Η Ανάρτηση αφιερωμένη στήν τραγική μάνα,που μπροστά στα νεκρά παιδιά της χθές,ειχε το κουράγιο και τήν δύναμη,σαν Σπαρτιάτισσα,να παροτρυνει τον κοσμο που δακρυσμένος παρακολουθουσε το δράμα της,να ψαλλουν δυνατα τον Εθνικό Υμνο...το εθνος ακόμα εχει τετοιες μάνες!!!αρα ημαστε ακομα ζωντανοι και μάχημοι!!!!1
ΑΛΩΣΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ ΤΟ 1570 ΚΑΙ ΘΥΣΙΑ ΜΑΡΙΑΣ ΣΥΓΚΛΗΤΙΚΗΣ
Κάποτε, οι γυναίκες μας προτιμούσαν να γκρεμίζονται από τις επάλξεις των τειχών της Λευκωσίας και να τσακίζονται με τα παιδιά τους στις αιχμηρές πέτρες της τάφρου, για να μην καταντήσουν στα χαρέμια της προστυχιάς και της ασέλγειας του επιδράμοντος τουρκικού κτήνους του Λαλλά Μουσταφά, το 1570. Και με την εκούσια θυσία τους, έπειθαν τους αιώνες να γονατίσουν με θαυμασμό, στο ύψος του ηθικού τους μεγαλείου. Φάρος ολόλαμπρος για τον λαό μας, η θρυλική θυσία της Μαρίας Συγκλητικής που εκδικήθηκε τους βαρβάρους τινάζοντας στον αέρα το καράβι που επέβαινε και που θα την οδηγούσε, αυτή και όλους τους σκλάβους νέους της Λευκωσίας, στην επαίσχυντη ζωή του δούλου.
3 Ιουλίου ο τουρκικός στόλος προσωρμίζεται στη Λάρνακα όπου αρχίζει να αποβιβάζεται, ιππικό και πεζικό με όλες τις αποσκευές χωρίς κανένας να τον ενοχλήσει εξαιτίας της απροθυμίας και της ανικανότητας του διοικητού του νησιού Νικόλαου Δανδόλου, ο οποίος απαγόρευσε στον αρχιστράτηγο Έκτορα Βαγλιώνη να αντισταθεί με το ιππικό στην απόβασή τους γιατί στο πολεμικό συμβούλιο που έλαβε μέρος στην Άσσια της Μεσαορίας απεφάσισαν οι Βενετοί να περιοριστούν μόνο στην υπεράσπιση της Λευκωσίας και της Αμμοχώστου αφήνοντας απροστάτευτα όλα τα άλλα μέρη του νησιού. Επειδή οι υπερασπιστές της Λευκωσίας νόμιζαν ότι ο εχθρός θα πολιορκούσε πρώτα την Αμμόχωστο, ο Έκτωρ Βαγλιώνης πήγε με λίγο στρατό να φρουρήσει τη Λευκωσία.
Η οχυρή κωμόπολη Λεύκαρα, υποτάχθηκε αμέσως στους τούρκους χωρίς σχεδόν καμία αντίσταση. Ο Αρχιστράτηγος Μουσταφάς χάρισε τη ζωή και δεν πείραξε τις περιουσίες των Λευκαριτών, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να παροτρύνει και τις άλλες πόλεις να πράξουν το ίδιο και να υποταχθούν αμαχητί. Αλλά οι Ενετοί για να μην διαδοθεί το κακό αυτό παράδειγμα, μπήκαν στα Λεύκαρα τη νύχτα και κατέσφαξαν τους περισσότερους κατοίκους της κωμόπολης, τα παιδιά και της γυναίκες τα οδήγησαν στα βουνά. Έτσι πολλοί υπόδουλοι Έλληνες, που δεν υπέφεραν την δουλεία των Ενετών, έβλεπαν με απάθεια ή με θετικό μάτι τους Τούρκους, οι οποίοι πίστευαν ότι θα τους απάλλασαν από τα χέρια των Ενετών.
Στο μεταξύ, ο Μουσταφάς έστειλε στη Λευκωσία μια επιστολή με έναν τυφλό μοναχό τον Νικόλαο Κορφιάτη παρακινώντας τους να υποταχθούν ειρηνικά στους Τούρκους και υποσχόμενος να μην πειράξει ούτε αυτούς ούτε τις περιουσίες τους.
Γύρω στα τέλη του Ιουλίου, οπόταν και το βαρύ πυροβολικό αποβιβάσθηκε στο νησί, ο Μουσταφάς συγκρότησε πολεμικό συμβούλιο, κατά το οποίο αποφασίστηκε να πολιορκηθεί πρώτα η Λευκωσία, παρά τη γνώμη του Πιαλή ο οποίο πρότεινε να πολιορκηθεί πρώτα η Αμμόχωστος. Μετά από αυτή την απόφαση, ο Μουσταφάς αφού ερήμωσε τις πεδιάδες πέριξ της Λευκωσίας στρατοπέδευσε μπροστά από τα τείχη της Λευκωσίας με 100 000 άνδρες εκ των οποίων οι μισοί ήταν τακτικός στρατός, 2 500 ιππείς. Η δε φρουρά της Λευκωσίας αποτελείτο από 10.000 άνδρες, εκ των οποίων 1 500 ήταν Ιταλοί Ενετοί, 2.500 Κύπριοι, 250 Αλβανοί και 1000 ευγενείς της Λευκωσίας.
Ο Μουσταφάς διήρεσε το πεζικό σε 7 σώματα και το καθένα εξ αυτών συνίστατο από 7 000 άνδρες και όρισε στο καθένα ποιο μέρος να περιβάλει. Κάθε σώμα είχε και μια κανονιοστοιχία των 7 πυροβόλων.
Η πολιορκία διήρκεσε 7 εβδομάδες, κατά τις οποίες ο Πιαλής παρέπλεε τις θάλασσες της Ρόδου, για να εμποδίσει την έλευση οποιουδήποτε Χριστιανικού στόλου. Οι δε υπερασπιστές της Λευκωσίας, αμύνθηκαν γενναία στις θέσεις τους, αποκρούοντας δύο γενικές εχθρικές εφόδους, κατά δε όμως την Τρίτη που έλαβε χώρα στις 18 Αυγούστου έχασαν πολλούς αξιωματικούς. Κατά δε το τέλος του Αυγούστου όταν επανήλθε ο Πιαλής από τον παράπλου της Ρόδου, ο αρχιστράτηγος Μουσταφάς τον διέταξε να ενισχύσει τον στρατό ξηράς κατά 20.000 στρατιώτες και ναύτες, έτσι ώστε με ισχυρή έφοδο ολοκλήρου του στρατεύματος να αλώσουν την πόλη. Οι στρατιώτες αμέσως αποβιβάσθηκαν, και η έφοδος ορίστηκε να γίνει στις 9 Σεπτεμβρίου 1570. Η Λευκωσία κατελήφθη ύστερα από σκληρώτατες μάχες στους προμαχόνες, στα τείχη και τους δρόμους της που κράτησαν επτά έως οκτώ ώρες.
Πριν δε ανατήλει ο ήλιος κυριεύθηκαν με έφοδο οι τέσσερις προμαχώνες, του Ποδοκατάρου, του Κωνστάντζου, του Δαβίλα και της Τριπόλεως και οι φρουροί τους αποσύρθηκαν στα ενδότερα του φρουρίου. Σύμφωνα με την παράδοση, η πρώτη οθωμανική σημαία στήθηκε στον καταληφθέντα προμαχώνα Κωστάντζου, όπου αργότερα χτίστηκε σε ανάμνηση του γεγονότος αυτού το τέμενος του Σημαιοφόρου(=Μπαϊρκατάρη) Μάταια οι κάτοικοι της πόλης έριχναν τα όπλα τους και έπεφταν στα πόδια των τούρκων ζητώντας έλεος. Εκείνοι έκαναν τη δουλεία που έκαναν ανέκαθεν καλύτερα, κατασφάζοντάς τους.
Ο Δάνδολος συνελήφθη από τους Τούρκους και ο Μουσταφά πασάς διέταξε να τον αποκεφαλίσουν και έστειλε μάλιστα την κεφαλή του στον αρχηγό της ενετικής φρουράς της Κερύνειας , ο οποίος καταβληθείς από πανικό παρέδωσε αμαχητί τα φρούρια που ήτανε κάτω από τις διαταγές του. Με τον ίδιο άγριο τρόπο θανατώθηκαν οι περισσότεροι αρχηγοί των Ενετών και οι απομείναντες στη Λευκωσία Φράγκοι ιππότες, άρχισε δε αμέσως η τραγική σφαγή, η οποία διάρκεσε πολλές ημέρες. Οι τραγικές σκηνές οι οποίες είχανε διαδραματιστεί κατά την άλωση της Κωνσταντινούπολης επαναλήφθηκαν ακόμα μια φορά.
Οι εκκλησίες εμιάνθησαν, τα άγια εικονίσματα εξυβρίσθησαν παντοιοτρόπως και τα γυναικόπαιδα, τα οποία είχαν καταφύγει εντός των εκκλησιών, σφαγιάσθηκαν σχεδόν όλα.
Στους δρόμους και στις πλατείες όπου διεξήχθηκαν σκληρές μάχες, εξελίχτηκαν σκηνές φρίκης. Παντού σκοτωμένοι στρατιώτες αλλά και άμαχοι, ενώ ο εχθρός όπως λέει ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός, «δεν άφηνε ζωντανό μήτε άνδρα, μήτε γυναίκα, μήτε βρέφος. τέλος πάντων ότι ηπάντει ηφάνιζε με την μάχαιραν. Και ήν ιδείν εις μιαν στιγμήν την ωραιοτάτην εκείνην πόλιν ένα άμορφον θέαμα, εις τους δρόμους να τρέχη το αίμα και να κοκκινίζη το έδαφος. Και εις κάθε ολίγον διάστημα βουνά θανατωμένους. Ποίων αι κεφαλαί, ποίων τα χέρια, ποίων ποδάρια διαχωρισμένα, ποίων ο αιμιαλός έξω, ποίων τα εντόσθια χυμένα εις την γην και μεμιγμένα μετα των χοίρων, εις τους οποίους η ίδια τύχη μετα των πολιτών. Αι φωναί, τα δάκρυα, οι ολολυγμοί, οι αναστεναγμοί εβοούσαν, αγχολόγουν, ανέβενον έως εις τον ουρανόν, αλλά δεν ήτον ευσπλαχνία, δεν ήτον συμπάθεια. Και τωόντι ημέρα εκδικήσεως της οργής του Θεού κατ΄ εκείνου του λαού…
Έπαυσε τέλος πάντων εκείνο το αγχολόγισμα των κανονιών και τουφεκίων από του να βροντολογούσιν, αλλ’ εμεταβάλθη η σκηνή εις ένα άλλο δυστυχές και άθλιον, διότι δεν ηκούετο άλλο, παρά δάκρυα, οδυρμοί, κλαυθμοί, φωναί και αναστεναγμοί ακατάπαυστοι των Eυγενίδων γυναικών, όπου εχωρίζοντο από τους άνδρας των. Eκείνας τας φωνάς των βρεφών και παιδίων, όπου αρπάζοντο από τας αγκάλας των μητέρων. Tων παρθένων αι κραυγαί από την βίαν και δυναστείαν των ασελγεστάτων νικητών. Tων νέων την βίαν, ποιος να κλαίει τον αποχωρισμόν του πατρός, του φίλου, του συγγενούς, της μητρός, της αδελφής και όσους με δυσκολίαν υποτάσσοντο ευθύς η μάχαιρα εις τον λαιμόν. Tων γερόντων και γραίων έκοπταν τας κεφαλάς διά δοκιμήν των σπαθιών τους... Aυτή η φοβερά σφαγή και αρπαγή εβάσταξε σχεδόν τρεις ημέρας. Έγδυσαν τας εκκλησίας, τας ιεράς τράπεζας εκατατσάκισαν, τας εικόνας υβρίζοντες έσχιζαν εις λεπτά. όσους τύρουν εις τας εκκλησίας καταφύγοντας εθανάτωσαν... Έκαμαν ένα πλούσιον λεηλατισμό, όπου οι ίδιοι έλεγον, πως υπερέβαινε εκείνον της Kωνσταντινουπόλεως... Eφονεύθησαν δε εις αυτήν την αποφράδα ημέρα περισσότερον από είκοσι χιλιάδες ευγενών, λαού και στρατεύματος».
Υπήρχαν παντού σκηνές φρικτές, θέαμα σύνηθες μόνο όταν οι πόλεις αλώνονται από βάρβαρους. Τότε πολλές γυναίκες για να αποφύγουν την ατίμωση έπεφταν από τις στέγες των σπιτιών ή από τα τείχη με τα παιδιά τους, άλλες εφόνευαν τις κόρες τους για να τις απαλλάξουν από την ατίμωση. Μια από αυτές φόνευσε το παιδί της φωνάζοντας: «Όχι δεν θα ατιμασθείς ως δούλος», και μετά αυτοκτόνησε.
Η Λευκωσία αλώθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου. Αλλά οι σφαγές, οι λεηλασίες, οι καταστροφές και οι διώξεις συνεχίστηκαν για μέρες και νύχτες. Από τις πέραν των 56 000 ψυχών που βρίσκονταν στην πόλη όταν είχε περικυκλωθεί, υπολογίζεται ότι σκοτώθηκαν κατά τις 46 μέρες της πολιορκίας αλλά και κατεσφάγησαν μετά την πτώση γύρω στις 20 000 χιλιάδες άτομα. Ένας ακαθόριστος αριθμός κατόρθωσε να διαφύγει στα βουνά ενώ πάρα πολλοί αιχμαλωτίστηκαν. Οι ορδές των βαρβάρων εισβολέων διέτρεχαν την πόλη καταστρέφοντας και αρπάζοντας ό,τι πολυτιμότερο έβρισκαν από τα ανάκτορα και τα αρχοντικά, από τις εκκλησίες και τα μοναστήρια, από τα καταστήματα και τις αποθήκες και από τα σπίτια των απλών φτωχών ανθρώπων. Άρπαζαν ακόμη από τις εκκλησίες-όπου είχαν καταφύγει-και από τα σπίτια νέους άνδρες και κυρίως γυναίκες και παιδιά, που αποτελούσαν αυτομάτως «περιουσία» εκείνων που τους ανακάλυπταν και τους συνελάμβαναν. Όσοι δεν τους φαίνονταν ικανοί να «πιάσουν» μεγάλες τιμές στα σκλαβοπάζαρα της ανατολής κατασφάζονταν.
Οι συνήθεις σκηνές του βιασμού των γυναικών και της πωλήσεως των νέων και των νεανίδων στο παζάρι της Λευκωσίας επαναλήφθηκαν, ενώ ο Μουσταφάς πασάς μετέβαλλε τον καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, όπου και οργάνωσε μεγάλη γιορτή την 15η Σεπτεμβρίου για να ευχαριστήσει τον Αλλάχ για την νίκη του.
Mετά από τριών ημερών τουρκικών ακολασιών η Αγία Σοφία βρίσκεται απογυμνωμένη από τα ιερά της, σπασμένα τα ζωγραφιστά της παράθυρα, οι βασιλικοί τάφοι βεβηλωμένοι και κατεστραμμένοι από κάθε χριστιανικό διάκοσμο. Mετατρέπεται δε, με κάθε επισημότητα, σε μουσουλμανικό τέμενος. Ένας λαός, χωρίς πολιτισμική βάση, που δεν ξέρει να δημιουργήσει καταστρέφει και μετατρέπει. Oι πύργοι της πρόσοψης επεκτείνονται σε μιναρέδες, στον κυρίως ναό τοποθετούν το μιράπ και απομονώνουν το ιερό βήμα. Oι αγιογραφίες και τα γλυπτικά έργα καταστράφηκαν. Oι υαλοπίνακες των παραθύρων διακοσμημένοι με χριστιανικά θέματα καταστράφηκαν επίσης ή καλύπτηκαν με γύψο.
Αυτό όμως που αξίζει να θυμόμαστε, εκτός από τις απάνθρωπες και βάρβαρες σφαγές που διενήργησαν ως ειδήμονες του είδους οι Τούρκοι, είναι η θρυλική θυσία της Μαρίας Συγκλητικής, της ευγενούς οικογένειας των Συγκλητικών. Η Μαρία Συγκλητική περιλαμβανόταν μεταξύ των ωραιοτέρων νενανίδων και νέων που «επελέγησαν» για να σταλούν στον ίδιο τον Σουλτάνο. Όταν οι αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν στο Τουρκικό καράβι που θα τους μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη, η Μαρία Συγκλητική αποφάσισε να μην δεχτεί την ταπείνωση. Κατόρθωσε να πλησιάσει την πυριτιδαποθήκη του καραβιού που θα τους οδηγούσε στον εξευτελισμό και να βάλει φωτιά τινάζοντας το στον αέρα. Το καράβι δεν είχε ακόμα αποπλευσει αλλά βρισκόταν στον κόλπο της Αμμοχώστου. Δύο ακόμα καράβια που ήταν αραγμένα κοντα, κι αυτά φορτωμένα με αιχμαλώτους, κάηκαν και καταστράφηκαν επίσης. Ήταν ήδη 6η Οκτωβρίου 1570. Με τον τρόπο αυτό η Μαρία Συγκλητική έθεσε περήφανο τέρμα στη ζωή της και στη ζωή πολλών αιχμαλώτων που βρίσκονταν μαζί της. Εκδικήθηκε ταυτόχρονα τους βάρβαρους εισβολείς, αφού σκοτώθηκαν και πολλοί απ’ αυτούς. Αναφέρεται ότι από τους αιχμαλώτους των τριών καραβιών σώθηκαν μόλις τέσσερις.
Ως επίλογο θα θέσουμε αυτό που λέμε πάντα στα ιστορικά αφιερώματα της σελίδας μας. Η ιστορία διδάσκει. Διδάσκει αυτούς που έχουν τα αυτιά τους και τα μάτια τους ανοιχτά και κατανοούν τα βαθύτερα νοήματα της κάθε μιας πτυχής της. Το 1570 είναι το έτος κατά το οποίο εμφανίζονται οι πρώτοι τούρκοι στο νησί, οι πρόγονοι των σημερινών, τούρκων. Το 1570 είναι η χρονιά που έφερε τον λαό της Κύπρου σε επαφή με αυτά τα ανθρωπόμορφα κτήνη που κατέχουν σήμερα τη μισή μας πατρίδας. Είναι αυτοί που με μια παρουσία μόλις 436 χρόνων στην χιλιόχρονη ιστορία τούτου του τόπου, απαιτούν αλαζονικά να τους παραχωρηθεί το μισό μας νησί. Η ιστορία όμως συνεχίζει τη ροή της. Μέχρι να βρεθεί μια Μαρία Συγκλητική να πυρπολήσει το πεπρωμένο της φυλής μας. Γιατί του Έλληνος ο τράχηλος ζυγόν δεν υπομένει. Γιατί η Ελευθερία θέλει αρετήν και τόλμην. Και όποιος δεν διαθέτει αυτά τα δύο χαρακτηριστικά ας παρακαλεί τους Τούρκους να ομοσπονδιοποιήσουν το νησί. Όσοι όμως νοιώθουν τη φωτιά της Μαρίας της Συγκλητικής να τους κατακαίει την ψυχή, ας αγωνιστούν μαζί με τον Πενταδάκτυλο για να αποσείσουμε επιτέλους τους Τούρκους από την Ελληνική μας πατρίδα.
Πηγή: http://www.apoellas.com/
Η κατάληψη της Κύπρου από τους Τούρκους (1570)
Ο Ιωσήφ Νάζη ήταν ένας απ’ αυτούς πού υποκίνησαν την εκστρατεία του Σελίμ Β’ εναντίον της Κύπρου. Λέγεται μάλιστα ότι ό σουλτάνος του είχε υποσχεθή να τον κάνη βασιλιά της, αν ή επιχείρηση κατέληγε σε ευνοϊκό τέλος. Η Ιδέα αυτή φαίνεται ότι άναψε την φιλοδοξία του Νάζη και δεν έπαψε από τότε — όταν του δινόταν ή ευκαιρία — να στρέφη τον νου του Σελίμ προς τον νέο στόχο.
Σοβαροί λόγοι πού εξόργιζαν τούς Τούρκους ήταν ό ανεφοδιασμός των πειρατικών καραβιών στα λιμάνια της Κύπρου έξω από τις νότιες ακτές της Μ. Ασίας και το κούρσεμα των μουσουλμανικών πού περνούσαν έξω από το νησί. Την επιθυμία των Τούρκων να κατακτήσουν το νησί ευνοεί και ή δυσφορία του πλήθους των δουλοπαροίκων εναντίον των αρχόντων τόσο των Βενετών, όσο και των Ελλήνων. Οι δουλοπάροικοι αυτοί είχαν μόνον υποχρεώσεις, εργάζονταν την γη, πλήρωναν φόρους και υπηρετούσαν στο ιππικό για την φύλαξη των ακτών.
Αλλά και γενικά οι Έλληνες μισούσαν τούς Βενετούς και διάχυτη ήταν ή επιθυμία τους ν’ απελευθερωθούν. Άλλωστε δεν είχαν περάσει και χρόνια, αφότου είχε βρή οικτρό τέλος επάνω στις προσπάθειές του αυτές ό λόγιος Ιάκωβος Διασορινός ό Ρόδιος, εξάδελφος του γνωστού τυχοδιώκτη και ηγεμόνα της Μολδαβίας Ιακώβου Βασιλικού. Ο Διασορινός είχε ιδρύσει και διηύθυνε ελληνική σχολή στην Λευκωσία. Εκεί είχε καταλήξει να εγκατασταθή η ανήσυχη αυτή φύση, αφού επί χρόνια προσπάθησε να ξεγλυτώση από την φτώχεια και την μιζέρια πού τον βασάνιζε στην Βενετία. Για ένα χρονικό διάστημα κατατάχθηκε και υπηρέτησε με κάποιο βαθμό στο σώμα των stradioti του Καρόλου Ε’. Μιμούμενος τον εξάδελφό του είχε δημιουργήσει για τον εαυτό του τον ανύπαρκτο τίτλο «κύριος της Δωρίδος». Ο Διασορινός, παράλληλα προς την διδασκαλία του, εντυπωσιασμένος από την παράξενη τύχη του Βασιλικού στην Μολδαβία, σκέφθηκε ν’ αποτίναξη τον ζυγό των Βενετών και να γίνη στην πραγματικότητα «κύριος» της Κύπρου. Προσδόθηκε όμως και θανατώθηκε
Η επιθυμία των Τούρκων να καταλάβουν την Κύπρο είναι κιόλας ζωηρή κατά τα τελευταία χρόνια το Σουλεϊμάν Α’, αλλά διάφοροι λόγοι συντελούν στην αναβολή της εκστρατείας. Η απειλή είναι διάχυτη μέσα στην ατμόσφαιρα. Όπως για τις άλλες ελληνικές χώρες, έτσι και για την Κύπρο κυκλοφορούν χρησμοί, όπως ό αναγραφόμενος στον υπ’ άρ. 578 -31 κώδικα (16 αί.) τής βιβλιοθήκης της μονής Γρηγορίου του Αγ. Όρους .
Η ευκαιρία παρουσιάζεται ευνοϊκή για τον Σελίμ Β’, όταν στις 17 Φεβρουαρίου 1568 υπέγραψε συνθήκη ειρήνης για 8 χρόνια με τον Γερμανό αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό Β’ (1527 - 1576). Η συνθήκη αυτή, πού τερμάτιζε τον ουγγρικό πόλεμο, ελευθέρωνε τα χέρια του σουλτάνου. Αμέσως κατόπιν άρχισαν οι κρυφές ετοιμασίες για την δημιουργία ενός μεγάλου στόλου, οι οποίες δεν διέφυγαν την προσοχή της Βενετίας. Κι’ όταν ό σουλτάνος ετοιμάστηκε, απαιτεί με επίσημο απεσταλμένο, τον Μάρτιο του 1570, να του παραχωρηθή το νησί πού ανήκε στον σουλτάνο τής Αιγύπτου. Αλλιώς, απειλεί, θα το καταλάβη με την βία. Ή Βενετία όμως απαντά ότι θα το υπερασπίση.
Έτσι στις 17 Απριλίου ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη για την Κύπρο ό γενικός αρχηγός του στόλου Πιαλή πασάς με 80 γαλέρες και 30 γαλιότες. Ένα μήνα αργότερα ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο ό καπουδάν Αλή πασάς με πολύ περισσότερα καράβια, φορτωμένα με πυροβόλα και άλλα πολεμοφόδια. Μαζί του ήταν και ό γενικός αρχηγός των κατά ξηράν δυνάμεων Λαλά Μουσταφά πασάς . Ύστερ’ από μια ανεπιτυχή απόπειρα του Πιαλή να καταλάβη την Τήνο, ο τουρκικός στόλος συγκεντρώνεται στην Ρόδο. Απ’ εκεί κατευθύνεται προς τις ακτές τής Ανατολής, στον Φοίνικα (Φινέκα), όπου παραλαμβάνει τουρκικό ιππικό, γενιτσάρους και πολεμικά εφόδια. Τέλος στις 27 Ιουνίου ό ενωμένος τουρκικός στόλος, μια φοβερή αρμάδα από 350 περίπου καράβια, ξεκινά για την Κύπρο.
Στο μεταξύ στον ναύσταθμο της Βενετίας, πού είχε υποστή σοβαρές ζημίες από μιά έκρηξη, εργάζονταν εντατικά για την κατασκευή νέων γαλερών, για την εξάρτυσή τους, καθώς και για την αποστολή πολεμικού υλικού στην Κύπρο. Τις προβλεπόμενες μεγάλες δαπάνες αποσκοπούσε ν’ αντιμετωπίση να δάνειο 20.000 δουκάτων και συνεισφορές διαφόρων ιταλικών πόλεων πού υπάγονταν στην βενετική επικράτεια, ενώ συνεννοήσεις διεξάγονταν μεταξύ των χριστιανικών κρατών Βενετίας, πάπα Πίου Ε’ και του Φιλίππου Ε’ για την δημιουργία ενός κοινού μετώπου εναντίον των Τούρκων. Απόπειρα των Βενετών να προκαλέσουν επίθεση του Ιβάν του Τρομερού εναντίον των Τούρκων και εξέγερση των Ελλήνων μέσω του Πατριάρχη δεν είχε κανένα αποτέλεσμα .
Έτσι ό βενετικός στόλος μόνος του προβαίνει σε επιχειρήσεις εναντίον των ηπειρωτικών ακτών γύρω από την Χειμάρρα και εναντίον του φρουρίου Λιμάνι της Μάνης. Τα πληρώματα όμως θερίζονται από αρρώστιες. Για την αναπλήρωση των κενών, εκτός από τις άλλες αυθαιρεσίες, γίνονται στρατολογίες στα νησιά του Αιγαίου, όπως π. χ. στην Άνδρο .
2. Ο τουρκικός στόλος την 1 Ιουλίου έκανε μερικές τοπικές αποβάσεις στην Λεμεσό και σε άλλες κοντινές θέσεις, οι οποίες έφθασαν σε βάθος ως το χωριό Πολεμίδια, αλλά σώμα Ελλήνων stradioti υπό τον Έλληνα αρχηγό τους Πέτρο Ροντάκη, καθώς και τμήμα φρουράς τής Πάφου με τον υποδιοικητή της Vinvenzo Malipiero προκάλεσε μεγάλες ζημιές στον εχθρό και τον απώθησε πίσω στην θάλασσα. Οι Έλληνες κάτοικοι το νησιού οργανωμένοι ως πολιτοφύλακες από τούς Βενετούς, Παρά την μικρή υπόληψη πού τρέφει γι’ αυτούς ό σύγχρονος Άγγλος ιστορικός Hill και τις κατηγορίες του για αδράνεια, έδειξαν εγκαρτέρηση και γενναιότητα. Η στάση αυτή των Ελλήνων, ιδίως τής υπαίθρου, πρέπει να εξαρθή, αν σκεφθή μάλιστα κανείς ότι οι περισσότεροι, πάροικοι, καταπιέζονταν από το βενετικό καθεστώς και είχαν πολλούς λόγους να φανούν εχθρικοί απέναντί τους. Επομένως προϋπόθεση για την επιτυχία του κυπριακού αγώνα ήταν ή απελευθέρωση των παροίκων, πράγμα πού έγινε κατανοητό μόνο στις παραμονές της απόβασης των Τούρκων. Πραγματικά τότε ή βενετική κυβέρνηση είχε επιτρέψει ν’ απελευθερωθούν οι πάροικοι, αλλά και στις τελευταίες εκείνες ώρες οι Βενετοί αρχηγοί των τμημάτων της Κύπρου — άγνωστο γιατί — δεν επροχώρησαν στην εφαρμογή του μέτρου αυτού, μολονότι οι κύριοι των παροίκων δεν είχαν πια καμιά αντίρρηση. Έτσι τους απελευθέρωσαν οι Τούρκοι.
Στις 3 Ιουλίου, αργά το βράδυ, ό τουρκικός στόλος έπλευσε στις Αλυκές και την επομένη αποβίβασε εκεί τις δυνάμεις του. Λεηλάτησε και έκαψε τον Λάρνακα και προχώρησε 4 λεύγες προς το εσωτερικό σκοτώνοντας και αιχμαλωτίζοντας, χωρίς να συναντήση καμιά αντίσταση. Εκεί ό αρχηγός του εκστρατευτικού σώματος Μουσταφά πασάς περιχαρακώθηκε και περίμενε την άφιξη και άλλων στρατευμάτων από το απέναντι λιμάνι τής Μ. Ασίας. Ως τις 22 φαίνεται Ιουλίου είχαν συγκεντρωθή 100.000 άνδρες. Στις 24 ό Μουσταφά προχώρησε με περίσκεψη προς την πρωτεύουσα, την Λευκωσία , όπου έφτασε ύστερ’ από δυό ημέρες. Στις 30 άρχισε να κατασκευάζη πολιορκητικά έργα γύρω από την πόλη και να την βομβαρδίζη. Επειδή όμως ό βομβαρδισμός δεν έφερε τα αποτελέσματα πού περίμεναν οι Τούρκοι, άρχισαν την κατασκευή υπονόμων με κατεύθυνση προς την τάφρο και τα οχυρώματα. Ο κίνδυνος αυτός θα ήταν δυνατόν ν’ αποτραπή, αν καταστρέφονταν τα έργα με εξόδους, αλλά οι αρχηγοί των πολιορκημένων δε το επέτρεπαν φοβούμενοι την μείωση των μικρών τους δυνάμεων. Οι υπερασπιστές της πρωτεύουσας είχαν χάσει την επαφή τους με την Αμμόχωστο και τα βλέμματά τους για εξωτερική βοήθεια τα έστρεψαν στους γύρω λόφους, όπου διαδίδονταν ότι είχαν καταφύγει 100.000 χωρικοί, από τούς οποίους οι 20.000 ήταν μάχιμοι. Φαίνεται ότι είχε αρχίσει εκεί επάνω ένας κλεφτοπόλεμος, αλλά μικρός και ακαθοδήγητος. Για την οργάνωσή του είχαν σταλή έξω μερικοί αξιωματικοί.
Έτσι οι Τούρκοι με συνεχείς επιθέσεις και αλλεπάλληλα χαρακώματα προωθούνταν βαθμιαία προς τούς προμαχώνες και αραίωναν τις γραμμές των μαχητών εκτοξεύοντας εναντίον τους διάφορα βλήματα και εύφλεκτες όλες. Οι αρρώστιες επίσης και οι θάνατοι, ιδίως των χωρικών, των συσσωρευμένων μέσα στον μικρό χώρο, είχαν περιορίσει σημαντικά τον αριθμό των υπερασπιστών. Έπειτα την μαχητική τους ικανότητα την υπέσκαπτε ή κακή οργάνωση των μετόπισθεν ιδίως ως προς την διανομή των τροφών και ως προς την περίθαλψη των τραυματιών. Το ηθικό λοιπόν των πολιορκημένων άρχισε να κάμπτεται, ή πειθαρχία να κλονίζεται και ή τάξη να χαλαρώνεται επικίνδυνα. Οι εργάτες είχαν πάψει να δουλεύουν και έτσι τα ρήγματα στα οχυρώματα έμεναν ασυμπλήρωτα.
Μολαταύτα οι διοικητές είχαν την ελπίδα ότι θα έλθη σε βοήθειά τους ό βενετικός στόλος, ό οποίος αδρανούσε στην Κρήτη περιμένοντας τις μοίρες των άλλων συμμάχων. Αλλά οι μέρες περνούσαν, είχε μπει ό Αύγουστος και οι προσδοκίες των πολιορκημένων έμεναν απραγματοποίητες. Τότε ό Μουσταφά πασάς έκρινε πώς είχε φτάσει ή κατάλληλη στιγμή, για να εκμηδενίση την ασθενή άμυνα (χαρακτηριστικό ότι οι Ιταλοί οπλοφόροι είχαν μειωθή σε 400 μόνον άνδρες). Μεταφέρει λοιπόν από τα καράβια νέα ξεκούραστα στρατεύματα και μαζί με τα άλλα εξαπολύει από τα χαράματα της 9 Αυγούστου γενική επίθεση, ύστερ’ από ένα άγριο ολονύκτιο σφυροκόπημα του φρουρίου. Ήταν ή δέκατη πέμπτη επίθεση των Τούρκων μέσα στις 45 μέρες της πολιορκίας.
Μεγάλες μάζες εφορμούν ταυτόχρονα εναντίον των τεσσάρων προμαχώνων, του Ποδοκάταρου, Κωνστάντζου, Νταβίλα και Τρίπολης, με αρχηγούς 4 πασάδες, τον Χασάν πασά τής Καραμανίας, τον Μουζαφέρ, τον Αλή και τον ίδιο τον Μουσταφά. Ας σημειωθή ότι ό πρώτος, ό Χασάν, οδηγούσε Έλληνες και στρατεύματα τής Καραμανίας, πιθανότατα επίσης ελληνικά, εναντίον των Ελλήνων και Βενετών. Εδώ στον προμαχώνα Ποδοκάταρο έγινε ή επίθεση με τόση ορμή, ώστε συμπαρέσυρε τούς πρώτους υπερασπιστές, όπως ό άνεμος τα φύλλα. Δόθηκε αμέσως το σημείο τού συναγερμού και συγκροτήθηκε εφιαλτική μάχη πού βάσταξε δύο ολόκληρες ώρες. Επιφανείς Βενετοί ευγενείς στρατιωτικοί βρήκαν τον θάνατο. Μολαταύτα ή αντίσταση συνεχιζόταν τόσο σ’ αυτόν, όσο και στους άλλους προμαχώνες.
Σιγά σιγά όμως οι Τούρκοι εκβιάζουν την είσοδο προς την πόλη. Το ιππικό των stradioti με επί κεφαλής τον Έλληνα Σωζομενό σκορπίζει τον θάνατο στους σωρούς των επιτιθεμένων. Τελικά οι άνδρες του αναγκάζονται ν’ αφιππεύουν και μεταβάλλονται σε πεζούς στρατιώτες των προμαχώνων. Οι Τούρκοι όμως εισδύουν σε διάφορα σημεία και χτυπούν από τα πλάγια και από πίσω. Οι συμπλοκές συνεχίζονται μέσα στους δρόμους. Πολλοί Τούρκοι σκοτώνονται από βλήματα πού ρίχνονται επάνω από τις στέγες και τα παράθυρα. Ή οργανωμένη όμως και συντονισμένη αντίσταση παύει και ό πανικός κυριεύει τούς πολιορκημένους, ιδίως τούς χωρικούς. Πολλοί επιχειρούν να διαφύγουν έξω από την πόλη μέσα από τα ανοίγματα των τειχών, αλλά κατακόπτονται . Άλλοι πάλι καταθέτουν τα όπλα Τους με την υπόσχεση ότι θα τούς φεισθούν την ζωή, αλλά συμβαίνει το αντίθετο. Η σφαγή και ή λεηλασία γενικεύονται μέσα στην πόλη, καθώς εισορμά μέσα από την πύλη της Αμμοχώστου και το τουρκικό ιππικό. Άγριες σκηνές διαδραματίζονται σκορπίζοντας την αλλοφροσύνη στα πλήθη. Οι κρότοι των κανονιών και των αρκεβουζίων αραιώνουν σιγά σιγά και τέλος παύουν, αλλά ή σφαγή και ή λεηλασία εξακολουθούν επί τρεις ολόκληρες ημέρες. Ο αριθμός των νεκρών τής πρώτης μέρας λέγεται ότι ξεπέρασε τις 20.000. Όσοι πιάστηκαν τις τρεις πρώτες ημέρες θεωρήθηκαν σκλάβοι. Όσοι όμως παρουσιάστηκαν και παραδόθηκαν την τέταρτη μέρα, κρυμμένοι ως τότε, αυτοί καταγράφθηκαν για να πληρώνουν το χαράτς, και αφέθηκαν ελεύθεροι. Από την τέταρτη ημέρα άρχισε το πούλημα των σκλάβων και των πολύτιμων αντικειμένων. Από καμμιά άλλη ελληνική πόλη, εκτός από την Κωνσταντινούπολη, δεν είχαν αποκομίσει οι Τούρκοι τόσο πλούσια λάφυρα, όσα από την Λευκωσία. Στις 15 Σεπτεμβρίου, ημέρα Παρασκευή, ό Μουσταφά πασάς αναπέμπει ευχαριστήρια στον θεό μέσα στην φραγκική μητρόπολη.
Ύστερ’ από την άλωση της Λευκωσίας κατέβηκαν από τα βουνά και προσκύνησαν οι καπετάνιοι Πέτρος Συγκλητικός, Σκιπίων Καράφας, Ιωάννης Συγκλητικός και άλλοι. Και ό Μουσταφά τούς δέχθηκε με ευμένεια.
3. Ο τουρκικός στόλος ξεκινά για την Αμμόχωστο, ενώ ό Μουσταφά βάζει να καθαρίσουν την Λευκωσία και επισκευάζει και εξοπλίζει τα οχυρώματά της από φόβο, μήπως φθάση ό χριστιανικός στόλος. Στις 3 Οκτωβρίου μιά Κύπρια σκλάβα, ως προς την ταυτότητα τής οποίας δεν είναι σύμφωνοι οι ιστορικοί, βάζει φωτιά στην πυριτιδαποθήκη και τινάζει στον αέρα ένα γαλεόνι. Μαζί του καταστρέφονται και δύο άλλα καράβια τουρκικά.
Ύστερ’ από την πτώση της Λευκωσίας παραδίδονται το κάστρο τής Κερύνιας, ή Πάφος, ή Λεμεσός και οι Αλυκές(Salines). Κατά τα μέσα Σεπτεμβρίου άρχισαν να εμφανίζωνται οι προφυλακές του τουρκικού εκστρατευτικού σώματος εμπρός στην Αμμόχωστο. Στις πρώτες συγκρούσεις οι υπερασπιστές της, Ιταλοί και Έλληνες, με τολμηρές εξόδους επιφέρουν βαριές απώλειες στους Τούρκους. Στις 17 Σεπτεμβρίου φθάνει ό κύριος όγκος των τουρκικών στρατευμάτων, 200 - 250.000 άνδρες. Απέναντί τους αντιπαρατάσσονται 3 - 4.000 γυμνασμένοι Ιταλοί πεζοί, 200 - 300 stradioti και 4.000 περίπου άλλοι Έλληνες πού δεν διαθέτουν όμως εφόδια επαρκή για μιά μακριά πολιορκία. Την ίδια ημέρα και ό τουρκικός στόλος αγκυροβολεί 1 λεύγα μακριά από το κάστρο τής Αμμοχώστου και φροντίζει να τηρή συχνή επικοινωνία με τα απέναντι μικρασιατικά παράλια μεταφέροντας στο νησί άνδρες για την αναπλήρωση των κενών, τρόφιμα, υλικά πολέμου κ. λ.
Στην Αμμόχωστο ή άμυνα είναι οργανωμένη καλά: υπάρχει τάξη στην διανομή τροφής και στην μισθοδοσία και εξαίρετο υλικό.
Οι Έλληνες στρατιώτες και πολίτες πρόθυμοι συμμετέχουν στον αγώνα. Ανδρείοι ανώτατοι αρχηγοί, όπως οι διοικητές Bragadin καί Baglione, καθώς και ό Tiepolo διευθύνουν με θάρρος τις επιχειρήσεις και κινούν τούς άνδρες τους σε τολμηρές εξόδους για την καταστροφή των πολιορκητικών έργων των Τούρκων.
Από τις 26 ή 27 Σεπτεμβρίου αρχίζει ό βομβαρδισμός των καραβιών του λιμανιού και τής ακρόπολης, ό οποίος συνεχίζεται επί μήνες, αλλά χωρίς σοβαρές ζημίες. Επίσης οι Τούρκοι δεν κατορθώνουν να φθάσουν κοντά στα προχώματα τής πόλης, ενώ ή άφιξη κατά τα τέλη Ιανουαρίου 1571 του Marco Quirin με άνδρες και εφόδια γεμίζει με αγαλλίαση τούς πολιορκημένους.
Από τις 25 Απριλίου όμως οι πολιορκητές χρησιμοποιώντας χιλιάδες Αρμενίους εργάτες και χωρικούς του νησιού, αρχίζουν να κατασκευάζουν να τεράστιο δίχτυ χαρακωμάτων και από τα μέσα Μαΐου περιζώνουν από παντού την πόλη με οχυρώματα και την περισφίγγουν ολοένα και περισσότερο. Οι βομβαρδισμοί γίνονται βαρύτεροι. Το πυροβολικό των πολιορκημένων απαντά συχνά με ευστοχία, αλλά οι ζημιές των τουρκικών οχυρώσεων επιδιορθώνονται κατά την διάρκεια τής νύχτας. Οι εχθροί αποβλέπουν κυρίως να γεμίσουν την τάφρο στα σημεία εκείνα των τειχών, όπου είχαν δημιουργηθή ρήγματα. Κατά τον Μάιο, Ιούνιο και το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιουλίου εξαπολύουν αλλεπάλληλες τοπικές ή και γενικές επιθέσεις ύστερ’ από καταιγιστικούς βομβαρδισμούς, αλλ’ αποκρούονται. Από τα μέσα όμως του Ιουλίου ή θέληση των κατοίκων για αντίσταση εξασθενεί, αφού οι ελπίδες τους για την άφιξη τού χριστιανικού στόλου και για ενισχύσεις έχουν σβήσει πια ύστερ’ από επανειλημμένες διαψεύσεις. Έπειτα ή κατάστασή τους έχει γίνει απελπιστική οι απώλειες τους ήταν σημαντικές, τα οχυρώματά τους καταστραμμένα και τα εφόδιά τους μόλις αρκούσαν για 10 μέρες. Η κατάσταση αυτή έκανε τον επίσκοπο της Λεμεσού να συσκεφθή με τον Bragadin καί τον Baglione και να συζητήσουν, αν θα έπρεπε να παραδοθούν ή όχι. Κατόπιν, ύστερ’ από κοινή σύσκεψη με τον λαό, αποφάσισαν να περιμένουν ακόμη 20 ημέρες. Στις 29, 30 και 31 Ιουλίου ακολουθούν τρεις αλλεπάλληλες άγριες επιθέσεις, τις οποίες όμως αποκρούουν οι πολιορκούμενοι με βαριές απώλειες για τον εχθρό. Αλλά και αυτοί βρίσκονται πια στο τέλος των προσπαθειών τους. Τρόφιμα και πολεμοφόδια έχουν τελειώσει.
Έτσι την 1 Αυγούστου υψώνεται ή λευκή σημαία επάνω στα τείχη. Ακολουθούν διαπραγματεύσεις και υπογράφεται ή συμφωνία με τούς εξής όρους:
1) οι Ιταλοί στρατιωτικοί, στρατηγοί, αξιωματικοί και στρατιώτες, να επιβιβαστούν με τις σημαίες τους στα καράβια και να φύγουν• επίσης οι τραυματίες και οι άρρωστοι, καθώς και όσοι Έλληνες και Αλβανοί stradioti με τις οικογένειές τους ήθελαν να φύγουν• 2) όσοι πάλιν Έλληνες θελήσουν να μείνουν να είναι ελεύθεροι να το πράξουν. Ο Μουσταφά πασάς όμως παραβιάζει την συνθήκη: το βράδυ της 4 Αυγούστου πιάνει τον διοικητή M. Α. Bragadin και τους συνοδούς του πού ήταν άοπλοι και διατάζει να θανατώσουν όλους τούς στρατιώτες πού βρίσκονταν στο τουρκικό στρατόπεδο, 350 άνδρες, ανάμεσά τους και τούς ανδρείους αξιωματικούς Α. Bragadin και J. Α. Quirini. Μεθυσμένοι κατόπιν οι Τούρκοι από την αιματοχυσία ορχούν προς την πόλη και ένα μεγάλο μέρος απ’ αυτούς — παρά τις
προσπάθειες ενός σώματος γενιτσάρων να τούς απομακρύνη — κατορθώνει να εισδύση στην πόλη και να ριχθή στην σφαγή, στο σκλάβωμα, στις λεηλασίες και στις ακολασίες. Στις 6 του μηνός απαγχονίζονται, ύστερ’ από διαπόμπευση μέσα από τούς δρόμους, ό L. Tiepolo και ό Έλληνας αρχηγός των stradioti Α. ή Μ. Α. Σπηλιώτης. Μαρτυρικός ήταν ό θάνατος του Μ. Α. Bragadin: αφού στις 4 του μηνός του έκοψαν τ’ αυτιά και την μύτη, στις 8 τον υπέβαλαν σε διάφορους ταπεινωτικούς εξευτελισμούς, και κατόπιν τον οδήγησαν στην κεντρική πλατεία, όπου τον έγδαραν ζωντανό. Ο Bragadin για μισή ώρα υπέμενε με στητή την ψυχή τα μαρτύρια, ώσπου το μαχαίρι του βασανιστή του έφτασε στο στήθος. Ως τις τελευταίες στιγμές του αρνήθηκε ν’ αλλαξοπιστήση για να σώση την ζωή του.
Στις 9 Αυγούστου ό Μουσταφά μπήκε θριαμβευτικά στην Αμμόχωστο και την επαύριο άρχισε ό καθαρισμός των ερειπίων. Δώδεκα χιλιάδες πεζοί έμειναν στην Αμμόχωστο, Λευκωσία και Κερύνια και 4.000 ιππείς μοιράστηκαν στις Αλυκές, Λεμεσό, Πάφο, Κερύνια και αλλού.
Στις 22 Σεπτεμβρίου αναχωρεί ό Μουσταφά για την Κωνσταντινούπολη συναποκομίζοντας τα λάφυρα και τούς αιχμαλώτους της Αμμοχώστου, οι οποίοι υπέφεραν τρομερά από την κτηνωδία των κατακτητών. Στις 30 Σεπτεμβρίου δύο φορτηγίδες και μερικά από τα ιστιοφόρα βυθίστηκαν από τρικυμία μαζί με πολλούς αιχμαλώτους, κυρίως με το μεγαλύτερο μέρος των Ιταλίδων γυναικών. Στην Κωνσταντινούπολη, όταν στις 2 Νοεμβρίου έφθασε ό Μουσταφά, ό τουρκικός όχλος δεν μπόρεσε να γιορτάση με χαρά την νίκη των τουρκικών όπλων, γιατί τα νέα της ναυμαχίας της Ναυπάκτου τούς είχαν ρίξει σε βαθύτατη θλίψη.
4. Πολλοί Κύπριοι, πού είχαν πολεμήσει στο πλευρό των Βενετών, φεύγοντας μαζί με άλλους Έλληνες στρατιώτες ζήτησαν άσυλο στις βενετικές κτήσεις. Και ή Βενετία ενδιαφέρθηκε, ύστερ’ από την συνθήκη τής 5 Ιουλίου 1573, να τούς παραχωρήση γαίες γύρω από την Pola. Οι πρώτες όμως κυπριακές οικογένειες μόλις στα 1578 άρχισαν να καταφθάνουν εκεί, όπου κιόλας είχαν εγκατασταθή μερικές Κρητικές ύστερ’ από την λεηλασία της περιοχής Ρεθύμνου από τον Ουλούτς Αλή. Έτσι ως το τέλος το 1580 μόνον 25 οικογένειες Κυπρίων και άλλες τόσες Ναυπλιωτών και Μονεμβασιωτών είχαν εποικιστή στα έρημα χωριά Maderno καί Piroi. Οι πρόσφυγες όμως του Piroi αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις γαίες και τα σπίτια τους, γιατί το κλίμα του τόπου ήταν νοσηρό και οι καταπιέσεις των εντοπίων ανυπόφορες. Μερικές επίσης Κρητικές οικογένειες από το Ρέθυμνο εγκαταστάθηκαν το 1580 στην Pola καί στό Parenzo. Στήν Pola, μολονότι κατατρεγμένοι από την εχθρότητα των εντοπίων, μπόρεσαν ν’ αγκιστρωθούν στα αφιλόξενα εκείνα εδάφη, να επιζήσουν και να ιδρύσουν την εκκλησία του Αγ. Νικολάου επάνω στα ερείπια της καθολικής εκκλησίας τής Αγ. Αικατερίνης. Απέκτησαν και δικό τους νεκροταφείο. Εκκλησιαστικά υπάγονταν στην δικαιοδοσία του ορθόδοξου μητροπολίτη Φιλαδελφείας, πού έδρα είχε την Βενετία. Οι πρόσφυγες τα πρώτα εκείνα δύσκολα χρόνια είχαν την τύχη να βρουν στο πρόσωπο το προνοητή της Ιστρίας Marino Malipiero ένα θερμό συμπαραστάτη, έναν αληθινό φιλέλληνα• και την ευγνωμοσύνη τους προς αυτόν την διαιωνίζει ακόμη ως σήμερα λατινική επιγραφή του 1583 επάνω σε μαρμάρινη πλάκα στα δεξιά τής εισόδου τής εκκλησίας του Αγ. Νικολάου τής Pola. Ή ελληνική όμως αυτή κοινότητα δεν επρόκειτο ποτέ να δη μέρες ευημερίες. Φτώχεια και ταραχή κυριαρχούν εξ αιτίας τόσον των ενοχλήσεων των εντοπίων, όσο και των καταδιώξεων του καθολικού κλήρου. Την κατάσταση δεν μετέβαλε ουσιαστικά ή άφιξη νέων προσφύγων από την Κρήτη στα 16691, όπως θα δούμε στο οικείο κεφάλαιο*.
5. Ή Κύπρος ερημώθηκε. Ειδικά ή περιοχή Μεσαριάς είχε τελείως καταστραφή από τον εχθρό. Από τούς 200.000 κατοίκους 40.000 περίπου βρήκαν τον θάνατο, ενώ πολύ περισσότεροι αιχμαλωτίστηκαν και σκορπίστηκαν ως δούλοι σε διάφορα μέρη τής οθωμανικής αυτοκρατορίας. Μολαταύτα πολλοί, ιδίως κάτοικοι του δυτικού μέρους του νησιού, σώθηκαν στην λοφώδη περιοχή του Τροόδου (όπου τα τελευταία χρόνια είχε σημειωθή ή αντίσταση των Κυπρίων εναντίον των Άγγλων). Γι’ αυτό το μέρος εκείνο ήταν και το μόνο πού καλλιεργήθηκε τον πρώτο χρόνο. Έτσι ή Κύπρος διέτρεξε σοβαρό κίνδυνο από πείνα. Τώρα ό Μουσταφά και οι άλλοι επίσημοι Τούρκοι ενθαρρύνουν τούς χωρικούς να σπείρουν. Επίσης οι μπέηδες των κοντινών μικρασιατικών ακτών παίρνουν διαταγή να στείλουν κριθάρι και σιτάρι για τα στρατεύματα, καθώς τροφή και σπόρους για τούς ραγιάδες. Πολλοί Κύπριοι μπόρεσαν να εξαγοράσουν τα κτήματά τους, ενώ οι δουλοπάροικοι έγιναν κύριοι των αγρών, πού καλλιεργούσαν με το δικαίωμα να τούς κληροδοτήσουν στα παιδιά τους. Επίσης αποκαθίσταται ή ορθόδοξη αρχιεπισκοπή του νησιού, και χειροτονείται από τον οικουμενικό Πατριάρχη Μητροφάνη ό Τιμόθεος αρχιεπίσκοπος Κύπρου, «ήτοι Κωνσταντίας, νέας Ιουστινιανής». Διοικητής τής Κύπρου με το αξίωμα του μπεηλέρμπεη διορίζεται ό Μουζαφέρ πασάς, με πρωτεύουσα την Λευκωσία. Ο μπεηλέρμπεης με τον αγά των γενιτσάρων, τον χαζινέ δεφτερδάρ, τον δεφτέρ Κεχαγιά κ.α. αποτελούν το διβάνιο, το οποίο είναι μικρογραφία του αντίστοιχου της Κωνσταντινουπόλεως. Στην νέα αυτή διοικητική περιοχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας υπάγονται και τέσσερα σαντζάκια από τις απέναντι ακτές τής Μ. Ασίας και τής Συρίας. Επίσης το νησί διαιρείται σε τρία και πολύ αργότερα σε τέσσερα σαντζάκια αντίστοιχα προς τις έδρες των ορθόδοξων επισκόπων: τής Λευκωσίας, Κερύνιας, Πάφου και Κυτίου, σε καζάδες και δέκα έξ ναχιέδες. Ένας μολλάς στην Λευκωσία και καδήδες σε διάφορες άλλες πόλεις και κωμοπόλεις ασκούσαν την θρησκευτική και δικαστική εξουσία. Παράλληλα λειτουργεί ή γνωστή κοινοτική διοίκηση των ραγιάδων.
Οι Τούρκοι αποβλέποντας στον ανασυνοικισμό τής Κύπρου εγκατέστησαν εκεί όχι μόνο πολλούς από τούς στρατιωτικούς, πού διακρίθηκαν στον πόλεμο, αλλά και 20.000 άλλους, πού έμειναν στο νησί ως άποικοι μετά την διάλυση του εκστρατευτικού σώματος, καθώς και μουσουλμανικούς και χριστιανικούς πληθυσμούς από τις περιοχές Ικονίου, Λαράνδων, Καισαρείας, Νίγδης κ.α. Σύμφωνα με την πρώτη τουρκική απογραφή του φθινοπώρου 1572 υπήρχαν στο νησί 85.000 φορολογητέοι (εξαιρούνται οι γυναίκες, τα παιδιά κάτω των 14 ετών και οι άνδρες άνω των 50), Έλληνες, Αρμένιοι, Μαρωνίτες, Κόπτες κ.α. Την εποχή ακριβώς αυτή της απογραφής και τής καταγραφής των κτημάτων έδρασαν και οι αγανακτισμένοι πάροικοι και «περπιριάριοι» (σκλάβοι) υποδείχνοντας στους Τούρκους τα διάφορα κτήματα (σπίτια, υποστατικά κ. λ.) των αρχόντων και ευγενών. Μολαταύτα ορισμένοι παλαιοί θεσμοί των Βενετών διατηρήθηκαν και από τούς Τούρκους, όπως π. χ. το να αγγαρεύωνται οι Κύπριοι — ασφαλώς οι πάροικοι — και να εργάζωνται δυό φορές την εβδομάδα στα εργοστάσια ζάχαρης.
Ο σουλτάνος ενδιαφέρεται προσωπικά να επιβάλη την τάξη και την ασφάλεια στο νησί και να εισπράξη τούς φόρους χωρίς καταπιέσεις και αυθαιρεσίες σε βάρος των κατοίκων. Επιθυμεί να ξαναβρή το νησί την παλαιά του ευημερία, αλλ’ αυτό δεν ήταν εύκολο. Ακόμη τις αρχές τού 17 αί. ή Κύπρος είναι πολύ έρημωμένη.
Ποια είναι τα αποτελέσματα της απώλειας της Κύπρου είναι εύκολο να τ’ αντιληφθή κανείς: Η Βενετία εκτοπίζεται οριστικά από την Ανατολική Μεσόγειο και χάνει την συχνή επαφή της με την Ασία, με το μακρινό δηλαδή και προσοδοφόρο δρόμο των Ινδιών. Τα ακραία ανατολικά σύνορα του θαλασσινού κράτους της αναδιπλώνονται προς την Κρήτη, πού από τώρα και στο εξής αποκτά μεγαλύτερη στρατηγική σπουδαιότητα.
Πηγή:* Το ανεξάντλητο Έργο του Απόστολου Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τομ. Γ’, Θεσσαλονίκη 1968.
πηγή e-istoria.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου