Κυριακή 17 Ιουλίου 2011

Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΗΣ ΖΥΡΙΧΗΣ ΚΑΙ Η ΕΙΣΒΟΛΗ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ ΤΟ 1974[ΚΥΠΡΟΣ Μέρος Δ΄]

Με την ονομασία "Συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου" είναι γνωστές οι συμφωνίες που συνομολογήθηκαν το Φεβρουάριο του 1959 στη Ζυρίχη της Ελβετίας μεταξύ των πρωθυπουργών της Ελλάδας και της Τουρκίας Κωνσταντίνου Καραμανλή και Αντνάν Μεντερές αντίστοιχα και που υπογράφηκαν λίγες μέρες αργότερα στο Λονδίνο από τους εκπροσώπους της Ελλάδας, της Τουρκίας, της Βρετανίας, των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων. Με τις συμφωνίες αυτές η Κύπρος γινόταν ανεξάρτητο κράτος.
Με ηγέτες τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ' και το συνταγματάρχη Γεώργιο Γρίβα-Διγενή, οι Έλληνες Κύπριοι ξεκίνησαν την 1.4.1955 ένοπλο απελευθερωτικό αγώνα κατά των Βρετανών κυριάρχων. Ο αγώνας αυτός άρχισε με στόχο την επίτευξη της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, ιδανικό που γεννήθηκε αμέσως μετά την ελληνική επανάσταση του 1821 και τη δημιουργία του νέου Ελληνικού κράτους. Ο ένοπλος απελευθερωτικός αγώνας των Ελλήνων Κυπρίων πέρασε από πολλές δραματικές φάσεις κατά τα τέσσερα περίπου χρόνια που διάρκεσε και τερματίστηκε μετά την υπογραφή των συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου, οι οποίες, ωστόσο, δε δικαίωσαν τους πόθους και τους αγώνες των Ελλήνων του νησιού. Ουσιαστικά οι συμφωνίες αυτές αποτέλεσαν νίκη της αγγλικής πολιτικής και της αγγλοτουρκικής συνεργασίας πάνω σε ολόκληρο τον Ελληνισμό.
Τα γεγονότα που προηγήθηκαν των συμφωνιών: Λίγους μόνο μήνες μετά την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα, το Λονδίνο διόρισε νέο κυβερνήτη της Κύπρου το στρατάρχη σερ Τζον Χάρτιγκ που έφτασε στο νησί και ανέλαβε τα καθήκοντά του στις 3.10.1955, αντικαθιστώντας τον κυβερνήτη Άρμιτεϊτζ. Ο διορισμός του Χάρτιγκ που ανακοινώθηκε στις 25.9.1955, θεωρήθηκε στην Κύπρο ως αγγλική προσπάθεια για να χτυπηθεί και καταπνιγεί το κίνημα των Ελλήνων Κυπρίων. Ωστόσο ο Χάρτιγκ ήρθε στο νησί με την εντολή να δοκιμάσει πρώτα να διαπραγματευθεί με τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο και ήδη από την επομένη της ανάληψης των καθηκόντων του, δηλαδή από τις 4.10.1955, εγκαινίασε σειρά συναντήσεων μαζί του. Ο Χάρτιγκ πρότεινε την εφαρμογή στην Κύπρο ενός νέου συντάγματος που θα οδηγούσε σε καθεστώς αυτοκυβέρνησης, πράγμα που οι Βρετανοί είχαν και στο παρελθόν επανειλημμένα προτείνει στους Έλληνες Κυπρίους. Ο Μακάριος, στη σειρά των διαπραγματεύσεών του με το Χάρτιγκ αποδέχτηκε αρχικά την επεξεργασία συντάγματος αυτοκυβέρνησης, με την προϋπόθεση ότι το καθεστώς θα ήταν μεταβατικό και θα οδηγούσε από την αυτοκυβέρνηση στην πλήρη αυτοδιάθεση, υπέρ της οποίας θα έπρεπε να εκδηλωθεί επίσημα και η αγγλική κυβέρνηση, αναγνωρίζοντας το δικαίωμα τούτο στο λαό της Κύπρου.
Ενώ στις αρχές του 1956 τα πράγματα φαινόταν ότι ήταν δυνατό να οδηγηθούν σε λύση, ο αρχηγός της Ε.Ο.Κ.Α. Γεώργιος Γρίβας και η μικρή ομάδα των αδιάλλακτων ενωτικών του κύκλου της μητρόπολης Κυρηνείας άσκησαν μεγάλη πίεση στον αρχιεπίσκοπο, απειλώντας να τον καταγγείλουν και ως προδότη, αν παρέκκλινε από το αρχικό αίτημα που ήταν εκείνο της άμεσης ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα και τίποτε άλλο. Ο Μακάριος βρέθηκε σε δύσκολη θέση, κυρίως γιατί ο αντάρτικος στρατός της Ε.Ο.Κ.Α. δεν ελεγχόταν από τον ίδιο και ήταν πολύ πιθανό να αρνηθεί να δεχτεί λύση αυτοκυβέρνησης-αυτοδιάθεσης, να συνεχίσει τον αγώνα και να προκληθεί διχασμός με καταστροφικές συνέπειες. Στο τελευταίο στάδιο των διαπραγματεύσεων Μακαρίου-Χάρτιγκ ήρθε στην Κύπρο και πήρε μέρος σε αυτές και ο ίδιος ο Βρετανός υπουργός των Αποικιών Άλαν Λένοξ Μπόυντ. Ο Μακάριος προσπάθησε να κερδίσει κάτι περισσότερο κυρίως σε ότι αφορούσε το μεταβατικό διάστημα που οι Βρετανοί καθόρισαν σε 10 χρόνια, ενώ ο αρχιεπίσκοπος ζητούσε 7. Προσπάθησε επίσης να διαπραγματευθεί περισσότερο και μερικά άλλα θέματα, αλλά ο Μπόυντ παρουσιάστηκε ανένδοτος και δε δέχτηκε να συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις. Τότε ο αρχιεπίσκοπος βρήκε κάποια ευκαιρία να αποδεσμευτεί από την κατ' αρχήν αποδοχή του καθεστώτος αυτοκυβέρνησης, ικανοποιώντας και την αξίωση του Γρίβα και των αδιάλλακτων ενωτικών. Οι διαπραγματεύσεις, που αργότερα θεωρήθηκαν από πολλούς σαν η καλύτερη χαμένη ευκαιρία για οριστική ρύθμιση του Κυπριακού ζητήματος, ναυάγησαν. Λίγο αργότερα, η αγγλική κυβέρνηση πήρε την απόφαση να στείλει τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο στην Εξορία και να πάρει σκληρότατα μέτρα κατά των επαναστατημένων Ελλήνων Κυπρίων. Η αγγλική πολιτική διαφοροποιήθηκε πια οριστικά και τώρα στόχευε πρωταρχικά στην εξασφάλιση των αγγλικών συμφερόντων στην Κύπρο και ταυτόχρονα στην προώθηση λύσεως που δε θα επέτρεπε ποτέ την επίτευξη της ένωσης και την προσάρτηση της Κύπρου στο Ελληνικό κράτος.
Αφού λοιπόν το Λονδίνο εξουδετέρωσε προσωρινά τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο που τον απομόνωσε στο νησί Μαχέ των Σεϋχέλλων στη μέση του Ινδικού ωκεανού, οι Άγγλοι προσπάθησαν να δημιουργήσουν στην Κύπρο συνθήκες διαμάχης μεταξύ του ίδιου του λαού της Κύπρου, στρέφοντας κατά των αγωνιζομένων ήδη Ελλήνων Κυπρίων τους Τουρκοκυπρίους που, στο επίμονο αίτημα των πρώτων για ένωση με την Ελλάδα, αντιπρόβαλλαν όλο και πιο έντονα δικό τους αίτημα για διχοτόμηση του νησιού. Την ίδια την Τουρκία την είχαν ήδη αφυπνίσει οι Βρετανοί από πιο νωρίς, και μεταξύ άλλων την είχαν καλέσει σε κοινή διάσκεψη μαζί τους και με την Ελλάδα στη γνωστή τριμερή διάσκεψη) με θέμα το Κυπριακό, δίνοντας της έτσι ρόλο άμεσα ενδιαφερομένου μέρους στα ζητήματα τα σχετικά με την Κύπρο.
Όταν οι νέες συνθήκες που δημιουργήθηκαν στην Κύπρο και που χαρακτηρίζονταν πια από σοβαρή διαμάχη μεταξύ των Ελλήνων και των Τούρκων του νησιού, θεωρήθηκαν αρκετά σοβαρές για να μη μπορούν να διαφοροποιηθούν ριζικά, ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος απελευθερώθηκε από τις Σεϋχέλλες. Αφού στο διάστημα των 13 μηνών της εξορίας του οι Άγγλοι απέτυχαν να βρουν Έλληνα Κύπριο που να μπορέσει να τον αντικαταστήσει και να προχωρήσει σε διαπραγματεύσεις, του επέτρεψαν να αναχωρήσει από τις Σεϋχέλλες αλλά όχι και να επιστρέψει στην Κύπρο. Γνώριζαν οι Άγγλοι πως δεν ήταν δυνατό παρά να διαπραγματευθούν μόνο με το Μακάριο, γι' αυτό και θεώρησαν συμφερότερο για τους ίδιους να αφήσουν τις πρωτοβουλίες στις άλλες δύο αναμεμειγμένες χώρες, την Ελλάδα και την Τουρκία, που και αυτές πιέζονταν από το Ν.Α.Τ.Ο. και διάφορες δυτικές δυνάμεις να βρουν λύση στο πρόβλημα της Κύπρου που αποτελούσε πια και σοβαρότατη μεταξύ τους διαφορά.
Ο αρχιεπίσκοπος, όταν επέστρεψε από την εξορία του , διαπίστωσε πως δεν είχε πια πολλά περιθώρια ελιγμών. Όταν δοκίμασε να επιμείνει, τους πρώτους μήνες μετά την απελευθέρωσή του, στις προγενέστερες θέσεις του, οι Άγγλοι πρόβαλαν δικό τους σχέδιο λύσης του Κυπριακού, το σχέδιο Μακμίλαν , και απείλησαν ότι θα προχωρούσαν μόνοι στην εφαρμογή του.
Το σχέδιο Μακμίλαν πήρε την ονομασία αυτή από τον εμπνευστή του, τον Άγγλο πολιτικό Χάρολντ Μακμίλαν. Ο Μακμίλαν, γεννημένος το 1894 , ως υπουργός των Εξωτερικών στην κυβέρνηση Ίντεν εργάστηκε για παγίδευση των Ελλήνων και των Ελληνοκυπρίων με την πραγματοποίηση της περιβόητης τριμερούς διάσκεψης για το Κυπριακό. Η διάσκεψη αυτή πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο τον Αύγουστο-Σεπτέμβρη του 1955 και αποτέλεσε μεθόδευση της αγγλικής πολιτικής του "διαίρει και βασίλευε" που τέθηκε σε εφαρμογή αμέσως μετά την έναρξη της επανάστασης στην Κύπρο (1.4.1955) . Στην τριμερή διάσκεψη κλήθηκαν να πάρουν μέρος εκτός από την Αγγλία που εκπροσώπησε ο Μακμίλαν, η Ελλάδα και η Τουρκία. Παρά τις αυστηρές προειδοποιήσεις του αρχιεπισκόπου Μακαρίου και τη ριζική δημόσια διαφωνία του, η Ελλάδα αποδέχτηκε τη συμμετοχή και εκπροσωπήθηκε από το Στ. Στεφανόπουλο. Η Τουρκία εκπροσωπήθηκε από το Φ. Ζορλού. Σκοπός των Βρετανών ήταν να φέρουν αντιμέτωπες την Ελλάδα και την Τουρκία συνεπεία του Κυπριακού, οπότε μοιραία αναμενόταν η σύγκρουση με αποτέλεσμα η Αγγλία να αναλάβει το ρόλο του διαιτητή. Το σημαντικό ήταν ότι με την τριμερή του Λονδίνου το 1955, η Τουρκία επανερχόταν για πρώτη φορά ως "άμεσα ενδιαφερόμενο μέρος" στις κυπριακές εξελίξεις, μετά την παραίτησή της από κάθε δικαίωμα πάνω στην Κύπρο με τη συνθήκη της Λωζάνης του 1923. Αποτέλεσμα ήταν η απόκτηση "δικαιωμάτων" από την Τουρκία, με τις γνωστές τραγικές καταλήξεις για την Κύπρο.
Ως πρωθυπουργός, ο Χάρολντ Μακμίλαν ουσιαστικά εκβίασε ωμά τους Έλληνες και τους Ελληνοκυπρίους να αποδεχτούν, λύση δεσμευμένης (τελικά) ανεξαρτησίας για την Κύπρο, εγκαταλείποντας το αίτημα της αυτοδιάθεσης-ένωσης και οδηγούμενοι στη λύση Ζυρίχης.
Ο εκβιασμός του Μακμίλαν άρχισε με την υποκίνηση της τουρκικής μειονότητας στην Κύπρο και την υποβοήθησή της σε πράξεις βίας κατά των Ελλήνων Κυπρίων, κατά το 1957-1958, ώστε να δημιουργηθούν στο νησί συνθήκες που να ευνοούν το διαχωρισμό του. Η σφαγή των Κοντεμενιωτών στο Κιόνελι από τους Τούρκους με την υποστήριξη Άγγλων στρατιωτικών, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της αγγλικής προσπάθειας να επιτευχθεί διαχωρισμός των Ελλήνων από τους Τούρκους της Κύπρου, επισφραγισμένος με χυμένο αίμα. Οι επιθέσεις, στη Λευκωσία και αλλού, των εξτρεμιστών Τουρκοκυπρίων και οι πυρπολήσεις περιουσιών υπό την προστασία των Άγγλων στρατιωτών, είναι ένα άλλο παράδειγμα. Σημειώνεται επίσης ότι οι πρώτοι Έλληνες Κύπριοι που έγιναν πρόσφυγες (εκδιωγμένοι από τους Τούρκους της Ομορφίτας, της Λεύκας και άλλων περιοχών) , προσφυγοποιήθηκαν το 1958 στα χρόνια της πρωθυπουργίας του Χάρολντ Μακμίλαν. Έπειτα από αυτά, ο Μακμίλαν παρουσίασε το περιβόητο διχοτομικό σχετικά με την Κύπρο σχέδιο που φέρει το όνομά του, απειλώντας ότι θα προχωρούσε στην εφαρμογή του σε συνεργασία με την Τουρκία, έστω και αν αντιδρούσαν οι Έλληνες. Υπό τον ωμό αυτό εκβιασμό έγινε η στροφή του αρχιεπισκόπου Μακαρίου προς την ανεξαρτησία (δήλωση προς τη Μπάρμπαρα Κασλ στις 16.9.1958) , οπότε ενθαρρύνθηκε η ελληνική κυβέρνηση Καραμανλή να εργαστεί ελεύθερα προς την κατεύθυνση αυτή. Αποτέλεσμα ήταν η ελληνοτουρκική συμφωνία στη Ζυρίχη, νωρίς το 1959, που επισφραγίστηκε και από το Μακμίλαν στο Λονδίνο, βάσει της οποίας η Κύπρος έγινε ανεξάρτητο κράτος, όμως υπό την κηδεμονία της Αγγλίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας, με πολλές δεσμεύσεις και με υπερπρονόμια για την τουρκοκυπριακή μειονότητα.
Το σχέδιο Μακμίλαν: Το σχέδιο αυτό, στη σύνταξη του οποίου είχε συνεργαστεί και ο κυβερνήτης της Κύπρου σερ Χιου Φουτ, είχε διαφημιστεί από την αγγλική κυβέρνηση από τις αρχές του 1958. Εμφανίστηκε τελικά επίσημα στις 19.6.1958, όταν ο ίδιος ο πρωθυπουργός Μακμίλαν το παρουσίασε στη Βουλή των Κοινοτήτων ενώ αντίγραφα υποβλήθηκαν λίγες μέρες πιο πριν στην ελληνική κυβέρνηση και στον αρχιεπίσκοπο Μακάριο που βρισκόταν εξόριστος στην Αθήνα.
Ήταν ένα αισχρό σχέδιο "τριπλού συνεταιρισμού" Αγγλίας-Ελλάδας- Τουρκίας στην Κύπρο που, σε γενικές γραμμές, προνοούσε βασικά τα ακόλουθα:

  • Σύνδεση της Κύπρου με την Αγγλία (στο πλαίσιο της Κοινοπολιτείας) , την Ελλάδα και την Τουρκία.
  • Συνεργασία των κυβερνήσεων Αγγλίας, Ελλάδας και Τουρκίας σε μια "κοινή προσπάθεια" για επίτευξη ειρήνης, προόδου και ευημερίας στην Κύπρο.
  • Διορισμός αντιστοίχων αντιπροσώπων (Ελλάδας και Τουρκίας) για συνεργασία με τον Άγγλο κυβερνήτη της Κύπρου.
  • Οι Κύπριοι να έχουν δύο υπηκοότητες: ελληνική και αγγλική οι Έλληνες και τουρκική και αγγλική οι Τούρκοι.
  • Εφαρμογή στην Κύπρο νέου συντάγματος που θα συμφωνούνταν με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη.
  • Καμιά άμεση μεταβολή του καθεστώτος στην Κύπρο και διατήρηση της βρετανικής κυριαρχίας για 7 χρόνια.
  • Το νέο σύνταγμα θα έπρεπε να προνοούσε και τα εξής:
  • Χωριστές βουλές για τις δύο κοινότητες της Κύπρου.
  • Συμβούλιο με πρόεδρο τον ( Άγγλο) κυβερνήτη, με συμμετοχή αντιπροσώπων της Ελλάδας και της Τουρκίας και 6 υπουργών (4 Ελληνοκύπριοι, 2 Τουρκοκύπριοι) προερχομένων από τις αντίστοιχες βουλές. Το συμβούλιο θα ασκούσε εξουσία, εκτός από τις κοινοτικές υποθέσεις για τις οποίες θα ήταν αρμόδιες οι δύο βουλές.
  • Ο κυβερνήτης και οι δύο εκπρόσωποι (Ελλάδας και Τουρκίας) θα εξασφάλιζαν την προστασία των κοινοτικών συμφερόντων.
  • Στον κυβερνήτη θα παρέμεναν οι εξουσίες για τις εξωτερικές υποθέσεις, για την άμυνα και για την εσωτερική ασφάλεια.
  • Ύπαρξη αμερόληπτου δικαστηρίου για εξέταση οποιουδήποτε νομοθετήματος που θα θεωρούνταν από τους Έλληνες ή τους Τούρκους ότι εμπεριείχε διακρίσεις.
  • Με την προϋπόθεση τερματισμού της βίας (εννοούσε τον αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α.) , προβλεπόταν χαλάρωση των μέτρων εκτάκτου ανάγκης στην Κύπρο και επιστροφή του αρχιεπισκόπου Μακαρίου και των άλλων εξορίστων.
Ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος απέρριψε αμέσως το σχέδιο αυτό και με επιστολή του (20.6.1958) στον κυβερνήτη Φουτ, ανέφερε ότι η ιδέα του "συνεταιρισμού" επί της οποίας βασίζεται το σχέδιον, επιβάλλουσα κατ' ουσίαν τριπλήν κυριαρχίαν επί της Κύπρου είναι απολύτως απαράδεκτος, καθ' ότι αντιστρατεύεται το βασικόν και αναφαίρετον δικαίωμα του κυπριακού λαού προς αυτοδιάθεσιν. Αι κυριώτεραι διατάξεις του εξαγγελθέντος σχεδίου, διασπούν την ενότητα και καθιερώνουν συνταγματικώς τον διχασμόν του κυπριακού λαού, οδηγούσαι εις αναποτρέπτους προστριβάς και αντιθέσεις και δημιουργούσαι ούτως εστίαν μονίμου αναταραχής και απειλήν της ειρήνης εις ολόκληρον την περιοχήν...
Το σχέδιο Μακμίλαν είχε απορρίψει λίγο αργότερα, και η ελληνική κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή. Ωστόσο οι μεθοδεύσεις της κυβέρνησης Μακμίλαν, σε συνεργασία με τους Τούρκους, είχαν πια οδηγήσει αλλού το Κυπριακό ζήτημα.
Η Ζυρίχη: Η δήλωση του αρχιεπισκόπου Μακαρίου σχετικά με αποδοχή λύσης ανεξαρτησίας, έλυσε τα χέρια της ελληνικής κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή που ένα μόλις μήνα πιο πριν, τον Αύγουστο του 1958, είχε υποδεχτεί στην Αθήνα τον ίδιο το Μακμίλαν και είχε απορρίψει το σχέδιό του. Η δήλωση του Μακαρίου προς τη Μπάρμπαρα Κασλ είχε ως έξής: Είμαι έτοιμος να δηλώσω ότι αποδέχομαι την ίδρυσιν ανεξαρτήτου Κυπριακού κράτους, υπό τον όρον ότι δεν θα μεταβληθεί, είτε δια της ενώσεως μετά της Ελλάδος είτε δια του διαμελισμού είτε με οιονδήποτε άλλον τρόπον, εκτός εάν τα Ηνωμένα έθνη εγκρίνουν και εγγυηθούν τοιαύτην μεταβολήν.
Προκειμένου δηλαδή να αποφευχθεί εφαρμογή του σχεδίου Μακμίλαν (λύση διαμελισμού) , ο Μακάριος εγκατέλειπε τώρα επιφανειακά το αίτημα της ένωσης με την Ελλάδα και αποδεχόταν την ίδρυση ανεξαρτήτου Κυπριακού κράτους που θα είχε την εγγύηση αυτού τούτου του Οργανισμού Ηνωμένών Εθνών. Πίστευε ωστόσο πως έτσι δεν έκλεινε οριστικά την πορεία προς την ένωση αλλά μετατόπιζε τον τελικό στόχο σε ευθετότερο χρόνο.
Μετά τη δήλωση αυτή του αρχιεπισκόπου, άρχισαν έντονες παρασκηνιακές ζυμώσεις σε διάφορα επίπεδα και σε διάφορα πεδία και κυρίως υπό τη σκέπη του Ν.Α.Τ.Ο. και με την ενθάρρυνση των Αμερικανών. Ο Καραμανλής δήλωσε στην Κασλ ότι η χώρα του υποστήριζε κάθε λύση που οι Κύπριοι θα αποφάσιζαν να υιοθετήσουν.
Λίγο αργότερα, και ενώ η χειροπιαστή απειλή για αγγλοτουρκική εφαρμογή του σχεδίου Μακμίλαν υπήρχε ακόμη και είχε αναγκάσει τον Καραμανλή να δηλώσει ότι η θέση της Ελλάδας στο Ν.Α.Τ.Ο. γινόταν πια προβληματική, το Κυπριακό πρόβλημα συζητήθηκε στη 13η γενική συνέλευση του Ο.Η.Ε.. Μετά τις αλληλοκατηγορίες που εκτόξευσαν εκεί, οι υπουργοί Εξωτερικών της Ελλάδας και της Τουρκίας Ευάγγελος Αβέρωφ και Φατίν Ζορλού συναντήθηκαν φιλοφρονητικά. Η πρώτη αυτή επαφή τους, που ενθαρρύνθηκε και από τους συμμάχους τους, οδήγησε σε σειρά μυστικών ελληνοτουρκικών διαβουλεύσεων. Μέχρι το Γενάρη του 1959 οι δύο υπουργοί είχαν συμφωνήσει στα κυριότερα σημεία που συνέθεσαν λίγο αργότερα τις τελικές συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου. Μεταξύ άλλων, κατέληξαν στην απόφαση να διατηρήσει η Αγγλία τις βάσεις της στην Κύπρο, το νησί να καταστεί ανεξάρτητο κράτος, να αποκλειστούν η ένωση και η διχοτόμηση και να συνομολογηθούν μια "συνθήκη εγγύησης και μια συνθήκη συμμαχίας" μεταξύ Ελλάδας, Τουρκίας, Αγγλίας και του νέου Κράτους.
Λίγες μέρες αργότερα, ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, συνοδευόμενος από τον υπουργό των Εξωτερικών και επιτελείο, αναχωρούσε για τη Ζυρίχη στις 4.2.1959, για τις τελικές διαπραγματεύσεις με τους αντίστοιχους ηγέτες της Τουρκίας.
Κατά τις λίγες μέρες που ακολούθησαν, εξετάστηκαν τα όσα είχαν αρχικά συμφωνηθεί μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών των δύο χωρών, συμπληρώθηκαν, έτυχαν επεξεργασίας στις λεπτομέρειές τους και ετοιμάστηκε η συμφωνία που μονογράφηκε εκεί από τους Καραμανλή και Μεντερές στις 11.2.1959.
Η ανεξάρτητη Κυπριακή Δημοκρατία είχε γεννηθεί στη Ζυρίχη.
Η επικύρωση των συμφωνιών στο Λονδίνο: Αμέσως ύστερα, ο Καραμανλής επέστρεψε στην Αθήνα για να ενημερώσει τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο για όσα είχαν συμφωνηθεί στο ειδυλλιακό ξενοδοχείο "Ντόλντερ Γκραντ" της Ζυρίχης. Ταυτόχρονα άρχισαν και οι προεργασίες για συγκρότηση πενταμερούς διάσκεψης στο Λονδίνο, όπου τη συμφωνία θα καλούνταν να υπογράψουν και τα άμεσα ενδιαφερόμενα μέρη, δηλαδή οι Έλληνες και οι Τούρκοι της Κύπρου, καθώς και η αγγλική κυβέρνηση. Τα πράγματα βίαζαν. Οι κυβερνήσεις των τριών ενδιαφερομένων χωρών θεώρησαν εξαιρετικά επείγον το ζήτημα επικύρωσης της συμφωνίας της Ζυρίχης, φοβούμενες κυρίως ενδεχόμενες αντιδράσεις του αρχιεπισκόπου Μακαρίου και του αρχηγού της Ε.Ο.Κ.Α. Γεωργίου Γρίβα. Η πρώτη συνεδρία της πενταμερούς ορίστηκε για τις, 17.2.1959 (δηλαδή 6 μέρες μετά τη μονογραφή των συμφωνιών στη Ζυρίχη) στο Λάνκαστερ Χάους στο Λονδίνο.
Ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος καλούνταν να σηκώσει το βάρος της ευθύνης, αφού η ελληνική κυβέρνηση είχε ήδη μονογράψει τις συμφωνίες και αφού συμφωνούσαν με αυτές και η αγγλική κυβέρνηση και οι Τουρκοκύπριοι που καθοδηγούνταν και διοικούνταν από την Άγκυρα και που στο Λονδίνο αντιπροσωπεύτηκαν από το Φαζίλ Κουτσιούκ. Στην Αθήνα όπου βρισκόταν, παρακάθησε σε συσκέψεις με τον Καραμανλή στις οποίες μελετήθηκε η ήδη μονογραφηθείσα ελληνοτουρκική διευθέτηση. Ο Μακάριος είχε αμφιβολίες τόσο για τις συμφωνίες στο σύνολό τους όσο και για πολλά επιμέρους σημεία τους και οπωσδήποτε ήταν απογοητευμένος επειδή η διευθέτηση αυτή στην οποία τα πράγματα είχαν οδηγηθεί, πολύ απείχε από τους αρχικούς στόχους του αγώνα. Ήταν όμως αδύνατο τώρα πια να επιτευχθεί οτιδήποτε ουσιαστικότερο και έτσι δέχτηκε να πάει στο Λονδίνο με προοπτική, όπως είπε στον Καραμανλή, να επιδιώξει ορισμένες βελτιώσεις πάνω στο αρχικό κείμενο. Ταυτόχρονα προσκάλεσε στο Λονδίνο και ένα αριθμό Ελλήνων Κυπρίων που θεωρήθηκε αντιπροσωπευτικός, για να εκφέρει γνώμη. Σ' εκείνους που κλήθηκαν να παρευρεθούν ως σύμβουλοι στη διάσκεψη του Λονδίνου περιλαμβάνονταν οι δήμαρχοι των πόλεων, πολιτευτές, νομικοί, εκπρόσωποι συνδικαλιστικών οργανώσεων, ιερωμένοι, μέλη του γραφείου εθναρχίας και άλλοι, που ταυτόχρονα αντιπροσώπευαν και την κυπριακή Αριστερά και την κυπριακή Δεξιά. Τελικά από όλους αυτούς τους αντιπροσωπευτικούς παράγοντες μόνο οι πέντε εκπρόσωποι της Αριστεράς και δύο άλλοι τάχθηκαν σαφώς εναντίον των συμφωνιών και υποστήριξαν την απόρριψή τους, όμως αυτοί αποτελούσαν τη μειοψηφία. Αντίθετα, οι εκπρόσωποι της Δεξιάς, ακόμη και της άκρας Δεξιάς όπως ο δήμαρχος Λευκωσίας Θεμιστοκλής Δέρβης, και ιεράρχες όπως ο μητροπολίτης Κιτίου Άνθιμος, επέμεναν πεισματικά στην αποδοχή των συμφωνιών. Και ήταν αυτοί ακριβώς που μετατράπηκαν αργότερα σε φανατικούς πολέμιους του Μακαρίου επειδή ο τελευταίος αποδέχτηκε και υπέγραψε τις συμφωνίες. Αντίθετοι προς την αποδοχή των συμφωνιών ήταν και οι αδιάλλακτοι ενωτικοί κύκλοι της μητρόπολης Κυρηνείας, που δεν παρευρίσκονταν όμως στο Λονδίνο.
Στην αγγλική πρωτεύουσα ο Μακάριος προσπάθησε πράγματι να επιφέρει βελτιώσεις και τροποποιήσεις των κειμένων, αλλά δεν πέτυχε γιατί τα υπόλοιπα μέρη (περιλαμβανομένης και της Ελλάδας) δεν υποστήριξαν τη διαδικασία νέων συζητήσεων και παζαρευμάτων πάνω στα κείμενα που είχαν ήδη μονογραφηθεί από την Ελλάδα και την Τουρκία και που ήταν αποδεκτά και από την Αγγλία και από την ηγεσία των Τουρκοκυπρίων. Οι Καραμανλής και Αβέρωφ άφησαν μάλιστα να εννοηθεί σαφώς ότι αν ο Μακάριος τορπίλιζε τις συμφωνίες και αποτύχαινε η διάσκεψη, θα διαχώριζαν τη θέση τους και η ελληνική κυβέρνηση θα εγκατέλειπε το Μακάριο.
Τελικά ζητήθηκε από το Μακάριο με τρόπο τελεσιγραφικό να απαντήσει μόνο με ένα ναι ή ένα όχι και του δόθηκε προθεσμία λίγο μόνο ωρών για να αποφασίσει. Η τελική απάντησή του ήταν θετική, αλλά για όλους αυτούς τους λόγους υποστήριξε αργότερα ότι οι συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου είχαν επιβληθεί πάνω στον ελληνικό κυπριακό λαό, παρά τη θέλησή του.
Μετά την υπογραφή των συμφωνιών, στις 20.2.1959, τόσο ο Μακάριος όσο και ο Αβέρωφ κατέβαλαν προσπάθειες να πείσουν τον αρχηγό της Ε.Ο.Κ.Α. Γεώργιο Γρίβα στην Κύπρο ότι οι συμφωνίες ήταν το καλύτερο δυνατό που μπορούσε να επιτευχθεί και ότι δεν έπρεπε να αντιδράσει σε αυτές. Ο Γρίβας, που αργότερα παραπονέθηκε ότι δεν είχε ενημερωθεί πλήρως πριν κληθεί να αποδεχτεί τις συμφωνίες, βρέθηκε επίσης σε δίλημμα. Τελικά όμως έκρινε πως αν δεν αποδεχόταν τις συμφωνίες και αποφάσιζε να συνεχίσει τον ένοπλο αγώνα, θα διχαζόταν όχι μόνο ο κυπριακός Ελληνισμός αλλά και ο Ελληνισμός γενικότερα, με τραγικά καταστροφικές συνέπειες. Εξάλλου, σε μια τέτοια περίπτωση θα έχανε την απαραίτητη υποστήριξη της Ελλάδας στις δικές του προσπάθειες και, έτσι, δε θα μπορούσε να πετύχει οτιδήποτε καλύτερο. Αποδέχτηκε, γι' αυτό, τη διευθέτηση και με διαταγή του προς τους αγωνιστές της Ε.Ο.Κ.Α. κήρυξε τη λήξη του ένοπλου αγώνα.
Τα μετά τις συμφωνίες: Λίγες μέρες μετά την υπογραφή των συμφωνιών, την 1.3.1959, ο Μακάριος επέστρεψε στην Κύπρο ύστερα από τρία χρόνια εξορίας και του επιφυλάχτηκε αποθεωτική υποδοχή στη Λευκωσία. Μιλώντας στον κυπριακό λαό, προσπάθησε να εμφανίσει την κατάληξη αυτή του αγώνα ως λαμπρή νίκη, σε μια προσπάθεια να εμψυχώσει το λαό που τόσα είχε υποφέρει κατά τα προηγούμενα χρόνια. Στο μεταξύ τα κρατητήρια είχαν ανοιχθεί και οι πολιτικοί κρατούμενοι είχαν αφεθεί ελεύθεροι. Ο κυπριακός λαός πανηγύρισε, αλλά στους εορτασμούς αυτούς δεν έγινε επιτρεπτή από τους Άγγλους η συμμετοχή του στρατιωτικού αρχηγού του αγώνα, του Γρίβα. Ειδικές διευθετήσεις έγιναν για την αναχώρηση του Γρίβα από το νησί με ελληνικό αεροπλάνο που τον παρέλαβε από το αεροδρόμιο Λευκωσίας και τον μετέφερε στην Αθήνα όπου η ελληνική κυβέρνηση του είχε προετοιμάσει υποδοχή ήρωα και η ελληνική βουλή τον ανακήρυξε άξιο της πατρίδας.
Στην Κύπρο εγκαθιδρύθηκε σύντομα καθεστώς μεταβατικής κυβέρνησης που προετοίμασε καθετί το απαραίτητο για την ίδρυση του νέου κράτους. Η επίσημη ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας και ο τερματισμός της αγγλικής κατοχής έγινε με τελετές στις 16.8.1960.
Τι διελάμβαναν οι συμφωνίες: Το πλήρες κείμενο των συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου είναι τόσο σημαντικό αφού σε αυτό βασίστηκε η ίδρυση του ανεξάρτητου Κυπριακού κράτους, ώστε κρίνουμε σκόπιμο να το παραθέσουμε εδώ ολόκληρο:
ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΖΥΡΙΧΗΣ-ΛΟΝΔΙΝΟΥ
ΒΑΣΙΚΗ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

  • Το Κράτος της Κύπρου είναι Δημοκρατία με προεδρικόν σύστημα, της οποίας ο Πρόεδρος είναι Έλλην και ο Αντιπρόεδρος είναι Τούρκος, αντιστοίχως εκλεγόμενοι υπό της Ελληνικής και της Τουρκικής κοινότητος δια καθολικής ψηφοφορίας.
  • Αι επίσημαι γλώσσαι της Δημοκρατίας της Κύπρου είναι η Ελληνική και η Τουρκική. Αι νομοθετικαί και διοικητικαί πράξεις και τα έγγραφα δέον να συντάσσωνται και να δημοσιεύωνται εις αμφοτέρας τας επισήμους γλώσσας.
  • Η Δημοκρατία της Κύπρου θα έχη ιδίαν σημαίαν, ουδετέρου χρώματος και σχεδίου, εκλεγησομένων από κοινού υπό του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας.
  • Αι αρχαί και αι Κοινότητες θα δύνανται κατά τας εορτασίμους ημέρας να υψώνουν την Ελληνικήν και την Τουρκικήν σημαίαν ομού μετά της σημαίας της Κύπρου.
  • Η Ελληνική και η Τουρκική κοινότης θα δικαιούνται να εορτάζουν τας ελληνικάς και τουρκικάς εθνικάς εορτάς.
  • Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος θα εκλέγωνται δια περίοδον πέντε ετών.
  • Εν περιπτώσει απουσίας, κωλύματος ή χηρείας των θέσεων αυτών ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος θα αντικαθίστανται αντιστοίχως από τον Πρόεδρον και τον Αντιπρόεδρον της Βουλής.
  • Εν περιπτώσει χηρείας των αντιστοίχων θέσεων θα λαμβάνη χώραν η εκλογή νέων αξιωματούχων εντός τεσσαράκοντα πέντε το πολύ ημερών.
  • Η εγκατάστασις εις τα αξιώματα αυτών του Προέδρου και του Αντιπροέδρου θα γίνεται υπό της βουλής, ενώπιον της οποίας ούτοι θα ορκίζωνται πίστιν και σεβασμόν προς το Σύνταγμα. Προς τον σκοπόν αυτόν η βουλή θα συνέρχεται εντός εικοσιτετραώρου από της συγκροτήσεώς της.
  • Η Εκτελεστική Εξουσία θα ασκήται υπό του Προέδρου και του Αντιπροέδρου. Προς τούτο ούτοι θα διαθέτουν Υπουργικόν Συμβούλιον αποτελούμενον εξ 7 Ελλήνων και 3 Τούρκων Υπουργών. Οι Υπουργοί θα υποδεικνύωνται αντιστοίχως υπό του Προέδρου και του Αντιπροέδρου, οίτινες θα τους διορίζουν δια πράξεως υπογραφομένης από κοινού.
  • Οι Υπουργοί θα δύνανται να εκλέγωνται εκτός της Βουλής των Αντιπροσώπων.
  • Αι αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου θα λαμβάνωνται κατ' απόλυτον πλειοψηφίαν.
  • Αι ούτω λαμβανόμεναι αποφάσεις θα πρέπει να δημοσιεύωνται πάραυτα υπό του Πρόεδρου και του Αντιπροέδρου δια καταχωρήσεως εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
  • Εν τούτοις, ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος θα έχουν δικαίωμα οριστικής αρνησικυρίας και δικαίωμα παραπομπής επί των αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου, υπό τους αυτούς όρους τους ισχύοντας δια τους νόμους και τας αποφάσεις της Βουλής των Αντιπροσώπων.
  • Η Νομοθετική Εξουσία θα ασκήται υπό Βουλής Αντιπροσώπων εκλεγομένων δια περίοδον 5 ετών δια καθολικής ψηφοφορίας, υπό έκάστης Κοινότητος κεχωρισμένως, κατ' αναλογίαν 70% δια την Ελληνικήν και 30% δια την Τουρκικήν κοινότητα, αναλογίαν οριζομένην ανεξαρτήτως στατιστικών δεδομένων. (Σημ. Ο αριθμός των Αντιπροσώπων θα ορισθεί δια κοινής συμφωνίας υπό των κοινοτήτων) .
  • Η Βουλή των αντιπροσώπων είναι αρμοδία δια όλα τα ζητήματα πλην εκείνων άτινα ρητώς επιφυλάσσονται δια τας Κοινοτικάς Βουλάς. Εν περιπτώσει συγκρούσεως αρμοδιότητος, την διαφοράν θα επιλύη το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον, όπερ θα αποτελείται από ένα Έλληνα, ένα Τούρκον και ένα ουδέτερον, διοριζομένους από κοινού υπό του Προέδρου και του Αντιπροέδρου. Του Δικαστηρίου θα προεδρεύη ο ουδέτερος.
  • Οι νόμοι και αι αποφάσεις της Βουλής των Αντιπροσώπων θα υιοθετώνται δι' απλής πλειοψηφίας των παρόντων μελών. Θα δημοσιεύονται εντός 15 ήμερών εκτός εάν ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος τα επαναφέρουν προς νέαν εξέτασιν συμφώνως προς το σημείον 9.
  • Αι Συνταγματικαί διατάξεις, πλην των βασικών άρθρων, θα δύνανται να τροποποιούνται υπό πλειοψηφίας αποτελουμένης από τα δύο τρίτα των Ελληνικών μελών και τα δύο τρίτα των Τουρκικών μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων.
  • Πάσα τροποποίησις του εκλογικού Νόμου, ως και πάσα επιψήφισις Νόμου σχετικού προς τους Δήμους και Νόμου καθιερούντος φόρους ή τέλη, απαιτεί απλήν πλειοψηφίαν των Ελληνικών και Τουρκικών μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων άτινα μετέχουν της ψηφοφορίας, των μεν και των δε κεχωρισμένως.
  • Καθ' όσον άφορά την έγκρισιν του προϋπολογισμού ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος θα δύνανται να κάμουν χρήσιν του δικαιώματος επαναφοράς εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων εάν, κατά την κρίσιν των, λαμβάνη χώραν διάκρισις. Εάν η Βουλή των Αντιπροσώπων επιμένη επί των αποφάσεών της, ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος Θα δύνανται, να προσφύγουν εις το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον.
  • Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος θα έχουν κεχωρισμένως και από κοινού το δικαίωμα της οριστικής αρνησικυρίας επί παντός νόμου ή αποφάσεως αναφερομένης εις τας εξωτερικάς υποθέσεις, πλην της συμμετοχής της Δημοκρατίας της Κύπρου εις Διεθνείς Οργανισμούς και Σύμφωνα Συμμαχίας, εις τα οποία συμμετέχουν τόσον η Ελλάς όσον και η Τουρκία, ως και επί της αμύνης και της ασφαλείας ως αύται καθορίζονται εις το παράρτημα 1.
  • Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας θα έχουν κεχωρισμένως και από κοινού το δικαίωμα της παραπομπής επί όλων των Νόμων και αποφάσεων, αι οποίαι θα δύνανται να παραπεμφθούν εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων εντός προθεσμίας, κατ' ανώτατον όριον 15 ημερών προς επανεξέτασιν.
  • Η Βουλή των Αντιπροσώπων οφείλει να αποφανθή εντός προθεσμίας 15 ημερών επί του αντικειμένου της παραπομπής. Εάν η Βουλή των Αντιπροσώπων εμμείνη εις τας αποφάσεις της ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος οφείλουν να δημοσιεύουν τον εν λόγω Νόμον ή απόφασιν εντός των καθοριζομένων δια την δημοσίευσιν των νόμων και αποφάσεων προθεσμίαν.
  • Οι νόμοι και αι αποφάσεις, αι οποίαι θεωρούνται υπό του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου ως μεροληπτικαί δια εκατέραν των δύο κοινοτήτων, θα υποβάλλωνται εις το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον το οποίον θα δύναται να ακυροί, επικυροί ή παραπέμπη τον Νόμον ή την απόφασιν ταύτην εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων προς επανεξέτασιν εν όλω ή εν μέρει. Ο νόμος ή η απόφασις αύτη δεν θα είναι εφαρμόσιμος πριν ή αποφασίσουν το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον ή η Βουλή των Αντιπροσώπων εις περίπτωσιν παραπομπής.
  • Εκάστη κοινότης θα έχη την Κοινοτικήν αυτής Βουλήν, αποτελουμένην εξ αριθμού Αντιπροσώπων ο οποίος θα ορισθή υπό της ιδίας.
  • Αι Κοινοτικαί Βουλαί θα κέκτηνται το δικαίωμα να επιβάλλουν εισφοράς και προσωπικά τέλη εις τα μέλη της κοινότητός των ίνα αντεπεξέλθουν εις τας ανάγκας των έργων και ιδρυμάτων, ων ο έλεγχος ταίς ανήκει.
  • Αι Κοινοτικαί Βουλαί θα είναι αρμόδιοι έφ' όλων των θρησκευτικών, εκπαιδευτικών, πολιτιστικών και διδασκαλικών ζητημάτων, ως και ζητημάτων προσωπικής νομικής θέσεως. Θα είναι ωσαύτως αρμόδιοι εφ' όλων των ζητημάτων όπου τα συμφέροντα και ιδρύματα είναι φύσεως καθαρώς κοινοτικής ως τα ιδρύματα, καθιδρύματα και ενώσεις αγαθοεργοί και αθλητικοί, συνεταιρισμοί παραγωγής και καταναλώσεως ή πιστωτικά ιδρύματα συσταθέντα προς τον σκοπόν να προαγάγουν την ευημερίαν εκατέρας των κοινοτήτων. (Σημ. Εννοείται βεβαίως ότι αι διατάξεις αι περιλαμβανόμεναι εις την παρούσαν παράγραφον δεν θα δύνανται να ερμηνευθούν κατά τρόπον εμποδίζοντα την δημιουργίαν ιδρυμάτων μικτών ή μικτών ή κοινοτικών όπου οι κάτοικοι θα το επεθύμουν) .
  • Οι συνεταιρισμοί ούτοι παραγωγής και καταναλώσεως ή τα πιστωτικά ιδρύματα, οίτινες θα διέπωνται υπό των νόμων της Δημοκρατίας, θα υπάγωνται, καθ'όσον αφορά τον έλεγχον αυτών, εις τας Κοινοτικάς Βουλάς.
  • Αι Κοινοτικαί Βουλαί θα είναι επίσης αρμόδιοι να προαγάγουν τους σκοπούς τους επιδιωκομένους υπό Δημαρχιών αποτελουμένων εκ μιάς μόνης Κοινότητος. Αι Δημαρχίαι αύται αίτινες θα υπάγωνται εις τους Νόμους της Δημοκρατίας θα επιβλέπωνται όσον αφορά την λειτουργίαν των υπό των Κοινοτικών Βουλών.
  • Εις ην περίπτωσιν η κεντρική διοίκησις είναι υπόχρεως να αναλάβη τον έλεγχον των ιδρυμάτων, καθιδρυμάτων ή δημαρχιών, μνημονευομένας εις τας δύο προηγουμένας παραγράφους, συμφώνως προς την εν ισχύι νομοθεσίαν, ο έλεγχος ούτος δέον να διενεργήται δια λειτουργών ανηκόντων εις την Κοινότητα εις ην ανήκει το εν λόγω ίδρυμα, καθίδρυμα ή η Δημαρχία.
  • Η Διοίκησις θα αποτελήται κατά ποσοστόν 70% εξ Ελλήνων και 30% εκ Τούρκων.
  • Εννοείται βεβαίως ότι η ποσοτική αύτη αναλογία θα τυγχάνη εφαρμογής, εφαρμογής' όσον τούτο θα είναι πρακτικώς δυνατόν εις όλους τους βαθμούς της διοικητικής ιεραρχίας.
  • Εις τας περιοχάς ή πόλεις αποτελουμένας εκ μιάς εκ των κοινοτήτων κατά πλειοψηφίαν πλησιάζουσαν τα 100%, τα όργανα των τοπικών διοικήσεων, εξαρτώμενα εκ της κεντρικής διοικήσεως, θα αποτελούνται εκ λειτουργών ανηκόντων εις την κοινότητα αυτήν μόνον.
  • Οι αναπληρωταί του Εισαγγελέως της Δημοκρατίας, του Γενικού Επιθεωρητού, του Θησαυροφύλακος και του διοικητού της Εκδοτικής Τραπέζης δεν θα δύνανται να ανήκουν εις την ιδίαν προς τους προϊσταμένους αυτόν κοινότητα. Οι αξιωματούχοι των θέσεων αυτών θα διορίζωνται, κατόπιν κοινής συμφωνίας, υπό του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας.
  • Οι Αρχηγοί και Υπαρχηγοί των Ενόπλων Δυνάμεων, των Δυνάμεων Χωροφυλακής και της Αστυνομίας θα διορίζωνται κατόπιν κοινής συμφωνίας υπό του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας.
  • Ο εις των Αρχηγών αυτών θα είναι Τούρκος και εκεί όπου ο Αρχηγός θα ανήκη εις την μίαν εκ των κοινοτήτων, ο Υπαρχηγός δέον να ανήκη εις την ετέραν.
  • Η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία δεν θα δύναται να καθιερωθή ειμή κατόπιν συμφωνίας του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας.
  • Η Κύπρος θα έχη στρατόν 2.000 ανδρών εξ ων τα 60% θα είναι Έλληνες και τα 40% Τούρκοι.
  • Αι δυνάμεις ασφαλείας (χωροφυλακή και αστυνομία) θα έχουν δύναμιν 2.000 ανδρών ήτις θα δύναται να ελαττωθή να αυξηθή κατόπιν κοινής συμφωνίας του Προέδρου και του Αντιπροέδρου. Αι δυνάμεις ασφαλείας θα αποτελούνται κατά 70% εξ Ελλήνων και κατά 30% εκ Τούρκων. Εν τούτοις, δια μίαν αρχικήν περίοδον η αναλογία θα ηδύνατο να υψωθή εις εν μάξιμουμ 40% δια τους Τούρκους (και κατά συνέπειαν να ελαττωθή εις 60% δια τους Έλληνας) ίνα μη απολυθούν οι Τούρκοι, οι υπηρετούντες σήμερον εις το σώμα της Αστυνομίας, πλην της επικουρικής Αστυνομίας.
  • Αι δυνάμεις αι σταθμεύουσαι εις περιοχάς του εδάφους της Δημοκρατίας κατοικουμένας κατά ποσοστόν προσεγγίζον το 100% από μέλη μιάς μόνης κοινότητος δέον να ανήκουν εις την κοινότητα αυτήν.
  • Εν Ανώτατον Δικαστήριον θα ιδρυθή το οποίον θα αποτελήται εκ δύο Ελλήνων, ενός Τούρκου και ενός ουδέτερου οριζομένου από κοινού υπό του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας.
  • Το Δικαστήριον θα προεδρεύεται υπό του ουδέτερου Δικαστού όστις θα κέκτηται δύο ψήφους.
  • Το Δικαστήριον τούτο αποτελεί το Ανώτατον Συμβούλιον του Δικαστικού Σώματος (Διορισμοί, προαγωγαί των Δικαστικών κλπ) .
  • Αι διαφοραί αστικής φύσεως, εις ην περίπτωσιν ο ενάγων και ο εναγόμενος ανήκουν εις την αυτήν κοινότητα. θα δικάζωνται υπό Δικαστηρίου αποτελουμένου εκ Δικαστών ανηκόντων εις την κοινότητα ταύτην. Εάν ο ενάγων και ο εναγόμενος ανήκουν εις διαφόρους κοινότητας η σύνθεσις του Δικαστηρίου θα είναι μικτή και θα καθορίζεται υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
  • Τα Δικαστήρια τα επιλαμβανόμενα διαφορών αστικής φύσεως σχετικών προς την προσωπικήν θέσιν και τα θρησκευτικά ζητήματα, τα επιφυλαχθέντα εις την αρμοδιότητα των Κοινοτικών Βoυλών συμφώνως προς το σημείον 10, θα απαρτίζωνται εξ ολοκλήρου εκ Δικαστών ανηκόντων εις την αντίστοιχον κοινότητα. Η σύνθεσις και οι βαθμοί των Δικαστηρίων αυτών θα καθορισθούν συμφώνως προς τον Νόμον τον τεθέντα υπό της Κοινοτικής Βουλής και θα εφαρμόζουν τον Νόμον τον τεθέντα υπό της Κοινοτικής Βουλής.
  • Όσον άφορά τας ποινικάς υποθέσεις το δικαστήριον θα αποτελήται εκ Δικαστών ανηκόντων εις την ιδίαν προς τον κατηγορούμενον κοινότητα. Εάν το παθόν μέρος ανήκει εις άλλην κοινότητα η σύνθεσις του Δικαστηρίου θα είναι μικτή και θα καθορίζεται υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
  • Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας κέκτηνται κεχωρισμένως το δικαίωμα να δίδουν χάριν εις τους καταδικασθέντας εις θάνατον τους ανήκοντας εις τας αντιστοίχους αυτών κοινότητας. Εις ην περίπτωσιν οι εγκληματίαι και οι παθόντες ανήκουν εις διαφόρους κοινότητας, το δικαίωμα της χάριτος δέον να ενασκήται κατόπιν κοινής συμφωνίας από του Προέδρου και του Αντιπροέδρου. Εις περίπτωσιν διαφωνίας η κεφαλική ποινή θα μετατρέπεται εις ισόβιον κάθειρξιν.
  • Εις περίπτωσιν μεταρρυθμίσεως, αι γαίαι δεν θα δύνανται να διανέμωνται ειμή εις πρόσωπα ανήκοντα εις την ιδίαν κοινότητα προς τον ιδιοκτήτην καθ' ου η απολλοτρίωσις.
  • Καθ'όσον αφορά τας απολλοτριώσεις τας διενεργουμένας υπό του Κράτους ως επίσης και υπό των Δημαρχιών, αύται δεν θα δύνανται να διενεργούνται ειμή έναντι δικαίας αποζημιώσεως οριζομένης, εις περίπτωσιν αμφισβητήσεως υπό των Δικαστηρίων. Η προσφυγή εις τα Δικαστήρια θα έχη ανασταλτικήν ισχύν.
  • Τα απαλλοτριωθέντα αγαθά δεν θα δύνανται να χρησιμοποιηθούν ειμή δια τον σκοπόν δι'όν εγένετο η απαλλοτρίωσις. Εις την αντίθετον περίπτωσιν τα αγαθά θα αποδίδωνται εις τους ιδιοκτήτας αυτών.
  • Χωριστά Δημαρχεία θα δημιουργηθούν εις τας πέντε μεγαλυτέρας πόλεις της Κύπρου υπό των Τούρκων κατοίκων των πόλεων αυτών. Εν τούτοις (α) εις εκάστην των πόλεων τούτων εν όργανον συντονισμού θα δημιουργηθή, το οποίον θα μεριμνά δια τας εργασίας αίτινες δέον να ενεργούνται από κοινού και θα ασχολήται με τας υποθέσεις αίτινες χρειάζονται σχετικήν συνεργασίαν. Τα όργανα ταύτα θα απαρτίζωνται εκ δύο μελών εκλεγομένων υπό των Ελληνικών Δημαρχείων, δύο μελών εκλεγομένων υπό των Τουρκικών Δημαρχείων, και ενός Προέδρου εκλεγομένου κατόπιν κοινής συμφωνίας υπό των δύο Δημαρχείων, (β) ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος θα εξετάσουν εντός τεσσάρων ετών εάν ο χωρισμός ούτος των Δημαρχείων εις τας πέντε μεγαλυτέρας πόλεις θα πρέπει να συνεχισθή ή όχι.
  • Αναφορικώς προς άλλας τοποθεσίας ειδικαί διευθετήσεις θα γίνουν δια την εγκαθίδρυσιν δημοτικών σωμάτων συμφώνως, κατά το δυνατόν, του κανόνος της αναλογικής αντιπροσωπεύσεως δια τας δύο κοινότητας.
  • Μία συνθήκη εγγυωμένη την ανεξαρτησίαν, την εδαφικήν ακεραιότητα και το Σύνταγμα του νέου Κράτους της Κύπρου θα συναφθή μεταξύ της Δημοκρατίας της Κύπρου της Ελλάδος, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Τουρκίας. Μία στρατιωτική συμμαχία θα συναφθή επίσης μεταξύ της Δημοκρατίας της Κύπρου της Ελλάδος και της Τουρκίας.
  • Αι δύο πράξεις αύται θα έχουν συνταγματικήν ισχύν. (Η τελευταία αύτη παράγραφος θα περιληφθή εντός του Συντάγματος ως θεμελιώδες άρθρον) .
  • Θα αναγνωρισθή η ολοκληρωτική ή μερική ένωσις της Κύπρου μεθ' οιουδήποτε Κράτους ή η ξεχωριστή ανεξαρτησία θα αποκλεισθούν.
  • Η Δημοκρατία της Κύπρου θα παραχωρήση την ρήτραν του μάλλον ευνοουμένου Κράτους εις την Μ. Βρετανίαν, την Ελλάδα και την Τουρκίαν δι' όλας τας συμφωνίας, οιασδήποτε φύσεως.
  • Η διάταξις αύτη δεν περιλαμβάνει τα σύμφωνα μεταξύ της Δημοκρατίας της Κύπρου και του Ηνωμένου Βασιλείου τα αφορώντα τας βάσεις και στρατιωτικάς ευκολίας τας παραχωρουμένας εις το Ηνωμένον Βασίλειον.
  • Η Ελληνική και η Τουρκική Κυβέρνησις θα έχουν το δικαίωμα να επιχορηγούν τα εκπαιδευτικά, πνευματικά, αθλητικά και φιλανθρωπικά ιδρύματα τα ανήκοντα εις τας αντιστοίχους κοινότητας.
  • Ομοίως, εις ην περίπτωσιν μία εκ των κοινοτήτων κρίνει ότι δεν διαθέτει τον αναγκαίον αριθμόν διδασκάλων, καθηγητών ή κληρικών δια την λειτουργίαν των ιδρυμάτων αυτών, η Ελληνική και η Τουρκική Κυβέρνησις θα δύνανται να ταίς παρέχουν τα απολύτως αναγκαία μέσα δια να αντιμετωπίσουν τας ανάγκας των.
  • Εν εκ των ακολούθων Υπουργείων είτε το Υπoυργείον Δικαιοσύνης, είτε το Υπουργείον Οικονομικών θα ανατεθή εις Τούρκον. Εάν ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος συμφωνήσουν θα δύνανται να υποκαταστήσουν εις το σύστημα τούτο εν σύστημα εναλλαγής.
  • Το νέον Κράτος το οποίον θα γεννηθή δια της υπογραφής των Συνθηκών θα πρέπει να συγκροτηθή το ταχύτερον δυνατόν και εντός προθεσμίας μη υπερβαινούσης τους τρείς μήνας μετά την υπογραφήν των Συνθηκών τούτων.
  • Άπαντα τα ανωτέρω μνημονευόμενα σημεία θα θεωρηθούν ως θεμελιώδη άρθρα του Συντάγματος της Κύπρου.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1
Ζητήματα αμύνης υποκείμενα εις αρνησικυρίαν, συμφώνως προς το σημείον 9 της βασικής διαρθρώσεως είναι τα ακόλουθα ζητήματα:

  • Σύνθεσις και δύναμις των ενόπλων δυνάμεων και αι αφορώσαι αυτάς πιστώσεις.
  • Διορισμός και προαγωγή των στελεχών.
  • Εισαγωγή υλικού πολέμου ως και όλων των εκρηκτικών υλών.
  • Παραχώρησις βάσεων και άλλων ευκολιών εις σύμμαχα κράτη.
  • Τα υποκείμενα εις αρνησικυρίαν ζητήματα ασφαλείας είναι τα ακόλουθα:
  • Διορισμός και προαγωγή των στελεχών.
  • Κατανομή και στάθμευσις των δυνάμεων.
  • Έκτακτα μέτρα και στρατιωτικός Νόμος.
  • Αστυνομικός Νόμος.
(Καθορίζεται ότι εμπίπτει εις το δικαίωμα της αρνησικυρίας κάθε μέτρον ή απόφασις φύσεως εξαιρετικής αλλ' όχι εκείναι αίτινες αφορούν την κανονικήν λειτουργίαν της αστυνομίας και της χωροφυλακής) .
Σύμφωνα με το άρθρο 21, υπογράφτηκαν δύο ακόμη κείμενα:
Μια Συνθήκη Εγγυήσεως, με την οποία οι τρεις ενδιαφερόμενες χώρες, η Ελλάδα, η Τουρκία και η Αγγλία, αναλάμβαναν την υποχρέωση να γίνουν εγγυητές του Συντάγματος του νέου Κράτους, και μια Στρατιωτική Συμμαχία μεταξύ της Κύπρου, της Ελλάδας και της Τουρκίας.
Τα δύο αυτά έγγραφα είναι:
ΣΥΝΘΗΚΗ ΕΓΓΥΗΣΕΩΣ
Η Δημοκρατία της Κύπρου άφ' ενός, η Ελλάς, το Ηνωμένον Βασίλειον και η Τουρκία άφ' ετέρου:
Ι. Θεωρούσαι ότι η αναγνώρισις και η διατήρησις της ανεξαρτησίας, της εδαφικής ακεραιότητος και της ασφαλείας της Δημοκρατίας της Κύπρου, αίτινες καθιερούνται και διέπονται υπό των θεμελιωδών άρθρων του Συντάγματός της, είναι προς το κοινόν αυτών συμφέρον.
ΙΙ. Επιθυμούσαι όπως συνεργασθούν δια να εξασφαλίσουν τον σεβασμόν προς την κατάστασιν πραγμάτων την δημιουργηθείσαν δια του ρηθέντος Συντάγματος, συνεφώνησαν επί των κάτωθι:
ΑΡΘΡΟΝ 1 Η Δημοκρατία της Κύπρου αναλαμβάνει την υποχρέωσιν όπως εξασφαλίση την διατήρησιν της ανεξαρτησίας της, της εδαφικής της ακεραιότητος και της ασφαλείας της ως και τον σεβασμόν του Συντάγματός της.
Αναλαμβάνει την υποχρέωσιν όπως μη συμμετάσχη καθ' ολοκληρίαν ή εν μέρει εις ουδεμίαν πολιτικήν ή οικονομικήν ένωσιν μετά οιουδήποτε Κράτους. Εν τη εννοία ταύτα δηλοί ότι είναι απηγορευμένη πάσα δραστηριότης δυναμένη να ευνοήση αμέσως ή εμμέσως τόσον την ένωσιν όσον και την διχοτόμησιν της Νήσου.
ΑΡΘΡΟΝ 2 Η Ελλάς, το Ηνωμένον Βασίλειον και η Τουρκία, λαμβάνουσαι υπό σημείωσιν τας υποχρεώσεις της Δημοκρατίας της Κύπρου τας καθιερουμένας υπό του άρθρου 1, αναγνωρίζουν και εγγυώνται την ανεξαρτησίαν, την εδαφικήν ακεραιότητα και την ασφάλειαν της Δημοκρατίας της Κύπρου ως και την κατάστασιν πραγμάτων την καθιερωθείσαν υπό των θεμελιωδών άρθρων του Συντάγματός της.
Αναλαμβάνουν επίσης την υποχρέωσιν όπως απαγορεύσουν, καθόσον εξαρτάται εξ αυτών, πάσαν δραστηριότητα έχουσαν ως σκοπόν να ευνοήση αμέσως ή εμμέσως τόσον την ένωσιν της Δημοκρατίας της Κύπρου με πάν άλλο Κράτος όσον και την διχοτόμησιν της Νήσου.
ΑΡΘΡΟΝ 3 Εν περιπτώσει παραβιάσεως των διατάξεων της παρούσης Συνθήκης, η Ελλάς, το Ηνωμένον Βασίλειον και η Τουρκία υπόσχονται όπως συμπράξουν επί των διαβημάτων ή των απαραιτήτων μέτρων προς εξασφάλισιν του σεβασμού των εν λόγω διατάξεων.
Εν ώ μέτρω μία κοινή ή συμπεφωνημένη δράσις δεν θα καθίστατο δυνατή, εκάστη των τριών εγγυωμένων δυνάμεων επιφυλάσσει εις εαυτήν το δικαίωμα όπως ενεργήση προς τον αποκλειστικόν σκοπόν της αποκαταστάσεως της τάξεως των πραγμάτων της καθιερουμένης δια της παρούσης συνθήκης.
ΑΡΘΡΟΝ 4 Η παρούσα συνθήκη θα τεθή εν ισχύι από της ημέρας της υπογραφής της.
Τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη επιφυλάσσονται όπως προβούν το συντομώτερον δυνατόν, εις την καταχώρησίν της παρά τη Γραμματεία των Ηνωμένων Εθνών συμφώνως προς τας διατάξεις του άρθρου 102 του Χάρτου.
ΣΥΝΘΗΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑΣ
1. Η Δημοκρατία της Κύπρου, η Ελλάς και η Τουρκία θα συνεργάζωνται δια την κοινήν αυτών άμυναν και αναλαμβάνουν την υποχρέωσιν, δια της παρούσης Συνθήκης να συνεννοούνται επί των προβλημάτων άτινα θέτει η εν λόγω άμυνα.
2. Τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη υποχρεούνται όπως αποκρούσουν πάσαν επίθεσιν, άμεσον ή έμμεσον στρεφομένην κατά της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Δημοκρατίας της Κύπρου.
3. Ώς εκδήλωσις της Συμμαχίας ταύτης, και προς επίτευξιν του προαναφερθέντος σκοπού, θέλει ιδρυθή Τριμερές Στρατηγείον επί του εδάφους της Δημοκρατίας της Κύπρου.
4. Η Ελλάς θα συμμετάσχη εις το εν τω προηγούμενω άρθρο αναφερθέν Στρατηγείον δια δυνάμεως 950 αξιωματικών, υπαξιωματικων και στρατιωτών και η Τουρκία δια δυνάμεως 650 αξιωματικών, υπαξιωματικών και στρατιωτών. Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας της Κύπρου θα δύνανται δια κοινής συμφωνίας να ζητούν από την Ελληνικήν και Τουρκικήν Κυβέρνησιν την αύξησιν ή την ελάττωσιν της Ελληνικής και της Τουρκικής δυνάμεως.
5. Οι ανωτέρω Έλληνες και Τούρκοι αξιωματικοί θα μεριμνήσουν δια την εκγύμνασιν του στρατού της Δημοκρατίας της Κύπρου.
6. Η Αρχηγία του Τριμερούς Στρατηγείου θα αναλαμβάνεται εναλλάξ και δια διάστημα ενός έτους υπό ενός Ανωτάτου Αξιωματικού Κυπρίου, Έλληνος και Τούρκου, όστις θα υποδεικνύεται υπό των Κυβερνήσεων Ελλάδος και Τουρκίας και υπό του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας της Κύπρου.
ΔΗΛΩΣΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΗΝΩΜΕΝΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Η Κυβέρνησις του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας, εξετάσασα τα έγγραφα τα σχετικά προς την δημιουργίαν της Δημοκρατίας της Κύπρου, συμπεριλαμβάνοντα την Βασικήν Διάρθρωσιν της Δημοκρατίας της Κύπρου, την Συνθήκην της Εγγυήσεως και την Συνθήκην Συμμαχίας άτινα συνετάγησαν και ενεκρίθησαν υπό των Αρχηγών Κυβερνήσεων της Ελλάδος και Τουρκίας εν Ζυρίχη την 11 Φεβρουαρίου 1959 και λαμβάνουσα υπ'όψιν τας εν Λονδίνω από 11 μέχρι 16 Φεβρουαρίου 1959, διεξαχθείσας συνεννοήσεις μεταξύ των Υπουργείων Εξωτερικών της Ελλάδος, Τουρκίας και Ήνωμένου Βασιλείου,
Δηλοί:
Α. Ότι, υπό την αίρεσιν της αποδοχής των αιτημάτων αυτής, ως ταύτα εκτίθενται εν παραγράφω Β κατωτέρω αποδέχεται τα υπό των Αρχηγών Κυβερνήσεων της Ελλάδος και Τουρκίας εγκριθέντα έγγραφα ως την συμπεφωνημένη βάσιν του τελικού διακανονισμού του προβλήματος της Κύπρου.
Β. Ότι τη εξαιρέσει δύο περιοχών εις (α) Ακρωτήριον- Επισκοπή-Παραμάλι και (β) Δεκέλεια-Πέργαμος- Άγιος Νικόλαος-Ξυλοφάγου, αίτινες θέλουν παραμείνη υπό πλήρη Βρετανικήν κυριαρχίαν, δέχεται να μεταβιβάση την κυριαρχίαν επί της Νήσου της Κύπρου εις την Δημοκρατίαν της Κύπρου υπό τους εξής όρους:
Ότι θέλουν εξασφαλιθή εις την Κυβέρνησιν του Ηνωμένου Βασιλείου τα δικαιώματα εκείνα άτινα είναι αναγκαία προκειμένου να καταστή δυνατόν να χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικώς αι ως άνω περιοχαί ως στρατιωτικαί βάσεις, συμπεριλαμβανομένων μεταξύ άλλων των δικαιωμάτων των αναφερομένων εν τω συνημμένω Παραρτήματι, και ότι θέλουσι παρασχεθή υπό της Ελλάδος, της Τουρκίας και της Δημοκρατίας της Κύπρου ικανοποιητικαί εγγυήσεις περί της ακεραιότητος των υπό την Βρετανικήν κυριαρχίαν παραμενουσών περιοχών και της χρήσεως και ασκήσεως υπό του Ηνωμένου Βασιλείου των ως άνω αναφερθέντων δικαιωμάτων.
Ότι δια συμφωνίας θέλουν προβλεφθή:
Ι. Η προστασία των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων των διαφόρων κοινοτήτων εν Κύπρω.
ΙΙ. Η προστασία των συμφερόντων των μελών των δημοσίων υπηρεσιών εν Κύπρω.
ΙΙΙ. Ο καθορισμός της εθνικότητος των προσώπων άτινα εμπίπτουν εις τον διακανονισμόν.
ΙV. Η ανάληψις υπό της Δημοκρατίας της Κύπρου των ενδεικνυομένων υποχρεώσεων της παρούσης Κυβερνήσεως της Κύπρου, συμπεριλαμβανομένου του διακανονισμού απαιτήσεων.
Γ. Ότι η Κυβέρνησις του Ήνωμένου Βασιλείου επικροτεί το σχέδιον Συνθήκης Συμμαχίας μεταξύ της Δημοκρατίας της Κύπρου, του Βασιλείου της Ελλάδος και της Δημοκρατίας της Τουρκίας, και θέλει συνεργασθή μετά των μερών της συμφωνίας ταύτης δια την κοινήν άμυναν της Κύπρου.
Δ. Ότι το Σύνταγμα της Δημοκρατίας της Κύπρου θέλει τεθή εν ισχύι και η επίσημος υπογραφή των αναγκαίων οργάνων υπό των ενδιαφερομένων χωρών θέλει λάβει χώραν κατά την συντομωτέραν πρακτικώς δυνατήν ημερομηνίαν και ότι κατά την ημερομηνίαν ταύτην η κυριαρχία θέλει μεταβιβασθή εις την Δημοκρατίαν της Κύπρου.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Σχετικώς προς τας περιοχάς αίτινες πρόκειται να παραμείνουν υπό Βρετανικήν κυριαρχίαν τα ακόλουθα δικαιώματα θα είναι αναγκαία:

  • Η συνέχισις της χρησιμοποιήσεως, άνευ περιορισμού και ανενοχλήτως, των υφισταμένων μικρών τοποθεσιών, των περιεχουσών στρατιωτικάς και άλλας εγκαταστάσεις και η άσκησις πλήρους ελέγχου εντός των τοποθεσιών τούτων, συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος φυλάξεως και υπερασπίσεώς των ως και του αποκλεισμού της παραμονής παντός προσώπου μη εξουσιοδοτημένου υπό της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου.
  • Η ελευθέρα χρησιμοποίησις οδών, λιμένων και άλλων εγκαταστάσεων δια την κίνησιν προσωπικού και υλικού πάσης φύσεως προς την κατεύθυνσιν των ως άνω περιοχών και τοποθεσιών, από τούτων ή μεταξύ τούτων.
  • Η συνέχισις της χρήσεως καθωρισμένων λιμενικών εγκαταστάσεων εν Αμμοχώστω.
  • Η χρησιμοποίησις δημοσίων υπηρεσιών (ως αι του ύδατος, τηλεφώνων, τηλεγράφου, ηλεκτρικής ενεργείας κτλ.) .
  • Η από καιρού εις καιρόν χρησιμοποίησις ωρισμένων καθορισθησομένων περιοχών, προς εκπαίδευσιν στρατιωτικών δυνάμεων.
  • (στ) Η χρησιμοποίησις του αεροδρομίου εν Λευκωσία ομού μετά των τυχόν αναγκαιούντων κτιρίων και υπηρεσιών επί του αεροδρομίου ή συνδεομένων μετ' αυτού καθ' όν βαθμόν θεωρείται αναγκαίον υπό των Βρετανικών αρχών δια την κίνησιν αεροσκαφών εν ειρήνη και εν πολέμω, συμπεριλαμβανομένης και της ασκήσεως επιχειρησιακού ελέγχου επί της εναερίου κυκλοφορίας.
  • Η άνευ περιορισμών υπέρπτησης του εδάφους της Δημοκρατίας της Κύπρου.
  • Η άσκησις δικαστικής δικαιοδοσίας επί των Βρετανικών δυνάμεων εις έκαστον παρεμφερή προς την προβλεπομένην υπό του Άρθρου 7 της σχετικής προς το καθεστώς των Δυνάμεων των Μερών της Συνθήκης Βορείου Ατλαντικής Συμφωνίας όσον αφορά ωρισμένα αδικήματα διαπραττόμενα επί του εδάφους της Δημοκρατίας της Κύπρου.
  • Η ελευθέρα χρησιμοποίησις εις τας περιοχάς και τοποθεσίας ταύτας εργατών εξ άλλων περιοχών της Κύπρου.
  • Η κατόπιν συνεννοήσεως μετά της Κυβερνήσεως της Δημοκρατίας της Κύπρου απόκτησις του δικαιώματος χρησιμοποιήσεως οιωνδήποτε προσθέτων μικρών τοποθεσιών και προσθέτων δικαιωμάτων άτινα το Ηνωμένον Βασίλειον ήθελε, από καιρού εις καιρόν, θεωρήσει τεχνικώς αναγκαία δια την αποτελεσματικήν χρησιμοποίησιν των εν Κύπρω περιοχών και εγκαταστάσεων των βάσεων αυτών.
  • ΕΓΓΥΗΣΙΣ ΤΩΝ ΕΝ ΚΥΠΡΩ ΒΡΕΤΤΑΝΙΚΩΝ ΒΑΣΕΩΝ
Το Βασίλειον της Ελλάδος, η Δημοκρατία της Τουρκίας και η Δημοκρατία της Κύπρου αναλαμβάνουν την υποχρέωσιν να σεβασθούν την ακεραιότητα των περιοχών αίτινες θα παραμείνουν υπό την κυριαρχίαν του Ηνωμένου Βασιλείου άμα τη δημιουργία της Δημοκρατίας της Κύπρου, και εγγυούνται όπως το Ηνωμένο Βασίλειον ποιή χρήσιν και απολαύη των δικαιωμάτων άτινα εξασφαλίζονται εις το Ηνωμένον Βασίλειον υπό της Δημοκρατίας της Κύπρου, συμφώνως προς την δήλωσιν της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου.

  • ΔΗΛΩΣΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΤΩΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ
Οι Υπουργοί των Εξωτερικών της Ελλάδος και της Τουρκίας, λαμβάνοντες υπ'όψιν την γενομένην την 17ην Φεβρουαρίου 1959 υπό της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου δήλωσιν, δέχονται την δήλωσιν ταύτην, ομού μετά του κειμένου του εγκριθέντος υπό των Αρχηγών της Ελληνικής και Τουρκικής Κυβερνήσεως εν Ζυρίχη την 11ην Φεβρουαρίου 1959, ως αποτελούσαν την συμπεφωνημένην βάσιν δια την τελικήν ρύθμισιν του Κυπριακού προβλήματος.

  • ΔΗΛΩΣΙΣ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΥ
Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος αντιπροσωπεύων την Ελληνικήν Κυπριακήν κοινότητα, εξετάσας τα έγγραφα τα αναφερόμενα εις την δημιουργίαν της Δημοκρατίας της Κύπρου, άτινα συνετάγησαν και ενεκρίθησαν υπό των Αρχηγών των κυβερνήσεων της Ελλάδος και της Τουρκίας εν Ζυρίχη την 11ην Φεβρουαρίου 1959, ως και τας δηλώσεις τας γενομένας υπό της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου και υπό των Υπουργών των Εξωτερικών της Ελλάδος και της Τουρκίας την 17ην Φεβρουαρίου 1959, δηλοί ότι αποδέχεται τα κείμενα και τας δηλώσεις ως την συμπεφωνημένην βάσιν δια την τελικήν ρύθμισιν του Κυπριακού προβλήματος.

  • ΔΗΛΩΣΙΣ Δρος ΚΙΟΥΤΣΟΥΚ
Ο Δρ Κιουτσούκ αντιπροσωπεύων την Τουρκικήν Κυπριακήν κοινότητα, εξετάσας τα έγγραφα τα αναφερόμενα εις την δημιουργίαν της Δημοκρατίας της Κύπρου, άτινα συνετάγησαν και ενεκρίθησαν υπό των Αρχηγών των Κυβερνήσεων της Ελλάδος και της Τουρκίας εν Ζυρίχη την 11ην Φεβρουαρίου 1959, ως και τας δηλώσεις τας γενομένας υπό της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου και υπό των Υπουργών των Εξωτερικών της Ελλάδος και της Τουρκίας την 17ην Φεβρουαρίου 1959, δηλοί ότι αποδέχεται τα κείμενα και τας δηλώσεις ως την συμπεφωνημένην βάσιν δια την τελικήν ρύθμισιν του Κυπριακού προβλήματος.
Γενικά
Έχει αποδειχτεί στην πράξη εκείνο που είχε πει στη Βουλή των Ελλήνων ο Ηλίας Τσιριμώκος στις 25.2.1959, δηλαδή λίγες μόνο μέρες μετά την υπογραφή των συμφωνιών: "...Αυτό το κράτος (= η υπό δημιουργία Κυπριακή Δημοκρατία) είναι μία πυριτιδαποθήκη και δια την Ελλάδα και δια την Τουρκία και δια την Μέσην Ανατολήν... Δεν εκλείσαμεν αλλά εδημιουργήσαμεν ένα κυπριακόν ζήτημα, του οποίου τας συνεπείας θα ίδωμεν εις το μέλλον, ίσως πολύ συντομώτερον από ότι φοβούμεθα... "
Δυστυχώς τα πιο πάνω λόγια αποδείχτηκαν προφητικά. Οι περίεργες συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου ήταν φανερό πως παρείχαν πολλές ευκαιρίες σε οποιοδήποτε από το αναμεμειγμένα μέρη, να δημιουργήσει εύκολα συνθήκες διαλυτικές. Ταυτόχρονα με την τελική αυτή διευθέτηση έκλεινε ουσιαστικά η οδός για πλήρη αυτοδιάθεση του κυπριακού λαού ενώ η ανεξαρτησία που παραχωρήθηκε ήταν στην πράξη αποπνικτική για την ίδια την Κυπριακή Δημοκρατία που ήταν από την αρχή δεσμευμένη με συμμαχίες και εγγυήσεις και που θα εξακολουθούσε να "φιλοξενεί" στο έδαφός της μια τεράστια έκταση στρατιωτικών βάσεων που κάλυπταν 99 τετραγωνικά μίλια "κυρίαρχου" βρετανικού εδάφους. Διάφορες άλλες πρόνοιες των συμφωνιών αποτελούσαν τροχοπέδη στην ομαλή λειτουργία του κράτους και δεκατρείς από αυτές, που ενσωματώθηκαν στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, προσπάθησε να τροποποιήσει ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος με τις γνωστές προτάσεις που υπέβαλε στο τέλος του 1963, που προκάλεσαν τη θυελλώδη αντίδραση της Τουρκίας.
Είναι επίσης γεγονός ότι ούτε οι Έλληνες Κύπριοι ούτε οι Τούρκοι Κύπριοι φάνηκαν διατεθειμένοι να εργαστούν ειλικρινά για την οικοδόμηση και εύρυθμη λειτουργία του νέου κράτους. Οι μεν Έλληνες Κύπριοι δεν ξέχασαν την ένωση με την Ελλάδα που δεν είχε επιτευχθεί, οι δε Τούρκοι Κύπριοι δεν αρκέστηκαν με τα υπερπρονόμια που είχαν κερδίσει, αλλά, υποκινούμενοι από την Άγκυρα, και με την υπερίσχυση της εξτρεμιστικής τους ομάδας, επιδίωξαν τη διάλυση του Κυπριακού κράτους με σκοπό τη διχοτόμησή του.
Η Τουρκία ήταν η περισσότερο κερδισμένη από τη διευθέτηση αυτή. Ενώ δεν είχε οποιοδήποτε δικαίωμα πάνω στην Κύπρο, τελικά απέκτησε τόσα δικαιώματα, ώστε κατόρθωσε το καλοκαίρι του 1974 να εισβάλει ανενόχλητα στην Κύπρο και να καταλάβει το μισό νησί. Το σπέρμα της διχοτόμησης που έσπειραν οι Βρετανοί ήδη από το 1956 και που έντεχνα ενσωματώθηκε στις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου, απέδωσε καρπούς που αποδείχτηκαν ιδιαίτερα πικροί για το λαό της Κύπρου στο σύνολό του.πηγήhellenica.de

Τουρκική εισβολή στην Κύπρο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια 

Κρατική τουρκική αφίσα της Εισβολής 1974
Στις 20 Ιουλίου 1974, σαράντα περίπου χιλιάδες Τούρκοι στρατιώτες, υπό την υποστήριξη της Τουρκικής Αεροπορίας και του ναυτικού εισέβαλαν παράνομα και κατά παράβαση του καταστατικού χάρτη του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών στις βόρειες ακτές της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τετρακόσια τέσσερα χρόνια μετά την οθωμανική εισβολή, η σύγχρονη ιστορία της Κύπρου βρίσκεται μπροστά σε μία νέα εισβολή. Η απόβαση των Τουρκικών στρατευμάτων που ολοκληρώθηκε σε δύο φάσεις, με ένα μήνα σχεδόν διαφορά η πρώτη από τη δεύτερη, είχε σαν αποτέλεσμα την παράνομη κατοχή του 37% της Κυπριακής Δημοκρατίας. Περίπου 200.000 εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους, έγιναν πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα, περίπου 4.000 νεκροί, και 1.619 δηλώθηκαν αγνοούμενοι. Οι Τούρκοι κατακτούν το 65% της καλλιεργήσιμης έκτασης, το 70% του ορυκτού πλούτου, το 70% της βιομηχανίας, το 80% των τουριστικών εγκαταστάσεων [1].
Η Τουρκία υποστήριξε ότι δεν πρόκειται για εισβολή αλλά για «ειρηνική επέμβαση» με σκοπό την επαναφορά του συνταγματικού σκηνικού στην πριν του πραξικοπήματος κατάσταση. Επίσης η Τουρκία ανακοίνωσε ότι το δικαίωμα για την επέμβασή της ήταν κατοχυρωμένο στη Συνθήκη Εγγυήσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, συνθήκη που δημιουργήθηκε με σκοπό να διαφυλάσσει την ανεξαρτησία, την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας[2]. Η Συνθήκη Εγγυήσεως δεν δίνει το δικαίωμα ένοπλης παρέμβασης στις εγγυήτριες χώρες, παρά μόνο εάν
  1. Εγγυήτρια χώρα χρειάζεται να αμυνθεί σε περίπτωση εισβολής από μια Τρίτη χώρα.
  2. Τα Ηνωμενα Έθνη ζητήσουν ένοπλη παρέμβαση από μια εγγυήτρια χώρα
  3. Η Κυπριακή Δημοκρατία ζητήσει ένοπλη παρέμβαση και το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών εγκρίνει το αίτημα.
Πότε δεν εγκρίθηκε τέτοιο αίτημα από το Συμβούλιο Ασφαλείας, ποτέ η Κυπριακή Δημοκρατία δεν ζήτησε από την Τουρκία να παρέμβει στρατιωτικά[3] και το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, που συνεδρίασε στη Νέα Υόρκη στις 16 Ιουλίου, δεν είχε πάρει απόφαση[4]. Η Τουρκία, σύμφωνα με τις Ελληνικές θέσεις, ενέργησε με βάση τα προ πολλού έτοιμα σχέδια της. Η Τουρκία υποστηρίζει ( άσχετα με την Συνθήκη Εγγυήσεως) ότι ο Τουρκοκυπριακός λαός ζήτησε την επέμβαση, ο οποίος είχε αναγκαστεί να μεταφερθεί σε καταφύγια και ήταν υπό διωγμό. Παρόλα αυτά, η Συνθήκη Εγγυήσεως ρητώς αναφέρει πως στην προκειμένη περίπτωση που εγγυήτρια χώρα επέμβει, οφείλει να το κάνει με απόλυτο στόχο την διαφύλαξη της ανεξαρτησίας και εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αντίθετα, η Τουρκία εισέβαλε και έκτοτε κατέχει τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Δηλώνει ταυτόχρονα, πως δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία ως κράτος. Επιπλέον, η Αγγλία, η τρίτη εγγυήτρια χώρα, συνεχίζει να αναγνωρίζει φραστικά την Κυπριακή Δημοκρατία και την Συνθήκη Εγγυήσεως. Δεν έχει όμως επέμβει μέχρι σήμερα για να διαφυλάξει την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η Κυπριακή Δημοκρατία κάλεσε την Τουρκία, να προσφύγουν και οι δυο χώρες στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για να γνωματεύσει κατά πόσο νόμιμα εισέβαλε η Τουρκία στην Κύπρο. Η Τουρκία όμως αρνείται.[5].

 

Η εισβολή και διαίρεση του νησιού σχεδιασμένη από καιρό

 Η Βρετανία στην Κύπρο

Τις πρώτες δεκαετίες της αγγλοκρατίας οι Έλληνες της Κύπρου είδαν με ευχαρίστηση την αλλαγή. Η Τουρκική-Οθωμανική κακοδιοίκηση και τυραννία τερματιζόταν, οι νέοι κυρίαρχοι, αν και ξένοι, ήταν χριστιανοί και τους συνόδευε η φήμη ότι κυβερνούσαν τους λαούς με πνεύμα φιλελεύθερο και ανεκτικό. Από την πρώτη στιγμή γεννήθηκαν ελπίδες ότι οι Αγγλοι θα παραχωρούσαν τελικά την Κύπρο στην Ελλάδα. Οι ελπίδες των Ελληνοκυπρίων ήταν ουτοπικές.
Η Κύπρος είχε μια σημαντική τουρκική μειονότητα, βρισκόταν πολύ μακριά από την Ελλάδα και πολύ κοντά στην Τουρκία. Επίσης, η Αγγλία αφενός είχε αναλάβει την διακυβέρνηση της Κύπρου με σαφείς δεσμέυσεις έναντι της Τουρκίας, και αφετέρου η Κύπρος παρείχε πολλά στρατηγικά πλεονεκτήματα στη Βρετανία, όπως έλεγχο της διώρυγας του Σουέζ και τη διασφάλιση του θαλάσσιου δρόμου προς τις Ινδίες. Με βάση την Κύπρο, η Μεγάλη Βρετανία ήταν ευκολότερο να αναχαιτίσει τη σοβιετική επέκταση προς τη Μεσόγειο, και μπορούσε να εδραιώσει τη ναυτική της υπεροχή στη Μεσόγειο (με την Κύπρο και το Γιβραλτάρ στα άκρα και τη Μάλτα στο κέντρο).

Η Βρετανία κήρυξε άκυρη την Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως

Μετά την είσοδο της Τουρκίας στον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων (Γερμανίας, Αυστρίας) και τα γεγονότα που ακολούθησαν μέχρι την Συνθήκη της Λωζάνης, η Αγγλία κήρυξε άκυρη τη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως της 4ης Ιουνίου 1878, απέλασε και ακύρωσε όλες τις Τουρκικές βλέψεις πρός την Κύπρο, και προσάρτησε το νησί στις 5 Νοεμβρίου 1914, καθιστώντας την «αποικία του Στέμματος». Οι σαφείς δεσμεύσεις έναντι της Τουρκίας, με τις οποίες η Αγγλία είχε αναλάβει την διακυβέρνηση της Κύπρου, δεν υφίσταντο πλέον. Η Αγγλία ανακήρυξε την Κύπρο ως αποικία για καθαρά δικά της συμφέροντα.
Παρόλα ταύτα, οι Έλληνες της Κύπρου είχαν θερμό εθνικό πόθο να απεξαρτηθούν από τους αποικιοκράτες κατακτητές. Ο ενωτικός πόθος βρισκόταν διαρκώς ενώπιον των Άγγλων κυριάρχων, με δημοψηφίσματα, άοπλες εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες. Στις 18 Οκτωβρίου 1931, αντιδρώντας στην αυθαιρεσία του Άγγλου Κυβερνήτη, αλλά και στην επίμονη άρνηση των Άγγλων να ικανοποιήσουν τους ενωτικούς πόθους των Ελληνοκυπρίων, ο λαός της Κύπρου μπήκε σε ανένδοτο αγώνα για Ένωση με την Ελλάδα. Πυρπόλησαν το κυβερνείο, αστυνομικούς σταθμούς και αποικιακά κυβερνητικά γραφεία. Αποκορύφωμα της βρετανικής αρνητικότητας ήταν δηλώσεις του υφυπουργού Αποικιών Χένρι Χόπκινσον στη Βουλή των Κοινοτήτων, ο οποίος αναφερόμενος στο αίτημα των Κυπρίων για αυτοδιάθεση είπε : «Υπάρχουν ορισμένα εδάφη της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, τα οποία λόγω των ιδιαιτεροτήτων τους, ουδέποτε θα πρέπει να αναμένουν ότι θα γίνουν πλήρως ανεξάρτητα»[6]. Η Ελληνική προσφυγή στον ΟΗΕ, η οποία ακολούθησε το διαβόητο «ουδέποτε» του Χόπκινσον, στηρίχθηκε στο άρθρο 1, παράγραφος 2, του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, που διαλαμβάνει ότι ένας από τους σκοπούς των Ηνωμένων εθνών είναι «να αναπτύσσουν φιλικές σχέσεις μεταξύ των Εθνών, που να βασίζονται στο σεβασμό προς την αρχή της ισότητας των δικαιωμάτων και της αυτοδιάθεσης των λαών». Η Βρετανία μετατρέπει το Κυπριακό από αποικιακό ζήτημα σε ελληνοτουρκική διαφορά.
Οι αγγλικές κυβερνήσεις των Συντηρητικών αναγνώρισαν την πολιτική απειλή που δημιουργείτο εναντίων τους, γενικότερα σε όλες τους τις αποικίες, αλλά ειδικότερα στην Κύπρο, με το όλο και αναβαθμιζόμενο δικαίωμα αυτοδιάθεσης των λαών. Έτσι σχεδίασαν και πέτυχαν να μετατρέψουν το Κυπριακό από αποικιακό ζήτημα σε ελληνοτουρκική διαφορά, επειδή με αυτό τον τρόπο η πολιτική πίεση που δεχόταν θα υποβαθμίζετο. Εάν η Τουρκία εμπλεκόταν πολιτικά ζητώντας την Κύπρο, η Αγγλία θα μπορούσε στο διηνεκές να παρουσιάζεται ως διαμεσολαβητής και κηδεμόνας της Κύπρου. Ως το 1954, οι Τουρκικές κυβερνήσεις, παρά τις πιέσεις του Τουρκικού τύπου, σπάνια και με πολλή διακριτικότητα εκδήλωναν την αντίθεση τους στην Ένωση, αφού η Αγγλία κήρυξε άκυρη τη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και οποιαδήποτε Τουρκικά συμφέροντα στη Κύπρο. Η Τουρκία τότε εδινε μεγάλη σημασία στη διαφύλαξη των ομαλών σχέσεων της Τουρκίας με την Ελλάδα. Η αγγλική διπλωματία όμως παρότρυνε παρασκηνιακά την Κυβέρνηση του Αντνάν Μεντερές να εκδηλώσει ενδιαφέρον για την Κύπρο και η Τουρκία βρήκε ευκαιρία για επανάκτηση χαμένου Οθωμανικού εδάφους[7].

 Οι Άγγλοι συνεργάζονται με τους Τούρκους

Αγορεύοντας κατά τη συζήτηση του Κυπριακού τον Σεπτέμβριο του 1954, ο τότε υφυπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας Σέλγουιν Λόιντ επίτηδες έδωσε έμφαση στην αντίθεση των Τουρκοκυπρίων προς την Ένωση και τον κίνδυνο διακοινοτικών ταραχών. Πρόσφερε έτσι την ευκαιρία στον Τούρκο αντιπρόσωπο Σελίμ Σαρπέρ να υποστηρίξει πλήρως τις βρετανικές θέσεις και να επιτεθεί εναντίον της Ελλάδας. Πλήρη ανάμειξη της Τουρκίας στο Κυπριακό επιχείρησε η κυβέρνηση του Άντονι Ήντεν το καλοκαίρι του 1955. Ενδεικτικά, στις 30 Ιουνίου 1955 ο τότε υπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας Χάρολντ Μακμίλαν προσκάλεσε τους ομολόγους του της Ελλάδας Στέφανο Στεφανόπουλο και της Τουρκίας Φατίν Ρουστού Ζορλού σε μια τριμερή διάσκεψη στο Λονδίνο για να συζητήσουν «πολιτικά και αμυντικά ζητήματα που επηρρεάζουν την Ανατολική Μεσόγειο». Παρά τις έντονες προειδοποιήσεις του Μακαρίου ότι η συμμετοχή της Ελλάδας στη Διάσκεψη θα σήμαινε αναγνώριση της Τουρκίας ως ενδιαφερόμενου μερους στο Κυπριακό, η Ελληνική Κυβέρνηση έπεσε σε καλοστημένη παγίδα[8].
Στην τριμερή διάσκεψη ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Φατίν Ρουστού Ζορλού δήλωσε ωμά ότι «το μέλλον της Κύπρου δεν ήταν θέμα ούτε της Ελλάδας ούτε της Κύπρου, αλλά της Βρετανίας και της Τουρκίας»[9]. Υπογραμμίζοντας την αντίθεση της Τουρκίας στην Ένωση, χρησιμοποίησε επιχειρήματα, πολλά από τα οποία επαναλαμβάνονται μέχρι σήμερα. Η Κύπρος, είπε, είναι ζωτικής σημασίας για την ασφάλεια της Τουρκίας. Όποιος ελέγχει την Κύπρο ελέγχει και τα νότια λιμάνια της Τουρκίας. Υποστήριξε ότι το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης δεν έχει απόλυτη εφαρμογή. Τα νησιά Ώλαντ, είπε, αν και οι κάτοικοί τους κατά 95% είναι Σουηδοί, παραχωρήθηκαν στη Φινλανδία, επειδή είναι πλησιέστερα στην χώρα αυτή παρά στη Σουηδία. Ο Ζορλού απέρριψε όχι μόνο την αυτοδιάθεση, αλλά και την αυτοκυβέρνηση, υποστηρίζοντας ότι, μεχρις ότου ηρεμήσουν τελείως τα πράγματα, έπρεπε να διατηρηθεί στην Κύπρο το υφιστάμενο καθεστώς. Στη Διάσκεψη έγινε ολοφάνερο το χάσμα απόψεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας[10]. Ήταν ό,τι ακριβώς επιδίωκε η Αγγλία[11], αυτό ομολόγησε ο τότε υφυπουργός Εξωτερικών Ivone Kirkpatrick στον δημοσιογράφο Σύριλ Φολς[12]. Ο Macmillan αναφέρει: «Είχε (η Ελλάδα) τουλάχιστον αποδεχτεί ότι η Κύπρος δεν ήταν «αποικιακό πρόβλημα», αλλά ένα μεγάλο διεθνές ζήτημα»[13]Τουρκικές προβοκάτσιες, ηθικός υποστηρικτής η Αγγλία
Σεπτεμβριανά
Η Τριμερής Διάσκεψη του Λονδίνου είχε και τρομερές επιπτώσεις στην Ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινούπολης. Από τον Αύγουστο του 1954, που κατατέθηκε από την Ελληνική κυβέρνηση προσφυγή στον ΟΗΕ με αίτημα την αυτοδιάθεση του Κυπριακού λαού, επικράτησε στη Τουρκία μεγάλος λαϊκός αναβρασμός. Στον Τύπο γράφονταν εμπρηστικά ανθελληνικά άρθρα και η τουρκική Κυβέρνηση πιεζόταν να αναλάβει δράση για να ματαιώσει την Ένωση. Με υποκίνηση της υπό τον Φαζίλ Κουτσιούκ τουρκοκυπριακής ηγεσίας, ιδρύθηκε στην Τουρκία οργάνωση με την ονομασία «Η Κύπρος είναι Τουρκική», που δεν έπαυε να εξάπτει τον φανατισμό των λαϊκών μαζών. Με υπόδειξη του υπουργού Εξωτερικών Ζορλού οργανώθηκαν από την ίδια την Κυβέρνηση και από στελέχη του κυβερνώντος Δημοκρατικού κόμματος, απίστευτης βαρβαρότητας ταραχές σε βάρος της ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη. Απέβλεπαν στο να δοθεί το μήνυμα ότι η Κύπρος συγκλόνιζε τον Τουρκικό Λαό σε βαθμό που η Κυβέρνηση «αδυνατούσε να συγκρατήσει την κοινή γνώμη». Αυτό αποκάλυψε ο Μεντέρες στο δημοσιογράφο και πρόεδρο της οργάνωσης «Η Κύπρος είναι Τουρκική», Χικμέτ Μπιλ[14]. Έναυσμα των ταραχών αποτέλεσε είδηση που μεταδόθηκε από τον κρατικό ραδιοσταθμό και τις εφημερίδες ότι στις 5 Σεπτεμβρίου ρίχτηκε στην Θεσσαλονίκη βόμβα εναντίον του σπιτιού όπου είχε γεννηθεί ο Κεμάλ Ατατούρκ. Τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης άφησαν να εννοηθεί ότι ευθύνονταν Έλληνες. Στην πραγματικότητα, τη βόμβα την είχε μεταφέρει Τούρκος φοιτητής από την Τουρκία και την τοποθέτησε Τούρκος κλητήρας. Τα δύο αυτά πρόσωπα συνελήφθησαν και ομολόγησαν την πράξη τους. Καμία λύση χωρίς την έγκριση της Τουρκίας
Από τη στιγμή που οι Βρετανοί κατέστησαν την Τουρκία ισότιμο ενδιαφερόμενο μέρος στο Κυπριακό, οι Τούρκοι αποθρασύνθηκαν. Με τρόπο ωμό, βίαιο και έξω από τα διπλωματικά θέσμια πολλές φορές, δεν παρέλειπαν ευκαιρία που να μην καθιστούν σαφές, τόσο προς την Αγγλία, όσο και προς την Ελλάδα και τις ΗΠΑ ότι καμμία λύση δεν θα μπορούσε να δοθεί στο Κυπριακό χωρίς την εγκριση της Τουρκίας. Και καθώς η Τουρκία εθεωρείτο πολύτιμος και αναντικατάστατος σύμμαχος του ΝΑΤΟ, οι τουρκικές αυτές προειδοποιήσεις λαμβάνονταν πολύ σοβαρά υπόψη. Τελικά, η αγγλική πολιτική στο Κυπριακό κατέστη δέσμια των Τούρκων. Δεν απείχε από την πραγματικότητα αυτό που ο Ρούντολφ Τσώρτσιλ, γιός του Ουίνστον Τσώρτσιλ, είπε στις 6 Ιουλίου του 1956 στον Αμερικανό δημοσιογράφο Σάυρους Σουλτσμπέργκερ: «Το Φόρειν Όφις δεν το διευθύνει πια ούτε ο Ίντεν, ούτε ο Σέλγουιν, αλλά ο Μεντερές»[15].

 Η Εθναρχία εγκαταλείπει το αίτημα της Ένωσης

Η αδυναμία των Άγγλων να καταστείλουν τη δράση της ΕΟΚΑ τούς ανάγκασε να διαπραγματευτούν για πρώτη φορά το Κυπριακό αποκλειστικά με τον Μακάριο και όχι και με εκπροσώπους των Τουρκοκυπρίων. Στις 30 Οκτωβρίου 1955 στάλθηκε στην Κύπρο ως Κυβερνήτης ο σερ Τζών Χάρτινγκ και συναντήθηκε με τον Μακάριο. Πρότεινε το ίδιο σχέδιο αυτοκυβέρνησης που είχε παρουσιάσει ο Μακμίλαν και προνοούσε τη νομοθετική εξουσία να την ασκούσε Νομοθετική Συνέλευση με «αιρετή πλειοψηφία» με τη συμμετοχή Τουρκοκυπρίων. Οι εξωτερικές υποθέσεις, η άμυνα και η εσωτερική ασφάλεια θα άνηκαν ασφαλώς στην αποκλειστική δικαιοδοσία του κηδεμόνα της Κύπρου, Άγγλου Κυβερνήτη. Ο Μακάριος για πρώτη φορά, όπως παρατηρεί ο Κρανιδιώτης, εγκατέλειπε το αίτημα της άμεσης Ένωσης και δεχόταν να συνεργαστεί με τη Βρετανική Κυβέρνηση σε ένα μεταβατικό σύνταγμα αυτοκυβέρνησης μέχρι την εφαρμογή της αρχής της αυτοδιάθεσης[16]. Ο Μακάριος αντιπρότεινε στον Χάρτιγκ τα εξής: «Αναγνώριση από τη Βρετανία του δικαιώματος του Κυπριακού λαού για αυτοδιάθεση, και συνεργασία με τη Βρετανική Κυβέρνηση για εκπόνηση και άμεση εφαρμογή Συντάγματος προσωρινής αυτοκυβέρνησης». Ακολούθησαν τρεις άλλες συναντήσεις του Μακαρίου με τον Χάρτιγκ και μετά από διαβουλεύσεις του Χάρντιγκ με την Αγγλική Κυβέρνηση και του Μακαρίου με την νέα Ελληνική Κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή (που σχηματίστηκε στις 6/10/1955) μετά το θάνατο του Αλέξανδρου Παπάγου) για πρώτη φορά αναγνωριζόταν, έστω και με δύο αρνήσεις, το δικαίωμα του Κυπριακού Λαού για αυτοδιάθεση. Συγκεκριμένα αναφερόταν «Δεν είναι, όθεν, θέσις της Βρετανικής Κυβερνήσεως το ότι η αρχή της αυτοδιαθέσεως ουδέποτε δύναται να εφαρμοσθή εις την Κύπρον».
Ωστόσο η προσφορά της αυτοδιάθεσης που έγινε κάτω από την πίεση του αγώνα της ΕΟΚΑ, γινόταν υπό όρους που ουσιαστικά την εξουδετέρωναν. Μια τελική λύση, σύμφωνα με το έγγραφο που παρουσίασε ο Χάρντιγκ, θα έπρεπε να εξασφαλίζει τα στρατηγικά συμφέροντα όχι μόνο της Βρετανίας, αλλά και των συμμάχων της. Όμως σημαντικότερος σύμμαχος της Αγγλίας στην περιοχή αυτή ήταν η Τουρκία, η οποία υποστήριζε πλέον ότι η Κύπρος ήταν ζωτικής σημασίας για τα στρατηγικά της συμφέροντα, γι'αυτό και απέρριπτε ασυζητητί την εφαρμογή της αυτοδιάθεσης στην Κύπρο, επειδή θα οδηγούσε στην Ένωση. Καθ'αυτό τον τρόπο η Αγγλία επανειλλημένα επανέφερε τις Τουρκικές βλέψεις στη Κύπρο πάντοτε με σκοπό την δική της κηδεμονία στο νησί. Εξαρτούσε δηλαδή την τελική λύση και από την Τουρκία, η οποία ήταν σύμμαχός της στο ΝΑΤΟ και το Σύμφωνο της Βαγδάτης (αντικομουνιστική συμμαχία).

 Μαχητική διεκδίκηση της διχοτόμησης εκ μέρους της Τουρκίας

Κλειδί για την κατανόηση της τροπής που πήρε το Κυπριακό και της πολιτικής που ακολούθησε έκτοτε η Τουρκία στο θέμα αυτό είναι δύο υπομνήματα του Τούρκου καθηγητή της Νομικής και πολιτικού Νιχάτ Ερίμ προς την κυβέρνηση Μεντερές στις 24 Νοεμβρίου 1956 και 22 Δεκεμβρίου 1956[17]. Ο Ερίμ υπέδειξε ότι η απαίτηση της Τουρκίας να της επιστραφεί ολόκληρη η Κύπρος σε περίπτωση αποχώρησης των βρετανών από το νησί ένεκα του αγώνα της ΕΟΚΑ, δεν συγκέντρωνε καμία πιθανότητα διεθνούς υποστήριξης. Αντίθετα, αν απαιτούσε διχοτόμηση, θα μπορούσε να την στηρίξει σε μια διεθνώς αποδεκτή και πολύ συμπαθή αρχή, εκείνη της αυτοδιάθεσης. Η πολιτική της Τουρκίας πήρε μια απότομη στροφή και μαχητικά διεκδικούσε να εφαρμοστεί η αυτοδιάθεση ξεχωριστά για τους Ελληνες και τους Τούρκους της Κύπρου, πράγμα που θα οδηγούσε στη διχοτόμηση. Άρχισε να πιέζει πολιτικά τους συμμάχους της, υποστηρίζοντας ότι η Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή από την Τουρκία γιατί «θα παραβίαζε το δικαίωμα της τουρκοκυπριακής κοινότητας για αυτοδιάθεση, και θα διασάλευε εις βάρος της Τουρκίας την ισορροπία που είχε επιτευχθεί με τη Συνθήκη της Λωζάνης». Ο Ερίμ υποστήριξε ότι η ελληνική πλειοψηφία στην Κύπρο ήταν περιστασιακή και υπέδειξε ότι η Τουρκία θα έπρεπε να ακολουθήσει πολιτική ανατροπής των πληθυσμιακών δεδομένων με την εγκατάσταση χιλιάδων Τούρκων στο νησί.
Τις εισηγήσεις του Ερίμ υιοθέτησε η Κυβέρνηση Μεντερές, η οποία από τότε πρόβαλλε τη διχοτόμηση ως εθνική διεκδίκηση της Τουρκίας. Από τους Τούρκους παρέλαβε την ιδέα της διχοτόμησης η Αγγλία, η οποία την χρησιμοποίησε ως δαμόκλειο σπάθη για να εξουδετερώσει το ελληνικό αίτημα για αυτοδιάθεση – Ένωση και έτσι να διατηρήσει την κυριαρχία της στην Κύπρο. Ο Ερίμ, επικεφαλής τουρκικής αντιπροσωπείας, επισκέφτηκε τη Λευκωσία, όπου ο Χάρντιγκ ανάμεσα στα άλλα τον συμβούλεψε να στείλει η Τουρκία για εγκατάσταση στην Κύπρο δέκα χιλιάδες μορφωμένους Τούρκους για να ενισχύσουν την τουρκική κοινότητα[18]. Ο Φαζίλ Κουτσιούκ, ιδρυτής της οργάνωσης «Η Κύπρος είναι Τουρκική» με έδρα την Κωνσταντινούπολη και σκοπό την επιστροφή της Κύπρου στην Τουρκία, τώρα προωθεί τη διχοτόμηση. Η προτασή του ήταν να διχοτομηθεί η Κύπρος στην γραμμή του 35ου παράλληλου, το βόρειο τμήμα να ενωθεί με την Τουρκία και το νότιο με την Ελλάδα[19]. Η γραμμή του 35ου παράλληλου είναι περίπου το έδαφος σήμερα της Κυπριακής Δημοκρατίας που βρίσκεται κάτω από την Τουρκική κατοχή με την εισβολή της Τουρκίας το 1974.
Οι Άγγλοι για να αντιμετωπίσουν την ΕΟΚΑ επιδίωξαν τη συμμαχία των Τούρκων και Τουρκοκυπρίων. Προσέλαβαν εκατοντάδες Τουρκοκύπριους ως επικουρικούς αστυνομικούς, στους οποίους ανέθεταν μεταξύ άλλων και κοινές με τους Βρετανούς στρατιωτικές περιπολίες σαν ένα σώμα. Ήταν αναπόφευκτο, σε αιματηρές συγκρούσεις να σκοτώνονται και Τούρκοι επικουρικοί και από επικουρικούς να σκοτώνονται αγωνιστές της ΕΟΚΑ. Σε περιπτώσεις που σκοτώνονταν επικουρικοί, οι Τουρκοκύπριοι ξεχύνονταν σε συνοικίες πάντα με την ανοχή των Αγγλων και πυρπολούσαν γειτονικά ελληνικά καταστήματα, κακοποιούσαν ή και σκότωναν Ελληνοκυπρίους άοπλους. Τέτοια γεγονότα προκαλούσαν μεγάλη ένταση μεταξύ των δύο κοινοτήτων και μεγάλο αναβρασμό μεταξύ των λαϊκών μαζών στην Τουρκία. Ο σκοπός των Άγγλων που ήθελαν την κηδεμονία του νησιού γινόταν πια εφικτός.

 Απόπειρες Τουρκικής Εισβολής στην Κύπρο


Βομβαρδισμός Αμμοχώστου 1974
Μία απόπειρα της Τουρκίας να εισβάλει στο νησί και να επιβάλει την διχοτόμηση ήταν στις 25 Φεβρουαρίου 1964, όταν η Κυπριακή Δημοκρατία εξήγγειλε τον αφοπλισμό των ατάκτων και τη δημιουργία μιας δύναμης 5.000 ειδικών αστυνομικών. Αυτό έμελλε να είναι το πρώτο βήμα για τη δημιουργία στρατού της Κύπρου, που αργότερα πήρε την ονομασία «Εθνική Φρουρά». Την 1η Ιουνίου 1964 θεσπίστηκε νόμος που προέβλεπε υποχρεωτική στρατιωτική θητεία. Ο νόμος προκάλεσε τις διαμαρτυρίες της Τουρκίας και της Αγγλίας. Ο Κουτσιούκ, ο οποίος μετά τις διακοινοτικές συγκρούσεις δήλωσε ότι η Κυπριακή Δημοκρατία ήταν νεκρή, τώρα παρουσιάζεται σαν αντιπρόεδρος και προβάλει βέτο. Η Tουρκία ειδοποίησε τις ΗΠΑ ότι σκόπευε να διατάξει εισβολή. Η Σοβιετική Ένωση, μέσω του σοβιετικού ηγέτη Νικίτα Χρουστσιόφ, δηλώνει κατά τρόπο σαφή και κατηγορηματικό την πρόθεσή της να υπερασπιστεί την ελευθερία και ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στις 5 Ιουνίου 1964 ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζόνσον, με αυστηρή επιστολή του προς τον Ισμέτ Ινονού, ανακόπτει την Τουρκική πρόθεση, δηλώνοντας πως «εάν η Σοβιετική Ενωση αντιδρούσε στη Τουρκική εισβολή, το ΝΑΤΟ δεν θα εμπλεκόταν και η Τουρκία θα αφηνόταν στο έλεος της Σοβιετικής Ένωσης[20].
Ο Μπαρουτσού (Γενικός Διευθυντής του Τμήματος Τουρκο-Ελληνικών υποθέσεων) την 1η Ιουλίου 1974 στην Κυπριακή Συντονιστική Επιτροπή (Kibris Koordinasyon Komitesi) είπε ότι στην προκειμένη περίπτωση πραξικοπήματος, η Τουρκία πρέπει να το προβάλει σαν διεκπεραίωση της Ένωσης, γιατί αυτό θα δικαιολογούσε μονομερή στρατιωτική επέμβαση[21]. Για τέτοια προοπτική ή για κάποια γεγονότα που θα ήταν αρκετά να δώσουν στους Τούρκους την πρόφαση, άρα τη δυνατότητα απόβασης, οι Τούρκοι είχαν ετοιμάσει τρία λεπτομερή στρατηγικά σχέδια εισβολής που βρίσκονταν στα συρτάρια. Το πρώτο προέβλεπε απόβαση σε 24 ώρες, το δεύτερο σε 48, και το τρίτο σε τρείς φάσεις. Πολλές φορές στο παρελθόν επιβιβάστηκαν οι Τούρκοι στα πλοία για να πραγματοποιήσουν κάποιο από τα τρία αυτά σχέδια μα γύριζαν πίσω, επειδή το πρόσχημα δεν ήταν αρκετό[21].

 Ο ρόλος των Άγγλων, των Αμερικανών και της πρώην ΕΣΣΔ

Η ίδρυση του κράτους του Ισραήλ στις 14 Μαΐου 1948 σε παλαιστινιακά εδάφη, με την εκδίωξη χιλίαδων Αράβων από τις εστίες τους, προκάλεσε την εχθρότητα των αραβικών λαών και έγινε αιτία να φουντώσει ο αραβικός εθνικισμός. Η αραβική εχθρότητα έγινε ακόμη μεγαλύτερη μετά τον «Πόλεμο των έξι ημερών» τον Ιούνιο του 1967, κατά τον οποίο το Ισραήλ κατέλαβε και άλλα αραβικά εδάφη (τη Δυτική Όχθη, τη λωρίδα της Γάζας, την χερσόνησο του Σινά και τα υψώματα Γκολάν στη Συρία). Η εχθρότητα των Αράβων στράφηκε και εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών και του ΝΑΤΟ, που υποστήριζαν το Ισραήλ. Οι μεγάλες αραβικές χώρες που περιέζωναν το Ισραήλ (η Αίγυπτος, η Συρία και το Ιράκ) ζήτησαν και πήραν βοήθεια από τη Σοβιετική Ένωση. Αφθονος σοβιετικός οπλισμός κατέκλυσε τις χώρες αυτές. Και το σημαντικότερο, ο σοβιετικός στόλος, του οποίου η παρουσία στην Μεσόγειο ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη πριν την δεκαετία του 1960, άρχισε να αμφισβητεί την κυριαρχία του 6ου Αμερικανικού στόλου στην Ανατολική Μεσόγειο (Απρίλιος 1964)[22].
Το 1971 ο σοβιετικός στόλος στην Ανατολική Μεσόγειο παρουσίαζε υπεροπλία σε σύγκριση με τον αμερικανικό[23]. Μπορούσε μάλιστα να ελλιμενίζεται σε φιλικά λιμάνια, ενώ ο 6ος αμερικάνικος στόλος έχασε τα λιμάνια της Τουρκίας ένεκα των εχθρικών διαδηλώσεων Τούρκων πολιτών που θεωρούσαν εχθρική την αμερικάνικη πολιτική, επειδή παρεμπόδισε τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1964. Η κατάσταση γινόταν ακόμα πιο δυσμενής για τα δυτικά συμφέροντα, επειδή οι πετρελαιοπαραγωγικές αραβικές χώρες, όπως Ιράκ, Λιβύη και Αλγερία, καθώς και το Ιράν, άρχισαν να θέτουν υπό τον έλεγχό τους την παραγωγή και την εμπορία του πετρελαίου, το οποίο μέχρι τότε εκμεταλλεύονταν με τεράστια κέρδη αγγλικές, αμερικανικές και γαλλικές εταιρίες.
Η Κύπρος υποστήριζε τις αραβικές χώρες στη διαμάχη τους με το Ισραήλ και αυτές υποστήριζαν ένθερμα τις προσπάθειες του Ελληνισμού στην Κύπρο να αποκτήσει αδεύσμευτη ανεξαρτησία και να μην περιέλθει υπό τον έλεγχο του ΝΑΤΟ. Όμως, πολιτική των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ ήταν να εμποδίσουν τη Σοβιετική Ένωση να αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερα πλεονεκτήματα με την αύξηση της επιρροής της στην Κύπρο, που, λόγω της φιλίας της με τους Άραβες συνεπαγόταν αυξημένο κίνδυνο για το Ισραήλ.
Η διείσδυση της ΕΣΣΔ στο χώρο της Μέσης Ανατολής αύξησε την στρατηγική σημασία της Κύπρου για τη Δύση. Οι βρετανικές βάσεις στη Δεκέλεια και το Ακρωτήρι απέκτησαν ακόμη μεγαλύτερη στρατηγική αξία, ειδικά μετά την εκδίωξη των Άγγλων από τη διώρυγα του Σουέζ (1956) και το Άδεν (1967). Οι βάσεις χρησιμοποιούνταν προς «αντιμετώπιση της απειλής του σοβιετικού συνασπισμού»[24]. Το ΝΑΤΟ θεωρούσε το Κυπριακό ως οικογενειακή του υπόθεση, εξαιτίας της στρατιωτικής παρουσίας της Αγγλίας και των ΗΠΑ στο νησί. Γι'αυτό και είδε με εξαιρετική ανησυχία την ανάμειξη της ΕΣΣΔ που έθετε σε κίνδυνο τα στρατηγικά του πλεονεκτήματα στην Κύπρο[25].
Κύρια φροντίδα της Αμερικής ήταν να αποτραπεί μια σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας εξαιτίας της Κύπρου. Κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφή, επειδή θα επέφερε διάσπαση της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, ισχυροποίηση της παρουσίας της ΕΣΣΔ στην Ανατολική Μεσόγειο και κίνδυνο μετατροπής της Κύπρου σε σοβιετικό δορυφόρο. Για να εξουδετερωθούν οι κίνδυνοι έπρεπε ο Μακάριος να φύγει από την εξουσία και να πάρει τη θέση του μια φίλια κυβέρνηση, και η Τουρκία να συγκρατηθεί από το να εισβάλει στην Κύπρο. Όμως η Τουρκία με κανένα τρόπο δεν έπρεπε να ταπεινωθεί, επειδή ήταν ένας εξαιρετικά πολύτιμος σύμμαχος για τις ΗΠΑ. Γι'αυτό οποιαδήποτε λύση του Κυπριακού απαραιτήτως θα έπρεπε να έχει την έγκριση της Τουρκίας.
Η ΕΣΣΔ εξάλλου είχε ως σκοπό η Κύπρος να μην τεθεί υπό τον έλεγχο του ΝΑΤΟ. Για να αποτρέψει τέτοιο ενδεχόμενο προειδοποιούσε ότι δεν θα ανεχόταν στρατιωτική εισβολή της νατοϊκής Τουρκίας στη Κύπρο. Για τον ίδιο ρόλο καθιστούσε σαφές ότι δεν ευνοούσε ένωση της Κύπρου με την νατοική Ελλάδα. Η Κύπρος για την ΕΣΣΔ θα έπρεπε να διατηρηθεί ως ανεξάρτητο κράτος και οποιαδήποτε λύση του προβλήματος θα έπρεπε να εξευρεθεί μέσω του ΟΗΕ και όχι του ΝΑΤΟ.

 Η Αφορμή της Εισβολής

Η αφορμή ήρθε στις 15 Ιουλίου 1974, όταν εκδηλώθηκε πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου από την ΕΟΚΑ Β΄. Την πρώτη μέρα του πραξικοπήματος, η Αθήνα αποδοκιμάστηκε σκληρά. Από όλα τα κράτη, η Σοβιετική Ένωση, που φοβόταν την Αμερικανική ανάμειξη μέσω της Χούντας των Αθηνών (της κυβέρνησης δηλαδή των πραξικοπηματιών) είχε την πρώτη και πιο σκληρή αντίδραση δηλώνοντας κατηγορηματικά: «Η Χούντα άπλωσε το χέρι της και στη Κύπρο»[21].
Η Τουρκία βρήκε την αφορμή, επρεπε όμως πριν την εισβολή να βεβαιωθεί ότι τα πλοία της δε θα επέστρεφαν πίσω, όπως τόσες άλλες φορές. Ερωτηματικά που έπρεπε να απαντηθούν ανάμεσα σε άλλα ήταν, «Ποιά θα ήταν η αντίδραση της Ρωσίας;», «Η Αμερική θα έλεγε στην Τουρκία να γυρίσει πίσω όπως επί Τζόνσον;», «Τι θα έκανε η Ελλάδα;, υπήρχε κίνδυνος να επιτεθεί;» [21].

 Πραξικόπημα

Ο Μακάριος στέλνει επιστολή προς τον Γκιζίκη, αναφέροντας πληροφορίες ότι Έλληνες αξιωματικοί της Κύπρου ετοιμάζουν εναντίον του πραξικόπημα και ζητά την άμεση απομάκρυνσή τους. Με αυτό το γράμμα ο Μακάριος για πρώτη φορά μπήκε σε ανοιχτή αντιπαράθεση με τη Χούντα[26].

 Το χρονικό της εισβολής

Ο Τουρκικός στόλος επιτέθηκε στο λιμάνι της Κερύνειας και τα σημεία όπου βρίσκονταν ελληνοκυπριακές δυνάμεις. Δυνάμεις αλεξιπτωτιστών ρίχτηκαν σε περιοχές τουρκοκυπριακές και στην τουρκοκυπριακή συνοικία της Λευκωσίας. Στις επιθέσεις αυτές, η αντίδραση των κυπριακών και ελληνικών δυνάμεων Κύπρου ήταν χαλαρή και ανοργάνωτη. Οι εισβολείς διέθεταν όλα τα σύγχρονα όπλα της εποχής. Αντίσταση άξια λόγου πρόβαλε η ΕΛΔΥΚ και ορισμένα σώματα Κυπρίων Εθνοφρουρών, πολλοί από τους οποίους σκοτώθηκαν, αιχμαλωτίστηκαν ή χάθηκαν τα ίχνη τους. Στο μεταξύ στην Ελλάδα έγινε γενική επιστράτευση και κινητοποίηση στρατού, αλλά το ελληνικό καθεστώς, η Χούντα των Συνταγματαρχών, δεν προχώρησε παραπέρα και δεν αντέδρασε στρατιωτικά
Στη Νέα Υόρκη συνήλθε και πάλι το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και αποφάσισε την κατάπαυση του πυρός από τις 4 το απόγευμα της 22ης Ιουλίου. Με την προοπτική της κατάπαυσης του πυρός, οι Τούρκοι δυνάμωσαν τις πολεμικές τους επιχειρήσεις, καταλαμβάνοντας την Κερύνεια και επεκτείνοντας τη ζώνη κατοχής. Στις 4 το απόγευμα, από την ελληνοκυπριακή πλευρά εφαρμόστηκε η απόφαση για κατάπαυση του πυρός, όχι όμως από την πλευρά των Τούρκων, που προώθησαν τις δυνάμεις τους και κύκλωσαν το αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Λίγο μετά τις 4 το απόγευμα τα διεθνή πρακτορεία μετέδιδαν την καθεστωτική αλλαγή στην Αθήνα. Η πτώση του στρατιωτικού καθεστώς και η μεταβίβαση της εξουσίας στους εξόριστους πολιτικούς ήταν γεγονός. Την 24η Ιουλίου κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας ορκίστηκε στην Αθήνα, με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Παράλληλα στην Κύπρο τα γεγονότα υποχρέωσαν τον Σαμψών να παραιτηθεί. Πρόεδρος ανάλαβε ο Γλαύκος Κληρίδης.
Στις 25 Ιουλίου 1974 άρχισαν στην Γενεύη οι ειρηνευτικές συνομιλίες για την Κύπρο, μεταξύ των Υπουργών Εξωτερικών των τριών εγγυητριών χωρών της Κυπριακής Ανεξαρτησίας (Μαύρος, Γκιουνές, Κάλαχαν). Στο τέλος των συνομιλιών, στις 30 Ιουλίου, υπέγραψαν διακήρυξη, τα κύρια σημεία της οποίας ήταν:
  1. Η μη επέκταση των περιοχών που είχαν κάτω από τον ελεγχό τους οι αντίπαλες δυνάμεις.
  2. Η εγκαθίδρυση ζωνών ασφαλείας μεταξύ των αντιμαχομένων
  3. Η εκκένωση των Τουρκικών θυλάκων από την Ειρηνευτική Δύναμη του ΟΗΕ
  4. Το δικαίωμα να διαθέτουν οι δύο πλευρές δική τους αστυνομία και δυνάμεις ασφαλείας
  5. Η διεξαγωγή διαπραγματεύσεων με συμμετοχή Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων για οριστική διευθέτηση του Κυπριακού.
Εάν σκοπός της Τουρκίας μέσω της εισβολής ήταν ό,τι είχε ανακοινώσει και ισχυρίζεται μέχρι σήμερα, δηλαδή ότι δεν πρόκειται περί εισβολής αλλά για «ειρηνική επέμβαση» με σκοπό την επαναφορά του συνταγματικού σκηνικού στη πριν του πραξικοπήματος κατάσταση, η εισβολή έπρεπε να σταματίσει εδώ. Τα σχέδια των Τούρκων όμως ήταν άλλα. Ακολούθησε η δεύτερη φάση των ειρηνευτικών συνομιλιών της Γενεύης (8-14 Αυγούστου).

===
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΗΡΩΕΣ ΤΗΣ ΕΟΚΑ ΘΑ ΓΙΝΟΥΝ ΤΙΜΗΤΙΚΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ ΠΡΟΣΕΧΩΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου