Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010

ΠΩΣ ΕΙΔΑΝ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ ΟΙ ΔΙΑΦΟΡΟΙ ΠΕΡΙΗΓΗΤΕΣ...Μέρος Β΄

Γράφει η ΕΜΜΗ ΠΑΝΟΥΣΗ
ΟI επισκέπτες αυτοί, όμως, δεν είδαν, όπως περίμεναν, πλούτο και μεγαλοπρεπή μέγαρα. Αντιθέτως, ταλαιπωρήθηκαν πολύ στην προσπάθειά τους να διανύσουν και τις πιο απλές διαδρομές. Οι Έλληνες που τους υποδέχθηκαν δεν έμοιαζαν διόλου στον Ερμή του Πραξιτέλη? ήταν άνθρωποι φτωχοί και απελπισμένοι, αμόρφωτοι στην πλειονότητά τους, «ζυμωμένοι» με προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες αλλά και με έναν φλογερό πόθο για ελευθερία.
Κι όσο πιο μεγάλο φαινόταν το χάσμα από το «χθες» στο «σήμερα» τόσο περισσότερο γοητεύονταν οι ταξιδιώτες, που, επιστρέφοντας στην αφετηρία τους, τροφοδοτούσαν τους κύκλους των γραμμάτων και των τεχνών με περιηγητικά κείμενα. Φροντισμένα πονήματα που γρήγορα έφεραν ―σε συνδυασμό με άλλες συγκυρίες― την Ελλάδα στο κέντρο του ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος. Τίποτα από την παλιά αίγλη δεν είχε χαθεί τελικά.

Η Ευρώπη και η επίσκεψη στην Ελλάδα
Το ευρωπαϊκό ταξίδι στον ελληνικό χώρο αναπτύσσεται κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας. Την ίδια εποχή εκτός της συνέχειας που δημιουργεί η ευρωπαϊκή περιηγητική παράδοση, γίνεται και μια μικρή ...επανάσταση κατά την οποία η πόλη των Αθηνών εισέρχεται στην ευρωπαϊκή συνείδηση. Αυτό συμβαίνει το 1674- 1675. Η πόλη των Αθηνών γίνεται αιφνιδίως το επίκεντρο του ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος όσον αφορά τον ελληνικό χώρο.
Αποτέλεσμα αυτού ήταν η δημοσίευση των δύο πρώτων περιγραφών της πόλης όπως ήταν τότε (Πωλ Μπαμπέν, Αντρέ Γκιλέ) και ακολουθούνται από την πρώτη επαρκή και συστηματική ταύτιση των αρχαιοτήτων της (Ιάκωβος Σπον, Τζωρτζ Χουήλερ). Ένα έντονο και αδιάλειπτο ενδιαφέρον αρχίζει να διαδέχεται την έως τότε σιωπή και η Αθήνα αναδεικνύεται σε πόλη που γέννησε τον δυτικό πολιτισμό, αλλά και εθνικό κέντρο της νέας Ελλάδας. Έτσι έγιναν και τα «εγκαίνια» μιας νέας ταξιδιωτικής παράδοσης που διήρκεσε ως τα τέλη του 19ου αιώνα.
Βέβαια αρκετά είναι τα ερωτήματα που γεννιούνται σχετικά με τα αποτελέσματα του νέου αυτού δεδομένου. Ερωτήματα που αφορούν την Αθήνα και τη θεώρηση του ευρύτερου χώρου της Ανατολής από τη μία, αλλά και τη σιωπή γύρω από το όνομά της το διάστημα 1550-1675 από την άλλη. Η προσπάθεια ερμηνείας των ζητημάτων που προέκυψαν βοηθά σίγουρα κατά πολύ να εκτιμήσουμε σήμερα τα περιηγητικά κείμενα της εποχής. Εφόσον η αντίληψη του ελληνικού χώρου δομείται γύρω από τη συνάντηση της Ευρώπης με την αρχαία Ελλάδα αφενός, τα κείμενα αυτά βοηθούν στη μελέτη λειτουργίας της ευρωπαϊκής διαμεσολάβησης για τη δημιουργία ενός εθνικού χώρου και αφετέρου αποτελούν μια χρήσιμη αρχή για τη μελέτη της ευρωπαϊκής Ιστορίας.

Το ...ταξίδι στην ελληνική Ιστορία
Ήδη από τις αρχές του 18ου αι. ταξίδια στην Ανατολή επιχειρούν άνθρωποι με πλούσιαενδιαφέροντα. Η δε προσέγγιση του ελληνικού κόσμου από τους μελετητές γίνεται μέσα από τα αρχαία μνημεία. Λόγιοι όπως ο Λυκά, ο Σεβέν, ο αβάς Φουρμόν, μέλη επιστημονικών ακαδημιών αποτελούν χαρακτηριστικές περιπτώσεις ταξιδιωτών που επιδόθηκαν στην έρευνα και στη μελέτη, αλλά ενίοτε και στη διαρπαγή ή και στην καταστροφή των ελληνικών αρχαιοτήτων.
Το κυνήγι των αρχαιολογικών θησαυρών έχει ήδη αρχίσει. Είναι αυτονόητο για τις εταιρείες αρχαιοφίλων, όπως η Εταιρεία των Ντιλετάντι, να οργανώνουν αποστολές στην Ελλάδα με σκοπό ―μεταξύ άλλων― τη μεταφορά αντικειμένων για τον εμπλουτισμό ιδιωτικών συλλογών ηγεμόνων. Τους επόμενους αιώνες το φαινόμενο θα ενταθεί με θεαματικές συλήσεις αρχαίων μνημείων και ανάλογες αποστολές σε δυτικές πρωτεύουσες. Αυτά τα χρόνια παρατηρείται ένταση του ανταγωνισμού όχι μόνο ανάμεσα σε άτομα ή ομάδες αλλά και μεταξύ χωρών προκειμένου να επιτύχουν παραχωρήσεις από τις κατά τόπους εξουσίες και να αποκτήσουν το δικαίωμα διαρπαγής αρχαιοτήτων. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, μελετητές της οικονομίας, της κοινωνίας και των θεσμών, πραγματοποιώντας επιστημονικά ταξίδια στην Ελλάδα στρέφουν το ενδιαφέρον αλλά και τις συζητήσεις τους προς τα στοιχεία που συνέθεταν τη ζωντανή πραγματικότητα.
Οι συνθήκες του ταξιδιού προς την Ανατολή και φυσικά προς την Ελλάδα, τη νησιωτική και την ενδοχώρα, κάθε άλλο παρά εύκολες ήταν. (Αξίζει εδώ ν' αναφέρουμε πως ο βοτανολόγος Τζ. Σίμπθορπ, καταπονημένος από τις κακουχίες του ταξιδιού, πέθανε έξι μήνες μετά την επιστροφή του στην Αγγλία, σε ηλικία 38 ετών και πριν προλάβει να ολοκληρώσει την έκδοση του μνημειώδους έργου του «Flora Greca» (Ελληνική Χλωρίδα). Μεγάλο μέρος των μετακινήσεων γινόταν με πλεούμενα που εξαρτώνταν σε μεγάλο βαθμό από τις καιρικές συνθήκες. Τρικυμίες, δυνατοί άνεμοι, επίμονες άπνοιες ή αντίθετοι άνεμοι που δυσχέραιναν την είσοδο στα λιμάνια ταλαιπωρούσαν τους επιβάτες, ενώ και στην ξηρά τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα.
Κακοί, αν όχι ανύπαρκτοι δρόμοι, πανάθλια καταλύματα, βρόμικα χάνια, διατροφή λιτή και ευκαιριακή ήταν προβλήματα που δεν μπορούσαν να ξεπεραστούν αν έλειπε το νεανικό πάθος και η επίμονη αφοσίωση στον σκοπό του ταξιδιού.
Στην αυγή του 19ου αι. την Ελλάδα αρχίζει να επισκέπτεται ένα νέο είδος ταξιδιώτη που ενδιαφέρεται για την παρατήρηση των ελληνικών πραγμάτων. Ένας συνδυασμός τυπογράφου, εθνολόγου, κοινωνιολόγου, φιλόλογου και ιστορικού με κυριότερους εκπροσώπους τους Βρετανούς σερ Ουίλιαμ Τζελ, και Ουίλιαμ Μάρτιν Ληκ και τον Γάλλο Φρανσουά Πουκεβίλ.
Το ενδιαφέρον των νεώτερων λογίων κατά τις αλλεπάλληλες επισκέψεις τους στον ελλαδικό χώρο εντοπίζεται στον τρόπο ζωής των ανθρώπων. Πολλοί από αυτούς γνωρίζουν τη νέα ελληνική γλώσσα, ενώ άλλοι ασχολούνται και με το Βυζάντιο. Σημειώνεται εδώ ότι στα χρόνια αυτά ο ελληνικός βίος διαμορφώνεται με διαφορετικούς πλέον ρυθμούς κατά περιοχές και ανάλογα με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ζουν, εργάζονται και δημιουργούν οι Έλληνες. Και αυτό γιατί άλλοι ζουν κάτω από ξένη κυριαρχία, άλλοι σε ημιαυτόνομα καθεστώτα, ενώ άλλοι είναι εγκατεστημένοι σε ξένα κέντρα, έξω από τον ελληνικό χώρο, όπου έχουν σχηματιστεί ελληνικές κοινότητες ισχυρές οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά. Τις γοργές διαδικασίες, όσες συντελούσαν στην ανασύνταξη της ελληνικής κοινωνίας, κατέγραψαν λεπτομερώς οι περιηγητές των δύο τελευταίων δεκαετιών της οθωμανικής κυριαρχίας. Στα σημαντικά συμπληρώματα της ταξιδιωτικής περιπέτειας ανήκει το πλούσιο εικαστικό υλικό που συχνά συνοδεύει τα περιηγητικά κείμενα και απεικονίζει τον δημόσιο και ιδιωτικό βίο, αλλά και το ελληνικό τοπίο σε μια μακρά σκοτεινή περίοδο της ιστορίας του νέου ελληνισμού.
Μια άλλη εξίσου ενδιαφέρουσα διάσταση, που θα μπορούσαμε να προσθέσουμε στις ταξιδιωτικές καταγραφές, είναι το καθαρά «λογοτεχνικό» κείμενο, που ξεκινά από το ερέθισμα του ίδιου του ταξιδιού και στην πορεία διανθίζεται από πλούσια συναισθήματα, ευαισθησία, φαντασία και τη δεινότητα αλλά και την ανάγκη του συντάκτη να συνταιριάζει τη ρέμβη και το όνειρο με την πραγματικότητα.
«Αναζητητές εικόνων και προσκυνητές» ο Λαμαρτίνος και ο Σατωμπριάν, είναι οι κατεξοχήν εκπρόσωποι του ταξιδιώτη τον οποίο εξέθρεψε ο ρομαντισμός του 19ου αι.

Οι ρομαντικοί ταξιδιώτες-συγγραφείς
Τον 19ο αι. μια νέα γενιά συγγραφέων στοχαστών προσεγγίζουν την Ανατολή. Ξεκόβουν όμως από την παράδοση του 18ου αι. και μέσα από τα περιγραφικά κείμενά τους προβάλλουν καθαρά το «εγώ» τους. Ο ταξιδιώτης γίνεται πλέον πρωταγωνιστής και ο τόπος τον οποίο επισκέπτεται περνά σε δεύτερη μοίρα.
Ο Σατωμπριάν είναι ο μόνος από τους ρομαντικούς που επισκέφθηκε την προεπαναστατική Ελλάδα, μιαν Ελλάδα «ήσυχη και θλιβερή», όπως αναφέρει στο Οδοιπορικό του και ενδιαφέρεται όχι μόνο για τις αρχαίες μνήμες αλλά και για την τύχη των σκλαβωμένων Ελλήνων. Αργότερα ο Σατωμπριάν εξελίχθηκε σε έναν από τους πρωτοπόρους του γαλλικού φιλελληνισμού.
Η Ελλάδα που γνώρισε ο Λαμαρτίνος το 1832, όμως, ήταν τελείως διαφορετική. Ο ίδιος ο τόπος κάτω από τη σκιά της απελπισίας και της αθλιότητας τρομάζει τον ποιητή. Αφιέρωσε κάποιες από τις πιο αξιόλογες σελίδες του στους Έλληνες βουλευτές όταν έτυχε να παρευρεθεί σε μια συνεδρίαση του ελληνικού κοινοβουλίου. Όντας βουλευτής κι ο ίδιος, το 1836, αναφέρθηκε με ενθουσιασμό από το βήμα της γαλλικής βουλής, στους εκπροσώπους της απελευθερωμένης Ελλάδας.
Στα κείμενα που γράφτηκαν για την Ελλάδα του 19ου αι. μπορούμε επίσης να συμπεριλάβουμε τα Απομνημονεύματα των μελών της γαλλικής Αποστολής στον Μοριά. Στοιχεία που φωτίζουν περισσότερο τις πλευρές του οικονομικού και κοινωνικού βίου της χώρας και λιγότερο την επιστημονική γνώση, μολονότι ο στόχος της αποστολής ήταν η συστηματική μελέτη και καταγραφή του ελληνικού χώρου.
Οι συναντήσεις των μελών της αποστολής με Έλληνες αγωνιστές ή με τον Καποδίστρια και οι περιγραφές δείπνων που έφερναν στον ερειπωμένο Μοριά κάτι από το άρωμα του Παρισιού, αποτελούν στιγμιότυπα μιας ζωντανής πραγματικότητας.
Ωστόσο η αφήγηση του Εντγκάρ Κινέ ―χρονικό της συγκεκριμένης περιόδου γραμμένο με γνώση και ακρίβεια αλλά και συμπάθεια για τους δοκιμαζόμενους Έλληνες― είναι το μόνο από τα κείμενα αυτά που αντέχει σε μια αξιολόγηση με λογοτεχνικά κριτήρια. Πελοπόννησος, τουρκοκρατούμενη Αθήνα, Κυκλάδες και για λίγο Σύρα είναι το δρομολόγιο που επέλεξε να κάνει μόνος του ο Κινέ εγκαταλείποντας τους συντρόφους του.
Τον μεταγενέστερο Γάλλο συγγραφέα Ζεράρ ντε Νερβάλ ενδιέφερε η λογοτεχνική μετουσίωση του υλικού ασχέτως αν αυτό προερχόταν από άμεση ή έμμεση πηγή. Το οδοιπορικό του Ταξίδι στην Ανατολή (1851), που αποτελεί την πιο ολοκληρωμένη και συγκροτημένη ταξιδιωτική αφήγηση του 19ου αι. είναι προϊόν περισσότερο προσωπικών αναζητήσεων και μεταφυσικών ανησυχιών και λιγότερο καταγραφή μιας ιστορικής, κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας.
Αυτό το πρώτο μισό του 19ου αι. έχει χαρακτηριστεί ως η σημαντικότερη περίοδος των ρομαντικών οδοιποιρικών στην Ανατολή. Έκτοτε η μαγεία των ταξιδιών άρχισε να χάνεται μαζί με την τελειοποίηση των μέσων μεταφοράς και τη βελτίωση των συνθηκών ζωής που έκανε ευκολότερη την πραγματοποίησή τους και είχε ως φυσικό επακόλουθο τον πολλαπλασιασμό τους.
Ωστόσο το ταξίδι στην Ανατολή δεν έχασε ποτέ την ηδονιστική ιδεολογία του. Αυτή ήταν και η κινητήριος δύναμη που ώθησε τον Γκομπινό, που υπηρέτησε ως διπλωμάτης στην Αθήνα (1864-1868), να γράψει δύο νουβέλες με ελληνικά θέματα. Σ' αυτό το σημείο γίνεται αισθητή μια άλλη παράμετρος της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας: Το «σταυροδρόμι» όπου οι ταξιδιωτικές εντυπώσεις συναντούν τη μυθοπλασία σε ένα ενιαίο κείμενο πλοκής. Έτσι στις νουβέλες το ταξίδι μεταλλάσσεται σε λογοτεχνία. Είναι η εποχή που μαζί με τις πλούσιες ταξιδιωτικές αφηγήσεις κάνουν έντονη την εμφάνισή τους και οι ταξιδιωτικοί οδηγοί, που περιέχουν εγκυκλοπαιδικές πληροφορίες, αλλά και πρακτικές οδηγίες. Η παράλληλη ανάγκη, όμως, της επικοινωνίας των ταξιδιωτών με τους ντόπιους ανέδειξε τη χρησιμότητα διερμηνέων και δραγουμάνων, που συνήθως ήταν άτομα αμφιλεγόμενα. Ωστόσο, αξίζει εδώ να σημειώσουμε πως ο εγωκεντρισμός των ταξιδιωτών κατέστησε επιφανειακή την πρόθεση μύησης σε έναν κόσμο διαφορετικό. Έτσι συχνά η προσπάθεια επικοινωνίας των δύο κόσμων έπεφτε στο κενό.
Ο χαρακτήρας των ταξιδιών αρχίζει ν' αλλάζει από τα μέσα του 19ου αι. Οι ταξιδιώτες συμμετέχουν πλέον σε μαζικά οργανωμένα ταξίδια, οι τουριστικές αφηγήσεις αντικαθίστανται από τους τουριστικούς οδηγούς ενώ την εμβέλεια των περιγραφών μειώνει η διάδοση της φωτογραφίας. Παρ' όλα αυτά αφηγήσεις από την Ελλάδα εξακολουθούν να γράφονται και τον 20ό αι. Αφετηρία και κίνητρο για τη γραφή αποτελεί το ίδιο το ταξίδι, ενώ τονίζεται όλο και περισσότερο το αυτοβιογραφικό στοιχείο. Ο περιηγητής δηλαδή δεν στέκεται τόσο στην περιγραφή της Ελλάδας ως τόπου αλλά στην περιγραφή της δικής του ζωής σ' αυτόν τον τόπο. Έτσι ή αλλιώς πάντως η ταξιδιωτική αφήγηση έβρισκε απήχηση αφού κάλυπτε μια συνεχώς εντονότερη ανάγκη φυγής.

Η γλώσσα της εικόνας
Βασική πηγή γνώσης για τον ελληνικό χώρο ―μαζί με τα κείμενα― στο χρονικό διάστημα από τον 15ο έως και τον 19ο αι. αποτελούν τα χαρακτικά με ελληνικά θέματα στις ευρωπαϊκές περιηγητικές εκδόσεις. Κύριο σημείο αναφοράς τους είναι τα αρχαία μνημεία, που λόγω της σπουδαιότητάς τους περνούν πολλαπλά μηνύματα για την Ελλάδα. Το στοιχείο του φανταστικού που πηγάζει από τις αναπαραστάσεις των μνημείων, η αντιρεαλιστική συμβολική κλίμακα και οι αυθαίρετες συσσωρεύσεις ερειπίων «προσδιορίζουν» έναν κόσμο μακρινό που έχει μεν καταρρεύσει, αλλά εντούτοις ασκεί μια μαγνητική έλξη. Την έντυπη εικονογράφηση, ωστόσο, χαρακτήριζε μια γενικότερη έλλειψη αξιοπιστίας, σε εποχές μάλιστα που συχνά η εικόνα λειτουργούσε αυτοτελώς χωρίς την υποχρέωση πιστής αποτύπωσης του εικονιζόμενου θέματος.
Αντίκτυπο στις απεικονίσεις των ελληνικών αρχαιοτήτων από τους περιηγητές είχε το γεγονός ότι στον αιώνα του Διαφωτισμού (18ο) η εικόνα κατακυρώθηκε ως βασικό εργαλείο πληροφόρησης και γνώσης.
Στους Άγγλους Τζ. Στιούαρτ και Ν. Ρέβετ ανήκουν οι πρώτες αποτυπώσεις των αρχαιοτήτων της Αθήνας με επιστημονική εγκυρότητα. Δεν αργούν, όμως, να κυκλοφορήσουν και εικόνες μιας ρομαντικής έξαρσης του ερειπωμένου μνημείου ως αποτέλεσμα της αρχαιολατρίας που σφραγίζει την εποχή, κυρίως στη Γαλλία, και άλλων καλλιτεχνικών και αισθητικών τάσεων.
Έτσι γεννήθηκε η ποίηση των ερειπίων κυρίως από εικόνες που επιδιώκουν τη συγκίνηση ή τον θαυμασμό του θεατή-αναγνώστη. Το βιβλίο του Γάλλου αρχιτέκτονα Ζ. Ντ. Λερουά «Les ruines des plus beaux monuments de la Grece» («Τα ερείπια των ωραιότερων μνημείων της Ελλάδας») περιλαμβάνει σπουδαίες χαλκογραφίες ―αλλά και παραλλαγές τους― δουλεμένες με δεξιοτεχνία.
Από τα μέσα του 18ου αλλά και στις αρχές του 19ου η διάσταση ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν της χώρας μας γίνεται εμμονή της περιηγητικής φιλολογίας, ενώ το πρόσωπο της νεώτερης Ελλάδας προκαλεί το έντονο ενδιαφέρον γενικότερα της Ευρώπης ―κάτι που φαίνεται στις απεικονίσεις του ελληνικού χώρου― και σ' αυτό συμβάλλουν κατά πολύ το φιλελληνικό κίνημα, ο ρομαντισμός και το Οδοιπορικό του Σατωμπριάν.
Η επιθυμία ανίχνευσης της ιστορικής συνέχειας από το χθες στο σήμερα ενός λαού είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία όχι απλώς γραφικών... στιγμιότυπων του τοπικού χρώματος, αλλά παρουσίες με ιδιαίτερο νόημα. Για παράδειγμα δεν ήταν τυχαίο το μοτίβο χορού ανδρών και γυναικών με παραδοσιακές στολές και με φόντο ένα αρχαίο μνημείο.
Τέτοια χαρακτικά, αλλά και ζωγραφικοί πίνακες και σχέδια ήταν ενταγμένα στο γενικότερο πνεύμα του φιλελληνισμού και η σημασία τους ήταν μεγαλύτερη αν συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι αποτέλεσαν σημεία αναφοράς για τους Έλληνες ζωγράφους του 19ου αι. και κατακύρωσαν την αδιάσπαστη ιστορική συνέχεια του νεοσύστατου ελληνικού κράτους με τη λαμπρή Αρχαιότητα.

Η Ελληνίδα μέσα από τα μάτια των περιηγητών
Ο παραδοσιακός τρόπος ζωής των γυναικών, οι τοπικές συνήθειες, αλλά και τα δρομολόγια και ο χρόνος παραμονής των περιηγητών σε έναν τόπο τους έδινε τη δυνατότητα να γνωρίσουν τις Ελληνίδες και να συγκεντρώσουν τις πληροφορίες που ήθελαν γι' αυτές. Τα κείμενά τους, αν και οι πληροφορίες είναι αποσπασματικές, μας βοηθούν σήμερα να έχουμε μια σαφή εικόνα για το θέμα.
Αυτό που είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον των επισκεπτών ήταν το γεγονός ότι δυσκολεύονταν ακόμη και ν' αντικρίσουν τις ανύπαντρες νεαρές κοπέλες, αλλά και τις γυναίκες των υψηλότερων τάξεων δεδομένου ότι ζούσαν αρκετά περιορισμένες. Όμως, αυτός ο βαθμός δυσκολίας τούς προκαλούσε περισσότερο, και ενώ ήταν πιο εύκολο ν' ασχοληθούν με τις γυναίκες των φτωχότερων τάξεων, που η ανάγκη τις έκανε να κινούνται πολλές ώρες έξω από το σπίτι, ωστόσο ήταν για εκείνους αδιάφορες.
Στην ηπειρωτική Ελλάδα τον τρόπο ζωής των γυναικών καθόριζε η κοινωνική τάξη, ενώ σημαντικές διαφορές παρατηρούνταν ανάμεσα στα νησιά του Αιγαίου και στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Το γεγονός ότι σχεδόν όλος ο ενεργός ανδρικός πληθυσμός έλειπε, ταξιδεύοντας με τα καράβια, έκανε τις γυναίκες των νησιών ελεύθερες και δραστήριες καθώς είχαν επωμιστεί όλες τις βιοτικές ευθύνες. Μεγαλύτερη ελευθερία απολάμβαναν επίσης οι γυναίκες της Πόλης και της Σμύρνης, λόγω της επαφής που είχαν οι Φαναριώτες και οι πλούσιοι έμποροι με τους Φράγκους που ζούσαν εκεί, αλλά και με τις γενικότερες δυτικές αντιλήψεις. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν συνέβαινε και στα Επτάνησα όπου τόσο οι γυναίκες όσο και τα κορίτσια των ανώτερων τάξεων ζούσαν υπό αυστηρό περιορισμό.
Την έντονη περιέργεια των περιηγητών προκαλούσε επίσης η φυσική εμφάνιση και η ενδυμασία των Ελληνίδων. Συχνά τα μακροσκελή κείμενά τους συνόδευαν σχέδια με γυναικείες φιγούρες και φορεσιές. Περίοπτη θέση στα γούστα των παλαιότερων ταξιδιωτών κατείχαν οι Αιγαιοπελαγίτισσες αν και αρκετοί θεωρούσαν χοντροκομμένη τη φορεσιά τους, ενώ την ίδια στιγμή τη φορεσιά των γυναικών της Σαντορίνης, της Χίου και της Κύπρου την χαρακτήριζαν άσεμνη λόγω κοντής φούστας ή μεγάλου ντεκολτέ.
Η πολυτέλεια της ενδυμασίας αλλά και των κοσμημάτων των γυναικών της Πόλης και της Σμύρνης προκαλούσε τη συχνή περιγραφή τους που φανέρωνε θαυμασμό, ενώ την ίδια στιγμή οι περιηγητές σχολίαζαν αρνητικά τη συνήθειά τους να βάφονται συχνά έντονα.
Με τον καιρό διαπίστωσαν ότι οι Ελληνίδες δεν ήταν τελικά και τόσο όμορφες, παρατήρησαν δε πως ήταν πολύ παχύτερες από τις γυναίκες της Δύσης. Όμορφες ήταν οι κοπέλες μόνο μέχρι την ηλικία των 20 ετών. Στα 25 τους ήταν κιόλας γριές και γεμάτες ρυτίδες. Οι ίδιοι υπέθεταν ότι αυτό οφειλόταν στη συχνή χρήση των χαμάμ και στην καθιστική ζωή τους, αλλά η πραγματική αιτία, κυρίως για τις γυναίκες των λαϊκών τάξεων, ήταν οι σκληρές συνθήκες ζωής, η κακή διατροφή και οι παρατεταμένες νηστείες.
Θετικά, ωστόσο, περιγράφεται η προσωπικότητα των Ελληνίδων οι οποίες, παρά τη συγκρατημένη συμπεριφορά τους, στην πλειονότητά τους ήταν γοητευτικές, ζωηρές, φιλικές, είχαν ευχάριστους και κομψούς τρόπους και η ομιλία τους ήταν ρέουσα και εκφραστική. Παλαιότερα οι περιηγητές χαρακτήριζαν ανήθικες τις γυναίκες της Μήλου, της Κιμώλου, της Μυκόνου, της Χίου και ενίοτε της Πόλης. Γρήγορα δόθηκε η εξήγηση ότι η έκλυση των ηθών στα νησιά οφειλόταν στη μακρόχρονη παρουσία των κουρσάρων και των πειρατών στο Αιγαίο. Οι ισχυρισμοί περί ανηθικότητας, όμως, καταρρίφθηκαν από τους μεταγενέστερους ταξιδιώτες της Δύσης.
Το κεφάλαιο για τη μόρφωση των γυναικών της Ελλάδας άρχισε να απασχολεί ζωηρά τους περιηγητές λίγο πριν τα τέλη του 18ου αι. Το γεγονός ότι η Ελληνίδα είχε ελλιπή παιδεία αποτέλεσε αντικείμενο έντονου σχολιασμού από τους ξένους επισκέπτες. Από νωρίς κατάλαβαν ότι η εκπαίδευση των κοριτσιών δεν εθεωρείτο απαραίτητη. Αρκούσαν οι γνώσεις που θα τους φαίνονταν χρήσιμες στη διαχείριση του νοικοκυριού τους, όπως το να γνέθουν ή να κεντάνε. Για τον ρόλο της νοικοκυράς μάλιστα προετοιμάζονταν από νηπιακή ηλικία. Επίσης μάθαιναν να σχεδιάζουν, να παίζουν μουσική και να χορεύουν. Ήξεραν να λένε πολλά τραγούδια και ν' αφηγούνται πλείστες όσες ιστορίες, μάθαιναν μάλιστα και ανάγνωση αν κάποιο συγγενικό τους πρόσωπο ήξερε γράμματα. Η φτώχεια των οικογενειών, των κατώτερων τάξεων, ο περιορισμός των κοριτσιών στο σπίτι και ο γάμος τους σε νεαρότατη ηλικία καθιστούσε πολυτέλεια την εκπαίδευσή τους.
Έτσι η κοινωνία μετέτρεπε τις περισσότερες γυναίκες της εποχής σε αδαείς και δεισιδαίμονες, παρότι από τη φύση τους αυτές ήταν προικισμένες με ευγλωττία και ευφυΐα. Εξαίρεση αποτέλεσαν πολλές γυναίκες από τη Σμύρνη και την Πόλη που το περιβάλλον τους τούς άφηνε το περιθώριο να μάθουν ξένες γλώσσες, αλλά και ν' αποκτήσουν γνώσεις λογοτεχνίας ανάλογες με των γυναικών της Δυτικής Ευρώπης.
Ιδιαίτερα σκληρή ήταν η ζωή των γυναικών που προέρχονταν από λαϊκές τάξεις. Αυτές ήταν αναγκασμένες να συμμετέχουν στις γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες και να φτιάχνουν τα ρούχα που χρειάζονταν όλα τα μέλη της οικογένειας, αλλά συχνά πήγαιναν για μισθωτή εργασία, παίρνοντας ωστόσο κατώτερο μεροκάματο από εκείνο των ανδρών.
Οι γυναίκες έγνεθαν, ύφαιναν, έραβαν και κεντούσαν όχι μόνο για τις ανάγκες του νοικοκυριού τους, αλλά και για βιοποριστικούς λόγους. Η τοπική οικοτεχνία στα νησιά του Αιγαίου, όπου οι γυναίκες κατασκεύαζαν βαμβακερά και μεταξωτά ρούχα και αντικείμενα, ήταν ένα πολύ σημαντικό συμπλήρωμα στα εισοδήματα του νοικοκυριού των ναυτικών.
Η συστηματική συμμετοχή των γυναικών, όμως, παρατηρείται και σε όλα εκείνα τα μέρη της χώρας που είχαν βιοτεχνική και κλωστοϋφαντουργική παραγωγή. Περίοπτη θέση στα κείμενα των ταξιδιωτών καταλάμβαναν πληροφορίες για τον γάμο και συναφή θέματα, όπως η προίκα και άλλα τοπικά έθιμα. Οι ίδιοι μάλιστα περιέγραφαν με κάθε λεπτομέρεια οτιδήποτε παρατηρούσαν όταν ήταν καλεσμένοι σε κάποιον γάμο.
Πηγές
. «Τόπος και Εικόνα» Χαρακτικά ξένων περιηγητών για την Ελλάδα. (Από σπάνια βιβλία της Γενναδείου Βιβλιοθήκης, Μουσείου Μπενάκη, Ιδιωτικών Συλλογών). Τόμοι: Α' έως Στ' Εκδόσεις Ολκός.
. «Ταξίδια στην Ελλάδα», Εθνικόν Ημερολόγιον του έτους 1910, Κ. Φ. Κόκου. «Αθήναι 1650-1870» Μελέτη-Κείμενα Ι. Μελετόπουλου. Έκδοση Τραπέζης Πίστεως 1979.
. «Οδοιπορικό του 1843 Αθήνα-Ναύπλιο» κείμενα και λιθογραφίες του Th. du Moncel. Εκδόσεις Ολκός-Αριάδνη 1984.
ΤΕΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου