Τρίτη 19 Απριλίου 2011

Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΠΟΚΡΥΦΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ

Ο Ιούδας, γεννήθηκε στην Ισκαρία εξ’ ου και Ισκαριώτης, και ο πατέρας του λεγόταν Ρόβελ. Ένα βράδυ, αναφέρει η Παράδοση ( Βιβλίο Τριωδίου του Μεγάλου Συναξαριστή ), η γυναίκα του Ρόβελ, είδε ένα φοβερό όνειρο. Ξύπνησε τρομαγμένη από τον φόβο της. Και ενώ προσπαθούσε να την καθησυχάσει ο άνδρας της, αυτή τού είπε:

" Είδα στο όνειρό μου ότι θα μείνω έγκυος και το αγόρι που θα γεννήσω θα γίνει αιτία της καταστροφής του γένους των Εβραίων... "

Ο άνδρας της την περιγέλασε σαν ανόητη που πιστεύει σε όνειρα, ενώ αυτή προτίμησε να σωπάσει. Την ίδια νύκτα όμως έμεινε έγκυος. Γέννησε πράγματι αγόρι, αλλά φοβούμενη μήπως το όνειρο βγει πραγματικότητα, θέλησε να το σκοτώσει. Κρυφά από τον Ρόβελ έφτιαξε ένα καλάθι, το άλειψε με πίσσα και το έριξε στην θάλασσα της Γαλιλαίας, λέγοντας ψέματα στον άνδρα της για την τύχη του παιδιού. Το κιβώτιο αυτό παρασυρμένο από τους ανέμους έφθασε σε ένα μικρό νησάκι απέναντι της Ισκαρίας, που κατοικούσαν βοσκοί. Το βρήκαν οι βοσκοί και αρχικά το έτρεφαν από το γάλα των ζώων, μετά όμως το έδωσαν σε μια συγχωριανή τους να το θηλάζει, και το ονόμασαν Ιούδα, γιατί κατάλαβαν ότι προερχόταν από το γένος των Εβραίων.

Όταν άρχισε να περπατάει, πήραν το παιδί από το νησάκι και το έφεραν στην Ισκαρία. Κατά μία περίεργη σύμπτωση και ενώ έψαχναν, ρωτώντας, σε ποιους μπορούσαν να αφήσουν το παιδί, πέσανε επάνω στον Ρόβελ, στον πραγματικό του δηλαδή πατέρα, ο οποίος και το ανέλαβε μη γνωρίζοντας ότι ήταν το δικό του, χαμένο παιδί...

Ο Ιούδας, ήταν ένα πολύ όμορφο παιδί, και η μητέρα του το αγαπούσε υπερβολικά, σκεπτόμενη πάντα και το δικό της το παιδί που είχε παλαιότερα ρίξει στην θάλασσα. Στο μεταξύ γέννησε και δεύτερο παιδί ανατρέφοντας και τα δύο μαζί αλλά ο Ιούδας πονηρός εκ φύσεως και υπολογίζοντας στην διανομή της πατρικής περιουσίας έδερνε σε κάθε ευκαιρία το άλλο παιδί, προσπαθώντας να το ξεκάνει.

Η μητέρα τους συμβούλευε τον Ιούδα λέγοντάς του ότι από κοινού θα είναι μοιρασμένη η περιουσία των γονέων τους και να πάψει επί τέλους να κτυπάει άσπλαχνα τον αδελφό του. Μια μέρα όμως ο Ιούδας σαν μεγαλύτερος και δυνατότερος που ήταν, αφού σκότωσε τον αδελφό του κτυπώντας τον με μία πέτρα στα μηνίγγια, έφυγε για την Ιερουσαλήμ φοβούμενος την τιμωρία... Κλαίγοντας οι γονείς απαρηγόρητα που έχασαν έτσι και τα δύο παιδιά τους έπεσαν σε μεγάλη θλίψη. Εν τω μεταξύ ο Ιούδας, φιλάργυρος και πονηρός όπως ήταν, γνωρίστηκε στην Ιερουσαλήμ με τον βασιλιά Ηρώδη, ο οποίος εκτιμώντας την δύναμη και την ομορφιά του, όπως τότε οι βασιλείς συνήθιζαν για να διαλέγουν τους σωματοφύλακές τους, τον έβαλε φροντιστή και οικονόμο στο παλάτι του.

Μετά από λίγο καιρό λόγω ταραχών στην Ισκαρία, ο Ρόβελ παίρνοντας την γυναίκα του και τα υπάρχοντά του ήλθε και κατοίκησε στα Ιεροσόλυμα, όπου και αγόρασε ένα πλούσιο σπίτι κοντά στο παλάτι του Ηρώδη, χωρίς να γνωρίσουν τον Ιούδα αλλά ούτε και ο Ιούδας αυτούς.

Μια μέρα πρόσεξε ο Ιούδας ότι ο βασιλιάς Ηρώδης κοιτούσε τακτικά από το παράθυρο των ανακτόρων τους ωραίους κήπους του Ρόβελ. Με αυτή την αφορμή και θέλοντας να φανεί εξυπηρετικός στον Ηρώδη μπήκε στους κήπους αυτούς και αφού έκοψε τα ωραιότερα άνθη και τους καλύτερους καρπούς θέλησε να φύγει. Τον είδε ο Ρόβελ και του είπε: "Γιατί το έκανες αυτό; Αν ήθελες κάτι για τον βασιλέα μπορούσες να μου το ζητήσεις... ". Αντί άλλης απαντήσεως ο Ιούδας, κακότροπος όπως ήταν, και αφού βεβαιώθηκε ότι ήσαν μόνοι τους, άρπαξε μία πέτρα και σκότωσε τον πατέρα του όπως είχε σκοτώσει και τον αδελφό του, ενημερώνοντας και τον Ηρώδη για το συμβάν ο οποίος και τον κάλυψε, για να μη μαθευτεί στον κόσμο και εκτεθεί το παλάτι...

Θέλοντας ο Ηρώδης, άπληστος όπως ήταν, να αρπάξει τα ωραία κτήματα του Ρόβελ που συνόρευαν με τα δικά του, πίεσε τον Ιούδα να παντρευτεί την χήρα του φονευθέντος, δηλαδή την μητέρα του, πράγμα που έγινε. Ο Ιούδας, έζησε αρκετά χρόνια σαν σύζυγος της χήρας Ρόβελ, κάνοντας και παιδιά μαζί της!!!

Κάποια μέρα, βρίσκοντας την χήρα να κλαίει ενθυμούμενη τα όσα κακά την είχαν μέχρι τότε συναντήσει, και ρωτώντας την τι της συμβαίνει, αυτή άρχισε να του εξιστορεί λεπτομερώς την ζωή της. Ο Ιούδας, έχοντας μάθει από τους βοσκούς, το πώς τον είχαν μαζέψει από την θάλασσα, μέσα στο καλαθάκι με την πίσσα, κατάλαβε ότι η χήρα ήταν η μητέρα του, και της είπε: "Εγώ είμαι ο υιός σου, που τον είχες ρίξει παλαιότερα στην θάλασσα, και εγώ σκότωσα τον αδελφό μου και τον πατέρα μου..." Ακούγοντας όλα αυτά η μητέρα του και μάλιστα ότι είχε πέσει και σε αιμομιξία και τεκνογονία με το παιδί της, κτυπιόταν με θρήνους για το κατάντημά της λέγοντας στον Ιούδα να φύγει από εμπρός της και να μη τον ξαναδούν τα μάτια της... Από το γεγονός αυτό και μετά, συναισθανόμενος ο Ιούδας το βάθος των εγκληματικών του πράξεων, και ακούγοντας ότι κάποιος σπουδαίος διδάσκαλος, ο Χριστός, έχει εμφανιστεί στα μέρη της Γαλιλαίας καλώντας τους αμαρτωλούς σε μετάνοια, πήγε σε Αυτόν θέλοντας να σώσει την ψυχή του.

Ο Χριστός, σαν εύσπλαχνος προς όλους τους αμαρτωλούς, τον δέχθηκε μαθητή του, δίνοντάς του μάλιστα και την διαχείριση των χρημάτων του ταμείου της ελεημοσύνης που ήταν απαραίτητα για την συντήρηση όλων των μαθητών και του λαού που ακολουθούσε... Ο Ιούδας όμως, παρ’ όλο που έβλεπε αλλά και έκανε κι αυτός θαύματα επικαλούμενος το όνομα του Χριστού όπως και οι άλλοι Απόστολοι, εν τούτοις συνέχιζε τις παλαιές κακίες του κλέβοντας το ταμείο... Αποκορύφωμα αυτής της κακίας του ήταν να κλείσει συμφωνία με τους αρχιερείς και να πουλήσει τον ίδιο τον διδάσκαλό του στην εξευτελιστική τιμή των 30 αργυρίων, που ήταν τότε μία συνηθισμένη τιμή στα σκλαβοπάζαρα ανθρώπων, παρ’ όλο που ο Χριστός έφθασε στο σημείο να του πλύνει και τα πόδια, θέλοντας να τον φέρει σε συναίσθηση της βαρύτατης πράξης της προδοσίας.
Στήν Χριστιανική γραματεία λέγεται
πώς ο Χριστός, σαν Θεάνθρωπος που είναι, προγνώριζε ( αλλά δεν προόριζε...) από την πρώτη στιγμή που είδε τον Ιούδα ότι αυτός ήταν ο άνθρωπος που θα τον πρόδιδε όπως από αρχαιοτάτων χρόνων μιλούσαν οι προφητείες. Και οι προφητείες μιλούσαν όχι μόνο για την παρουσία του Ιούδα, αλλά και για όσα όλα πρόσωπα θα έπαιζαν ρόλο στο Θείο Δράμα.

Τα γνώριζε σαν Θεός, αλλά δεν τα κατεύθυνε.

Γιατί αν τα κατεύθυνε, παραβιάζοντας την ελευθερία βουλήσεώς τους, τότε τα πρόσωπα αυτά ( και ο Ιούδας βεβαίως ), δεν θα είχαν και καμία ευθύνη.

Γνώριζε ακόμη, σαν Θεός Πανταχού Παρών, και όλες τις μυστικές συμφωνίες και συζητήσεις που έκανε ο Ιούδας με τους τότε Αρχιερείς, πίσω από την πλάτη Του...

Ο Ιούδας προφανώς υπολόγιζε, ότι τελικώς ο Χριστός θα διαφύγει από τους εχθρούς του παρ’ όλη την δική του προδοσία, όπως και άλλες φορές είχε και στο παρελθόν γίνει. Όταν όμως είδε ότι καταδικάσθηκε σε θάνατο, μεταμελήθηκε μεν για ότι έκανε αλλά δεν μετανόησε ειλικρινά, φθάνοντας και στην συγγνώμη. Πέταξε βέβαια τα αργύρια στους αρχιερείς αλλά "...απελθών απήγξατο" ( κρεμάστηκε...), σημειώνεται στα Ευαγγέλια.

Υπάρχει ακόμη η αντίληψη, στην αρχαία Χριστιανική γραμματεία, ότι η αυτοκτονία του Ιούδα έγινε και από πονηριά, ώστε να προλάβει ο Ιούδας να μπει στον Παράδεισο πριν τον θάνατο του Χριστού.

Γιατί όπως είχε ακούσει, στα χρόνια της τριετούς διδασκαλίας του Χριστού, θα κατέβαινε ο Χριστός στον Άδη για να κηρύξει και εκεί στις ψυχές των νεκρών, και να σωθούν όσες από αυτές πίστευαν. Έπρεπε λοιπόν να προλάβει, να βρίσκεται μεταξύ αυτών, των προς σωτηρία ψυχών, πριν πεθάνει ο Χριστός και όσο διαρκούσε ακόμη η εποχή της Παλαιάς Διαθήκης...

Όμως η πονηρία του αυτή πήγε χαμένη γιατί έσπασε το σχοινί, και "πρηνής γενόμενος ελάκησε μέσος, και εξεχύθη πάντα τα σπλάχνα αυτού..." όπως σημειώνεται από τον Ευαγγελιστή Λουκά (Πράξεις των Αποστόλων – α’ 18). Του χύθηκαν δηλαδή έξω τα έντερα και ψυχορραγώντας μερικές ώρες άργησε να καταλήξει, πεθαίνοντας έτσι μετά τον Χριστό, και πηγαίνοντας στην αιώνια Κόλαση της Καινής Διαθήκης και όχι στον Άδη της Παλαιάς, όπως πονηρά υπολόγιζε...

Αυτή είναι εν συντομία η ιστορία του προδότη Ιούδα για τον οποίον ο Χριστός, προδικάζοντας το αιώνιο μέλλον του, είπε εκείνα τα βαρυσήμαντα λόγια, ότι: "ουαί (και αλλοίμονο) δε τω ανθρώπω εκείνω, δι’ ού ό υιός τού ανθρώπου παραδίδοται. Καλόν ήν αυτώ, εί ούκ εγεννήθη ( να μη είχε γεννηθεί ) ό άνθρωπος εκείνος..." (κατά Μάρκο ιδ’ 21).

Η προσπάθεια που γίνεται λοιπόν τελευταία να βγάλουν τα αναθέματα της προδοσίας του Ιούδα, ξεκινάει όχι γιατί τους έπιασε η αγάπη τώρα για τον Ιούδα, αλλά από μία κακή "εκκλησιαστική διπλωματία" της Δυτικής εκκλησίας, για την δημιουργία "προγεφυρώματος συνεργασίας" με τον Ιουδαϊσμό, και αφού στην αρχή διέγραψαν από τους ύμνους, τα "περί ανόμων Ιουδαίων και Εβραίων" επιλεγόμενα.

http://webcache.googleusercontent.com/search?q
===========

ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ.......
Το Ευαγγέλιο του Ιούδα είναι ένα πρώιμο κείμενο του γνωστικού χριστιανισμού που χρησιμοποιούσαν οι Καϊνίτες, μια πρώιμη χριστιανική γνωστική ομάδα και αποτελεί τμήμα ενός κώδικα γνωστού ως Codex Tchacos.

 


 

Το εκτιμούμενο χρονικό βάθος του ευαγγελίου του Ιούδα είναι το 130-170 Κ.Ε.. Πιθανώς γράφτηκε αρχικά στην κοινή Ελληνική, αλλά το μόνο γνωστό χειρόγραφο είναι γραμμένο στην Κοπτική γλώσσα.
Υπάρχουν περίπου 50 έργα υποτιθέμενα "ευαγγέλια" της πρώιμης εκκλησίας. Μόνον για 20 από αυτά τα ευαγγέλια υπάρχουν επιπλέον μαρτυρίες, ενώ τα τέσσερα είναι τα γνωστά κανονικά ευαγγέλια του Ματθαίου, του Μάρκου, του Λουκά και του Ιωάννη. Το Ευαγγέλιο του Ιούδα είναι ένα από τα 16 άλλα ευαγγέλια για τα οποία υπάρχουν ιστορικές μαρτυρίες σε άλλα κείμενα της πρώιμης εκκλησίας.
Ο Ειρηναίος επίσκοπος της Λυόν, μαρτυρεί την υπάρξη του ευαγγελίου στην πραγματεία του Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως, κοινώς γνωστή ως Κατά των Αιρέσεων. Μολονότι φαίνεται ότι γράφτηκε αρχικά στην Ελληνική περίπου το 180, σώζεται μόνον η λατινική μετάφραση του 4ου αιώνα. Σε παραρτήματα της πραγματείας του σχετικά με τους «Γνωστικούς» και άλλους πιστούς του γνωστικισμού, τους επονομαζόμενους «οφίτες» της ύστερης χριστιανικής παράδοσης, ο Ειρηναίος φαίνεται πως τους θεωρεί ως έναν από τους ποικίλους κλάδους των Γνωστικών. Συνοψίζει κάποια από τα κηρύγματά τους ως εξής:
Κι άλλοι λέγουν ότι ο Κάιν προερχόταν από τον ανώτερο κόσμο της απόλυτης δύναμης και ομολογούν ότι ο Ησαύ, ο Κορέ, οι Σοδομίτες και όλα τα παρόμοια πρόσωπα είναι ίδια με αυτούς. Για αυτόν το λόγο τους μίσησε ο δημιουργός τους, παρόλο που κανένας τους δεν υπέστη ζημία. Γιατί η Σοφία ξαναπήρε από αυτούς ό,τι της ανήκε. Και ο Ιούδας, ο προδότης, τα γνώριζε πολύ καλά όλα αυτά, όπως λέγεται και μόνον εκείνος είχε πληροφορηθεί την αλήθεια, όπως κανένας άλλος, φέροντας έτσι εις πέρας το μυστήριο της προδοσίας. Εξαυτού, όλα τα πράγματα, επίγεια και επουράνια, οδηγήθηκαν στη διάλυση. Και παρουσιάζουν ένα πλαστούργημα για αποδεικτικό στοιχείο, το οποίο αποκαλούν «Το ευαγγέλιο του Ιούδα»1.
Σύμφωνα με τον Ειρηναίο, η συγκεκριμένη γνωστική ομάδα στοχεύει στην επανεξέταση των εβραϊκών και χριστιανικών απόψεων περί θείας σωτηρίας. Ήρωες των εβραϊκών Γραφών όπως ο Ησαύ, ο Κορέ και οι Σοδομίτες -σκοτεινές φυσιογνωμίες από την οπτική γωνία της ορθόδοξης χριστιανικής και άλλων παραδόσεων- χαρακτηρίζονται ως υπηρέτες της «υπέρτατης απόλυτης δύναμης». Αυτή η δύναμη, που αντιπροσωπεύεται από τη γνωστική εικόνα της Σοφίας, δεν ταυτίζεται με το δημιουργό Θεό της ιουδαιοχριστιανικής παράδοσης, ο οποίος αποκαλείται ο «δημιουργός τους». Σε αυτή την επανεξέταση φαίνεται πως περιλαμβανόταν και ο Ιούδας ο Ισκαριώτης. Σύμφωνα με τα κείμενα του κώδικα θεωρείται ξεχωριστός από τους μαθητές2, που κατείχε τη γνώση «σχετικά με αυτά τα πράγματα». Συνεπώς, η πράξη του παρουσιάζεται ως ένα «μυστήριο» που οδηγεί στη διάλυση όλων των επίγειων και των επουράνιων πραγμάτων, δηλαδή όλων των έργων του «δημιουργού» ή του κυβερνήτη αυτού του κόσμου.
Από τον 3ο αιώνα και μετά, αυτή η ομάδα γνωστικών ονομαζόταν «καϊνίτες» («οπαδοί του Κάιν"), από τους χριστιανούς συγγραφείς, όπως ο Κλήμης Αλεξανδρείας. Αλλά οι περισσότεροι από αυτούς τους μεταγενέστερους χριστιανούς συγγραφείς βασίζονται στην αφήγηση του Ειρηναίου. Μόνον η ανώνυμη πραγματεία του 3ου αιώνα υπό τον τίτλο Κατά πασών των αιρέσεων, η οποία αποδόθηκε εσφαλμένα στον Τερτυλλιανό, και η αφήγηση του Επιφάνειου Σαλαμίνoς, προσφέρουν επεξηγήσεις καθώς και άλλες πληροφορίες σχετικά με τη διαφορετική σκοπιά από την οποία εξετάζεται η προδοσία του Ιούδα στα πλαίσια αυτού του κύκλου Στο δεύτερο κεφάλαιο αυτής της πραγματείας, ο ψευδοΤερτυλλιανός εκφράζει τις απόψεις του για τα κηρύγματα των Καϊνιτών:
[...]Επιπλέον, εμφανίστηκε άλλη μια αίρεση, η αίρεση των καϊνιτών. Και ο λόγος που ονομάζονται έτσι, είναι γιατί εξυψώνουν τον Κάιν ως να ήταν γέννημα κάποιας ισχυρής ηθικής δύναμης που λειτουργούσε εντός του. γιατί ο Άβελ είχε γεννηθεί από μια κατώτερη δύναμη και αποδείχτηκε φυσικά κατώτερος. Εκείνοι που υποστηρίζουν αυτή την πιθανότητα, υποστηρίζουν τον προδότη Ιούδα, λέγοντάς μας ότι είναι αξιοθαύμαστος και μέγας, χάρη στα οφέλη για τα οποία τον υμνούν ότι χάρισε στην ανθρωπότητα. Γιατί ορισμένοι από αυτούς πιστεύουν ότι πρέπει να αποδίδονται ευχαριστίες στον Ιούδα για αυτό το γεγονός. Ο Ιούδας, λένε, βλέποντας ότι ο Χριστός ήθελε να ανατρέψει την αλήθεια, τον πρόδωσε, έτσι ώστε να μην μπορέσει να παραποιηθεί η αλήθεια. Και κάποιοι άλλοι επιχειρηματολογούν εναντίον τους και λένε: Εξαιτίας του γεγονότος ότι οι δυνάμεις αυτού του κόσμου δεν ήθελαν να υποφέρει ο Χριστός, από φόβο μήπως ο θάνατός του προετοιμάσει τη σωτηρία της ανθρωπότητας, αυτός, αγωνιζόμενος για τη σωτηρία της ανθρωπότητας, πρόδωσε τον Χριστό, έτσι ώστε να εξαφανίσει κάθε πιθανότητα να εμποδιστεί η σωτηρία, πράγμα το οποίο έκαναν οι δυνάμεις που ήταν αντίθετες στα πάθη του Χριστού. Έτσι, λοιπόν, μέσα από τα πάθη του Χριστού, θα εξαλειφόταν κάθε πιθανότητα να καθυστερήσει η σωτηρία της ανθρωπότητας[...]3
Το πρόβλημα δηλαδή στο κείμενο αυτό είναι,«η σωτηρία του Χριστού και όχι η σωτηρία των ανθρώπων»[1]. Συμφωνα με τον ομότιμο καθηγητή της Εισαγωγής και ερμηνείας της Καινής Διαθήκης στη Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. Ιωάννη Καραβιδόπουλο, η Εκκλησία δεν το δέχθηκε, επειδή «στηρίζεται στην ιστορική παρουσία του Ιησού και στο σωτηριολογικό του έργο μέσα στην ιστορία,[...], ενώ το κείμενο αδιαφορεί για την ιστορία.(Επίσης), απαξιώνει το ανθρώπινο σώμα και προτείνει την καταστροφή του είτε με συνεπή εγκρατητισμό είτε με ξέφρενη ακολασία,[...] ενώ η Εκκλησία κάνει λόγο για εξαγιασμό όλου του ανθρώπου (σώματος και ψυχής)[...].Το κείμενο δέχεται ένα Χριστό φαινομενικά και όχι πραγματικά ενανθρωπήσαντα σε αντίθεση με το Χριστό της Εκκλησίας,αληθινό Θεό και αληθινό άνθρωπο που σώζει τον κόσμο και όχι βέβαια τον εαυτό του. Τέλος το απόκρυφο του Ιούδα τελειώνει με την προδοσία και δεν προχωρά παραπέρα. Τα Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης αποκορυφώνονται στη Σταύρωση και εν συνεχεία στην Ανάσταση του Χριστού δίνοντας ένα μήνυμα ελπίδας στον άνθρωπο της εποχής τους και της εποχής μας»[2]
Οι πάπυροι στους οποίους γράφτηκε το ευαγγέλιο είναι αποσπασματικοί και ορισμένα τμήματά τους λείπουν. Σύμφωνα με τον Ρούντολφ Κασσέρ ο κώδικας περιείχε αρχικά 62 σελίδες, αλλά όταν έφθσασε στην αγορά το 1999, μόνον 25 σελίδες υπήρχαν, καθώς σκόρπια τμήματα πουλήθηκαν στην γκρίζα αγορά της αρχαιοκαπηλείας.
Στην πραγματικότητα δεν δόθηκε καμία δημοσιότητα στην εποχή της ανακάλυψης του χειρογράφου, καθώς κατά τα φαινόμενα υπήρξε προϊόν αρχαιοκαπηλείας. Στην δεκαετία του '70 χωρικοί ή αρχαιοκάπηλοι -ανάλογα με το ποια ερμηνεία προτιμά κανείς- ανακάλυψαν τον κώδικα σε πάπυρο, κοντά στην Ελ Μίνυα, στην Αίγυπτο. Η περιπέτεια του χειρογράφου ξεκινά προφανώς το 1978, όταν πωλείται σε αιγύπτιο έμπορο αρχαιοτήτων αγνώστου ταυτότητας -μόνο το όνομα Χάννα είναι γνωστό- στο Κάιρο. Τον Μάιο του 1983, σύμφωνα με τις αναφορές του National Geographic γίνεται απόπειρα πώλησης του χειρογράφου σε ομάδα αμερικανών επιστημόνων σε ένα ξενοδοχείο στη Γενεύη, της Ελβετίας. Η αγοραπωλησία δεν ευδοκιμεί λόγω υψηλών οικονομικών απαιτήσεων και το επόμενο έτος θα αποτύχει και η προσπάθεια πώλησης του κώδικα στη Νέα Υόρκη. Ο πάπυρος ασφαλίζεται σε τραπεζική θυρίδα στο Χίκσβιλ της Νέας Υόρκης, όπου και παραμένει για 16 χρόνια, υφιστάμενος σημαντικές αλλοιώσεις εξαιτίας της αλλαγής κλίματος.
Τον Απρίλιο του 2000 η μια άλλη έμπορος αρχαιοτήτων, η Φρίντα Νούσμπεργκερ-Tσάκος, αγοράζει τον κώδικα από τον Αιγύπτιο έμπορο αρχαιοτήτων. Τον ίδιο μήνα η Βιβλιοθήκη Σπάνιων Βιβλίων και Χειρογράφων Μπάινικι μέσω του Στήβεν Έμμελ του πανεπιστημίου Γέιλ -κατά παραγγελία του πανεπιστήμίου Σάουθερν Μεθόδιστ- επιβεβαιώνει ότι ο κώδικας περιέχει το ευαγγέλιο του Ιούδα. Μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια πώλησης του χειρογράφου η Τσάκος μεταβιβάζει τον κώδικα στο ίδρυμα Maecenas Foundation for Ancient Art, στη Βασιλεία της Ελβετίας.
Το ίδρυμα Μαικήνας απευθύνεται σε έναν ειδήμονα επί της κοπτικής γραμματείας, τον Ρούντολφ Κασσέρ, προκειμένου να αρχίσει η διαδικασία της μετάφρασης του κώδικα από την Κοπτική. Ο Κασσέρ με τη σειρά του ζήτησε τη βοήθεια της ελβετίδας Φλοράνς Νταρμπρ και του Γκρέγκορ Βουρστ, ειδικού στην κοπτική γραμματεία, από το πανεπιστήμιο του Άουγκσμπουργκ στη Γερμανία, για την ανασύνθεση των 26 σελίδων του κώδικα, με τη βοήθεια ειδικού λογισμικού που αποδελτιώνει κείμενα, εντοπίζει τα κενά και επιχειρεί τον ανασυνδυασμό τους με το υπάρχον κείμενο. Επιλέγοντας από τους προτεινόμενους συνδυασμούς του ηλεκτρονικού υπολογιστή εκείνους που συμφωνούσαν με τη φορά των ινών του παπύρου, οι Νταρμπρ, Βουρστ και Κασσέρ κατάφεραν να ανασυνθέσουν το μεγαλύτερο ποσοστό (80%) των κειμένων του χειρογράφου μετά από πέντε χρόνια προσπάθειας. Μισή σελίδα που είχε αποσπαστεί από το ευαγγέλιο ανακαλύφθηκε στη Νέα Υόρκη, φωτογραφίστηκε και εντάχθηκε στο μεταφραστικό πρόγραμμα.
Σε ό,τι αφορά στην χρονολόγησή του, η ραδιοχρονολόγηση του παπύρου από το πανεπιστήμιο της Αριζόνα τοποθέτησε το κείμενο μεταξύ του 220 και του 340 Κ.Ε.. Η επιβεβαίωση της τιμής που έδωσε η ραδιοχρονολόγηση έγινε μέσω της ανάλυσης της μελάνης, η οποία σύμφωνα με την McCrone Associates Inc., στο Σικάγο, φαίνεται να περιέχει συστατικά που χρησιμοποιούνταν για την παρασκευή μελάνης κατά τον 3ο και 4ο αιώνα Κ.Ε. Τον Απρίλιο του 2006 ο κώδικας παρουσιάστηκε για πρώτη φορά ενώπιον του κοινού στα κεντρικά γραφεία της National Geographic Society, στην Ουάσιγκτον.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου