Τετάρτη 1 Σεπτεμβρίου 2010

ΟΙΝΟΣ ΕΥΦΡΑΙΝΕΙ ΚΑΡΔΙΑΝ....ΜΕΡΟΣ Ε.

ΟΙΝΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ,ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΟΣΜΟ



Η συνήθεια των συμποσίων της Ιωνίας του 7ου αιώνα, απομίμηση των συμποσίων των Λυδών, επεκτάθηκε και στους Έλληνες των ιστορικών χρόνων και μετατράπηκε σε κοινωνικό θεσμό με κανονισμούς και καθορισμένη εθιμοτυπία. Ρίζα τους τα ιερά γεύματα, αλλά και η απλή χαρά της κοινωνικότητας και του ποτού. Στα συμπόσια γεννήθηκε η λυρική ποίηση και ειδικότερα η συμποσιακή ποίηση. Στην Αθήνα των κλασικών χρόνων ο θεσμός του «πότου» είχε ένα χαρακτήρα ιδιαίτερης πνευματικότητας και κοινωνικότητας. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ο Πλάτωνας τοποθέτησε τους φιλοσοφικούς διαλόγους για τον έρωτα στα πλαίσια ενός συμποσίου, καθώς θεωρούσε τα συμπόσια – όταν διεξάγονται ορθά – ένα σχολείο για τη διαμόρφωση σωστών χαρακτήρων, καθώς διδάσκουν στον άνθρωπο το καθήκον του άριστου πολίτη: ..... του διδάσκει την ελεύθερη, την άνευ εξαναγκασμού υποταγή στους νόμους, και είναι μαζί δοκιμασία της αυτοκυριαρχίας της ψυχής και γυμνασία αιδούς......
Σύμφώνα με τον Αριστοτέλη, η τραγωδία προήλθε από το διθύραμβο, το τραγούδι προς τιμή του Διονύσου. Για να δημιουργηθεί θα έπρεπε:

Πρώτος ν’ αρχίσω ξέρω το διθύραμβο
Του βασιλιά Διονύσου το ωραίο τραγούδι,
Όταν το κρασί μου κεραυνοβολήσει το μυαλό
-----------------------------------------------------
Μήδεν άλλο φυτεύσεις πρότερο δένδρον αμπέλω
(Πρώτο από όλα τα άλλα δένδρα φύτεψε αμπέλι!) συμβουλεύει ο Αλκαίος, αλλά μαζί του συμφωνεί και ο Κάτων ο πρεσβύτερος: «Αν με ρωτούσαν ποιό από τα αγαθά αυτής της γης αξίζει περισσότερο από όλα, θα έλεγα: το αμπέλι».

Συν μοι πίνε, συνήβα, συνέρα, συστεφανηφόρει
συν μοι μαινομένω μαίνεο, συν σώφρον σωφρόνει.
(Πίνε, μαζί μου, μαζί μου να χαίρεσαι τη νιότη σου, μαζί με μένα ερωτέψου, μαζί με μένα στεφανώσου, όταν είμαι τρελός και συ να είσαι, όταν συνέρχομαι και συ να σωφρονείς).

Από τον Αθηναίο μας έχει διασωθεί συλλογή 25 ασματίων, τα οποία οι Αθηναίοι συνήθιζαν να τραγουδούν στα συμπόσια, τα σκόλια. Η λέξη προέρχεται από το επίθετο σκολιός (λοξός, τεθλασμένος) και δήλωνε την ακανόνιστη σειρά στην εκτέλεση των τραγουδιών. Οι καλλίφωνοι του συμποσίου κρατώντας, ο καθένας με τη σειρά του κλαδί μυρτιάς, έλεγαν ένα τραγούδι. Στο συγκεκριμένο σκόλιο γίνεται λόγος για την οινοποσία και προβάλλονται οι βασικές αρχές της κοινωνικότητας, σύμφωνα με την αρχαϊκή αντίληψη: 1. συμμετοχή στην οινοποσία 2. η απόλαυση της νεότητας μαζί με φίλους (ένα από τα τέσσερα πολύτιμα αγαθά· τα άλλα τρία είναι: υγεία, ομορφιά και έντιμος πλούτος) 3. η αλληλεγγύη «άπρεπο να βρίσκεται σε συντροφιά μεθυσμένων ο ξεμέθυστος, άπρεπο να μένεις ξεμέθυστος ανάμεσα σε μεθυσμένους» για τον Θέογνι.

Κοινός τόπος στην αρχαία λογοτεχνία η άποψη ότι ο οίνος είναι το αντίδοτο στις στενοχώριες και τις έννοιες της καθημερινής ζωής. Ο Ευριπίδης στις Βάκχες του (274-285) μας λέει μέσα από το στόμα του Τειρεσία, απευθυνόμενος στο βασιλιά των Θηβών Πενθέα, ο οποίος αντιδρά με μανία στην καθιέρωση της διονυσιακής λατρείας:

Δύο είναι νεαρέ μου,τα πρώτα αγαθά για τους ανθρώπους:
η θεά Δήμητρα – η γη τουτέστιν, όπως σ’ αρέσει μπορείς και
να την προσφωνείς. Αυτή τρέφει τους ανθρώπους με στερεά τροφή.
Ο γόνος της Σεμέλης ήλθε αργότερα, αλλά ισάξια η προσφορά του:
του βότρυος το νάμα εφεύρεση κι εισαγωγή δική του
στην κοινωνία των ανθρώπων. Διώχνει τη λύπη από τους ταλαίπωρους
θνητούς, όταν τα σωθικά τους πλημμυρίσει της αμπέλου η ροή
φέρνει τον ύπνο, στη λήθη ρίχνει τις πίκρες της ημέρας,
φάρμακο άλλο για τις δυστυχίες δεν υπάρχει της ζωής.
Θεός είναι ο οίνος και στους θεούς προσφέρεται σπονδή
ώστε αυτός διασφαλίζει τα αγαθά στους ανθρώπους.

Μεγάλοι υμνωδοί, σπουδαίοι λόγιοι, αλλά και λαϊκή μούσα

......η άμπελος και ο οίνος ήταν τα πιο ιερά σύμβολα που ο χριστιανισμός δανείστηκε από τις αρχαίες θρησκείες.... Συνήθειες αιώνων ριζωμένες τόσο βαθιά, ώστε .... οι ληνοβάτες (αυτοί που πατούν τα σταφύλια) εξακολούθησαν για πολλούς αιώνες μετά την επικράτηση του χριστιανισμού, τον 3ο αιώνα, ......................., να φορούν μάσκες, την ώρα που πατούσαν τα σταφύλια, να τραγουδούν, να θορυβούν και να επικαλούνται το Διόνυσο, παρά το σχετικό απαγορευτικό κανόνα της εν Τρούλλα Συνόδου, το 691. ....... Αυτή η κοινωνία είχε, όμως, δύο πλευρές: το επίσημο λαμπρό Βυζάντιο με το σταυρό στο ένα χέρι και στο άλλο το σπαθί..... Στη σκιά του ζούσε ένα άλλο Βυζάντιο, εκείνο του αγρότη, του ταβερνιάρη, του αιρετικού ποιητού και του λόγιου με κριτική ματιά και επαναστατική διάθεση. Σ’ αυτούς είχε καταφύγει ο διωκόμενος Βάκχος και η ευωχία του οίνου.

Αυτά αναφέρει η Σταυρούλα Κουράκου-Δραγώνα (Πρόεδρος του Ιδρύματος Φανή Μπουτάρη) στην εισαγωγή του δεύτερου τόμου της τριλογίας Ο Οίνος στην Ποίηση.
Τα σχόλια του Μανώλη Αναγνωστάκη, με αφορμή τη βυζαντινή οινική ανθολογία, μας βοηθούν να κατανοήσουμε την αδιάσπαστη σύνδεση του λαού μας με το κρασί, η οποία δεν άλλαξε στο πέρασμα των αιώνων. Αδιάψευστοι μάρτυρες τα ακριτικά τραγούδια, ύμνοι για τους Βυζαντινούς που έδρασαν στον Άνω Ευφράτη, στους ίδιους τόπους που διέπρεψε η προσωπικότητα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. «... ο μύθος του μπολιάστηκε μ’ όλους τους μύθους της Ανατολής και κυρίως με τη διονυσιακή μυθολογία του εκπολιτιστή, στρατηλάτη, διγενή, Διογενή, Διονύσου». Στους στίχους τους ζωντανεύουν σκηνές της Ιλιάδας:

- Στα συμπόσια, οι βυζαντινοί άρχοντες διηγούντο τα κατορθώματά τους γύρω από τη μαρμαρένια τάβλα, με τα χρυσά τους κύπελλα γεμάτα γλυκόπιοτο κρασί, όπως ακριβώς οι ομηρικοί ήρωες.

- Στις σκηνές του αποχωρισμού, η μάνα, η γυναίκα ή η αγαπημένη του ήρωα κρατά ποτήρι και κερνά «Κια όσα ποτήρια τον κερνά, τόσα λόγια του λέει», όπως η Εκάβη στον Έκτορα (Ιλιάς Ζ 251-262).

- Τον ήρωα συντροφεύει πάντα το πιστό του άτι, που έχει κι αυτό δικαίωμα, όταν γυρίζουν από τη μάχη, σε περιποιήσεις και φροντίδες: «Χρυσήν λεκάνην έστησαν με το κρασίν εμπρός του». Πριν είκοσι περίπου αιώνες, ο Έκτορας, στο γυρισμό από τη μάχη, έλεγε στα άλογα της άμαξας του: Ήρθε η ώρα να επαναληφθούν οι φροντίδες της Ανδρομάχης, που ετοίμαζε για σας οίνο στο χρώμα της φωτιάς, και μάλιστα πριν το κάνει για μένα, το αγαπημένο ταίρι της (Ιλιάς Θ 185-900)......
Οι Παλλαδάς και Συνέσιος, θεωρούνται οι χαρακτηριστικότεροι εκπρόσωποι .....της εποχής του φθίνοντος εθνικού ελληνισμού και του θριαμβεύοντος χριστιανισμού... Ειδικά ο Παλλαδάς έζησε την εποχή της μετάβασης στο χριστιανισμό, αισθανόμενος δύσκολα τόσο με τους εθνικούς όσο και με τους χριστιανούς. Γι’ αυτό και του αποδόθηκε το προσωνύμιο Μετέωρος. Οι διώξεις της θρησκείας των εθνικών (π.χ. αρπαγή των αγαλμάτων για να στολισθούν οι ναοί των χριστιανών στην Αλεξάνδρεια) τον πληγώνουν: «κι αν ζούμε ο βίος μας έχει πεθάνει». Πάντα υπάρχει όμως ένα καπηλειό για να ... πνίξει ο γέρος Έλληνας τη θλίψη του, να πιει, να μεθύσει, να ειρωνευθεί και να φιλοσοφήσει, αδιαφορώντας για το ουράνιο πόμα......

Γέρο ξεκούτη με κοροϊδεύουν οι γυναίκες λέγοντάς μου
Να δω τα μούτρα μου, λείψανο, στον καθρέφτη.
Όμως εγώ είτε άσπρα είτε μαύρα έχω μαλλιά
καθόλου δε με νοιάζει, καθώς στο τέλος της ζωής μου φθάνω.
Μ’ ευωδιαστά μυρωδικά και με πολύφυλλα στεφάνια
και με τον Βρόμιο δίνω τέλος στις φροντίδες
Δωσ’ μου να πιω, τις έγνοιες μου να διώξει ο Βάκχος
και να θερμάνει πάλι την παγωμένη μου καρδιά.
Δωσ’ μου να πιω, τις έγνοιες μου να διώξει ο Βάκχος
συντρίβοντάς τες με τα κρυστάλλινα ποτήρια.
Στα ακριτικά τραγούδια οι συνεστιάσεις είναι ένα ιδιαίτερα συνηθισμένο θέμα. Σε παραλλαγές ακριτικών τραγουδιών της Κύπρου, προσκαλείται ακόμη και ο Χάρος από το Διγενή και σ’ αυτές βρίσκουμε τον πληρέστερο κατάλογο των ιδιοτήτων του κρασιού:

Καλώς ήρτεν ο Χάροντας νά φά’ νά πιή μιτά μας,
νά πιή γλυκόποτον κρασίν πού πίνουν φουμισμένοι,
νά πιή γλυκόποτον κρασίν πού πίνουν οι ‘γουμένοι
απού τό πίνουν ευμενείς καί πέφτουν καί κοιμούνται
απού τό πίνουν άρρωστοι καί βρέθουνται γιαμένοι
καί μέ τήν ευωδίαν του βρέθουνται μεθυσμένοι.
Το κρασί λοιπόν, το μόνο από τα επίγεια που μπορεί να δελεάσει ακόμη και αυτόν τον ίδιο το Χάρο.


Διαβάζουμε στα σχόλια της Άννας Γεωργαντά στον τρίτο τόμο της τριλογίας Ο Οίνος στην Ποίηση: ... Η αναγεννησιακή λαχτάρα ζωής και η επανασύνδεση με το πνεύμα της αρχαίας διονυσιακής λατρείας αναγνωρίζονται σε κείμενα του μη τουρκοκρατούμενου ελληνισμού του 16ου και 17ου αιώνα... Η καταδικαστική διάθεση της παλαιότερης γραμματείας μας διοχετεύτηκε και μετασχηματίστηκε στις πολλές σάτιρες του μέθυσου που έχει να επιδείξει κυρίως ο 19ος, αλλά και ο 20ος αιώνας. Η πρόθεση όμως δεν είναι πια η αποδοκιμασία και η τιμωρία, αλλά το γέλιο και η προσπάθεια της ήπιας θεραπείας.

Από τα μέσα πάντως του 18ου αιώνα η ποίησή μας αρχίζει να συνθέτει εγκώμια στο κρασί και να ζει ξανά τις χαρές της καθημερινής ζωής που συνδέονται μαζί του... η βακχική αυτή εμπειρία προέρχεται από χώρους σχετικής ελευθερίας και αστικής ευζωίας: από τα κέντρα της φαναριώτικης ακμής, πρωτίστως, και από τα Επτάνησα....

- Που πας, αφέντη μέρμηγκα, και είσ’ αρματωμένος;
- Αμπέλι έχω στη βλαχιά και πάω να το τρυγήσω
Τέλος του ρομαντισμού και με τη γενιά του 1880 το κρασί και το αμπέλι γίνονται σύμβολα της ελληνικής φύσης και της κοινωνικής της ζωής. Στο Ζητιάνο του Καρκαβίτσα διαβάζουμε:

Τα κρασοβάρελα ελογχίζονταν πέρα-πέρα κι έτρεχε το παρήγορο ποτό, των πόνων το βάλσαμο, το μακάριο λίκνισμα της ψυχής του φτωχού, κι πλημμύριζε το έδαφος και το εροφούσεν η γη αναίσθητη.

Πότε όμως ο οίνος έγινε κρασί; Διαβάζουμε από την εισαγωγή στον ίδιο τόμο της Σταυρούλας Κουράκου-Δραγώνα: ....Η αναζήτηση της απάντησης με τη μαρτυρία του ποιητικού λόγου οδηγεί στην ύστερη βυζαντινή περίοδο. Σε όλα τα ποιήματα των πρώτων βυζαντινών αιώνων, μέχρι και τον 14ο αιώνα, κυριαρχεί ο οίνος: οίνος άκρατος, οίνος Πράμνειος, οίνος ευώδης..... Όμως με το πέρασμα των αιώνων, ο κεκραμένος οίνος που γεννιόταν μέσα στους κρατήρες κατά τη διάρκεια των αρχαιοελληνικών συμποσίων από την κρασί οίνο με νερό, παραχώρησε τη θέση του στο «κρασί οίνου» των βυζαντινών χρόνων και στη συνέχεια εξελίχθηκε σε κρασί, κρασί, κρασάκι, λέξεις συνήθεις στα ποιητικά έργα του 14ου και 16ου αιώνα, όπως το Χρονικόν του Μορέας, η Ακολουθία του Σπανού και η Βοσκοπούλα...

Οι ποιητές μας στην ποιητική τους δημιουργία τιμούν εξίσου όλες τις ποικιλίες του κρασιού, κόκκινες και λευκές:

Κάθε σπίτι των χωριών μας θρέφει και κορίτσι αφράτο

Κάθε αμπέλι των νησιών μας βγάζει και κρασί μοσχάτο.

Χρησιμοποιούν τα χρώματα των πολύτιμων λίθων για να περιγράψουν την ποικιλία των χρωματικών αποχρώσεων του κρασιού. Το ρουμπίνι θα χρησιμοποιηθεί συχνά για την περιγραφή του χρώματος του κόκκινου κρασιού, ενώ το ζαφείρι θα βοηθήσει στην απόδοση του χρώματος της ξακουστής μαλβαζίας:

Άσπρα, κόκκινα κρασιά,
Μοσκάτα οκ (=από) τη Μονοβασά,
Που τα ‘βανα στο ποτήρι
Κι ήφτασι σαν το ζαφείρι
Η ελληνική κοινωνία και η ελληνική ποίηση θα βρουν στο κρασί ένα πρόθυμο συμπαραστάτη για την περιγραφή όλων των εκδηλώσεων της ζωής, αλλά και συναισθημάτων λύπης, χαράς, φιλίας. Για τον ξενιτεμένο και το ναυτικό το κρασί είναι καλοσώρισμα:

Τα τρεχαντήρια αράζουνε και πάλι στο λιμάνι.
Νησιωτοπούλες στρώσετε τραπέζι με κρασί
(Κ. Κωνσταντινίδης)
Είναι η αμοιβή για τη σκληρή δουλειά του γεωργού:
Στρώνει τραπέζι φτωχικό, κρεμά το κλαδευτήρι,
κι όλο με γέλια και φιλιά
κάνουνε δείπνο βασιλιά
κρασί και ψωμοτύρι
(Ι. Τσακασιάνος)
Είναι η αμοιβή αυτού που πολεμά για την ελευθερία της πατρίδας του:
Βιολιά, κρασί, ξεφάντωμα, χαρα!
Γυρνάν οι νικητές τυραννομάχοι
(Κ. Παλαμάς)
Το αμπέλι με την παρουσία του σ’ όλη την έκταση της ελληνικής γης θα γίνει οδηγός για τον Ελύτη στην παρουσίαση του ελληνικού τοπίου:

Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ και μυρσίνη συ δοξαστική
μη παρακαλώ σας μη λησμονάτε τη χώρα μου!
Αετόμορφα έχει τα ψηλά βουνά στα ηφαίστεια κλήματα σειρά
και τα σπίτια πιο λευκά στου γλαυκού το γειτόνεμα

ΟΛΑ ΤΑ ΠΙΟ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΣ ΚΟΥΡΑΚΟΥ ΔΡΑΓΩΝΑ,"ΟΙΝΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ"
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ......

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου