Τρίτη 5 Ιουλίου 2011

Η ΤΗΘΥΣ...[Η ΤΙΤΑΝΙΔΑ,Ο ΔΟΡΥΦΟΡΟΣ ΤΟΥ ΚΡΟΝΟΥ,Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΗΣ ΤΗΘΥΟΣ..]Μέρος Α΄

Ὠκεανοῦ καλέω νύμφην, γλαυκώπιδα Τηθύν,
κυανόπεπλον ἄνασσαν, εὔτροχα κυμαίνουσαν,
αὔραις ἡδυπνόοισι πατασσομένην περὶ γαῖαν.
Θραύουσ αἰγιαλοῖσι πέτρῃσί τε κύματα μακρά,
εὐδινοῖς ἁπαλοῖσι γαληνιόωσα δρόμοισιν,
ναυσὶν ἀγαλλομένη, θηροτρόφος, ὑγροκέλευθε·
μήτηρ μὲν Κύπριδος, μήτηρ νεφέων ἐρεβεννῶν
καὶ πάσης πηγῆς νυμφέων νασμοῖσι βρυούσης·
κλῦθί μου, ὦ πολύσεμνε, καὶ εὐμενέουσ ἐπαρήγοις,
εὐθυδρόμοις οὖρον ναυσὶν πέμπουσα, μάκαιρα.
[ΟΡΦΕΩΣ ΥΜΝΟΙ, ΑΡ. 22 - "88 ΙΕΡΟΙ ΥΜΝΟΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ", ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΗΛΙΟΔΡΟΜΙΟΝ, ΑΘΗΝΑ 2004 ]

Η Τηθύς (της Τηθύος) αναφέρεται ως πρόσωπο στην ελληνική μυθολογία. Φερόταν ως μια των Τιτανίδων, κόρη του Ουρανού και της Γαίας, που έλαβε ως σύζυγο τον Ωκεανό εκ του οποίου και γέννησε ποτάμιους θεούς, μεταξύ των οποίων ήταν ο Αχελώος, ο Ασωπός κλπ. και ισάριμες θεότητες, τις Ωκεανίδες. Κατ΄ άλλη παραδοχή του μύθου η Τηθύς ήταν μητέρα του Φόρκυνος, του Κρόνου και της Ρέας, η οποία και της εμπιστεύθηκε την ανατροφή του Δία.
Από τους μεταγενέστερους Έλληνες η Τηθύς ταυτίσθηκε με την θεά Ίσιδα της Αιγυπτιακής Μυθολογίας.Image

  • Ο πέμπτος σε διαστάσεις δορυφόρος του πλανήτη Κρόνου, που ανακαλύφθηκε το 1684, ονομάσθηκε Τηθύς από το μυθικό αυτό πρόσωπο.

Με τον Ωκεανό απέκτησε τα εξής παιδιά,Αχελώος ,Αχέρων ,Αλφειός ,Αμάλθεια ,Αμφιτρίτη ,Ασία ,Ασωπος,Βολτούρνος ,Διόνη, Δορίδα ,Ευρυνόμη ,Ηλέκτρα ,Ηνίπευς ,Ίναχος ,Καλλιρρόη ,Κάττιλος ,Κήβρης ,Κηφισός ,Κίρκη ,Κλυτήνη ,Κλυμένη ,Κρυνησσός .Λυσιθέα ,Μηλία
Μελείβοια, Μερόππη, Μήτις
Νήλιος, Πηνειός, Πέρση ,Πλειόνη ,Ρόδη ,Σκαμάνδρας ,Στήγα, Τήλεστος, Τυβερίνος ,Τίβερτος.Τύχη


Ετυμολογική προσέγγιση από τον καθηγητή Κοσμα ΜαρκάτοΘέτις, Τηθύς, Ρέα, Ήρα


alt
alt
alt
alt

www.hellenes-markatos.gr
ΤΗΘΥΣ...Ο ΔΟΡΥΦΟΡΟΣ ΤΟΥ ΚΡΟΝΟΥ

Η Τηθύς (Αγγλ. Tethys) είναι ο πέμπτος μεγαλύτερος δορυφόρος του Κρόνου και ανακαλύφθηκε από τον Τζιοβάννι Ντομένικο Κασσίνι στις 21 Μαρτίου 1684. Η Τηθύς έχει μέση διάμετρο 1.066 χιλιόμετρα και απέχει από τον πλανήτη Κρόνο 294.619 χλμ..
Ονομάστηκε Τηθύς από την Τιτανίδα Τηθύς της ελληνικής μυθολογίας. Επίσης αναφέρεται και με την ονομασία Κρόνος III (Saturn III), επειδή είθισται στην Αστρονομία αντί του ονόματος του δορυφόρου να χρησιμοποιείται ο αύξων αριθμός εκάστου (κατά σειρά απόστασης από τον πλανήτη). Στην πραγματικότητα δεν είναι ο τρίτος στη σειρά, αλλά όταν ανακαλύφθηκε ήταν.
Τηθύς
PIA07738 Tethys mosaic contrast-enhanced.jpg Η Τηθύς, φωτογραφήμένη από τη διαστημοσυσκευή Κασσίνι της ΝΑΣΑ
Ανακάλυψη
Ανακαλύφθηκε απόΤζιοβάνι Ντ. Κασίνι
Ημερομηνία Ανακάλυψης21 Μαρτίου 1684
Χαρακτηριστικά τροχιάς
Ημιάξονας τροχιάς294.619 Km
Εκκεντρότητα0,0001
Περίοδος περιφοράς1,887802 ημέρες
Κλίση1,12° (προς τον Ισημερινό του Κρόνου)
Είναι δορυφόρος τουΚρόνου
Φυσικά χαρακτηριστικά
Διαστάσεις1.080,8 × 1.062,2 × 1.055 Km
Μέση Ακτίνα533 ± 0,7 Km
Μάζα(6,17449 ± 0,00132) ×1020 kg
Μέση πυκνότητα0,9735 ± 0,0038 g/cm3

Ο Κασσίνι ονόμασε τους τέσσερις δορυφόρους που ανακάλυψε (Τηθύς, Διώνη, Ρέα, Ιαπετός) Sidera Lodoicea, δηλαδή αστέρια του Λουδοβίκου προς τιμή του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΔ'. Το 1847 όμως ο Τζον Χέρσελ έδωσε σε αυτούς τους δορυφόρους ονόματα Τιτάνων, οι οποίοι ήταν αδέλφια του Κρόνου.
Η Τηθύς είναι ένα ουράνιο σώμα που αποτελείται σχεδόν εξ' ολοκλήρου από πάγο. Στην παγωμένη επιφάνειά της διακρίνονται πολλοί κρατήρες. Ο μεγαλύτερος κρατήρας της βρίσκεται στο δυτικό της ημισφαίριο, ονομάζεται Οδυσσέας και έχει διάμετρο 400 χιλιόμετρα. Ένα άλλο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό της επιφάνειάς της είναι το «Χάσμα της Ιθάκης», ένα φαράγγι πλάτους εκατό χιλιομέτρων και βάθους πέντε, που διατρέχει τα 3/4 της περιφέρειας της Τηθύος (περίπου 2.000 χιλιομετρα). Εικάζεται ότι σχηματίστηκε όταν το νερό στο εσωτερικό του δορυφόρου πάγωσε, αυξάνοντας έτσι τον όγκο του και ραγίζοντας την επιφάνεια. Η θερμοκρασία στην επιφάνειά της είναι π

ερίπου -187oC.















Η ΛΕΚΑΝΗ ΤΗΣ ΤΗΘΥΟΣ


Συγγραφή : Βαλιάκος Ηλίας
Για παραπομπή: Βαλιάκος Ηλίας, «Παλαιογεωγραφία του Αιγαίου», 2006,

Πολιτιστική Πύλη του Αρχιπελάγους του Αιγαίου



1. Εισαγωγή



Η παλαιογεωγραφική εξέλιξη του χώρου του Αιγαίου κατά τη διάρκεια της πιο πρόσφατης γεωλογικής περιόδου του Ανώτερου Καινοζωικού (τα τελευταία 23 εκατ. χρόνια) σημαδεύτηκε από σημαντικές γεωτεκτονικές μεταβολές, οι οποίες εντοπίζονται κυρίως στις περιόδους του Ανώτερου Μειοκαίνου (από 5 ως 11 εκατ. χρόνια) και του Κατώτερου Πλειοκαίνου. Οι μεταβολές αυτές σχετίζονται με την κίνηση μεγάλων τεμαχών του γήινου φλοιού, που ονομάζονται λιθοσφαιρικές πλάκες, στην ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου. Η κίνηση των λιθοσφαιρικών πλακών είχε ως αποτέλεσμα την έντονη ηφαιστειακή δραστηριότητα.



Η σημερινή κατάσταση στο Αιγαίο διαφέρει βέβαια σημαντικά από την κατάσταση που επικρατούσε κατά τη διάρκεια του Ηωκαίνου-Ολιγοκαίνου, πριν από 35-45 εκατ. χρόνια. Τότε η θέση σύγκλισης των λιθοσφαιρικών πλακών της Ευρασίας και της Αφρικής βρισκόταν στο χώρο των Κυκλάδων. Η σύγκρουση αυτή δημιούργησε υψηλής πίεσης μεταμόρφωση των πετρωμάτων στις Κυκλάδες (Σύρο, Νάξο, Τήνο, Άνδρο κτλ.) και εκδήλωση της ηφαιστειότητας στην περιοχή της Ροδόπης. Η σταδιακή μετατόπιση της ηφαιστειότητας αντανακλά τη σταδιακή μετατόπιση της σύγκλισης των λιθοσφαιρικών πλακών, η οποία ταυτόχρονα εκδηλώθηκε με μια στροφή του ελληνικού χώρου. Η στροφή αυτή, η οποία βεβαιώνεται από τις παλαιομαγνητικές μετρήσεις, έστρεψε δεξιόστροφα την ελληνική χερσόνησο περίπου κατά 38 μοίρες από τη θέση στην οποία βρισκόταν πριν από 15-20 εκατ. χρόνια.



2. Θάλασσα της Τηθύος και Κιμμερική ήπειρος



Η γεωτεκτονική εξέλιξη όμως του ευρύτερου ελληνικού-μικρασιατικού χώρου αρχίζει σε πολύ παλαιότερες γεωλογικές εποχές του Μεσοζωικού ή και του Παλαιοζωικού, πριν από 180 ως 300 εκατ. χρόνια. Τα σταδιακά βήματα αυτής της γεωτεκτονικής εξέλιξης του χώρου του Αιγαίου μπορούν να συνοψιστούν στα παρακάτω. Ολόκληρος ο ελληνικός χώρος είναι δημιούργημα της παλαιάς θάλασσας / του ωκεανού της Τηθύος, ο οποίος βρισκόταν μεταξύ της Ευρασίας, του ενιαίου ηπειρωτικού χώρου της Ευρώπης και της Ασίας στο βορρά, και της Γκοντβάνα, της ενιαίας ηπείρου που περιλάμβανε την Αφρική, την Ινδία και την Αυστραλία στο νότο. Η θάλασσα της Τηθύος λειτούργησε ως ωκεάνιος χώρος για εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια. Στο αρχικό στάδιο, η Παλαιά-Τηθύς θάλασσα χώριζε τις δύο ηπείρους. Στη συνέχεια, από τον ηπειρωτικό χώρο της Γκοντβάνα αποσπάστηκαν διάφορα μεγάλα ηπειρωτικά τεμάχη. Αυτά τα ηπειρωτικά τμήματα αποτέλεσαν μια γνωστή από τη μυθογεωλογική ορολογία ήπειρο, την «Κιμμερική» ήπειρο της περιόδου εκείνης. Η Κιμμερική ήπειρος συνέχισε την κίνησή της, και κατά την περίοδο πριν από 300-180 εκατ. χρόνια συμπίεσε το χώρο της Παλαιάς-Τηθύος κάνοντας μια περιστροφή και δημιούργησε πίσω της ένα νέο ωκεάνιο χώρο της Νεο-Τηθύος.



Υπόλειμμα του χώρου αυτού της Τηθύος καθώς και υπολείμματα αυτής της παλαιάς ηπειρωτικής μορφής της Κιμμερικής ηπείρου βρίσκουμε στον ευρύτερο χώρο της Ελλάδας και της Μικράς Ασίας. Τμήματα της Κιμμερικής ηπείρου αποτελούν οι οροσειρές του Βόρρα, του Βερμίου, των Πιερίων, του Ολύμπου και της Όσσας, του Πηλίου, περιοχές της Εύβοιας και των Κυκλάδων. Στην Κιμμερική ήπειρο εντάσσονται και το υπόβαθρο της Λέσβου μαζί με το τέμαχος Σακάρια της Μικράς Ασίας και ορισμένα άλλα ηπειρωτικά τεμάχη.



Ο ωκεάνιος χώρος της Παλαιο-Τηθύος έκλεισε και καταστράφηκε οριστικά, ενώ παρέμεινε ανοικτός ο χώρος της Νέο-Τηθύος περίπου ως το Ηώκαινο, πριν από περίπου 45 εκατ. χρόνια. Τότε ολοκληρώνεται και η καταστροφή του ωκεανού της Νεο-Τηθύος, λόγω της βύθισης του ωκεάνιου φλοιού της κάτω από την Κιμμερική ήπειρο.



Συνδεδεμένη με αυτή τη σύγκλιση που έλαβε χώρα την περίοδο του Ολιγοκαίνου, δηλαδή πριν από 25-30 εκατ. χρόνια, ήταν η ηφαιστειότητα που εκδηλώθηκε στο χώρο της Ροδόπης.



3. Η μολασσική λεκάνη του βόρειου Αιγαίου



Την ίδια περίοδο, στο χώρο του βόρειου Αιγαίου παρατηρείται μια θαλάσσια λεκάνη, στην οποία συσσωρεύεται μεγάλος όγκος μολασσικών ιζημάτων. Η μολασσική λεκάνη του βόρειου Αιγαίου εκτείνεται κατά μήκος του νότιου περιθωρίου της Ροδόπης και περιλαμβάνει από την περιοχή του Αξιού και τον Θερμαϊκό κόλπο στα δυτικά, τη Λήμνο, την περιοχή της Θράκης και τη δυτική Μικρά Ασία. Οι περιοχές της δυτικής Μακεδονίας, της ανατολικής Θεσσαλίας, της Λέσβου ως και τη Μικρά Ασία καταλαμβάνονται από μία εκτεταμένη χερσαία περιοχή, η οποία συνίσταται κυρίως από μεταμορφωμένα πετρώματα που αποτελούν τμήματα της Κιμμερικής ηπείρου. Στις χερσαίες αυτές ζώνες, όπως αποδεικνύεται και από την παρουσία μεγάλου αριθμού φυτικών απολιθωμάτων, αναπτύσσονταν τροπικά-υποτροπικά δάση. Νοτιότερα της χερσαίας ζώνης εκτείνεται μια άλλη, μεγαλύτερη από εκείνη του βόρειου Αιγαίου, θαλάσσια λεκάνη, που δέχεται επίσης μεγάλο όγκο μολασσικών ιζημάτων. Αυτή η θαλάσσια λεκάνη καταλαμβάνει την περιοχή των Γρεβενών, τη λεκάνη της Θεσσαλίας, την Εύβοια και εκτείνεται ως τη Χίο και τη Μικρά Ασία.



4. Ηφαιστειακή δραστηριότητα



Στην περίοδο του Κάτω-Μέσου Μειοκαίνου πριν από 13 ως 22,5 εκατ. χρόνια η ηφαιστειακή δραστηριότητα μεταναστεύει νοτιότερα και εκδηλώνεται στην περιοχή του βόρειου και κεντρικού Αιγαίου με επέκταση προς τη Μικρά Ασία. Δείγματά της βρίσκουμε στα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, Ίμβρο, Λήμνο, Αγ. Ευστράτιο και Λέσβο, τα οποία διασώθηκαν από τη μεταγενέστερη καταβύθιση της περιοχής μεταξύ των νησιών η οποία έλαβε χώρα κατά το Τεταρτογενές. Λιγότερο διαδεδομένα είναι τα ηφαιστειακά προϊόντα στη Χίο, τα Ψαρά, τα Αντίψαρα, τη Σκύρο και την Εύβοια. Η έντονη ηφαιστειακή δράση συνδέεται με τη δημιουργία του Απολιθωμένου Δάσους της Λέσβου και της Λήμνου. Λόγω της ηφαιστειακής δραστηριότητας, μεγάλοι όγκοι ηφαιστειακών υλικών και ηφαιστειακής στάχτης παρασύρθηκαν από μεγάλες ποσότητες νερού και προκάλεσαν μεγάλης κλίμακας λασπορροές που κάλυψαν τη βλάστηση της περιοχής.



Πριν από 22,5 εκατ. χρόνια ο αιγαιακός χώρος παρουσιάζει μια εικόνα διαφορετική από τη σημερινή, αρχίζει όμως να εμφανίζεται μια βόρεια θαλάσσια αιγαιακή λεκάνη, καθώς επίσης και στην περιοχή των Κυκλάδων, στο κεντρικό τμήμα, υπάρχει μία χερσαία μάζα στο μέσο της οποίας δημιουργείται μια εσωτερική λεκάνη γλυκών και υφάλμυρων υδάτων. Επίσης, στα ανατολικά της ευρύτερης αυτής περιοχής αναπτύσσεται μια ηφαιστειακή ζώνη.



5. Οι γεωλογικές εξελίξεις στο Μέσο Μειόκαινο



Στο Μέσο Μειόκαινο, και συγκεκριμένα πριν από περίπου 15 εκατ. χρόνια, ολόκληρος σχεδόν ο ελλαδικός χώρος, προφανώς και το Αιγαίο, χερσεύει και αποτελεί με τη Μικρά Ασία μία ενιαία χέρσο. Η θάλασσα αποσύρεται περιφερειακά και εξαπλώνεται από το Ιόνιο ως τα νότια της Κρήτης και των Δωδεκανήσων. Πριν από 10 εκατ. χρόνια, η θάλασσα εισβάλλει από τα νότια σε ολόκληρο σχεδόν το χώρο του σημερινού Αιγαίου πελάγους. Χέρσος παρέμεινε η περιοχή των Κυκλάδων που αποτελούσε συνέχεια της ηπειρωτικής Ελλάδας, καθώς επίσης και περιοχές του ανατολικού Αιγαίου όπως τα νησιά Λέσβος, Χίος, Σάμος κ.ά., που αποτελούσαν συνέχεια της ξηράς με τη Μικρά Ασία. Οι παλαιογεωγραφικές συνθήκες όμως αλλάζουν πολύ γρήγορα και σε μεγάλη έκταση. Πριν από 8 εκατ. χρόνια η Μεσόγειος περιορίζεται σε επιμέρους λεκάνες. Αυτό οφείλεται στην απομόνωσή της από τους γειτονικούς ωκεανούς με το κλείσιμο των σημείων επικοινωνίας με αυτούς. Η ποσότητα του νερού που εξατμίζεται είναι μεγαλύτερη από την ποσότητα των νερών που εισρέει στη Μεσόγειο από τους ποταμούς των γειτονικών ξηρών. Έτσι, δημιουργείται η κρίση αλμυρότητας σε ολόκληρη τη Μεσόγειο και στο Αιγαίο φυσικά. Σε πολλές περιοχές του Αιγαίου έχουμε απόθεση εβαποριτών, όπως στη θαλάσσια περιοχή της Θάσου, στις βόρειες Σποράδες, στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Κυκλάδων και Χίου, βόρεια και ανατολικά της Κρήτης και στο Ιόνιο πέλαγος. Πριν από 6 εκατ. χρόνια ο αιγαιακός χώρος χερσεύει λόγω συμπιεστικών τάσεων και αποτελεί μια ενιαία χέρσο με την ηπειρωτική Ελλάδα και τη Μικρά Ασία. Η θάλασσα κατά την περίοδο αυτή έχει αποσυρθεί νοτιότερα και εκτείνεται από το Ιόνιο και την περιοχή της Κρήτης ως τα Δωδεκάνησα. Στο βόρειο Αιγαίο αρχίζει να εισβάλλει η Παρατηθύς. Πριν από 3,5 εκατ. χρόνια η τεκτονική δράση εκφράζεται με εφελκυσμό, έτσι δημιουργούνται νέα ρήγματα ή επαναδραστηριοποιούνται παλαιά με αποτέλεσμα να ακολουθήσει εκτεταμένη επίκλυση της θάλασσας. Πριν από 1,8 εκατ. χρόνια, η θάλασσα αποσύρεται προς τα νότια και σχηματίζονται λίμνες στο βόρειο και κεντρικό Αιγαίο. Η τεκτονική στην περίοδο αυτή είναι συμπιεστική, όχι όμως για μακρό χρονικό διάστημα. Κατά τη διάρκεια του Μέσου Πλειστοκαίνου και μέχρι σήμερα, δηλαδή τα τελευταία 700.000 χρόνια, ο εσωτερικός ελλαδικός χώρος επηρεάζεται από μια νέα εφελκυστική φάση με αποτέλεσμα την ανάδραση παλαιών ρηγμάτων και τη δημιουργία νέων, όπως στην Κω, Ρόδο, Κρήτη κ.α. Αυτό συνεπάγεται επίκλυση της θάλασσας η οποία παίρνει σχεδόν τη σημερινή της μορφή. Πιο συγκεκριμένα, πριν από 21.500 χρόνια η στάθμη της θάλασσας ήταν 120 μ. κάτω από τη σημερινή στάθμη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να υπάρχει ευρεία επικοινωνία μεταξύ των νησιών και της ηπειρωτικής Ελλάδας αλλά και της Μικράς Ασίας. Στην περιοχή των Κυκλάδων σχηματίζεται μια εκτεταμένη ξηρά. Πριν από 11.500 χρόνια η στάθμη της θάλασσας ανέβηκε και έφθασε στα -60 μ. από τη σημερινή στάθμη, με συνέπεια τη διακοπή επικοινωνίας πολλών περιοχών. Τέλος πριν από 8.000 χρόνια η στάθμη της θάλασσας φθάνει σχεδόν στο σημερινό επίπεδο. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να κατακλυστούν πολλές χαμηλές χερσαίες περιοχές από θάλασσα και να διακοπούν οι επικοινωνίες μεταξύ των νησιών.



Με την πάροδο του γεωλογικού χρόνου παρατηρείται μετατόπιση και της ηφαιστειακής δραστηριότητας. Την περίοδο του Μέσου-Ανώτερου Μειοκαίνου, πριν από 12 ως 5 εκατομμύρια χρόνια, η ηφαιστειακή δραστηριότητα μεταναστεύει νοτιότερα, στο νοτιοανατολικό Αιγαίο και στη νοτιοδυτική Μικρά Ασία. Δείγματά της βρίσκουμε στα νησιά Σάμο, Πάτμο, Κω. Κατά τη διάρκεια του γεωχρονολογικού αυτού διαστήματος άρχισε η ανταλλαγή πανίδας με την περιοχή της Μικράς Ασίας. Την ίδια περίοδο η έντονη τεκτονική δραστηριότητα είχε ως αποτέλεσμα τον κατακερματισμό της χέρσου. Αρκετές λίμνες υφάλμυρων και γλυκών υδάτων σχηματίστηκαν την περίοδο αυτή, ενώ την ίδια εποχή μπορούμε να παρατηρήσουμε εναλλαγές θαλάσσιων και λιμναίων αποθέσεων. Τα ηφαιστειακά πετρώματα της νησίδας Καλόγηροι αποτελούν την τελευταία ένδειξη αυτής της ηφαιστειακής δραστηριότητας και μας συνδέουν με την επόμενη ηφαιστειακή φάση του Πλειοκαίνου.



Κατά την ίδια περίοδο πρέπει να υπήρχαν περιοδικές διασυνδέσεις μεταξύ της Μεσογείου και του βόρειου Αιγαίου, χωρίς ωστόσο να δημιουργούν φράγμα που να εμποδίζει τη μετανάστευση των θηλαστικών από τη Μικρά Ασία προς το νότιο, κεντρικό και βόρειο Αιγαίο. Στη βάση της παλαιάς ηπειρωτικής χέρσου του Αιγαίου σχηματίστηκε ένα αρχιπέλαγος στο οποίο αναπτύχθηκαν μεταναστευτικές γέφυρες ξηράς μεταξύ της Μικράς Ασίας και της Ελλάδος, οι οποίες έκαναν δυνατή την άφιξη στη σημερινή ελληνική ηπειρωτική χέρσο ενός μεγάλου αριθμού μεταναστών της ασιατικής στέππας, καθώς και πολλών αφρικανικών στοιχείων.



6. Η γεωγραφία του Αιγαίου στο Πλειστόκαινο



Κατά τη διάρκεια του Πλειστοκαίνου, την περίοδο από 1,8 εκατ. ως τα 10.000 χρόνια από σήμερα, η παλαιογεωγραφική εικόνα του Αιγαίου δε διαφέρει πολύ από την σημερινή. Ο χώρος γύρω από τα νησιά Λέσβος, Χίος, Σάμος, Ικαρία, Πάτμος και Κως αποτελούσε ένα τμήμα χέρσου, που ήταν συνδεδεμένο κατά το Πλειστόκαινο με την ηπειρωτική χέρσο του κύριου κορμού της Μικράς Ασίας. Η οδός μετανάστευσης των θηλαστικών ήταν μια χερσαία γέφυρα ή μια διακοπτόμενη ξηρά. Μετά την ανύψωση της Λέσβου κατά το Μέσο Πλειστόκαινο, πριν από περίπου 1 εκατ. χρόνια, νέα θηλαστικά πρέπει να εισήλθαν, χωρίς να αποκλείεται και η ύπαρξη σύνδεσης της Λέσβου με τη Λήμνο ή ακόμη και την Ίμβρο. Κάτι τέτοιο είναι πιθανό, αν λάβει κανείς υπόψη την ομοιότητα που παρουσιάζουν οι πλειστοκαινικές πανίδες θηλαστικών που βρέθηκαν στα δύο νησιά. Οι Οινούσσες ως το Μέσο Πλειστόκαινο ήταν ακόμη ενωμένες με την ηπειρωτική χέρσο της Μικράς Ασίας. Όσον αφορά τη Χίο, εύκολα μπορεί να αποδειχθεί ότι πολύ πρόσφατα αποχωρίστηκε και αποτέλεσε νησί, ενώ προηγουμένως υπήρξε και αυτή συνδεδεμένη με τη Μικρά Ασία. Έτσι, περνάμε από τη χέρσο της Αιγηίδας στη σημερινή εικόνα του νησιωτικού Αρχιπελάγους. Η έντονη τεκτονική δραστηριότητα του Ολοκαίνου, τα τελευταία 10.000 χρόνια, είναι υπεύθυνη για τον κατακερματισμό και τον τελικό διαμελισμό της Αιγηίδας.

Συνεχίζεται....




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου