Παρασκευή 23 Μαρτίου 2012

Η ΛΗΣΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΛΗΣΤΩΝ ΣΤΟΥΣ ΕΘΝΙΚΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ[Μέρος Β΄]

Σ΄ αυτό το σημείο αξίζει να αναφέρουμε το επεισόδιο της απαγωγής του Χαιρεδίν βέη Οσμάν από τους αδελφούς Τάκη, τη δίκη που ακολούθησε και τις πολιτικές προεκτάσεις, που προκάλεσαν το ενδιαφέρον τόσο του τοπικού τύπου όσο και του Αθηναϊκού. Στα τέλη Δεκεμβρίου του 1893 η ληστοσυμμορία των αδελφών Τσανάκα είχε αιχμαλωτίσει τον Χαιρεδίν βέη Οσμάν αγά και τον είχε κρατήσει για δύο μήνες όμηρο κρυπτόμενο σύμφωνα με μαρτυρία του παθόντος στο κτήμα των αδελφών Τάκη στο Λιουζέστι. Ο βουλευτής Καλαμπάκας Γιαννούσιος Τάκης και τα αδέλφια του Κωνσταντούλας και Αλέξιος, οι οποίοι ήταν ισχυροί πολιτικοί παράγοντες στην περιοχή και είχαν στενές επαφές ακόμα και με την βασιλική οικογένεια κατηγορούνταν ότι «διαρκούσης της αιχμαλωσίας του Χαιρεδίν βέη Οσμάν εχορήγουν εις τους ληστάς συνδρομίν αποκρύπτοντες αυτούς εν το ιδιοκτήτω χωρίον Τεκέ και παρέχοντας τροφάς και εφόδια» (Ακρόπολις, 8/4/1894). Στη δίκη που έλαβε χώρα στη Λάρισα στις 7 Απριλίου 1894 οι ληστές κατέθεσαν ότι ο Οθωμανός απελευθερώθηκε μετά την καταβολή 600 οθωμανικών λιρών ως λύτρα, από τα 15 των οποίων τα 11 πήραν οι ίδιοι, τα τρία η οικογένεια Τάκη και το ένα δόθηκε στην εκκλησία. Οι εφημερίδες της εποχής προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν ποικιλοτρόπως: η εφημερίδα Όλυμπος (15/4), αναδεικνύοντας τη φυλετική πλευρά του ζητήματος αφού οι κατηγορούμενοι ήταν Βλάχοι, αναφέρει: «κατά την δίκην ταύτην είδομεν εθνικά σημεία και χάσματα, τα οποία είναι μάλλον κηλίδες παρά σημεία άξια αποσιωπήσεως. Το ζήτημα παρεστάθη ουχί ως κομματικόν αλλ’ ως φυλετικόν. Πλείστοι δε οι συγγενείς και φίλοι παλαιοί εχθροί επί τω φυλετισμώ ηνώθηκαν κρατύνοντας αλλήλους». Κοντά σ’ αυτά η «Ακρόπολις» (24/5) παραθέτει την αγόρευση του εισαγγελέα προκρίνοντας την πολιτική ερμηνεία του γεγονότος: «η παρούσα δίκη έχει γενικώτερον χαρακτήρα διότι εν τω εδωλίω του κατηγορουμένου κάθηνται άνθρωποι ανωτέρας περιωπής και διότι ούτοι ως εκ της θέσεως και των μέσων άτινα ηδύναντο να διαθέσωσιν, ηθέλησαν να γεννήσουν σκάνδαλα». Πολλοί μάρτυρες κατέθεσαν ότι οι Τακαίοι δεν ήταν απλά ληστοτρόφοι αλλά ότι κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας υπήρξαν και οι ίδιοι ληστές. Τελικά η απόφαση του δικαστηρίου ήταν αθωωτική για τους Γιαννούσιο και Κωνσταντούλα Τάκη. Ο αδερφός τους Αλέξιος κρίθηκε ένοχος «συνεργείας ληστείας άνευ ιδιοτέλειας» («Ακρόπολις», 25/5). Αργότερα δύο σύντροφοι του ληστή Τσανάκα θα τον δολοφονήσουν και θα του κόψουν το κεφάλι, το οποίο θα παραδώσουν στις αρχές για να εισπράξουν την αμοιβή των είκοσι χιλιάδων δραχμών[1].
Η συνεργασία των πολιτικών- γαιοκτημόνων ή η σύμπραξη πολιτικών με γαιοκτήμονες και κεφαλαιούχους έδινε νέα ώθηση στη ληστεία. Σύνηθες ήταν το φαινόμενο της παράβλεψης και των ακραιοτήτων των ληστών, όταν οι τελευταίοι ήταν μισθοφόροι τσιφλικάδων που σκοπό είχαν να προστατεύσουν τους κολίγους και τις περιούσιες των εργοδοτών τους. Χαρακτηριστικά ο νομάρχης Τρικάλων συνεννοημένος με τον κεφαλαιούχο Χατζηαργύρη, που εμφανιζόταν αγοραστής του χωριού Ορφανά, έδωσε σε κάθε οικογενειάρχη 1000 δραχμές για να φύγουν προσωρινά από το χωριό τους με το πρόσχημα να προστατευθούν από τις πλημμύρες του ποταμού Ενιππέα . Όταν, όμως, έφυγαν, οι μισθοφόροι ληστές του Χατζηαργύρη επέδραμαν γκρεμίζοντας τα σπίτια τους[2].
Συμπερασματικά, οι σχέσεις μεταξύ πολιτικών και ληστών ήταν ανεπτυγμένες και εδραιωμένες. Πέρα από το συνδετικό κρίκο ανταλλαγής- διαπλοκής το στοιχείο που έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο στην εδραίωση των σχέσεων μεταξύ των δύο συμβαλλόμενων μερών ήταν η μπέσα, δηλαδή ο εθιμικός κώδικας τιμής που δίνει πίστη και διάρκεια στις ανθρώπινες σχέσεις. Η παράβαση της μπέσας που συνέδεε τον παράνομο ληστή με το «φρόνιμο» κοινωνικά και πολιτικά ηγέτη θεωρείτο σύμφωνα με τις κοινωνικές συμβάσεις προδοσία, και πιθανόν να επέσυρε την τιμωρία του «φρόνιμου» από τον παράνομο ληστή[3]. Ωστόσο οι πολυεπίπεδες σχέσεις ληστών και πολιτικών, οι οποίες ήταν γνωστές στα ευρύτερα λαικά στρώματα, συχνά επέσυραν τη μήνιν της φρόνιμης κοινωνίας. Η αντίδραση, όμως, ήταν σχεδόν αδύνατη, αφού στο πλαίσιο των σχέσεων ληστών- πολιτικών, εμπλεκόταν ένα ευρύτερο κοινωνικό- οικονομικό κύκλωμα, οι διακλαδώσεις του οποίου έφταναν μέχρι τον κρατικό μηχανισμό. Οι σχέσεις έπαψαν να υπάρχουν, όταν άλλαξαν μέχρι ένα βαθμό οι κοινωνικές- οικονομικές συνθήκες, όταν μεταβλήθηκαν τα πολιτικά πλαίσια και όταν, τέλος, οι ληστές εξοντώθηκαν είτε από τα κυβερνητικά αποσπάσματα είτε μεταξύ τους.


6. Ληστές και Ληστείες μετά την απελευθέρωση


§         Απόστολος Χρήστου από την Καλλιθέα Καλαμπάκας (πρώην Χασάν Καλύβια)
και ο Γ. Ψείρας από την περιοχή Καλαμπάκας, αφού συνελήφθησαν, αποκεφαλίστηκαν στη λαιμητόμο, τη γνωστή Καρμανιόλα[4], στα Τρίκαλα τη Δευτέρα 24 Ιουνίου 1884, παρουσία πλήθους χωρικών[5].
§         Οι ληστοσυμμορίες του Σαρακατσάνου Βαγγέλη Τάκου και του Θύμιου Γάκη στις 27 Ιουλίου 1884 στο Μέτσοβο, απήγαγαν την κόρη του Νικολάκη Αβέρωφ, Ευδοκία, σύζυγο του Σεργίου Τζοανόπουλου, την περίφημη Βασιλαρχόντισσα του δημοτικού τραγουδιού. Η απαγωγή έγινε μετά από προτροπή του Μετσοβίτη Γεωργίου Ντάλα και το Μεσολογγίτη Φλέγκα, που εργαζόταν στο Μέτσοβο και τον οποίο είχε ραπίσει ο Νικολάκης Αβέρωφ, επειδή πέρασε από το Κουλτούκι του Μετσόβου, όπου κάθονταν μόνο οι άρχοντες.
       Οι ληστές μετά την απαγωγή κατέφυγαν στο πυκνοδάσος της Βάλια Κάλντα και σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή στην περιοχή Περτουλίου Τρικάλων. Ο Γάκης συνελήφθη το 1894, κατόπιν προδοσίας, και δικάστηκε στα Γιάννενα σε ισόβια δεσμά. Η μαρτυρία της Βασιλαρχόντισσας Ευδοκίας, την οποία ο Γάκης κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας της την προστάτεψε, στάθηκε ικανή για τη μη καταδίκη του ληστή σε θάνατο. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ο Γάκης μετά την απόδοση χάριτος, κατέφυγε με τη βοήθεια των Χατζηγακαίων στο Παπασλί της Μ. Ασίας, όπου παντρεύτηκε την κόρη του εκεί δημάρχου, Παναγιώτη Κλάρα, Ευαγγελία. Κατά τη Μικρασιατική εκστρατεία βοήθησε με όλες του τις δυνάμεις τον Ελληνικό Στρατό[6].
§         Ο ληστής Ι. Ζάρρας καρατομήθηκε στον περίβολο της αστυνομίας Τρικάλων το Μάη του 1891. Ο δήμιος του είχε καρατομήσει άλλους 32 ληστές[7].
§         Οι αδερφοί Τσεκούρα (Θύμιος, αρχηγός, Νικόλας ή Κρούτας, Θανάσης και Χρήστος), γνωστοί ως Τσεκουραίοι ή Τσουγκραίοι από το Γκολφάρι Μυροφύλλου.               Η έξοδός τους στο «κλαρί»οφειλόταν στο φόνο του αρχιτσέλιγκα Ιωάννη Φαλάγκρα         ή Κέφαλο από το Μυρόφυλλο. Εξαιτίας κάποιας ζωοκλοπής ήρθαν σε ρήξη με την οικογένεια Φαλαγκραίων, γεγονός που τους οδήγησε σο φόνο του αρχιτσελιγκά. Γύρω στο 1890 οι Τσεκουραίοι απήγαγαν το Γρ. Βαλκανιώτη και τον εξανάγκασαν να παντρευτει την αδερφή τους , Αγγέλω. Ο γάμος έγινε στο μοναστήρι του Αγ. Γεωργίου στο Μυρόφυλλο και κουμπάροι ήταν οι Χατζηγαγκαίοι. Τρανό παράδειγμα διαπλοκής πολιτικών και ληστών αποτελεί η εκλογή του Γρ. Βαλκανιώτη στο αξίωμα του Δημάρχου Κοθωνίων για τρεις συνεχείς τετραετίες (1903-1912) με τη βοήθεια των Τσεκουραίων[8]. 
Μετά το φόνο του τσέλιγκα Βασιλή Φασούλα και των Αρβανιτοβλάχων αδεφών Ράπτη, άρχισε η καταδίωξή τους και τελικά παραδόθηκαν έπειτα από προδοσία στον αποσπασματάρχη Τρυπογιώργο. Ολόκληρη η συμμορία συνελήφθη και καρατομήθηκε στο Ναύπλιο, λίγο μετά το 1896. Κατά την εφημερίδα «Ακρόπολις» «καθ’ όλον το νομό Τρικάλων το όνομα Τσεκούρα είναι συνώνυμον με την φρίκην […] Είναι αρχαία ληστρική οικογένεια, ήτις μεταδίδει από πατρός εις υιόν, επί τεσσαράκοντα και πλέον έτη τας οικογενειακάς παραδόσεις και τον προς την ληστεία έρωτα»[9].
§         Στα 1885 δρούσαν στην περιοχή Τρικάλων-Καλαμπάκας οι ληστές Τσουκαντάνας, Νταβέλης, Φορφόλιας, Μακρής, Κουρνόβας, Τζατζάς, Τυροδήμος και Ντίζας.
§         Οι ληστές Νακόπουλος από το Βάλτο και Κώστας Λελούδας από το Ξηρόμερο, το 1897, επιχείρησαν να αιχμαλωτίσουν τους πλούσιους Τρικαλινούς, οι οποίοι είχαν καταφύγει στον Κόζιακα μετά την κατάληψη των Τρικάλων από τους Τούρκους. Αντιμετώπισαν, όμως, την αντίδραση ενόπλων Περτουλιωτών, με επικεφαλής το Δήμαρχο Αιθικών Παναγιώτη Χατζηγάκη, και διακοσίων Σαμαριναίων.
§         Ο Σαρακατσάνος λήσταρχος Νάσιος Ζαρογιάννης ή Σκυλονάσιος στις αρχές του αιώνα λήστεψε και σκότωσε τον επίσης Σαρακατσάνο τσέλιγκα Γιώργο Γαλατσίδα[10].
§         Αξιοσημείωτη είναι η δράση του ληστή από την Αγία Παρασκευή (Τζιούρτζια) Ασπροπόταμου Γρηγόρη Γκάρτζου. Πριν βγει στο «κλαρί» υπηρετούσε στον Ελληνικό Στρατό απ’ όπου λιποτάκτησε το 1897. Κατά την αποχώρηση και από το φόβο της σύλληψης βγήκε στο βουνό. Στις 15 Αυγούστου 1903 με την εξαμελή συμμορία του συνέλαβε έξω από το χωριό Καλογριανά Καρδίτσας τον Κων. Τσιούμα. Το θύμα βασανίστηκε άγρια (έφερε 19 τραύματα), ενώ ο λήσταρχος Γκάρτζος άφησε σημείωμα που έγραφε: «Από όσους ζητούν χρήματα οι κλέφτες και δεν τα δίνουν, αυτά παθαίνουν. Γρ. Γκάρτζος»[11]. Η δράση του συνεχίστηκε με επιδρομές και συγκρούσεις με ελληνικά και τουρκικά αποσπάσματα. Έχοντας συγκεντρώσει 40.000 δραχμές, ο Γκάρτζος διέφυγε στο Τούρκικο για να ξαναεμφανιστεί στη Θεσσαλία το 1905 ζητώντας χρήματα και απειλώντας[12]. Γύρω στο 1918 συγκρούστηκε με απόσπασμα κοντά στο Βελεστίνο, όπου διαδόθηκε ότι σκοτώθηκε, ενώ αυτός είχε καταφύγει στο Αγ. Όρος, όπου και πέθανε σε ηλικία 80 ετών έχοντας γίνει μοναχός με το όνομα Γερβάσιος.
Ληστοσυμμορία Σκουπραίων. Στις 15 Οκτωβρίου 1906 οι δύο αδελφοί και άλλοι τρεις Αρβανιτοβλάχοι ληστές πολιόρκησαν το χωριό Καλομοίρα, ζητώντας βάσει ονομαστικού καταλόγου χρηματικές εισφορές από όλους τους κατοίκους. Στις 11 Αυγούστου 1907 απήγαγαν τον Αθ. Μ. Μανώλη από το Ορθοβούνι Καλαμπάκας, τον οποίο απελευθέρωσαν αφού έλαβαν λύτρα 400 δραχμές. Στις 20 Ιανουαρίου 1908 οι


[4] Η λαιμητόμος εντασσόταν στους μηχανισμούς καταστολής των ληστών και γενικότερου παραδειγματισμού- φρονηματισμού άσχετα αν οι κάτοικοι έβλεπαν το μέσο αυτό ως μέσο εξιλέωσης και ανδρείας των ληστών. Για τις άλλες μεθόδους καταστολής:Σ. Λ. Μπρέκης Το πρόβλημα της ληστείας στη μεθοριακή Φθιώτιδα 1832-1881, π. Παρουσία, τ. ΣΤ’

§         Σκουπραίοι σε συνεργασία με τον Χρ. Ζήνδρο συνέλαβαν τους Βασίλειο και Μιχαήλ Σακελλαρίου στο Νεοχώρι Τρικάλων ζητώντας για την απελευθέρωσή τους 30.000 δραχμές. Οι ληστές καταδιώχτηκαν από απόσπασμα της χωροφυλακής και του στρατού. Σε συμπλοκή που έγινε στη θέση Κουτσούφλιανη της Βερδικούσας Ελασσώνας σκοτώθηκε ο ληστής Ζήνδρος και τραυματίστηκε ο Γεώργιος Σκούπρας. Οι αιχμάλωτοι ελευθερώθηκαν, ενώ το κεφάλι του Χρ. Ζήνδρου μεταφέρθηκε στα Τρίκαλα για αναγνώριση[1].
       Τον Ιούλιο του 1908 οι Σκουπραίοι έσφαξαν στη θέση Μεσοβούνι                      Ανθούσας Ασπροπόταμου τον Μπίτη Πέρκα και τον Ευάγγελο Τζάνη. Τον ίδιο μήνα συνέπραξαν με τη συμμορία των Μποτάσιδων και τρομοκρατούσαν την περιοχή Γριζάνου- Νεοχωρίου- Φαρκαδόνας. Το 1909 απήγαγαν εύπορους χωρικούς και ζητούσαν λύτρα για την απελευθέρωσή τους. Στην αντίθετη περίπτωση απέκοβαν ένα αυτί ή χέρι των θυμάτων τους και το απέστελναν στους συγγενείς, εξαναγκάζοντάς τους να πληρώσουν τα λύτρα[2].
        Με αναφορά του στο αρχηγείο χωροφυλακής (16 Ιουλίου 1909) ο διοικητής της Διλοχίας Δημόσιας Ασφάλειας Τρικάλων- Καρδίτσας, αναφέρει ότι «η ληστοσυμμορία Σκουπραίων –Ράικου μετά την απελευθέρωση του αιχμαλωτισθέντος παρ’ αυτής εν τω Οθωμανικώ Νικολάου Μητρούσα, ούτινος απέκοψε και μέρος του ωτίου του, εξακολουθεί παραμένουσα εις διαφόρους θέσεις παρά την Περλιάντζα του εξωτερικού, ουδόλως καταδιωκομένη παρά των τουρκικών αρχών». Στη συνέχεια παρακαλεί το αρχηγείο «όπως ευαρεστούμενον ενεργήση τα δέοντα και αρμοδίως γίνωσι αι δέουσαι παραστάσεις, όπως και αι παρά την μεθορίου γραμμήν τουρκικαί αρχαί καταδιώκουσι την συμμορίαν ταύτην, ήτις από ετών μαστίζει τους παρά την μεθορίου γραμμήν οικούντας […] κατά πληροφορίας εκ Μετσόβου σκοπεί να προβεί εις μεγάλας εγκληματικάς πράξεις»[3].
        Στις 9 Μαρτίου 1910 οι Σκουπραίοι εισέβαλαν στην Καλομοίρα, μπήκαν στο σπίτι του Ιωάννου Παπαδημητρίου και τον απήγαγαν μαζί με τα τρία παιδιά του. Απήγαγαν επίσης και τους δύο αδελφούς Αυγέρου ζητώντας 4.000 δραχμές ως λύτρα για την απελευθέρωσή τους[4].
        Ο αρχηγός της εικοσαμελούς συμμορίας Γεώργιος Σκούπρας σκοτώθηκε και αποκεφαλίστηκε στις 20 Αυγούστου 1910. το αποκομμένο κεφάλι, εξαιτίας της ζέστης, τοποθετήθηκε σε δοχείο με πετρέλαιο και φαρμακευτικό παρασκεύασμα και μεταφέρθηκε στην αστυνομική διεύθυνση Τρικάλων «ένθα πλήθος κόσμου μετέβαινε να την ιδή» σύμφωνα με την εφημερίδα «Θάρρος» (22-8-1910)[5]. Έτσι έκλεισε η δράση της συμμορίας, η οποία σύμφωνα με κύριο άρθρο της εφημερίδας «Αναγέννησις» έγραφε «Εδώ είναι το βασίλειο των Σκουπραίων. Το κράτος του Γεωργίου Α’ και της χαριτωμένης Κυβερνήσεώς του αντικατέστησε η συμμορία των Σκουπραίων (27-10-1907)[6].
§         Άλλος φημισμένος ληστής ήταν ο Θανάσης (Νάσος) Τσέλιος, γνωστός ως Τσεκούρας από τη Βασιλική Καλαμπάκας, που έδρασε τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μεταξύ Τρικάλων και Καλαμπάκας, προς την περιοχή του Πηνειού και τον Κόζιακα, με ορμητήριο το χωριό Περιστέρα. Στις 17 Μάη 1911 η συμμορία του Νάσου Τσεκούρα συνέλαβε αιχμαλώτους τον ανακριτή Τσιριγώτη και τον ειρηνοδίκη Φαρκαδόνας Πλάτυκα, τους οποίους άφησε ελεύθερους μόλις έμαθε την ιδιότητα τους. Μετά από τέσσερις ημέρες ο Τσεκούρας έπεσε στα χέρια της αστυνομίας, μετά από προδοσία φίλου του. Κατόπιν οδηγήθηκε στα Τρίκαλα, όπου σύμφωνα με την εφημερίδα «Θάρρος» (18-5-1911) «ο κόσμος παρατεταγμένος κατά μήκος των οδών παρηκολούθη την πομπήν χειροκροτών τους συντελεστάς εις την εξάλειψιν ενός φοβήτρου του νομού μας»[7].
       
        Συμπερασματικά θα μπορούσε να πει κανείς πως οι ληστοσυμμορίες, όχι μόνο αυτές που αναφέρθηκαν εδώ, αλλά και άλλες, ήσσονος σημασίας και γοήτρου, ταλάνισαν την περιοχή των Τρικάλων και την ευρύτερη βορειοδυτική Θεσσαλία για πολλές δεκαετίες. Η οριστική εξάλειψή τους τη δεκαετία του 1930 δε βοήθησε στην εξάλειψη των αναμνήσεων των παλιότερων κατοίκων των περιοχών αυτών. Εξάλλου πολλά από τα κατορθώματα των ληστών μπόλιασαν το δημοτικό τραγούδι. Η ληστεία ως φαινόμενο συνδέθηκε άρρηκτα με τον αρματολισμό και συνακόλουθα τοπικό παραδοσιακό πολιτισμό, σε σημείο που να υποστηρίζεται, πως η ληστεία ήταν ένας τρόπος αντίστασης στις νεωτερικές μεθόδους που χρησιμοποιούσε το ελληνικό κράτος για να εδραιώσει την ύπαρξή του και να συγκροτήσει τους μηχανισμούς αφομοίωσης και ένταξης της υπαίθρου στις οικονομικές και κοινωνικές δομές του.

                                      

                                            ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 

Η ληστοκρατία αποτέλεσε ένα από τα κυρίαρχα προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπίσει το ελληνικό κράτος. Η δυσαρέσκεια των ανταγωνιστών, η πολεμική τους εμπειρία, η σχέση τους με τους πληθυσμούς της υπαίθρου συνέτειναν στην ενίσχυση του προβλήματος. Κοντά σ’ αυτό, θα πρέπει να προστεθεί και η προσπάθεια εισβολής των κρατικών μηχανισμών και θεσμών, συχνά με βίαιο τρόπο, σε ένα κοινωνικό περιβάλλον οι ιδεολογικές επιφάνειες του οποίου ελάχιστα είχαν μεταβληθεί από την περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Ειδικότερα η Θεσσαλία, μετά την απελευθέρωσή της και την ένωσή της με το ελληνικό κράτος, αντιμετώπισε το ιδιαίτερα οξύ πρόβλημα της ληστείας. Η εγγύτητα της περιοχής με τις τουρκοκρατούμενες περιοχές της Μακεδονίας και της Ηπείρου ελαχιστοποιούσε τις πιθανότητες ειρηνικής διαχείρισης του θέματος. Επιπρόσθετα η ώσμωση ληστών και αγροτοποιμενικών πληθυσμών δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για την εκτράχυνση της κατάστασης, αφού οι ίδιοι αγροτοποιμενικοί πληθυσμοί – οι τροφοί των ληστών – αντιμετώπιζαν το κράτος ως παρείσακτο. Σ’ αυτά τα πλαίσια το πρόβλημα του ελέγχου των συνόρων, αποτελούσε πολύτιμο βοηθό για τη ληστρική δραστηριότητα.

           Το κράτος, από την πλευρά του, στην προσπάθεια εδραίωσης της κυριαρχίας του, στις ήδη απελευθερωμένες περιοχές και επέκτασής της στις τουρκοκρατούμενες, δε δίστασε να χρησιμοποιήσει τις ληστοσυμμορίες για «εθνικούς» σκοπούς. Οι τοπικοί πολιτευτές δε μπορούσαν να θεωρήσουν  εαυτούς αμέτοχους από την κίνηση «κρατικοποίησης» της υπαίθρου και συμμετείχαν στη χρησιμοποίηση των ληστών για τα προσωπικά – πολιτικά – φατριαστικά συμφέροντά τους.


 ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΛΚΙΑΣ
PNEYMA GR













Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου