Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2011

Ο ΑΠΟΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΜΠΕΡΓΑΝΔΗ [Ηκάθοδος ενός ανθρώπου στόν Αδη..]

 ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΕΝΟΣ ΟΝΕΙΡΙΚΟΥ ΤΑΞΙΔΙΟΥ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΤΗΣ ΓΗΣ


Τό κείμενο τό υπογράφει η κ.ΕΙΡΗΝΗ ΜΑΡΑΓΚΟΖΗ
Έχω παρατηρήσει ότι οι περισσότεροι Έλληνες γνωρίζουμε ελάχιστα για την ελληνική γραμματειακή μας παράδοση. Η άποψή μας για τα ελληνικά γραπτά μνημεία περιορίζεται στα ομηρικά έπη, στα μεγαλειώδη έργα του 5ου αιώνα π.Χ., στα δημοτικά τραγούδια, σε λίγα και ενδεικτικά ποιήματα του Σολωμού, του Παλαμά, του Καβάφη, του Σεφέρη και του Ελύτη (ουσιαστικά σε αυτά που έχουμε διδαχτεί στο σχολείο). Στο μεταξύ όμως έχουν παρεμβληθεί εκατοντάδες χρόνια, για τα οποία δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτα. Πού είναι το Βυζάντιο; Πού είναι τα εξαίσια έργα της Κρητικής Αναγέννησης; Πού είναι ο 19ος αιώνας; Σιωπή! Ένας στίχος του Σεφέρη μού έρχεται στο μυαλό: «Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη!». Ναι, ίσως να είναι δίκαιο για μερικούς να αποσιωπούν τα αριστουργήματα αυτά, γιατί σε μερικά προβάλλονται παρωχημένες ιδέες, γιατί σε άλλα τονίζεται υπέρ το δέον το χριστιανικό στοιχείο, γιατί για κάποιους η λογοτεχνικότητά τους κρίνεται κατώτερη άλλων πιο σύγχρονων ή πιο αρχαίων κειμένων, ίσως… δεν ξέρω.


Κι όμως σ' αυτά τα γραπτά μνημεία που δεν τα πιάνει το μάτι σου ή που μοιάζουν λίγο ανιαρά στην αρχή, μπορείς να ανακαλύψεις σπουδαίες πληροφορίες, όμορφες ιστορίες, μια Ελλάδα μυστική και μαγική κι ονειρική, αλλά και ρεαλιστική, διαφορετική, πρωτοφανέρωτη…



Έτσι λοιπόν, κατά τη διάρκεια των σπουδών μου –που σχετίζονται με την αρχαία και τη νέα ελληνική γραμματεία– ανακάλυψα ένα μεσαιωνικό ποιητικό κείμενο, άγνωστο στον πιο πολύ κόσμο, το οποίο και αποφάσισα να σας παρουσιάσω. Πρόκειται για τον Απόκοπο του Μπεργανδή. Είναι ένα σύντομο ποιητικό κείμενο (μόλις 490 στίχοι), γραμμένο στην «κοινή της δημώδους βυζαντινής λογοτεχνίας με πολλούς αρχαϊσμούς και πολλά στοιχεία της μητρικής γλώσσας του ποιητή, δηλαδή του κρητικού ιδιώματος», όπως σημειώνει ο φιλόλογος Στυλιανός Αλεξίου. Ο στίχος του είναι δομημένος στο μέτρο του βυζαντινού δεκαπεντασύλλαβου, ενώ παρουσιάζει ομοιοκαταληξία σε κάθε δίστιχο. Το έργο χρονολογείται στα τέλη του 15ου αιώνα μ.Χ. και σ' αυτό ούτε λίγο, ούτε πολύ περιγράφεται η ονειρική κάθοδος ενός ανθρώπου στην Κούφια Γη, στο βασίλειο του Άδη όπου κατοικεί το σκοτάδι, η μοναξιά, οι σκιές των νεκρών ανθρώπων οι οποίοι νοσταλγούν τα χρόνια της ζήσης τους…




ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΠΕΡΓΑΝΔΗ

Ελάχιστα γνωρίζουμε για τον ποιητή του Απόκοπου. Το όνομα αυτό μπορεί κανείς να το συναντήσει ακόμη σε κρητικές οικογένειες, ενώ μια σαφή καταγραφή των Μπεργανδήδων έχουμε στους καταλόγους των ευγενών Βενετών (Nobili Veneti) του 1644 που κατοικούσαν στο Ρέθυμνο. Στην οικογένεια αυτή αναφέρεται και ο Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής στο έργο του Κρητικός Πόλεμος. Τις παραπάνω πληροφορίες αντλούμε από την εισαγωγή της κριτικής έκδοσης του Απόκοπου, συνταγμένη από τον καθηγητή Στυλιανό Αλεξίου, εκδόσεις Εστία.



Ο ΑΠΟΚΟΠΟΣ ΠΕΦΤΕΙ ΣΤΟ ΣΤΟΜΑ ΤΟΥ ΔΡΑΚΟΥ

Το ποίημα είναι μια ονειρική αφήγηση. Ο ποιητής επιλέγει να διηγηθεί την κατάβασή του στον Άδη σαν να 'ταν όλα ένα όνειρο. Πολλές εικασίες μπορούμε να κάνουμε: Είτε ότι όλα όσα γράφει τα είδε πράγματι στον ύπνο του, κράτησε σημειώσεις στο ονειρολόγιό του και κατόπιν συνέθεσε το ποίημά του. Είτε ότι αντλεί την ιστορία του από κάποιο άλλο δυτικό έργο, το οποίο το ανασκευάζει προσπαθώντας η μίμηση του πρωτοτύπου να είναι όσο το δυνατόν πιο δημιουργική – συνήθεια πολύ διαδεδομένη την εποχή εκείνη. (Οι μελετητές έχουν υποστηρίξει κατά καιρούς διάφορα κείμενα τα οποία είναι πιθανόν να είχε υπόψη του ο Μπεργανδής πριν συνθέσει τον Απόκοπο: Άλλοι εντόπισαν ομοιότητες με τη Θεία Κωμωδία του Δάντη, άλλοι υποστήριξαν ότι εμπνεύστηκε από την Οδύσσεια και την Αινειάδα, άλλοι από τα δημοτικά τραγούδια που μιλούν για τον Χάρο και άλλοι ότι δανείζεται κάποιες εικόνες από το μεσαιωνικό μυθιστόρημα Βαρλαάμ και Ιωάσαφ). Είτε ότι ο Μπεργανδής είχε υπόψη του ότι στην Ελλάδα υπήρχαν και υπάρχουν πολλές πύλες που οδηγούν στον Κάτω Κόσμο, όπου κατά την αρχαιότητα γίνονταν μυητικές τελετές και που στις μέρες μας έχουν επτασφραγιστεί. Επειδή όμως και τότε τέτοια πράγματα απαγορευόταν να τα λες ανοιχτά, φρόντισε ο ποιητής μας να τα πει συγκαλυμμένα και να τα εντάξει στην ονειρική του αφήγηση, όπου –ως γνωστόν– όλα επιτρέπονται…


Για να παρακολουθήσουμε, όμως, την εξέλιξη του ονείρου: Ο ποιητής ξεκινά τη διήγησή του με τη φράση «Μιάν από κόπου ενύσταξα, να κοιμηθώ εθυμήθην· έθεκα στο κλινάρι μου κ' ύπνον αποκοιμήθην». Ξαφνικά ο αφηγητής βρίσκεται σε έναν άλλον κόσμο, τον κόσμο των ονείρων, μαγικό και πανέμορφο. Ζωσμένος με τ' άρματά του και ιππεύοντας τ' άλογό του, κυνηγά μια ελαφίνα. Αναπάντεχα, βλέπει μπροστά του ένα δέντρο πάνω στο οποίο υπάρχουν μέλισσες και πουλιά που κελαηδούν. Ο αφηγητής δεν μπορεί ν' αντισταθεί στις λιχουδιές που 'χει πάνω του το δέντρο κι έτσι λαίμαργα σκαρφαλώνει στον κορμό του κι αρχίζει να τρώει το μέλι μιας κυψέλης. Τότε είναι που παρατηρεί πως στην άκρη του κορμού βρίσκονται δυο ποντικοί, ένας μαύρος κι ένας άσπρος, που αρχίζουν να ροκανίζουν το δέντρο. Εκείνος, όμως, συνεχίζει να γεύεται αχόρταγα το μέλι αδυνατώντας να πάρει την απόφαση να κατεβεί και να σωθεί. Τελικά, εντελώς ξαφνικά, το δέντρο αλλάζει θέση και βρίσκεται να ακουμπά στην άκρη ενός γκρεμού. Καθώς λυγίζει και πέφτει στον πάτο του γκρεμού, ο αφηγητής διαπιστώνει ότι εκεί τον περιμένει ένας δράκοντας μ' ανοιχτό το στόμα:


«Λοιπόν το δέντρο έπεσε κ' εγώ μετ' αύτο επήγα / και τα πουλιά επετάξασιν κ' οι μέλισσες εφύγα και εφάνη μ', εκατάντησα στου δράκοντος το στόμα / κι εμπήκα εις μνήμα σκοτεινό, εις γην κι ανήλιον χώμα».


Ο αφηγητής μας βρίσκεται ζωντανός στο βασίλειο των νεκρών, οι οποίοι ευθύς αντιλαμβάνονται την παρουσία του και τον προσεγγίζουν για να μάθουν ποιος είναι, αφού ο νεοφερμένος φέρνει μαζί του τη ζωή, τις μυρωδιές και τις χαρές του επάνω κόσμου. Από το πλήθος των ψυχών ξεχωρίζουν δυο αδέλφια. Οι νεκροί ζητούν να μάθουν αν είναι τα πράγματα έτσι όπως τ' αφήσανε και κυρίως αν τους θυμούνται οι δικοί τους άνθρωποι. Στη συζήτηση που ακολουθεί ο αφηγητής τούς πληροφορεί ότι οι ζωντανοί δεν θυμούνται τους πεθαμένους και ότι έχουν ξαναφτιάξει τη ζωή τους. Κατόπιν ακολουθούν οι θρήνοι των νεκρών και η ιστορία θανάτου των δύο αδελφών, τα οποία χάθηκαν σε ναυάγιο καθώς ταξίδευαν για να επισκεφτούν την αδελφή τους που 'ταν παντρεμένη μακριά. Τη στιγμή του ναυαγίου μάλιστα, η αδελφή τους βλέπει τη συμφορά σε όνειρο και πεθαίνει κι η ίδια με το παιδί που κυοφορούσε μέσα της. Η τραγική συνειδητοποίηση είναι ότι τα αδέλφια αυτά δεν μπορούν να προσδιορίσουν το πότε συνέβη το τραγικό γεγονός που βύθισε τους γονείς τους στο πένθος, αφού ο χρόνος δεν υπάρχει στον Κάτω Κόσμο:


«… στον Άδη τον πικρόν ήλιος ου ανατέλλει / ουδέ το φέγγος του ουρανού το ξέλαμπρον του στέλλει. / Χρόνος εδώ ου γίνεται, ημέρα ου χωρίζει, / αλλά το σκότος τ' άμετρον τρέχει και ομπρός τανύζει».


Μετά την ιστορία αυτή ο αφηγητής ανυπομονεί να επιστρέψει στον Επάνω Κόσμο, τρέχει προς το φως, ενώ τον ακολουθεί πλήθος νεκρών οι οποίοι επιθυμούν να του δώσουν γραπτά μηνύματα για τους δικούς τους.


ΤΑ ΣΥΜΒΟΛΑ ΤΟΥ ΑΠΟΚΟΠΟΥ

Θα μειώναμε πολύ τον Απόκοπο, αν τον αντιμετωπίζαμε απλώς ως μία ονειρική αφήγηση που έχει στόχο να προβάλει τις χαρές της επίγειας ζωής. Ο Απόκοπος, πολύ περισσότερο, είναι ένα κείμενο δουλεμένο με πολλούς αποκρυφιστικούς συμβολισμούς, οι οποίοι αντικατοπτρίζουν μεσαιωνικές δοξασίες. Ο Μπεργανδής μάς δίνει την εντύπωση ενός μορφωμένου ανθρώπου που γνώριζε καλά πώς να στήσει την ονειρική αφήγησή του. Ας ακολουθήσουμε λοιπόν τα σύμβολα που «σχεδίασε» ο Μπεργανδής στο χειρόγραφό του κι ας επιχειρήσουμε να τα ερμηνεύσουμε…


Όνειρο: Συχνά οι φανταστικές διηγήσεις εξελίσσονται στον κόσμο των ονείρων. Ίσως έτσι είναι πιο εύκολο να ειπωθούν αλήθειες ή σκέψεις με τρόπο συγκαλυμμένο. Συχνά στον ύπνο μας ονειρευόμαστε τόπους λίγο πολύ γνωστούς οι οποίοι αλλάζουν υπό την επιρροή της ψυχολογικής μας κατάστασης ή των συναισθημάτων μας.


Το Κυνήγι στο Ονειρικό Δάσος: Κατά τον φιλόλογο Arnold Van Gemert, η περιδιάβαση στο ονειρικό δάσος συμβολίζει τα στάδια της επίγειας ζωής του ανθρώπου: Στην αρχή είναι νέος και κυνηγά τη ζωή (…πουρνόν του τρέχειν ήρχισα…), κατόπιν στη μέση ηλικία προχωρά με βήμα σταθερό απολαμβάνοντας τα καλά της ζωής (…κ' ετσάκισεν το σταύρωμαν η μέρα…) και στα γηρατειά του απολαμβάνει ακόμα κάποιες απολαύσεις της ζωής (και προς την δείλην έσωσα στους λιβαδιού τη μέση…), ώσπου ξαφνικά τον αρπάζει ο θάνατος πριν ακόμα προλάβει να καταλάβει τι έχει γίνει (η πτώση του στο στόμα του δράκου).


Το Δοξάρι: Ο αφηγητής στον Απόκοπο κυνηγά μια ελαφίνα με ένα δοξάρι (τόξο). Εδώ συμβολίζεται η ερωτική διάθεση στα χρόνια της νιότης, όταν ο νεαρός άντρας αναζητά την ερωτική σύντροφό του. Το τόξο είναι ένα καθαρά φαλλικό σύμβολο το οποίο παραπέμπει στη σεξουαλική πράξη και τη γονιμοποίηση της γυναίκας.


Η Ελαφίνα: Πιθανότατα συμβολίζει το αντικείμενο του ερωτικού πόθου, το οποίο προσπαθεί ο νεαρός άντρας να κατακτήσει. Η ελαφίνα, όμως, εκτός από ερωτικό σύμβολο, είναι και ηθικό. Στη χριστιανική διδασκαλία αντιπροσωπεύει την Εκκλησία, την καλοσύνη, την ντροπαλοσύνη. Επομένως, σύμφωνα και με την ερμηνευτική προσέγγιση του φιλολόγου Πάνου Βασιλείου, «το μοτίβο του "κυνηγιού του ελαφιού" συμβολίζει την επίπονη και, πολλές φορές, άστοχη επιδίωξη του ανθρώπου για κατάκτηση της αρετής».


Το Δέντρο: Μετά το ανεπιτυχές κυνήγι της ελαφίνας, ο αφηγητής βρίσκεται σ' ένα λιβάδι όπου υπάρχει ένα θαυμάσιο δέντρο. Η πρώτη συνειρμική σκέψη που μας έρχεται στο νου είναι το δέντρο του καλού και του κακού, που ήταν στο κέντρο του χαμένου παραδείσου – άλλωστε και το δάσος στο οποίο κυνηγά ο αφηγητής άνετα παραπέμπει στις ειδυλλιακές περιγραφές του παραδείσου που έχουμε ακούσει κατά καιρούς. Πέραν τούτου, όμως, θα μπορούσε να είναι και το δέντρο της ζωής στο οποίο υπάρχουν κάθε λογής απολαύσεις έτοιμες να τις γευτεί ο άνθρωπος.


Τα Πουλιά: Στα κλαδιά του δέντρου υπάρχουν πουλιά που κελαηδούν χαρούμενα. Τα πετούμενα του ουρανού συμβολίζουν την ελευθερία, τον έρωτα, αλλά και τις σαρκικές απολαύσεις, τους πολλούς ερωτικούς συντρόφους και τον άσβηστο πόθο για ερωτικές περιπέτειες, που μπορεί να είναι πολλές στη ζωή ενός ανθρώπου.


Οι Μέλισσες – το Μέλι: Στο δέντρο υπάρχει και ένα μελίσσι γεμάτο με γλυκό, άγριο μέλι. Ο αφηγητής αψηφώντας τις μέλισσες που τον τσιμπούν συνεχώς επιδίδεται στην αχόρταγη βρώση της Θείας λιχουδιάς. Σαφώς το μέλι συμβολίζει τις υλικές απολαύσεις, ενώ οι μέλισσες είναι πιθανότατα τα εμπόδια, οι κοινωνικές συμβάσεις που αποτρέπουν τον άνθρωπο από το να χαρεί στον επίγειο ηδονικό κόσμο. Ως γνωστόν οι μέλισσες θεωρούνται ζώα παρθενικά, εργατικά, ταγμένα στην τάξη και το καθήκον, υπερασπίστριες των ηθικών αξιών.


Οι Ποντικοί: Οι δύο ποντικοί, ο άσπρος και ο μαύρος που ροκανίζουν τον κορμό του δέντρου συμβολίζουν τη μέρα και τη νύχτα. Οι ποντικοί αυτοί απεικονίζονται σ' έναν ζωγραφικό πίνακα του Jacopo del Sellaio, καθώς και στο βυζαντινό μυθιστόρημα Βαρλαάμ και Ιωάσαφ.


Ο Δράκος: Ο Αρτεμίδωρος ο Δαλδιανός στα Ονειροκριτικά του γράφει: «Ο δράκος στο όνειρο αντιπροσωπεύει τον κυβερνήτη, τον Μέγα Κύριο ή οποιοδήποτε πρόσωπο με εξουσία». Επιπλέον, ο δράκοντας παραπέμπει στον όφι που εξαπάτησε την Εύα και είχε ως αποτέλεσμα τον διωγμό του ανθρώπου από τον παράδεισο. Στον Απόκοπο, φαίνεται να συμβολίζει τον θάνατο, ο οποίος είναι αναμφισβήτητα εξουσιαστής του κόσμου τούτου, αφού καταβροχθίζει κάθε ζωντανό πλάσμα.


Ο Κάτω Κόσμος: Ο αφηγητής, αφού εισέλθει στο στόμα του δράκοντα, καταλήγει στο εσωτερικό της γης, στο κόσμο των νεκρών. Θα περιμέναμε –μιας και το έργο είναι μεσαιωνικό– η μετά θάνατον ζωή να σχετίζεται με τις χριστιανικές δοξασίες, κατά τις οποίες ο Άδης έχει νικηθεί και ο άνθρωπος απολαμβάνει τη μακαριότητα της μεταθανάτιας ζωής. Αντιθέτως, η περιγραφή παραπέμπει στις αρχαιοελληνικές και νεοελληνικές δοξασίες περί θανάτου (όπως παρουσιάζονται στα δημοτικά τραγούδια). Όπως σημειώνει και ο Στυλιανός Αλεξίου: «Ο Άδης του είναι ο νεοελληνικός Άδης, δηλαδή απλή άρνηση των εννοιών της ζωής, της μέρας και της νύχτας, του χρόνου, του ήλιου και της ομορφιάς. Για τον Μπεργανδή ο θάνατος δεν είναι τόσο η διάλυση του φυσικού οργανισμού, όσο η απόλυτη απουσία από τη ζωή και από τη μνήμη. Αυτή την έννοια έχει και η επιμονή του στο θέμα της λήθης των νεκρών. Όπως για τον ελληνικό λαό γενικά, έτσι και για τον ποιητή του Απόκοπου, ο νεκρός δεν είναι το παραδεδομένο στη σήψη πτώμα, αλλά ένας ήσκιος. Οι δυο νέοι που συναντά ο αφηγητής στον Άδη, εξακολουθούν και εκεί να είναι "νέων σκιές", σκιές που θυμούνται και που θέλουν να τις θυμούνται». Έτσι λοιπόν κυριαρχούν το σκότος, οι δαιμονικές μορφές, οι σκιές, η θλίψη και οι αναμνήσεις του πρότερου βίου. Η επίγεια ζωή με τις χαρές και τις απολαύσεις της εξυμνείται, ενώ η μετάβαση στον Άδη παρουσιάζεται τραγική. Θα λέγαμε ότι στο σημείο αυτό το όνειρο εξελίσσεται σε εφιάλτη.


ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΤΗΣ ΓΗΣ

Η παραμονή του αφηγητή στο βασίλειο των νεκρών θυμίζει την κατάβαση του Οδυσσέα, αλλά και του Αινεία στον Κάτω Κόσμο. Θυμίζει ακόμη τις θεωρίες περί πυλών στο εσωτερικό της γης, οι οποίες οδηγούσαν σε παράξενα και άγνωστα μέρη. Είναι άλλωστε γνωστές οι τελετές που γίνονταν σε τέτοιες περιοχές και οι οποίες –χωρίς βεβαίως να γνωρίζουμε τίποτα με βεβαιότητα– μυούσαν τους υποψηφίους σε γνώσεις και μυστήρια άφατα. Φαίνεται λοιπόν ότι ο Μπεργανδής γνώριζε (άμεσα ή έμμεσα από μεταγενέστερες αναφορές σε αυτά) όλο αυτό το γραμματειακό και μυστικιστικό παρελθόν και γι' αυτό το εκμεταλλεύεται στο έργο του.


Όσον αφορά το περιστατικό του θανάτου των δυο αδελφών που πλησιάζουν τον αφηγητή και του λένε την ιστορία τους, παρουσιάζει ομοιότητες με το αντίστοιχο περιστατικό του θανάτου του Παλίνουρου στην Αινειάδα του Βιργιλίου και την κατάβασή τους στον Κάτω Κόσμο (τόσο ο Παλίνουρος, όσο και τα δυο αδέλφια χάνονται σε ναυάγιο). Ενώ οι δαιμονικές μορφές που περιγράφονται να φυλούν τον Άδη («…και εις ώραν ολιγούτσικην πέντε διά μιας εσώσαν / κι έρικταν εκ το στόμα τους πύρινον έξω γλώσσαν, / αρματωμένοι, πτερωτοί, αγριώτατοι και μαύροι, / κι είχαν την όψιν άσχημον, μαύρην ωσάν σινάβριν. / Πόδια κι ανύχια και πτερά σαν νυχτερίδας είχαν / και άγρια μας ελάλησαν, θρασέα μας εσυντύχαν) προσομοιάζουν με τους δαίμονες που κατοικούν στον αρχαιοελληνικό Άδη και οι οποίες οδηγούν τις ψυχές για να δικαστούν.


Τέλος, αξίζει να σταθούμε και σε μιαν άλλη διάσταση του κειμένου, τη σατιρική. Όταν οι νεκροί ρωτούν τον αφηγητή αν οι γυναίκες και οι μάνες τους τούς θυμούνται ακόμα, εκείνος δεν διστάζει να στραφεί εναντίον των χηρών και των παπάδων. Λέει, λοιπόν, ότι οι χήρες είτε ξεχνούν γρήγορα τους νεκρούς συζύγους τους και παντρεύονται άλλους, είτε σκορπούν όλη την περιουσία των αντρών τους κάνοντας δωρεές στην Εκκλησία, παρασυρόμενες από τις προτροπές των παπάδων. Οι μόνες γυναίκες που εξυμνούνται για την αρετή τους είναι οι μητέρες των νεκρών που κρατούν τη θύμησή τους ζωντανή.
ΠΗΓΉ  http://teachingreek.blogspot.com/

Παραθέτω πιό κάτω ολόκληρο το κείμενο του Μπεργανδή
 Ο Μπεργαδής (Bragadin) ανήκε σ' εξελληνισμένην οικογένεια Βενετών του Ρεθύμνου. Γεννήθηκε στη Κρήτη τέλη 15ου αιώνα και πέθανε μες στον 16ο, άγνωστο πότε. Για τη ζωή του δε ξέρουμε σχεδόν τίποτε άλλο. O Van Gemert μεταθέτει τον Μπεργαδή προς το δεύτερο μισό του 15ου αι. και προτείνει να ταυτιστεί με κάποιο Petrus Bergadhin, ένα δεύτερης γενιάς βενετοκρητικό ευγενή, κάτοικο του Χάνδακα και μικρό φεουδάρχη, που 'χει εξελληνίσει το επώνυμό του ήδη από Bragadin(o)/Bregadin(o) σε Bergadhin/Μπεργαδής. Είναι ο μόνος Bergadhin που μαρτυρείται τον 15ο αιώνα στον Χάνδακα και στο Ρέθυμνο. Ο κλάδος του Ρεθύμνου διατηρούσε τον βενετικό τύπο του επώνυμου Bragadin(o). Οι μαρτυρίες που διαθέτουμε γι' αυτόν χρονολογούνται από το 1463 μέχρι και το 1495. Το 1502 έχει πια πεθάνει.
     Έγραψε το ποίημα "Απόκοπος" (ξεκούραση), που εκτείνεται σε 558 ομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους. Ο ποιητής περιγράφει ένα ταξίδι στον 'Αδη και σατιρίζει όσους ξεχνούνε τους νεκρούς τους, καυτηριάζει επίσης τους καλόγηρους για τη πλεονεξία τους. Το διδακτικό αυτό ποίημα θυμίζει τη "Νέκυια" του Ομήρου, καθώς και τη "Κόλαση" του Δάντη. Εκδόθηκε 3 φορές μες στον 16ο αι.: το 1529, το 1534 και το 1543.
     Στο ποίημα αυτό διηγείται ότι στ' όνειρό του κυνήγησε ένα ελάφι (ψυχαναλυτικό σύμβολο του ερωτικού πόθου), ανέβηκε σ' ένα δέντρο (το δέντρο της ζωής) και πως έμεινε ώρες εκεί τρώγοντας μέλι από μια κυψέλη (η γλύκα της ζωής). Όλο αυτό το διάστημα δύο ποντικοί, ένας άσπρος κι ένας μαύρος (η συνεχής εναλλαγή μέρας και νύχτας), ροκάνιζαν το δέντρο μέχρι που αυτό έπεσε κάτω. Ο αφηγητής καταλήγει στο στόμα του Δράκου-'Αδη, χωρίς σαφή διάκριση Παράδεισου και Κόλασης (όπως ο νεοελληνικός 'Αδης των δημοτικών τραγουδιών). Αρχίζει εκεί διάλογος με νεκρούς που καταλήγει σε φυγή του επισκέπτη προς τον απάνω κόσμο.
     Ο Μπεργαδής έχει συλλάβει με σπάνια ένταση το παροδικό φαινόμενο της ζωής και στο σκοτεινό κόσμο της ανυπαρξίας αντιπαραθέτει τη μαγευτική ομορφιά του φυσικού κόσμου και την ανυποψίαστη γοητεία της ανθρώπινης καθημερινότητας.

πηγή peri-grafis.com
===============

Mιάν αποκόπου 'νύσταξα, να κοιμηθώ εθυμήθην·
ήθεκα0 στο κλινάρι μου κ' ύπνον απεκοιμήθην.
Eφάνισθή μου κ' έτρεχα 'ς λιβάδιν ωραιωμένον,
φαρίν1 εκαβαλλίκευγα σελλοχαλινωμένον·
κ' είχα στην ζώσιν μου σπαθίν, στο χέρι μου κοντάριν,                          5
ζωσμένος ήμουν άρματα, σαγίττες και δοξάριν·
κ' εφάνη με οκ' έδιωχνα με θράσος ελαφίνα·
ώραις εκοντοστένετον κ' ώρες με βιάν εκίνα.
Προυνόν του τρέχειν ήρχισα τάχα να βάλω χέρα
έτρεχα ώστε κ' ετζάκισεν το σταύρωμα ημέρα2·                                  10
κ' ευθύς από τα μάτια μου εχάθηκεν το λάφιν
και πώς και πότ' εχάθηκεν εξαπορώ το γράφειν.
Λοιπόν το τρέχειν όπαυσα3 ούτως και το σπουδάζειν
και το ξετρέχειν τ' άπιαστον4 και το φαρίν κολάζειν·
κι αγαλιγάλι επήγαινα, σιγά-σιγά περπάτου'                                        15
τον κόσμον εξενίζουμουν5, τ' άνθη και τα καλά του.
Kαι προς την δείλην έσωσα στου λιβαδιού την μέσην
κ' ηύρα δενδρόν εξαίρετον κ' ωρέχθην του πεζεύσειν.
Επεύζευσα εις το δενδρόν κ' έδεσα τ' άλογόν μου
και τ' άρματα εξεζώστηκα, θέτω τα στο πλευρόν μου.                          20
O τόπος, όπου επέζευσα, λέγω εκεί όπου εστάθη',
ήτον του λιβαδιού οφαλός6 κ' ήτον γεμάτος άνθη.
Tο δένδρον ήτον τρυφερόν κ' είχεν πυκνά τα φύλλα,
είχεν και σύγκαρπον ανθόν και μυρισμένα μήλα.
Kαι μυριαρίφνητα7 πουλιά στο δέντρον φωλεμένα                               25
κατά την φύσιν και σκοπόν ελάλειν το καθένα.
K' από τα κάλλη του δενδρού, την ηδονήν του τόπου
και των πουλιών την μελωδιάν κ' ολημερνού του κόπου,
ως από βιάς ηκούμπησα τού περί ανασάνω
και στοχαζόμην το δενδρόν εις την κορφήν επάνω.                              30
K' εφάνη μου είδα εκάθετον μελίσσιν φωλεμένον
κ' είχε το μέλι σύγκερον8, πολύν και συνθεμένον.
Eυθύς τ' ανέβην ώρμησα και την τροφήν ωρέχθην
και το μελίσσι με θυμόν από μακρά μ' εδέχθην.
Λοιπόν ανέβην στο δενδρόν με βιάν πολλήν και κόπον                           35
κ' όπου ήβλεπα την μέλισσαν, εκάθιζα στον τόπον.
Ήπλωσα, ηπιάσα εκ το κερίν κ' έφαγ' από το μέλι
κ' είπε μου μέσα ο λογισμός: -"Δώσ' της ψυχής τό θέλει".
Έτρωγα, ουκ εχόρταινα, ήρπουν και πάντα επείνουν
κ' ως πεινασμένος εις το φαν ύστερα πάλ' εκίνουν9.                             40
K' η μέλισσα ουκ έπαυεν πάντα να με δοξεύη10και το δενδρόν αρχίνησεν, ως οίδα, να σαλεύη,
να συχνοτρέμη, να χαλά, να δείχνη κάτω νά'ρθη
κ' εγώ το φαν εσκότωσα11α κ' από του φόβου επάρθην.
Kαι στοχαζόμην το δενδρόν, τους κλώνους του τριγύρου                       45
και πάλιν μέσα το 'βλεπα, τις τό'σειεν11β εσυντήρουν.
Kαι δυο, μ' εφάνην, ποντικοί το δένδρον εγυρίζαν,
άσπρος και μαύρος, με σπουδήν του 'γλύφασιν την ρίζαν.
Eις τόσον το κατέφεραν και έκλινε να πέση,
όθεν η ρίζα την κορφήν εκέλευσε να θέση12.                                       50
K' εγώ το 'δειν ετρόμαξα, να καταιβώ εβιάσθην,
αλλ' ως μελίσσιν εις το φαν, έμεινα 'κεί κ' επιάσθην.
Kαι το δενδρόν, οπού ήλπιζα να στέκετ' εις λιβάδιν,
ήτον εις φρούδιν13 εγκρεμνού14 κ' εις σκοτεινόν πηγάδιν·
κ' ως έκλινεν, μ' εφαίνετον, τον εγκρεμόν εζήτα                                   55
κ' η μέρα πάντ' ωλίγαινεν και σίμονεν η νύκτα.
K' απήτης την απαντοχήν15 της σωτηριάς μου εχάσα,
όθεν εις τέλος έμελλε να καταντήσω επιάσα16.
Kαι δράκοντ' είδα φοβερόν στου πηγαδιού τον πάτον
κ' έχασκεν και μ' ακαρτερεί πότε να πέσω κάτω.                                   60
Λοιπόν το δένδρον έπεσε κ' εγώ με ταύτο επήγα
και τα πουλιά επετάξασιν κ' η μέλισσαις εφύγα
κ' εφάνη μ' εκατήντησα στου δράκοντος το στόμα
κ' εμπήκα εις μνήμα σκοτεινόν, εις γην κ' ανήλιον χώμα.
K' εκεί, όπου κατήντησα, στον σκοτεινόν τον τόπον,                            65
όχλον μ' εφάνην κ' ήκουσα και ταραχήν ανθρώπων,
δια τό'μπα μου17 να μάχωνται, δια 'μένα να λαλούσι
κ' εδόθη λόγος μέσα τους να πέμψουσι να δούσι
τις εις τον άδην έσωσε18α, τις ταραχήν αφήκε
και τις την πόρταν ήνοιξε δίχως βουλήν εμπήκε.                                 70
Kαι δυό μ' εφάνην κ' ήλθασι μαύροι κ' αραχνιασμένοι,
ως νέων σκιά και χαραγή18β, μυριοθορυβουμένοι.
Kλιτά μ' εχαιρετήσασιν, ήμερα μ' εσυντύχα,
κ' εγώ εκ του φόβου επάρθηκα, τί αποκριθήν ουκ είχα.
Λέγουν μου: "Πόθεν κ' από πού; Tίς είσαι; Tί γυρεύεις;                       75
Kαι δίχως πρόβοδον19 εδώ στο σκότος πώς οδεύεις;
Πώς εκαταίβης σύψυχος, συζώντανος πώς ήλθες
και πάλιν στην πατρίδα σου πώς να στραφής εκείθες20α;
Oπού στον άδην καταιβή ου δύναται διαγύρειν20β·
μόνε21 η νεκρανάστασις 'μπορεί να ανεγείρη.                                     80
Tα χνώτα σου22 μυρίζουσι και τα λινά σου23 λάμπου',
ναπές24 λιβάδιν έτρεχες και μονοπάτι κάμπου,
από τον κόσμον έρχεσαι, των ζωντανών την χώραν.
Eιπέ μας αν κρατή ουρανός κ' αν στέκη ο κόσμος τώρα·
αστράπτ', ειπέ μας ή βροντά καν συννεφιά και βρέχη                          85
κ' ο Iορδάνης ποταμός αν κυματή και τρέχη·
κ' αν ήναι κήποι και δενδρά, πουλιά να κηλαδούσι
και αν μυρίζουν τα βουνά και τα δενδρά αν ανθούσι.
Αν είν' λιβάδια δροσερά, φυσά γλυκύς αέρας,
λάμπουσιν τ' άστρα τ' ουρανού κ' αυγερινός αστέρας;                         90
Kαι αν σημαίνουν η εκκλησιαίς να ψάλλουν οι παπάδαις,
κ' αν γείρνουνται25 με την αυγήν ν' άφτουσι ταις λαμπάδαις.
Παιδιά και αν περιμαζώνουνται νέοι το καλοκαίριν,
και να περνούν ταις γειτονιαίς κρατώντ' από το χέριν26
και μετά πόθου την αυγήν να παρατραγουδούσι                                  95
και σιγανά να περπατούν, με τάξιν να περνούσι;
Γίνουνται γάμοι και χαραίς, παράταξαις και σκόλαις27;
Φιλοτιμούντ' οι λυγεραίς τάχα και χαίροντ' όλες;
Τον κόσμον τονε διάβαινες, ταις χώραις, ταις επέρνας,
οι ζωντανοί, οπού χαίρουνται, αν μας θυμούντ' ειπέ μας·                   100
Ειπέ μας, θλίβουνται δια μας ή κόπτουνται καμπόσον;
Σαν ότε μας εθάψασι τάχα λυπούνται τόσον;
Bαστάς μαντάτα και χαρτιά, παρηγοριαίς θλιμμένων
εδώ στον άδην τον πικρόν και τον ασβολωμένον;
Aνάγνωσέ μας τα χαρτιά και 'πε μας τα μαντάτα                                105
κ' είτι στον άδην έχομεν, δος μας τ' αυτά και να τα28".
K' εις πάσα λόγον έκλαιγαν, εις πάσα δυο στενάζαν:
"Σκόρπισε, χώμαν άλαλον· άνοιξε, γης", εκράζαν·
"κ' η πόρταις του άδ' ας χαλαστούν να πέσουν η κατίναις29α,
να 'μπη το δρόσος τ' ουρανού, να μπουν του ηλιού η ακτίναις.              110
Nα 'δή ο εις τον άλλον μας, λίγη φωτιά ας προβάλη,
αν έχουν οι νιοί την όψιν τους κ' η λυγεραίς τα κάλλη.
K' αν το σαββάτον βιάζουνται απ' ώρας29β να σχολάσουν,
να μπαίνουσιν εις το λουτρόν, να βγαίνουσιν, ν' αλλάσσουν
και το ταχύ την κυριακήν την όψιν τους να νίβγουν                             115
και σχολινά να βάνουσι, στην εκκλησιά παγαίνουν·
κ' αν μετά βάιων και μαντιών30 η αρχόντισσαις γυρίζουν
κ' ως από μόσχου και λουτρού περνώντας να μυρίζουν.
Nά'χουν η αρχόντισσαις αυλαίς, παλάτια και τρικλίνους
κ' αν ήναι θάρρος εις αυτούς κ' υπερηψιά31 σ' εκείνους,                     120
να σύρνουσιν υποταγαίς32, στους κάμπους να τεντώνουν
και με ιεράκια και σκυλιά περδίκια να ζυγώνουν.
K' αν προτιμεύγουν33 γέροντες μικροί και 'κοδεσπόταις,
ωσάν επροτιμεύγουνται όνταν34 εζούμαν τότες".
Ηυρά τους πώς εκοίτοντα και πώς αναστενάζαν                                 125
κ' ο κόσμος πώς πορεύεται να τους ειπώ με 'βιάζαν
κ' ωσάν ψυχοπονέθηκα και κάμποσον 'λυπήθην,
κ' ο κόσμος πώς πορεύεται να τους ειπώ 'θυμήθην.
Eίπά τους: "Ο ουρανός κρατεί κ' ο κόσμος πάλιν στέκει·
εκ τά θυμάσαι35 τίποτας ουκ έκλειψεν απ'έκει.                                  130
Ανθεί, καρπίζει, γεωργεί, φυτρόνει και μυρίζει,
χρόνος ο δωδεκάμηνος, ωσάν τροχός γυρίζει.
Άλλοι τον κόσμον χαίρουνται κ' εσάς ουδέν θυμούνται
κ' άλλους οι πόνοι δαπανούν, για λόγου σας λυπούνται".
Λέγουν με: "Aυτοί, οπού χαίρουνται, έχουν εδώ μοιράδιν36,               135
εκ τούς εθάψαν37 εις την γην κ' εβάλαν εις τον άδην";
"Αυτοί", λέγω, "Oπού χαίρουνται, αυτού38 μοιράδιν έχουν,
αλλ' απολησμονήσαν τους και απ' αυτούς απέχουν·
με άλλους τον βιόν τους χαίρουνται κ' αυτούς ελησμονήσαν,
να είπες39 ουκ είδαν τους ποτέ, ουδέ στον κόσμον ήσαν".                      140
K' αναστενάξαν κ' είπασιν: "Η νιαίς, οπού 'χηρέψαν,
τάχα στεφάνιν δεύτερον να βάλουν εγυρέψαν;
Ή μαύρα ράσα εβάλασιν και τον σταυρόν φορούσι
κ' εις μοναστήρια κάθουνται, δια 'μάς παρακαλούσι;
Mη μας το κρύψης, 'πε μας το, πώς είναι, πώς δηγούνται40,                   145
ή μ' άλλους τώρα χαίρουνται κ' εμάς ουδέν θυμούνται";
K' ως είδα τόσον κόπτονται και βιάζονται να μάθουν,
εσίγησα τ' αποκριθήν, και κόπτοντα μη πάθουν,
ακουόντα τα γινόμενα, μη τους πληθύνουν πόνοι·
είπέ μου μέσα ο λογισμός, τούτο δικά41 και σώνει42.                          150
Έπήρα σχήμα σιωπής κ' έσεισα το κεφάλιν
κ' ομπρός-οπίσω 'γύρισα μη μ' ερωτήσουν πάλιν.
K' εκείνοι πάλιν προς εμέ αρχήθεν εγυρίσαν
και προς το πρώτο 'ρώτημαν πάλιν μ' ανερωτήσαν:
"Tί καρτερείς τ' αποκριθήν; άνθρωπ', απηλογίσου·                             155
εις τά πονούμεν πόνεσε, στά πάσχομεν λυπήσου".
Kαι κάπου αποκρίθην τους, είπά τους: "Tί 'ρωτάτε;
Kαι τί με βιάζετε να 'πω τά ξεύρω και μισάτε43;
Hξεύρετε τι γίνεται· μόνον εδώ ουκ εφάνη.
Φίλον ουκ έχει οπού ταφή, αλλ' ουδ' οπού 'ποθάνη.                            160
Λέγει το κ' η παραβολή αλήθια κ' όχι ψώμα44:
Ουαί τον βάλουν εις την γην και τον σκεπάση χώμα".
Λέγω τους, "Προς απόκρισιν τάχα δείχνω σας τούτο.
Αν δε σας σώνη, να σας 'πώ τό, τέτοιο και τοσούτον,
πολλά ν' αναστενάξετε, να μυριολυπηθήτε                                       165
κ' ως εξ ανάγκης και σπουδής στον άδην να στραφήτε.
Όμως, ως μ' ερωτήσετε, θέλω σας τ' αναφέρει,
στον κόσμον πώς πορεύεται του καθενός το ταίρι45.
Τινές οπού 'χηρέψασιν, αλλών46 χείλη φιλούσιν,
άλλους περιλαμβάνουσιν κ' εσάς καταλαλούσιν.                                170
Στολίζουν τους τα ρούχα σας, στρώνουν τους τα λινά σας,
κ' έχουν και λόγον μέσα τους μη λέγουν τ' όνομά σας.
Kαι τον εζήσασιν καιρόν με την εσάς ομάδαν47
εφάνην τους ουκ έζησαν ημέραν ή εβδομάδαν.
Zώντάς σας ελογίζονταν άλλους, τους αγαπούσαν·                            175
να λείψετε 'σπουδάζασιν, να 'βγήτε 'πιθυμούσαν·
κ' απήν48 εσάς εθάψασιν και τάχα μαύρα 'βάλα',
εδυσφορήσαν απ' αυτά κ' έκαμαν πάλιν άλλα.
Κ' απ' εντροπής εδείχνουσι δάκρυα πικρά να χύνουν
και τότε 'λέγαν μέσα τους μ' αλλόν άντρα να μείνουν.                         180
Aλήθεια, μέρος απ' αυταίς εδείξαν να χηρέψουν,
να κάτσουν εις τα σκοτεινά, άντρα να μη γυρέψουν·
κ' εις ολιγούτσικον καιρόν εβγήκαν να γυρίζουν
και να ξετρέχουν εκκλησιαίς, τον βιον σας να χαρίζουν.
Bαστούν κεριά και πατερμούς49, φορούν πλατειούς αμπάδες50,           185
αποτρομούν51 και ρίχτουσιν52 αγιάσμα 'σάν παπάδες.
K' από ταις έξη ή ταις επτά, πάσα εορτή και σκόλη,
απρίν53 σφαλίσουν η εκκλησιαίς κ' απρίν μισέψουν όλοι,
τα μνήματά σας διασκελούν κ' απάνω σας διαβαίνουν,
με τους παπάδες ταπεινά, κρυφά να συντυχαίνουν54·                           190
Τα ευαγγέλια να 'ρωτούν, συχνά να ουτουμίζουν55,
με το ένα 'μάτιν να γελούν, με τ' άλλο να 'γκανίζουν56α.
Ούτως τον κόσμον φεύγοντα, μισώντα την ομάδαν
κ' εις μοναστήρια διάγοντα πιάνονται στην βροχάδα.
Άλλαις με το διαβατικόν, άλλαις με ολίγον βρώμα,                                195
και με την νυκτοσυνοδιάν κομπόνουνται στο στρώμα.
Mα όσαις πονούν από καρδιάν κ' αληθινά χηρέψαν,
κάθουνται εις τα σκοτεινά, άντρα δεν εγυρέψαν.
Aπέχουσιν ταις εκκλησιαίς, μισούν τα μοναστήρια
και φρικτομανταλόνουνται, φράσσουν τα παραθύρια·                          200
Έχουν τον λογισμόν παπάν, τον νουν εξαγοράρην56β,
του κόσμου της συκοφαντιάς φεύγουσι, το γομάριν.
Tα όρνια πώς μαζώνουνται ελάχετε στο βρώμα,
κ' οπίσω του σταλάγησουν57 ως φαμελιά στο δώμα;
Ούτως εκεί μαζώνουνταν εις αύταις οι πατέρες                                   205
και εξ ανάγκης κάμνουσιν ταις νύκταις τους ημέραις.
Nα ταις κινήσουν πολεμούν, να ταις 'ξεβγάλουν πάσχουν58
ακούσετέ το τί λαλούν και τ' είναι το διδάσκουν:
"Kεράτζω59, τί σε ωφελά να κάθεσαι στο σπίτιν
και νά'σαι εις τα σκοτεινά, 'σαν όρνιθα στην κοίτην;                           210
Kερά, καταίβα εκ τα 'ψηλά, καταίβα εκ τ' ανώγια
και πήγαινε στην εκκλησιάν, ν' ακούς Θεού τα λόγια.
Tον βιον, οπού σου βρίσκεται, πράγματα, τά60 φυλάσσεις,
απόθεσέ τα εις εκκλησιαίς, και σύντομα ν' αγιάσης!
Mη σε πλανέση συγγενής, φίλος μη σε κομπώση61!                             215
Xαρά, οπού βάλ' εις εκκλησιαίς62 κ' έχει πτωχού να δώση".
Aλλ' αστοχούν ως το πουλίν, τό63 λέγουν κουφολούπην64,
'πού, αν αστοχήση εις το πουλίν, αρπά στουππιά τουλούπην.
Eις αύτα να κολάζουνται μόνον τον κόπον έχουν,
κ' ως φράροι65 με ξυλόποδα έξε ζωνάτοι τρέχουν66".                          220
Ήκουσαν τα γινόμενα, εμάθαν τά 'ρωτούσαν
και μυριοαναστενάξασιν εις τα φρικτά τά νοούσαν.
K' αλλήλως εσυντύχασιν, τάχα κουρφά67 απ' εμένα,
πάλιν να μ' ερωτήσουσιν, ως ήκουσα τον ένα.
K' ο άλλος τους αρχίνησε μάλλον ν' ανατριχώνη·                                  225
λέγειν αυτό ανήγγειλε, τούτο δικά και σώνει.
K' εκείνοι πάλιν προς εμέ: "Mηδέ μας τ' ονειδίσης68,
αν δεύτερο ερωτήσωμεν· ειπέ μας το, αν ορίσης,
πώς υπομένουν το λοιπόν οι άθλιαις μας μανάδες
λυπούνται υιοί τους να θωρούν ύπανδραις ταις νυφάδαις                      230
και πώς στέκουν τα σπίτια τους δίχως την ελικιάν69α τους
και να θωρούν τα ρούχα τους δίχως την ομιλιάν τους";
"Aντάμα", λέγω τους, "με 'σάς εχάσασιν το φως τους,
ουδέ θωρούν τα γίνονται, ουδέ ψηφούν το βιόν τους.
Aναστενάζουν ογιά69β σας, για λόγου σας λυπούνται,                             235
τον κόσμον λησμονήσασιν κ' εσάς μόνο 'θυμούνται".
K' απήτης70α τους εσύντυχα κ' απήτ' αποκριθήκαν,
εποίκαν70β σχήμα σιωπής και το ερωτάν αφήκαν.
K' αναστενάξαν κ' είπασιν ω! κάτι καταλόγιν70γ,
κ' αθηβολήν71α πολύθλιβον κ' έμοιαζεν μοιρολόγιν.                                     240
Άκουσε τ' είναι τό λαλούν και τί τό τραγουδούσαν
και πώς, όσον το 'λέγασιν, δακρυών ουκ εφυρούσαν71β.
"Xριστέ, να 'ράγη72 το πλακί, να 'σκόρπισεν το χώμα,
να ώφθησαν73 οι ταπεινοί από τ' ανήλιον στρώμα!
Nα γύρισεν η όψι μας, να 'στράφην η ελικιά μας,                               245
να 'λάλησεν η γλώσσα μας, ν' ακούσθην η ομιλιά μας!
Στον κόσμον να 'πατούσαμεν, στην γην να περπατούμαν
και να καβαλλικεύγαμεν, γεράκια να βαστούμαν74
και πριν εμάς να 'σώσασιν75 στους οίκους τα ζαγάρια76,
να δόθην λόγος κ' έρχουνται οι λείποντες καθάρια77,                          250
να είδαμεν τίς να ξέβηκεν στην συναπάντησίν μας
και τις να μας εδέχθηκεν στην πόρταν της αυλής μας·
Αν κατ' αλήθειαν εύρωμεν όρκους, τούς μας ελέγαν:
Mα τον ουράνιον βασιλεά, τον ποιητήν τον μέγαν,
αν έπαιρνεν κ' αντάλλαμαν, αντισηκών'78 ο Xάρος,                                    255
ψυχήν, σώμα για λόγου σας να 'δώκαμεν με θάρρος".
K' ήτις79 με λόγια θλιβερά, με πικραμμένο σχήμα
και με τ' αναστενάγματα και των δακρυών το χύμα,
τον βιον μας αφεντέψασιν κ' άλλων τον εχαρίσαν,
και μ' άλλους χαίρουνται αυτού κ' ημάς αλησμονήσαν.                               260
Oυαί! τους έθλιψεν λοιπόν των γυναικών το θάρρος80,
διατί στον άδην τους πετά συζώντανους ο Xάρος.
K' οπού τα δάκρυα τους ψηφά81, τα λόγια τους πιστεύει,
αγρίμια εις λίμνην κυνηγά κ' εις τα βουνιά ψαρεύει.
Γιατί, όντα δείχνει και πονεί, τότες αναγαλλιάζει·                              265
την εντροπήν της 'πιθυμά κ' εις το κακό σπουδάζει.
Mε το ένα μάτι μας γελά, με τ' άλλο αναδακρυόνει·
το δάκρυο δείχνει και πονεί, το γέλοιο πως κομπόνει.
Φίλον, τόν δείχνει και πονεί, γοργόν82 τον εξοδιάζει
και παίρνει φόλαν για σολδίν83, καλά και δεν το ξάζει.                         270
K' από την φόλα σημαδιάν, απ' αύτον αγκωνάριν
κ' αν εύρη πράκταις και καιρόν, περνά το κιντινάριν84".
K' απήτης τα κατέμαθαν, εμυριαναστενάξαν,
εχαμηλώσαν την φωνήν και τον σκοπόν αλλάξαν·
κ' εθέκασιν το μάγουλον, ως είδα, στην παλάμην                                275
κ' ετρέχασιν τα δάκρυα τους ως τρέχει το ποτάμιν.
K' ως είδα εγώ την λύπην τους, τήν έδειξαν, οπίσω85,
μ' έδοξεν τότε ο λογισμός να τους αναρωτήσω·
λέγω τους: "Πόθεν κ' από πού και τούτο πώς ομάδην86
και πότες εκατέβητε και τί καιρόν στον άδην";                                   280
Aκουόντα87 μου το ερώτημα κάτω στην γην εβλέψαν
εκλάψαν και το βλέμμα τους πάλ' εις εμέν το στρέψαν.
"Αυτό", λέγουν: "το ρώτημα, πλέον μην το 'ρωτήσης,
μη μας πληθύνη ο κίνδυνος σίγησ', ανέν κ' ορίσης88".
Kαι μετ' ολίγον απ' αυτούς εις επαρηγορήθην                                 285
και τάχα εστράφην προς εμέ κ' ήτις89 απηλογήθην:
"Λοιπόν, απήν το ρώτησες, θέλω σου τ' αναγγείλει
ως εξ ανάγκης αποδά90 με τα πικρά τα χείλη.
Mεσ' από την πατρίδα μας κατ' ευγενειάν κρατούμεν91,
και ποιάν πατρίδ' αν ερωτάς, δεύτερον να σου 'πούμεν.                   290
Eμάς είν' η πατρίδα μας, οπού 'ναι το λογάριν92:
Ως από φύσιν και λουτρού εγεύγοντα το ψάριν93.
Tόπος άγριος, αδιάβατος και των πουλιών το δάσος,
εκεί εδείχθην 'περηψιά94 και πλήθυνεν το θράσος
κ' όπου του κόσμου την στρατιάν ενίκησεν το πάληον95                   295
κ' όπου του κόσμου αφέντεψεν το μερτικόν το κάλλιον.
Ήτον καθρέπτης τ' ουρανού, ήτον του κόσμου εικόνα
κ' ωσάν τα ζάρια έβανεν, τα έξη 'κράτειν τό'να96.
Ήτον η κρίσις της σοφιάς, της βασιλειάς φεγγάριν,
μάνα της πλουσιότητος και της στρατιάς ιππάριν97.                          300
Ήτον αντίθετον σκαμνίν της βασιλειάς της Pώμης98
και την αλαζονειάς αγγειόν και της διπλής της γνώμης.
Eις αύτην ο πατέρας μας ήτον στην πόλιν πρώτος,
να φέγγη ως ήλιος το πουρνόν κ' ως φέγγος εις το σκότος.
Eίχαμεν πρώτην αδελφήν οκάπου99 παντρευμένην,                               305
μακρά από την πατρίδα μας από καιρού σταλμένην·
Έδοξεν του πατέρα μας εις αύτην να μας στείλη,
να συγχαρούμεν μετ' αυτήν ως αδελφοί και φίλοι.
Kαι κάτεργον100α από σκαρί ώρισε ν' αρματώσουν,
να το κοσμήσουν σύντομα, ρόγαν100β διπλήν να δώσουν.                       310
Tα παλληκάρια εφέρνασιν, ομπρός του τους εστένα101
κ' έπαιρνεν εκ τους τρεις τους δυό κ' από τους δυό τον ένα.
Kαι απήτης το ευτρέπισεν απ' άρματα και πλούτη
και πολεμάρχους κ' άρχοντες κ' απ' αφεντιάν τοσούτη,
αυτός εσέβη μετ' εμάς κ' ημείς μ' αυτόν αντάμα                               315
κ' ωρέχθην102 την οικονομιάν ως ώμορφόν τι πράγμα.
Kαι τότ' εγονατίσαμεν, ως ώρισεν, ομπρός του
κ' όλους εμάς εις προσευχήν εκίνησεν ατός του
Δια λόγου μας εκόπτετον, μόνον δι' ημάς εβιάσθην103
κ' είπεν: "Eσέν παρακαλώ, γης κ' ουρανού τον πλάστην,                  320
καλά να παν, καλά να 'ρθούν, καλά να διαγύρου104
κ' εις το τραπέζιν μου καλά να τους ιδώ τριγύρου".
K' αφότου μας ευχήθηκεν, εδάκρυσεν κ' εξέβην
και τον υπόλοιπον λαόν τότ' ώρισεν κ' εσέβην·
κ' έδειξεν με το χέριν του τότε να σηκωθούμεν                                325
και την οδόν του δρόμου μας σύντομα να κρατούμεν.
Πάραυτ' ο κόμης105 ώρμησεν κ' ήρχισε να ορίση
τοις έξωθεν παραγιαλιάν106 να λύσουν το πλωρήσιν107.
K' εδώκασιν τα βούκινα108 και τα παιγνίδια 'παίξαν
κ' οι ναύταις εκαθίσασιν ως οίδαν και 'διαλέξαν.                                 330
Tο σίδερον109 εσήκωσαν, τότ' ελασιάν εστρώσαν110
κ' έκαμε βόλταν λάμνοντας111 κ' έσωσεν εις την Φόσαν112.
Πριν ν' αποχαιρετίσουσιν, όλοι φωνήν εσύραν
και της οδού το θέλημα εκ την κεφαλήν113 επήραν.
Λοιπόν του δρόμου την οδόν επήραμεν και τότες,                            335
ο νους μας εκλονίζετο, το στρέμμα114 να 'ναι πότες·
κ' ο λογισμός εκόπτετον και εις κακόν εκίνα·
τον θάνατον την ξενιτειάν ο νους μας επρομήνα.
Tρεις ώρες ουν ετρέχαμεν κ' εχάθηκεν το κάστρον
κ' εις άλλην μιαν εσπέρωσεν115 κ' εφάνην πρώτον άστρον·                  340
κ' έδειξεν τότ' εξαστεριά ομοιώς κ' ευδιά μεγάλη.
Η νύκτα εκαλοφόρεσεν, τό δεν επήκεν116 άλλη.
Tα παλληκάρια ηγάλλουντα117 όλοι καλοφορούσαν
και μετά πότου και χαράς τον δρόμον εκρατούσαν.
Eκεί προς το μεσάνυκτον η 'ξαστεριά εσκοτίσθην,                          345
οι άνεμοι εταράχθησαν κ' η θάλασσα βρουχίσθην118.
Εσυχνοβρόντα κ' ήστραπτεν κ' η συννεφιά πονάτον119·
πώς να προσφέρη κίνδυνον τότες οικονομάτον120.
K' ως της σφαγής το πρόβατον εις του σφακτή το χέριν
κείτεται δίχ' απαντοχής121 και βλέπει το μαχαίριν,                              350
ούτως ημείς τον θάνατον ομπρός μας εθωρούμεν,
στον άδην να καταίβωμεν ως θαρρετά 'κρατούμεν122,
διατί τα κύματ' ήρχονταν ενάντιον του ανέμου
κ' οι ναύταις εφοβήθησαν κ' ηρχίσασι να τρέμου'.
K' ευθύς καθούριν έσωσεν123 με τη βροντήν και χιόνιν                                355
κ' άμα τω σώσειν124 ήρπαξεν τ' αριστερόν τιμόνιν,
τότε το ξύλον έπεσεν στ' αριστερόν επάγην125
κ' επήκεν126 κτύπον φοβερόν κ' ως έδοξεν ερράγην.
Kαι δεύτερον μας έσωσε127 κύμα με το καθούριν
και το νερόν τ' αμέτρητον μας έκαμεν κιβούριν128.                                  360
Hύρε μας περιλαμποστούς129 και σφικταγκαλιασμένους,
η του θανάτου συμφορά κ' άπειρα λυπημένους·
κ' εις τον βυθόν μας έρριξεν αγκαλιαστούς ομάδην
κ' ο Xάρος μας εδέχθηκεν σύμψυχους εις τον άδην.
Kαι τ' άλλον τότε του λαού130 ουκ οίδαμεν τι εγένη,                            365
αμή 'χωρίσθημεν ημείς κ' αυτοί από 'μας ως ξένοι.
Ήμουν εγώ είκοσι χρονών κ' αυτός λίγο πλειοτέριν
κ' ομάδης 'στεφανώθημεν κ' είχεν καθείς το 'ταίριν·
Δια τούτο μας εδόθηκεν αντάμα να ταφούμεν
κ' αντάμα να γυρίζωμεν και να συμπερπατούμεν.                           370
K' εμείς στον άδην σώνοντας, σώνει131 κ' η αδελφή μας
κ' εβάσταν βρέφος κ' ήρχετον και το στραφείν κ' ιδή μας,
εσκόλασεν το βιάζετον132, έπαυσεν το σπουδάζειν
και βλέποντας το ουκ ήλπιζεν ήρχισε να θαυμάζη,
πώς εις τον άδην έβλεπεν τούς133 ήξευρεν κ' εζούσαν                         375
Το πως τον κόσμον έχασαν τους είδεν κ' επονούσαν.
Kαι μετά τούτον τον σκοπόν134 έστεκεν κ' εσυντήρα
και δυσπιστά να μη εξαργή και να πιστεύγη μοίρα.
Kαι κάπου επιστώθηκεν κ' είδεν κ' εγνώρισέ μας
κ' απήτης μας εγνώρισεν, ήρθεν κ' εσίμωσέ135 μας                           380
και τον καθ' ένα ήρπαξε με πόνον κ' αγκαλιάσθην
κ' έπειτα στο τραχήλι μας ύστερ' αποκρεμάσθην
και με τα δάκρυα εκίνησεν την όψιν μας να κλίνη
κ' είπε μας εξενίζοντα136: "Tάχα και νά'σθ' εκείνοι,
τούς137 είχα 'μάτια κ' έβλεπα, τους είχα φως κ' εθώρουν,                  385
εντιμοτάτους έβλεπα, λαμπράν στολήν εφόρουν".
Έκλαιεν εκείνη εις μιαν μεριάν κ' ημείς όμοιως εις άλλην
και με τα δάκρυα εσύντυχεν κ' ερώτησέ μας πάλιν:
"Πότε τό βλέπω εγίνετο; Πώς τό θωρώ εσυνέβη;138
Kαι πώς η τύχη ενάντιο σας να σβύση 'συγκατέβη";                            390
Kαι διάηκεν139 ώρα περισσή να της αποκριθούμεν,
εις ό,τι μας ερώτησεν καταλεπτώς να 'πούμεν·
και τότ' απηλογήθημεν μετά δακρυών και πόνου
κ' είπαμεν τό μας ήφερεν η συμφορά του χρόνου·
πώς της θάλασσου ο κίνδυνος, πώς η φορά τ' ανέμου                      395
στον άδην μας απέσωσεν140 δίχως αιτίαν πολέμου.
"Ερχόντας τότες εις εσέ με πόθον να σε δούμεν
με τους πατρός μας την ευχή και πάλιν να στραφούμεν,
η ευχή κατάρα εγίνηκεν κ' η προσευχή του βάρος
και θάνατος ο δρόμος μας και το ταξείδιν Xάρος.                              400
Kαι τούτον πότ' εγίνετον λέγω μικρόν σημάδιν:
ακόμη από τα ρούχα μας βλέπεις υγρά μοιράδιν141".
Aκουόντα μου το 'ρωτημα, έκλαιγεν κ' εθρηνάτον
κ' είπεν: "Ουαί τοίς καρτερεί το δολερόν μαντάτον,
οπού στον άδην έπεψαν μιαν νύκτα, μιαν εσπέραν                           405
τούς είχασιν παρηγοριάν, υιούς και θυγατέραν!
Tον Xάρον τους εσπείρασι, θάνατον εθερίσαν,
κόπους, τούς αγωνίζοντα142, άλλων τους εχαρίσαν.
Aνθός ήτον η δόξα τους, λουλούδιν η χαρά των,
δια ταύτα ο ήλιος ήφερεν το δολερόν μαντάτον.                              410
Στα χιόνια εθεμελιώσασιν κ' εις το νερόν εκτίσαν·
τώραν τα χιόνια ελύσασιν και τα νερά 'σκορπίσαν.
Tό θεμελιώσαν έπεσεν, τό έκτισαν ερράγην143
και η καρδιά τους με σπαθίν δίστομον τώρα εσφάγην.
H τύχη το δοξάριν της ενάντιον το 'κωκιάσεν144                                415
κ' ευκαίρωσε την σπούδαν της, ώστ' οπού τους εφτιάσεν145.
Mε την καρδιάν τους έκαμεν σημάδι του τοξότη
κ' έρριξεν ταις σαγίταις της απ' ύστερην ως πρώτην146,
κ' απ' όλαις μια δεν έσφαλεν, όλους επλήγωσέν τους,
πού να τοις δώση ουκ είχε πλια147, διατί εθανάτωσέν τους".              420
K' απήτης εθρηνήσαμεν κ' εκλάψαμεν ομάδην,
τότε την ερωτήσαμεν: "Kαι συ πότε στον άδην;"
Ακούοντά μας το 'ρώτημαν έκλαψεν κ' ελυπήθην
κ' αφότου εστράφην προς εμάς, ήτις απηλογήθην:
"Kοίτοντα στο κρεββάτιν μου μυριοθορυβουμένη,                                425
οκτώ μηνών, μ' εφαίνετον, ήμουν εγγαστρωμένη,
εφάνη μου στον ύπνον μου καί τινες μ' ελαλήσαν
και λέγουν μου: "Τί κάθεσαι; T' αδέλφια σου 'βουλήσαν!"
Eυθύς τα εντός μου επέσασιν και συγκοπή μ' εσέβη
κ' επήγεν κάτω το παιδίν κ' άνω η ψυχή μου εξέβη.                         430
K' ήτις ο Xάρος μ' έδωκε θάνατον εις την γέννα·
ομοίως το βρέφος, τό βαστώ, ήρπασεν μετά μένα·
από τον κόσμον μ' έδωκαν μόνον αυτό μοιράδιν,
τάχα να 'πάρω άνεσιν και συνοδιάν 'στον άδην.
Kαι δα στα ξημερώματα έσωσεν υπηρέτης                                             435
και προς αυτήν εσίμωσεν κ' εσύντυχεν εδέτης:
"Aπάντι χώρισε απ' αυτούς και πλέον μην αργώσης148
έμπα στου Xάρου την αυλή και τό χρωστείς, να δώσης".
Kαι εις ώραν ολιγούτσικην πέντε δια μιας εσώσαν
κ' έρρικταν149 εκ το στόμαν τους πύρινον έξω γλώσσαν,                         440
αρματωμένοι, πτερωτοί, αγριώτατοι και μαύροι
κ' είχαν την όψιν άσχημην, μαύρην ωσάν σιναύρι'·
πόδια και νύχια και πτερά 'σαν νυκτερίδας είχαν
και αγάλια μας ωμίλησαν, ταύτα μας εσυντύχαν.
Kαι προς το τέλος είπαν με: "Tάχα θαρρώ, άκουσές τα·                           445
είπα σου τα γινόμενα κ' όλα κατέμαθές τα.
K' εις τό με βιάζεις να σε 'πω, τούτο πότες εγένη,
λανθάνομ' από τον καιρόν κ' από τον νουν μου 'βγαίνει,
διατί στον άδην τον πικρόν ήλιος ουκ ανατέλλει
ουδέ το φέγγος του ουρανού το ξέλαμπρόν του στέλλει.                         450
Xρόνος εδώ ου γίνεται, ημέρα ου χωρίζει,
αλλά το σκότος τ' άμετρον τρέχει κ' ομπρός τενίζει150".
K' απήτης μ' εδηγήθηκεν, εσίμωσε κ' εστάθη
κ' ως έδειξεν, εδέχετον δια να του πω, να μάθη.

(...) ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ...

Στην μέσην τους δεν δύνονται ζωνάριν να βαστάζουν                             455
εδώ δεν είναι αλλαγαίς την σκόλην δια ν' αλλάζουν.
Το χώμα που επάτησαν έναι στην κεφαλήν τους
και κάτω στα ποδάρια τους έπεσεν το μαλλίν τους.
Τα μάτια τους εσβέσασιν τα ωραιοπλουμισμένα,
το χώμα τα εσκέπασεν κ' είναι κατακλεισμένα.                                       460
Τον κόσμον πλέον δεν θωρούν ωσάν τον εθωρούσαν,
όντεν εζούσαν οι πτωχοί κ' εδώ πολλά 'παινούσαν.
Η όψι τους η άμορφος κάποτ' ήτον λουσμένη,
τώρα 'φαγώθηκεν στην γην κ' είναι πολλά βλαμμένη.
Η γλώσσα τους η ελεεινή δεν 'μπόρει να λαλήση                                    465
ως για να 'πη το δίκηο της και να το ομιλήση.
Τα χέρια τους δεν δύνονται απάνω να σηκώσουν.
ουδέ να τα μαζώξουσιν, ουδέ να τα 'ξαπλώσουν,
τον Θεό τους να δοξάζουσι με την ταπεινοσύνη,
για ναύρη η ψυχούλα τους μικράν ελεημοσύνη.                                       470
Τα πόδια τους τα όμορφα, τώρα στον άδην είναι
και τρώγονται καθημερόν, αλλοί151, κρίμαν 'που είναι!
Και να περπάτησαν ποτέ και να επηλαλήσαν,
τώρα οπούναι εις την γην, σκώληκες τα μυρίσαν.
Τα χείλη κατεμαύρισαν κ' εκόπην η λαλιά τους.                                     475
Η κεφαλή τους 'σχίσθηκεν κ' επέσαν τα μυαλά τους.
Τούτο σε λέγομεν να 'πης δίχως τα πιττάκιά152 μας.
Τον άμετρόν μας τον βλαμμόν τον έχουν τα κορμιά μας.
Αν λάχη να πονέσουσι και να μας λυπηθούσι,
να ξεζαρώσ' η χέρα153 τους και να μας θυμηθούσι.                                    480
Δια τούτο σε παρακαλώ, βλέπε, μη λησμονήσης,
να πας αύριο στο σπίτι μας και να τους ομιλήσης.
Ειπέ και ταις γυναίκαις μας, ειπέ και των παιδιών μας,
να δώσουσιν πολλών πτωχών ακόμη από το βιός μας.
Να πέψουσι σταις φυλακαίς ψωμίν, κρασίν και στάριν,                                 485
διά να 'χωμεν κ' ημείς πολλήν ή ολίγην χάριν.
Ας πιάσουν την διάταξιν, την έποικα στον κόσμον
και δεν αφήκα κανενός, πλην των παιδιών μου μόνον,
θαρρώντας ο κακότυχος να ποίσουν ως για μένα154,
γιατί όταν ήμουν ζωντανός κακά 'χα καμωμένα.                                           490
Δια τούτο σε παρακαλώ, πάλιν, μη λησμονήσης,
να πας, ως είπα, σπίτι μας και να τους ομιλήσης".
Και προς εμέν εστράφησαν πάλιν να μ' ερωτήσουν,                         
του κόσμου τα εντάλματα κατά λεπτόν ν' ακούσουν.
Mη δύνοντα το αποκριθήν και παράαναμένειν155,                                      495
δια το σπουδάζειν του στραφήν156 κ' εις την φωτίαν εβγαίνειν:    
"Κ' έχετε πλειόν ερώτημα; Mέλλω στραφήν" τους είπα.
Λέγουν: "Μικρό καρτέρησε νά'ρθουν κ' αυτοί, οπού λείπα,           
μήπως και θέλουσιν κ' αυτοί κάτι να παραγγείλουν
κ' από τον άδην τον πικρόν πιττάκια δια να στείλουν".                                 500
Aλλήλους εσυντύχασιν157 κ' εις απ' αυτούς εστράφην                                 
κ' εκοντοπήδα με σπουδήν, ως πολεμά το 'λάφιν.
K' εις ώραν ολιγούτσικην βλέπω φουσάτον κ' ήρθεν·     
δεν είχεν μέτρος τό'βλεπα κ' ήρχετον απ' εκείθεν·
εκεί 'δα νιούς και λυγεραίς, άνδραις και παλληκάρια                                     505
και πολεμάρχους με σπαθιά γυμνά, δίχως φηκάρια158,                 
και σκορπισμένους άρχονταις πεζούς και καβαλάρους,
νά'χουν μ' αυτούς υποταγαίς, ρήτοραις και νοτάρους159.          
Είδα διακόνους κ' εκκλησιαίς, 'πισκόπους και παπάδαις
κ' εις τον παστόν160 ανδρόγυνα, γαμπρούς με ταις νυφάδαις.                      510
Eίδα κ' εφέρασιν σκαμνιά, να κάτσουν οι νοτάροι·                     
κονδύλι εκράτειν ο καθείς, χαρτίν και καλαμάρι·
κ' είχεν καθείς τριγύρου του φουσάτον161 να τον βιάζη·         
άλλος πιττάκια να ζητά, άλλος χαρτί να κράζη·
"Σήμερ' αποστολάτορας162 μισεύγει, να λαλούσι,                                       515
βιάζουν πολλά, (μηδέν αργής), ογιά να τον βαστούσι".                   
K' υγρά πιττάκια από σπουδής εκ τους γραφιάς163 επαίρναν·
άλλοι έβλεπα τα 'βούλλωναν κ' άλλοι ανοικτά τα φέρναν.
Tόσον με καταπείσασιν πιττάκια να με δώσουν,
οκ'164 έφριξα θωρώντα τους κ' ετράπην πριν να σώσουν.                           520
Όλοι τα χέρια 'σήκωσαν και προς εμέ θωρούσαν:
"Έπαρ' πιττάκια", εκράζασιν, "βάστα χαρτιά", λαλούσαν·
"κ' ως από λόγου μας γραφαίς αυταίς βάστα μετέ σου165
από τον άδην τον πικρόν και βλέπε μη σου πέσου.
Λάλησε κ' από λόγου σου· ειπέ τους πονεμένους:                                      525
Tους εις τον άδην έχετε από καιρόν θαμμένους,                                   
τον ουρανόν στερεύγουνται166, τον ήλιον δεν θωρούσιν,
το χώμαν έχουν σάβανον, την γην στολήν φορούσιν.
Στεφάνιν ότι 'φόρεσαν από μερτιάν και δάφνην
τώρα της γης τον κορνιακτόν167 έχουν οδιά στεφάνιν                               530
εσάς πάλιν παρακαλώ ως τε οπού να ζήτε
κάμνετε δια τον Χριστόν αυτού που πορπατείτε
οδιά να ευρήτε εύρεμαν δίχως κανέναν κόπον
εκεί οπού θέλετε υπάν168 με βίαν πολλήν και κόπον.
Μη σε πλανέση συγγενής, γυναίκα ή παιδίν σου                                         535
να τους αφήσης τίποτας δώσης για την ψυχήν σου.
Αμέ169 χαρά στον άνθρωπο οπού με χέρια φθάνει
κ' ανοίγει το σακκούλιν του και δίδει πριν 'ποθάνη.                          
Εσφικτοκλείδονα καλά, πτωχός ουδέν ετόλμα
να με ζητήση τίποτας  ν' αναχασκήση στόμα,                                            540
διατί εκατέχασιν καλά, την είδησιν την είχα,
δεν εσιμόνασιν ποτέ, ουδ' όρεξιν δεν είχα.
Αμέ κράτουν κ' εμάζωνα και θύμησιν δεν είχα
δια την ψυχήν την ταπεινήν να δώσω 'λίγην ψίχα.
Όποιος ελπίζει οπίσω του δια την διάταξίν170 του                                      545
να δώσουσιν τινές πτωχών, κομπόνει171 την ψυχήν του.
Διότι ουδέν χρήζουσιν ουδέ ποσώς ψηφούσιν172,
αμέ να τρων, να πίνουσιν, τον βιόν τους να κρατούσιν.
Να τον κρατούσι σφαλιστόν με δυό με τρείς κατίναις,
φλουριά, δηνέρια173 και πτερά με ταις χρυσαίς κουρτίναις.                        550
Μόνον να λογαριάζουσιν οκαί174 να τα πληθύνουν
και θύμησιν δεν έχουσιν αυτών οπού τ αφίνουν.
Ναπές175 ουκ είδαν τους ποτέ, ουδέ μ' αυτούς εφάγαν,
ουδ' εγευτήκασιν ποτέ, ομάδην δ' είχαν φάβαν176.
Δεν έχω πλέον να σου 'πω να πης των πονεμένων,                                     555
ειμή χαιρετισμούς πολλούς εκ των πολλά βλαμμένων.                         
Δόξα Πατρί και τω Υιώ και Πνεύματι Αγίω,
τω ποιητή μου και Θεό και πλάστη Παναγίω.                                              558
                         Αμήν!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου