"ΤΟ ΡΕΝΤΙΚΟΛΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ"
Η φράση του πρωθυπουργού «Φροντίζω η Ελλάδα να μην είναι πια το ρεντίκολο της Ευρώπης» είναι πραγματικά συμπυκνωμένη αφήγηση εξουσίας, στον πυρήνα της οποίας στηρίχτηκε η νεοδημοκρατική κυριαρχία των τελευταίων χρόνων.
Και αν τη διαβάσουμε ψυχαναλυτικά και πολιτισμικά, φανερώνει όλο το αρχέτυπο του πατρικού ρόλου που το πολιτικό του αφήγημα επιτελεί και μέσω του οποίου κυριαρχεί.
Το φαντασιακό σενάριο της «ντροπής» και της «αποκατάστασης».
Η λέξη «ρεντίκολο» δεν είναι πολιτική· είναι συναισθηματική.
Είναι η γλώσσα της ντροπής, της έκθεσης, της εθνικής αμηχανίας.
Ο πρωθυπουργός, επιλέγοντας αυτή τη λέξη, δεν απευθύνεται στη λογική του ακροατή — απευθύνεται στο τραύμα του.
Στο ιστορικό τραύμα εξάρτησης του ελληνικού λαού, στη συλλογική αίσθηση «υποτίμησης» από την Ευρώπη, στο βίωμα ότι «μας θεωρούν κατώτερους».
Η υπόσχεσή του —«φροντίζω να μην είμαστε ρεντίκολο»— λειτουργεί σαν πατρική διαβεβαίωση προς ένα παιδί που νιώθει μειονεκτικά: «Μη φοβάσαι, εγώ θα σε κάνω να σε σέβονται.»
Αυτή είναι μια πατρική ρητορική εξουσίας, βαθιά ψυχική.
Δεν υπόσχεται ελευθερία, υπόσχεται «σεβασμό από τους μεγάλους».Δηλαδή, αποδοχή από τον Μεγάλο Άλλο — την Ευρώπη.
Το διπολικό σχήμα «Έφηβος/Πατέρας»
Στο συλλογικό φαντασιακό που έχει χτιστεί μετά το 2015,
ο Τσίπρας είχε προσωποποιήσει το πρότυπο του ανώριμου, παρορμητικού εφήβου —του παιδιού που αντιμιλά στους «σοβαρούς Ευρωπαίους», που ρισκάρει, που ονειρεύεται, αλλά τελικά «τα κάνει θάλασσα».
Ο Μητσοτάκης ήρθε να αποκαταστήσει το αντίθετο: ο πατέρας της οικογένειας που «βάζει τάξη», που δεν εκτίθεται, που «μας κάνει υπολογίσιμους», που δεν ντρέπεται μπροστά στους ξένους.
Το φαντασιακό αυτό ακουμπά πολύ βαθιά στην ελληνική ψυχή —
στην αγωνία του «να μη μας θεωρούν ρεντίκολο», να μας αναγνωρίζουν.
Έτσι, η πολιτική πράξη μεταφράζεται σε μια φαντασιακή ψυχική ισορροπία:
η Ευρώπη ως “γονιός”, η Ελλάδα ως “παιδί που προσπαθεί να αποδείξει ότι μεγάλωσε”.
Το τίμημα της «κανονικότητας»
Όμως, πίσω από αυτή τη ρητορική της αξιοπρέπειας κρύβεται η ψυχική υποταγή.
Όταν ένα έθνος μετρά την αξία του με το αν «φαίνεται σοβαρό» στα μάτια του Άλλου, τότε χάνει τη δική του εσωτερική πυξίδα νοήματος. Η «κανονικότητα» γίνεται μηχανισμός συμμόρφωσης — όχι πράξη αυτοσεβασμού, αλλά πράξη αυτολογοκρισίας και υποταγής.
Η φράση «φροντίζω να μη γίνουμε ρεντίκολο» σημαίνει:
«Αναλαμβάνω εγώ την ευθύνη να σας κρατήσω ήσυχους, προσαρμοσμένους, ευπρεπείς — ώστε να μας εγκρίνουν οι ξένοι.»
Δηλαδή, ο πολίτης παραμένει παιδί που χρειάζεται τον “πατέρα” να τον καθοδηγεί, να τον προστατεύει, να τον πειθαρχεί.
Το αντίδοτο — η πολιτική του συναισθήματος.
Απέναντι σ’ αυτό το φαντασιακό, οι συγγενείς των Τεμπών, η απεργία πείνας του πατέρα, η μαζική συγκίνηση του λαού,
δεν εκφράζουν απλώς οργή. Εκφράζουν την απελευθέρωση του συναισθήματος από τη ντροπή.
Είναι η καρδιά που επιστρέφει στον δημόσιο χώρο και λέει:
«Δεν με νοιάζει πώς θα με δουν οι έξω — με νοιάζει να κοιταχτούμε εμείς στα μάτια.» . Είναι η θεραπευτική απελευθέρωση που διατρανώνει "χέστηκα για το τι θα πει ο κόσμος". Είναι το πέρασμα από την πολιτική της εικόνας
στην πολιτική της αλήθειας, από την πολιτική του τραύματος στην πολιτική της θεραπείας.
Συμπερασματικά:
Η φράση του πρωθυπουργού είναι καθρέφτης της αποικιοποιημένης ελληνικής ψυχής. Εκφράζει την ανάγκη να μας “εγκρίνει” ο Άλλος — να είμαστε «σοβαροί», «κανονικοί», «σεβαστοί». Αλλά όσο το μέτρο της αξιοπρέπειας βρίσκεται έξω από εμάς, τόσο θα παραμένουμε ψυχικά εξαρτημένοι.
Η αληθινή απελευθέρωση αρχίζει όταν πάψουμε να φοβόμαστε μήπως γίνουμε «ρεντίκολο» και αρχίσουμε να φοβόμαστε μήπως πάψουμε να είμαστε άνθρωποι.
**Τό ιστολόγιο δέν συμφωνει απαραίτητα με τις απόψεις των αρθρογράφων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου