρίσεις του, και συγκεκριμένα στην ερώτηση ρκστ’ δίνει την εξής απάντηση:

«ΕΡΩΤΗΣΙΣ ΡΚΣΤ’. Θέλουσιν ε’πεῖν τινες, ὅτι διά τό μή προσκυνῆσαι τόν ἄνθρωπον ἐξέπεσεν ὁ Σατανᾶς.

ΑΠΟΚΡΙΣΙΣ. Ἑλλήνων καί Ἀράβων εἰσίν οἱ τοιοῦτοι μῦθοι˙ καθώς γάρ ἐκ τῶν προφητῶν ἔστι μαθεῖν, καί μάλιστα παρά τοῦ μεγάλου Ἰεζεκιήλ, διά τήν ὑπερηφανίαν αὐτοῦ ἐξεῤῥίφη ὁ Σατανᾶς πρό τοῦ γενέσθαι τόν Ἀδάμ. Δημιουργοῦντος γάρ τοῦ Θεοῦ ταύτην τήν ὁρωμένην κτίσιν, ἐνόμισεν ὁ διάβολος, ὅτι αὐτόν καθίστησι βασιλέα αὐτῆς. ὅτε οὖν εἴδεν, ὅτι ἐποίησεν ὁ Θεός τόν Ἀδάμ, καί κατέστησεν αὐτόν ἐπί τά ἔργα τῶν χειρῶν αὐτοῦ, καί πάντα ὑπέταξεν ὑπό κάτω τῶν ποδῶν αὐτοῦ, τότε ὡπλίσθη κατ’ αὐτοῦ, καί ἠπάτησεν αὐτόν[26]».

Η χρήση των γνωστικών κειμένων καθώς και η εμφανής ωριγενιστική επιρροή στο βασικό κείμενο των Βογομίλων, Interrogatio Iohanis, με την χρήση νεοπλατωνικών όρων, όπως και η υιοθέτηση της αλληγορικής ερμηνείας των γραφών, η οποία παραπέμπει πάλι στον Ωριγένη, δείχνει ότι η ανάπτυξη της βογομιλικής γραμματείας ήταν ελληνογενούς εμπνεύσεως και όχι σλάβικης. Παραπέμπει στην Μικρά Ασία, κοιτίδα του Παυλικιανισμού και του Μεσσαλιανισμού. Η μελέτη, λοιπόν, των εν χρήσει από τους Βογομίλους συγγραμμάτων παρέχει ένα επιπρόσθετο πειστήριο κατά της εθνικιστικής και μαρξιστικής ερμηνείας του φαινομένου.
πηγή
http://www.impantokratoros.gr



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου