Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011

ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ ΓΚΙΛΓΚΑΜΕΣ [Μέρος Α΄]

 Η υποτιθέμενη περίοδος βασιλείας του Γκιλγκαμές πιστεύεται πως ήτανε περίπου το 2500 π.Χ., 400 χρόνια νωρίτερα από τις αρχαιότερες γραπτές πηγές. Ωστόσο, η ανακάλυψη αρχαιολογικών ευρημάτων που συνδέονται με το βασιλιά 'Αγκα της πόλης Κις, ο οποίος αναφέρεται μες στο έπος, αποτελούν ενδείξεις πώς ίσως να 'τανε κι ιστορικό πρόσωπο.                 ΓΚΙΛΓΚΑΜΕΣ, Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΟΥΡΟΥΚ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
     Ω!, Γκιλγκαμές, άρχοντα της Κουλάμπ, μεγάλη είναι η δόξα σου.
Στάθηκε ο άνθρωπος που γνώριζε τα πάντα. Ηταν ο βασιλιάς που γνώριζε
του κόσμου όλες τις χώρες. Ηταν σοφός, είδε τα μυστήρια και γνώριζε τα
απόκρυφα, μας έφερε μια ιστορία για την πρίν από τον κατακλυσμό εποχή.
Εκανε ένα πολύ μεγάλο ταξίδι. Κουράστηκε, ταλαιπωρήθηκε και
ξαναγύρισε στον τόπο του, για να γράψει σε μια πέτρα όλη του την ιστορία.
Οταν οι θεοί δημιούργησαν τον Γκιλγκαμές, του έδωσαν τέλειο σώμα.
Ο Σαμάς, ο ένδοξος ήλιος, τον προίκισε με ομορφιά, ο Αντάντ, ο θεός της
θύελλας, τον προίκισε με θάρρος. Οι μεγάλοι θεοί έκαναν τόσο τέλεια την
ομορφιά του, που όμοιά της άλλη να μην υπάρχει. Τον έκασναν κατά τα
δύο τρίτα Θεό και κατά το ένα τρίτο άνθρωπο. Στην Ουρούκ έκτισε τείχη,
ένα μεγάλο οχυρωματικό έργο και τον ευλογημένο ναό του Εαννά, για το
θεό του στερεώματος, τον Ανού και για την Ιστάρ τη θεά του έρωτα. Και το
Ιερό αυτό μπορεί να το δείς ακόμα και τώρα. Το εξωτερικό τείχος έμοιαζε
με εξωτερική κορνίζα και έλαμπε με τη λάμψη του χαλκού και το εσωτερικό
τείχος δεν έχει το όμοιό του. Αναρριχήσου στα τείχη επάνω της Ουρούκ!
Περπάτησε κατά μήκος τους. Κοίταξε τα θεμέλια της ταράτσας και εξέτασε
και το χτίσιμό τους. Δεν είναι από ψημένα κι ωραία τούβλα; Τα θεμελίωσαν
οι εφτά σοφοί.
1. Ο ΕΡΧΟΜΟΣ ΤΟΥ ΕΝΚΙΝΤΟΥ
Ο Γκιλγκαμές περιηγήθηκε τον κόσμο, αλλά πουθενά δεν συνάντησε
κανένα που να μπορεί να αντισταθεί στα μπράτσα του, μέχρι που
ξαναγύρισε στην Ουρούκ. Και οι άντρες της Ουρούκ μουρμούριζαν στα
σπίτια τους: «Ο Γκιλγκαμές ηχεί τα σήμαντρα για το κέφι του. Η περηφάνια
του ξεπερνάει και την ημέρα και τη νύχτα. Κανένας δεν πρόκειται να μείνει
με τον πατέρα του. Ολους θα τους πάρει ο Γκιλγκαμές. Ο βασιλιάς πρέπει
να είναι ο ποιμένας του λαού του. Ο πόθος του ο σεξουαλικός, παρθένα
δεν αφήνει στον εραστή της, ούτε την κόρη του πολεμιστή, ούτε και τη
γυναίκα του αριστοκράτη. Κι ακόμα ο Γκιλγκαμές είναι ο σοφός, ο
λεβεντόκορμος κι αποφασιστικός της πόλης μας ποιμένας».
Οι Θεοι ακούσανε τους θρήνους τους. Και οι θεοι των ουρανών
φωνάξανε στον κυρίαρχο της Ουρούκ, στον Ανού, το θεό της Ουρούκ: «Μια
θεά τον έκανε δυνατό σαν τον άγριο ταύρο και κανένας δεν μπορεί να
αντισταθεί στα μπράτσα του. Αρσενικό παιδί δεν έμεινε με τον πατέρα του.
Τα πήρε όλα ο Γκιλγκαμές. Είναι αυτός ο βασιλιάς και ο ποιμένας του λαού
του; Ο πόθος του ο σεξουαλικός παρθένα δεν αφήνει στον εραστή της,
ούτε την κόρη του πολεμιστή, ούτε τη γυναίκα του αριστοκράτη». Οταν ο
Ανού άκουσε τους θρήνους των θεών, φώναξε την Αρουρού, τη θεά της
δημιουργίας: «Εσύ που τον δημιούργησες, Αρουρού, βρες τώρα και τον
δεύτερό του, μια θυελλώδικη καρδιά για μια άλλη θυελλώδικη καρδιά. Και
βάλε τους να παλεύουν μεταξύ τους για να ησυχάσει η Ουρούκ».
Και η θεά συνέλαβε μια εικόνα στο μυαλό της. Κι ήταν η εικόνα από
την ίδια την ουσία του Ανού, του θεού του στερεώματος. Βούτηξε τα χέρια
της μέσα στα νερά και ανέσυρε από μέσα λάσπη. Και άφησε τη λάσπη
αυτή να πέσει μες στην ερημιά. Και έτσι δημιουργήθηκε ο έξοχος ο
Ενκιντού. Και είχε μέσα του τις αρετές του θεού του πολέμου, του ίδιου του
Νινούρτα. Το σώμα του ήτανε τραχύ κι είχε μαλλιά μακριά σαν της
γυναίκας. Και κυμάτιζαν σαν τα μαλλιά της Νισαμπά, της θεάς του σιταριού.
Το σώμα του ήταν μαλλιαρό σαν του Σαμουκάν, του θεού των κοπαδιών. Κι
ήταν αμόλευτος από την κοινωνία και τίποτα δεν γνώριζε από τις περιοχές
που τις καλλιεργούν.
Ο Ενκιντού έτρωγε χλόη στους λόφους, συντροφιά με τη γαζέλα. Και
στις νεροσυρμές συναγωνιζόταν αντάμα με τα άγρια θηρία. Χαιρόταν το
νερό με τα κοπάδια των άγριων ζώων. Μα φάνηκε ένας κυνηγός που
έστηνε παγίδες. Και κάποια μέρα βρέθηκε μπροστά του, στο πηγάδι που
έπινε νερό, γιατί τα άγρια ζώα είχαν μπει στη χώρα του. Τρεις ήμερες
ανταμώνανε πρόσωπο με πρόσωπο και ο κυνηγός επάγωνε από το φόβο
του. Γύρισε στο σπίτι του με το κυνήγι που είχε πιάσει, βουβός και
μουδιασμένος από το φόβο. Το πρόσωπό του ήταν αλλοιωμένο και έμοιαζε
με κείνον που τσακίστηκε άπο μακρινό ταξίδι. Και με το φόβο στην καρδιά,
μίλησε στον πατέρα του: «Υπάρχει ένας άνθρωπος που δεν μοιάζει με τους
άλλους. Τον είδα που κατέβαινε από τα βουνά.
Είναι ο πιο δυνατός στον κόσμο φαίνεται νάναι αθάνατος από τους
ουρανούς. Ζει πάνω στα βουνά, αντάμα με τα άγρια ζώα και βόσκει χλόη.
Μπαίνει στη χώρα σου και φτάνει μέχρι τα πηγάδια. Τρόμαξα και δεν
τολμώ να τον πλησιάσω. Γεμίζει τις τρύπες που κάνω και χαλάει τις
παγίδες που στήνω για κυνήγι. Βοηθάει και τα ζώα για να αποφεύγουν τις
παγίδες και έτσι μου ξεφεύγουν».
Κι ο πατέρας του άνοιξε το στόμα του και είπε στον κυνηγό: «Παιδί
μου, στην Ουρούκ ζει ο Γκιλγκαμές. Κανένας μέχρι τώρα δεν μπόρεσε να
τον νικήσει. Είναι δυνατός σαν άστρο του ουρανού. Πήγαινε στην Ουρούκ,
βρες τον Γκιλγκαμές και παίνεψε τη δύναμη αυτού του αγριανθρώπου.
Ζήτησε του να σου δώσει μια πόρνη από το ναό του Ερωτα, μια κόρη της
απόλαυσης. Γύρνα μαζί της κι άφησε την με τη γυναικεία δύναμη να
αποδυναμώσει αυτόν τον άνθρωπο. Κι όταν την επομένη θα ξανάρθει στο
πηγάδι για να πιει νερό, θα την αγκαλιάσει και τότε τ' άγρια ζώα θα τον
αποβάλουν από τη συντροφιά τους».Κι έτσι ο κυνηγός ταξίδεψε στην
Ουρούκ και παρουσιάστηκε στον Γκιλγκαμές, λέγοντάς του: «Ενας
άνθρωπος, που δεν μοιάζει με τους άλλους, περιφέρεται στα λιβάδια. Και
είναι δυνατός σαν άστρο τ' ουρανού και φοβάμαι να τον πλησιάσω.
Βοηθάει τ' αγρίμια να ξεφεύγουν από τις παγίδες μου. Τρύπωνα στις
λακκούβες που κάνω και μου χαλάει τις παγίδες». Κι ο Γκιλγκαμές, του
είπε: «Κυνηγέ, πήγαινε πίσω, πάρε μαζί σου μια πόρνη, μια κόρη της
απόλαυσης. Στην πηγή θα την αγκαλιάσει και τα άγρια ζώα θα τον
αποβάλουν».
Κι ο κυνηγός ξαναγύρισε, σέρνοντας μαζί του μια πόρνη. Υστερα από
ταξίδι εφτά ήμερων έφτασε στην πηγή και κάθισαν. Η πόρνη κι ο κυνηγός
κοιτάχτηκαν και περίμεναν να φτάσει το θήραμα. Την πρώτη και τη δεύτερη
μέρα οι δυο τους περίμεναν, άλλα την τρίτη ήμερα έφτασε η αγέλη. Ηρθε
για να πιει νερό. Και μαζί της ήταν και ο Ενκιντού. Τα μικρά άγρια
πλάσματα του κάμπου χάρηκαν για το νερό που ήπιαν και μαζί τους
χάρηκε και ο Ενκιντού, που έβοσκε στη χλόη μαζί με τη γαζέλα που είχε
γεννηθεί στα βουνά. Ο κυνηγός είπε στην πόρνη: «Νάτος! Τώρα, γυναίκα,
γύμνωσε τα στήθια σου χωρίς ντροπή και χωρίς καθυστέρηση προκάλεσέ
του τον έρωτα. Αφησέ τον να δει το γυμνό σου σώμα, άφησέ τον να
κατακτήσει το κορμί σου. Οταν σε πλησιάσει γυμνώσου και ξάπλωσε μαζί
του. Δίδαξε στον άγριο άνθρωπο την τέχνη της γυναίκας, γιατί όταν θα του
ανάψεις τον έρωτα και θα τον σύρεις πλάι σου, τα άγρια ζώα που ζούνε
μαζί του στα βουνά θα τον αποβάλουν από τη συντροφιά τους».
Και η πόρνη δεν ντράπηκε να τον πλησιάσει. Γυμνώθηκε και του
ερέθισε τον πόθο, του υποκίνησε τον άγριο του έρωτα και του δίδαξε την
τέχνη της γυναίκας. Έξι ήμερες κι εφτά νύχτες ήσαν αγκαλιά. Και ο
Ενκιντού ξέχασε την κατοικία του στο βουνό. Αλλά όταν χόρτασε τον
έρωτα, ξαναγύρισε στα άγρια θηρία. Και τότε, μόλις τον είδε η γαζέλα,
έφυγε τρέχοντας μακριά του. Οταν τον είδαν τα άγρια ζώα, έφυγαν κι αυτά.
Ο Ενκιντού δεν μπορούσε να τα ακολουθήσει, αλλά το σώμα του έμοιαζε
νάναι δεμένο με σκοινί, τα γόνατά του λύγισαν όταν έκανε να τρέξει και η
γρηγοράδα του είχε εξαφανιστεί. Τώρα, τα άγρια πλάσματα ήταν ήδη
μακριά. Ο Ενκιντού άρχισε να αδυνατίζει γιατί μέσα του είχε σοφία και οι
σκέψεις του ανθρώπου βρίσκονταν στην καρδιά του. Και έτσι ξαναγύρισε
και κάθισε στα πόδια της γυναίκας και άκουγε υπάκουα ότι του έλεγε:
«Είσαι σοφός, Ενκιντού, και τώρα έγινες σχεδόν Θεός. Γιατί θέλεις να
τρέχεις στα βουνά με τα αγρίμια; Ελα μαζί μου. Θα σε πάω στην Ουρούκ με
τα ισχυρά τείχη, στον ευλογημένο ναό της Ιστάρ και του Ανού, του έρωτα
και των ουρανών. Εκεί ζει ο Γκιλγκαμές που είναι δυνατός σαν άγριος
ταύρος και κυριαρχεί πάνω στους ανθρώπους».
Οταν του είπε όλα αυτά, ο Ενκιντού ευχαριστήθηκε. Ποθούσε να βρει
ένα σύντροφο, ένα σύντροφο που θα μπορούσε να καταλάβει την καρδιά
του: «Ελα γυναίκα, πήγαινε με σ' αυτόν τον ιερό ναό, στον οίκο του Ανού
και της Οστάρ, στον τόπο που κυριαρχεί πάνω στο λαό ο Γκιλγκαμές. θα
τον προκαλέσω σε πάλη και θα φωνάξω δυνατά σ' όλη την Ουρούκ: Είμαι
ο πιο δυνατός εδώ και ήρθα για να αλλάξω την παλιά την τάξη. Είμαι αυτός
που γεννήθηκε στα βουνά, είμαι ο πιο δυνατός απ' όλους».
Και κείνη του είπε: «Ας πάμε λοιπόν και κείνος ας δει το πρόσωπο
σου. Ξέρω πολύ καλά που βρίσκεται ο Γκιλγκαμές μέσα στη μεγάλη πόλη
της Ουρούκ.  Ενκιντού, εκεί οι άνθρωποι φοράνε τα πολυτελή τους ρούχα
τις γιορτινές ημέρες. Οι νέοι άντρες και τα κορίτσια έχουν θαυμάσιο
παρουσιαστικό. Και τι ωραίο που είναι το άρωμα τους! Ολοι οι μεγάλοι
άνθρωποι βάφουνε τα χείλη τους από τα κρεβάτια τους.  Ενκιντού, εσένα
που αγαπάς τη ζωή, πρέπει να σου δείξω το Γκιλγκαμές. Είναι άνθρωπος
ευτυχισμένος, θα δεις πάνω του να ακτινοβολεί ο ανδρισμός του. Το σώμα
του είναι τέλειο σε δύναμη και ωριμότητα. Ποτέ δεν αναπαύεται, ούτε την
ημέρα ούτε τη νύχτα. Είναι πιο δυνατός και από σένα και γι' αυτό μην
καυχιέσαι. Ο Σαμάς, ο ένδοξος ήλιος, έδωσε χάρες στο Γκιλγκαμές και ο
Ανού, ο θεός των ουρανών και ο Ενλίλ και ο Εά, ο σοφός, του έδωσαν
βαθειά γνώση. Και σου λέω από τώρα πως πριν αφήσεις τον άγριο τόπο ο
Γκιλγκαμές θα γνωρίζει από το όνειρο του τον ερχομό σου».
Κι ο Γκιλγκαμές σηκώθηκε και πήγε να διηγηθή το όνειρο του στη
μάνα του τη Νινσούν, που ήταν κι αυτή από τους σοφούς θεούς. «Μάνα,
την περασμένη νύχτα είδα ένα όνειρο. Ημουνα πλημμυρισμένος χαρά.
Γύρω μου είχαν συγκεντρωθεί οι νέοι ήρωες και περπατούσα μέσα στη
νύχτα κάτω από τα άστρα του στερεώματος. Και τότε κάποιος, ένα μετέωρο
από την ουσία του Ανού, έπεσε από τον ουρανό. Προσπάθησα να το
σηκώσω αλλά ήταν πολύ βαρύ. Ολοι οι άνθρωποι της Ουρούκ μαζεύτηκαν
γύρω για να το δουν οι απλοί άνθρωποι χοροπηδούσαν και οι
αριστοκράτες σπρώχνονταν ποιος να του πρωτοφιλήσει τα πόδια. Κι εγώ
ένιωσα γι' αυτό το πράγμα έρωτα σαν αυτόν που νιώθει κανένας για
γυναίκα. Με βοήθησαν, δυνάμωσα το μέτωπό μου, τον σήκωσα με τα
λουριά και τον έφερα σε σένα. Και συ τον αποκάλεσες αδερφό μου».
Και τότε η Νινσούν, που είναι προικισμένη με μεγάλη σοφία, είπε στο
Γκιλγκαμές: «Αυτό που είδες, αυτό το αστέρι του ουρανού πάνω στο όποιο
έσκυψες σαν πάνω σε γυναίκα, αυτός ήταν ο δυνατός σύντροφος, εκείνος
που δίνει βοήθεια στους φίλους του που έχουν ανάγκη. Είναι το πιο δυνατό
από τα άγρια πλάσματα. Γεννήθηκε στα πράσινα λιβάδια και τον
ανάθρεψαν τα άγρια βουνά. Οταν θα τον δεις θα ευχαριστηθείς. Η δύναμη
του μοιάζει με τη δύναμη εκείνων που κατοικούν στον ουρανό. Αυτό είναι
το νόημα του ονείρου σου».
Ο Γκιλγκαμές είπε: «Μάνα, ονειρεύτηκα και ένα άλλο όνειρο. Στους
δρόμους της Ουρούκ με τα ισχυρά τείχη βρέθηκε ένα τσεκούρι. Το σχήμα
του ήταν παράξενο και γύρω του συνωθούνταν ο λαός. Το είδα και
ευχαριστήθηκα. Εσκυψα κι ένιωσα βαθιά έλξη γι' αυτό. Το αγάπησα όπως
αγαπάνε μια γυναίκα και το έσυρα προς το μέρος μου». Και η Νινσούν του
αποκρίθηκε: «Το τσεκούρι που είδες και που σε τράβηξε τόσο δυνατά όσο
κι ο έρωτας της γυναίκας, είναι ο σύντροφος που σου δίνω. Και θα έρθει
μια δύναμη παρόμοια με κείνη που έχουν όσοι κατοικούν στον ουρανό.
Είναι ο γενναίος σύντροφος που σώζει το φίλο του αν παραστεί ανάγκη».
Κι ο Γκιλγκαμές είπε στη μάνα του: «Τον κλήρο μου τον έριξες θα γίνει
δικός μου σύντροφος».
Και τώρα η πόρνη είπε στον Ενκιντού: «Οταν σε κοιτάζω μου
φαίνεται πώς έγινες θεός. Γιατί πια δεν ποθείς να ξαναγυρίσεις άγριος με τα
άγρια ζώα στο βουνό. Σήκω, λοιπόν, από τη γη που είναι κρεβάτι του
τσοπάνη».
Κι εκείνος άκουσε προσεκτικά τα λόγια της. Η συμβουλή που
τούδωσε ήταν καλή. Μοίρασε τα ρούχα της στα δυο. Με τα μισά έντυσε τον
Ενκιντού και με τα αλλά μισά ντύθηκε η ίδια. Και κρατώντας τον από το χέρι
τον οδήγησε σαν μητέρα στο μαντρί και στα λιβάδια όπου βόσκουν
κοπάδια. Και κει μαζεύτηκαν γύρω του όλοι οι τσοπάνηδες για να τον δουν,
απλώνοντας του μπροστά του ψωμί. Αλλά ο Ενκιντού μονάχα γάλα από τα
άγρια ζώα μπορούσε να πιει. Πασπάτεψε το ψωμί, χασμουρήθηκε και
στάθηκε αβέβαιος για το τι έπρεπε να κάνει ή για το πως έπρεπε να φάει το
ψωμί και να πιει το δυνατό κρασί. Και τότε η γυναίκα είπε: «Ενκιντού, φάγε
ψωμί. Είναι η ουσία της ζωής και πιες και κρασί, γιατί αυτή είναι η συνήθεια
του τόπου». Και τότε έφαγε μέχρι που χόρτασε και ήπιε δυνατό κρασί, εφτά
γεμάτα κύπελλα. Εγινε εύθυμος η καρδιά του πλημμύρισε από χαρά και
έλαμψε το πρόσωπο του. Εκοψε τις τρίχες από το σώμα του και το άλειψε
με λάδι. Ο Ενκιντού έγινε άνθρωπος. Και μόλις τον ντύσανε με αντρίκεια
ρούχα παρουσιάστηκε σαν γαμπρός. Πήρε και όπλα για να κυνηγάει το
λιοντάρι, έτσι που οι τσοπάνηδες μπορούσαν να κοιμούνται τη νύχτα.
Επιασε λύκους και λιοντάρια και οι τσοπάνηδες βρήκαν την ησυχία τους.
Γιατί ο Ενκιντού, ο δυνατός άνθρωπος, που αντίπαλος του δεν υπάρχει
επαγρυπνούσε.
Ζούσε ευχαριστημένος με τους τσοπάνηδες μέχρι την ημέρα που
καθώς σήκωσε τα μάτια του είδε να πλησιάζει κάποιος άνθρωπος. Και είπε
στην πόρνη: «Γυναίκα, φώναξε αυτόν τον άνθρωπο να έρθει εδώ. Τί θέλει
εδώ; Θέλω να μάθω το όνομά του». Και κείνη πήγε και προσφώνησε τον
άνθρωπο με τούτα τα λόγια: «'Αρχοντα για που πηγαίνετε και κάνετε τόσο
κουραστικό ταξίδι;» Κι ο άνθρωπος απάντησε στον Ενκιντού: «Ο
Γκιλγκαμές μπήκε στον οίκο της Συνέλευσης που δικαιωματικά ανήκει στο
λαό. Ολοι μαζεύτηκαν εκεί προειδοποιημένοι από τους ήχους των
τυμπάνων για να εκλέξουν τη νύφη, αλλά ο Γκιλγκαμές τους χλευάζει.
Παράξενα πράγματα κάνει στην Ουρούκ. Γυρεύει αυτός να πάει πρώτος με
τη νύφη, ο βασιλιάς να πηγαίνει πρώτος κι ύστερα να ακολουθεί ο σύζυγος,
γιατί αυτό τον διέταξαν οι θεοί στη γέννησή του από τότε που κόπηκε ο
ομφάλιος λώρος του. Αλλά τώρα άκουσε, τα τύμπανα ηχούν, για την
εκλογή της νύφης και η πόλη στενάζει βαθειά». Στα λόγια αυτά ο Ενκιντού
γύρισε με κάτασπρο το πρόσωπο: «Θα πάω στο μέρος απ' όπου ο
Γκιλγκαμές κυριαρχεί πάνω στο λαό, θα τον προσκαλέσω σε πάλη και θα
βροντοφωνήσω σ' όλη την Ουρούκ: Ηρθα ν' αλλάξω την παλιά τάξη γιατ'
είμαι ο πιο δυνατός εδώ».
Και τώρα ο Ενκιντού προχώρησε μπροστά και η γυναίκα
ακολουθούσε από πίσω. Και μπήκε στην Ουρούκ, σε κείνη τη μεγάλη
αγορά. Και όλο το πλήθος συγκεντρώθηκε γύρω από το σημείο που
στάθηκε μέσα στο δρόμο της Ουρούκ, με τα ισχυρά τείχη. Οι άνθρωποι
σπρώχνονταν μέσα στο δρόμο. Κι όπως μιλούσαν γι' αυτόν, έλεγαν: «Είναι
φτυστός ο Γκιλγκαμές». «Είναι κοντότερος». «Είναι αυτός που μεγάλωσε
πίνοντας γάλα από άγρια θηρία. Είναι η πιο μεγάλη δύναμη». Οι άνθρωποι
χάρηκαν: «Τώρα ο Γκιλγκαμές θα βρει τον δάσκαλό του». «Τούτος ο
μεγάλος, τούτος ο ήρωας, που η ομορφιά του είναι σαν των θεών, θα γίνει
δάσκαλος ακόμα και στο Γκιλγκαμές».
Στην Ουρούκ το νυφικό κρεβάτι ήταν έτοιμο έτσι που ταίριαζε στη θεά
του έρωτα. Η νύφη περίμενε το γαμπρό, αλλά τη νύχτα ο Γκιλγκαμές την
άρπαξε και την πήγε στο σπίτι. Και τότε ο Εντκιντού προχώρησε μπροστά
και ανταμώθηκαν με τον Γκιλγκαμές, έξω από την εξώπορτα. Ο Εντκιντού
άπλωσε τα πόδια του κι εμπόδισε το Γκιλγκαμές να περάσει στο σπίτι. Κι
έτσι αρπάχτηκαν στα χέρια και πάλευαν σαν ταύροι. Εσπασαν τους
παραστάτες της πόρτας κι ο τοίχος σείστηκε. Ρουθούνιζαν και κοιτάζονταν
σαν ταύροι. Κομμάτιασαν τα πορτόξυλα κι ο τοίχος ξανασείστηκε. Ο
Γκιλγκαμές λύγισε το γόνατο, στηρίχτηκε καλά στη γη και με μια στροφή
έριξε κάτω τον Ενκιντού. Και τότε η μανία του κόπασε ξαφνικά. Κι όταν ο
Ενκιντού έπεσε είπε στον Γκιλγκαμές .«Αλλος όμοιος στον κόσμο δεν
υπάρχει. Η Νινσούν που είναι δυνατή σαν άγριο βόδι στο βουστάσι, είναι ή
μάνα που σε γέννησε και υψώθηκες έτσι πάνω από τους ανθρώπους και ο
Ενλίλ σου έδωσε τη βασιλεία, γιατί η δύναμη σου ξεπερνάει τη δύναμη των
ανθρώπων». Και τότε ο Ενκιντού και ο Γκιλγκαμές αγκαλιάστηκαν. Ετσι
σφραγίστηκε η φιλία τους.
2. ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ

Ο Ενλίλ των βουνών, ο πατέρας των θεών, καθόρισε την τύχη του
Γκιλγκαμές. Κι ο Γκιλγκαμές ονειρεύτηκε και ο Ενκιντού είπε: "Το νόημα του
ονείρου είναι αυτό. Ο πατέρας των θεών σου έδωσε τη βασιλεία, αυτή είναι
η μοίρα σου, αλλά η μοίρα σου δεν θα σου δώσει και την αιώνια ζωή. Mα
μη λυπάσαι γι' αυτό, μαράζι να μην βάλεις στην καρδιά, ούτε και να
υποφέρεις. Σου έδωσε δύναμη να δένεις και να λύνεις, να γίνεις το σκοτάδι
και το φώς της ανθρωπότητας. Σου έχει δώσει υπεροχή πάνω στο λαό,
που όμοια δεν υπήρξε ποτέ, νίκες στις μάχες τέτοιες που κανένας δεν
γλυτώνει και νίκες στις επιδρομές και στις έφοδες, απ΄ όπου κανένας δεν
ελπίζει να γυρίσει. Μα μην κάνεις κατάχρηση αυτής της δύναμης, να είσαι
δίκαιος με τους υπηρέτες σου στο παλάτι και δίκαιος να σταθής μπροστά
στο Σαμάς".
Κι ο άρχοντας Γκιλγκαμές έστρεψε τη σκέψη του προς τη χώρα της
Ζωής. Και σκέφτηκε τη χώρα των Κέδρων ο άρχοντας ο Γκιλγκαμές. Και
είπε στον υπηρέτη του τον Ενκιντού. /εν έχω αποτυπώσει το όνομά μου σε
κεραμίδι, έτσι όπως το όρισε η τύχη μου. Γι΄ αυτό και θα πάω στη χώρα
που κόβονται τα κέδρα. Θα γράψω το όνομά μου στο μέρος όπου γράφουν
τα ονόματά τους οι δοξασμένοι άνθρωποι κι όπου δεν γράφτηκε ακόμα
ανθρώπινο όνομα, μνημείο θα υψώσω στους θεούς". Του Ενκιντού τα
μάτια πλημμύρισαν δάκρυα και ένοιωσε πόνο στην καρδιά. Η ματιά του
έγινε θολή. Κι ο Γκιλγκαμές που συνέλαβε τη ματιά του, του είπε: "Φίλε μου,
γιατί το βλέμμα σου είναι τόσο θολό;". Κι ο Ενκιντού άνοιξε το στόμα του
και είπε: "Είμαι αδύνατος, τα χέρια μου χάσανε τη δύναμή τους και η
κραυγή της λύπης με πνίγει στο λαιμό. Γιατί να δώσεις την καρδιά σου σ΄
ένα τέτοιο εγχείρημα;". Κι ο Γκιλγκαμές απάντησε στον Ενκιντού: "Εξ αιτίας
του κακού δαίμονα, που είναι σ΄ αυτή τη χώρα, θα πάμε στο δάσος για να
καταστρέψουμε το κακό. Μέσα στο δάσος ζεί ο Χουμπαμπά, που το όνομά
του σημαίνει "Παμέγιστος", γίγαντας τρομερός". Κι ο Ενκιντού βαθειά
στέναξε και είπε: "Tότε που ζούσα ακόμα με τα άγρια ζώα και τριγυρνούσα
στην ερημιά, είχα ανακαλύψει το δάσος. Το μήκος του είναι δέκα χιλιάδες
λεύγες προς κάθε κατεύθυνση. Ο Ενλίλ έχει ορίσει φύλακα του δάσους το
Χουμπαμπά και τον οποίο όπλισε με τους εφτά τρόμους, κι έγινε ο
Χουμπαμπά ο τρόμος κάθε σάρκας. Οταν βρυχιέται μοιάζει με χείμαρρο
κατεβασμένο, το χνώτο είναι σαν τη φωτιά και οι μασέλες του είναι ο ίδιος ο
θάνατος. Και φυλάει τόσο καλά τα κέδρα που και δαμάλα αν ταραχθεί μέσα
στο δάσος κι εξήντα λεύγες μακρυά, θα το ακούσει. Ποιός άνθρωπος είναι
δυνατό να πάει από μόνος του στη χώρα αυτή να περπατήσει και να την
εξερευνήσει σε βάθος; Σου λέω πώς όποιος πλησιάσει προς τα κεί
παραλύουν οι δυνάμεις του. Η πάλη με το Χουμπαμπά με καμμιά άλλη δεν
μπορεί να παραβληθεί. Είναι πολύ δυνατός πολεμιστής, Γκιλγκαμές. Κι ο
ύπνος ποτέ δεν πιάνει το παρατήριό του".
Κι ο Γκιλγκαμές αποκρίθηκε: "Που βρίσκεται ο άνθρωπος που θα
μπορέσει να αναρριχηθεί στους ουρανούς; Μόνο οι θεοί ζούνε για πάντα με
τον ένδοξο Σαμάς. Και όσο για μας, τους ανθρώπους, οι μέρες μας είναι
μετρημένες και μια πνοή ανέμου είναι οι απασχολήσεις μας. Οπως κι αν
είναι, τρόμαξες κιόλας! Εγώ θα πάω πρώτος, παρόλο που είμαι άρχοντάς
σου και θα έπρεπε να προχωράς εσύ και να μου λές: Προχώρησε, τίποτα
για να φοβηθείς δεν υπάρχει! Κι αν πέσω θ΄ αφήσω πίσω μου αθάνατο το
όνομά μου. Οι άνθρωποι θα λένε: Ο Γκιλγκαμές έπεσε σε σύγκρουση με
τον άγριο Χουμπαμπά. Πολύ μετά, όταν στο σπίτι μου θα γεννιέται παιδί,
θα του διηγούνται και θα με θυμούνται". Κι ο Ενκιντού ξαναμίλησε στο
Γκιλγκαμές: ", άρχοντά μου, αν θες να μπείς στη χώρα αυτή, πήγαινε
πρώτα στον ήρωα Σαμάς και πέστο στο θεό Ηλιο, γιατί δική του είναι η
χώρα αυτή. Η χώρα όπου κόβονται τα κέδρα ανήκει στο Σαμάς".
Κι ο Γκιλγκαμές πήρε ένα κάτασπρο, χωρίς άλλο σημάδι κατσικάκι, κι
ένα μαύρο. Τα πήρε στην αγκαλιά του και τα έφερε μπροστά στον Ηλιο.
Πήρε στο χέρι του το ασημένιο σκήπτρο του και είπε στον ένδοξο Σαμάς:
"Θα πάω, ώ Σαμάς, στη χώρα αυτή, θα πάω. Σε ικετεύω βοήθησέ με να
πάνε όλα καλά και να γυρίσω πάλι στις αποβάθρες της Ουρούκ. Μεγάλε
θεέ, την προστασία σου γυρεύω και κάνε να βγούνε σε καλό οι οιωνοί!". Κι
ο ένδοξος Σαμάς αποκρίθηκε: "Γκιλγκαμές, είσαι δυνατός, αλλά τι σημαίνει
για σένα η χώρα της Ζωής;" " Σαμάς, άκουσέ με, άκουσέ με Σαμάς,
άφησε τη φωνή μου ν΄ ακουστεί. Εδώ στην πόλη ο άνθρωπος πεθαίνει από
βαρειά κατάθλιψη, ο άνθρωπος χάνεται με την απελπισία στην καρδιά.
Κοίταξα πάνω από τα τείχη και είδα σώματα να πλέουν στο ποτάμι. Κι αυτή
θα είναι και η δική μου τύχη. Στ΄ αληθινά και τούτο το γνωρίζω καλά, αφού
κι ο πιό ψηλός απ΄ τους ανθρώπους δεν θα μπορέσει για να φτάσει στον
ουρανό κι ο πιό τρανός δεν θα μπορέσει με τη γή να αντιπαραβληθεί.
Λοιπόν θα μπώ σ΄ αυτή τη χώρα, γιατί ακόμα δεν αποκατάστησα το όνομά
μου σε κεραμίδι ψημένο, όπως ορίζει η μοίρα μου. Θα πάω λοιπόν στη
χώρα όπου κόβουν τα κέδρα. Θα βάλω το όνομά μου εκεί που έγραψαν τα
ονόματα των ενδόξων ανθρώπων. Κι όπου δεν γράφτηκε ανθρώπου
όνομα, μνημείο θα υψώσω στους Θεούς". Τα μάτια του πλημμύρισαν με
δάκρυα και συνέχισε: "/υστυχώς είναι μεγάλο το ταξίδι που πρέπει για να
κάνω προκειμένου να φτάσω στη χώρα του Χουμπαμπά. Αν δεν πρόκειται
να πετύχω σ΄ αυτήν την επιχείρηση, τότε, γιατί Σαμάς, μου έδωσες αυτή
την ακόρεστη επιθυμία να θέλω να το επιχειρήσω; Και πώς είναι δυνατό να
πετύχω αν δεν με βοηθήσεις; Αν πεθάνω σ΄ αυτή τη χώρα, θα πεθάνω
χωρίς μνησικακία. Μα αν θα επιστρέψω θα κάνω μια ένδοξη προσφορά και
έναν ύμνο στο Σαμάς".
Κι έτσι ο Σαμάς δέχτηκε την προσφορά των δακρύων του. Και σαν
τον συμπονετικό άνθρωπο του έδειξε συγνώμη. Και υπέδειξε στο
Γκιλγκαμές ισχυρούς συμμάχους παιδιά μιας μάνας και τα τοποθέτησε σε
σπηλιές του βουνού. Ο μεγάλος άνεμος υπέδειξε: το βοριά, τον
ανεμοστρόβιλο, τη θύελλα και την παγωνιά, τη θύελλα και το λίβα. Σαν την
οχιά, σαν τους δράκοντες, σαν την πυρκαγιά, σαν το φίδι που παγώνει την
καρδιά, σαν τον καταστροφικό κατακλυσμό και σαν τα φλεγόμενα δίκρανα,
έτσι έμοιαζαν οι σύμμαχοί του, και χάρηκε ο Γκιλγκαμές. Πήγε στο χαλκιά
και του είπε: "Θα δώσω εντολές στους οπλοποιούς. Θα τους βάλουμε να
χύσουν τα όπλα μας κι εμείς θα τους επιτηρούμε". Και έδωσαν εντολή
στους οπλοποιούς. Και οι μαστόροι κάθισαν κάτω και συζήτησαν. Και
πήγαν στο άλσος του κάμπου και κόψανε ιτιές και σιδερόξυλα. Και χύσανε
γι΄ αυτούς τσεκούρια, βάρους εννιά λιβρών. Και ξίφη μεγάλα έχυσαν με
λάμπες έξι λίβρες η κάθε μιά και με λαβές και θήκες από τριάντα λίβρες. Και
χύσαν για το Γκιλγκαμές το τσεκούρι: η "/ύναμη των Ηρώων" και τον
εφοδίασαν με τόξο Ανσάμ. Κι οπλίστηκε ο Γκιλγκαμές κι ο Ενκιντού μαζί.
Και το βάρος των όπλων που έφερναν ήταν τριάντα λίβρες. Μαζεύτηκε ο
λαός κι οι συμβουλάτορες στους δρόμους και στην αγορά της Ουρούκ.
Ηρθαν από την πόλη με τα εφτά μάνταλα. Ο Γκιλγκαμές μίλησε στην
αγορά: "Εγώ ο Γκιλγκαμές πάω να δώ εκείνο το πλάσμα, για το οποίο τόσα
και τόσα λέγονται και που η φήμη του ονόματός του γεμίζει όλο τον κόσμο.
Θα τον κατανικήσω μέσα στο ίδιο του το δάσος, στο δάσος των κέδρων και
θα του δείξω τη δύναμη των παιδιών της Ουρούκ κι όλος ο κόσμος θα το
μάθει. Ανάλαβα αυτήν την επιχείρηση: να σκαρφαλώσω στο βουνό, κέδρα
να κόψω και πίσω μου ν΄ αφήσω αθάνατο όνομα". Οι συμβουλάτορες της
Ουρούκ, της μεγάλης αγοράς του αποκρίθηκαν: "Γκιλγκαμές, είσαι νέος, το
θάρρος σου σε πάει πολύ μακρυά, και δεν μπορεί να λογαριάσεις τι
σημαίνει αυτή η επιχείρηση. Εχουμε ακούσει ότι ο Χουμπαμπά δεν είναι
από τους θνητούς ανθρώπους. Τα όπλα του είναι τέτοια που δεν μπορεί να
τους αντισταθεί κανένας. Το δάσος απλώνεται σε έκταση δέκα χιλιάδες
λεύγες γύρω - γύρω πρός κάθε κατεύθυνση. Ποιός τολμάει να πάει να
ερευνήσει τέτοιο βάθος; Οσο για το Χουμπαμπά όταν βρουχιέται μοιάζει με
χείμαρρο κατεβασμένο, το χνώτο του είναι φωτιά και οι μασέλες του είναι
ίδιες ο θάνατος. Γιατί σε έπιασε μεγάλη επιθυμία να κάνεις τέτοιο πράγμα
Γκιλγκαμές; Οταν κανείς παλεύει με το Χουμπαμπά, πάλη που να της
μοιάζει δεν υπάρχει".
Και ο Γκιλγκαμές σαν άκουσε τούτα τα λόγια των συμβουλατόρων
του, κοίταξε το φίλο του και γέλασε: "Τι πρέπει να τους απαντήσω; Πρέπει
να πώ ότι φοβήθηκα το Χουμπαμπά και ότι από δώ και πέρα θα κάτσω στο
σπιτάκι μου;". Κι ύστερα ο Γκιλγκαμές άνοιξε ξανά το στόμα του και είπε
στον Ενκιντού: "Φίλε μου ας πάμε στο Μεγάλο το Παλάτι, στο Εγκαλμάχ και
να σταθούμε μπροστά στη βασίλισσα Νινσούν. Η Νινσούν είναι σοφή, με
βαθειά γνώση και θα μας συμβουλεύσει για το δρόμο που πρέπει να
κάνουμε". Πιάστηκαν από το χέρι και πήγαν μαζί στο Εγκαλμάχ: πήγαν να
σταθούν μπροστά στη μεγάλη βασίλισσα την Νινσούν. Ο Γκιλγκαμές
πλησίασε, μπήκε στο παλάτι και μίλησε στη Νινσούν: "Νινσούν πρέπει να
κάνω ένα μακρινό ταξίδι στη χώρα του Χουμπαμπά. Πρέπει να περάσω
από άγνωστο δρόμο και να κάνω μια αλλόκοτη μάχη. Από την ημέρα που
θα αναχωρήσω, δεν θα επιστρέψω αν δεν φθάσω στο δάσος των Κέδρων
και αν δεν καταστρέψω τον κακό δαίμονα, που τον απεχθάνεται ο Σαμάς.
Γι΄ αυτό παρακάλεσε για μένα το Σαμάς". Η Νινσούν μπήκε στο δωμάτιό
της, φόρεσε ένα ρούχο κομμένο στο σώμα της, φόρεσε και τα κοσμήματά
της, για να κάνει πιό όμορφα τα στήθη της, έβαλε και την τιάρα στο κεφάλι,
ενώ τα ρούχα της σέρνονταν στο δάπεδο. Και έτσι τράβηξε για το βωμό του
ήλιου, που ήταν πάνω στη σκεπή του παλατιού. Εκαψε θυμίαμα και ύψωσε
τα χέρια της προς το Σαμάς καθώς υψωνόταν και ο καπνός: " Σαμάς,
γιατί έδωσες αυτή την ανήσυχη καρδιά στο Γκιλγκαμές, το γιό μου; Πες μου
γιατί το έκανες αυτό: Τον αναστάτωσες και τώρα είναι έτοιμος για ένα
μεγάλο ταξίδι στη χώρα του Χουμπαμπά, θα περάσει από άγνωστο δρόμο
και θα κάνει μια αλλόκοτη μάχη. Γι΄ αυτό και από την ημέρα που θα
ξεκινήσει, μέχρι την ημέρα που θα επιστρέψει κι όταν θα φτάσει στο δάσος
των Κέδρων κι όταν θα σκοτώσει το Χουμπαμπά και θα καταστρέψει αυτό
το δαιμονικό πράγμα, που και συ Σαμάς το απεχθάνεσαι, μην τον
λησμονήσεις. Αλλά άφησε την Αυγή, την Αϋά την αγαπημένη σου νύφη να
σου το θυμίζει πάντα. Κι όταν η ημέρα φεύγει, πέσε στο νυχτοφύλακά σου
να τον φυλάει απ' το κακό". Κι ύστερα η Νινσούν, η μάνα του Γκιλγκαμές,
αφού εξάντλησε το θυμίαμα, κάλεσε τον Ενκιντού που ήξερε τους
εξορκισμούς: "Δυνατέ Ενκιντού, δεν είσαι παιδί από το σώμα μου, αλλά σε
δέχτηκα σαν υιοθετημένο μου γιό. Είσαι το άλλο μου παιδί, σαν τα
παραπεταμένα, που φέρνουν στο ναό. Υπηρέτησε το Γκιλγκαμές, όπως τα
παραπεταμένα παιδιά υπηρετούν με πίστη το ναό, και την ιέρεια που τα
μεγάλωσε. Και το δηλώνων αυτό μπροστά στις γυναίκες μου, στους
αφιερωμένους στο ναό και στους ιεροφάντες". Υστερα σαν επιβεβαίωση,
πέρασε στο λαιμό του το φυλακτό και του είπε: "Σου εμπιστεύομαι το γιό
μου. Να μου τον ξαναφέρεις πίσω ασφαλή".
Και ύστερα τους φέρανε τα όπλα. Τους δώσανε στα χέρια τα μεγάλα
ξίφη με τις χρυσές τις θήκες, τα τόξα και τις φαρέτρες. Ο Γκιλγκαμές πήρε
το τσεκούρι, κρέμασε τη φαρέτρα του και το τόξο του Ανσάν από τον ώμο
και έζωσε στη μέση του το ξίφος. Κι έτσι οπλισμένοι ήταν έτοιμοι για το
ταξίδι. Τώρα γύρω τους στριμώχνονταν ο λαός και τους είπε: "Πότε θα
γυρίσετε στην πόλη;". Οι συμβουλάτορες ευλογούσαν τον Γκιλγκαμές και
τον προειδοποιούσαν: "Να μην έχεις τόση εμπιστοσύνη στις δυνάμεις σου,
να είσαι προσεκτικός και συγκρατημένος στα πρώτα σου κτυπήματα.
Εκείνος που πάει μπροστά προστατεύει το σύντροφό του. Ο καλός οδηγός
που γνωρίζει το μέρος θα προστατεύει το φίλο του. Να αφήνεις μπροστά
τον Ενκιντού, γιατί αυτός γνωρίζει το δρόμο προς το δάσος. Ο Ενκιντού
έχει δεί το Χουμπαμπά και ξέρει πώς πολεμάει. Αφησε τον Ενκιντού
πρώτον να περάσει στο στενό και βάλε τον να παρακολουθεί άγρυπνα και
σύ να προσέχεις τον εαυτό σου. Αφησε τον Ενκιντού να προφυλάσσει το
φίλο του και να προσέχει το σύντροφό του και σίγουρα να τον περάσει από
τις παγίδες του δρόμου. Εμείς οι συμβουλάτορες της Ουρούκ
εμπιστευόμαστε το βασιλιά μας σε σένα, ώ Ενκιντού. Να μας τον
ξαναφέρεις σώον". Κι ύστερα γύρισαν στο Γκιλγκαμές και του ξαναείπαν:
"Μακάρι ο Σαμάς τον πόθο της καρδιάς σου να τον εισακούσει. Ας κάνει να
δείτε με τα μάτια σας τελειωμένο το πράγμα που είπανε τα χείλη σου. Ας
σας ανοίγει το δρόμο εκεί που θα έχετε παγιδευτεί και δρόμο που τα
βήματά σας να σηκώνει. Ας κάνει να ανοίξουν τα βουνά, για να περάσετε.
Κι η νύχτα τη δικιά της ευλογία να σας φέρει. Κι ο Λουγκουλμπάντα, ο
φύλακας θεός σας να σας παρασταθεί στη νίκη. Στη μάχη να κερδίσετε τη
νίκη, σαν με παιδί για να παλεύατε. Πλύνε τα πόδια σου στο ποτάμι του
Χουμπαμπά που πρέπει να το περάσετε. Το βράδυ να ανοίγετε πηγάδι και
καθαρό νερό να κουβαλάτε στο ασκί. Να προσφέρεις στο Σαμάς κρύο νερό
και ποτέ να μην ξεχάσεις το Λουγκουλμπάντα".
Κι ο Ενκιντού, άνοιξε τότε το στόμα του και είπε: "Μπροστά δεν είναι
τίποτα να φοβηθείς. Ακολούθησέ με γιατί εγώ γνωρίζω το μέρος που ζεί ο
Χουμπαμπά, καθώς και τους δρόμους που περπατάει. Οι συμβουλάτορες
πίσω να γυρίσουν. /εν υπάρχει λόγος να φοβούνται". Οταν οι
συμβουλάτορες το άκουσαν, ξεπροβοδίσανε τον ήρωα στο δρόμο του: "Στο
καλό Γκιλγκαμές και ο φύλακας θεός σου να σε προστατεύει στο δρόμο
σου και γερό να σε ξαναφέρει στην αποβάθρα της Ουρούκ".
Ύστερα από είκοσι λεύγες η ταχύτητα έσπασε. Κι ύστερα από τριάντα
άλλες λεύγες σταμάτησαν να διανυκτερεύουν. Πενήντα λεύγες διέτρεξαν σε
μια μέρα. Σε τρεις ημέρες περπάτησαν δρόμο ενός μηνός και δυό
βδομάδων. Πέρασαν εφτά βουνά πριν να φτάσουν στην πύλη του δάσους.
Κι όταν έφτασαν έμειναν κατάπληκτοι. Δεν είχαν ακόμα δεί τον κεδροπύργο,
αλλά το ξύλο της πόρτας το θαύμασαν πάρα πολύ. Το ύψος της
ήταν εβδομήντα δυό κυβικά και το φάρδος της είκοσι τέσσερα κυβικά. Το
στήριγμά της, ο κρίκος της κι οι παραστάτες της ήταν τέλεια. Τα είχαν
φτιάξει τεχνίτες της Νιππούρ, της ιερής της πόλης του Ενλίλ. Και τότε ο
Ενκιντού φώναξε: "Ώ Γκιλγκαμές, θυμήσου τώρα τις καυχησιές σου στην
Ουρούκ. Εμπρός λοιπόν, χτύπησε παιδί της Ουρούκ, δεν πρέπει να
φοβάσαι". Οταν άκουσε τούτα τα λόγια ξαναβρήκε το θάρρος του και είπε:
"Μην χάνεις καιρό. Γρήγορα. Και αν ο παρατηρητής είναι εδώ μην τον
αφήνεις να σου ξεφύγει στο δάσος όπου θα τον χάσουμε. Εχει φορέσει
έναν από τους οπλισμένους του θώρακες, αλλά όχι ακόμα και τους άλλους
έξη. Πρέπει να τον πιάσουν πρίν να οπλισθεί". Κι αυτός σαν αφηνιασμένος
άγριος ταύρος ρουθούνιζε στο έδαφος. Και ο παρατηρητής του δάσους
στριφογύρισε απειλητικός και φώναζε μ΄ όλη του τη δύναμη. Κι ο
Χουμπαμπά σα δυνατός ταύρος τόσκασε μέσα στο δάσος και κλείστικε στο
κεδρικό του σπίτι.
Τότε ο Ενκιντού πήγε στην πόρτα. Η ομορφιά της ήταν τέτοια που
δεν μπορούσε να σηκώσει το τσεκούρι του να την καταστρέψει, αλλά
έσπρωξε και την άνοιξε. Και τότε ο Ενκιντού φώναξε δυνατά στο
Γκιλγκαμές: "Μην προχωράς μέσα στο δάσος. Την ώρα που άνοιγα την
πόρτα παρέλυσε το χέρι μου". Ο Γκιλγκαμές του αποκρίθηκε: "Αγαπημένε
μου φίλε μη μιλάς σα να δείλιασες. Περάσαμε τόσους κινδύνους και
ταξιδέψαμε πολύ, θέλεις να γυρίσουμε πίσω; Εσύ που έχεις δοκιμασθεί σε
πολέμους και μάχες στάσου δίπλα μου και πιά δεν θα νοιώσεις το φόβο
του θανάτου. Ελα πίσω μου και η αδυναμία σου θα εξαφανισθεί και η
τρεμούλα θα φύγει από τα χέρια σου. Μήπως ο φίλος μου προτιμάει να
μείνει πίσω; Οχι, θα προχωρήσουμε μαζί προς το κέντρο του δάσους.
Ξαναβρέσε το θάρρος σου στη σκέψη της μάχης που πλησιάζει. Ξέχασε το
θάνατο και ακολούθησέ με σαν άνθρωπος αποφασιστικός στην πράξη,
αλλά που δεν είναι και πολύ τρελλός. Οταν δυό προχωρούν μαζί, ο
καθένας προστατεύει τον εαυτό του και καλύπτει και το φίλο του. Και αν
πέσουν θα αφήσουν αθάνατο όνομα".
Διάβηκαν μαζί την πύλη και μπήκαν στο πράσινο βουνό. Κι εκεί
σταμάτησαν σιωπηλοί, η φωνή τους κόπηκε και σιωπηλοί κοίτταξαν το
δάσος. Κοίτταξαν το ύψος των κέδρων και ξεχώρισαν το δρόμο του
δάσους, όπου συνήθιζε να περπατάει ο Χουμπαμπά. Ο δρόμος ήταν
πλατύς και ευκολοπάτητος. Κοίταξαν προσεκτικά το δάσος των Κέδρων,
την κατοικία των θεών και το θρόνο της Ιστάρ. Το πιό ψηλό κέδρο
υψωνόταν μπροστά στο βουνό. Η σκιά του ήταν ωραία. Χάριζε μεγάλη
άνεση. Το δάσος και το ξέφωτο ήσαν καταπράσινα από θάμνους. Εκεί ο
Γκιλγκαμές έσκαψε ένα πηγάδι πρίν να δύσει ο ήλιος. Πήγε στο βουνό και
σκόρπισε στο έδαφος καλή τροφή και είπε: "¨ βουνό, κατοικία των Θεών,
στείλε μου ευνοϊκό όνειρο". Και ύστερα πιάστηκαν από το χέρι να
κοιμηθούν. Κι ο ύπνος που κυλάει αντάμα με τη νύχτα, τους τύλιξε και τους
δυό. Ο Γκιλγκαμές ονειρεύτηκε, στα μέσα της νύχτας ο ύπνος τον
εγκατέλειψε και διηγήθηκε το όνειρό του στο φίλο του: "Ενκιντού, ποιός
άλλος εκτός από σένα μπορούσε να με ξυπνήσει; Φίλε μου είδα ένα όνειρο.
Στεκόμαστε σ΄ ένα στενό διάσελο του βουνού και ξαφνικά το βουνό
σωριάστηκε κάτω. Εμείς οι δυό μοιάζαμε σαν τις πιό μικρές μυίγες του
βάλτου. Σ' ένα δεύτερό μου όνειρο, το βουνό ξανάπεσε και χτύπησε στο
πόδι μου. Και το χώμα πλάκωσε το πόδι μου. Κι ύστερα είρθε μια
ανυπόφορη λάμψη φωτός που ξεχύνονταν από μια δυνατή φλόγα. Και κεί
φάνηκε κάτι που η χάρη του και η ομορφιά του ξεπερνούσε την ομορφιά
αυτού του κόσμου. Κι αυτό το κάτι με πέταξε πέρα από το βουνό, μου
έδωσε να πιώ νερό και η καρδιά μου συνήλθε, κι ύστερα μου ξαναστήριξε
τα πόδια μου στο χώμα".
Και τότε ο Ενκιντού, το παιδί των κάμπων, μου είπε: "Ας κατεβούμε
απ' το βουνό, να συζητήσουμε μαζί αυτό το πράγμα". Κι ο νεαρός θεός
είπε στο Γκιλγκαμές: "Το όνειρό σου είναι καλό, το όνειρό σου είναι
υπέροχο, το βουνό που είδες είναι ο Χουμπαμπά. Και τώρα στα σίγουρα
θα τον πιάσουμε και θα τον σκοτώσουμε. Και θα ξαπλώσουμε κάτω το
σώμα του, όπως και το βουνό έγινε επίπεδο". Την επομένη ημέρα ύστερα
από πορεία είκοσι λεύγες, η ταχύτητά μας κόπηκε. Και ύστερα από άλλες
είκοσι λεύγες πορεία σταμάτησαν να ξενυχτήσουν. Εσκαψαν πηγάδι πρίν
να δύσει ο ήλιος κι ο Γκιλγκαμές ανέβηκε στο βουνό. Σκόρπισε παντού
ωραία φαγητά και είπε: "Ε βουνό κατοικία των Θεών, στείλε ένα όνειρο
στον Ενκιντού, κι ας είναι ευνοϊκό το όνειρό του". Και έστειλε το βουνό
όνειρο στον Ενκιντού, κι ήταν ευοίωνο το όνειρο. Ψυχρή και άγρια βροχή
τον έδειρε και ζάρωσε απ΄ το φόβο, όπως η βρώμη του βουνού, όταν τη
δέρνει θύελλα βροχής. Αλλά ο Γκιλγκαμές κάθισε με το πηγούνι του στα
γόνατά του, μέχρι που τον πήρε κι αυτόν ο ύπνος που απλώνεται πάνω
απ΄ όλη την ανθρωπότητα. Κατά τα μεσάνυχτα ο ύπνος τον εγκατέλειψε.
Σηκώθηκε και είπε στο φίλο του: "Με φώναξες; Αν όχι, τότε γιατί ξύπνησα;
Με σκούντησες; Αν όχι, τότε γιατί τρόμαξα; Μήπως πέρασε από δώ
κανένας Θεός; Τα πόδια μου έχουν παραλύσει από φόβο. Φίλε μου είδα
ένα τρίτο όνειρο. Κι αυτό το τρίτο ήταν ολοκληρωτικά τρομακτικό.
Βρουχιόντουσαν οι ουρανοί κι αντιβρουχιότανε η γή. Το Φώς της ημέρας
χάθηκε. Σκοτάδια πέσανε παντού. Φώτα αστραπόσβηναν. Φλόγες
ξεπετάγονταν. Τα σύννεφα χαμήλωσαν πολύ και έβρεχαν θάνατο. Υστερα
η λαμπρότητα χάθηκε. Η φωτιά έσβησε. Κι όλα έγιναν στάχτες, που
έπεφταν γύρω μας. Ας κατεβούμε απ' το βουνό να το συζητήσουμε και να
αποφασίσουμε τι πρέπει για να κάνουμε".
Οταν κατέβηκαν από το βουνό ο Γκιλγκαμές άρπαξε το τσεκούρι στα
χέρια του και έκανε να πέσει το κέδρο. Οταν ο Χουμπαμπά άκουσε το
θόρυβο εκεί κάτω λύσσαξε από το θυμό του και φώναξε δυνατά: "Ποιός είν΄
αυτός που παραβίασε το δάσος μου και έκοψε τον κέδρο μου;". Αλλά ο
ένδοξος Σαμάς τους φώναξε από τον ουρανό: "Προχωρείστε και μη
φοβόσαστε!". Κι όμως τώρα ο Γκιλγκαμές είχε τσακισθεί από την αδυναμία
κι ο ύπνος τον άρπαξε αμέσως. Ενας βαθύς ύπνος τον κρατούσε.
Ξάπλωσε στο έδαφος και τεντώθηκε άφωνος, σα να έβλεπε όνειρο. Οταν
τον σκούντηξε ο Ενκιντού δεν σηκώθηκε. Κι όταν του μίλησε δεν
αποκρίθηκε: "Ώ Γκιλγκαμές, άρχοντα του κάμπου της Κουλάμπ, ο κόσμος
σκοτείνιασε, οι σκιές απλώθηκαν παντού, έφτασε το φως του απόβραδου.
Ο Σαμάς έφυγε. Το φωτεινό του κεφάλι έχει γείρει στα στήθη της μάνας του
Νινγκάλ. Ώ Γκιλγκαμές, πόσο θα κοιμάσαι και σύ σαν αυτόν; /εν πρέπει να
ανεχθείς να δεις τη μάνα που σε γέννησε να θρηνεί μέσα στης πόλης τις
πλατείες".
Επί τέλους ο Γκιλγκαμές τον άκουσε. Φόρεσε τον θώρακά του "η
φωνή των Ηρώων", που ζύγιζε τριάντα σίκλος. Και τον φόρεσε θαρρείς και
ήταν ανάλαφρος, σαν το ρούχο που φοράμαι. Ο θώρακας τον κάλυψε πέρα
για πέρα. Πατούσε σαν ταύρος που ρουθουνίζει στη γή και τρίζει τα δόντια
του. "Στη ζωή της μάνας μου Νινσούν και στη ζωή του πατέρα μου, του
θεϊκού Λουγκουλμπάντα, άφησέ με να ζήσω να με θαυμάσει η μάνα μου,
όπως και τότε που με θήλαζε στην ποδιά της". Και μια δεύτερη φορά
ξαναείπε: "Στη ζωή της μάνας μου Νινσούν, που με γέννησε και στη ζωή
του πατέρα μου του θεϊκού Λουγκουλμπάντα βοήθησέ με να νικήσω αυτόν
τον άνθρωπο, αυτό το θεό αν είναι θεός και ο δρόμος που πήρα για τη
Χώρα της Ζωής να με ξαναπάει πίσω στην πόλη μου". Και τότε ο Ενκιντού,
ο πιστός σύντροφος, συνηγορώντας του αποκρίθηκε: "Αρχοντά μου, δεν
γνωρίζεις αυτό το τέρας και γι΄ αυτό δεν νοιώθεις τρόμο. Εγώ που το
γνωρίζω τρομάζω. Τα δόντια του είναι σαν τα δηλητηριώδη δόντια του
δράκοντα, το θάρρος του μοιάζει με το θάρρος λεονταριού, η ορμή του
μοιάζει με πλημμύρα, με το βλέμμα του συντρίβει το δέντρο του δάσους
σαν καλάμι του βάλτου.  άρχοντά μου, μπορείς να προχωρήσεις μέσα
στο δάσος αν έτσι αποφάσισες. Εγώ θα ξαναπάω στην πόλη και θα πώ
στην κυρία, τη μάνα σου όλα σου τα ένδοξα κατορθώματα, μέχρι που να
ξεφωνήσει από χαρά. Κι ύστερα θα της πώ το θάνατο που ακολούθησε
μέχρι να κλάψει όσο πιό πικρά μπορεί να γίνει". Αλλά ο Γκιλγκαμές είπε:
"Οι θυσίες και οι προσφορές δεν είναι ακόμα για μένα. Το πλοίο των
νεκρών δεν είναι νάρθει ακόμα, ούτε και το τριπλό το σάβανο που θα με
τυλήξει δεν κόπηκε ακόμα. Ούτε είρθε η ώρα για να ανάψει η πυρά μου,
ενώ στην κατοικία μου εξακολουθεί να καίει η φωτιά. Σήμερα δώσε μου
βοήθεια, και θάχεις τη δική μου. Μπορεί να υπάρξει λάθος ανάμεσά μας;
Ολα τα ζωντανά πλάσματα που γεννήθηκαν από σάρκα θα κάτσουν
κάποτε στο πλοίο της /ύσης. Κι όταν αυτό βυθίσει, όταν το πλοίο Μάξιλουμ
θα βυθιστεί χάνονται κι αυτά. Αλλά εμείς θα προχωρήσουμε μπροστά και
θα καρφώσουμε το βλέμμα μας σ΄ αυτό το τέρας. Αν η καρδιά σου είναι
φοβισμένη, διώξε τον φόβο, κι αν έχει τρόμο, διώξε τον τρόμο. Πάρε στα
χέρια σου το τσεκούρι και χτύπησε. Οποιος αφήνει μισοτελειωμένη τη μάχη
δεν μπορεί να βρεί ησυχία".
Ο Χουμπαμπά βγήκε από το οχυρό κεδρόσπιτό του. Εγειρε το κεφάλι
του και κούνησε απειλώντας τον Γκιλγκαμές. Και κάρφωσε πάνω του το
μάτι του, το μάτι του θανάτου. Κι ύστερα ο Γκιλγκαμές επικαλέστηκε το
Σαμάς και κύλησαν τα δάκρυά του: "Ώ ένδοξε Σαμάς ακολούθησα το δρόμο
που με συμβούλευσες, αλλά αν τώρα δεν στείλεις βοήθεια πώς θα
γλυτώσω;". Ο ένδοξος Σαμάς άκουσε την προσευχή του και κάλεσε το
μεγάλο άνεμο, το βοριά, τον ανεμοστρόβιλο, τη θύελλα και την παγωνιά, τη
θύελλα και το λίβα. Και είρθαν σαν δράκοντες σαν πυρκαγιά, σαν ερπετά
που κάνει την καρδιά να παγώνει, σαν καταστροφική πλημμύρα και σαν
φλεγόμενα δίκρανα. Οι οκτώ άνεμοι έπεσαν κατά πάνω στο Χουμπαμπά
και του στράβωσαν τα μάτια, τον έκαναν ανάπηρο και ανίκανο να κινηθεί
εμπρός ή πίσω. Ο Γκιλγκαμές φώναξε: "Στη ζωή της Νινσούν της μάνας
μου και του θεϊκού Λουγκουλμπάντα, του πατέρα μου, στη Χώρα της Ζωής
που ανακάλυψα την κατοικία σου, με τα αδύνατά μου μπράτσα και με τα
μικρά μου όπλα, χτύπησα τη Χώρα σου και τώρα θα μπώ και στο σπίτι
σου".
Ετσι έρριξε τον πρώτο κέδρο, έκοψαν τα κλαδιά του και τα πήγαν στη
ρίζα του βουνού. Με το πρώτο χτύπημα ο Χουμπαμπά άστραψε, μα αυτοί
προχώρησαν. Και έρριξαν εφτά κέδρα και έκοψαν και κάνανε δεμάτια τα
κλαδιά τους και τα πήγανε στη ρίζα του βουνού. Και εφτά φορές ο
Χουμπαμπά έχανε τις δυνάμεις του καθώς επέφτανε τα κέδρα. Κι όπως
έσβηνε η έβδομη φλόγα πλησίασαν στη φωλιά του. Η ανάσα του
αντηχούσε σαν ηχηρό φιλί. Πλησίασε σαν ωραίος, άγριος ταύρος που
πιάνεται με θηλιά στο βουνό ή σαν πολεμιστής δεμένος πισθάγκωνα. Τα
δάκρυα ξεχείλισαν στα μάτια του και γίνηκε κατακίτρινος: "Γκιλγκαμές,
άφησέ με να σου μιλήσω. Ποτέ μου δεν γνώρισα μητέρα, ούτε και πατέρα
για να με μεγαλώσει. Γεννήθηκα στο βουνό, το βουνό μ΄ ανάθρεψε κι ο
Ενλίλ με όρισε φύλακα του δάσους. Αφησέ με να φύγω Γκιλγκαμές και θα
γίνω υπηρέτης σου, θα σε γνωρίσω για άρχοντά μου. Ολα τα δένδρα του
δάσους που φυλάω πάνω σε τούτο το βουνό θα είναι δικά σου. Θα τα
κόψω και θα σου κάνω ένα παλάτι". Και τον πήρε από το χέρι και τον
οδηγούσε στο σπίτι του. Και η καρδιά του Γκιλγκαμές συγκινήθηκε και τον
συμπάθησε. Και του ορκίστηκε στην ουράνια ζωή, στη γήινη ζωή και στη
ζωή του κάτω κόσμου: "Ώ Ενκιντού, δεν πρέπει το παγιδευμένο πουλί να
γυρίσει στη φωλιά του και ο αιχμάλωτος να ξαναπάει στην αγγαλιά της
μάνας του;". Κι ο Ενκιντού αποκρίθηκε: "Κι αν ο πιό δυνατός από τους
ανθρώπους θα υποκύψει στη μοίρα του αν δεν έχει κρίση. Ο Ναμτάρ, ο
δαίμονας της τύχης που δεν κάνει διάκριση μεταξύ των ανθρώπων, θα τον
καταβροχθίσει. Αν το παγιδευμένο πουλί ξαναγυρίσει στη φωλιά του, αν ο
αιχμάλωτος γυρίσει στην αγκαλιά της μάνας του, τότε φίλε μου δεν θα
ξαναγυρίσεις στην πόλη, όπου σε περιμένει η μάνα που σε γέννησε. Θα
σου φράξει τους βουνήσιους δρόμους και θα κάνει αδιάβατα τα μονοπάτια".
Ο Χουμπαμπά είπε: "Ενκιντού, αυτά που είπες είναι κακά, και τα
είπες εσύ ο μισθοφόρος που δουλεύεις για το ψωμί σου! Από το φθόνο και
από το φόβο του αντίπαλου είπες τούτα τα κακά λόγια". Κι ο Ενκιντού είπε:
"Μην τον ακούς Γκιλγκαμές. Αυτός ο Χουμπαμπά πρέπει να πεθάνει". Κι ο
Γκιλγκαμές είπε: "Αν τον αγγίξω, η φλόγα και η δόξα του φωτός θα
ξεπεταχθούνε μπερδεμένες, η δόξα και η λάμψη θα εξαφανισθούν και η
ακτινοβολία της θα σβήσει". Ο Ενκιντού είπε στον Γκιλγκαμές: "Οχι έτσι
φίλε μου. Πρώτα παγιδεύουν το πουλί, και τότε που θα πάει το μικρό
πουλάκι; Υστερα μπορούμε να αναζητήσουμε τη δόξα και τη λάμψη όταν τα
πουλάκια θα έχουν σκορπίσει γύρω στην πρασινάδα". Ο Γκιλγκαμές
άκουσε τα λόγια του φίλου του. Πήρε το τσεκούρι στο χέρι, έσυρε το σπαθί
από τη μέση και χτύπησε με το σπαθί το Χουμπαμπά στο σβέρκο. Το
δεύτερο χτύπημα το έδωσε ο Ενκιντού. Στο τρίτο χτύπημα ο Χουμπαμπά
έπεσε. Και σωριάστηκε κάτω νεκρός. Και τότε ακολούθησε σύγχυση, γιατί
αυτός που τον σωριάσανε νεκρό ήταν ο φύλακας του δάσους. Ηταν αυτός
που στη φωνή του έτρεμε ο Λίβανος και ο Ερμών. Και τότε τα βουνά
κινήθηκαν, και κινήθηκαν μαζί και οι λοφοσειρές, γιατί ο φύλακας των
Κέδρων ήτανε νεκρός.
Ο Ενκιντού τον χτύπησε κι ο κέδρος έγινε κομμάτια. Κι αυτό το έκανε
ο Ενκιντού. Αυτός αποκάλυψε τη μυστική κατοικία του Παμμέγιστου. Ετσι ο
Γκιλγκαμές έριχνε τα δέντρα του δάσους κι ο Ενκιντού καθάριζε τις ρίζες
τους και τα οδηγούσε μέχρι τον Ευφράτη. Τοποθέτησαν το Χουμπαμπά
μπροστά στους Θεούς, μπροστά στον Ενλίλ. Φίλησαν το χώμα, τον
εσκέπασαν με σάβανο και τον τοποθέτησαν με το κεφάλι προς τα μπρός.
Οταν ο Ενλίλ είδε το κεφάλι του Χουμπαμπά, λύσσαξε από το θυμό του
ενάντιά τους: "Γιατί το κάνατε αυτό; Από δώ και πέρα η φωτιά θα είναι
όπου καθόσαστε, θα τρώει το ψωμί που τρώτε και θα πίνει ότι πίνετε". Και
τότε ο Ενλίλ ξαναπήρε τη λάμψη και τη δόξα την έδωσε στους βαρβάρους,
στο λιοντάρι, στην ερημιά και στη μανιακή κόρη της Ερεσκιγκάλ. Αλλά πιό
πολύ από τον Γκιλγκαμές αυτόν τον άγριο ταύρο που λεηλατούσε τα βουνά
και τα πήγαινε στη θάλασσα κι από τον Ενκιντού, η πιο μεγάλη δόξα
ανήκει στον Ενλίλ.
--------------------------------------------------------------------------------

                                 Συνεχίζεται ...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου