Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011

ΚΕΛΤΕΣ Μέρος ΣΤ΄ ΙΡΛΑΝΔΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ[Φυλές,μάχες,γεγονότα και πρόσωπα]

ΦΟΜΟΡΙΑΝ
Στην ιρλανδική μυθολογία, οι Φομόριαν (ιρλ. Fomóiri ή Fomóraig) ήταν μια φυλή ημίθεων γιγάντων, που κατοικούσαν στην Ιρλανδία κατά την αρχαιότητα. Πολλοί πιστεύουν ότι αντιπροσωπεύουν τους θεούς του χάους και της άγριας φύσης, σε αντίθεση με τους Τουάθα ντε Ντανάν, που αποτελούν τους θεούς του ανθρώπινου πολιτισμού.

Ο θρύλος

Ο Παρθόλον κι οι ακόλουθοί του θεωρούνται οι πρώτοι που εισέβαλαν στην Ιρλανδία μετά τον κατακλυσμό, αλλά οι Φομόριαν βρίσκονταν ήδη εκεί. Υπάρχει μια παράδοση που λέει ότι οι Φομόριαν, οδηγούμενοι από τον Cíocal, είχαν φτάσει διακόσια χρόνια νωρίτερα στην περιοχή και ζούσαν κυρίως από το κυνήγι και την αλιεία, πριν τον Παρθόλον, που έφερε το άροτρο και την κτηνοτροφία. Μπορεί κάτι τέτοιο να αποτελεί μνήμη από πολύ παλαιότερα χρόνια, όταν οι κυνηγοί της Μεσολιθικής εποχής παραχωρούσαν τη θέση τους στους αγρότες της νεολιθικής περιόδου. Ο Παρθόλον νίκησε τον Cíocal στη μάχη της Mag Ithe, αλλά ο λαός του αργότερα πέθανε από πανούκλα.
Αργότερα έφτασε ο Νέμεντ κι οι ακόλουθοί του, που σκότωσαν τους παλαιούς αρχηγούς των Φομόριαν. Ωστόσο, δυο νέοι αρχηγοί ξεπήδησαν: ο Κόναντ, γιος του Φάμπαρ, που ζούσε στη Νήσο Τόρι, στην κομητεία του Ντόνεγκαλ, κι ο Μορκ. Μετά το θάνατο του Νέμεντ, ο Κόναντ κι ο Μορκ υποδούλωσαν το λαό του, αλλά ο γιος του, Fergus Lethderg, μάζεψε στρατό 60.000 ανθρώπων και τους επιτέθηκε. Ακολούθησε μεγάλη σφαγή και από τις δυο πλευρές. Η θάλασσα φούσκωσε και μεγάλα κύματα έπνιξαν τους περισσότερους από τους διασωθέντες. Από το λαό του Νέμεντ σώθηκαν μονάχα τριάντα άνθρωποι, που ξέφυγαν μέσα σε ένα πλοίο και διασκορπίστηκαν σε άλλα μέρη του κόσμου.

 Φομόριαν και Τουάθα ντε Ντανάν

Μετά την Πρώτη Μάχη της Μόι Τούραχ, όπου ο βασιλιάς Νουάντου έχασε το χέρι του, βασιλιάς των Τουάθα ντε Ντανάν και της Ιρλανδίας ανακηρύχτηκε ο Μπρες, που ήταν γιος της Ερίου των Τουάθα ντε Ντανάν και του Έλαθαν των Φομόριαν. Ο Μπρες όμως αποδείχτηκε τύραννος, αφού ανάγκασε τους Τουάθα ντε Ντανάν να δουλεύουν σαν σκλάβοι για τους Φομόριαν. Έχασε την εξουσία του κι αναπληρώθηκε από τον Νουάντα, όταν σατιρίστηκε για την παραμέληση των βασιλικών καθηκόντων του σχετικά με τη φιλοξενία.
Ο Μπρες έτρεξε στον πατέρα του Έλαθαν για βοήθεια, αλλά εκείνος αρνήθηκε, οπότε στράφηκε στον πολεμοχαρή Μπάλορ, που ζούσε στη Νήσο Τόρι, και έφτιαξε στρατό. Ωστόσο, και οι Τουάθα ντε Ντανάν ετοιμάζονται για πόλεμο με επικεφαλής τον Λουγ, γιος του Κίαν των Τουάθα ντε Ντανάν και της Έθνι, κόρης του Μπάλορ των Φομόριαν. Στη Δεύτερη Μάχη της Μόι Τούραχ, ο βασιλιάς Νουάντα σκοτώνεται από τον Μπάλορ, αλλά ο ίδιος βρίσκει το θάνατο από τον εγγονό του, Λουγ.

 Ετυμολογία

Η ονομασία "Φομόριαν" πιστεύεται ότι προέρχεται από τη φράση "fo muire" (ιρλ. faoi muire), "κάτω απ' τη θάλασσα". Το γεγονός αυτό, συν τη συσχέτιση των Φομόριαν με κρυστάλλινους πύργους στα δυτικά του ωκεανού, δείχνει ότι μπορεί να συνδέονται με παγόβουνα. Ωστόσο, η ρίζα "mór" μπορεί να έχει την ερμηνεία "τρόμος", όπως υπάρχει ακόμα στην αγγλική λέξη για τον εφιάλτη (αγγλ. nightmare).
ΤΟΥΑΘΑ ΝΤΕ ΝΤΑΝΑΝ
Οι Τουάθα ντε Ντανάν (ιρλ. Tuatha Dé Danann), "τα παιδιά της θεάς Ντάνου", ήταν οι πέμπτοι σε σειρά κάτοικοι της Ιρλανδίας, σύμφωνα με το Βιβλίο των Εισβολών (Lebor Gabála Érenn). Οι θεότητες αυτές είχαν τελειοποιήσει τη χρήση της μαγείας και αρχικά ζούσαν στα "νησιά της Δύσης". Ταξίδεψαν όμως μέσα σε ένα μεγάλο σύννεφο κι έφτασαν στην Ιρλανδία, όπου και εγκαταστάθηκαν.

 Ο θρύλος

Λίγο μετά την άφιξή τους, με αρχηγό το βασιλιά Νουάντα νίκησαν τους Firbolg στην Πρώτη Μάχη της Μόι Τούραχ (Magh Tuireadh). Ο Νουάντα έχασε το χέρι του στη μάχη, κι έτσι, εφόσον δεν ήταν αρτιμελής, δεν μπορούσε να παραμείνει βασιλιάς και στο θρόνο ανέβηκε ο Μπρες, που είχε καταγωγή και από τους Φομόριαν, ο οποίος όμως εξελίχτηκε σε τύραννος. Ο Ντίαν Κεχτ έφτιαξε ένα νέο ασημένιο χέρι στο Νουάντα κι έτσι αυτός επανήλθε στο θρόνο.
Στη Δεύτερη Μάχη της Μόι Τούραχ πολέμησαν και νίκησαν τους Φομόριαν, μια φυλή γιγάντων που ζούσε στην Ιρλανδία. Ο βασιλιάς Νουάντα σκοτώθηκε από το φονικό μάτι του βασιλιά Μπάλορ των Φομόριαν, τον Μπάλορ όμως σκότωσε τελικά ο Λουγ, που ανακηρύχτηκε βασιλιάς. Με τους Φομόριαν οι Τουάθα ντε Ντανάν έδρασαν πιο ήπια απ' ότι προηγουμένως: τους παραχώρησαν την επαρχία του Κόνναχτ, ενώ υπήρξαν και κάποιοι γάμοι μεταξύ των δυο φυλών.
Αργότερα, οι Τουάθα ντε Ντανάν εκδιώχθηκαν στον υπόγειο κόσμο από τους Μιλέσιους, λαό που προερχόταν από το βορειοδυτικό τμήμα της Ιβηρικής Χερσονήσου. Ακόμα ζουν εκεί ως αόρατα πλάσματα και είναι γνωστοί ως Aes sidhe.
Σημαντικοί θεοί των Τουάθα ντε Ντανάν είναι ο Ντάγκντα, η Μπρίγκιντ, ο Νουάντου, ο Λουγ, ο Ντίαν Κεχτ, ο Όγκμα κι ο Λιρ. Η θεά Ντάνου ταυτίζεται επίσης με την ουαλική θεότητα Don.

 Οι Τέσσερις Θησαυροί των Τουάθα ντε Ντανάν

Οι Τουάθα ντε Ντανάν έφεραν μαζί τους στην Ιρλανδία τέσσερις μαγικούς θησαυρούς:
ΜΟΙ ΤΟΥΡΑΧ
.
  • Η ΕΠΙΔΡΟΜΗ ΤΟΥ ΚΟΥΛΕΪ
  • Η Επιδρομή του Κούλεϊ (ιρλ. Táin Bó Cúailnge) είναι η κεντρική ιστορία στον Κύκλο του Όλστερ, έναν από τους κύκλους της ιρλανδικής μυθολογίας.
    Πρόκειται για τον πόλεμο μεταξύ Κόνναχτ και Όλστερ. Όταν η βασίλισσα του Κόνναχτ, Μάεβ, ανακάλυψε ότι ο σύζυγός της, Έιλιλ, είχε μεγαλύτερη περιουσία από εκείνη μόλις κατά ένα ταύρο, τον λευκό ταύρο Φίνμπεναχ, ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τον ιδιοκτήτη του καστανού ταύρου Ντον Κουάιλνε, από την περιοχή του Κούλεϊ του Όλστερ, Ντάιρε μακ Φιάχνα, ώστε να της δανείσει τον ταύρο του. Αν και οι συζητήσεις οδήγησαν σε συμφωνία μεταξύ του ιδιοκτήτη του ταύρου και της βασίλισσας, ο Ντάιρε έμαθε φήμες πως η Μάεβ θα αποκτούσε τον ταύρο είτε τηρώντας την συμφωνία τους, είτε όχι. Για τον λόγο αυτό, αρνείται την προσφορά και κρύβει το ζώο. Η Μάεβ αποφασίζει τότε να εισβάλει στο Όλστερ και να αρπάξει τον ταύρο, αρχίζοντας έτσι έναν πόλεμο μεταξύ των δύο περιοχών. Ενάντια στη Μάεβ και τον Έιλιλ αντιτάσσεται ο ήρωας Κουχούλιν, ο οποίος είναι ο μόνος που έχει γλιτώσει από την κατάρα της θεάς Μάχα και είναι ικανός για μάχη, και προσπαθεί να υπερασπιστεί το Όλστερ.
    Πριν από την κρίσημη μάχη στο Γκάραχ, στην οποία ο Κουχούλιν νικά την Μάεβ και την αναγκάζει να παραδωθεί, ο ταύρος Ντον Κουάιλνε εισβάλει στο Κόνναχτ. Εκεί τον αντιλαμβάνεται ο Φίνμπεναχ, ο οποίος ξεκινά μια μυθική μάχη με τον εισβολέα ταύρο. Οι δύο ταύροι παλεύουν και τελικά ο Ντον Κουάιλνε σκοτώνει τον Φίνμπεναχ, αλλά αργότερα πεθαίνει από την εξάντληση.
    Η ιστορία διασώθηκε σε δύο κύριες εκδοχές. Η παλαιότερη είναι αυτή που περιέχεται σε δύο διαφορετικά χειρόγραφα, στο Leabhar na hUidre, που συντάχθηκε στο μοναστήρι του Κλονμακνόις στο τέλος του 11ου με αρχές του 12ου αιώνα, (βιβλίο που αποτελεί και το αρχαιότερο σωζόμενο κείμενο στα Ιρλανδικά) και στο Κίτρινο Βιβλίο του Λέκαν του 14ου αιώνα. Η δεύτερη κύρια εκδοχή είναι αυτή του βιβλίου του Λένστερ, του 1160. Στη δεύτερη εκδοχή του, η ιστορία της Επιδρομής έχει την πιο ολοκληρωμένη της μορφή. Η παλαιότερη εκδοχή των δύο πρώτων χειρογράφων πιθανολογείται πως βασίστηκε σε χαμένα χειρόγραφα του 8ου, ή ίσως και παλαιότερων αιώνων
ΚΟΝΟΡ ΜΑΚ ΝΕΣΣΑ
  • Στην ιρλανδική μυθολογία, και πιο συγκεκριμένα στον Κύκλο του Όλστερ, ο Κόνορ μακ Νέσσα (ιρλ. Conchobhar) ήταν βασιλιάς του Όλστερ. Πατέρας του ήταν είτε ο δρυΐδης Κάθμπαντ είτε ο Fachtna Fáthach, Βασιλιάς της Ιρλανδίας κι εραστής της Νες. Η μητέρα του, Νες, τελικά παντρεύτηκε το Φέργκους και του στέρησε το θρόνο του Όλστερ για να τον δώσει στον ίδιο, αν και ο Φέργκους τελικά περισσότερο ικανοποιημένος ήταν που υπηρετούσε σαν πολεμιστής παρά σαν άρχοντας.
    Ο Κόνορ ήταν παρών στη γέννηση της Ντέιρντρε κι άκουσε την προφητεία που έλεγε ότι θα γεννιόταν πανέμορφη, αλλά θα έφερνε πόλεμο και καταστροφή. Αποφάσισε λοιπόν να τη μεγαλώσει εκείνος σε απομόνωση κι όταν θα έφτανε σε ηλικία γάμου, θα την παντρευόταν. Η Ντέιρντρε όμως ερωτεύτηκε το νεαρό ανιψιό του Κόνορ, Νάσι, και το 'σκασε μαζί με αυτόν και τα δυο αδέρφια του στη Σκωτία. Ο Κόνορ όμως αργότερα τους εντόπισε κι έστειλε το Φέργκους να τους εγγυηθεί ότι μπορούσαν να γυρίσουν πίσω ασφαλείς. Ωστόσο, έστησε ενέδρα στο Φέργκους κι έβαλε τους στρατιώτες του να σκοτώσουν το Νάσι και τ' αδέρφια του, ενώ ο Φέργκους, έξω φρενών από την προδοσία του, αυτοεξορίστηκε στο Κόνναχτ, στον Έιλιλ και τη Μάεβ.
    Ανιψιός του Κόνορ ήταν ο μεγάλος ήρωας του Όλστερ, Κουχούλιν
ΚΟΥΧΟΥΛΙΝ
  • Στην ιρλανδική μυθολογία, ο Κουχούλιν (ιρλ. Cú Chulainn), γνωστός κι ως Σετάντα στην παιδική του ηλικία, είναι ο επιφανέστερος ήρωας του Όλστερ στον Κύκλο του Όλστερ. Μητέρα του ήταν η Ντεχτίνε, αδερφή του βασιλιά Κόνορ μακ Νέσσα, και πατέρας του ο Σουάλταμ, σύζυγος της Ντεχτίνε, ή ο θεός Λουγ των Τουάθα ντε Ντανάν. Ωστόσο, ανατράφηκε από τον Φέργκους.

     

    Υπεροχή στη μάχη

    Ο Κουχούλιν ήταν σχεδόν αήττητος στη μάχη χάρη στο δόρυ του και την πολεμική του μανία, που θυμίζει τους Σκανδιναβούς Berserkers. Η τρέλα αυτή έκανε το δέρμα του να αλλάζει. Οι μύες του φούσκωναν σε μέγεθος όσο το κεφάλι ενός μωρού. Μια μαύρη δηλητηριώδης ομίχλη σηκωνόταν πάνω από το κεφάλι του κι ανoιγόκλεινε τα σαγόνια του με τόση δύναμη που μπορούσε να σκοτώσει και λιοντάρι. Όταν βρισκόταν σε αυτή τη λυσσασμένη κατάσταση, δεν ξεχώριζε φίλο ή εχθρό και σκότωνε όποιον βρισκόταν κοντά του.
    Μια ιστορία από τη Νήσο Μαν έρχεται να διεκδικήσει την πηγή αυτής της μανίας. Σύμφωνα με την ιστορία, ο Κουχούλιν έφτασε στο Νησί για να φτιάξει το δόρυ του ένας διάσημος σιδηρουργός, με αντάλλαγμα μέρος της γης που θα κατακτούσε. Όσο περίμενε, ανακάλυψε και αιχμαλώτισε μια γοργόνα, ένα πλάσμα της θάλασσας, η οποία του ζήτησε να την ελευθερώσει, με αντάλλαγμα την ικανότητα να την καλεί για βοήθεια στη μάχη. Πράγματι, όταν ο Κουχούλιν ζήτησε τη βοήθειά της σε μια μάχη, μια μεγάλη δύναμη μπήκε μέσα του και σκότωνε τους αντιπάλους του σαν "στάχυα στον κάμπο".

     Τα παιδικά χρόνια του Κουχούλιν

    Σύμφωνα με το θρύλο, ο Κουχούλιν γεννήθηκε στο Νιογκρέιντζ, το μεγαλύτερο από τα νεολιθικά μνημεία της Ιρλανδίας. Μεγάλωσε στο Όλστερ και αρχικά ονομαζόταν Σετάντα, μέχρι που σκότωσε το μαντρόσκυλο του σιδερά Κούλαν και κέρδισε το προσωνύμιο Κουχούλιν ("Το λαγωνικό του Κούλαν"). Πήρε όπλα σε ηλικία επτά ετών, όταν άκουσε το δρυΐδη Κάθμπαντ να προφητεύει πως όποιος έπαιρνε όπλα εκείνη την ημέρα θα κέρδιζε αιώνια δόξα, αλλά η ζωή του θα ήταν σύντομη. Γι' αυτό το λόγο πολλοί συγκρίνουν τον Κουχούλιν με τον Αχιλλέα της ελληνικής μυθολογίας.

     Η Έμερ και η εκπαίδευση του Κουχούλιν

    Ο Κουχούλιν ήταν τόσο όμορφος που οι κάτοικοι του Όλστερ φοβήθηκαν ότι δίχως δική του γυναίκα θα έκλεβε τις γυναίκες τους και τις κόρες τους. Σε όλη την Ιρλανδία έψαξαν για μια ταιριαστή σύζυγο, αλλά εκείνος ήθελε μονάχα την Έμερ, κόρη του Φόργκαλ. Ο Φόργκαλ όμως ήταν αντίθετος και πρότεινε να εκπαιδευτεί ο Κουχούλιν με την πολεμίστρια Σκάθαχ στη Σκωτία, ελπίζοντας ότι η δοκιμασία θα ήταν αρκετά σκληρή και θα σκοτωνόταν. Ο Κουχούλιν δέχτηκε την πρόκληση κι η Σκάθαχ του έμαθε όλες τις πολεμικές τέχνες. Εν τω μεταξύ, ο Φόργκαλ προσέφερε την Έμερ στον Lugaid mac Nóis, βασιλιά του Μούνστερ. Ωστόσο, όταν εκείνος έμαθε ότι η Έμερ αγαπούσε τον Κουχούλιν, αρνήθηκε να την παντρευτεί.
    Κατά την εκπαίδευση του Κουχούλιν, η Σκάθαχ ήρθε αντιμέτωπη με την Ίβα (Aoife), την αντίπαλό της. Η Σκάθαχ φοβήθηκε για τη ζωή του Κουχούλιν και του έδωσε να πιει ένα πανίσχυρο υπνωτικό φίλτρο, που θα τον κρατούσε μακριά από τη μάχη. Ωστόσο, λόγω της δύναμής του ο Κουχούλιν κοιμήθηκε για μια μόνο ώρα και μπήκε στη μάχη αργότερα. Κάλεσε σε μονομαχία την Ίβα και κατάφερε να την αιχμαλωτίσει, λέγοντάς της πως τα άλογα και το άρμα της, τα οποία αγαπούσε πέρα από κάθε τι στον κόσμο, έπεσαν από έναν γκρεμό. Της χάρισε όμως τη ζωή με την προϋπόθεση ότι θα σταματούσε την έχθρα της με τη Σκάθαχ και θα γινόταν ερωμένη του.
    Έχοντας αφήσει έγκυο την Ίβα, ο Κουχούλιν γύρισε από τη Σκωτία έχοντας ολοκληρώσει την εκπαίδευσή του, αλλά ο Φόργκαλ ακόμη αρνιόταν να του δώσει την Έμερ. Ο Κουχούλιν εισέβαλλε στο κάστρο του Φόργκαλ, σκότωσε 24 από τους στρατιώτες του, κι έκλεψε την Έμερ και το θησαυρό του Φόργκαλ. Ο βασιλιάς του Όλστερ, Κόνορ μακ Νέσσα, είχε το δικαίωμα της "πρώτης νύχτας" (jus primae noctis) για όλους τους γάμους της επικράτειάς του. Φοβόταν την αντίδραση του Κουχούλιν, από την άλλη όμως θα έχανε την εξουσία του αν δεν εξασκούσε το δικαίωμα αυτό. Τελικά ο Κόνορ κοιμήθηκε μαζί με την Έμερ την πρώτη νύχτα του γάμου, αλλά ανάμεσά τους κοιμήθηκε ο δρυΐδης Κάθμπαντ.
    Επτά χρόνια αργότερα, ο Κόνλα, γιος του Κουχούλιν και της Ίβα, έφτασε στην Ιρλανδία αναζητώντας τον πατέρα του, αλλά ο Κουχούλιν τον πέρασε για εισβολέα και τον σκότωσε, όταν εκείνος αρνήθηκε να μαρτυρήσει την ταυτότητά του λόγω ενός όρκου.

    Κουχούλιν και Φαντ

    Ο Κουχούλιν είχε πολλές ερωμένες, αλλά η Έμερ ζήλεψε μόνο όταν ο Κουχούλιν ερωτεύτηκε τη Φαντ, γυναίκα του θεού της θάλασσας Μανάνναν μακ Λιρ. Η Φαντ δέχτηκε επίθεση από τρεις Φομόριαν κι ο Κουχούλιν δέχτηκε να τη βοηθήσει με αντάλλαγμα να τον παντρευτεί. Η Φαντ συμφώνησε διστακτικά, αλλά κι οι δυο ερωτεύτηκαν με την πρώτη ματιά όταν συναντήθηκαν.
    Ο Μανάνναν γνώριζε ότι η σχέση τους θα ήταν ολέθρια, γιατί ο Κουχούλιν ήταν θνητός κι η Φαντ νεράιδα: η παρουσία του Κουχούλιν θα κατέστρεφε τις νεράιδες. Εν τω μεταξύ, η Έμερ προσπάθησε να σκοτώσει την αντίζηλό της, αλλά όταν είδε πόσο πολύ αγαπούσε η Φαντ τον Κουχούλιν, αποφάσισε να της τον παραχωρήσει. Η Φαντ όμως είδε τη μεγαλοψυχία της Έμερ κι έτσι αποφάσισε να γυρίσει στον άντρα της. Ο Μανάνναν διέγραψε τη μνήμη του Κουχούλιν και της Φαντ, έτσι ώστε κανείς τους να μη θυμάται τίποτε, κι έπειτα ο Κουχούλιν κι η Έμερ ήπιαν από ένα φίλτρο που έσβησε το όλο ζήτημα από τη μνήμη τους. Ο θάνατος του Κουχούλιν
    Θανάσιμα τραυματισμένος από το δόρυ του Λούγκαντ, ο Κουχούλιν δέθηκε σε έναν τεράστιο βράχο, ώστε να παραμείνει όρθιος. Μόνο όταν ένα κοράκι κάθισε στον ώμο του πείστηκαν οι αντίπαλοί του πως ήταν νεκρός. Ο Λούγκαντ έκοψε το κεφάλι του, αλλά εκείνη τη στιγμή το σπαθί του Κουχούλιν έπεσε και του έκοψε το χέρι. Ο Κόναλ είχε ορκιστεί πως αν ο Κουχούλιν πέθαινε πριν από εκείνον, θα έπαιρνε εκδίκηση πριν το ηλιοβασίλεμα. Έτσι λοιπόν, κυνήγησε τον Λούγκαντ και τον πολέμησε έχοντας το ένα χέρι στη ζώνη του, προκειμένου να είναι ίση η μονομαχία. Τον νίκησε όταν το άλογό του δάγκωσε τον Λούγκαντ στα πλευρά.

    ΜΑΕΒ

  • Στην ιρλανδική μυθολογία, η Μάεβ ή Μεντμπ (ιρλ. Meḋḃ, Medhbh, Meadhbh, Meab°, Meabh, Maeve, Maev) είναι βασίλισσα του Κόνναχτ στον Κύκλο του Όλστερ. Πατέρας της ήταν ο Eochaid Feidlech, Βασιλιάς της Ιρλανδίας. Το παλάτι της βρισκόταν στο Κρούαν (ιρλ. Cruachan), στο σημερινό Ροσκόμον της Ιρλανδίας. Αρχικά θα πρέπει να αποτελούσε "ηγεμονική θεά", την οποία θα παντρευόταν τελετουργικά ο βασιλιάς, σαν τμήμα της στέψης του. Το όνομα Μεντμπ σημαίνει "αυτή που προκαλεί μέθη", οπότε η γαμήλια τελετή μάλλον θα περιλάμβανε το έθιμο να πίνει ο βασιλιάς κι η θεά από κοινό ποτήρι. Ο πρώτος σύζυγος της Μάεβ ήταν ο Κόνορ μακ Νέσσα (Conchobar mac Nessa) του Όλστερ, αλλά ο γάμος δεν κράτησε. Η Μάεβ αργότερα σκότωσε την επόμενη σύζυγο του Κόνορ, την Έθνε (δεν είναι το ίδιο πρόσωπο με τη θεά Έθνι), όταν ήταν έγκυος, αλλά ο γιος της, Furbaid, κατάφερε να επιζήσει. Η Έθνε ήταν αδερφή της Μάεβ.
    Ο πατέρας της την έκανε βασίλισσα του Κόνναχτ, απομακρύνοντας τον τότε βασιλιά, Tinni mac Conri. Ωστόσο, ο Τίννι επανήλθε στο θρόνο, καθώς αργότερα έγιναν εραστές με τη Μάεβ. Σε μια συγκέντρωση στην Τάρα, ο Κόνορ βίασε τη Μάεβ. Ξέσπασε πόλεμος ανάμεσα στο Βασιλιά και το Όλστερ. Ο Τίννι προκάλεσε τον Κόνορ σε μονομαχία κι έχασε, οπότε ο Eochaid Dála, ανταγωνιστής του Τίννι για το θρόνο, υπερασπίστηκε το στρατό του Κόνναχτ κατά την υποχώρησή του κι έγινε ο επόμενος σύζυγος της Μάεβ και βασιλιάς του Κόνναχτ.
    Η Μάεβ ζήτησε από το σύζυγό της να πληροί τρία κριτήρια: να είναι ατρόμητος, να μην είναι μνησίκακος και ζηλιάρης. Το τελευταίο δε ήταν ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς η Μάεβ είχε πολλούς εραστές. Όσο καιρό ήταν παντρεμένη με τον Eochaid Dála, είχε εραστή τον Έιλιλ, αρχηγό της σωματοφυλακής της. Όταν ο Eochaid το ανακάλυψε, τον προκάλεσε σε μονομαχία κι έχασε. Έτσι, ο Έιλιλ παντρεύτηκε τη Μάεβ κι έγινε ο επόμενος βασιλιάς του Κόνναχτ.
    Η Μάεβ και ο Έιλιλ έκαναν μια κόρη, τη Φίναβαρ κι επτά γιους, που όλοι λέγονταν Μέιν. Αρχικά είχαν διαφορετικά ονόματα, αλλά η Μάεβ ρώτησε ένα δρυΐδη ποιος απ' τους γιους της θα σκότωνε τον Κόνορ κι εκείνος απάντησε: "Ο Μέιν". Επειδή δεν είχε γιο με τέτοιο όνομα, έδωσε σε όλους το ίδιο όνομα.
    Η Μάεβ επέμεινε στο να έχει ίδια περιουσία με το σύζυγό της κι έτσι ξεκίνησε η Επιδρομή του Κούλεϊ (Táin Bó Cúailnge), όταν ανακάλυψε ότι ο Έιλιλ είχε ένα ταύρο περισσότερο από αυτήν. Στην ουσία, ήταν ένας πόλεμος του Κόνναχτ, της Μάεβ και του Έιλιλ, εναντίον του Όλστερ, το οποίο υπερασπιζόταν από τους δυο εραστές ο ήρωας Κουχούλιν. Στο πλευρό της Μάεβ ήταν ο Φέργκους, πρώην βασιλιάς του Όλστερ σε εξορία, ένας από τους εραστές της. Αργότερα έβαλε να σκοτώσουν τον Έιλιλ, γιατί συνωμοτούσε εναντίον του Φέργκους.
    Προς το τέλος της ζωής της, η Μάεβ συνήθιζε να πηγαίνει για μπάνιο σε μια λίμνη. Ο Furbaide, γιος της νεκρής Έθνε, ζητούσε εκδίκηση για το θάνατο της μητέρας του. Ήταν πολύ καλός στη σφεντόνα κι έτσι με ένα κομμάτι τυρί σημάδεψε ένα μήλο σε ένα κλαδί ψηλά πάνω από το κεφάλι της Μάεβ κι έτσι τη σκότωσε. Στο θρόνο του Κόνναχτ τη διαδέχτηκε ο γιος της, Maine Athramail.

  • Η ΝΕΣ

  • Η Νες είναι πριγκίπισσα του Όλστερ και μητέρα του Κόνορ μακ Νέσσα, κόρη του βασιλιά Eochaid Sálbuide. Σύμφωνα με μια εκδοχή του θρύλου, κάποια μέρα ρώτησε το δρυΐδη Κάθμπαντ για ποιο πράγμα θα ήταν καλή εκείνη η μέρα κι εκείνος της απάντησε ότι ήταν καλή μέρα για να συλληφθεί ένας βασιλιάς. Μιας και δεν ήταν άλλος κανείς εκεί γύρω, η Νες κοιμήθηκε με τον Κάθμπαντ κι έτσι γεννήθηκε ο Κόνορ.
    Κατά μια άλλη εκδοχή, η Νες μεγάλωσε με δώδεκα πατεράδες. Ο Κάθμπαντ, που, πριν γίνει δρυΐδης, ήταν πολεμιστής και αρχηγός 27 ανδρών, οργάνωσε επίθεση εναντίον του σπιτιού που έμενε η Νες και σκότωσε όλους τους πατεράδες της. Η Νες ορκίστηκε εκδίκηση κι έγινε κι αυτή πολεμίστρια, προσπαθώντας να βρει τον ένοχο. Ωστόσο, μια μέρα πήγε σε ένα ποτάμι να λουστεί κι ο Κάθμπαντ την πλησίασε άοπλος και της ζήτησε να γίνει γυναίκα του. Εκείνη συμφώνησε. Παντρεύτηκαν και λίγο αργότερα γεννήθηκε ο Κόνορ, που μεγάλωσε σαν γιος του Κάθμπαντ, αν κι ο αληθινός πατέρας του μπορεί να ήταν ο εραστής της Νες, Fachtna Fáthach, ο βασιλιάς της Ιρλανδίας.
    Όταν ο Κόνορ ήταν εφτά ετών, ο βασιλιάς του Όλστερ Φέργκους ερωτεύτηκε τη Νες. Εκείνη δέχτηκε να τον παντρευτεί με τον όρο να παραιτηθεί από το θρόνο για ένα χρόνο υπέρ του Κόνορ. Ωστόσο, ο Κόνορ, υπό τις οδηγίες της μητέρας του, ήταν τόσο επιδέξιος στο διαμοιρασμό του πλούτου και των αγαθών, ώστε πέρασε ο χρόνος, οι κάτοικοι του Όλστερ δεν ήθελαν το Φέργκους κι έτσι ο Κόνορ παρέμεινε βασιλιάς.

  • Ο ΝΑΣΙ

  • ο Νάσι (ιρλ. Naoise) είναι ανιψιός του βασιλιά Κόνορ μακ Νέσσα του Όλστερ. Η ιστορία του Νάσι είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ηρωίδα Ντέιρντρε. Όταν εκείνη γεννήθηκε, ένας δρυΐδης προφήτεψε ότι θα γινόταν πανέμορφη κι ότι άρχοντες και βασιλιάδες θα ξεκινούσαν πόλεμο για χάρη της. Ο Κόνορ λοιπόν την έκλεισε σε έναν πύργο και μεγάλωσε απομονωμένη, έτσι ώστε να την παντρευόταν αργότερα. Η Ντέιρντρε όμως ερωτεύτηκε το Νάσι και το 'σκασε μαζί του, συνοδευόμενη από τα δυο αδέρφια του Νάσι.
    Κατέφυγαν στη Σκωτία, αλλά ο βασιλιάς προσπάθησε να τους σκοτώσει για να αποκτήσει τη Ντέιρντρε. Κατέληξαν σε ένα νησί, αλλά τους εντόπισε ο βασιλιάς Κόνορ κι έστειλε το Φέργκους να τους μηνύσει ότι μπορούσαν να γυρίζουν ασφαλείς στην πατρίδα. Στο γυρισμό όμως, έστησαν στο Φέργκους παγίδα κι ο Κόνορ διέταξε τους στρατιώτες του να σκοτώσουν το Νάσι και τ' αδέρφια του, προκειμένου να γίνει δική του η Ντέιρντρε. Εξαγριωμένος από την προδοσία, ο Φέργκους αυτοεξορίστηκε στο Κόνναχτ, ενώ η Ντέιρντρε αυτοκτόνησε πηδώντας από το άρμα της πάνω στα βράχια.
    Η ΝΤΕΙΡΝΤΡΕ
    Η Ντέιρντρε (ιρλ. Deirdre ή Derdriu) είναι η τραγικότερη ηρωίδα στην ιρλανδική μυθολογία. Η ιστορία της αποτελεί τμήμα του Κύκλου του Όλστερ.
    H Ντέιρντρε ήταν η κόρη του Φέλιμ μακ Νταλ (Fedlimid mac Daill), ενός βάρδου στην αυλή του βασιλιά Κόνορ (Conchobar mac Nessa). Όταν γεννήθηκε, o δρυΐδης Κάθμπαντ προφήτεψε ότι θα ήταν πανέμορφη, ότι βασιλιάδες κι άρχοντες θα πολεμούσαν για χάρη της και οι τρεις δυνατότεροι πολεμιστές του Όλστερ θα ωθούνταν στην εξορία για αυτήν. Ο βασιλιάς του Όλστερ Κόνορ αποφάσισε να τη μεγαλώσει ο ίδιος σε απομόνωση και να την παντρευτεί όταν θα είχε μεγαλώσει. Ωστόσο, η Ντέιρντρε γνώρισε και ερωτεύτηκε το Νάσι (Naoise), έναν όμορφο νεαρό πολεμιστή, και με τα δυο του αδέρφια κατέφυγαν στη Σκωτία. Όπου και να πηγαίνανε, όμως, τους κυνηγούσε ο Κόνορ για να σκοτώσει το Νάσι και τα αδέρφια του, ώστε να γίνει δική του η Ντέιρντρε.
    Το ζευγάρι έφτασε τελικά σε ένα απομονωμένο νησί, τους βρήκε όμως ο βασιλιάς κι έστειλε το Φέργκους με το μήνυμα ότι μπορούσαν να γυρίσουν ασφαλείς στο Όλστερ, όπου και τέθηκαν κάτω από την προστασία του Φέργκους και έμειναν προσωρινά στον πύργο της Αδελφότητας των Κόκκινων Ιπποτών. Στο δρόμο της επιστροφής, ο Κόνορ έστειλε κατασκόπους για να μάθει αν η Ντέιρντρε είχε μείνει ακόμη όμορφη. Όταν επέστρεψαν, ο Νάσι και τα αδέρφια του αντιμετώπισαν τον Κόνορ και το στρατό του και βρήκαν το θάνατο από το ακόντιο του Έογκαν, βασιλιά του Φέρνμαγκ.
    Απογοητευμένος από το μίσος της Ντέιρντρε για εκείνον, ο βασιλιάς Κόνορ την προσέφερε στον ίδιο τον Έογκαν, που είχε σκοτώσει τον αγαπημένο της. Η Ντέιρντρε αυτοκτόνησε πηδώντας από το άρμα της πάνω σε βράχια ή, σύμφωνα με άλλη εκδοχή της ιστορίας, πέθανε από θλίψη

  • Ο ΦΕΡΓΚΟΥΣ ΜΑΚ ΡΟΙΧ

  •  Φέργκους μακ Ρόιχ (ιρλ. Fearghus mac Róich) είναι ο τέως βασιλιάς του Όλστερ, κατά τα γεγονότα που περιγράφονται στον Κύκλο του Όλστερ. Εξαπατήθηκε από τη Νες, η οποία ανέβασε στο θρόνο το γιο της, Κόνορ μακ Νέσσα. Όταν η Ντέιρντρε, μελλοντική νύφη του Κόνορ, το έσκασε με τον νεαρό πολεμιστή Νάσι, ο Φέργκους στάλθηκε σε αυτούς για να τους προσφέρει ασφαλή επιστροφή στην πατρίδα. Ωστόσο, άνδρες του Κόνορ του έστησαν παγίδα και σκότωσαν το Νάσι και τ' αδέρφια του. Εξαγριωμένος ο Φέργκους από την προδοσία αυτή, αυτοεξορίστηκε στο Κόνναχτ, όπου πήρε το μέρος του Έιλιλ και της βασίλισσας Μάεβ, με την οποία έγιναν εραστές. Αυτός και οι ακόλουθοί του πολέμησαν στο πλευρό της στην Επιδρομή του Κούλεϊ εναντίον του Όλστερ και του θετού του γιου, Κουχούλιν.
    Ο Φέργκους παντρεύτηκε τη Flidais, μια θεότητα προστάτιδα των ελαφιών, κι έγινε γνωστός για τις σεξουαλικές του ικανότητες και το τεράστιο φαλλό του. Εξάλλου, το όνομά του σημαίνει "ανδρισμός" στην ιρλανδική γλώσσα. Δολοφονήθηκε από άνδρες του Έιλιλ, από ζήλια για το δεσμό του με τη Μάεβ.

     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου