Τετάρτη 6 Ιουλίου 2011

ΤΗΘΥΣ..[Μέρος Β΄]

Ουρανός/Γη – Ωκεανός/Τηθύς – Κρόνος/Ρέα[πηγήeleysis69.wordpress.com]



Ο Πλάτων στον «Τίμαιο, 40.e.5 – 41.a.3» λέγει ότι : «Από την Γη και τον Ουρανό γεννήθηκαν ο Ωκεανός και η Τηθύς. Από αυτούς γεννήθηκαν ο Φόρκυς, ο Κρόνος και η Ρέα και όλοι οι άλλοι που γεννήθηκαν μαζί με αυτούς από τον Κρόνο και την Ρέα γεννήθηκε ο Ζευς και η Ήρα και όλοι εκείνοι που τους ονομάζουμε αδελφούς αυτών και άλλοι ακόμη απόγονοι αυτών – Γῆς τε καὶ Οὐρανοῦ παῖδες Ὠκεανός τε καὶ Τηθὺς ἐγενέσθην, τούτων δὲ Φόρκυς Κρόνος τε καὶ Ῥέα καὶ ὅσοι μετὰ τούτων, ἐκ δὲ Κρόνου καὶ Ῥέας Ζεὺς ῞Ηρα τε καὶ πάντες ὅσους ἴσμεν ἀδελφοὺς λεγομένους αὐτῶν, ἔτι τε τούτων ἄλλους ἐκγόνους».
Ο Πρόκλος, στο «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Ε’, 171.21 – 172.25 και 174.18 – », εξηγεί ότι όπως ακριβώς ο ορατός Κόσμος, μολονότι έχει πλήθος και ποικιλία επειδή απεικόνισε τη νοητική σειρά των Ειδών, έχει μέσα του αυτά τα δύο άκρα, τη γη και τον ουρανό, εκ των οποίων ο ένας έχει το ρόλο του πατέρα και η άλλη της μητέρας, κατά τον ίδιο τρόπο και μέσα σε κάθε στοιχείο του Κόσμου πρέπει να θεωρήσουμε ότι υπάρχουν αυτές οι δύο αρχές, η γη και ο ουρανός, με αέρινο τρόπο μέσα τον αέρα, ενυδρίως μέσα στο ύδωρ, χθονίως μέσα στην γη και σύμφωνα με όλους τους τρόπους που έχουν προαναφερθεί, προκειμένου καθένα να έχει τέλειος Κόσμος τακτοποιημένος από τις ανάλογες αρχές. Γιατί, από τη στιγμή που και ο άνθρωπος λέγεται ότι είναι μικρός Κόσμος, πως πολύ πιο πριν δεν πρέπει κάθε στοιχείο να έχει, με τον ταιριαστό του τρόπο, όλα όσα έχει με καθολικό τρόπο ολόκληρος ο Κόσμος ;; Για αυτό και ο Πλάτωνας παρουσίασε αμέσως μετά την αναφορά στην εκεί γη και στον εκεί ουρανό τη θεωρία του για την εδώ γη και των εδώ ουρανό, κάνοντας αρχή από τη γη και τον ουρανό. Γιατί και αυτοί εδώ έχουν προκύψει κατά αναλογία με εκείνους εκεί. Αλλά εκείνοι εκεί είναι με καθολικό τρόπο αίτιοι όσων παράγονται τώρα, ενώ αυτοί εδώ, σε αναλογία με εκείνους, υπάρχουν και στο σύνολο του ουρανού και στο σύνολο της γης και οπωσδήποτε σε κάθε στοιχείο σύμφωνα με την τάξη του στοιχείου αυτού, για παράδειγμα με αέρινο, με υδάτινο ή με χθόνιο τρόπο, όπως είπαμε. Γιατί υπάρχει και στη γη ο ουρανός και στον ουρανό ή γη, και εδώ ο ουρανός υπάρχει με χθόνιο τρόπο, ενώ εκεί η γη υπάρχει με ουράνιο τρόπο. Γιατί ο Ορφέας αποκάλεσε τη σελήνη ουράνια γη. Και δεν πρέπει να απορούμε με αυτά και για το πώς υπάρχει ο ουρανός στη γη. Γιατί πως καθένα από τα νοητά Είδη πραγματοποιεί την πρόοδό του από ψηλά μέχρι τη γη ; …..
Πρώτα, λοιπόν, θα ξαναθυμηθούμε ότι ο λόγος αφορά τους υποσελήνιους θεούς και ότι αυτοί υπάρχουν παντού όλοι και ότι έχουν προκύψει κατά αναλογία προς τους νοητούς και τους νοητικούς βασιλιάδες.
Έπειτα, έχοντας πίστη σε αυτές τις αρχές, θα υποστηρίξουμε ότι, όπως ακριβώς ο πρώτιστος ουρανός είναι όριο των νοητικών θεών και συνοχέας, ο οποίος συνέχει το μέτρο που ξεκινά από το ίδιο το Αγαθό και από τους νοητούς θεούς και κατεβαίνει στους νοητικούς Κόσμους, κατά τον ίδιο τρόπο και τούτος εδώ κάτω ο ουρανός είναι όριο των γενεσιουργών θεών και συνοχέας, ο οποίος συνέχει μέσα σε ένα πέρας το δημιουργικό μέτρο που ξεκίνησε από τους ουράνιους θεούς και έφτασε μέχρι τους θεούς που έλαβαν κλήρο τους την γένεση, και ο οποίος συνδέει αυτούς τους θεούς με την ουράνια ηγεμονία των θεών. Γιατί όπως ο δημιουργός έχει αναλογία με το ίδιο το Αγαθό, έτσι και η μία θεότητα του εδώ ουρανού έχει αναλογία με τον νοητικό ουρανό. Όπως ακριβώς, λοιπόν, εκεί το μέτρο και το πέρας κατεβαίνει από το Αγαθό και μέσω του ουρανού φτάνει σε όλους τους νοητικούς θεούς, έτσι λοιπόν και εδώ το όριο φτάνει μέχρι τους γενεσιουργούς θεούς και τα ανώτερα γένη κατεβαίνοντας από τον δημιουργό και από την κορυφή των εγκόσμιων, εννοώ δηλ. από τη συνεκτική μεσότητα του ορατού ουρανού. Γιατί ο ουρανός που προοδεύει παντού έλαβε αυτή τη σειρά, αλλού με τρόπο ενωμένο και απόκρυφο, αλλού με τρόπο φανερό και διαιρεμένο. Γιατί αλλού θέτει όριο στις ψυχές, αλλού στα έργα της φύσης, αλλού σε άλλα με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο, πρωτογενώς στον αέρα, δευτερογενώς στις ένυδρες τάξεις και τελευταία στην γη και στα χθόνια έργα. Υπάρχουν όμως και σύνδεσμοι αυτών. Γιατί άλλο είναι το θεϊκό μέσα στον αέρα και άλλο το δαιμονικό επί της γη. Γιατί αλλού είναι ο τρόπος διαφορετικός μέσα σε διαφορετικές βαθμίδες, και αλλού είναι ο τρόπος διαφορετικός μέσα στην ίδια περιοχή.
Αφού λοιπόν μετά τον ουρανό στραφούμε στην γη και αφού την παρακαλέσουμε να μας βοηθήσει στην ερμηνεία της, ας παρουσιάσουμε τον ορισμό της από την πρώτη εμφάνισή της. Αφού λοιπόν εκείνη εμφανίστηκε μέσα στις μεσαίες τριάδες των νοητικών θεών μαζί με τον ουρανό, τον συνοχέα όλων των νοητικών θεών, προοδεύει κατ’ αναλογία προς την νοητή γη, που βρήκαμε ότι είναι η πρώτη από τις νοητικές τριάδες. Και, όπως ταιριάζει στις ζωογονικές τάξεις, εξομοιώνεται με το πρώτο άπειρο και είναι ο «ἐκδόχιος κόλπος» της γεννητικής θεότητας του ουρανού και το μεσαίο κέντρο της πατρικής του αγαθότητας, καθώς συμβασιλεύει με αυτόν και είναι η δύναμη εκείνου που είναι πατέρας. Η γη αναλογεί σε εκείνη και που προΐσταται μέσα στα υποσελήνια πράγματα είναι κάτι σαν γόνιμη δύναμη του ουρανού, η οποία αποκαλύπτει την πατρική, οροθετική, μετρητική και συνεκτική πρόνοιά του και απλώνεται στα πάντα με τις γόνιμες δυνάμεις της, γεννώντας η ίδια ολόκληρο το άπειρο των υποσελήνιων πραγμάτων, όπως ακριβώς ο ουρανός, ο οποίος παρέχει το όριο και το πέρας στα κατώτερά, γεννά τη σειρά του πέρατος. Αυτό, λοιπόν, το όριο και το πέρας καθορίζει την ύπαρξη κάθε πράγματος, με βάση την οποία  συνέχονται οι δαίμονες, οι θεοί, οι ψυχές και τα σώματα, και ενοποιεί όσα μιμούνται τη μια εννάδα του σύμπαντος. Το άπειρο πολλαπλασιάζει τις δυνάμεις καθενός. Γιατί είναι πολύ το πέρας μέσα σε όλα τα υποσελήνια όντα, πολύ και το άπειρο, το οποίο απλώνεται στην θεϊκή περιοχή και στην περιοχή όλων των όντων που έπονται των θεών.
Έχουμε, λοιπόν, αυτές τις δύο τάξεις που γεννούν τις θεϊκές ή δαιμονικές προόδους μέσα σε όλα τα γένη των όντων και μέσα σε όλα τα στοιχεία. Έχουμε επίσης, και τη μία βασιλεία τους, όπως και μέσα στην περιοχή των νοητικών θεών. Από αυτές τις δύο τάξεις προέρχεται η δεύτερη δυάδα, ο Ωκεανός και η Τηθής, χωρίς αυτή η γέννηση να γίνει με κάποια γενεσιουργή ένωση ή με κάποια συνεύρεση των διαχωρισμένων ή με κάποια διαίρεση ή με κάποια αποκοπή αλλά με μια αδιαίρετη ένωση και σύνδεση των δυνάμεων, πράγμα που οι θεολόγοι αποκαλούν γάμο. Γιατί ο γάμος είναι ταιριαστός με αυτή την βαθμίδα, όπως λέει ο θεολόγος. Γιατί αποκαλεί την Γη «πρτην νμφην» και πρώτιστο γάμο την ένωση αυτής με τον Ουρανό. Γιατί ο γάμος δεν υπάρχει σε όσα είναι ενωμένα στον μέγιστο βαθμό, και για αυτό δεν υπάρχει γάμος του Φάνη με την Νύχτα, οι οποίοι είναι ενωμένοι μεταξύ τους με τρόπο νοητό. Αντιθέτως ο γάμος εμφανίζεται μέσα σε όσα, μαζί με την ένωση, επιδεικνύουν και την διαίρεση των δυνάμεων και των ενεργειών. Και φαίνεται ότι για τους λόγους αυτούς ο γάμος ταιριάζει στο εδώ ουρανό και στην εδώ γη, στον βαθμό που απεικονίζουν [νεικονιζομνοις] εκείνον τον ουρανό και εκείνη την γη. Αυτό, ασφαλώς, γνώριζαν και οι θεσμοί των Αθηναίων και όριζαν να προτελούν [εορτάζουν] τους γάμους του Ουρανού και της Γης και, έχοντας αυτούς τους θεούς υπόψη τους, κατά τις Ελευσίνιες τελετές τις ελευσίνιες τελετές κοίταζαν ψηλά στον ουρανό και φώναζαν ”ε“, βρέξε, και κοιτώντας χαμηλά στην γη φώναζαν “κε“, γέννα, επειδή γνώριζαν ότι τα πάντα έχουν την γέννηση τους από αυτούς σαν πατέρα και σαν μητέρα. Με αυτή την ένωση, λοιπό, δηλ. την ένωση που συνοδεύεται από διάκριση, και λόγω της αγαθότητας τους παράγουν τον Ωκεανό και την Τηθύ.  Εκεί, όμως, ψηλά δεν γεννούν αμέσως τον Ωκεανό και την Τηθύ, αλλά πριν από αυτούς δύο μονάδες, δύο τριάδες και δύο επτάδες μέσα στις οποίες βρίσκεται ο Ωκεανός και η Τηθύς. Και οι μονάδες μαζί με τις τριάδες μένουν κοντά στον πατέρα, ενώ μέσα στις επτάδες ο μεν Ωκεανός μαζί με την Τηθύ μένει και προοδεύει ταυτόχρονα, ενώ οι υπόλοιποι έχουν προχωρήσει σε έναν άλλο θεϊκό Κόσμο. Εκεί, λοιπόν, γίνονται αυτά. Εδώ κάτω, όμως, ο λόγος παρέλειψε τις αιτίες που έμειναν πλήρως μέσα στον πατέρα, ενώ έχει παραδώσει όσες προχώρησαν και έμειναν ταυτόχρονα, επειδή ο τωρινός λόγος αφορά γενεσιουργούς θεούς και με αυτούς τους θεούς είναι ταιριαστή η πρόοδος, η κίνηση, η διαφορετικότητα και η σύνταξη του θηλυκού με το αρσενικό, προκειμένου να υπάρχει γέννηση και διακόσμηση της ύλης, η οποία διακοσμείται από τα Είδη, και της διαφορετικότητας, η οποία συμπλέκεται με την ταυτότητα. Για αυτό και από την αρχή ξεκίνησε από μία δυάδα και προχωρά μέσω της δυάδας και στην συνέχεια θα επιστρέψει σε αυτήν. Μιλώντας, όμως, για τη δυάδα, ξεκίνησε από τη γη. Γιατί αυτό είναι πιο ταιριαστό με τα γενεσιουργά πράγματα.
Βέβαια οι αιτίες αυτών των δύο, του Ωκεανού και της Τηθύς, υπάρχουν και μέσα στους νοητικούς θεούς, υπάρχουν και μέσα σε τούτον εδώ τον Κόσμο. Γιατί πρέπει παντού ο Ωκεανός να ξεχωρίζει τις πρώτες τάξεις από τις κατώτερες, αφού και οι ποιητές όχι παράλογα αποκαλούν τον Ωκεανό αυτόν που οριοθετεί τη γη. Αυτός, επίσης, ο Ωκεανός, για τον οποίο γίνεται τώρα λόγος, είναι αίτιος κίνησης, προόδου και δύναμης, αφού έβαλε μέσα στις νοητικές ζωές ακμή και γόνιμη αφθονία, μέσα στις ψυχές ταχύτητα κατά τις ενέργειες και καθαρότητα κατά τις γεννήσεις, και μέσα στα σώματα ευκινησία.  Και μέσα στους θεούς παρέχει την κινητική και προνοητική αιτία, μέσα στους αγγέλους την αποκαλυπτική και νοητική ταχύτητα, μέσα στους δαίμονες την δραστήρια δύναμη, μέσα στους ήρωες είναι χορηγός της ζωής που μεγαλουργεί και ακμάζει. Αλλά και μέσα ειδικά σε κάθε στοιχείο, ο αέρινος είναι αίτιος κάθε μεταβολής των αέρινων και του κύκλου των ουρανίων φαινομένων, όπως λέγει και ο Αριστοτέλης στα «Μετεωρολογικά, 346.b», ο υδάτινος δίνει υπόσταση στη γονιμότητα, στην ευκινησία και σε κάθε λογής δυνάμεις, ενώ ο χθόνιος είναι δημιουργός της τελειότητας με την οποία η γη γεννά και διαχωρίζει τα Είδη, καθώς και τις γένεσης και της φθοράς. Έτσι, αν υπάρχουν κάποιες χθόνιες ζωογονικές και δημιουργικές τάξεις, τις διαχωρίζει ο Ωκεανός. Και αν υπάρχουν κάποιες συνεκτικές δυνάμεις της γης, οι οποίες εποπτεύουν τις λογικές αρχές και τις γεννήσεις, και αυτές ο Ωκεανός τις διεγείρει, τις πολλαπλασιάζει και τις προκαλεί σε κίνηση.
Όσο για την Τηθύ, είναι σωστό να θεωρήσουμε, όπως δηλώνει το όνομά της, ότι είναι η παλαιότερη και ο πρόγονος των θεών, όπως ακριβώς είναι μητέρα τους η Ρέα. Γιατί ο θεολόγος αποκάλεσε «μαία» κάποια άλλη θεά πριν από αυτή : «μαία, ύψιστη των θεών, άμβροτε Νύχτα, πως λες αυτά εδώμαῖα, θεῶν ὑπάτη, Νὺξ ἄμβροτε, πῶς τάδε φράζεις;». Σύμφωνα, όμως, με την ετυμολογία που έδωσε Πλάτωνας στον «Κρατύλο, 402.c», θα χαρακτήριζε κανείς την Τυθύ πηγαία θεά. Γιατί μέσω του ονόματος της δηλώνεται το άχραντο, το καθαρό και το διηθημένο. Γιατί φαίνεται ότι, ενώ ο Ωκεανός δημιουργεί τα πάντα και παράγει όλες τις κινήσεις  (για αυτό και «γένεσις καλεῖται θεῶν»), η Τηθύς διαχωρίζει την ενιαία αιτία των κινήσεών τους στις πρωτεύουσες και δευτερεύουσες κινήσεις. Για αυτό και ο Πλάτωνας είπε ότι αυτή λαμβάνει την επωνυμία της από τα ρήματα «“διαττᾶν” καὶ “διηθεῖν”». γιατί αυτές οι λέξεις διαχωρίζουν, όπως και τα ρήματα «<ξαίνειν> καὶ <κερκίζειν>», όπως λέει ο Πλάτων στον «Σοφιστή, 226.b». Καθώς, λοιπόν, ο Ωκεανός γεννά αθροιστικά κάθε κίνηση, θεϊκή, νοητική, ψυχική, φυσική, η Τηθύς, η οποία διαχωρίζει τις εσωτερικές και τις εξωτερικές κινήσεις, αποκαλείται Τηθύς επειδή «“διαττῶσα καὶ διηθοῦσα”» τις υλικές από τις άυλες κινήσεις. Πράγματι, ταιριάζει στο θηλυκό ο διαχωρισμός και στο αρσενικό η ενότητα. Τέτοια, λοιπόν, θα υποστήριζε ο Πλάτων για αυτές τις θεότητες, και τα είπε με σαφήνεια στον «Κρατύλο». Από την άλλη, όπως έχει παραδώσει ο Ιάμβλιχος, πρέπει να ορίσουμε την Τηθύ ως χορηγό της βάσης και της μόνιμης κατάστασης. Όπως, όμως, θα μπορούσε να πει κανείς ανακεφαλαιώνοντας όλα τα παραπάνω, πρέπει να θεωρήσουμε την Τηθύ ως την αιτία της σταθεροποίησης, της μονιμότητας και της εγκατάστασης μέσα της των κινήσεων που προχωρούν προς τα έξω. Γενικά, λοιπόν, ο Ωκεανός είναι αίτιος κάθε κίνησης, θεϊκής, νοητικής, ψυχικής, φυσικής, για όλα τα κατώτερα, ενώ η Τηθύς είναι αιτία κάθε διάκρισης των ρευμάτων που προέρχονται από τον Ωκεανό, αποδίδοντας σε καθένα από αυτά την κατάλληλη καθαρότητα της κίνησης που εκ φύσεως του ταιριάζει, καθαρότητα λόγω της οποίας καθετί, είτε κινεί τον εαυτό του είτε κινεί άλλα, τα κινεί με ιδιαίτερο τρόπο. Οι θεολόγοι, μάλιστα, δηλώνουν ότι ο Ωκεανός είναι χορηγός κάθε κίνησης, όταν λένε ότι αυτός αποστέλλει δέκα ρεύματα, εκ των οποίων τα εννέα προχωρούν προς την θάλασσα, επειδή από τις κινήσεις οι εννέα είναι σωματικές, ενώ μόνο μια ανήκει στην ουσία που είναι ξεχωριστή από τα σώματα, όπως ακούσαμε στους «Νόμους, 894.c». Όσα θεία, λοιπόν, γεννούν μαζί ο Ωκεανός και η Τηθύς, ο Ωκεανός τα θέτει σε κίνηση και τα καθιστά δραστήρια, ενώ η Τηθύς τα ξεχωρίζει από τα γεννήματα, διατηρώντας καθαρά τα γεννητικά αίτια και εγκαθιστώντας τα μέσα στις ενέργειες που είναι προηγούμενες από τα γεννήματα.
Επειδή, όμως, όπως είπαμε, η γέννηση του Ωκεανού και της Τηθύς από τους προηγούμενους θεούς, τον Ουρανό και τη Γη, δεν πραγματοποιείται με μια τέτοια συνεύρεση, σαν κι αυτή που συμβαίνει στα αισθητά όντα, ούτε με μία τέτοια ένωση, σαν κι αυτή που παρατηρούμε στην περίπτωση των νοητών θεών, δηλ. της Νύχτας και του Φάνη, δικαιολογημένα και τα γεννήματά τους είναι διαχωρισμένα το ένα από το άλλο κατά αναλογία προς τους γεννήτορές τους, αλλά και τα δύο έλαβαν την ομοιότητα και με τους δύο. Γιατί ο Ωκεανός ως αρσενικός εξομοιώνεται με την πατρική αιτία, ενώ ως χορηγός της κίνησης εξομοιώνεται με τη μητρική αιτία, η οποία είναι αιτία προόδων. Και η Τηθύς ως θηλυκή εξομοιώνεται με την γόνιμη αιτία, ενώ στον βαθμό που προκαλεί στα παραγωγικά αίτια την μόνιμη εδραίωσή τους μέσα στις δικές τους ζωές, εξομοιώνεται με τη δημιουργική αιτία. Γιατί το αρσενικό αντιστοιχεί στο μοναδικό, το θηλυκό στο δυαδικό. Καθώς, λοιπόν, η μία δυάδα προέκυψε από την άλλη και σε ολόκληρο τον εαυτό της έχει εξομοιωθεί με τη δυάδα που τη γέννησε, διαχωρίζει τα αίτια της και ολόκληρο τον αριθμό που την ακολουθεί, προκειμένου παντού να αποδώσουμε το διαχωριστικό στοιχείο στην τάξη του Ωκεανού και της Τηθύς. Για τον λόγο αυτό στην παράδοση υπάρχουν πολλοί Ωκεανοί, επειδή βλέπουμε ότι έχει πολλά είδη η τάξη των θεών που συνθέτουν αυτή διαχωριστική θεϊκή σειρά. ……..
Στην περίπτωση της προηγούμενης γέννησης, μια δυάδα γεννήθηκε από μία άλλη δυάδα, η γεννητική και κινητική δυάδα από τη δυάδα που περάτωσε και οριοθετούσε. Κατά την δεύτερη γέννηση, από μια δυάδα γεννιέται πλήθος το οποίο επιστρέφει στις αιτίες μέσω της τριάδας και υποδεικνύει την πλήρη πρόοδο. Γιατί και αυτό το πλήθος διαιρείται σε αυτό που αντιστοιχεί στο πέρας και σε αυτό που αντιστοιχεί στο άπειρο. Γιατί η τριάδα είναι το πέρας μέσα σε αυτή την ομάδα, ενώ ο αριθμός που δεν κατονομάζεται είναι το άπειρο μέσα σε αυτή την ομάδα. Και από την ίδια την τριάδα, το ένα μέρος είναι αντίστοιχο με τη μονάδα και το πέρας, ενώ το άλλο μέρος είναι αντίστοιχο με τη δυάδα και το άπειρο. Και στην προηγούμενη πρόοδο τα γεννήματα προέκυπταν μόνο με βάση το πέρας και τη νοητική ιδιότητα, ενώ σε αυτή την πρόοδο υπάρχει και η παρεμβολή της αοριστίας. Γιατί μετά το όριο που συνίσταται από την τριάδα προστίθεται το «και όσοι γεννήθηκαν μαζί τους», το οποίο υποδεικνύει την πλήρη πρόοδο και τη διάκριση αυτών των τριών τάξεων, ώστε η γέννηση αυτής της ομάδας να είναι τριαδική λόγω της ιδιότητας της επιστροφής και δυαδική λόγω της παρεμβολής του άπειρου και τις αοριστίας.
Αλλά επειδή και αυτή την ομάδα θέλουμε να την ανάγουμε στις νοητικές αιτίες, όπως και τις βαθμίδες που έχουν προαναφερθεί, και επειδή μέσα στις προηγούμενες βαθμίδες ο Ωκεανός και η Τηθύς χαρακτηρίζονται αδελφοί του Κρόνου και της Ρέας και όχι πατέρες τους (γιατί η πρόοδος και αυτών προέρχεται από τον Ουρανό και τη Γη και ολόκληρη η τάξη των Τιτάνων προέρχεται από εκεί), ας δούμε για ποιό λόγο ο Πλάτωνας εδώ δίνει υπόσταση στον Φόρκυ, στον Κρόνο και στη Ρέα από τον Ωκεανό και την Τηθύ. Γιατί θα πίστευε κανείς ότι αυτό το λέει χωρίς να ακολουθεί τις ορφικές παραδόσεις. Γιατί εκεί χαρακτηρίζονται αδελφοί και όχι γονείς τους. Γιατί η Γη γεννά κρυφά από τον Ουρανό, όπως λέει ο θεολόγος Ορφέας στο απ. Νο.114 : «επτά όμορφες κόρες και επτά γιούς βασιλιάδες. Γέννησε κόρες τη Θέμιδα και την εύφρονα Τηθύν, τη μακρυμάλλα Μνημοσύνη και τη μακάρια Θεία, τη Διώνη που είχε διαπρεπή είδος (ομορφιά), τη Φοίβη και τη Ρέα, τη μητέρα του βασιλιά Δία – ἑπτὰ μὲν εὐειδεῖς κούρας, ἑπτὰ δὲ παῖδας ἄνακτας· θυγατέρας μὲν Θέμιν καὶ εὔφρονα Τηθύν   Μνημοσύνην τε βαθυπλόκαμον Θείαν τε μάκαιραν,  ἠδὲ Διώνην τίκτεν ἀριπρεπὲς εἶδος ἔχουσαν Φοίβην τε Ῥείην τε, Διὸς γενέτειραν ἄνακτος». Και άλλους τόσους γιούς : «Τον Κοίο, τον μεγάλο Κροιό, τον κραταιό Φόρκυ, τον Κρόνο, τον Ωκεανό, τον Υπερίωνα και τον Ιαπετό - Κοῖόν τε Κροῖόν τε μέγαν Φόρκυν τε κραταιόν καὶ Κρόνον Ὠκεανόν θ᾽ Ὑπερίονά τ᾽ Ἰαπετόν τε».
Ενώ, λοιπόν, αυτά έχουν καταγραφεί από τον θεολόγο από παλιά, πως γίνεται ο Τίμαιος παράγει τον Κρόνο και τη Ρέα από τον Ωκεανό και την Τηθύ.
Σε αυτό θα πρέπει να απαντήσουμε τα εξής : Καθώς έχουμε υποθέσει από πριν ότι εκείνος ο Ωκεανός και εκείνη η Τηθύς βρίσκονται πάνω από τον Κρόνο και από την Ρέα ως ενδιάμεσοι μεταξύ αυτών και των πατέρων και ως «ὁροφύλακας – φύλακες των ορίων» ανάμεσα στα δύο ζεύγη, όπως συνηθίζουν να τους εξυμνούν, και καθώς αυτά είναι δεδομένα, πρέπει να απαντήσουμε στις απορίες πρώτον ότι δεν είναι θαυμαστό οι ίδιοι, λόγω της ανωτερότητας της αξίας τους, να αποκαλούνται αδελφοί και πατέρες κάποιων. Γιατί τα πρώτα γεννήματα παράγουν μαζί με τα αίτια τους επόμενα γεννήματα. Έτσι όλες οι ψυχές είναι αδερφές ως προς τη μία δημιουργία αίτια και ως προς  τη ζωογονική αρχή και πηγή τους, αλλά όμως οι θεϊκές ψυχές σε συνεργασία με τον δημιουργικό νου και με τα ζωογονικά αίτια δίνουν υπόσταση στις επιμέρους ψυχές, επειδή οι θεϊκές ψυχές προέκυψαν πρώτες και μένουν μέσα στην ολότητα της πηγή τους, έχοντας λάβει τη δύναμη να δημιουργούν τα όμοιά τους. Αλλά και μέσα στους ίδιους τους θεούς, όλοι οι απόγονοι του Κρόνου είναι αδέλφια ως προς τη μια μονάδα που τους γέννησε, ωστόσο ο Ζεύς αποκαλείται πατέρας και από την Ήρα και από τον Ποσειδώνα μέσα στον θεϊκό ποιητή : «Πατέρα Ζευς, λαμπεροκέραυνε, έναν λόγο θέλω να βάλω στο μυαλό σου – Ζεῦ πάτερ, ἀργικέραυνε, ἔπος τί τοι ἐν φρεσὶ θήσω» (Ιλιάς Τ’ 121). Επίσης : «πατέρα Ζευς, υπάρχει άραγε κάποιος θνητός στην απέραντη γη - Ζεῦ πάτερ, ἦ ῥά τίς ἐστι βροτῶν ἐπ᾽ ἀπείρονα γαῖαν» (Ιλιάς Η’  446).
Γιατί στην μία περίπτωση ο Ποσειδώνας και στην άλλη περίπτωση η Ήρα εκφώνησε το «Ζευς Πάτερ». Επομένως, δεν είναι καθόλου περίεργο αν και ο Ωκεανός και η Τηθύς λέγονται αδερφοί και πατέρας του Κρόνου και της Ρέας, επειδή διατηρούν την πατρική ιδιότητα ανάμεσα στους αδελφούς.
Έπειτα, πρέπει να πούμε ότι, μέσα στις δυο επτάδες των Τιτάνων, ο Ωκεανός προοδεύει και μένει σταθερός, έχοντας ενώσει τον εαυτό του με τον πατέρα, και δεν απομακρύνεται από τη βασιλεία του πατέρα, ενώ οι υπόλοιποι, επειδή χαίρονται με την πρόοδο, λέγεται ότι εκπληρώνουν τη βούληση της Γης και ότι επιβουλεύονται τον πατέρα τους, διαχωρίζοντας τον εαυτό τους από τη βασιλεία του για να προχωρήσουν σε μια άλλη τάξη. Μάλλον όμως, ανάμεσα στα ουράνια γένη, άλλα μένουν μόνο μέσα στις αρχές τους, όπως ακριβώς κάνουν οι δυο πρώτες τριάδες (γιατί όπως λέει ο Ορφέας, μόλις ο Ουρανός αντιλήφθηκε ότι αυτοί «είχαν σκληρή καρδιά και άνομη φύση, τους έριξε στα βαθιά Τάρταρα της γης - ἀμείλιχον ἦτορ ἔχοντας καὶ φύσιν ἐκνομίην, ῥῖψε βαθὺν γαίης ἐς Τάρταρον» κρύβοντας, λοιπόν σε αόρατες περιοχές λόγω της υπεροχής της δύναμής τους), και άλλα και μένουν και προοδεύουν, όπως ακριβώς κάνουν ο Ωκεανός και η Τηθύς. Γιατί, ενώ οι υπόλοιποι Τιτάνες σπεύδουν στη συνωμοσία εναντίον του πατέρα τους, ο Ωκεανός αρνείται τις εντολές της μητέρας του και έχει ενδοιασμούς για την πράξη : «Τότε ο Ωκεανός έμενε στα μέγαρα του συλλογιζόμενος προς τα πού να στρέψει την απόφασή του, είτε τον πατέρα του να στερήσει από τη δύναμή του και να τον βλάψει ανόσια μαζί με τον Κρόνο και τα άλλα του αδέρφια που υπάκουσαν στη μάνα τους, είτε να τους αφήσει και να κάτσει μέσα ήσυχος. Πολλά ζυγίζοντας έμενε καθισμένος στο μέγαρό του μισητός στη μάνα του, στα αδέλφια του περισσότερο - ἔνθ᾽ αὖτ᾽ Ὠκεανὸς μὲν ἐνὶ μεγάροισιν ἔμιμνεν ὁρμαίνων, ποτέρωσε νόον τράποι, ἢ πατέρα ὅν γυ<ι>ώσῃ τε βίης καὶ ἀτάσθαλα λωβήσαιτο σὺν Κρόνῳ ἠδ᾽ ἄλλοισιν ἀδελφοῖς, οἳ πεπίθοντο μητρὶ φίλῃ, ἢ τούς γε λιπὼν μένοι ἔνδον ἕκηλος. πολλὰ δὲ πορφύρων μένεν ἥμενος ἐν μεγάροισι,   σκυζόμενος ᾗ μητρί, κασιγνήτοισι δὲ μᾶλλον».
Μένει, λοιπόν, αυτός και ταυτόχρονα προοδεύει μαζί με την Τηθύ. Γιατί η Τηθύς είναι συνδεδεμένη μαζί του κατά την πρώτη γέννηση. Οι υπόλοιποι Τιτάνες σπεύδουν στην διάκριση και στην πρόοδο και επικεφαλής τους είναι ο μέγιστος Κρόνος, όπως λέει ο θεολόγος. Ότι, από την άλλη, ο Κρόνος είναι πράγματι ανώτερος από τον Ωκεανό, το έχει δηλώσει ο θεολόγος λέγοντα ότι ο Κρόνος καταλαμβάνει τον ίδιο τον ουράνιο Όλυμπο και ότι, αφού ενθρονίστηκε εκεί, βασιλεύει στους Τιτάνες, ενώ ο Ωκεανός έλαβε ολόκληρο το μεσαίο κλήρο. Γιατί λέει ότι αυτός κατοικεί στα «θεσπεσίοις ῥείθροις» που βρίσκονται μετά τον Όλυμπο και ότι κυβερνά τον εκεί Ουρανό, όχι όμως τον κορυφαίο, όπως λέει ο μύθος, αλλά τον εκπεσόντα Ουρανό και έχει τοποθετηθεί εκεί.
Καθώς, λοιπόν, αυτά έχουν έτσι, ο Ωκεανός και η Τηθύς, στον βαθμό που μένουν και είναι ενωμένοι με τον Ουρανό, παράγουν μαζί του τη βασιλεία των απογόνων του, του Κρόνου και της Ρέας, ενώ στον βαθμό που είναι εδραιωμένοι μέσα στη μόνιμη δύναμη της μητέρας τους, στον βαθμό αυτό παράγουν μαζί της τον Φόρκυ. Γιατί τον παράγει η Γη «αφού έσμιξε ερωτικά με τον Πόντο - Πόντου φιλότητι μιγεῖσα», και εκτός αυτού παράγει τον Νηρέα και τον Θαύμαντα. Γιατί δεν είναι ο Φόρκυς του Ουρανού αλλά ο Φόρκυς του Πόντου, όπως είναι φανερό από τη Ησιόδεια «Θεογονία, 237». Επίσης, στον βαθμό που η Τηθύς είναι πλήρης από τη Γη, στον βαθμό αυτό είναι κάτι σαν Γη και θα μπορούσε να ειπωθεί ότι παράγει αυτόν τον Φόρκυ μαζί με τον Ωκεανό, στον βαθμό που και ο Ωκεανός έχει συμπεριλάβει μέσα του τον νοητό Πόντο. Επομένως, η Τηθύς, στο βαθμό που είναι Γη κατά μέθεξη, και ο Ωκεανός, στον βαθμό που είναι Πόντος ως αιτία του Πόντου, δίνουν υπόσταση σε τούτον εδώ τον θεό, όπως δίνουν στον Κρόνο και στη Ρέα.
Αν, όμως κάποιος μύθος υποδεικνύει ότι εκεί ψηλά ο Κρόνος βρίσκεται πάνω από τον Ωκεανό και η Ρέα πάνω από την Τηθύ, πρέπει να απαντήσουμε ότι εκεί υπάρχει η κατ’ ουσία σειρά (γιατί τα αίτια της νόησης κυριαρχούν στα αίτια της κίνησης), ενώ αντιθέτως εδώ όλα υπάρχουν μέσα στην κίνηση και στη μεταβολή. Επομένως, δικαιολογημένα ο Ωκεανός, επειδή είναι πηγή της κίνησης, βρίσκεται πριν τον Κρόνο και η Τηθύς πριν από τη Ρέα, ώστε να έχει επιλυθεί η απορία και με άλλον τρόπο. Γιατί, αν ο Ωκεανός και η Τηθύς είναι ανώτεροι από τον Κρόνο και τη Ρέα, επειδή οι πρώτοι είναι ενωμένοι με τον πατέρα, ενώ οι δεύτεροι ενώνονται με τη μητέρα και διαχωρίζουν τους εαυτούς τους από τον πατέρα, ας θεωρήσουμε ότι ο Ωκεανός και η Τηθύς είναι μεσαίοι και ότι διατηρούν σε σχέση με αυτούς μια πατρική υπεροχή. Αν, όμως, είναι σύστοιχοι ή κατώτεροί τους, ίσως θα μπορούσε να πει κανείς ότι, λόγω της κυριαρχίας των κινητικών αιτιών μέσα στα υποσελήνια πράγματα, έχουν λάβει σειρά ανώτερη από τον Κρόνο και τη Ρέα που νοούνται κατά αυτόν τον τρόπο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου