Παρασκευή 14 Μαρτίου 2025

Ρωσία και ΗΠΑ επιδιώκουν το “πατ” στη γεωπολιτική σκακιέρα

Είναι πλέον επιτακτική ανάγκη, όσο η Ρωσία τόσο και η Ουκρανια, να σταματήσουν τον πόλεμο μεταξύ τους. Ενας πόλεμος θηριώδης με τους νέους να "αλέθονται" στο πολεμικό μέτωπο.


Του Ζαφείρη Χατζηδήμου

Η στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας, βρίσκεται πλέον επί ξηρού ακμής, με το  ένα παιχνίδι υψηλού ρίσκου όπου συγκρούονται παγκόσμιες στρατηγικές, εθνικά συμφέροντα και γεωπολιτικές φιλοδοξίες. Με τις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις να καταρρέουν και τη Ρωσία να ανακτά τον πλήρη έλεγχο της περιφέρειας του Κούρσκ, η πρωτοβουλία των κινήσεων στο επιχειρησιακό και στο διπλωματικό σκέλος έχει περάσει πλέον στη Μόσχα.

Ο Βλαντίμιρ Πούτιν επέστρεψε το διπλωματικό παιχνίδι στην Ουάσινγκτον με μια επιδέξια κίνηση υψηλού επιπέδου, αποδομώντας την αμερικανική πρόταση για 30ήμερη εκεχειρία. Με μια στρατηγικά υπολογισμένη απάντηση, ο Ρώσος πρόεδρος εμφανίστηκε να αποδέχεται την αμερικανική πρωτοβουλία, ενώ ταυτόχρονα την άδειασε πλήρως, απορρίπτοντας την κατάπαυση του πυρός υπό τους όρους που έθεταν Ουάσινγκτον και Κίεβο.
Με αυτήν την κίνηση, ακύρωσε την πρόταση που είχε προταθεί μετά τις  αμερικανο-ουκρανικές διαβουλεύσεις στη Σαουδική Αραβία – και ταυτόχρονα προστάτευσε τη Ρωσία από την επιβολή νέων κυρώσεων και την έντονη αντίδραση του Λευκού Οίκου. Προβάλλοντας τη ρητορική μιας «βιώσιμης και διαρκούς ειρήνης», η Μόσχα αποσπά πλεονέκτημα στο διπλωματικό μέτωπο, φορώντας το κουστούμι του «λογικού συνομιλητή» που αναζητά μια μακροπρόθεσμη λύση.

Παρά το γεγονός ότι από τον Φεβρουάριο του 2022 η Ρωσία έχει ανοίξει ένα πολεμικό μέτωπο στην Ευρώπη για πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ένας παίκτης που στερείται διπλωματικής ισχύος. Αντιθέτως, η Μόσχα αποδεικνύει πως, πέρα από τη στρατιωτική της επιβολή, γνωρίζει πώς να εκμεταλλεύεται τις γεωπολιτικές συγκυρίες για να διαμορφώνει τις εξελίξεις προς όφελός της.

Από την άλλη, η σχεδόν άμεση και δημόσια απάντηση του Ντόναλντ Τραμπ περί απευθείας  επαφών με τον Βλαντιμίρ Πούτιν και οι συνομιλίες του ειδικού απεσταλμένου του, Στιβ Γουίτκοφ, που βρίσκεται ήδη στη ρωσική πρωτεύουσα, ανοίγουν ένα νέο κεφάλαιο στη διπλωματική σκακιέρα.
Είμαστε πλέον σε ένα στάδιο έντονης διπλωματικής κινητικότητας το οποίο αναμένεται ότι θα ανατρέψει ισορροπίες και σχεδιασμούς επιφέροντάς μια μανιχαϊστική λύση: Είτε θα πυροδοτήσει νέες εντάσεις είτε θα φέρει μια λύση που κανείς δεν περίμενε.

Το ερώτημα παραμένει: ποιος θα κερδίσει από αυτή τη στρατηγική αναδιαμόρφωση;

Η αναθεώρηση της αμερικανικής στρατηγικής

Η δήλωση του Ντόναλντ Τραμπ περί συνομιλιών με τον Βλαντιμίρ Πούτιν και η διαμεσολάβηση του ειδικού απεσταλμένου του, Στιβ Γουίτκοφ, σηματοδοτούν μια στροφή στη στρατηγική των ΗΠΑ προς μια πιο πραγματιστική προσέγγιση για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία. Η πρωτοβουλία αυτή, που φέρει έντονα το αποτύπωμα του ρεαλισμού του Τραμπ, αντανακλά την πρόθεση της Ουάσινγκτον να διαμορφώσει εκ νέου την γεωπολιτική δυναμική της σύγκρουσης της Ουκρανίας με την Ρωσία, εκμεταλλευόμενη τα περιθώρια ελιγμών που αφήνει η στρατιωτική κόπωση των αντιμαχόμενων πλευρών.

Είναι αξιοσημείωτο δε, την ημέρα που γινόταν η συνάντηση Πούτιν – Λουκασένκο, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού γινόταν συνάντηση του Τραμπ με τον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, με την επισήμανση του τελευταίου ότι, η Δύση υπολείπεται της Ρωσίας και της Κίνας στην μαζικότητα παραγωγής όπλων. Αν κάποιος αναλύσει σε βάθος αυτή τη δήλωση του γενικού γραμματέα θα καταλάβει ότι σε αυτή περικλείεται η αδυναμία για την ικανότητα της βορειοατλαντικής συμμαχίας να διατηρήσει τον ρυθμό ενίσχυσης των στρατιωτικών επιχειρήσεων στην Ουκρανία αφενός και αφετέρου πως το ΝΑΤΟ  αποδεικνύεται πως δεν διαθέτει την συμβατική στρατιωτική ισχύ αποτροπής.

Οι ΗΠΑ από την άλλη, φαίνεται να αναζητούν μια διέξοδο από μια σύγκρουση που έχει εξελιχθεί σε οικονομική και βιομηχανική δοκιμασία, ενώ παράλληλα επιθυμούν να αποφύγουν μια ήττα που θα μπορούσε να αποδυναμώσει το κύρος τους στην ευρωατλαντική αρχιτεκτονική ασφάλειας.

Η Ουκρανία σε δεινή στρατιωτική θέση

Η απόφαση των ουκρανικών αρχών να διατάξουν την εκκένωση οκτώ οικισμών στην περιφέρεια Σούμι αποκαλύπτει τη στρατηγική πίεση που ασκεί πλέον η Ρωσία στις βόρειες περιοχές της Ουκρανίας. Με τις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις σε αποδιοργάνωση και σε διαρκή υποχώρηση, η Μόσχα συνεχίζει να εδραιώνει την κυριαρχία της. Η κατάσταση αυτή αποτελεί άμεση συνέπεια της ρωσικής αντεπίθεσης στην περιφέρεια Κουρσκ, όπου οι ουκρανικές δυνάμεις είχαν επιχειρήσει – και καταφέρει – τον περασμένο Αύγουστο να αποκτήσουν διαπραγματευτικό πλεονέκτημα, καταλαμβάνοντας εδάφη της περιοχής.

Ωστόσο, η Μόσχα ανέτρεψε αυτή την κατάσταση, με τον αρχηγό του ρωσικού Γενικού Επιτελείου στρατηγό Βαλέρι Γερασίμοφ να διαβεβαιώνει πως σχεδόν ολόκληρη η περιοχή των εδαφών που είχαν καταλάβει οι Ουκρανοί έχουν πλέον απελευθερωθεί από τις ρωσικές δυνάμεις. Η εξέλιξη αυτή επιβεβαιώνει την ικανότητα της Ρωσίας να διατηρεί την επιχειρησιακή της υπεροχή στο μέτωπο, οδηγώντας την Ουκρανία σε ένα αδιέξοδο στρατηγικής κλίμακας.

Οχι εκεχειρία αλλά συμφωνία

Η ρωσική διπλωματική άρνηση για την προτεινόμενη 30ήμερη κατάπαυση του πυρός, είναι επίσης και ενδεικτική της δυσπιστίας της Μόσχας προς τη Δύση και το Κίεβο. Οι δηλώσεις του Πούτιν ότι: «το μήκος της γραμμής του μετώπου (2.000 χιλιόμετρα) καθιστά δύσκολο τον έλεγχο μιας απλής εκεχειρίας και μόνο μια γραπτή συμφωνία η οποία θα εποπτεύεται από διεθνείς δυνάμεις μπορεί να επιφέρει την ειρήνη», αφήνουν να εννοηθεί ότι η Ρωσία φοβάται πως η Ουκρανία θα εκμεταλλευτεί πιθανά το διάστημα μιας προσωρινής εκεχειρίας χωρίς εγγυήσεις, για να ανασυνταχθεί.

Παράλληλα, η αβεβαιότητα σχετικά με το ποιος θα δώσει τις διαταγές για παύση των εχθροπραξιών φανερώνει την πρόθεση του Κρεμλίνου να διατηρήσει τη διαπραγματευτική του θέση ισχυρή, καθιστώντας σαφές ότι οι όροι της εκεχειρίας πρέπει να του είναι ευνοϊκοί.
Οι δηλώσεις Πούτιν και Τραμπ δείχνουν ότι υπάρχει χώρος για διαπραγματεύσεις, αλλά τα σημεία τριβής είναι πολλά και κρίσιμα. Η Ρωσία θέλει μια εκεχειρία που θα κατοχυρώσει τα κέρδη της, ενώ οι ΗΠΑ επιδιώκουν μια διέξοδο που δεν θα τις κάνει να φαίνονται ηττημένες. Το πραγματικό ερώτημα λοιπόν είναι το ποιος θα κάνει πρώτος πίσω χωρίς να πληγωθεί η γεωπολιτική ισχύς του.

Και δεν πρέπει να λησμονούμε πώς σκεφτόμαστε για δύο τυχαίες χώρες, αλλά για δυο  μεγάλες δυνάμεις που ονομάζονται Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και Ρωσική Ομοσπονδία…https://neostrategy.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου