Πέμπτη 22 Μαρτίου 2012

Η ΛΗΣΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΛΗΣΤΩΝ ΣΤΟΥΣ ΕΘΝΙΚΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ[Μέρος Α΄]

Τό κείμενο ειναι του ΚΩΣΤΑ ΧΑΛΚΙΑ

Το φαινόμενο της ληστείας έχει βαθιές ρίζες, τόσο στον ελλαδικό χώρο όσο και στον ευρύτερο βαλκανικό και μεσογειακό χώρο. Οι ληστές- κλέφτες του ελλαδικού χώρου συμμετείχαν ενεργά στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του Έθνους χωρίς όμως να απαρνηθούν τον κοινωνικό τους ρόλο, ο οποίος ήταν απολύτως συμβατός με την ιδεολογία και τους τρόπους κοινωνικής οργάνωσης της παραδοσιακής ελληνικής κοινωνίας. Η κοινωνική ληστεία την περίοδο αυτή ήταν μια απολύτως φυσιολογική έκφραση του κοινωνικού βίου, που δεν ερχόταν σε ρήξη με τις παραδοσιακές κοινωνικές δομές. Η ρήξη επήλθε όταν, μετά τους νικηφόρους αγώνες της επανάστασης του 1821, το ελληνικό κράτος ανεξαρτητοποιήθηκε και προσπάθησε να ορθοποδήσει, βασιζόμενο στα κελεύσματα και τα πρότυπα των προστάτιδων δυνάμεων- κρατών, στη βοήθεια των οποίων υπολόγιζε για να εδραιώσει την κυριαρχία του.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες οι προσδοκίες πολλών πρώην καπεταναίων και αγωνιστών για επαγγελματική αποκατάσταση έμειναν ανικανοποίητες · σ’ αυτό συνέτειναν τα μέτρα της Αντιβασιλείας το Μάρτιο του 1833, τα οποία οδήγησαν πολλούς πρώην αγωνιστές να μείνουν ανεπάγγελτοι και να ξαναβγούν «στο βουνό- στο κλαρί» για να γίνουν κλέφτες.
Καλό θα ήταν να αναφερθεί, ότι ο χώρος δράσης των ληστών εκτεινόταν από τις παραμεθόριες περιοχές του τότε ελληνικού κράτους (Φθιώτιδα, Φωκίδα) ως το εσωτερικό του τότε τουρκικού κράτους (¨Ήπειρο, Θεσσαλία). Αναμφίβολα η γεωγραφία της περιοχής ευνοούσε τη δημιουργία- δράση ληστρικών ομάδων, αφενός γιατί υπήρχε ευκολία δράσης (όσο αυτό ήταν δυνατό) και αφετέρου ήταν απαγορευτική η καταδίωξή τους από τα κυβερνητικά αποσπάσματα λόγω του δυσπρόσιτου εδάφους και του καραδοκούντος για επέμβαση τουρκικού κράτους[1]. Η απελευθέρωση και η προσάρτηση της Θεσσαλίας και της ¨Αρτας έδωσαν νέα ώθηση στην ανάπτυξη του φαινομένου της ληστείας[2].
Για να γίνει καλύτερα κατανοητό το φαινόμενο της ληστείας σ’ αυτή την τριακονταετία στη Δυτική Θεσσαλία χρήσιμο είναι να αναφερθούν οι συνθήκες που επικρατούσαν στην ευρύτερη περιοχή κατά την περίοδο της ένωσής της με το ελληνικό κράτος.

Η κατάσταση στη Θεσσαλία

Ένα χρόνο πριν την προσάρτηση της Θεσσαλίας έγινε από το επιτελικό γραφείο του Υπουργείου Στρατιωτικών λεπτομερέστατος πίνακας των πόλεων και των χωριών της Θεσσαλίας καθώς και του πληθυσμού τους. Από τους διάφορους αυτούς καταλόγους προκύπτει, ότι ο συνολικός πληθυσμός της κυμαινόταν ανάμεσα στους 325.000 ως 340.000 κατοίκους, από τους οποίους το 1/8 περίπου ήταν Οθωμανοί και ένα πολύ μικρό ποσοστό Εβραίοι. Αναφορικά με την κατανομή του πληθυσμού οι Έλληνες ήταν σχεδόν οι αποκλειστικοί κάτοικοι των ορεινών όγκων. Πλειοψηφούσαν στον κάμπο και στα περισσότερα αστικά κέντρα. Στον κάμπο οι αγροτικοί πληθυσμοί, γνωστοί ως «καραγκούνηδες» στις περιοχές Τρικάλων και Καρδίτσας και ως «κατζανάδες» στην πεδιάδα των Φαρσάλων, ήταν κυρίως κολίγοι ·και παρακεντέδες (αγωγιάτες και τεχνίτες) στα τσιφλίκια. Ο ρόλος των νομάδων κτηνοτρόφων στο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό γίγνεσθαι της περιοχής δεν πρέπει να παραγνωρίζεται. Οι ομάδες των Σαρακατσαναίων, Βλάχων και Αρβανιτοβλάχων οδηγούσαν τα τεράστια κοπάδια τους στις εύφορες πεδιάδες της  Θεσσαλίας υπακούοντας στο νόμο της αέναης μετακίνησης των νομαδικών κτηνοτροφικών πληθυσμών από τα ορεινά στα πεδινά και το αντίστροφο. Ο τουρκικός πληθυσμός της Θεσσαλίας αποτελούταν από Κονιάρους, Τούρκους εποίκους που είχαν μεταφερθεί εκεί λίγο μετά την ολοκλήρωση της κατάκτησης της Θεσσαλίας από τους Τούρκους στα τέλη του 14ου αιώνα. Οι Τούρκοι είχαν καταλάβει τις ευφορότερες περιοχές της χώρας στις υπώρειες του Ολύμπου και της Όσσας ως το Πήλιο, στα περίχωρα των Τρικάλων και της Λάρισας ως το Ζάρκο, την Κάρλα, τα Αμπελάκια, τη Ματαράγκα και τα Φάρσαλα, γύρω από το Βελεστίνο, τέλος, και τον Αλμυρό. Το πληθυσμιακό σύνολο της περιοχής συμπλήρωναν οι νησίδες αλβανικού πληθυσμού που ήταν διάσπαρτες στον κάμπο[3].
Εκτός από την παρουσία πολλών εθνικών ομάδων, που προφανώς θα εμπόδιζαν την απρόσκοπτη λειτουργία του μηχανισμού και των θεσμών του νέου κράτους και συνεπαγωγικά θα αποτελούσαν υποβοηθητικό μοχλό στην εδραίωση της ληστείας, τη δύσκολη κατάσταση επέτεινε η ανυπαρξία σύγχρονων για την εποχή οδικών κόμβων και δρόμων επικοινωνίας. Οι δύο δρόμοι που ήταν σε χρήση την εποχή αυτή ήταν αυτός που οδηγούσε από το Βόλο στα Ιωάννινα, περνώντας από τη Λάρισα, τα Τρίκαλα, την Καλαμπάκα και το Μέτσοβο. Ο άλλος δρόμος οδηγούσε από τη Λάρισα στη Θεσσαλονίκη. Οι υπόλοιποι δυσδιάβατοι στην καλύτερη περίπτωση ένωναν τις διάφορες πόλεις και κωμοπόλεις[4].
Η απελευθέρωση της Θεσσαλίας δε σήμαινε βέβαια και τη βελτίωση της κατάστασης· η οικονομική εξαθλίωση των περισσότερων κατοίκων της συνεχίστηκε, αν όχι επιδεινώθηκε. Σ’ αυτό οδήγησε η φυγή των Οθωμανών κατοίκων της Θεσσαλίας Κονιάρων και Τούρκων οι οποίοι, μετά την υπογραφή της συνθήκης του Βερολίνου του 1878, άρχισαν να εγκαταλείπουν τη γενέθλια γη ξεπουλώντας σπίτια, ζώα, χωράφια, καταστήματα, οικόπεδα. Το βιος τους βρέθηκε στα χέρια πλούσιων Ελλήνων, τόσο της Θεσσαλίας όσο και της υπόλοιπης Ελλάδας και κυρίως του εξωτερικού. Οι τελευταίοι αγόρασαν σε εξευτελιστικές τιμές τα τσιφλίκια που πουλούσαν οι Οθωμανοί. Οι πλούσιοι μεγαλοτραπεζίτες και βιομήχανοι του εξωτερικού (Κ. Ζάππας, Γ. Αβέρωφ, Ζαρίφης, Χρηστάκης Εφένδης, Ζωγράφος, Συγγρός, Χαροκόπος, Τερτίπης) αγόρασαν τεράστιες εκτάσεις Θεσσαλικής εύφορης γης. Με τους όρους των συμβάσεων, στους αγοραστές δεν ανήκαν μόνο τα κτήματα, αλλά ακόμη και ότι εμπεριέχονταν σ’ αυτά, συμπεριλαμβανομένων των 11.000 οικογενειών κολίγων-καλλιεργητών και των 7.000 παρακεντέδων, οι οποίοι κατοικούσαν σε 350 με 360 χωριά[5]. Φαίνεται, ότι οι κυβερνήσεις δεν τολμούσαν ή δεν ήθελαν να αντιπαρατεθούν με τους ισχυρούς αυτούς οικονομικούς παράγοντες, αφενός γιατί τους στήριζαν οικονομικά και αφετέρου γιατί τις δικές τους επενδύσεις προσδοκούσαν οι κυβερνώντες, για να προωθηθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η πολιτική της κυβέρνησης Τρικούπη, η οποία σε συζήτηση στη βουλή με θέμα αντιπαράθεσης το αγροτικό ζήτημα υποστήριζε με σθένος την εμμονή στους δύο όρους της «Συμβάσεως περί διαρρυθμίσεως των ελληνοτουρκικών συνόρων», οι οποίοι δέσμευαν την Ελλάδα να μη μεταβάλει το προηγούμενο ιδιοκτησιακό καθεστώς[6]. Η διατήρηση του καθεστώτος των τσιφλικιών και η εδραίωση της εκμετάλλευσης των Θεσσαλών αγροτών από τους κεφαλαιούχους μεγαλοτσιφλικάδες και κατόπιν πολιτευτές, οδηγούσε στη βαθιά απογοήτευση και δυσαρέσκεια στο πρόσωπο της «ελευθερώτριας» ελληνικής κυβέρνησης.
Η σύντομη αναφορά στα κυριότερα χαρακτηριστικά της Θεσσαλικής υπαίθρου, την εποχή της απελευθέρωσής της και της προσάρτησής της στο ελληνικό κράτος, στοχεύει στην κατάδειξη της γενικότερης εικόνας που βασίλευε αυτή την περίοδο στην Κεντρική Ελλάδα. Η ληστεία ως απότοκο φαινόμενο αυτής της


[[1]  Απ. Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού τ. Β’ Θεσσαλονίκη 1976, σ.374: Από τα 14 αρματολίκια στα οποία είχε χωριστεί η Ελλάδα το 16ο αιώνα τα 6 αρματολίκια της Θεσσαλίας ήταν τα πιο ονομαστά και πιο μεγάλα (Ολύμπου, Χασίων, Ασπροπόταμου, Αγραφών, Πατρατζικίου, Μαυροβουνίου)
[2] Η συνθήκη του Βερολίνου, η οποία ήταν μεγάλης σημασίας για την περιοχή των Βαλκανίων, δεν πήρε σαφή θέση υπέρ της Ελλάδας. Η παρέμβαση του Γάλλου πρωθυπουργού Γουλιέλμου Ερρίκου Βάδιγκτον για προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Ηπείρου στην Ελλάδα έγινε δεκτή και κατοχυρώθηκε στο 13ο Πρωτόκολλο της συνθήκης. Έπειτα από κωλυσιεργίες της Τουρκίας, η μεικτή επιτροπή, της οποίας η δημιουργία προβλεπόταν από τη συνθήκη, σταμάτησε τις εργασίες της. Η παρέμβαση του νέου Άγγλου Πρωθυπουργού Γλάδστωνος οδήγησε στη σύγκληση διεθνούς διάσκεψης στο Βερολίνο για τη διευθέτηση του Ηπειροθεσσαλικού προβλήματος. Έπειτα από διπλωματικές επαφές των Μεγάλων Δυνάμεων συνήλθαν οι Πρεσβευτές στην Κωνσταντινούπολη το Φεβρουάριο του 1881 και αποφάσισαν την παραχώρηση στην Ελλάδα της Θεσσαλίας και ενός μόνο τμήματος της Άρτας. Η νέα συνοριακή γραμμή άρχιζε από το στενό Καραλή Δερβέν μεταξύ των εκβολών του Σαλαμβριά(Πηνειού) και του Πλαταμώνα, περνούσε από τις ακρώρειες του Ολύμπου, τα υψώματα του Ζάρκου και τις κορυφές του Ζυγού και κατέληγε στο ποτάμι της Άρτας]

κατάστασης έμελλε να ταλανίσει όχι μόνο την κυβέρνηση αλλά πολλές φορές και τον ίδιο το λαό. Οι διάφορες εθνοτικές ομάδες που στήριζαν ποικιλοτρόπως τους ομόφυλούς τους ληστές, η ανυπαρξία επικοινωνιακού δικτύου, που καθιστούσε δυσχερέστατη ως αδύνατη τη μεταφορά μεγάλων στρατιωτικών δυνάμεων από την περιοχή της Φθιώτιδας, και η ολοένα αυξανόμενη επιδείνωση της κοινωνικής ανισότητας, η οποία οδηγούσε σε αύξηση των ληστρικών συμμοριών, προεξοφλούσε πως η καταπολέμηση της ληστείας θα ήταν δύσκολο έργο. Οποιαδήποτε, όμως, αναφορά στο φαινόμενο της ληστείας είναι ελλιπής, αν δεν αναζητηθούν τα γενεσιουργά αίτια του φαινομένου.

2. Γενεσιουργά Αίτια της Ληστείας 


Τα αίτια της ανάπτυξης ληστρικών κυκλωμάτων σε περιοχές που συγκέντρωναν ορισμένα γεωγραφικά χαρακτηριστικά και ασκούνταν συγκεκριμένες οικονομικές δραστηριότητες σχετίζονταν με την εισβολή του εθνικού /σύγχρονου κράτους στην παραδοσιακή /αγροτική κοινωνία και την ανατροπή των ισορροπιών της. Το κράτος προκειμένου να εδραιώσει και να αναπτύξει τους δικούς του μηχανισμούς και θεσμούς επιτίθεται στις τοπικές και κοινωνικές ιεραρχίες και ενισχύει την αποδιάρθρωση του κοινωνικού παραδοσιακού καταμερισμού ρόλων και αρμοδιοτήτων. Σ’ αυτό το πλαίσιο το κράτος προσπαθεί με όλα τα μέσα (βία, διασπορά ειδήσεων-φημών, δωροδοκίες, εκμετάλλευση των τοπικών αντιπαλοτήτων) να μετατρέψει το ληστή –αρματολό στο νεωτερικό τύπο ληστή- καταδιωκόμενο[1].
Κάτω από αυτές τις συνθήκες οι εμβόλιμες μέθοδοι καταστολής και αναγκαστικής μετακένωσης θεσμών και μηχανισμών οδηγούν στην ανάπτυξη και ισχυροποίηση της ληστοκρατίας, η οποία εγγράφεται στις προσπάθειες της παραδοσιακής ελληνικής κοινωνίας να αντιδράσει στις κρατικές μεθοδεύσεις , που στόχευαν στην ένταξη της υπαίθρου στο νέο οικονομικό-πολιτικό σύστημα, συχνά με μεθόδους που προσέβαλαν την αξιοπρέπειά της. Έτσι οι αιτίες της ληστείας πρέπει να αναζητηθούν σ’ αυτό το πλαίσιο, δηλαδή στην προσπάθεια του κράτους να δημιουργήσει δομές και μηχανισμούς ξένους προς τον παραδοσιακό τρόπο ζωής της ελληνικής επαρχίας.
Αρχικά η κλεφταρματολική παράδοση, που ήταν ακόμη ριζωμένη στον τρόπο ζωής των κοινοτήτων, συνδεόταν ιδιαίτερα με τη ληστεία. Η αυτή  παράδοση η οποία ήταν ένας από τους συντελεστές διαχείρισης των συγκρουσιακών ενίοτε σχέσεων της ελληνικής κοινότητας και της οθωμανικής εξουσίας, είχε πάρει τώρα τη μορφή της σύγκρουσης του παραδοσιακού κόσμου της μετεπαναστατικής Ελλάδας  με το νέο εθνικό κράτος, το οποίο στην προσπάθεια επιβολής και εδραίωσής του, αλλοίωνε τις παραδοσιακές οικονομικές και κοινωνικές πραγματικότητες.
Επιπλέον η ποινική νομοθεσία καθόριζε τα εγκλήματα και την κλίμακα των ποινών με βάση αρχές ξένες ως επί το πλείστον προς τις παραδοσιακές αντιλήψεις περί δικαίου και τιμωρίας. Στον αγώνα του κράτους εναντίον των ληστών περιεστάλησαν με ξενόφερτες και «εκλογικευμένες» νομικές ρυθμίσεις δικαιώματα, η ισχύς των οποίων απέρρεε από τη λειτουργία τους ως καθεστώτος και άγραφου νόμου εγγεγραμμένου στο θυμικό της παραδοσιακής ελληνικής κοινωνίας.
Η υποχρεωτική και καθολική ισχύς των νόμων αφορούσε την τοπική κοινωνία ποικιλοτρόπως· μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας το κράτος χρειαζόταν επειγόντως στρατιωτικές δυνάμεις για να εδραιώσει την ισχύ του στην απελευθερωθείσα περιοχή και να δημιουργήσει τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η υποχρεωτική στράτευση και ιδιαίτερα η κληρωτή στρατολογία, η οποία δεν ήταν τόσο αδιάβλητη και δίκαιη, δημιουργούσε τις συνθήκες σύγκρουσης πολιτών- μελλοντικών στρατευμένων και κράτους, ωθώντας τους πρώτους να βγουν «στο κλαρί» αποφεύγοντας τη στράτευση. Στο ίδιο κύμα αυταρχικότητας και προσπάθειας επιβολής των νομών, εντασσόταν η συμπεριφορά των οργάνων της τάξης που γεννούσαν στους κατοίκους εύλογα ερωτηματικά για την αναγκαιότητά τους. Ενώ δηλαδή οι Θεσσαλοί περίμεναν τις άρτι εγκαθιδρυθείσες αρχές ως σύμβολο σταθερότητας και κοινωνικής ανάπτυξης, απογοητεύτηκαν γρήγορα. Χαρακτηριστικά στην εφημερίδα «Αιών»(22/9/1881) εκδηλώνεται η δυσαρέσκεια των Θεσσαλών για τη συμπεριφορά των κρατικών οργάνων. «[…] Το στάδιο των διαχύσεων παρήλθε και η πραγματικότητα απέδειξε ότι και πάλιν ιερεμιάδες μας κατασκευάζονται. Αι νέαι Αρχαί εξακολουθούν την τετριμμένην οδόν μεταχειρισθείσαι του μισελληνισμού και το μεταξύ των Οθωμανών και χριστιανών χάσμα δια να εξασφαλίσωσι την συνδρομήν εκείνων προς εκλογικούς σκοπούς»[2]. Σε άλλο επεισόδιο κρατικής βίας και ασυδοσίας αναφέρεται αιματηρό επεισόδιο στο χωριό Σαρακίνα Καλαμπάκας˙ σύμφωνα με την εφημερίδα «Ημερήσια Νέα» τρεις δεκανείς ζήτησαν να αγοράσουν από μία γυναίκα τρόφιμα και όταν αυτή τους το αρνήθηκε εκείνοι αποτάθηκαν στον πρόεδρο του χωριού «όστις βαναύσως υπεδέχθη αυτούς». Δημιουργήθηκε ένταση με τους χωρικούς και οι δεκανείς για να προφυλάξουν τις ζωές τους κατέφυγαν στα όπλα σκοτώνοντας μια γυναίκα[3].
Τελευταίο, μα όχι λιγότερο σημαντικό, είναι το γεγονός ότι η σπουδαιότερη και σοβαρότερη αιτία που έσπρωχνε τους «ορεσίβιους» ή «καμπίσιους» στη ληστεία είναι το παραγωγικό και οικονομικό αδιέξοδο και η ενδημική φτώχεια που έφτανε ως το σημείο της εξαθλίωσης. Το οικονομικό τέλμα οφειλόταν αφενός στην αγροτική πολιτική του κράτους, που στήριζε τους μεγαλοτσιφλικάδες- πολιτευτές[4] και επέτρεπε την καταπίεση και οικονομική απομύζηση των κολίγων και αφετέρου στις  συνεχείς κρατικές παρεμβάσεις στη δομή της νομαδικής κτηνοτροφίας, που αποσκοπούσαν στην εξάρθρωση και σταδιακή καταστροφή της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το γεγονός ότι μετά τον «ατυχή» πόλεμο του 1897 παρατηρήθηκε αύξηση των ληστρικών συμμοριών στα Θεσσαλικά βουνά˙ αυτό είναι εύλογο αν αναλογιστεί κανείς, ότι οι εξασκημένοι στα όπλα νέοι του Θεσσαλικού κάμπου αφού έλαβαν μέρος στον αγώνα για την ελευθερία και ηττήθηκαν, δε μπορούσαν ν’ αντέξουν τη δουλεία και καταπίεση των τσιφλικάδων[5] με αποτέλεσμα να βγουν στο βουνό. Η διαπραγμάτευση του θέματος θα ήταν ελλιπής αν δε γινόταν λόγος για τις σχέσεις των ληστών με τους υποστηρικτές τους, που αντιπροσωπεύονταν στο πρόσωπο των νομάδων. Η αναγκαιότητα της προσέγγισης είναι πασιφανής, αφού οι νομαδικοί πληθυσμοί αποτελούσαν την τροφό των ληστών, τους υποστήριζαν και ήταν το άμεσο καταφύγιό τους.

3. Σχέσεις ληστών- νομαδικών πληθυσμών


Στα πεδινά της Θεσσαλίας διαχείμαζαν πολλά και μεγάλα τσελιγκάτα Βλάχων, Αρβανιτοβλάχων και Σαρακατσαναίων. Η αέναη μετακίνησή τους συνίστατο από την πορεία τους στα ελεύθερα πλέον Θεσσαλικά βουνά(Χάσια, Όλυμπο, Άγραφα, Ασπροπόταμο) και στα τουρκοκρατούμενα βουνά (Βέρμιο, Σμόλικα, Γράμμο, Τζουμέρκα κλπ)[6].
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, δεν είναι άξιο απορίας το γεγονός ότι όλοι σχεδόν οι ληστές που δρούσαν πριν και μετά την απελευθέρωση και προσάρτηση της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος ήταν μέλη των ποιμενικών κοινωνιών των Βλάχων, Αρβανιτοβλάχων και Σαρακατσαναίων. Φυσικά τα πρότυπα της κοινωνικής οργάνωσης των ποιμενικών κοινωνιών (τσελιγκάτων) επηρέασαν τον τρόπο

οργάνωσης των ληστοσυμμοριών. Το βασικό στοιχείο της ποιμενικής κοινωνικής οργάνωσης, η ομαιμοσύνη, χαρακτηρίζει τη διαχείριση των σχέσεων των μελών του τσελιγκάτου και ως ένα βαθμό της ληστοσυμμορίας. Εκτός από την ομαιμοσύνη (αδελφοί, ανίψια, ξαδέρφια κλπ) η αγχιστεία (σύζυγοι αδελφών- γαμπροί), η υιοθεσία ή πνευματική συγγένεια (αδελφοποίιτοι ή ψυχογιοί[1], κουμπάροι, βαφτιστικοί) και οι σχέσεις προσωπικής εξάρτησης εκτός συγγένειας ήταν τύποι σχέσεων με τη «βοήθεια» των οποίων λάμβανε χώρα η διαπραγμάτευση των σχέσεων μέσα στους κόλπους της ληστοσυμμορίας και του τσελιγκάτου[2].
Το γεγονός της αλληλεξάρτησης και της αλληλοϋποστήριξης της ληστρικής συμμορίας και του τσελιγκάτου οφείλεται, εκτός των άλλων, αφενός στη διχοτόμηση σε δύο εχθρικές επικράτειες του χώρου ,όπου κινούνται οι νομάδες κτηνοτρόφοι με τα κοπάδια τους (ελληνικό- τουρκικό έδαφος) και αφετέρου στην εχθρική στάση του επίσημου ελληνικού κράτους και των οργάνων του απέναντι στις νομαδικές κοινωνικές συσσωματώσεις[3]. Κάτω από αυτές τις συνθήκες τα τσελιγκάτα μπήκαν σε μια πορεία παρακμής – σ’ αυτό συνεπικουρούσε και η κρατική πολιτική – που ανάγκασε ένα τμήμα των νομαδικών πληθυσμών να στρέψουν αλλού το ενδιαφέρον τους για την αποκόμιση των επιτηδείων. Ο πιο πρόσφορος χώρος για την άσκηση όχι πλέον των παραδοσιακών μορφών επαγγελματικής ενασχόλησης αλλά συμπληρωματικών μορφών απασχόλησης ήταν η ληστεία. Έτσι, ολοένα και περισσότερα μέλη της οικογένειας κατέφευγαν στη ληστεία ή γίνονταν σμίχτες, βόσκοντας τα κοπάδια γεωργοκτηνοτρόφων, για να εξασφαλίσουν λίγο αραβόσιτο ή σιτάρι για τη διατροφή της οικογένειας ή συνδυάζοντας τη ληστεία με την υπηρεσία    
στους γεωργοκτηνοτρόφους.[4]
Πιο αναλυτικά τα στοιχεία της εσωτερικής ιεραρχίας και της άσκησης της εξουσίας, τα οποία χαρακτηρίζουν το τσελιγκάτο, μεταλαμπαδεύονται στη ληστοσυμμορία. Όπως η άσκηση της εξουσίας στο τσελιγκάτο διεπόταν από μια ιεραρχική κατάταξη και διαβάθμιση αποτελούμενη από τρεις συνήθως βαθμίδες/ τάξεις (τον τσέλιγκα, αρχηγό της στάνης, τους σμίχτες, βοσκούς διαθέτοντες ένα κεφάλαιο από ζωντανά και τους μπιστικούς, απλούς μεροκαματιάρηδες) έτσι και η συμμορία αποτελούταν από τον αρχιληστή, τα πρωτοπαλίκαρα και τους απλούς ληστές. Άξιο αναφοράς είναι το γεγονός, ότι η σταθερότητα των ρόλων και η σωστή έκφρασή τους σχετίζονταν με την πρόσβαση στο προϊόν, της συλλογικής εργασίας καθώς και στο γόητρο[5]. Κοντά σ’ αυτά θα μπορούσε να προσθέσει κανείς ότι το καθεστώς παρανομίας που διείπε τη δράση και τη φύση της συμμορίας έκανε πιο στενούς τους δεσμούς μεταξύ των ληστών και μεγάλωνε την αφοσίωσή τους στον αρχηγό.
Όσον αφορά την οργάνωση της συμμορίας, αυτή μπορούσε να διακριθεί στην απλή συμμορία και στη σύνθετη. Στην πρώτη κατηγορία την εξουσία ασκούσε ο μπουλουκτσής (ο αρχηγός, αρχιληστής) και έπειτα ακολουθούσαν οι εφεδρικοί- περιστασιακοί ληστές, συγγενείς, λησταποδόχοι, πληροφοριοδότες. Η σύνθετη συμμορία αποτελούταν από δύο ή τρία μπουλούκια που εκτελούσαν τις διαταγές ισάριθμων μπουλουκτσίδων ή ενός συναινετικά αρχηγού. Συνήθως «ενώσεις» ή «συνεργασίες» μπουλουκιών ήταν περιστασιακές και γίνονταν για την αντιμετώπιση μεταβατικών αποσπασμάτων ή για μεγαλύτερη ασφάλεια στην περιοχή.
Η ιεραρχική διάρθρωση του τσελιγκάτου σε σύγκριση μ’αυτήν της ληστοσυμμορίας ήταν όμοια και ως ένα σημείο δεδομένη. Η αντίστοιχη της ληστοσυμμορίας ήταν περισσότερο βασισμένη στις ίδιες αρχές της συλλογικότητας στο προϊόν, της διανομής της λείας και της συλλογικής προσπάθειας˙ χαρακτηριστικά, όμως, που προσέδιδαν σε αυτές τις έννοιες μεγαλύτερο «κύρος» αφού ήταν παράνομες. Εξάλλου, η απλή οικογενειακή συμμορία αποτελούταν από συγγενείς όλων των βαθμών. Η παραδοσιακή κοινωνία με το δεσποτικό ρόλο της οικογένειας στις σχέσεις των ανθρώπων διατηρούσε τους υφιστάμενους συγγενικούς δεσμούς και έτεινε να δημιουργήσει νέους, επιπρόσθετους κυρίως με την αδελφοποίια, την υιοθεσία και την κουμπαριά. Σε όλες τις περιπτώσεις πάντως η υπακοή των μελών της συμμορίας – η σύνθεση[6] της οποίας άλλαζε ανάλογα με τον επιδιωκόμενο σκοπό από 30 ως 10 ή 20 άτομα – εξαρτιόταν από την προσωπικότητα του ληστάρχου. Ωστόσο η σύλληψη της ιδέας μιας παράτολμης επιχείρησης και η πραγμάτωσή της, καθώς επίσης και οι περίοδοι αβεβαιότητας ή ταραχών κατά τη διάρκεια διαπραγματεύσεων για την παροχή αμνηστίας ή κατά την ένταξη σε βοηθητικά σώματα του στρατού, έκαναν απαραίτητη τη σύσταση πολυμελών συμμοριών.
Συμπερασματικά, οι ομοιότητες στη διαστρωμάτωση των τσελιγκάτων και των συμμοριών οφείλονται στις σχέσεις αλληλεξάρτησης και αλληλοβοήθειας των δύο ομάδων˙ εξάλλου, τα μέλη των ληστοσυμμοριών προέρχονταν απευθείας από τις «τάξεις» των τσελιγκάτων με την αναμενόμενη σ’ αυτές περιπτώσεις επίδραση. Ενώ ο ρόλος των ληστοσυμμοριών ήταν να προστατεύουν τις «τροφούς» τους, δεν περιορίζονταν μόνο σ’ αυτό. Το κράτος με όλους τους μηχανισμούς του (στρατό- χωροφυλακή, πολιτικές δυνάμεις, κόμματα) και για διάφορους σκοπούς (καταδίωξη ληστείας, δημιουργία επεισοδίων στα σύνορα με την Τουρκία, είσοδος στρατιωτικών δυνάμεων στο αντίπαλο κράτος) χρησιμοποιούσε τις ληστρικές ομάδες με σκοπό αφενός να ενισχύσει τη διαδικασία εγκαθίδρυσης των θεσμών του στο απελευθερωμένο έδαφος, και αφετέρου να διασκεδάσει τη δομή της παραδοσιακής ελληνικής κοινωνίας, με στόχο την ομογενοποίηση και τον κατευνασμό των αντιδράσεων. Η αναφορά ορισμένων επεισοδίων – με τη συνδρομή των εφημερίδων της εποχής και άλλου αρχειακού υλικού – είναι αναγκαία για να καταδειχθούν οι μορφές χρησιμοποίησης των ληστοσυμμοριών από το κράτος.

4. Η χρησιμοποίηση των ληστών από το κράτος


Το κράτος ή ακόμα και οι παρακρατικοί μηχανισμοί χρησιμοποιούσαν τους ληστές ή καλύτερα το ληστρικό κύκλωμα με εμπροσθοφυλακή τους ληστές για την επίτευξη ως επί το πλείστον εθνικών στόχων. Στους εθνικούς στόχους συμπεριλαμβάνονταν η πολιτική χαμηλής έντασης ή παρενόχλησης των Τούρκων ή ακόμη και η ισχυροποίηση του ελληνικού στρατού σε περιόδους κρίσης ή πολεμικών επιχειρήσεων με την Τουρκία. Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια η σημασία της ιδιότητας του ληστή και η αναγνώρισή της από το κράτος, φαίνεται ακριβώς από αυτό το γεγονός˙ από τη συμμετοχή τους σε απελευθερωτικά κινήματα ή από την απορρόφηση τους στα σώματα των ατάκτων. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι κατά το 19ο αιώνα οι Αρβανιτόβλαχοι εισέρχονται στα σώματα χωροφυλακής ενώ το ίδιο διάστημα οι Σαρακατσάνικοι πληθυσμοί καταφεύγουν στη ληστεία[7].
Λίγο μετά την απελευθέρωση των Τρικάλων έκαναν την εμφάνισή τους περίπου 160 ληστές μέσα στην πόλη. Γράφει «ο Φάρος του Ολύμπου»: «άπαντες οι λησταί και οι φυγόδικοι αυθορμήτως προσήλθαν εις τας αρχάς, έτοιμοι να αποδεχθώσι ότι οι νόμοι διακελεύουσι πρσθέτοντας:επειδή είναι σκανδαλώδες να περιφέρονται ελευθέρως εν τη αγορά και ενώπιον πολιτών, ους χθες είχον ληστεύση ή αιχμαλωτίση, δέον να αναιληφθή οιοδήποτε μέτρον, ίνα παύση η έκρυθμος αυτή κατάστασις». Στις 13/9/1881 η εφημερίδα «΄Ωρα» γράφει:Γέμουσι τα Τρίκαλα ληστών. Περί τους 160 υπάρχουσι εις Τρίκαλα και τρέμει έκαστος οικοκύρης  εν πάση στιγμή και κλείεται ενωρίς εν τη εαυτόν οικία». Από την εφημερίδα «Αιών» πληροφορούμαστε πως οι ληστές Νταβέλης και Παπαστάθης, με την είσοδο του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλία, παραδόθηκαν στο συνταγματάρχη Καραϊσκάκη, ενώ οι ληστές Στούπας, Λελούδης και Μαργιόλης παραδόθηκαν στον αρχηγό του στρατού Σούτσο(29/8)[8]. Αν κατά τη διάρκεια της αυτοπαράδοσης δόθηκε αμνηστία στους ληστές αυτό δεν είναι δυνατό να ειπωθεί με βεβαιότητα.
Ωστόσο, όπως φαίνεται από τις εφημερίδες της εποχής οι ληστές συγκροτούσαν αντάρτικες ομάδες που βοηθούσαν τον ελληνικό στρατό στις επιχειρήσεις του εναντίον των Τούρκων, τόσο στον «ατυχή» πόλεμο του 1897 όσο και στο Μακεδονικό αγώνα. Χαρακτηριστικά η εφημερίδα «Ακρόπολις» αναφέρει στο φύλλο της 1/4/1897 ότι « ο Νταβέλης παρά την Κρανιάν εθριάμβευσεν συγκρουσθείς μετά τουρκικού τάγματος. Εκτός από 200 Τούρκους τους οποίους εφόνευσε το σώμα του Νταβέλη ετραυμάτιε 15 εν οις και έναν Μπέη και εκυρίευσε 80 φορτηγά ζώα μετά αλεύρων»[9]. Η στράτευση των ληστοσυμμοριών για εθνικούς σκοπούς γίνεται πλέον πιο συχνή και απροκάλυπτη ˙ γεγονός που επιβεβαιώνει το γόητρο των ληστών. Συνάμα η απόδοση σημασίας στην εξασφάλιση συμφερόντων των ορεσίνομων κοινοτήτων συνίσταται στην συστράτευση μεμονωμένων ή ακόμα και ολόκληρων ομάδων των κοινοτήτων με τους ληστές. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της προσχώρησης των κατοίκων των καταληφθέντων από τους Τούρκους χωριών Λαζαρίνα και Μαυρομάτι στις αντάρτικες ομάδες που δρούσαν κατά το 1898 νοτίως των Τρικάλων. Οι οπλαρχηγοί Τάκης, Γ. Κίτσος, Κ. Τσιτόπουλος και Γ. Αρκούδας


[[1] Η αδελφοποιία ως τρόπος δημιουργίας σχέσεων και σύσφιξης αυτών με όρους εμπιστοσύνης
γνώρισε μεγάλη άνθιση μεταξύ των αγροτοποιμενικών και ορεσινομικών κοινωνιών. Για την τέλεση της αδελφοποιίας απαραίτητη ήταν η ευλογία ιερέα ή μοναχού ή ο όρκος επί του Ευαγγελίου ή άλλες τελετουργικές μέθοδοι, οι οποίες διέφεραν από περιοχή σε περιοχή. Εξάλλου τα ονόματα με τα οποία γίνονταν γνωστοί οι αδελφοποίιτοι (βλάμης, μπράτιμος ή αδελφοποίιτος, σταυραδέρφια, σταυροπατέρες) υποδηλώνουν περίτρανα, ότι η ληστεία έχει τις ρίζες της στο κλέφτικο. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο θεσμός της αδελφοποιίας στιγματιζόταν από την ιερά σύνοδο και απαγορεύονταν από το νόμο. Αυτό όμως δεν εμπόδιζε την επέκταση του δικτύου αδελφοποίιτων στο στρατό, τη χωροφυλακή, τα τσελιγκάτα ακόμα και τα μοναστήρια. Ιωάννης Σ. Κολιόπουλος Η ληστεία στην Ελλάδα (19ος αιώνας). Περί λύχνων αφάς, Παρατηρητής Θεσσαλονίκη 1996
[3] «Κατά το 1892 σημειώνονται πάμπολλα κρούσματα εκβιασμού εκ μέρους των αποσπασματαρχών, οι οποίοι με την απειλή πως θα κατηγορούσαν τους Βλαχοποιμένες για λαθρεμπόριο αποσπούσαν από αυτούς πρόβατα[…]. Σε συνέντευξη που έδωσε το Σεπτέμβριο του 1892 ο Εισαγγελέας Τρικάλων Μεσθενέας κατηγορεί τα αποσπάσματα ότι εκτρέπονται σε βιαιοπραγίες και φέρνει παράδειγμα έναν αποσπασματάρχη που είχε ζητήσει από βλαχοποιμένα έξι αρνιά για να τον αφήσει να περάσει από το μεθοριακό σταθμό» Μαρούλα Κλιάφα, ό.π., σ. 119
[4] Ι. Σ. Κολιόπουλος ό.π. σσ. 341-342. εκτός από τις ομοιότητες που παρουσίαζαν οι δύο ομάδες όσον αφορά την οργάνωσή τους, παρουσίαζαν και πολλές άλλες όσον αφορά το γενικότερο τρόπο ζωής ( φαγητό, ένδυση, τρόπος συμπεριφοράς). Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι η ερμηνεία της συμπεριφοράς των ληστών τόσο μεταξύ τους όσο και με το εξω- συμμοριακό κοινωνικό περιβάλλον πρέπει να γίνεται με βάση τους άγραφους νόμους των ληστών. Ι. Σ. Κολιόπουλος ό.π. σσ.293-295, 307-308. κατά τον Στάθη Δαμιανάκο ο θεσμός της αδελφοποιίας ανάμεσα στους βοσκούς σημαίνει την ανάγκη αύξησης του αριθμού τους για να επιδοθούν πιο εύκολα στη ζωοκλοπή με σκοπό την καλύτερη και αποτελεσματικότερη προστασία τους απέναντι στους ληστές. Στ. Δαμιανάκος ό.π. σ.88
[6] Όπως και στη διάρθρωση των τσελιγκάτων υπήρχαν τάξεις, έτσι και στη ληστοσυμμορία υπήρχαν οι λεγόμενες σκάλες. Η πρώτη σκάλα αποτελούταν από λήσταρχους αν η συμμορία ήταν σύνθετη, ή το λήσταρχο, και η τελευταία από τους απλούς ληστές. Ενδιάμεσα υπήρχαν μία ή δύο σκάλες ληστών αποτελούμενες από ληστές προσηλωμένους στο λήσταρχο λόγω συγγένειας ή από ληστές με σχετικά μακρόχρονη θητεία στη συμμορία ή στη ληστεία γενικότερα. Ι. Σ. Κολιόπουλος, ό.π. σ.302]

δέχθηκαν τη βοήθεια[1]. Η αιτία της προσχώρησης είναι οι απειλές του Σειφουλλάχ πασά προς τους κατοίκους των χωριών αυτών να πληρώσουν τους φόρους. Τότε ο Σειφουλλάχ με 9 τάγματα πεζικού, προφασιζόμενος την είσπραξη των φόρων, προσέβαλε τα προς νότου των Τρικάλων χωριά των Αγράφων και ο στρατός του πυρπόλησε τα χωριά Μαυρομάτι και Πόρτα  («Εφημερίς» 24/1)[2]
H αύξηση της δύναμης, του κύρους και του γοήτρου των ληστανταρτικών ομάδων οφείλονται στη χρησιμοποίησή τους από την κυβέρνηση για την επίτευξη των εθνικών στόχων, ιδιαίτερα αφού οι λησταντάρτες ήταν εμπειροπόλεμοι, ήξεραν τη γεωγραφία των περιοχών δράσης, είχαν αναπτύξει ήδη ένα δεδομένο κύκλωμα επιμελητείας και φυσικά ήξεραν, ότι εκτός από την εθνική δόξα μπορούσαν να εξασφαλίσουν και υλικά αγαθά από τα πλιάτσικα. Ωστόσο την εποχή αυτή δύο ήταν οι βασικοί παράγοντες που επηρέαζαν την  επίτευξη των στόχων τόσο του κράτους όσο και των ληστών. Η αδυναμία διασυνοριακής συνεννόησης με την Τουρκία και οι παρακρατικοί μηχανισμοί. Ήδη πριν από την υπογραφή της συνθήκης αποχώρησης των τουρκικών στρατευμάτων και εκκένωσης της Θεσσαλίας (24 Απριλίου 1898) οι αντάρτικες ομάδες προετοίμαζαν τη δράση τους. Όπως μας πληροφορεί η «Εφημερίς» (11/5), στις περιοχές Μουζάκι, Μαυρομάτι και Πόρτα, απ’ όπου οι Τούρκοι είχαν αναχωρήσει νωρίτερα, εμφανίστηκαν οι πρώτες ληστοσυμμορίες[3]. Οι κυβερνητικές ομάδες φαίνεται πως είχαν πληροφορηθεί έγκαιρα την εμφάνιση των ληστοσυμμοριών και γι αυτό το λόγο είχαν επιλέξει με προσοχή «τα στελέχη της αστυνομίας και διέθεσαν και δυνάμεις στρατού για την πάταξη της ζωοκλοπής» («Ακρόπολις»22/4)[4].
Φαίνεται πως ο έλεγχος των συνόρων ήταν πλημμελέστατος, γεγονός που εκμεταλλεύονταν και αξιοποιούσαν κατά το δοκούν οι λησταντάρτες. Ωστόσο η πρόθεση για τον έλεγχο των συνόρων δεν διέκρινε και τις δύο πλευρές. Χαρακτηριστικά οι Τούρκοι πρόξενοι Τρικάλων και Λαρίσης ζητούν την κατάργηση της επιθεώρησης διαβατηρίων γιατί: «το μέτρον της επιθεωρήσεως των διαβατηρίων μονομερές ον δεν περιλαμβάνει πάντας τους εξ Ελλάδος ειμη μόνον τους δια της μεθορίου απερχόμενους, ούτε λειτουργεί προς είσπραξη τελών, καθόσον μάλιστα και η ημετέρα Αυτοκρατορία ουδέν τέλος επιθεωρήσεως εισπράττει παρά των απερχομένων εκ Τουρκίας Ελλήνων»[5].
Αντίθετα η ελληνική πλευρά θεωρεί πολύ σημαντικό τον έλεγχο των συνόρων με την Τουρκία και τη θεώρηση των διαβατηρίων. Χαρακτηριστικά ο συνταγματάρχης Ιωάννης Δημόπουλος (αρχηγός του στρατού της Θεσσαλίας ) σε έγγραφο του με ημερομηνία 20-2-1889 απευθήνεται στον νομάρχη Λάρισας λέγοντας ότι πολλοί των τε εισερχομένων εις την ημεδαπήν ή και εξερχομένων εις την όμορον επικράτειαν διέρχονται την μεθόριον ακωλύτως και άνευ διαβατηρίου νομίμως τεθεωρημένου νύκτωρ  τε και ημέραν και ότι αι εαυταί ανεξέλεγκται διελεύσεις προσώπων ου μόνον ζημίαν μεγίστην επιφέρουσιν, αλλά και κίνδυνον εις την δημόσιαν ασφάλειαν, διέταξαν όπως εκδοθώσιν αι δέουσαι διαταγαί προς τους εν τη μεθορίω σταθμάρχας προς αυστηροτέραν επαγρύπνησιν και περιστολήν του ατόμου τούτου»[6]. Ωστόσο με την αλλαγή του αιώνα και την εξέλιξη των πραγμάτων στη Μακεδονία, οι ληστανταρτικές συμμορίες φαίνεται ότι αποτελούν πλέον «φανερό» συνεργάτη του κρατικού μηχανισμού, ο οποίος τις χρησιμοποιεί για την επίτευξη των εθνικών στόχων στη Μακεδονία. Τα αρχεία του ελληνικού προξενείου Ελασσώνας περιλαμβάνουν κατάλογο χωριών της επαρχίας των Γρεβενών, τα οποία συνεισέφεραν χρηματικά ποσά για τη συντήρηση του σώματος του οπλαρχηγού Ι. Ζάκα (6-4-1900)[7].
Το αρχειακό υλικό περιέχει σαφείς πληροφορίες για την κατάσταση στα σύνορα και την πολιτική των δύο χωρών απέναντι στους ληστές και το ληστρικό κύκλωμα. Οι τουρκικές αρχές δε συνεργάζονταν πάντα με τις ελληνικές προς το σκοπό της καταδίωξης των ληστών. Ενδεικτική είναι η περίπτωση του ληστή Δημήτριου Χονδρού ή Γιωτομήτρου ο οποίος «μη διαπράξας εγκληματικάς πράξεις εν τω Οθωμανικώ»ενδέχεται να αφεθεί ελεύθερος από την τουρκική κυβέρνηση˙ σε έγγραφο 2-8-1893 του συνταγματάρχη Νικόλαου Μακρή προς τον Πρόξενο της Ελλάδας στην Ελασσώνα παρακαλείται ο τελευταίος να πράξει τα δέοντα και να συλληφθεί ο ληστής, αφού καταδιώκεται από τις ελληνικές αρχές για εγκληματικές πράξεις στην επαρχία Φθιώτιδας[8].
Χαρακτηριστικό παράδειγμα για την προμελετημένη ανάπτυξη εμποδίων στη διασυνοριακή συνεργασία για την πάταξη της ληστείας είναι η αναφορά του προξενείου Ελασσώνας (24-4-1900) προς το Υπουργείο Εξωτερικών, σύμφωνα με την οποία ο πρόξενος Δ. Κουγιουδέλης, έπειτα από συνομιλία με το Μουτεσαρίφη Σερβέη, ανέφερε τις άδικες κατηγορίες των τουρκικών αρχών εναντίον των ελληνικών παραμεθόριων αρχών σχετικά με την αδυναμία τους να καταδιώξουν τους ληστές. Επιπλέον κοινοποίησε στο Μουτεσαρίφη το γεγονός της προφυλάκισης 3-4 ληστών στη Λάρισα και στα Τρίκαλα, η έκδοση των οποίων εξαρτάται από το οθωμανικό ποινικό σύστημα (παρουσία μαρτύρων)˙ η απάντηση είναι μάλλον αφοπλιστική: «έχετε δίκαιον, μας απάντησεν, αλλά ας αναμείνωμεν την συνομολόγησιν της προξενικής συμβάσεως και κατόπιν συνεννοούμεθα περί του πρακτέου»[9].
Η ηθελημένη άρνηση συνεργασίας των τουρκικών αρχών φαίνεται, ότι αίρεται όταν πλησιάζει η ένταση των επιχειρήσεων των κομιτάτων στο Μακεδονικό έδαφος. Τις παραμονές του Μακεδονικού Αγώνα οι τουρκικές αρχές (ο στρατιωτικός διοικητής Ελασσώνας Αβραχίμ πασάς και ο καιμακάμης Ελασσώνας) ενημερώνουν τον Έλληνα Πρόξενο ότι: «εν τη μεθορίω γραμμή παρά το χωρίον Γριλιάνου κρύπτονται άτακτα πρόσωπα σκοπούντα  να εισβάλωσιν εις Τουρκίαν εκ διαλειμμάτων κατά μικράς ομάδας προς σκοπόν να καταρτήσωσιν συμμορίαν». Στην ίδια αναφορά (3-7-1903) ο Πρόξενος Ευνάλης κρίνοντας από τις πληροφορίες συμπεραίνει πως: «οι Βούλγαροι του κομιτάτου εν Θεσσαλία έχουσιν ήδη ως βάσιν ενεργείας τον νομόν Τρικάλων, οπόθεν η έξοδος συμμοριών είναι ευκολοτέρα δια την παρά την Βερδικούσαν δασωδών μερών»[10].
Εκτός από την «ηθελημένη» ασυνεννοησία των δύο πλευρών αναφορικά με το ζήτημα του ελέγχου των συνόρων, η υποκίνηση εξεγέρσεων στα τουρκοκρατούμενα εδάφη, με την επίνευση οργανώσεων που πάλευαν για την απελευθέρωση της Μακεδονίας, έπαιξε επίσης σπουδαίο ρόλο για την ενδυνάμωση της ληστοκρατίας κατά την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα. Ενώ κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας του περασμένου αιώνα η Εθνική εταιρεία[11] ήταν η πρωτοπόρος δύναμη στους απελευθερωτικούς αγώνες, συχνά με αμφίβολα αποτελέσματα, μετά τη σταθεροποίηση των εθνικών συνόρων στη Θεσσαλία, το ρόλο του προμάχου των δικαίων του Μακεδονικού Ελληνισμού έπαιξαν τα κατά τόπους κέντρα του Μακεδονικού Αγώνα.
Όπως και σε άλλα κέντρα της Θεσσαλίας, οργανώθηκε πολύ γρήγορα στα Τρίκαλα σημαντικό κέντρο του Μακεδονικού Αγώνα, που διηύθυναν έμπειροι αξιωματικοί. Το κέντρο αυτό τροφοδοτούσε και καθοδηγούσε τα σώματα των Μακεδονομάχων, που έφευγαν κρυφά από την Ελεύθερη Ελλάδα[12]. Εξαιτίας της εγγύτητας των δύο γεωγραφικών περιοχών ήταν επόμενο να ενταθεί η δράση των αντάρτικων ομάδων, οι οποίες όπως συνηθίζονταν, επανδρώνονταν πολλές φορές με ληστές του κοινού ποινικού δικαίου. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσε το κέντρο Μακεδονικού Αγώνα των Τρικάλων δεν διέφεραν από αυτές των υπολοίπων :  στρατολόγηση, δημιουργία άτακτων σωμάτων με επικεφαλείς ληστές, χρηματοδότηση, επιμελητειακή υποστήριξη. Ειδικά η επιμελητειακή υποστήριξη δεν είχε μόνο τη μορφή παροχής εφοδίων,  πληροφοριών αλλά κυρίως τον εφοδιασμό με όπλα, πράγμα καθόλου δύσκολο. Η εφημερίδα «Θεσσαλία» της 8ης Μαρτίου 1907 γράφει, ότι στο Μουζάκι πωλούνται στα καταστήματα όπλα Γκρα με φυσίγγια ενώ από ανταπόκριση της Πανθεσσαλικής της 28ης Φεβρουαρίου 1908 πληροφορούμαστε, ότι έξω από τα Τρίκαλα συνελήφθησαν αγωνιστές, με φορτωμένα δύο όπλα Μάουζερ τελευταίας τεχνολογίας και ένα Γκρα με 2700 φυσίγγια[13].
Ωστόσο, οι οπλαρχηγοί που ηγούνταν των αντάρτικων σωμάτων ή ακόμη και οι άντρες τους φαίνεται πως συχνά ξέφευγαν από τον στόχο τους, την προώθηση δηλαδή των ελληνικών συμφερόντων στην περιοχή της Μακεδονίας. Χαρακτηριστικά στο σώμα του Γρηγορίου Φαληρέα (Ζάκα) που είχε ως κύρια αποστολή την εξόντωση των ρουμανιζόντων στη βορειοδυτική Θεσσαλία επικρατούσε απειθαρχία, ανυπακοή και γενική παραλυσία, ενώ οι άντρες του είχαν μόνιμα υλικές απαιτήσεις[14]. Επιβεβαίωση της «κυκλοθυμικής» συμπεριφοράς των ληστών αποτελεί το έγγραφο του ελληνικού προξενείου Ελασσώνας με ημερομηνία 8-3-1909 με θέμα τη δράση του πρώην οπλαρχηγού Θούα, ο οποίος είχε υπηρετήσει ως οπλαρχηγός στην περιφέρεια Γρεβενών και τώρα κυκλοφορεί με ψευδώνυμο στα χωριά της περιφέρειας Ελασσώνας . Συνοδευόμενος από τρεις συντρόφους του δηλώνει  στους χωρικούς ότι « εξήλθεν εκ νέου δια ένοπλον εθνικήν δράσιν, επιδεξάμενος σημείωσιν φέρουσα σφραγίδα κέντρου Τρικάλων και προέτεινεν όπως προμηθεύσωσι αυτοίς όπλα Γκρα εκ Τρικάλων αυτού συνενοουμένου μετά εκείσε κέντρου». Στο τέλος ο πρόξενος παραθέτει τους φόβους του αναφέροντας ότι : «εάν τυγχάνη πράγματι ο άνω οπλαρχηγός εκμεταλλευόμενος πρώην ιδιότητα αυτού εξήλθε μετά οπαδών προς εξαπάτηση χωρικών και χρηματισμού εν τέλει δε και προς διάπραξιν ληστρικών


[[5] Ιωάννης Αδάμου Τα Τρίκαλα μέσα από τα ανέκδοτά αρχεία του Ελληνικού Προξενείου Ελασσώνας (1882-1912) π.Τρικαλινά 1995, σ.173. Του ιδίου Από τα αρχεία του Ελληνικού Προξενείου Ελασσώνας . Έγγραφο  των κατοίκων περιοχής Χασίων Τρικάλων (6/7/1882) προς την κυβέρνηση για την προστασία τους από τους ληστές . π. Μετέωρα 51-52 (1998-1999) σσ.13-17. Με τη συνθήκη του Βερολίνου 1878 και την απελευθέρωση της Θεσσαλίας το 1881, η περιοχή της Ελασσώνας έμεινε εκτός των ελληνικών συνόρων, με αποτέλεσμα να ιδρυθεί στην πόλη της Ελασσώνας Ελληνικό Προξενείο, το οποίο λειτούργησε από το 1882 ως το 1912. Η δικαιοδοσία του Προξενείου απλωνόταν από τους καζάδες (νομαρχίες) Γρεβενών, Ανασελίτσας (Σιάτιστας), Καιλαρίων (Πτολεμαίδος), Κοζάνης –Σερβίων και Ελασσώνας. Οι ελληνικοί πληθυσμοί των περιοχών αυτών αντιμετώπιζαν την κομιτατζίδικη δράση των Βουλγάρων και τη ρουμανική προπαγάνδα. Από τους 11 Προξένους που κατείχαν το αξίωμα μόνο τρις ήταν οι διπλωμάτες καριέρας που άφησαν εποχή: ο Αριστείδης Παπαδόπουλος (1833-1896)που διέδωσε την ελληνική παιδεία σε όλα τα χωριά της περιοχής, ο λόγιος και διπλωμάτης Λάμπρος Ευνάλης (1900-1905) διοργανωτής του Μακεδονικού Αγώνα και εμψυχωτής των αγωνιστών και ο τελευταίος Πρόξενος Λεωνίδας Χρυσανθόπουλος (1908-1910)στον οποίο οφείλεται η συγκέντρωση πληροφοριών για τις διατάξεις, τη δύναμη πυρός και τη σύνθεση των τουρκικών μονάδων εν όψει των Βαλκανικών πολέμων. Με την ίδρυση «Ειδικού γραφείου», ο γραμματέας του οποίου ήταν πάντα αξιωματικός του ελληνικού στρατού, εγκαινιάζεται η τακτική αποστολή Μακεδονομάχων και οπλισμού.]

πράξεων ως τούτο πάντες σχεδόν οι κατά το παρελθόν έτος οπλαρχηγοί περιφερείας Ελασσώνος.»[1]
Η χρησιμοποίηση ληστρικών ομάδων για την επίτευξη των εθνικών στόχων ήταν ευρέως διαδεδομένη ιδιαίτερα μετά την απελευθέρωση και ένωση της Θεσσαλίας με το ελληνικό κράτος. Όσο και αν οι Έλληνες πρόξενοι στη Μακεδονία και αλλού διαφοροποιούσαν τα ένοπλα σώματα ανάλογα με τη δράση τους σε «λησταντάρτες» και «αντάρτες» προσδίδοντας στην τελευταία κατηγορία εθνική χροιά, δεν έπαυαν οι ομάδες αυτές να αποτελούν τους «απογόνους» των κλεφταρματολικών ομάδων[2].  Ο ρόλος που έπαιξαν οι ληστές ως προστάτες των εθνικών συμφερόντων και μερικές φορές των απελευθερωτών ελληνικών πληθυσμών δεν σταμάτησε την πορεία της διάλυσης των συμμοριών. Το πεδίο των επιδιώξεων της συμμορίας περιοριζόταν με τη στράτευσή τους υπέρ των εθνικών σκοπών× ακόμη κι αν με την εθνική τους δράση δεν αναιρούνταν τα δυσδιάκριτα όρια ανάμεσα στην παρανομία και τη νομιμότητα, προχωρούσαν οι ληστές σε ενέργειες αντίθετες πολλές φορές με τις εθνικές επιδιώξεις, υποτροπιάζοντας  σε ληστρικές επιχειρήσεις εναντίον ομοεθνών τους, προσπαθώντας να αποκομίσουν κέρδη από το πλιάτσικο ή να επιτύχουν την αμνήστευσή τους[3]. Εκτός από τον προσεταιρισμό των ληστρικών συμμοριών στην προσπάθεια απελευθέρωσης και επέκτασης της ελληνικής πατρίδας, η χρησιμοποίησή τους για πολιτικούς –και συνηθέστατα- για μικροπολιτικούς σκοπούς ήταν ένας άλλος παράγοντας που ευνόησε την πορεία διάλυσης των συμμοριών. Το αρχειακό υλικό παρέχει πολύτιμες πληροφορίες για την αξιοποίηση της οπλιτικής δύναμης του γοήτρου – κύρους και της φήμης των ληστρικών ομάδων και της συναλλαγής τους με τις πολιτικές δυνάμεις της ευρύτερης περιοχής του νομού Τρικάλων την περίοδο που εξετάζουμε.

5. Ληστεία και πολιτική συνδιαλλαγή στην ευρύτερη περιοχή των Τρικάλων

Η ισχυροποίηση της κεντρικής εξουσίας και η προσπάθεια επιβολής των θεσμών και των μηχανισμών της στις απελευθερωμένες περιοχές αποτελεί αναπόδραστο παράγοντα μεταβολής του τοπικού πολιτικού πολιτισμού. Σε συνάρτηση με τον τρόπο δράσης των ενόπλων «επιφέρει πλήγμα στην τακτική των ενόπλων να συναρτούν την θέση τους με την επιτυχή χρήση της βίας, ενώ την ίδια στιγμή οι φορείς του τοπικού πολιτικού πολιτισμού χάνουν σιγά σιγά τον έλεγχο των τοπικών κέντρων εξουσίας[4].
 Από την πλευρά τους τα τοπικά κέντρα εξουσίας έρχονται σε αντιπαράθεση με ένα πεδίο συγκρούσεων στο οποίο εισβάλουν δύο διακριτές πολιτικές διαδικασίες. «Από τη μια πλευρά οι φατριαστικές αντιπαλότητες στην τοπική κλίμακα σχέσιν έχουσες με «φυλετικά» χαρακτηριστικά μεταφέροντας την κεντρική πολιτική διαμάχη στην περιφέρεια, τροφοδοτώντας με αυτόν τον τρόπο τη δημιουργία νέων πολιτικών ιεραρχιών. Από την άλλη η επιβίωση και προσαρμογή στη δυναμική της φατριαστικής οργάνωσης της κεντρικής πολιτικής διαμάχης, παραδοσιακών πολιτικών δικτύων και συσσωματώσεων μετατρέπει τα κομματικά δίκτυα σε θύλακες βίας στην πολιτική διαμάχη»[5].
Ωστόσο η χρησιμοποίηση των ληστρικών συμμοριών για πολιτικούς σκοπούς εγγράφεται στα πλαίσια της ανοχής των κομματικών παραγόντων απέναντι στην εκδήλωση βίαιων μέσων πολιτικής επιρροής, που αναχαιτίζουν την διαδικασία περιθωριοποίησης των κλεφταρματολικών παραδόσεων και πρακτικών. Με αυτόν τον τρόπο η φατριαστική διαμάχη μεταφέρεται στο πεδίο επιβίωσης παραδοσιακών πολιτικών πρακτικών.
Στην περίπτωση των Τρικάλων και της ευρύτερης περιοχής που συγκέντρωνε διάφορες φυλετικές ομάδες (Βλάχους, Σαρακατσάνους, Καραγκούνηδες, βουλγαροφώνους) η χρήση της βίας στο όνομα των πολιτικών διαφορών επικαλυμμένων συχνά με φυλετικό χρώμα ήταν ιδιαίτερα εμφανής. Ιδιαίτερα όταν επικεφαλής των κομματικών παρατάξεων του κέντρου τίθονταν πολιτευτές –πρώην τσιφλικάδες ή ακόμη και άτομα που τόνιζαν ιδιαίτερα την καταγωγή τους – συμπαρέσυραν μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες στην πολιτική διαμάχη.
Για παράδειγμα στις εκλογές της 7ης Φεβρουαρίου 1899 επικεφαλής των δύο αντίπαλων συνδυασμών φέρονταν οι Χατζηγάκης (ο οποίος υποστηρίζονταν από τους Βλάχους) και ο Κανούτας στην πραγματικότητα όμως αυτή τη φορά μεγάλος αντίπαλος του Χατζηγάκη ήταν ο Χατζηπέτρος. Νικητές αναδείχθηκαν οι Κανούτας και Χατζηπέτρος ( ο οποίος είχε την υποστήριξη των Βλάχων[6] υποστηρικτές της παράταξης του Γ. Θεοτόκη. Η «Θεσσαλία» 13/2  γράφει : Τελείαν πανωλεθρίαν υπέστη ο εκ Τρικάλων ισχυρός κατά τα παρελθόντα έτη κομματάρχης Χατζηγάκης. Χιλίας και διακοσίας ψήφους υπελείφθη ούτος του τελευταίου επιτυχόντος εκ του συνδυασμού του Χατζηπέτρου, καταψηφισθείς ιδίως υπό των συμπατριωτών των Βλάχων»[7]
Επιπλέον οι πολιτευτές είχαν πάμπολλες ευκαιρίες για να αναδείξουν το γόητρο και τη δύναμή τους, βασιζόμενοι πάντα στους υποψηφίους τους, οι οποίοι έδειχναν μια κάποια ροπή, προς τη βία. Χαρακτηριστικά στις δημοτικές εκλογές του 1903 οι Βλάχοι του Ασπροποτάμου συγκεντρώθηκαν στην πλατεία ζητοκραυγάζοντας υπέρ του Χατζηγάκη, αντίπαλος του οποίου ήταν ο Κανούτας. Τρεις μέρες πριν τις εκλογές (3 Σεπτεμβρίου) έλαβαν χώρα σοβαρά επεισόδια μεταξύ των Βλάχων του Χατζηγάκη και των οπαδών του Κανούτα με συμμετοχή των στρατιωτικών δυνάμεων της φρουράς. Η εφημερίδα «Αναγέννησις» της 6/9 γράφει : «Η εξουσία ευρεθείσα εν τω μέσω δεν ήξευρε τι έκανε και αντί να στραφεί κατά των πρωταιτίων της Χατζηγακικής μερίδος, σκανδαλέστατα και αναφανδόν φατριάζουσα, εστράφη κατά των Κανουτιστών.»[8]
Ο φανατισμός και ο φατριασμός φάνηκε και στις εκλογές του 1905 κατά τις οποίες οι αντίπαλες πληθυσμιακές ομάδες είχαν την ευκαιρία να επιδείξουν την δύναμή τους. Ο «Τύπος» του Βόλου πληροφορεί πως κατά την προεκλογική περίοδο η κατάσταση στα Τρίκαλα είναι φρικιαστική. «Σχεδόν καθ’ εκάστην συνάπτεται πετροπόλεμος από τον οποίον δεν λείπουν και οι πυροβολισμοί΄» (2/2), ενώ η «Ακρόπολις» (9/2) έγραφε : «Η συμπλοκή στα Τρίκαλα έλαβεν όψιν μάχης [...]. Οι Καραγκούνηδες εφανατίσθησαν υπέρ του Ζάππα και οι Βλάχοι υπέρ του Χατζηγάκη, εξ ου απειλούνται και άλλαι σκηναί»[9].
Η παράθεση των αποσπασμάτων των εφημερίδων εκείνης της εποχής κρίθηκε σκόπιμη για την κατάδειξη του κλίματος πόλωσης και φανατισμού που επικρατούσε στην πολιτική σκηνή των Τρικάλων τρεις δεκαετίες μετά την απελευθέρωση. Η βία και η διαχείρισή της πολλές φορές αποδείχθηκε ο κρισιμότερος παράγοντας κάθε είδους πολιτικών εκλογικών διαδικασιών. Η οπλιτική βία των ληστών και η χρησιμοποίηση – εκμετάλλευσή της για πολιτικούς σκοπούς ήταν διαδεδομένη όχι μόνο κατά τις αρχές του 20ου αιώνα αλλά και κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα. Συνδετικός κρίκος μεταξύ ληστών και πολιτικών προσώπων ήταν οι δήμαρχοι, νομάρχες, πάρεδροι, οι οποίοι ως δημοτικοί άρχοντες και ως εντολοδόχοι των πολιτευτών (οι οποίοι ετύγχαναν να είναι μεγαλοτσιφλικάδες, όπως ο Ζάππας, Ζωγράφος) συνέδεαν την συμμορία και τον πολιτευτή. Με άλλα λόγια οι άμεσα ενδιαφερόμενοι και ιδιαίτερα οι ισχυροί, ευνοούσαν την παρεμβολή της συμμορίας στην πολιτική διαδικασία, προκρίνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την αναγωγή της συμμορίας σε ανεπίσημο αλλά ουσιαστικό πολιτικό παράγοντα και νομιμοποιώντας ως ένα σημείο την παρανομία. Ακόμη και το ίδιο το κράτος παρέβλεπε τα αδικήματα των παρανόμων όταν αυτοί εργάζονταν για μεγαλοτσιφλικάδες ή άλλους μεγαλοσχήμονες ισχυρούς άνδρες που στήριζαν, και μερικές φορές υπαγόρευαν, την πολιτική των κυβερνώντων.
Για παράδειγμα η Κυβέρνηση του Χαρ. Τρικούπη δυο χρόνια μετά την ένωση της Θεσσαλίας με το ελληνικό κράτος δε δίστασε να διατάξει «τους βασιλικούς επιτρόπους και τας στρατιωτικάς αρχάς ίνα υποστηρίξωσι, δι’ όλων αυτών των μέσων τα δίκαια των ιδιοκτητών» υποστηρίζοντας τη γραμμή της εφημερίδας «Αστήρ». Με σκοπό την υποστήριξη των οργάνων της Τρικουπικής Κυβέρνησης οι κεφαλαιούχοι έστειλαν τα δικά τους εξαγριωμένα όργανα, ανάκατα με Αλβανούς ληστές, για να εισπράξουν γήμορο ή να βασανίσουν όσους αρνούνταν την καταβολή του.[10]
Σε συνεδρίαση της Βουλής ο βουλευτής Τρικάλων Ν. Τορμπαζής ενεκάλεσε τον Χαρ. Τρικούπη με αφορμή τα λεγόμενά του για ανυπαρξία «αγροτικού ζητήματος» στη συνεδρίαση της Βουλής (5 Μαρτίου 1883) επισημαίνοντας ότι ο τσιφλικάς Χρηστάκης Ζωγράφος  συγκέντρωσε  Αλβανούς «κακίστης διαγωγής», μερικοί από τους οποίους υπήρξαν ληστές ή κακούργοι και φυγόδικοι στην πατρίδα τους. Αυτοί έβριζαν και έδερναν τους αγρότες μπροστά στις κρατικές αρχές, έκλεβαν ασύστολα και μοιράζονταν τα λάφυρα[11].
Επιπρόσθετα, οι δημοτικοί άρχοντες όπως και οι τσελιγκάδες, ήταν αυτοί που έρχονταν σε επαφή με τις προστατευόμενες συμμορίες των πολιτευτών, στηρίζοντάς τους με οποιονδήποτε τρόπο παίρνοντας συχνά τα ανάλογα ανταλλάγματα. Κατά την εφημερίδα «Ακρόπολις» (20/10/1892) «ο λόγος της εγκληματικότητος εν τω διαμερίσματι της Καρδίτσης – Τρικάλων είναι διότι και ο τόπος πρόσφορος προς φυγοδικίαν είναι και προστασία των πολιτευομένων φαίνεται ότι παρέχεται». Το σχόλιο της ίδιας εφημερίδας για την επιτυχία του Δημάρχου Αλμυρού είναι ενδεικτικό της επικρατούσας κατάστασης. «Ενίκησε χάρις εις την αναφανδόν υποστήριξιν του ληστάρχου Τσούλη όστις ηπείλησε θανάτω και εξοντώσει όσους καταψηφίσωσιν αυτόν»[12].


[[3] Η αύξηση της μεσολάβησης των πολιτικών φατριών και λιγότερο των κοινοτήτων, υπό την πίεση του συσχετισμού δυνάμεων που δημιουργούν οι ισχυροί παράνομοι, οδηγεί τη δράση των ενόπλων με τρόπο ανελαστικό και δυσπροσάρμοστο. Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια ο ένοπλος οδηγείται στην επιδίωξη της αμνήστευσής του, αφού η εξουσία δε μπορεί να νομιμοποιήσει τις παραδοσιακές ένοπλες μορφές πολιτικής δράσης. Νίκος Γ. Κοταρίδης Παραδοσιακή Επανάσταση και εικοσιένα Πλέθρον σειρά θεωρία και κοινωνία, σ.281
[6]Οι Βλάχοι αποτελούσαν ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού των Τρικάλων, γεγονός που συνέτεινε στην προσπάθεια προσεταιρισμού τους από τους εκάστοτε κομματάρχες τις παραμονές των προεκλογικών αγώνων. Ωστόσο αυτοί, όπως και άλλες πληθυσμιακές ομάδες (αλβανόφωνοι, βουλγαρόφωνοι) αντιμετώπιζαν τη διάκριση και την απαξία των Τρικαλινών βουλευτών – πολιτευτών. Για να ανατρέψουν το κλίμα δυσαρέσκειας διοργάνωναν διαδηλώσεις με την υποστήριξη επιφανών πολιτικών προσώπων των Τρικάλων. Ωστόσο, ο λόγος του αποκλεισμού δεν ήταν τόσο φυλετικός όσο κομματικός, αφού οι Βλάχοι κατά παράδοση ψήφιζαν Χατζηγάκη, λόγω της βλάχικης καταγωγής του. Χαρακτηριστικό της πολιτικής δύναμης των Βλάχων είναι και το γεγονός ότι ο Δήμαρχος Κανούτας είχε αντιδράσει στην εγγραφή 1000 περίπου Σαμαριναίων και Περιβολιωτών στα μητρώα του Δήμου Τρικάλων. Μαρούλα Κλιάφα ό.π.Τρίκαλα τ.Α’ σ.203]
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ......

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου