Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2011

ΚΥΠΡΙΔΑ ΑΦΡΟΔΙΤΗ [Αθηαίνου,η πόλη και το ιερό Γολγίας Αφροδίτης]Μέρος Γ΄]

Αθηαίνου,  ένα  όνομα  φορτωμένο  και  φορτισμένο. Φορτωμένο  ιστορία,  γεμάτη  ορόσημα  και  σταθμούς. Γόλγοι,  Μάλλουρα,  Αγροτικό  κίνημα,  Συνεργατισμός,  τοπική  Αυτοδιοίκηση,  μερικοί  μόνο  χαραχτηριστικοί  σταθμοί. Και  συγχρόνως  ένα  όνομα  φορτισμένο  με  το  συναίσθημα  του  να  ξυπνάς  και  να  βλέπεις  αντίκρυ  τα  βαρβαρικά  στίφη.
Η   ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ  ΚΑΙ  Η  ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ  ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ  ΤΗΣ  ΑΘΗΑΙΝΟΥ
     
Η
  Αθηαίνου,  απλώνεται  στις  νότιες  παρυφές  του  κάμπου  της  Μεσαορίας  και  μοιράζει  περίπου  στα  δύο  την  απόσταση  μεταξύ  Λευκωσίας  και  Λάρνακας. Ανήκει  διοικητικά  στην  επαρχία  Λάρνακας,  ενώ   θρησκευτικά  υπάγεται  στην  Ιερά  Αρχιεπισκοπή. Πριν   από  το  1974  η  Αθηαίνου  διατηρούσε  στενότερες  σχέσεις  με  τη  Λευκωσία,  κάτι  που  ήταν  φυσικό  να  υποτονίσει  μετά  την  κατάληψη  μέρους  του  δρόμου  Λευκωσίας – Λάρνακας  από  τα  τουρκικά  στρατεύματα. Σήμερα  διατηρεί  σχέσεις  και  με  τις  δυο  πόλεις.

Μεγάλο
  μέρος  των  γειτονικών  της  οικισμών ,  όπως  τα  χωριά  Πυρόι, Τύμπου,  Μελούσια, Τρεμετουσιά  και  Λουρουτζίνα τελεί  υπό   τουρκική  κατοχή.  Υπό  κατοχή  τελεί  επίσης  και  το  85%  της  συνολικής  έκτασης  της  Αθηαίνου ( χωράφια,  καλλιεργήσιμη  γη).  Ο  γειτονικός  οικισμός Πετροφάνι,  που  βρίσκεται  δυο  χιλιόμετρα  νότια  της  Αθηαίνου  είναι  εγκαταλελειμένος.

Η
  Αθηαίνου  είναι  χτισμένη  σε  γενικά  επίπεδο  έδαφος  που  περιβάλλεται  από  τα  υψώματα   Καφκάλλα (  ή  όρος  του  Πυρογιού)  στα  βορειοδυτικά,  Δύο Βούνι  και  Καλαποδάς   στα  νότια,  προς  την  κατεύθυνση  της  Αραδίππου.  Είναι Δήμος  και  αριθμοί  πάνω  από  4  χιλιάδες  κατοίκους.    
Η  ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ  ΤΟΥ  ΟΝΟΜΑΤΟΣ  ΤΗΣ
Το  όνομα  Αθηαίνου  συγκεντρώνει  αρκετές  ετυμολογικές  εκδοχές,  με  επικρατέστερες  τις  εξής:
Από
  το  άττα  ή  άθθα,  αρχαία  λέξη  που  σημαίνει  μεγάλη  πέτρα,  δηλώνοντας  γενικά  το  πετρώδες  έδαφος  της  περιοχής.

Σύμφωνα
  με άλλη  εκδοχή  η  ονομασία  προήλθε  από   κάποιους  Αθηναίους,  οι  οποίοι  κατοίκησαν  στην  περιοχή  και  έδωσαν  σ’  αυτή  το  όνομα  Αθηαίνου,  σ΄ ανάμνηση  της  πόλης  τους.
Υποψήφια
  ετυμολογική  ανάδοχος  της  Αθηαίνου  είναι  και  η  νύμφη  Αθηαινώ,  που,  σύμφωνα  με  το  μύθο, έζησε  στην  περιοχή.

Κάποιος επίσης,
  ονόματι  Αθηνογένης  που  ήρθε  από  την  Κωνσταντινούπολη  και  απέχτησε  μεγάλες  εκτάσεις  γης  στην  περιοχή,  διεκδικεί  κι  αυτός  μερίδιο  στην  ετυμολογική  διαμάχη  περί  του  ονομάτος  Αθηαίνου. Πάμε  στου Αθηνογένους  ( δηλαδή  τα  χτήματα ),  έλεγαν  οι  εργάτες.  Από  το  Αθηνογένους,  προέκυψε  αργότερα  η Αθηαίνου.

Αξίζει
  να  σημειωθεί  πως  η  ονομασία  Αθηαίνου  βρισκόταν  σε  ισχύ  ήδη από  την πρώιμη   εποχή  της  Φραγκοκρατίας  στην  Κύπρο. (12ος  αιώνας).

Ενδιαφέρον
  παρουσιάζει  και  το  όνομα  με το  οποίο  βάφτισαν  την  Αθηαίνου  οι  Τουρκοκύπριοι,  το  "κκιρατζίκκιογιου". Δεν  σημαίνει  παρά,  τόπος  των  αγωγιατών  κι  αυτό  διότι  επί  Τουρκοκρατίας και  Αγγλοκρατίας  πολλοί  Αθηαινίτες  ασκούσαν  το  επάγγελμα   του  αγωγιάτη.

Η  ιστορία  της  Αθηαίνου  είναι  τόσο  μακρά  όσο  και  η  ιστορία  του  ελληνισμού  στην   Κύπρο.  Όπως  είναι  γνωστό , οι  Αχαιοί  εγκαταστάθηκαν  στην  Κύπρο  γύρω  στο  1500 π. Χ  και  ίδρυσαν  τα  πρώτα  ελληνικά  βασίλεια.  Η  παράδοση  θέλει  ήρωες  του  Τρωικού  πολέμου  ιδρυτές  των  εν  λόγω   βασιλείων.  Ο  Τεύκρος   ίδρυσε  τη  Σαλαμίνα,  ο  Πράξανδρος  της  Λάπηθο,  ο  Κηφέας  την   Κερύνεια και  ο  Γόλγος,  ίδρυσε  το  βασίλειο  των  Γόλγων,  τον  πρόδρομο   θα  μπορούσε  να  λεχθεί της   κατοπινής  Αθηαίνου. Πατρίδα  του  Γόλγου,  αναφέρεται η  Σικυώνα  της  Πελοποννήσου.

Μια
  άλλη  εκδοχη  θέλει  το Γόλγο  να  είναι  γιος  του  Άδωνη  και  της  Αφροδίτης. Εικάζεται  πως  στους  Γόλγους  υπήρχε  ναός  αφιερωμένος  στη  Γολγία  Αφροδίτη. Το  ολόχρυσο άγαλμά  της  μπορούσε  να τυφλώσει  όποιον  τολμούσε  να  το  κοιτάξει. 

Η
  ιστορική  έρευνα  καταλήγει  στο  συμπέρασμα  πως  το βασίλειο  των  Γόλγων  γνώρισε  μεγάλη  ακμή.  Ο   βουκολικός  ποιητής  Θεόκριτος,  αναφέρεται  τον  3ο  π.Χ.  αιώνα  στους Γόλγους,  την  πόλη  της  Κύπρου  που  πήρε  τ’  όνομά  της  από  το Γόλγο,  γιο  του   Άδωνη  και  της Αφροδίτης.  

Οι
  Γόλγοι  είχαν  άρτιο  υδρευτικό  σύστημα  και ήταν  περιτειχισμένο  βασίλειο. Οι νεκροί θάβονταν  έξω  από  τα  τείχη,  κάτι  που  μαρτυρείται  από  τα  αρχαιολογικά  ευρήματα. Επιδρομές  ή  σεισμοί κατέστρεψαν  μετέπειτα τους  Γόλγους,  ενώ  σήμερα  η  συγκεκριμένη  περιοχή  τελεί  υπό  κατοχή. 
Η 

Η πενιχρότητα των ευρημάτων στην ανασκαφείσα περιοχή οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στο γεγονός ότι η πόλη καταστράφηκε από δυνάμεις του βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίου Α΄ στο τέλος του 4ου αιώνα π.Χ.. Όπως είναι γνωστό, μεταξύ του 306 και του 294 π.Χ. διεκδίκησαν την κυριότητα της Κύπρου οι διάδοχοι του Μ. Αλεξάνδρου Πτολεμαίος Α΄ και Αντίγονος. Ο Δημήτριος ο Πολιορκητής, γιος του Αντίγονου, ήρθε στην Κύπρο με στρατό και στόλο και κατόρθωσε να αποσπάσει προσωρινά την νήσο από τον Πτολεμαίο. Κατά τη διάρκεια των πολεμικών συγκρούσεων κάποιες πόλεις της Κύπρου τάχθηκαν με τον Πτολεμαίο και άλλες με τον Αντίγονο και τον Δημήτριο. Η πόλη των Γόλγων πλήρωσε πολύ ακριβά την συμπαράταξή της με τον Δημήτριο. Πολιορκήθηκε και μετά την κατάληψή της πυρπολήθηκε και καταστράφηκε. Η ανεύρεση πολλών αιχμών από τα βέλη και ο διπλασιασμός του πάχους του τείχους σε κάποιο ευαίσθητο σημείο του αποτελούν ενδείξεις για την πολιορκία της πόλης. 

H πόλη ξανακατοικήθηκε, αλλά, όπως παρατηρεί ο Μπακαλάκης, "φυτοζωούσε" σ' όλη την περίοδο της πτολεμαιοκρατίας (294-58 π.Χ.) και της ρωμαιοκρατίας (58 π.Χ. - 330 μ.Χ.), καθώς και τους πρώτους αιώνες της βυζαντινής περιόδου. Τον 5ο ή τον 6ο αιώνα μ.Χ. κτίστηκε μια μικρή χριστιανική βασιλική, την οποία ανέσκαψε και μελέτησε ο καθηγητής Χ. Ν. Μπακιρτζής. Η πόλη ερημώθηκε οριστικά κατά τις αραβικές επιδρομές που έγιναν από τον εμίρη της Συρίας Μωαβία. Αυτό πρέπει να έγινε όχι κατά την επιδρομή του 649 μ.Χ., της οποίας ηγήθηκε ο ίδιος ο Μωαβίας, αλλά κατά το 653 μ.Χ. , με αρχηγό του αραβικού στρατού τον στρατηγό του Μωαβία, Αμπούλ Αβάρ. Κατά την δεύτερη αυτήν επιδρομή οι Άραβες δεν περιορίστηκαν στην λεηλασία και καταστροφή παραλιακών πόλεων, όπως συνέβη κατά την πρώτη επιδρομή, αλλά επέφεραν μεγάλες καταστροφές και στο εσωτερικό της Κύπρου.


Πηγή myKypros

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου