Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2010

ΠΩΣ ΕΙΔΑΝ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ ΟΙ ΔΙΑΦΟΡΟΙ ΠΕΡΙΗΓΗΤΕΣ...[ΝΤΙΛΕΤΑΝΤΙ ΚΑΙ ΛΟΙΠΟΙ ΚΑΤΣΙΚΟΚΛΕΦΤΕΣ ΚΑΙ ΛΑΜΟΓΙΑ...]μέρος Α


αναζητώντας το ελληνικό ιδεώδες

ΕΛENH aΓΓEΛOMaTH-TΣOYΓKaPaKH
Καθηγήτρια της Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού Ιόνιο Πανεπιστήμιο

«H aκρόπολις κατά την περίοδο της Tουρκοκρατίας». Eπιχρωματισμένη χαλκογραφία του Eντουαρντ Nτόντγουελ, από την έκδοση «Views in Greece», London 1821. Eδώ είχε την έδρα του ο Tούρκος φρούραρχος. Mέσα στον σηκό του Παρθενώνα είχε κτιστεί ένα μικρό τζαμί, ενώ τα κτίσματα στον περιβάλλοντα χώρο έφταναν τα διακόσια. Mουσείο της Πόλεως των aθηνών Bούρου-Eυταξία.
TO KYPIO θελγητρο της Ελλάδας για τους περιηγητές όλων των περιόδων υπήρξε αναμφίβολα το αρχαίο παρελθόν της. Η Αθήνα με την ιστορία και τα μνημεία της αποτελούσε τον κύριο πόλο έλξης των ταξιδιωτών, για τους οποίους ήταν σχεδόν αδιανόητο να φτάσουν στον ελλαδικό χώρο και να μην την επισκεφτούν. Το αρχαιοδιφικό και τοπογραφικό ενδιαφέρον τους, ζωντανό σ' όλους τους προηγούμενους αιώνες, έλαβε ωστόσο πολύ μεγαλύτερη ανάπτυξη κυρίως από τα μέσα του 18ου αι. Την ίδια περίοδο όμως παρατηρείται μια σημαντική διαφοροποίηση στην προσέγγιση του τόπου και των μνημείων.
Η διαφοροποίηση είχε τις ρίζες της στις γενικότερες μεταβολές που συντελούνταν στις κοινωνίες της Δ. Ευρώπης την εποχή αυτή. Η μετατόπιση της έμφασης των κλασικών σπουδών από τη λατινική στην αρχαία ελληνική παιδεία, αφενός, και η επίδραση των απόψεων του Βίνκελμαν στη μελέτη της αρχαίας ελληνικής τέχνης, αφετέρου, αποτέλεσαν ουσιώδεις επιρροές στον τρόπο αντιμετώπισης του ελληνικού χώρου και των μνημείων από τους περιηγητές. Η γνωριμία τους με την κλασική ελληνική αρχαιότητα είχε ουσιαστικά μέχρι τότε πραγματοποιηθεί μέσω της επαφής τους με τη ρωμαϊκή γλυπτική και αρχιτεκτονική - η αναζήτηση του ελληνικού ιδεώδους μόλις άρχιζε να αποτελεί κίνητρο γνωριμίας και έρευνας για τους περισσότερους από αυτούς.
Βεβαίως, η συλλογή ελληνικών αρχαιοτήτων που προορίζονταν να κοσμήσουν τα ανάκτορα και τα μέγαρα βασιλιάδων και μεγιστάνων είχε αποτελέσει και στο παρελθόν την κύρια αιτία για την πραγματοποίηση διαφόρων ειδικών αποστολών. Επανειλημμένες υπήρξαν επίσης οι καταγραφές επιγραφών ή οι περιστασιακές προσπάθειες ταύτισης χώρων και μνημείων. Ωστόσο, γενικά απουσίαζε η συστηματική καταγραφή, περιγραφή και η επιστημονικότερη προσέγγιση. Για την Αθήνα μάλιστα, μετά την οργανωμένη και συστηματική προσπάθεια του Ιάκωβου Σπον και του Τζωρτζ Ουέλερ το 1676 να μελετήσουν την τοπογραφία της και να περιγράψουν λεπτομερειακά τον Παρθενώνα λίγο πριν από το καίριο πλήγμα που υπέστη από το βενετσιάνικο πυροβολικό το 1687, δεν είχε υπάρξει άλλη απόπειρα αντίστοιχης σοβαρότητας και εμβέλειας. Η προσοχή που είχε δοθεί στην αρχιτεκτονική των μνημείων της Αθήνας ήταν ελάχιστη.
Λονδίνο 1819. aποψη της αίθουσας με την πρώτη έκθεση των γλυπτών που απέσπασε ο λόρδος Eλγιν από τα μνημεία της aκρόπολης. Eλαιογραφία του a. archer. aριστερά, καθισμένοι, οι sir B. West και sir J. Plant. Δεξιά, ο ζωγράφος. Λονδίνο, Bρετανικό Mουσείο.
Nτιλετάντι
Η βασική αλλαγή επήλθε με τις δραστηριότητες της «Εταιρείας των Ντιλετάντι», η οποία ιδρύθηκε στο Λονδίνο το 1734 από αριστοκράτες που είχαν επισκεφθεί την Ιταλία. Μολονότι οι σκοποί της περιλάμβαναν κυρίως συνεστιάσεις και οινοποσίες, τα μέλη της ενδιαφέρονταν παράλληλα να αναπτύξουν πολιτιστικές δραστηριότητες και να επηρεάσουν τον κόσμο των γραμμάτων και των τεχνών. Οι Ντιλετάντι υπήρξαν εκείνοι που τελικά στήριξαν την πρώτη συστηματική επιστημονική προσπάθεια ακριβούς περιγραφής, μέτρησης και σχεδίασης των αρχαιοτήτων της Αθήνας, που πραγματοποιήθηκε από τους αρχιτέκτονες Τζέιμς Στιούαρτ και Νίκολας Ρεβέτ ανάμεσα στα 1751 και 1753. Αποτέλεσμα της κοπιώδους δουλειάς τους υπήρξαν οι τέσσερις μνημειώδεις τόμοι των Αρχαιοτήτων της Αθήνας. Oσο ζούσε ο Στιούαρτ εκδόθηκε, το 1762, μονάχα ο πρώτος τόμος, ενώ οι υπόλοιποι ακολούθησαν κατά διαστήματα, και ένα συμπλήρωμα εκδόθηκε το 1830. Η έκδοση του πρώτου τόμου είχε μεγάλο αντίκτυπο στη Βρετανία, στην οποία από τότε άρχισαν να ξεφυτρώνουν κτίσματα που αποτελούσαν πιστά αντίγραφα των αθηναϊκών μνημείων.
Η επίδραση του έργου όμως δεν περιορίστηκε στην αρχιτεκτονική της Βρετανίας. Δημιούργησε ουσιαστικά ένα νέο υπόδειγμα περιηγητικών δραστηριοτήτων προσανατολισμένων στη μεθοδικότερη και επιστημονικότερη ενασχόληση με τις ελληνικές αρχαιότητες, τη γεωγραφία και την τοπογραφία. Οι περισσότεροι Βρετανοί περιηγητές, ακόμη και αν δεν συμμετείχαν σε αποστολή της Εταιρείας των Ντιλετάντι, προσπαθούσαν να ακολουθούν κατά το δυνατόν τις συγκεκριμένες οδηγίες με τις οποίες εφοδίαζε τα μέλη της προκειμένου να παρατηρήσουν και να καταγράψουν με σωστό τρόπο τα μνημεία.
Σύληση μνημείων
H αρχαιολογική ενασχόληση τις περισσότερες φορές δεν ήταν καθόλου απαλλαγμένη από την ασύστολη αρχαιοθηρία που, από τα μέσα του 18ου αι. και κυρίως στις αρχές του 19ου, είχε λάβει ακόμη μεγαλύτερη έκταση. Δεν περιοριζόταν πια μόνο στην αγορά ή με άλλο μέσο απόκτηση αρχαίων αντικειμένων που βρίσκονταν στην επιφάνεια του εδάφους, αλλά είχε προχωρήσει πλέον στην απόσπασή τους από τα ίδια τα αρχιτεκτονικά μνημεία. Η σύληση των αρχιτεκτονικών μελών των μνημείων της Ακροπόλεως, του Παρθενώνα και του Ερεχθείου, από τον πρεσβευτή της Μ. Βρετανίας στην Πόλη λόρδο Eλγιν, αποτελεί τη σημαντικότερη και πιο ακραία μορφή αυτής της δραστηριότητας. Οι περιηγητές συνήθως πρόβαλλαν ως δικαιολογία της λαφυραγωγίας των κάθε είδους αρχαιοτήτων τη σωτηρία τους από τη σχεδόν βέβαιη καταστροφή από τους Οθωμανούς.
aνασκαφές
Ταυτόχρονα, οι δραστηριότητες των ξένων είχαν επεκταθεί και σε ανασκαφές που πραγματοποιούνταν περισσότερο ή λιγότερο συστηματικά σε ολόκληρη την Ελλάδα. Η Αθήνα λόγω των αρχαιοτήτων της παρείχε ευρύτατο πεδίο για τέτοιες ενέργειες. Ελάχιστοι από τους επισκέπτες της δεν επιδίδονταν στην ανασκαφή τάφων, πηγαδιών, μνημείων. Λίγοι από αυτούς βέβαια έκαναν κάτι συστηματικό ή τελικά αποδοτικό. Η πρώτη καθώς φαίνεται επίσημη συμφωνία για τη διενέργεια ανασκαφών μέσα στην πόλη έναντι πληρωμής 150 γροσίων έγινε από τον γνωστό φιλέλληνα Φρέντερικ Νορθ, μετέπειτα πέμπτο κόμη του Γκίλφορντ το 1813. Η ανασκαφή έγινε στον χώρο της Βιβλιοθήκης του Αδριανού, που τότε νόμιζαν πως ήταν ο ναός του Ολυμπίου Διός, και δεν απέδωσε ιδιαίτερα θεαματικά ευρήματα. Μάλιστα καθώς με το σκάψιμο προξενήθηκε ζημιά στον παρακείμενο τοίχο της οικίας του βοϊβόδα, ο Νορθ αναγκάστηκε να πληρώσει αποζημίωση 1.000 γρόσια.
Προσωπογραφία του Λ.Φ.Σ. Φωβέλ. Eργο του Λουί Nτυπρέ από το βιβλίο «Voyage a athenes et Constantinople», Paris 1825. O Φωβέλ, κάτοικος της aθήνας για αρκετά χρόνια, είχε συγκεντρώσει μια τεράστια συλλογή αθηναϊκών αρχαιοτήτων, τις οποίες πουλούσε κυρίως στους Bρετανούς ταξιδιώτες που κατέκλυζαν τότε την aθήνα.
Ο γνωστότερος ωστόσο ξένος συλλέκτης και μόνιμος κάτοικος της Αθήνας για πολλά χρόνια υπήρξε ο Γάλλος Λουίς Φρανσουά Σεμπαστιάν Φωβέλ, αρχικά καλλιτεχνικός σύμβουλος και επιφορτισμένος να συλλέξει αρχαιότητες για τον Γάλλο πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Σουαζέλ-Γκουφιέ, και αργότερα υποπρόξενος της Γαλλίας. Ο Φωβέλ με ανασκαφές και αγορές είχε συγκεντρώσει μια τεράστια συλλογή αθηναϊκών αρχαιοτήτων, κάνοντας το σπίτι του ένα μικρό μουσείο. Ανάμεσα στους πολλούς τάφους που είχε ανασκάψει περιλαμβανόταν και ο τύμβος των Μαραθωνομάχων. Τα πολυάριθμα αντικείμενα της συλλογής του κατά διαστήματα τα πουλούσε κυρίως στους Βρετανούς ταξιδιώτες που την περίοδο αυτή κατέκλυζαν την Αθήνα. Eνας άλλος, ο Βρετανός Σάντφορντ Γκρέιαμ, είχε συλλέξει το 1810 από τις ανασκαφές του στην Αθήνα περίπου χίλια αρχαία αγγεία. Το ίδιο είχε κάνει άλλωστε λίγο νωρίτερα και ο συμπατριώτης του Eντουαρντ Ντόντγουελ, που αργότερα πούλησε τα αττικά αγγεία της συλλογής του στον Λουδοβίκο Α΄ της Βαυαρίας.
Κάποιοι από τους αρχαιολογούντες για επιστημονικούς ή και για ιδιοτελείς σκοπούς ασχολούνταν παράλληλα με την προσπάθεια ταύτισης των αρχαίων τοποθεσιών και μνημείων στην πόλη και την Αττική γενικότερα. Το εγχείρημα δεν ήταν ούτε απλό ούτε αυτονόητο. Ο Ουίλλιαμ Μάρτιν Ληκ, ο σημαντικότερος περιηγητής των αρχών του 19ου αι., συγκέντρωσε τις παρατηρήσεις του για την Αθήνα στο δίτομο βιβλίο του «Η τοπογραφία της Αθήνας και ορισμένες από τις αρχαιότητές της». Ο Ληκ για πρώτη φορά ταύτισε το όρος aγχεσμος με τον Λυκαβηττό, διέκρινε την πραγματική φύση των Αέρηδων και του Μνημείου του Λυσικράτη και πραγματεύτηκε τα προβλήματα των δύο αγορών της Αθήνας. Eνας άλλος από τους γνωστότερους τοπογράφους περιηγητές, ο Ουίλλιαμ Γκελ, απεσταλμένος των Ντιλετάντι στην Ελλάδα, δημοσίευσε επίσης το έργο του «Ανέκδοτες αρχαιότητες της Αττικής».
H πόλη
Για τους ξένους η Αθήνα ήταν κατεξοχήν οι αρχαιότητές της. Στο τέλος του 18ου αι. μάλιστα, εποχή αναζήτησης της γραφικότητας και της σχέσης της με το κλασικό τοπίο, η Αθήνα και η Αττική παρουσίαζαν ακόμη ευρύτερο πεδίο για ανάλογους συσχετισμούς, περιγραφές και αναζητήσεις. Ωστόσο, υπήρχε και η σύγχρονη πόλη και οι κάτοικοί της, που ήταν αδύνατον στους περιηγητές να τους αγνοήσουν. Ακόμη και στις πιο ειδικές δημοσιεύσεις, όπως ήταν οι Αρχαιότητες της Αθήνας, ήταν αδύνατον να μην αναφερθούν έστω και με εξαιρετική βραχύτητα σ' αυτούς.
Η Αθήνα ήταν μια σχετικά μικρή πόλη. Τη βλέπουμε να εικονίζεται στα πολυάριθμα σχέδια των περιηγητών άλλοτε σχεδιασμένη από απόσταση, αρχικά ατείχιστη και αργότερα περιβαλλόμενη με το τείχος που έχτισε ο τυραννικός βοϊβόδας της Χατζή Αλή Χασεκή, άλλοτε εκ του σύνεγγυς με τα μνημεία, τα σπίτια, το παζάρι της. Hταν συγκεντρωμένη και πυκνοδομημένη κάτω από τον βράχο της Ακρόπολης αλλά και πάνω σ' αυτόν. Ο Πειραιάς ήταν έρημος εκτός από κάποιες αποθήκες και το μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα. Οι μνείες για τον πληθυσμό της κυμαίνονται κατά εποχή και περιηγητή από 6.000 έως 15.000 κατοίκους. Πλησιέστερος στην πραγματικότητα φαίνεται πως ήταν ο αριθμός των 10.000 κατοίκων τον οποίο δίνουν ορισμένοι ταξιδιώτες. Ο πληθυσμός αυτός παρουσίαζε διακυμάνσεις, καθώς σε δύσκολες περιόδους, όπως αυτή του Χασεκή, πολλοί κάτοικοι εγκατέλειπαν την πόλη για μεγαλύτερα ή μικρότερα διαστήματα, μετακινούμενοι στα χωριά της Αττικής ή και μακρύτερα στην Εύβοια. Το ένα τρίτο, ή κατ' άλλους το ένα πέμπτο, περίπου των κατοίκων ήταν Τούρκοι. Υπήρχε και σημαντικός αριθμός ορθόδοξων Αρβανιτών, καλλιεργητών της γης, που ζούσαν κυρίως στους γύρω οικισμούς.
Η Αθήνα είχε κάποια μικρή εμπορική δραστηριότητα που αφορούσε το σημαντικότερο αγροτικό προϊόν της, το λάδι, που εξαγόταν κυρίως στη Γαλλία, και σε μικρότερο βαθμό το περίφημο μέλι της. Το παζάρι της δεν συγκαταλεγόταν σ' αυτά που εντυπωσίαζαν τους περιηγητές με τον πλούτο και την ποικιλία του.
O χορός «πάνω-κάτω». Λιθογραφία του O. M. Στάκελμπεργκ, από την έκδοση «Costomes et osages des peoples de la Grece Moderne», Rome 1825. O Στάκελμπεργκ κατά την παραμονή του στην Eλλάδα (1810-13) δεν μελέτησε μόνο τα αρχαία μνημεία. Eνδιαφέρθηκε επίσης για τα βιώματα, τις ενδυμασίες, τα ήθη και τα έθιμα, την κατάσταση και το φρόνημα των Eλλήνων.
Ξένη παροικία
Στην Αθήνα ζούσε μια πολύ μικρή ξένη παροικία Φράγκων, Γάλλων και Ιταλών, που συχνά κατέληγαν να παντρευτούν Αθηναίες. Hταν έμποροι και παράλληλα και δανειστές των Αθηναίων εμπόρων. Συνήθως υπήρχε επίσης ένας γιατρός, ένας υποπρόξενος της Γαλλίας και αργότερα της Βρετανίας και της Αυστρίας, όχι πάντοτε αλλοδαπός. Λιγοστοί Καπουκίνοι μοναχοί, των οποίων το οίκημα είχε ενσωματώσει το Μνημείο του Λυσικράτη, φρόντιζαν για τις πνευματικές ανάγκες της παροικίας.
Από τα μέσα τουλάχιστον του 18ου αι., οπότε η διέλευση των περιηγητών από την Αθήνα αποτελούσε απαραίτητο συστατικό του ταξιδιού στην οθωμανική αυτοκρατορία, μια αυξομειούμενη κοινότητα ξένων παρεπιδημούσε σ' αυτήν, συχνά για μακρά διαστήματα.
Διοίκηση και κοινωνική ζωή
Oλοι οι ταξιδιώτες γνώριζαν λίγο ώς πολύ τη διοικητική κατάσταση της πόλης: ότι ανήκε στον μαύρο αρχιευνούχο του χαρεμιού, πως από αυτόν οριζόταν ο βοϊβόδας που την κυβερνούσε, από την αρπακτικότητα και αυθαιρεσία του οποίου υπέφεραν κατά καιρούς έντονα οι κάτοικοί της. Γνώριζαν επίσης και το κοινοτικό σύστημα της Αθήνας και αρκετά συχνά αναφέρονται διεξοδικά σ' αυτό. Γράφουν για τους επιτρόπους, ή άρχοντες, της κοινότητας, τον τρόπο που εκλέγονταν, το πώς αυτοί δίκαζαν υπό την προεδρία του αρχιεπισκόπου της Αθήνας, τις μεταξύ τους έριδες, αλλά και τις καίριες αντιδράσεις τους στην Κωνσταντινούπολη με τις οποίες επιτύγχαναν να απαλλαγούν από τους τυραννικούς βοϊβόδες. Η ύπαρξη των δύο σχολείων που λειτουργούσαν στην Αθήνα τούς ήταν επίσης γνωστή, ορισμένοι μάλιστα είχαν παρακολουθήσει και κάποια από τα μαθήματα που γίνονταν, χωρίς ωστόσο να εντυπωσιαστούν πολύ ευνοϊκά από αυτά.
«Tο Mνημείο του Φιλοπάππου στον ομώνυμο λόφο». Xαλκογραφία του J.D. Le Roy, από την έκδοση «Les roines des plos beaox monoments de la Grece», Paris 1758. Mουσείο της Πόλεως των aθηνών Bούρου-Eυταξία.
Αρκετοί αναφέρονται στις υφιστάμενες κοινωνικές τάξεις, τις απασχολήσεις τους, τις ιδιομορφίες τους, την ένδυσή τους και τις μεταξύ τους σχέσεις. Εξαιτίας των μόνιμων ξένων κατοίκων και της πληθώρας των επισκεπτών, στην Αθήνα υπήρχε μια ασυνήθιστη για άλλες μικρές πόλεις της οθωμανικής αυτοκρατορίας ζωντάνια και ελευθερία, και κοινωνική ζωή δυτικού τύπου, τουλάχιστον στις αρχές του 19ου αι. Καθώς οι ταξιδιώτες ήταν καλόδεχτοι σε γάμους και βαφτίσια και τοπικούς εορτασμούς, δεν έχαναν την ευκαιρία να τα περιγράψουν αλλά και να τα απεικονίσουν στα σχέδιά τους. Οι ίδιοι έκαναν βεγγέρες, πάρτι και χορούς, ιδίως τις Απόκριες, στα οποία συμμετείχε η ανώτερη κοινωνική τάξη των Αθηναίων. Από μερικές απόψεις η Αθήνα έδειχνε ως η πιο εξευγενισμένη πόλη της Ελλάδας, αν και όλοι οι ξένοι παραδέχονταν ότι από άποψη παιδείας, πλούτου, ακόμη και της γλωσσικής διαλέκτου τα Γιάννινα υπερτερούσαν καταφανώς.
Oι Αθηναίοι και οι Αθηναίες
Για τους Αθηναίους, ιδίως των κατώτερων τάξεων, οι ταξιδιώτες συχνά επαναλάμβαναν μια φράση, πως ήταν «τόσο κακοί όσο οι Τούρκοι του Νεγροπόντε (της Χαλκίδας) και οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης». Κατά τα άλλα προσπαθούσαν να κάνουν παραλληλισμούς ανάμεσα στους συγχρόνους τους και τους αρχαίους Αθηναίους, που δεν κατέληγαν ιδιαίτερα κολακευτικά για τους πρώτους, αφού συνήθως ισχυρίζονταν πως είχαν διατηρήσει μόνο τα αρνητικά χαρακτηριστικά των προγόνων τους.
«Πύλη της aθηνάς aρχιγέτηδος ή Παζαρόπορτα». Xαλκογραφία των Tζέιμς Στιούαρτ και Nίκολας Pεβέτ, Λονδίνο 1762. aριστερά, το σπίτι του Γάλλου προξένου Etienne Leosson και η κρήνη που φέρει τα αρχικά του. Mουσείο της Πόλεως των aθηνών Bούρου-Eυταξία.
Η εικόνα που μας δίνεται για τις Αθηναίες είναι σχετικά αντιφατική. Συνήθως επαναλαμβάνεται πως ήταν πολύ δύσκολο να τις δεις, γιατί παρέμεναν προσεκτικά κλεισμένες στα σπίτια τους, οι νεότερες τουλάχιστον. Oσες παντρεμένες κυκλοφορούσαν στους δρόμους ήταν πάντοτε απόλυτα καλυμμένες και συνοδευμένες από συγγενείς ή υπηρέτριες, γιατί ο κίνδυνος αρπαγής τους ή διαβολής της αρετής τους από τους Τούρκους, κυρίως ως πρόσχημα για την απόσπαση χρημάτων από τις οικογένειές τους, ήταν μεγάλος. Ωστόσο, οι γυναίκες των κατώτερων τάξεων, αναγκασμένες καθώς ήταν να εργάζονται σκληρά, δεν ήταν δυνατόν να ακολουθήσουν ένα παρόμοιο τρόπο ζωής. Ο συγχρωτισμός των αθηναϊκών καλών οικογενειών με τους Φράγκους είχε οδηγήσει παράλληλα και σε σχετικά ελεύθερη επικοινωνία των γυναικών με τους ταξιδιώτες. Eτσι, δεν ήταν άγνωστη η συναναστροφή μαζί τους και η παρουσία τους σε μπάλους και άλλες εκδηλώσεις. Τα φλερτ με τους περιηγητές δεν ήταν άλλωστε άγνωστα στις αρχές του 19ου αι., όπως φαίνεται καθαρά από τη γνωστή υπόθεση της Θηρεσίας Μακρή, της «Ωραίας των Αθηνών», και του λόρδου Βύρωνα, που δεν ήταν και η μοναδική.
Oπως εικονίζεται στα περιηγητικά κείμενα, η Αθήνα των προεπαναστατικών χρόνων παρουσιάζει ένα μείγμα αγροτικού και αγωνιζόμενου να αναδυθεί αστικού χώρου με δυτικό προσανατολισμό. Η εικόνα της μας επιτρέπει να αντιληφθούμε ότι, πέρα από τη συμβολική της σημασία και το αρχαίο κλέος της και παρά τις καταστροφές που υπέστη κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, ήταν η μόνη πόλη της απελευθερωμένης Ελλάδας που διέθετε τις προϋποθέσεις για να αποτελέσει την πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους.
<><><>  
Copyright:  http://www.kathimerini.gr  ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου